Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

Στον Αντώνη,

για πάντα και

πέρα από τον χρόνο…

 

 

Κι όσο ζω κι όσο μαθαίνω, τόσο νιώθω αλίμονό μου

το βαθύ και το μεγάλο κι απροσμέτρητο κενό μου

«Αποχαιρετισμοί στη μουσική»

Ναπολέων Λαπαθιώτης

 

«Αυτό ακριβώς! Θα με βρεις μπροστά σου, όπου και να πας κάθαρμα. Κι όλα εσείς τα μαυριδερά καθάρματα, θα με βρείτε μπροστά σας, όπου κι αν είστε. Δε θα ησυχάσω, αν δε σας τσακίσω!» Αυτή ήταν η υπόσχεση που είχε δώσει στον εαυτό του εκείνη την ημέρα. Ή μάλλον εκείνη τη νύχτα. Υπόσχεση ζωής. Και θα την πραγματοποιούσε πάση θυσία.

20 Ιουνίου 2016. Ώρα 7.00μμ. Καιρός αίθριος, θερμοκρασία σε κανονικά για την εποχή επίπεδα. Το air-condition όμως χρειαζόταν γιατί η αίθουσα άρχιζε αργά-αργά να γεμίζει. Αυτό ήθελε κι εκείνος!

20 Ιουνίου 2016: Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων. Οι ομιλητές από τη «Διεθνή Αμνηστία», τους «Γιατρούς Χωρίς Σύνορα», από μία εθελοντική οργάνωση νέων και ο εκπρόσωπος της οργάνωσης «ΘΑ ΕΙΜΑΙ ΔΙΠΛΑ ΣΟΥ». Γρήγορος έλεγχος γύρω, έτοιμα τα μικρόφωνα, προβολέας και video εντάξει, ποτήρια με νερό στο panel και η σχετική αγωνία για το αν όλα θα πάνε καλά.

Όπως και να το κάνουμε, ένα κάποιο τρακ το είχε. Δηλαδή, για να είμαστε ειλικρινείς, όχι ένα κάποιο αλλά πολύ, παρά πολύ. Δεν ήταν συνηθισμένος να μιλάει σε κόσμο και μεταξύ μας, δεν του πολυάρεσε. Το είχε κάνει κάποιες φορές στο παρελθόν για την εταιρεία του. Μηχανικός λογισμικού, πετυχημένος. Αλλά ήταν για θέματα των οποίων ήταν άριστος γνώστης. Κάτι εντελώς διαφορετικό, καμία σχέση με το σημερινό. Γιατί σήμερα δεν θα μιλούσαν οι γνώσεις, ούτε τα πτυχία, ούτε κι οι περγαμηνές.  Άλλο του χρειαζόταν σήμερα. Στις 20 Ιουνίου 2016, σ’ εκείνη την κατάμεστη τελικά αίθουσα, χρειαζόταν η κατάθεση της ψυχής του και αυτό του φαινόταν τόσο δύσκολο……..  Δεν ήταν συνηθισμένος, ποιος είναι άλλωστε;

Πώς να πει, πώς να εκμυστηρευθεί μέσα σε τόσο λίγο χρόνο και κυρίως μπροστά σε τόσα άγνωστα μάτια, όλα αυτά που είχε ζήσει τους τελευταίους μήνες, τον τελευταίο χρόνο; Πώς να ξεχυθεί προς τα έξω ο χείμαρρος που τον έπνιγε; Πώς να φύγει ο κόμπος από τον λαιμό, να γίνει λόγια κι όχι λυγμός; Πώς να εκφράσει συναισθήματα πρωτόγνωρα, έντονα, όταν η αγωνία του έμπλεκε τον φόβο με την αγάπη, τη γαλήνη της ψυχής του με τον θυμό, τη χαρά με τη λύπη, την οργή με την ανάγκη για προσφορά; Κι όμως, όταν το μάτι του έπεσε πάνω στη νεαρή γυναίκα με τα πέντε παιδιά, όταν η ματιά του έπεσε στο μικρότερο παιδί με το πριγκιπάκι στο χέρι, τότε ο κόμπος λύθηκε. Ο χείμαρρος ξεχύθηκε, όχι με ορμή αλλά με πάθος, ο φόβος έγινε πάθος, ο θυμός έγινε πάθος, η οργή έγινε πάθος. Και τα είπε όλα. Όπως έγιναν, όπως τα έζησε, όπως τα ένιωσε, όπως τα θυμόταν. Το κουβάρι ξετυλίχτηκε και του ελευθέρωσε την ανάσα.

Και τέλος, μίλησε για την οργάνωση που είχε δημιουργήσει εδώ και λίγους μήνες: «ΘΑ ΕΙΜΑΙ ΔΙΠΛΑ ΣΟΥ». Την οργάνωση που είχε ως σκοπό να βοηθήσει όλους τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη από στέγη και θαλπωρή. Ανθρώπους, που εξαιτίας  του πολέμου και της βίας, χωρίς τη δική τους θέληση, βρέθηκαν χωρίς σπίτι, χωρίς πατρίδα. Μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα, χάρη στις γνωριμίες του αλλά και τον αγώνα που έκανε, κατόρθωσε ώστε η οργάνωσή του να αποκτήσει στέγη σε ένα μεγάλο κτήριο που του παραχώρησαν λίγο έξω από το κέντρο της Αθήνας. Εξασφάλισε καθημερινά γεύματα, αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, προσφορές από εθελοντές αλλά και την καθημερινή εργασία των ενοίκων μέσα στο κτήριο.  Μέσα σε λίγο καιρό οι ένοικοι, με την καθοδήγηση και τη βοήθεια εθελοντών αλλά και την προσωπική τους εργασία, μετέτρεψαν το κτήριο σε ευπρεπή βιώσιμο χώρο για αρκετές οικογένειες. Με υπομονή και πολύ κέφι οι άνθρωποι αυτοί είχαν ήδη αρχίσει και τη διαμόρφωση του εξωτερικού χώρου ο οποίος ήταν αρκετά μεγάλος. Κήπος για το παιχνίδι των παιδιών και με όλα τα καλά για τις καθημερινές τους ανάγκες.  Ο μοναδικός όρος για να μείνει μία οικογένεια στις εγκαταστάσεις της οργάνωσης ήταν η υποχρεωτική φοίτηση των παιδιών στο ελληνικό σχολείο και η εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας για τους ενήλικες από εθελοντές. Η μόρφωση, η παιδεία, το θεμελιώδες και αναφαίρετο δικαίωμα των παιδιών όλου του κόσμου, ήταν αδιαπραγμάτευτο. Η γνώση, η μόρφωση, η εκπαίδευση, εφόδια για έναν κόσμο χωρίς βία και πόλεμο, έτσι πίστευε τώρα πια!

Όταν τελείωσε, όχι δεν τελείωσε, τώρα άρχιζαν όλα. Τώρα έβλεπε μπροστά του τα μάτια, όχι μόνο της γυναίκας και των πέντε παιδιών αλλά τα μάτια όλων των παιδιών του κόσμου. Όλων των παιδιών που περίμεναν το επόμενο βήμα του, την επόμενη κίνησή του.

Σεπτέμβριος 2015. Νωρίς το απόγευμα αφού βγήκε από το γραφείο, πήρε το αυτοκίνητο για να πάει στη μητέρα του. Όπως σχεδόν κάθε απόγευμα τους τελευταίους πέντε μήνες. Στο πατρικό του σπίτι, στην Κυψέλη. Πλατεία Αγίου Γεωργίου η γειτονιά του. Πάρκαρε, αγόρασε από το περίπτερο το αγαπημένο της παγωτό. Πύραυλο βανίλια με σιρόπι σοκολάτας, αυτόν που είναι κλειστός από πάνω με το διαφανές καπελάκι.

«Μη μου πάρεις άλλο, αυτό θέλω μόνο», του έλεγε κάθε φορά.

Την αποζητούσε την καθημερινή της συντροφιά. Τον κούραζε βέβαια με τις συνεχείς παραινέσεις και την γκρίνια της αλλά πάλι ήταν η μόνη που τον ανεχόταν τον τελευταίο καιρό. Του είχε πάντα έτοιμο ζεστό φαγητό. Αυτός έτρωγε αμίλητος κι εκείνη του έλεγε τα νέα της γειτονιάς, για την καθημερινή μέτρηση της πίεσής της επί εννέα τουλάχιστον φορές, τις οκτώ φορές ήταν καλή, η μία δεν ήταν καλή κι αυτό την ανησυχούσε, για τα φάρμακα που πήρε ή που δεν πήρε γιατί πάλι τα μπέρδεψε, για τους τσακωμούς με τις φίλες της που θέλουν συνέχεια να γίνεται το δικό τους και που προχθές πήγαν για καφέ μόνες τους  γιατί  ξέχασαν να της το πουν και τέλος:

«Έμαθες κάτι καινούριο, είχες κανένα νέο;», τον ρωτούσε.

«Όχι, ακόμη ψάχνουν οι άχρηστοι», της απαντούσε κάθε φορά κοφτά.

«Ό,τι έγινε, έγινε, παιδί μου. Κοίτα τώρα κι εσύ τη ζωούλα σου. Ο χρόνος δε γυρίζει πίσω».

Όχι, δεν ήθελε τη ζωούλα του. Ήθελε τη ζωή του πίσω. Και η εκδίκηση ήταν το μόνο που θα τον έκανε να γαληνέψει, να πάρει μία μικρή ανάσα ανακούφισης, να ελαφρώσει λιγάκι το τσιμέντο που είχε στο στήθος του. Έπρεπε να πληρώσει αυτό το κάθαρμα και όλοι οι όμοιοί του. Δεν είχε βρει ακόμη τον τρόπο αλλά θα πλήρωναν κι αυτός και όλοι όσοι τους έχουμε εδώ και τους ταΐζουμε κι από πάνω.

«Λέω να λείψω για λίγες ημέρες. Να πάρω λίγο αέρα. Ο Κώστας με κάλεσε στο νησί του».

Θα πήγαινε. Δεν είχε όρεξη, ήταν αλήθεια. Όλο το καλοκαίρι με τη ζέστη το πέρασε στην Αθήνα. Ένιωθε πως αν έφευγε, θα τους εγκατέλειπε. Αν έφευγε, έστω και για λίγο, κάτι μπορούσε να συμβεί κατά την απουσία του που αυτός δεν θα μπορούσε να ελέγξει. Δεν ήθελα να χάσει τον έλεγχο. Μα ποιον έλεγχο, εδώ είχε χάσει τα πάντα… Η αλήθεια είναι πως δεν τον χωρούσε ο τόπος. Όπου και να πήγαινε, ησυχία και γαλήνη δεν έβρισκε. Παιδεύτηκε ο Κώστας να τον πείσει. Φίλος παιδικός και γείτονας από την Κυψέλη. Μαζί στο σχολείο, μαζί στην αλάνα της Αλεπότρυπας παιδιά, μαζί και στη Φωκίωνος Νέγρη αργότερα νεαροί.

«Έλα στο νησί τον Σεπτέμβρη, είναι ήσυχα, έχει γλυκές μέρες, μπουνάτσες. Ο πολύς κόσμος έχει φύγει και θα είμαστε ήρεμα».

Είχε στους ενδοιασμούς του. Έβλεπε και στην τηλεόραση ότι σχεδόν καθημερινά έφθαναν πρόσφυγες στο νησί. Αυτό τον εξόργιζε περισσότερο, δεν είχε καμιά όρεξη. Αν μπορούσε να δει να βουλιάζουν όλες οι βάρκες τους, να πάνε όλοι στον πάτο, να πάνε στα τσακίδια, αυτό ευχόταν. Κι αυτοί και τα βρωμιάρικα τα παιδιά τους.

«Από τη μεριά μας, είναι πολύ ήσυχα τα πράγματα, μη φοβάσαι. Αυτοί πάνε ανατολικά που είναι απέναντι ακριβώς από την Τουρκία, δεν έχουνε σχέση με μας».

Τον έπεισε και πήγε μέσα Σεπτεμβρίου. Είχαν ήδη αρχίσει οι γλύκες του φθινοπώρου.

Μάρτιος 2015. Εκείνο το απόγευμα έγιναν όλα. Εκείνο το απόγευμα προς βραδάκι, τελείωσαν όλα. Τους περίμενε να γυρίσουν αλλά αυτοί δεν ήρθαν. Τη Μαρίνα του κι τον Άγγελό του. Τους περίμενε αλλά δεν ήρθαν ποτέ. Είχε ήδη σκοτεινιάσει, η ώρα επτά και μισή περίπου. Τέτοια ώρα γύριζαν δύο φορές την εβδομάδα από το κολυμβητήριο. Ήταν κοντά στο σπίτι κι έτσι επέστρεφαν πάντα με τα πόδια. Εκείνο το απόγευμα θα περνούσαν και από το ΑΤΜ, να βγάλει λίγα χρήματα η Μαρίνα.

«Μην τα βάλεις στην τσάντα σου», της είχε πει. «Βάλτα καλύτερα στην τσέπη σου, δεν ξέρεις τι γίνεται καμιά φορά σ’ αυτή τη γειτονιά, μ’ όλους αυτούς τους «πακιστανούς» που τριγυρίζουν».

Τους περίμενε αλλά δεν ήρθαν. Ποτέ. Μόνο ένα τηλεφώνημα ήρθε, δεν θυμάται καν από ποιον. Από την αστυνομία, από το νοσοκομείο που τους μετέφεραν; Δεν θυμάται… Το μόνο που θυμάται είναι ότι τους περίμενε αλλά αυτοί δεν ήρθαν. Ποτέ. Τους είδε μόνο στην αναγνώριση, αφού του είχαν ανακοινώσει πως όλα είχαν τελειώσει. Με μια μαχαιριά στον καθένα, δεν χρειάστηκαν παραπάνω. Μια για τη Μαρίνα του και μια για τον Άγγελό του. Δίπλα στο παιδί βρέθηκε πεσμένο το κουκλάκι που είχε πάντα μαζί του, ένας μικρός πρίγκιπας, το πριγκιπάκι του, όπως έλεγε. Πάντα μαζί του, στις βόλτες, στο κολυμβητήριο, στον παιδικό σταθμό, δίπλα του και το βράδυ στο κρεβάτι. Κι αυτός, τον «Μικρό Πρίγκιπα» του διάβαζε και κάθε βράδυ προτού κοιμηθεί.

Η Μαρίνα, συμφοιτήτριά του στην ίδια σχολή, το αστέρι του τμήματος, το κοφτερό μυαλό, η ήσυχη δύναμη. Η όμορφη και χαμογελαστή Μαρίνα με τη ζεστή καρδιά και τα άσπρα καλτσάκια με τα κίτρινα αστέρια που φορούσε πάντα όταν κοιμόταν γιατί κρύωναν τα πόδια της.

«Τα καλτσάκια σου ταιριάζουν με το πριγκιπάκι του Αγγελάκου», της έλεγε συχνά χαμογελώντας.

Κι ο Άγγελός τους. Που ήρθε ύστερα από λίγα χρόνια. Μετά τα πτυχία, τον στρατό και τα μεταπτυχιακά. Όταν όλα είχαν «τακτοποιηθεί». Τους περίμενε εκείνο το απόγευμα αλλά δεν ήρθαν. Ποτέ. «Άγγελος», έλεγε κι έσταζε μέλι. Ο γυιός του. Τι παιδί ήταν αυτό! Όμορφο, χαρούμενο κι έξυπνο σαν τη Μαρίνα του. Ήθελε να μοιάζει της Μαρίνας. Έτσι και του έλεγες πως έμοιαζε σ’ αυτόν, γινόταν θηρίο.

«Μπαμπά, μην κοιμηθείς, να με περιμένεις, δεν θα αργήσουμε»!

Τους περίμενε μήνες τώρα αλλά αυτοί δεν ερχόντουσαν. Κανείς δεν έμαθε πώς και γιατί. Βέβαια, τα χρήματα από την τσέπη του παλτού της Μαρίνας και η τσάντα της έλειπαν. Βρέθηκε μόνο το απόκομμα από το ΑΤΜ. Κανείς δεν ήταν στον δρόμο εκείνη τη στιγμή. Μόνο ένας ταξιτζής αργότερα δήλωσε πως εκείνη περίπου την ώρα περνούσε με το ταξί του από αυτόν τον δρόμο και είδε έναν «πακιστανό» να τρέχει. Ήταν σίγουρος πως ήταν «πακιστανός»! Δεν έδωσε σημασία. Τίποτα άλλο. Από τότε οι έρευνες συνεχίζονταν αλλά νέο κανένα …

Μόνο η εκδίκηση θα μπορούσε να απαλύνει λίγο τον πόνο του. «Θα με βρεις μπροστά σου, όπου και να πας κάθαρμα. Κι όλα εσείς τα μαυριδερά καθάρματα, θα με βρείτε μπροστά σας, όπου κι αν είστε». Τον πρώτο ιδίως καιρό, ησυχία δεν είχε. Πόνος, οργή και μίσος ήταν η «παρέα» του. Έψαχνε, γυρνούσε, ρωτούσε, πήγαινε στην αστυνομία αλλά αποτέλεσμα κανένα. Κανείς δεν είδε κάτι, κανείς δεν ήξερε. Κάθε βράδυ γυρνούσε σπίτι εξαντλημένος και η μοναδική του συντροφιά ήταν το πριγκιπάκι και τα καλτσάκια της Μαρίνας, τα άσπρα καλτσάκια με τα κίτρινα αστέρια, αφημένα πάνω στο κρεβάτι. Μάταια το πέρασμα του χρόνου προσπαθούσε να απαλύνει λίγο τη θλίψη του.

Είχε πράγματι μια ηρεμία σ’ εκείνο το μέρος το νησί. Μάλλον καλά έκανε που πήγε. Καθημερινό κολύμπι, κουβέντα με τον αγαπημένο του φίλο που τον άκουγε με υπομονή και ήσυχες βόλτες με τη μικρή βάρκα. Αυτό ήταν το καλύτερο. Η παρέα με το γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας.

«Φίλε, θα πάρω μόνος μου τη βάρκα απόψε, αν δε σε πειράζει», είπε στον Κώστα.

Ήταν απόγευμα. Μόλις είχε ψιλοβρέξει.

«Να προσέχεις, γύρνα πίσω προτού νυχτώσει, μη σ’ έχω έγνοια», του απάντησε αυτός. «Μην ξεχάσεις και το κινητό σου», του θύμισε.

Μικρό το βαρκάκι, μικρή η μηχανή του, εύκολο να το κάνει καλά. Δεν ήταν και άσχετος. Άλλωστε δεν είχε σκοπό να πάει μακριά. Μέσα στο σακίδιο, μπουκαλάκι με νερό, καλτσάκια και πριγκιπάκι. Δεν του χρειαζόταν κάτι άλλο.

Πήγαινε να σουρουπώσει. Η θάλασσα ένας ακίνητος κρυστάλλινος καθρέπτης. Γαλήνια και λαμπερή στο βαθύ της μπλε. Η ήλιος χαμήλωνε, ηλιοβασίλεμα αργό, μεθυστικό. Φωτιά είχαν αρπάξει ο ουρανός και τα σύννεφα. Η γαλήνη γύρω του δεν είχε καμία σχέση όμως με τη δική του θάλασσα, τη θάλασσα της δικής του καρδιάς. Αλλά τίποτα εκείνη τη στιγμή δεν ήθελε να του διακόψει αυτό που ζούσε. Η βάρκα μόνη της στο πέλαγος αργά κι αυτός απολάμβανε τη μοναξιά του. «Ξέρεις, όταν είναι κανείς πολύ λυπημένος αγαπά τα ηλιοβασιλέματα» [1], θυμήθηκε που διάβαζε τον «Μικρό Πρίγκιπα» στον γυιό του. Αυτό ήθελε εκείνη τη στιγμή. Να μη του μιλάει, να μην τον ταράξει κανείς. Να είναι μόνος με τις σκέψεις και τη λύπη του.

Πολλές φορές ο πόνος που φέρνει ο αποχωρισμός είναι τόσο μεγάλος, ώστε μας τρομάζει η ιδέα και αυτή την ίδια τη λύπη να αποχωριστούμε. Εχθρός μας, ο πανδαμάτωρ χρόνος. Όχι, δεν θέλουμε να περάσει ο χρόνος που δαμάζει τα πάντα. Δεν θέλουμε να ξεχάσουμε. Βουτηγμένοι στη λύπη και τη μοναξιά μας θέλουμε να μείνουμε. Εχθρός μας, το χαμόγελο που κάποια στιγμή μπορεί να έρθει. Προδοσία διαπράττουμε, αν κάποια στιγμή αφεθούμε και ξεχαστούμε. Αγκαλιάζουμε σφιχτά την πληγή μας κι εκεί θέλουμε να μείνουμε, να μη ξεθωριάσει και σβήσει η ανάμνηση, να μη χαθούν οι εικόνες.

Και τότε την είδε. Ξαφνικά. Μια κουκίδα στη μέση της θάλασσας. Κάτι επέπλεε, μα δε μπορούσε να διακρίνει.

«Τι είναι πάλι αυτό;», ψέλλισε με απορία. Να πλησιάσει; Ήταν πια η ώρα που ήθελε να γυρίσει πίσω.

«Ας δούμε τι είναι…», σκέφτηκε. «Περίεργος είμαι, τι είναι αυτό το πράγμα…».

Πλησιάζει αργά και διστακτικά. Ακούει μόνο τον ήχο της μηχανής που σχίζει το νερό. Για κάποιον λόγο, οι χτύποι της καρδιάς του γίνονται πιο δυνατοί. Πλησιάζει όλο και περισσότερο. Απόλυτη ησυχία. Η κουκίδα ακίνητη. Οι χτύποι της καρδιάς του… Σε λίγο αρχίζει να διακρίνει. Σε λίγο βλέπει το μικρό βαρκάκι. Κάποιοι είναι μέσα. Οι χτύποι της καρδιάς του… Η κουκίδα ακίνητη. Αυτοί που είναι μέσα ακίνητοι. Πλησιάζει όλο και περισσότερο. Ησυχία, μόνο οι χτύποι της καρδιάς του… Τώρα βλέπει. Ο ήλιος αργά-αργά χάνεται, σβήνει. Τώρα η κουκίδα φαίνεται καθαρά, τώρα το βαρκάκι φαίνεται καθαρά. Να φύγει, να γυρίσει πίσω. Όλο και πλησιάζει. Οι χτύποι της καρδιάς του δυναμώνουν… Μια νέα γυναίκα και πέντε παιδιά. Τώρα τους βλέπει καθαρά. Μια νέα γυναίκα και πέντε μαυριδερά κουτσούβελα. Ο ήλιος σβήνει, οι χτύποι της καρδιάς του δυναμώνουν… Θέλει να φύγει,  να γυρίσει  πίσω. Όλο και  πλησιάζει. Το  βαρκάκι  ακίνητο. Χωρίς  κουπιά, χωρίς μηχανή.  Πώς  βρέθηκαν  εκεί, ποιος  τους  παράτησε;  Πώς  και δεν ήταν κι ‘ άλλοι κοντά; Γιατί δεν ήταν και κάποιος άντρας μαζί τους; Ή ήταν αρχικά και δεν υπήρχε πια; Ποιος ξέρει… Η γυναίκα και τα παιδιά ακίνητα, τα βλέμματα ακίνητα, καρφωμένα επάνω του. Κανείς δεν μιλάει, κανείς δεν κάνει κάποιο νεύμα. Μόνο τον κοιτούν με τα κατάμαυρα μάτια τους καρφωμένα επάνω του. Όχι, δεν τον κοιτούν, τον χαρακώνουν. Να φύγει, να γυρίσει πίσω. Φθάνει δίπλα τους, χαμηλώνει τη μηχανή.

Μέσα στο φουσκωτό βαρκάκι είχαν αρχίσει να μπαίνουν νερά. Όχι πολλά, ευτυχώς! Τα πόδια της γυναίκας και των παιδιών ήταν μες τα νερά. Τον κοιτούν μέσα στα μάτια. Ο ήλιος ολοένα χαμηλώνει. Το βαρκάκι της φυγής και του ονείρου είχε γίνει η βάρκα της απελπισίας. Τους κοιτάζει κι αυτός. Δεν μιλάει. Κοιτάζει ένα-ένα τα παιδιά. Θέλει να τους ρωτήσει «Ο Άγγελός μου που είναι;». Τα παιδιά τον κοιτάζουν χωρίς να μιλούν. Ο Άγγελός του.

Ο ήλιος έχει πια κρυφτεί. Μόνο οι αποχρώσεις του απέμειναν στον ορίζοντα σε έναν τρελό χορό χρωμάτων. Ο Άγγελός του είναι εκεί. Ο Άγγελός του είναι μέσα στο φουσκωτό βαρκάκι. Τον κοιτάζει κατάματα, δεν του μιλάει, τον κοιτάζει μέσα στα μάτια και περιμένει.

«Μπαμπά, μην κοιμηθείς, να με περιμένεις, δεν θα αργήσουμε»!

Με τη βοήθεια της γυναίκας, ένα-ένα αρπάζει τα παιδιά αρχίζοντας από το μεγαλύτερο. Όλα ένα-ένα μπαίνουν στη βάρκα του. Και η Μάρλα και η Σάνα και ο Ομράν. Και η Ταμάρα με τον μικρό Αϊλάν στην αγκαλιά. Και τέλος, η νεαρή γυναίκα.

Καθισμένοι αμίλητοι, ο ένας δίπλα στον άλλον. Τα πόδια όλων ήταν βρεγμένα αλλά ευτυχώς είχε δροσιά, όχι όμως κρύο. Δεν ήξερε τι να κάνει… Δεν είχε ούτε μια πετσέτα μαζί του. Ανοίγει το σακίδιο. Το πριγκιπάκι και τα καλτσάκια μόνο μέσα. Τα άσπρα καλτσάκια με τα κίτρινα αστέρια. Τι να κάνει; Δίνει στο μικρότερο παιδί το πριγκιπάκι. Φοράει ο ίδιος τα καλτσάκια στα πόδια της γυναίκας. Πρέπει να γυρίσουν πίσω, σκοτεινιάζει.

Έφθασαν γρήγορα στην ακτή. Όλη την ώρα κανείς δεν μίλησε. Κανείς δεν κουνήθηκε, κανείς δεν έφερε αντίρρηση. Προτού βγουν από τη βάρκα, έπιασε τα δυο χέρια της γυναίκας μέσα στη χούφτα του. Τώρα αυτός την κοίταξε βαθιά μέσα στα δικά της κατάμαυρα μάτια. «Εγώ είμαι εδώ. Μη φοβάσαι τίποτα τώρα!», της λέει με ψιθυριστή φωνή. Τότε, σαν να του φάνηκε πως σάλεψαν τα χείλη της. Σαν κάτι να ήθελε να πει, σαν ένα διστακτικό χαμόγελο που έμεινε στη μέση…

Ο ήλιος είχε πια βασιλέψει για τα καλά. Στην καρδιά του όμως, ξημέρωνε για πρώτη φορά, ύστερα από πολύ καιρό. Για πρώτη φορά αλλά για πάντα και πέρα από τον χρόνο…

[1] «Ο Μικρός Πρίγκιπας», Antoine de Saint-Exupéry, μετάφραση Στρατής Τσίρκας, εκδόσεις «Ηριδανός»

 

H Φανή Ματσινοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα και κατοικεί στο πατρικό της στην Κυψέλη. Σπούδασε Πολιτική Επιστήμη στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Για πολλά χρόνια ήταν στέλεχος σε επιχειρήσεις και έλαβε μέρος σε πολλά κοινωνικά προγράμματα που είχαν ως σκοπό τη στήριξη αδύναμων κοινωνικών ομάδων. Αγαπά τη συντροφιά των ανθρώπων, των βιβλίων και της λογοτεχνίας.

  

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular