Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΑΝΑΣΤΗΣΤΕ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΤΗΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ

Μπαρ Φλωμπέρ : Όταν τους ανέφερα τον τίτλο του βιβλίου μου οι περισσότεροι φίλοι ανέτρεξαν στη Γαλλία και στον συγγραφέα της μαντάμ Μποβαρί. Τα φαινόμενα όμως απατούν… Ο Γκιστάβ Φλωμπέρ δεν παίζει απολύτως κανένα ρόλο στην πλοκή, ούτε καν φιλοξενείται σε κάποια από τις 95.000 λέξεις του βιβλίου… Κι όσο για το ομώνυμο Μπαρ, το συναντάμε διαρκώς στο μυθιστόρημα με την διαφορά ότι πρόκειται για έναν τόπο όπου δεν ρέει σταγόνα αλκοόλ… Κι αυτό γιατί δε βρίσκεται παρά στην φαντασία ενός  χαρισματικού μυαλού… του Λουκά Ματθαίου. Του ενός από τους δύο βασικούς χαρακτήρες ενός βιβλίου που τέλειωσε με μία απροσδόκητη παρέμβαση…

ΣΚΗΝΗ 1

            Kυριακή απόγευμα, 26 Απριλίου 1998. Σ΄ ένα διαμέρισμα πρώτου ορόφου στη Δεινοκράτους. Η Ελευθερία, καλή φίλη, έχει γενέθλια. Κλείνει τα 27 και κάνει μία μικρή συγκέντρωση σπίτι. Είμαστε καμιά δεκαριά άτομα. Όλοι είναι γνωστοί μου εκτός από έναν. Έχω περάσει μόνο για κανένα τέταρτο για να της δώσω ένα δωράκι, να πω δυο κουβέντες και να φύγω –  έχω μία ανειλημμένη υποχρέωση. Η παρέα συζητά για τα σχέδια του καλοκαιριού.  Όμως εμένα το μυαλό μου περί άλλων τυρβάζει. Πρέπει να βρω ένα τόπο, ένα συγκεκριμένο μέρος με ειδικά χαρακτηριστικά για την τελευταία σκηνή του βιβλίου μου. Κι έχω μπλοκάρει εδώ και καιρό. Το πρώτο ντραφτ του μυθιστορήματος δεν προχωρά.

            Τα λόγια μου βγαίνουν από μόνα τους… «Εδώ και δυο βδομάδες ψάχνω για ένα μέρος. Έναν τόπο που πρέπει να είναι…. που πρέπει να έχει…»  Η ομήγυρη στρέφει το βλέμμα πάνω μου.

            Ακούω διάφορες προτάσεις για γνωστές τοποθεσίες. Καμία δεν μου κάνει κλικ. Καθ’ όλη τη διάρκεια της κουβέντας ο άνθρωπος που δεν ήξερα κάθεται στην δεξιά άκρη του σαλονιού, αμίλητος. Είναι ένας χλωμός νεαρός με μακρύ πρόσωπο και ρωμαϊκή κατατομή που φοράει ένα γαλάζιο πουκάμισο κι ένα γκρι παντελόνι, ο οποίος εκ των υστέρων αποδεικνύεται ότι ήταν φίλος φίλου. Η Ελευθερία με την οποία το συζητήσαμε αργότερα δεν θυμόταν καν το όνομα του. Πριν ακόμα τελειώσω την παθιασμένη εξιστόρηση, ο νεαρός με διακόπτει, σχεδόν αγενώς: ‘Ξέρω πιο είναι το μέρος που ψάχνεις. Λέγεται Λ.’ και μου το περιέγραψε. Ένα φως αστράφτει ξαφνικά, η περιγραφή είναι σαν ένα διαφημιστικό τρέιλερ του τόπου που ψάχνω… Φεύγω χαρούμενος…

