«’Οπου και αν με πήγαν οι θεωρίες μου, βρήκα ότι ένας ποιητής ήδη είχε πάει εκεί», δήλωσε ο Φρόιντ και αυτό αποδεικνύει τη δύναμη της βασίλισσας των τεχνών, της θηριώδους μούσας της ποίησης.

Οι ποιητές γράφουν, ενίοτε, για να θεραπεύσουν, να συμφιλιωθούν, να αγγίξουν το ανέγγιχτο, για την αμφότερη λύτρωση, ποιητή και αναγνώστη, για να αποδράσουν από την πραγματικότητα. Γράφουν για να περιγράψουν ψυχικές μετατοπίσεις, να προσδιορίσουν τον δύσκολο συγκερασμό του φαίνεσθαι, του γίγνεσθαι, μέχρι εξουδετέρωσης του εαυτού τους. Κυρίως γράφουν για να ελαφρύνουν ένα συναισθηματικό βάρος.

Όμως όσο φιλόδοξη και να είναι η παραπάνω περιγραφή, αγγίζει μια ελάχιστη ερμηνεία, καθότι η ποίηση είναι τόσο προσωπική όσο και συλλογική, τόσο άμετρη όσο και τέλεια, τόσο συγκεκριμένη όσο και απροσδιόριστη. Η μούσα ψιθυρίζει κρυφά στους ποιητές για το αιώνιο τραύμα.

Τιμώντας την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, το Literature.gr απευθύνθηκε στον κ. Δημήτρη Δασκαλόπουλο, βιβλιογράφο των μεγάλων μας ποιητών, ποιητή και μελετητή της νεοελληνικής λογοτεχνίας, τον μεγαλύτερο ίσως καβαφιστή στη νεοελληνική γραμματεία και επίτιμο διδάκτορα, τον συγγραφέα και σπουδαίο ερευνητή, ζητώντας του έναν σχολιασμό σε τρία ποιήματα της επιλογής του, τα οποία ανήκουν στους ποιητές μας Κωνσταντίνο Καβάφη, Γιώργο Σεφέρη και Οδυσσέα Ελύτη.

Η ανταπόκρισή του μας τιμά ιδιαίτερα και τον ευχαριστούμε πολύ για τους έξοχους σχολιασμούς του.

 

Ντίνα Σαρακηνού  19/03/2017 

 

Κ.Π. Καβάφης, Ας φρόντιζαν

Κατήντησα σχεδόν ανέστιος και πένης.
Aυτή η μοιραία πόλις, η Aντιόχεια
όλα τα χρήματά μου τάφαγε:
αυτή η μοιραία με τον δαπανηρό της βίο.

Aλλά είμαι νέος και με υγείαν αρίστην.
Κάτοχος της ελληνικής θαυμάσιος
(ξέρω και παραξέρω Aριστοτέλη, Πλάτωνα·
τι ρήτορας, τι ποιητάς, τι ό,τι κι αν πεις).
Aπό στρατιωτικά έχω μιαν ιδέα,
κ’ έχω φιλίες με αρχηγούς των μισθοφόρων.
Είμαι μπασμένος κάμποσο και στα διοικητικά.
Στην Aλεξάνδρεια έμεινα έξι μήνες, πέρσι·
κάπως γνωρίζω (κ’ είναι τούτο χρήσιμον) τα εκεί:
του Κακεργέτη βλέψεις, και παληανθρωπιές, και τα λοιπά.

Όθεν φρονώ πως είμαι στα γεμάτα
ενδεδειγμένος για να υπηρετήσω αυτήν την χώρα,
την προσφιλή πατρίδα μου Συρία.

Σ’ ό,τι δουλειά με βάλουν θα πασχίσω
να είμαι στην χώρα ωφέλιμος. Aυτή είν’ η πρόθεσίς μου.
Aν πάλι μ’ εμποδίσουνε με τα συστήματά τους—
τους ξέρουμε τους προκομένους: να τα λέμε τώρα;
αν μ’ εμποδίσουνε, τι φταίω εγώ.

Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα,
κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει,
θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό.
Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει,
πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό.

Θα με θελήσει πάντως ένας απ’ τους τρεις.

Κ’ είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη
για το αψήφιστο της εκλογής.
Βλάπτουν κ’ οι τρεις τους την Συρία το ίδιο.

Aλλά, κατεστραμένος άνθρωπος, τι φταίω εγώ.
Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.
Aς φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί
να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.
Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν. 

 

Από τα τελευταία ώριμα ποιήματα που έγραψε ο Αλεξανδρινός, το «Ας φρόντιζαν» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1930 και καταλέγεται στα αναφανδόν πολιτικά του. Συσσωματώνει τα πλείστα γνωρίσματα της καβαφικής ποίησης, εκτός από τον ερωτικό χαρακτήρα: τον διάλογο με την Ιστορία, την ειρωνική γλώσσα, τη διαχρονική επικαιρότητα, την πίκρα άλλα και τη συμπάθεια για την ανθρώπινη μοίρα. Ο ανώνυμος, πιθανότατα φανταστικός, πρωταγωνιστής που μονολογεί στο ποίημα τοποθετείται χρονικά (με βάση τα ιστορικά πρόσωπα που αναφέρονται) ανάμεσα στα έτη 128 και 123 π.Χ., αλλά η απορία και το αδιέξοδο που εκφράζει μάς παραπέμπουν κάλλιστα στη διαφθορά κάθε πολιτικής εξουσίας, κάθε εποχής.  

 

 

Γ. Σεφέρης, Η τελευταία μέρα

Ἦταν ἡ μέρα συννεφιασμένη. Κανεὶς δὲν ἀποφάσιζε
φυσοῦσε ἕνας ἀγέρας ἀλαφρύς: «Δὲν εἶναι γρέγος εἶναι
σιρόκος» εἶπε κάποιος.
Κάτι λιγνὰ κυπαρίσσια καρφωμένα στὴν πλαγιὰ κι ἡ
θάλασσα
γκρίζα με λίμνες φωτεινές, πιὸ πέρα.

Οἱ στρατιῶτες παρουσίαζαν ὅπλα σὰν ἄρχισε νὰ ψιχαλίζει.
«Δὲν εἶναι γρέγος εἶναι σιρόκος» ἡ μόνη ἀπόφαση ποὺ
ἀκούστηκε.

Κι ὅμως τὸ ξέραμε πὼς τὴν ἄλλη αὐγὴ δὲ θὰ μᾶς ἔμενε
τίποτε πιά, μήτε ἡ γυναίκα πίνοντας πλάι μας τὸν ὕπνο
μήτε ἡ ἀνάμνηση πὼς ἤμασταν κάποτες ἄντρες,
τίποτε πιὰ τὴν ἄλλη αὐγή.

«Αὐτὸς ὁ ἀγέρας φέρνει στὸ νοῦ τὴν ἄνοιξη» ἔλεγε ἡ
φίλη
περπατώντας στὸ πλευρό μου κοιτάζοντας μακριὰ «τὴν
ἄνοιξη
ποὺ  ἔπεσε  ξαφνικὰ τὸ   χειμώνα  κοντὰ  στὴν   κλειστὴ
θάλασσα.
Τόσο  ἀπροσδόκητα. Πέρασαν τόσα χρόνια. Πῶς θὰ
πεθάνουμε;»

Ἕνα νεκρώσιμο ἐμβατήριο τριγύριζε μὲς στὴν ψιλὴ βροχή.
Πῶς πεθαίνει ἕνας ἄντρας; Παράξενο κανένας δὲν τὸ
συλλογίστηκε.
Κι ὅσοι τὸ σκέφτηκαν ἦταν σὰν ἀνάμνηση ἀπὸ παλιὰ
χρονικὰ
τῆς ἐποχῆς τῶν Σταυροφόρων ἢ τῆς  ἐν – Σαλαμίνι – ναυ-
μαχίας.

Κι ὅμως ὁ θάνατος εἶναι κάτι ποὺ γίνεται- πῶς πεθαίνει
ἕνας ἄντρας;

Κι ὅμως κερδίζει κανεὶς τὸ θάνατό του, τὸ δικό του θά-
νατο, ποὺ δὲν ἀνήκει σὲ κανέναν ἄλλον
καὶ τοῦτο τὸ παιχνίδι εἶναι ἡ ζωή.

Χαμήλωνε τὸ φῶς πάνω ἀπὸ τὴ συννεφιασμένη μέρα, κα-
νεὶς δὲν ἀποφάσιζε.
Τὴν ἄλλη αὐγὴ δὲ θὰ μᾶς ἔμενε τίποτε- ὅλα παραδομένα-
μήτε τὰ χέρια μας-
κι οἱ γυναῖκες μας ξενοδουλεύοντας στὰ κεφαλόβρυσα καὶ
τὰ παιδιά μας
στὰ λατομεῖα.

Ἡ φίλη μου τραγουδοῦσε περπατώντας στὸ πλευρό μου
ἕνα τραγούδι σακατεμένο:
«Τὴν ἄνοιξη, τὸ καλοκαίρι, ραγιάδες…»
Θυμότανε κανεὶς γέροντες δασκάλους ποὺ μᾶς ἄφησαν
ὀρφανούς.
Ἕνα ζευγάρι πέρασε κουβεντιάζοντας:
«Βαρέθηκα τὸ δειλινό, πᾶμε στὸ σπίτι μας
πᾶμε στὸ σπίτι μας ν᾿ ἀνάψουμε τὸ φῶς». 

 

Το ποίημα, σ’ ένα σκηνικό μελαγχολικής ημέρας, περιγράφει με πλάγιο τρόπο και σε λίγους στίχους κάποια επίσημη τελετή, πιθανότατα κάποια επίσημη κηδεία, όπως έχει παρατηρηθεί. Στην ατμόσφαιρα που υποβάλλει όλα φαίνονται αβέβαια και ρευστά. Ο διπλωμάτης Σεφέρης γνωρίζει καλά πως ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος θα ξεσπάσει σε λίγο (το ποίημα φέρει χρονολογία γραφής τον Φεβρουάριο 1939) και αναλογίζεται τα δύσκολα χρόνια που θα έρθουν. Ο τίτλος του ποιήματος μπορεί να ερμηνευτεί ως η τελευταία ημέρα της ειρηνικής ζωής, ως το τέλος μιας ολόκληρης περιόδου. Όπως και σε πολλά άλλα ποιήματά του ο Σεφέρης, με τον ήπιο τόνο της καθημερινής ομιλίας, συμπλέκει την ατομική και τη δημόσια μοίρα.

 

 

 

Οδυσσέας  Ελύτης, Η αυτοψία

Λοιπόν, εβρέθηκε ο χρυσός της λιόριζας να ‘χει σταλάξει στα φύλλα
της καρδίας του.

Κι από τις τόσες φορές οπού ξαγρύπνησε,

σιμά στο κηροπήγιο, καρτερώντας τα χαράματα,

μια πυράδα παράξενη του ‘χε αρπάξει τα
σωθικά.

Λίγο πιο κάτω από το δέρμα, η κυανωπή γραμμή του ορίζοντα έντονα
χρωματισμένη. Και άφθονα ίχνη γλαυκού μέσα στο αίμα.

Οι φωνές των πουλιών,

που ‘χε σ’ ώρες μεγάλης μοναξιάς αποστηθίσει,

φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες μαζί,

τόσο που δεν εστάθη βολετό να προχωρήσει σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι.

Μάλλον η πρόθεση άρκεσε για το Κακό

Που τ’ αντίκρισε -είναι φανερό- στη στάση την τρομαχτική του αθώου.

Ανοιχτά, περήφανα τα μάτια του, κι όλο το δάσος να σαλεύει ακόμη πάνω στον ακηλίδωτον αμφιβληστροειδή.

Στον εγκέφαλο τίποτε, πάρεξ μια ηχώ ουρανού καταστραμμένη.

Και μονάχα στην κόγχη από τ’ αριστερό του αυτί, λίγη, λεπτή, ψιλούτσικη άμμο, καθώς μέσα στα όστρακα.

Οπού σημαίνει ότι
πολλές φορές είχε βαδίσει πλάι στη θάλασσα, κατάμονος, με το
μαράζι του έρωτα και τη βοή του άνεμου.

Όσο γι’ αυτά τα ψήγματα φωτιάς πάνω στην ήβη,

δείχνουν ότι στ’ αλήθεια πήγαινε ώρες πολλές μπροστά, κάθε φορά οπού έσμιγε
γυναίκα.

Θα ‘χουμε πρώιμους καρπούς εφέτος.

 

Από την πρώτη κιόλας φορά που διάβασα τούτο το ποίημα του Ελύτη, είχα την τάση να εξισώνω τη λέξη «αυτοψία» του  τίτλου με τη λέξη νεκροψία. Το ποίημα προέρχεται από τη συλλογή Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό –βιβλίο που αδικήθηκε (χωρίς πάντως να αγνοηθεί) από την ταυτόχρονη με Το Άξιον Εστί κυκλοφορία του. Ποιος και πάνω σε ποιο σώμα επιχειρεί την αυτοψία-νεκροψία; Τολμώ να υποστηρίξω πως η πράξη εκτελείται από τον ίδιον τον Ελύτη πάνω στο πολύχρωμο και πολύτροπο ποιητικό του σώμα. Πολλά από τα βασικά συστατικά της ποιητικής εκφοράς του Ελύτη κάνουν και εδώ την παρουσία τους: η θάλασσα, τ’ αστέρια, η φύση, η γυναίκα και ο έρωτας. 

 

 

  ****Δημήτρης Δασκαλόπουλος (Πάτρα, 1939): Σπούδασε νομικά στην Αθήνα, όπου και ζει από τα φοιτητικά του χρόνια. Έχει εκδώσει δέκα ποιητικές συλλογές, δώδεκα βιβλία με μελετήματα νεοελληνικής λογοτεχνίας, ανθολογίες, καθώς και βιβλιογραφίες. Έχει ασχοληθεί ιδιαιτέρως με τη ζωή και το έργο του Καβάφη και επιμελήθηκε εκδόσεις έργων του Σεφέρη. Είναι επίτιμος διδάκτωρ φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (2006) και του Πανεπιστημίου Πατρών (2010). Πρόσφατα βιβλία του, η ποιητική συλλογή Με δίχτυ τον άνεμο (Κίχλη, 2015), η Βιβλιογραφία Γιώργου Σεφέρη (Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, 2016) και η συναγωγή επιφυλλίδων Το δικαίωμα του αναγνώστη (Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2017).