            Τις επόμενες μέρες διάβασα για το Λ., διασταύρωσα τις πληροφορίες του αγνώστου και το αποφάσισα. Τέλη Αυγούστου του 98, πέρασα κάποιες μέρες στο Λ. αλλά και στην γύρω περιοχή η οποία επίσης εντάχθηκε στην πλοκή. Το βιβλίο τέλειωσε με την σκηνή που ήθελα σε αυτό ακριβώς το μέρος. Κι όχι μόνον. Σε μια βιβλιοθήκη της περιοχής βρήκα ένα κείμενο που μου έλυσε ένα τεράστιο πρόβλημα της αφήγησης συνδέοντας οργανικά το φινάλε με τον κορμό του έργου. Ένα κείμενο – κλειδί που εμφανίστηκε ως μάννα εξ ουρανού. Κι ως εδώ θα έλεγε κανείς ότι είχα μια τυχερή συνάντηση…

ΣΚΗΝΗ 2

Μέσα Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς πίνουμε καφέ με τον πατέρα μου στο σαλόνι μου. Έχω την μελαγχολία του τέλους εποχής μαζί με τη εγρήγορση της συγγραφής… Συζητάμε τα του καλοκαιριού. Του λέω πως πήγα στην Λευκάδα, στην καθιερωμένη  Πάρο και στον τόπο που τελειώνει το βιβλίο, το Λ. Ο πατέρας μου είναι αρχιτέκτονας, συνταξιούχος εδώ και κάποια χρόνια. Είχε ανέκαθεν μία έμμονη να ανακαλύψει τον επακριβή τόπο της καταγωγής μας. Με πληροφορεί λοιπόν με καμάρι, πως το καλοκαίρι είχε μισθώσει έναν ειδικό, ένα είδος ανθρωπογεωγράφου ερευνητή, για να αναδιφήσει στα αρχεία και να ανακαλύψει από πιο μέρος – εντός η εκτός Ελλάδος, δεν θα το αποκαλύψω – καταγόταν ο πρεσβύτερος πρόγονός μας, ο Σταμάτης Χρήστου ή Παπασταματόπουλος. Πράγμα που έγινε. ‘Ξέρεις ποιο ήταν αυτό το μέρος Αλέξη; Το Λ.’ μου λέει γελώντας. Εκείνη την στιγμή ένιωσα κάτι πρωτόγνωρο. Μια δύναμη πέρα κι από την οικειότητα. Κι ένα άγνωστο χέρι να υπογράφει το βιβλίο. Τον άγνωστο αυτό, την δύναμη αυτή, την ονόμασα άγγελο της αφήγησης.

            Ο άγγελος έκανε την εμφάνισή του κι άλλες φορές κατά τη διάρκεια της συγγραφής. Σταχυολογώ δύο. Η πρώτη: Ψάχνοντας για τον τίτλο του πρώτου κεφαλαίου, έπεσα τυχαία σ΄ ένα κακογραμμένο γκραφίτι ενός τοίχου των Εξαρχείων: ‘Σκοτώστε το νεκρό χρόνο’. Δε χρειάστηκε άλλη σκέψη. Ήταν σαν παραγγελία. Η δεύτερη: Βρισκόμουν σ’ ένα ταξί όταν κατέληξα στο πραγματικό επώνυμο του δεύτερου βασικού ήρωα. Είχα το όνομα: Λουκάς, είχα το ψευδώνυμο: Ματθαίου. Πατέρας, έμοιαζε μια καλή λύση για το πραγματικό επώνυμο. Το ταξί περνούσε μπροστά από τον Ευαγγελισμό. Ασυναίσθητα σήκωσα το κεφάλι και το βλέμμα μου έπεσε στην πινακίδα του δρόμου: Οδός Λουκά Πατέρα… Κατακύρωση εξ ουρανού…

           

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ    

ΒΑΘΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ STORY

Ο Φλωμπέρ λοιπόν δεν κατοικεί εδώ, και στο Μπαρ Φλωμπέρ κανείς δεν πίνει ποτό. Υπάρχει κι ένας βιβλιόφιλος Άγγελος που δίνει λύσεις… Τι γίνεται τελικά σ’ αυτό το βιβλίο; Οφείλω μία εισαγωγή.

            Ο ήρωας, ο Γιάννης Λουκάς, βρίσκεται σε μια οριακή φάση της ζωής του. Πλησιάζει ολοταχώς τα σαράντα, βρίσκεται εγκλωβισμένος σε μια δουλειά ρουτίνας που τον φθείρει, σε μια εξαετή σχέση η οποία φυτοζωεί, ενώ το μεγάλο του όνειρο, να γράψει ένα μυθιστόρημα, παραπέμπεται σταθερά στις καλένδες. Την κατάσταση δεν βοηθά και ένα μειονέκτημα το οποίο τον ακολουθεί από την ηλικία των δώδέκα ετών. Το δεξί του χέρι είναι μικρότερο από το άλλο κατά οκτώ πόντους.

            Βρισκόμαστε στην Άνοιξη του 1998 κι ο Γιάννης επιμελείται την αυτοβιογραφία του λογοτέχνη πατέρα του, Μάρκου Λουκά. Ανασκαλεύοντας το οικογενειακό αρχείο, βρίσκει το χειρόγραφο ενός επίδοξου συγγραφέα, του Λουκά Ματθαίου. Πρόκειται για μια ερωτική ιστορία γραμμένη μ’ έναν τρόπο εντελώς ιδιαίτερο. Ο τίτλος της: Μπαρ Φλωμπέρ. Ο Ματθαίου το έχει στείλει στον πατέρα του το 1975 με την ελπίδα να τον βοηθήσει στη δημοσίευση, κάτι που δεν έγινε ποτέ…

            Το διαβάζει και νιώθει σαν κάποιος να έχει απλώσει στο χαρτί τις μύχιες σκέψεις του, να έχει βυθίσει μια βελόνα στο αίμα του και να έχει μεταγγίσει στο χειρόγραφο τα συστατικά του πιο προσωπικού του σύμπαντος. Αισθάνεται μία ακατάσχετη οικειότητα με εκείνο που αποπνέουν, με αυτό που υποκρύπτουν οι λέξεις.

            Αναζητώντας τον συγγραφέα, ανακαλύπτει πως πρόκειται για έναν μυστηριώδη άντρα που στο πέρασμά του δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Ο Λουκάς Ματθαίου είναι ένας άντρας με πολλά χαρίσματα. Ανυπόφορα όμορφος, πανέξυπνος, ταλαντούχος, αλλά και μοιραίος για τους γύρω του. Ακολουθώντας τα ίχνη του, η ζωή του Γιάννη αλλάζει άρδην. Αρχίζει ένα ταξίδι, μια παθιασμένη αναζήτηση στις μητροπόλεις της Ευρώπης του τέλους του αιώνα. Παράλληλα, συναισθήματα για χρόνια παγωμένα αναδύονται στην επιφάνεια. Ψάχνοντας για τον σαγηνευτικό ξένο, ο Γιάννης ανοίγει επιτέλους μια χαραμάδα στην απούσα, αληθινή ζωή.

            Έρωτας, κίνδυνος, διάψευση στροβιλίζονται γύρω από μια περιπλάνηση όπου ο μύθος δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Στην πορεία εμπλέκονται αρτ- ντίλερς, ποιητές, ηθοποιοί, άνθρωποι από το παρελθόν του Ματθαίου, αλλά και κλεμμένοι πίνακες, κώδικες οι οποίοι πρέπει να σπάσουν, εικόνες που πρέπει να ερμηνευτούν, συγκυρίες που δεν είναι τόσο αθώες όσο φαίνονται. Τα μυστήρια της τέχνης δεν είναι σαν τα αληθινά…

            Ποιος όμως είναι τελικά αυτός ο χαρισματικός Λουκάς Ματθαίου; Ποία δύναμη οδηγεί τις ακραίες επιλογές του; Γιατί όποιος τον γνώρισε σημαδεύτηκε δια βίου; Την απάντηση ο ήρωας θα την πάρει στο Μπαρ Φλωμπέρ. Εκεί όπου τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται…

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ           

Ο ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ

            Με μία έννοια ο πεζογράφος είναι ένας επιμελητής του χάους. Με το χάος δεν εννοώ αταξία, αλλά ένα χώρο, μια βλάστηση αχαρτογράφητη, ο οποία παραπέμπει απ ευθείας στο Σύμπαν.

            Έτσι αισθάνθηκα κι εγώ γράφοντας αυτό το δεύτερο μυθιστόρημα, μετά από οκταετή θητεία στην ποίηση. Το πρώτο ήταν ο ‘Έβδομος Ελέφαντας’, το ‘98, το οποίο μεταφράστηκε στα αγγλικά και εκδόθηκε φέτος από τον βρετανικό οίκο  Arcadia Books.

            Επιμέλεια χάους λοιπόν… Εξηγούμαι: υπήρχε ένα αδιαμόρφωτο υλικό, ένα μάγμα που περιφερόταν επί ένα διάστημα… Κάποια στιγμή άρχισαν να διαμορφώνεται η ιδέα, να αναδύονται τα  πρόσωπα, το σκηνικό… Ένας οριακά χαρισματικός άντρας – συγγραφέας που δεν εξέδωσε ποτέ, ένας νεώτερος άντρας σε κρίση – εν δυνάμει συγγραφέας – οι τέσσερις Ευαγγελιστές, ένας πίνακας του Πουσέν, τo ευρωπαϊκό τοπίο του τέλους του αιώνα, οι μπιτ, ο Γκαουντί, η αρχιτεκτονική, ο Φασμπίντερ, τα λάιφ στάιλ έντυπα, το πατρικό πρότυπο, η σαγήνη του αρσενικού, η σαγήνη του θηλυκού…. Αλλά και η αποξένωση, η αίσθηση του να είσαι ταυτόχρονα μέσα και έξω από τα πράγματα,  η εξέλιξη της δομής του μυθιστορήματος, το συγγραφικό μπλοκάρισμα, η σχέση  μυθοπλασίας και πραγματικότητας…

            Λίθοι, πλίνθοι, θα έλεγε κανείς… Όμως το υλικό αυτό άρχισε σταδιακά να μου επιβάλλεται·  στην αρχή του παραδόθηκα εντελώς και το άφησα να με οδηγήσει, να με παρασύρει  εκείνο σε ένα καλειδοσκοπικό trip στην ατίθαση χλωρίδα του. Ακολουθούσα τη ροή του, το άφηνα να με ταξιδεύει… Κάποια στιγμή , χωρίς να καταλάβω πώς, άρχισα να επεμβαίνω , να διευθετώ τη ροή, να επιμελούμαι την πορεία του, να το κατευθύνω σε γόνιμα εδάφη και να το καλλιεργώ, να το επιμελούμαι… Κι εκεί απέκτησε τη μορφή του, διαμόρφωσε την πλοκή του, ‘εξέβαλλε’ σε ένα μυθιστόρημα.

                       

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ    

Η ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

            Το Μπαρ Φλωμπέρ είναι μία διαδρομή σε ευρωπαϊκές μητροπόλεις, σε κτίρια και χώρους αλλά ταυτόχρονα και σε τρόπους και τόπους αφήγησης. Ο Γιάννης περιπλανάται στο τοπίο της Ευρώπης, και την ίδια στιγμή στο τοπίο της λογοτεχνίας και της τέχνης του αιώνα που φεύγει. Τα κτίρια και οι πόλεις δεν είναι απλά το σκηνικό. Επιδίωξα να αποτελούν και χαρακτήρες του μυθιστορήματος. 

             Γράφοντας το Μπαρ Φλωμπέρ  πιστοποίησα για άλλη μια φορά το πόσο μεγάλη σημασία είχαν παίξει οι σπουδές αρχιτεκτονικής που είχα κάνει. Σπουδές που δίνουν ένα πολιτιστικό πασπαρτού που ανοίγει αναρίθμητες πόρτες. Κάποια στιγμή ο πατέρας του Γιάννη Λουκά, ο ‘ακαδημαϊκός’ συγγραφέας Μάρκος Λουκάς , λέει στο γιο του:

« Όλα, όλα πρέπει να δικαιολογούνται Γιάννη στο μυθιστόρημα! Οφείλει να είναι μια τέλεια, μια αψεγάδιαστη κατασκευή, να ’ναι όπως ένα κτίριο, να ’χει τον φέροντα οργανισμό, τα φερόμενα στοιχεία, τα ανοίγματα, ακόμα και τον αρμό διαστολής! Ο αναγνώστης μπορεί να τα βλέπει όλα λεία, σοβατισμένα, αλλά μέσα γίνεται κοσμογονία: κονιάματα, πέτρες, τούβλα, μπετόν, δοκάρια… Τα εντόσθια του κειμένου πρέπει να λειτουργούν στην εντέλεια. Αλλιώς αγόρι μου πέφτει. Πέφτει και διαλύεται στα εξ ων συνετέθη.»

            Τον 19ο αιώνα ο Βικτόρ Ουγκώ υποστήριζε πως το βιβλίο θα σκοτώσει την αρχιτεκτονική. Ήταν μια εποχή όπου οι καθεδρικοί ναοί κατέγραφαν την ιστορία μέσω των συμβόλων και των παραστάσεων που είχαν στις προσόψεις τους. Αποτελούσαν τρόπον τινά το ‘πέτρινο βιβλίο’. Το μυθιστόρημα θα γινόταν ο νέος καθεδρικός ναός, ο κυρίαρχος φορέας της πληροφόρησης. Ο ναός αυτός θα λειτουργούσε αδιάλειπτα για πολλές δεκαετίες, ώσπου στις αρχές εικοστού αιώνα, οι τέσσερις εκπορθητές του λόγου, ο Μπέκετ, ο Κάφκα, ο Προύστ και κυρίως ο Τζόις, τον κατεδάφισαν. Η ήχος της κατάρρευσης ήταν τόσο ηχηρός που ακόμα και σήμερα δεν έχει καταλαγιάσει. Η γραφή εξαντλήθηκε· έφτασε σχεδόν στα όρια της.

            Σήμερα που στη θέση των καθεδρικών έχουμε κτίρια από γυαλί κι ατσάλι με digital κυλιόμενα texts στις προσόψεις, βρισκόμαστε στη χαραυγή του ‘άυλου’ βιβλίου. Ποια θα είναι όμως αυτή η νέα λογοτεχνία που θα αναγεννηθεί με ψηφιακές πατερίτσες από τα καπνισμένα μοντερνιστικά ερείπια;

            Κάπου στο πρώτο κεφάλαιο, αναφερόμενος στη λογοτεχνία του μέλλοντος, ο εκδότης του πατέρα του, λέει στον Γιάννη:

«Θα φορτώνεις στον υπολογιστή τα χαρακτηριστικά του ήρωα, του ερωτικού αντικειμένου, του κακού, την εποχής, το είδος των συγκρούσεων, θα κάνεις διπλό κλικ στο αφηγηματικό στιλ της αρεσκείας σου και θα επιλέγεις ανάμεσα στις τριαντατρείς δυνατές αφηγήσεις που υπάρχουν. Τα υπόλοιπα θα τα αναλαμβάνουν τα  bytes.  Όπως θα` χουμε τα ‘έξυπνα’ ναρκωτικά , το ‘έξυπνο’ σπίτι, θα` χουμε και το ‘έξυπνο’ μυθιστόρημα.»

            Αναμένεται να δούμε το επίπεδο ευφυίας του αναγνώστη ενός τέτοιου μυθιστορήματος…

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Κάθε δημιουργός έχει τα μυστικά, τα φετίχ και τις εμμονές του. Το Μπαρ Φλωμπέρ λόγου χάρη περιέχει αινίγματα, παιχνίδια με τις λέξεις. Τα κλειδιά για τη λύση τους ωστόσο βρίσκονται στη διάθεση του αναγνώστη. Το βιβλίο διατρέχουν υπόγειοι κώδικες, μια μυστική στρώση, σχεδόν θεολογικής καταγωγής (ο άγγελος κάτι ξέρει). Γράμματα, αριθμοί, σύμβολα, συμπτώσεις που δεν αποδεικνύονται αθώες… Το κρυπτικό στοιχείο αναδυόταν κάθε στιγμή και με καλούσε να το κωδικοποιήσω.

            Για παράδειγμα τέσσερις λέξεις που αποτελούν το μότο του χειρογράφου του Λουκά Ματθαίου: ‘ORAL MARE EVEN NEAT’ που με μία λογική αποκωδικοποίηση ο Γιάννης Λουκάς μετασχηματίζει σε τέσσερις νέες: ‘OMEN RAVE AREA LENT’… Τι μπορεί να σημαίνει όμως αυτή η αναμόχλευση; Πως μπορεί αυτή η πληροφορία να οδηγήσει εγγύτερα στον Λουκά Ματθαίου; Ο ήρωας, ο Γιάννης, νιώθει πως έρπει προς αυτό το φαντασμαγορικό πρόσωπο. Για να μπορέσει όμως να τον βρει, οφείλει να κάνει μία κατάδυση στα εσώτατα της ψυχής του, να λύσει τέτοια και άλλα αινίγματα εκ πρώτης όψεως αξεδιάλυτα, να βουτήξει ολόκληρος μέσα στο κείμενο και να ερμηνεύσει έναν ένα τα ίχνη που ο εκθαμβωτικός άγνωστος έχει αφήσει στην μακρόχρονη  περιπλάνηση του στο ευρωπαϊκό τοπίο.

            Οι πληροφορίες που έδωσα είναι νομίζω αρκετές. Τι είναι όμως τελικά αυτό το κείμενο; Μια προσωπική αναζήτηση; Ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με καλλιτεχνικό μανδύα; Ένα ταξίδι στην ευρωπαϊκή ανθρωπογεωγραφία; Ένα φιλοσοφικό υπαρξιακό μανιφέστο με επάλληλα κρυπτικά επίπεδα; Θέλω να πιστεύω ότι είναι όλα αυτά μαζί.

            Ένα λογοτεχνικό παλίμψηστο με την κάθε στρώση του ν΄ αποκαλύπτει και μια νέα που φέρνει τον ήρωα πιο κοντά στη λύση, το βιβλίο εγγύτερα στον αρχέγονο τόπο της καταγωγής του.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

(ανατύπωση από το μυθιστόρημα, σελ: 21)

            Ύστερα από μια ώρα και ένα τέταρτο σήκωσα το βλέμμα μου απ’ την οθόνη. Το κείμενο ήταν μπροστά μου, κάλυπτε πέντε σελίδες, δύο χιλιάδες τριακόσιες είκοσι λέξεις. Θα το έστελνα στο ‘Νόμο 2000’. Το εκτύπωσα κι άρχισα να το διαβάζω:

«Την άνοιξη του 1998, έψαχνα μανιωδώς ένα συγκεκριμένο μέρος για να τοποθετήσω την τελική σκηνή του βιβλίου μου, Μπαρ Φλωμπέρ . Για ευνόητους λόγους, δεν θα αποκαλύψω τι είδους χώρο ήθελα, και ποιος ήταν τελικά αυτός. Αναζητούσα όμως μια τοποθεσία  με κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Ήταν Kυριακή απόγευμα, 26 Απριλίου 1998…»

            Συνέχισα στις τέσσερις επόμενες σελίδες. Την κατάδυση στο στόρι, το τριπ της αφήγησης, τη σχέση αρχιτεκτονικής και μυθιστορήματος, τα μυστικά του συγγραφέα…

            Το διάβασα άλλη μια φορά. ΄Δεν είναι κακό’, σκέφτηκα, και το ’σωσα σε μια δισκέτα. Το ‘Νόμο 2000’ ήθελε ένα διχιλιάρι κείμενο για το βιβλίο μου.

            Σήκωσα το τηλέφωνο και σχημάτισα τον αριθμό του διευθυντή…

bar_flobert

Alexis Stamatis

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular