Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

Λίγα λόγια για τον «δικό μου Χέμινγουέι».

Με τα κείμενα του πατέρα μου πρωτοήρθα σε επαφή προς το τέλος του λυκείου, όταν πλέον είχε εδραιωθεί μέσα μου το πάθος του μελλοντικού δημοσιογράφου και συγγραφέα. Μέχρι τότε, το μόνο που ήξερα ήταν απλά ότι έγραφε. Τον έβλεπα συχνά να γράφει, άλλοτε σκυφτός σε μια κλεμμένη στιγμή στο γραφείο της δουλειάς του, άλλοτε ξαπλωμένος στη σιωπή της νύχτας. Δεν ήξερα όμως τι έγραφε. Φυσικά, η αγάπη του για τα βιβλία, για τη λογοτεχνία, για τα σπουδαία έργα, ήταν κάτι που γνώριζα από πολύ μικρός. Οι περιπέτειες του Ιουλίου Βερν, τα «Ξύλινα Σπαθιά», ο Τρελαντώνης, «Τα μυστικά του Βάλτου» έγιναν το ουράνιο τόξο πάνω στο οποίο έκανα τις τσουλήθρες μου χάρη στο δικό του πάθος για τα βιβλία, και στο αντίστοιχο πάθος της μητέρας μου που κάποτε, πλάι σε κείνον, παραμονή Χριστουγέννων, έτεινε προς το μέρος μου ένα δέμα με όμορφο ασημένιο περιτύλιγμα, λέγοντας: Αυτό είναι για να δεις τον κόσμο με άλλα μάτια. Το ξετύλιξα, ελπίζοντας ότι θα ήταν ένα σετ με ομάδες του σουμπούτεο, προς μεγάλη μου λύπη όμως αποδείχτηκε ότι ήταν ένα αντίτυπο του «Μιχαήλ Στρογκόφ». Εκείνο το βράδυ πήγα για ύπνο πολύ απογοητευμένος, ωστόσο εάν με ρωτούσε κανείς σήμερα πότε ψυχανεμίστηκα ότι τα βιβλία θα έπαιζαν τόσο σημαντικό ρόλο στη ζωή μου, θα του έλεγα πως ήταν κατά τη διάρκεια των χριστουγεννιάτικων εκείνων διακοπών. Με το που άρχισα να διαβάζω τον Μιχαήλ Στρογκόφ είδα όντως τον κόσμο με άλλα μάτια. Είδα το πέταγμα της φαντασίας, το ταξίδι που μπορείς να κάνεις με το μυαλό σου. Και είδα ξαφνικά και τον πατέρα μου να γράφει, άρχισα να προσέχω το ότι αποσυρόταν συχνά σε μια μοναχική διάσταση, γράφοντας, σκίζοντας, σβήνοντας. Τα χρόνια κύλησαν και δεν ρώτησα ποτέ τι ήταν αυτά που έγραφε. Παιδί δεν κάνεις τέτοιες ερωτήσεις, υποθέτω. Απλά τον χάζευα, όπως πάντοτε χάζευα κάθε του κίνηση, γιατί έτσι, θαρρώ, κάνουν οι περισσότεροι γιοι όταν βρίσκονται κοντά στον μεγάλο ήρωα τους. Τον χάζευα μπερδεύοντας την περισυλλογή του με λύπη και την μοναχικότητά του με μοναξιά. Μα ήμουν βέβαιος για κάποιον παράξενο λόγο, μπορούσα να το μαντέψω χάρη σε κείνη την μοναδική επικοινωνία που είχα πάντα μαζί του, πως η περισυλλογή εκείνες τις στιγμές γινόταν και λίγο λύπη, η μοναχικότητα γινόταν και λίγο μοναξιά, κι ότι αυτά που έγραφε δεν ήταν πράγματα για τη δουλειά του, ούτε ήταν γράμματα αλληλογραφίας, αλλά έβγαιναν από κάπου βαθιά μέσα του, ήταν λέξεις διαλεγμένες και ακριβές, που έσταζαν κάτι από τη ψυχή του. Η πένα μετεωριζόταν ανάμεσα στα λεπτά δάχτυλά του, το μέτωπό του ζάρωνε, τα μάτια του μισόκλειναν και, μια πρόταση εδώ, μια πρόταση εκεί, το χαρτί άρχιζε να γεμίζει, σαν τον τηλέγραφο στο γραφείο του, με τη διαφορά ότι ο δικός του γραφικός χαρακτήρας ήταν πιο όμορφος από κάθε γραμματοσειρά του κόσμου, με κείνα τα καλαίσθητα, καμπυλωτά, μικρά πλάγια γράμματα που κάλυπταν κομψά τη λευκή κόλα και στη παιδική φαντασία μου διέγραφαν τη τροχιά ενός καραβανιού στην έρημο. Ο πατέρας μου γράφει, ήξερα μέσα μου. Και στην εικόνα του καθώς έγραφε, δάνειζα την μορφή που έπαιρνε η έννοια του συγγραφέα. Ένας άνθρωπος μόνος. Που ξορκίζει τη σιωπή. Που θα παλέψει θαρραλέα με τη μοναξιά. Που θα σκύψει στις πληγές του και θα πασχίσει να τους δώσει μιαν υπόσταση, ερμηνεύοντας τον κόσμο, την ζωή, την αδικία, την αμφιβολία, την αγάπη, το μίσος. Έπαιρνε ένα χαρτί, έσκυβε από πάνω, το γέμιζε με λέξεις και κατόπιν το έβαζε μέσα σε μια από κείνες τις γαλάζιες ζελατίνες με το μικρό λογότυπο του ΟΤΕ, τις οποίες έπαιρνε από τη δουλειά του. Και αυτές οι ζελατίνες κατέληγαν σε κάποιο συρτάρι –συνήθως το κάτω δεξιά– αθέατες, ανέγγιχτες, αόρατες, σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ, σαν να μην είχαν γραφτεί ποτέ, θαρρείς και το καραβάνι της ερήμου χανόταν κάθε φορά σε ένα σύννεφο σκόνης. Ήξερα λοιπόν ότι έγραφε. Και το είχα αισθανθεί ότι αυτά που έγραφε έμοιαζαν με το κόσμο των βιβλίων στον οποίο με είχε μπάσει. Αλλά δεν είχα έρθει σε επαφή με τα κείμενα αυτά καθαυτά. Δεν είχα πιάσει να τα διαβάσω. Δεν το είχε φέρει η στιγμή. Και ίσως μάλιστα να μην ερχόταν και ποτέ η στιγμή εάν δεν αποκρυσταλλωνόταν μέσα μου, το 1987, ή στις αρχές του 1988, η ανάγκη μου να ζήσω τελικά μέσα από τις λέξεις, να ακολουθήσω τον δύσκολο δρόμο του βιοπορισμού μέσα από τα κείμενα. Μέχρι τότε, ο πατέρας μου έγραφε για τον εαυτό του ή ίσως, δυνητικά, για δύο ιδεατούς αναγνώστες σε ένα αμυδρό μέλλον, τον αδελφό μου και μένα. Όταν του είπα ότι θέλω να δουλέψω σε εφημερίδα, συζητήσαμε για ώρες (όπως συνήθως) και μόλις τελειώσαμε, –το θυμάμαι σαν τώρα–, μου είπε πόσο σπουδαίο είναι να θέλει κανείς να αφιερωθεί πραγματικά στο γράψιμο. Και η φράση του που δεν θα ξεχάσω ποτέ ήταν η εξής: Μην φοβάσαι να ξεγυμνώσεις τη ψυχή σου για να γράψεις, όλες τις αλήθειες σου εκεί θα τις βρεις. Προφανώς, εκείνη τη νύχτα, ακούγοντάς με να του εκμυστηρεύομαι ότι το είχα πάρει απόφαση να πορευθώ σε ένα μονοπάτι που ο ίδιος είχε κρατήσει μόνο για τον εαυτό του, συνειδητοποίησε ότι ήμουν αρκετά ώριμος για να πάρω μια ιδέα από τα μοναχικά καραβάνια του. Νωρίς το επόμενο πρωινό πάντως, βρήκα πλάι στο κρεβάτι μου, την δική του ψυχή ξεγυμνωμένη. Εκείνες τις γαλάζιες ζελατίνες.

Κι έτσι, κάτι που παραδόξως δεν είχε γίνει νωρίτερα επειδή «δεν το είχε φέρει η στιγμή» –να μου πει, για παράδειγμα, έλα να σου διαβάσω κάτι, ή να μου τα δείξει στην καρδιά της εφηβείας μου, τότε που είχα αρχίσει πια να παίρνω άριστα στην έκθεση και να γράφω ποιήματα– συνέβη στα δεκαοκτώ μου όταν επισημοποιήθηκε η κλίση μου στο χόμπι του. Με το που έκρινε, συζητώντας μαζί μου εκείνο το βράδυ, ότι σοβαρολογούσα, ότι το είχα σκεφτεί πολύ ώριμα να ξανοιχτώ στο στίβο της εφημερίδας, μου έδωσε και τη συγκατάθεσή του στο να εισχωρήσω στον μυστικό του κόσμο, ήταν σαν ένας θυρωρός που ως τότε έκρυβε την είσοδο, να έλεγε ξαφνικά, ναι, τώρα είσαι έτοιμος να μπεις, όρμα, ιδού η κρυφή χώρα του πατέρα σου, πλέον είναι και δικιά σου! Και διαβάζοντας για πρώτη φορά τα κείμενά του, ταξίδεψα, θυμάμαι, πολύ μακριά. Ίσως να έφταιγε η ίδια η γεωγραφία της γραφής, το ότι κάθε κομμάτι απλωνόταν στα μάτια μου σαν μια οθόνη σινεμασκόπ, με ορίζοντα, με χρώματα, με βάθος. Ο ήρωας έμοιαζε πάντα τόσο καθημερινός, τα προβλήματά του έδειχναν συνήθως οικεία, αλλά υπήρχε ταυτόχρονα ένα ανεπαίσθητο θάμβος που μετέτρεπε την όποια απλότητα των θεμάτων σε ατόφια λογοτεχνία. Και το χιούμορ, η σάτιρα, η λεπτή ειρωνεία –αυτός ο υπαινιγμός φάρσας που με έκανε να αναρωτιέμαι μήπως ο πατέρας μου ήταν μυστικά Βρετανός– απογείωναν κάθε ιστορία, της έδιναν μια διάσταση εργόχειρου το οποίο έλαμπε από όπου κι αν το έπιανες. Οι χαρακτήρες του φυσικά θα μπορούσαν να είναι όλοι ο ίδιος. Μπορεί και να είναι. Το ποιος είναι όμως ο ήρωας και το αν έχει κάποια σχέση με το δημιουργό του, είναι το τελευταίο που πρέπει να αφορά τον αναγνώστη. Εκείνο που αφορά εμένα είναι ότι όλοι οι ήρωες του είναι ανθρώπινοι, βαθιά, πολύ βαθιά ανθρώπινοι. Έχουν αδυναμίες, πάθη, υποφέρουν από μοναξιά, από έρωτα, από αγάπη. Όλοι οι ήρωες του μοιάζουν καμωμένοι από την ίδια στόφα που έχει φτιάξει και τον ίδιο, είναι χαρακτήρες που πνίγονται από την καθημερινότητά τους αλλά στην πραγματικότητα είναι larger than life, βιώνουν την κωμωδία με κλάμα και την τραγωδία με γέλιο, φέρνουν σε μοναχικούς κλοσάρ που γεννήθηκαν για να παλεύουν, για να χαρίζουν μεγαλεία στους άλλους, για να δίνουν αγάπη, μα και για να ψάχνουν κάτι από την ευτυχία στην ανάσα ενός σκυλιού, για να γυρεύουν τη δικαίωση σε ένα μπλοκάκι ή για να αναζητούν την αθωότητα στο κρυφτούλι με το παιδί τους. Λίγα χρόνια αργότερα, πήρα ένα από κείνα τα κείμενα και το έδειξα στον διευθυντή μου, με τον οποίο συζητούσα πολύ για το γράψιμο και του είχα αναφέρει την μυστική εργογραφία του πατέρα μου. Θαρρώ πως όσο περισσότερο εισχωρούσα στα μυστικά της δουλειάς τόσο πιο περήφανος γινόμουν για κείνα τα κομμάτια. «Χρονογράφημα παλαιάς κοπής», αποφάνθηκε. «Από αυτά που δεν γράφονται στις μέρες μας γιατί δεν υπάρχουν οι μάστορες να τα γράψουν». Η μαστοριά λοιπόν του πατέρα μου ρίζωνε σε ένα είδος που ήδη το 1990 έμοιαζε ξεχασμένο, καθώς οι μάστορες είχαν εκλείψει δια παντός και οι εφημερίδες σφύριζαν αδιάφορα απέναντι σε οτιδήποτε δεν είχε την οσμή του σκανδάλου ή δεν απηχούσε κάτι το νεωτεριστικό. Στο Χρονογράφημα υπήρχε μια ανθρωπιά που δεν φαινόταν να έχει θέση στις προτεραιότητες της νεοελληνικής κοινωνίας. Υπήρχαν ο κώδικας ηθικής του Τσιφόρου, η γλαφυρότητα του Γερμανού, οι αξίες του Ψαθά, η συγκίνηση του Παλαιολόγου. Ο πατέρας μου δεν έκανε τίποτε άλλο από το να πάρει όλα αυτά τα στοιχεία και να τα φέρει στα μέτρα του, να τα καλουπώσει και να τους δώσει τη σφραγίδα του, τη προσωπική χροιά του. Ξέρετε, συχνά αναλογίζομαι πως δεν υπάρχει πια προσωπικό στυλ στο γράψιμο, πως όλοι όσοι γράφουμε, έχουμε λίγο-πολύ την ίδια μαγιά, την ίδια απόχρωση, έστω με κάποιες ανεπαίσθητες παραλλαγές. Αν κάτι τέτοιο δεν ισχύει για τον πατέρα μου, είναι επειδή παρατηρώ μια ισχνή  λεπτομέρεια στη γραφή του, κάτι σαν τρικ, που από τεχνικής πλευράς τον ξεχωρίζει στα μάτια μου πολύ έντονα: ενώ πραγματεύεται μικροαστικές μάλλον καταστάσεις, από κάπου βαθιά αναδύεται ένα ίχνος εστετισμού που απαλύνει την όποια λαϊκότητα, ή τη διαστρέφει με τέτοιον τρόπο που την κάνει ελιτίστικη, πάντως της παραχωρεί έναν αέρα κωμωδίας έτσι που όλο το γραπτό διαπνέεται από μια αίσθηση «λαϊκής αριστοκρατίας», σαν τα Παιδιά της Πιάτσας να συναντούν ξαφνικά την Μαντάμ Σουσού και τούμπαλιν. Αυτός ο συνδυασμός Καζαντζάκη και Όσκαρ Ουάιλντ, ή Ταχτσή του «Τρίτου Στεφανιού» και Πάστερνακ του «Ζιβάγκο», είναι το κλειδί μέσα από το οποίο βρίσκω την πρόσβασή μου στην καρδιά αυτών των κειμένων. Ωστόσο κάτι τέτοιο το ανακάλυψα χρόνια αργότερα, όταν έγινα συγγραφέας και άρχισα να εμβαθύνω στην τεχνική. Εκείνο το πρωί όπου βυθίστηκα για πρώτη φορά στα χειρόγραφά του, απλά έκανα ένα μεγάλο ταξίδι. Και το έκανα σαν γιος, σαν ένας εντυπωσιασμένος γιος που ανακαλύπτει μια ακόμα πτυχή του ήρωά του και που βρίσκει σε αυτή τη πτυχή το νεύμα της αποδοχής που χρειάζεται για να τραβήξει και το δικό του δρόμο.  

Ας μιλήσουμε λοιπόν για πατεράδες και γιους. Εκείνο το πρωί που βρήκα τις ζελατίνες πλάι στο κρεβάτι μου και ρίχτηκα στο διάβασμα, ένιωσα να γιγαντώνεται μέσα μου το είδος της μυθολογίας γύρω από την οποία είχε θεμελιώσει η οικογένειά μου τις κραταιές ιστορίες της. Για κάποιο λόγο, ίσως όχι τόσο συμπτωματικά, το βασικό πρόσωπο αυτής της μυθολογίας ήταν ο πατέρας μου. Χρόνια άκουγα ιστορίες γι’ αυτόν, ιστορίες που είτε έμοιαζαν απίστευτες είτε φάνταζαν εξωφρενικές, αλλά τις οποίες πάντα πίστευα, όχι από αφέλεια μα από την ανάγκη μου να τον θεωρώ μορφή υπερβατική, που ξέφευγε από τη νόρμα των άλλων πατεράδων. Σύμφωνα με κάποιες από τις ιστορίες που άκουσα κατά καιρούς, ο Γιώργος Δάνδολος γεννήθηκε σε ένα χαράκωμα της Κατοχής, με την δεκαεξάχρονη μητέρα του, την λατρευτή γιαγιά μου, να αψηφά τους Ναζί και να δίνει ζωή στο τροφαντό μωρό με τα ξανθά κυματιστά μαλλιά που επρόκειτο να μεγαλώσει μέσα σε ένα κτήμα πλημμυρισμένο από άλογα στο Αιγάλεω, και αργότερα σε ένα σωρό άλλα σπίτια, από τον Βοτανικό ως τον Κεραμεικό. Τα σχολεία που άλλαξε αποδείχτηκαν κάμποσα λόγω της ανήσυχης φύσης του και του χωρισμού των γονιών του, οι βαλίτσες που κράτησε στάθηκαν εξίσου πολλές, τα σκασιαρχεία στα οποία επιδόθηκε τον ενέπλεξαν συχνά σε περιπέτειες –υπήρχε μια ιστορία σύμφωνα με την οποία ο πατέρας του πήγε στο σχολείο για να πάρει τους βαθμούς του πρώτου τριμήνου και πληροφορήθηκε πως τον ήξεραν μόνο εξ’ ονόματος και ότι η φιγούρα του δεν ήταν γνώριμη σε κανέναν, «Δεν θα ήταν κακή ιδέα να του λέγατε να έρθει μια βόλτα κι από δω»– ενώ σε όλα αυτά, που άκουγα από τη γιαγιά μου και τον παππού μου, προστίθεντο οι διηγήσεις των φίλων του, τα επεισόδια μιας εξίσου ανήσυχης αιγαλεώτικης παρέας με την ονομασία «Τζάκα Πάκα» (ο Μανώλης, ο Σταύρος, ο Διονύσης, λίγο σαν επαναστάτες χωρίς αιτία, λίγο σαν τους «Εντιμότατους φίλους», την κινηματογραφική παρέα του Ούγκο Τονιάτσι και του Φιλίπ Νουαρέ), ένας ευρύς αριθμός ειδυλλίων με νεαρές και ολίγον μεγαλύτερες κυρίες, μια εποχή όπου αφιερώθηκε στη Ντόλτσε Βίτα, ένα ταξίδι στην Αφρική όπου έκανε σαφάρι, έπαιξε καζίνο και γύρισε πίσω άφραγκος αλλά έχοντας καταπιεί ένα τεράστιο διαμάντι που επί μέρες γύρευαν όλοι στην τουαλέτα του, ένα ακόμα περιπετειώδες ταξίδι στα καράβια, όπου μπάρκαρε για να ανακαλύψει το κόσμο και έφτασε μέχρι την καρδιά ενός ποταμού στη Βόρεια Αμερική που στη φαντασία μου έμοιαζε πάντοτε με το ποτάμι στην «Καρδιά του Σκότους» του Τζόζεφ Κόνραντ, το ποταμόπλοιο να κινείται αθόρυβα ανάμεσα στις πυκνόφυτες όχθες και ο πατέρας μου κάπου στην πλώρη να ατενίζει τη ζούγκλα, καπνίζοντας και ακούγοντας το Massachusetts των Bee Gees που γλιστρούσε από τα μεγάφωνα του πλοίου. Και αργότερα ο έρωτας με τη μητέρα μου, ο γάμος τους, το διαζύγιό τους, τα ειδύλλιά του στη φάση «σαράντα και κάτι», και ένας ακόμα σφοδρότατος έρωτας που, όπως θα ταίριαζε σε μια τέτοια ιδιαίτερη πλοκή, έπρεπε να διαλυθεί στα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα για να καταλήξει σε γάμο είκοσι χρόνια αργότερα. Όλα αυτά μοιάζουν με κινηματογραφική ταινία και δεν είναι τυχαίο που συνέστησαν την μυθολογία με την οποία μεγάλωσα: μπορεί κάποιες από αυτές τις ιστορίες να ήταν τραβηγμένες, να γιγαντώθηκαν μέσα από τη φαντασία ανθρώπων που έβρισκαν στη ζωή του έναν αέρα ευγενούς τυχοδιωκτισμού ή ίσως κοσμοπολίτικου μυστηρίου, κοινώς μια ωραία διάσταση περιπέτειας, εντούτοις το βέβαιο είναι πως η μορφή του βρισκόταν πάντα στον πυρήνα μιας μυθοπλασίας την οποία τα κείμενα εκείνα ήρθαν να αναζωπυρώσουν στη φαντασία μου με τρόπο δραστικό. Ξάφνου, διαβάζοντας τον εκείνο το πρωινό, καθετί από όσα είχα ακούσει απέκτησε κάτι το αληθινό. Όλα πήραν μορφή, ο μπαμπάς μου έγινε ένα είδος Χέμινγουέι που είχε ταξιδέψει, που είχε βρεθεί στην σκοτεινή όψη του φεγγαριού με ένα σωρό αποβράσματα, που είχε έρθει αντιμέτωπος τόσο με πρίγκιπες όσο και με επικίνδυνους αλήτες, που είχε ερωτευθεί με πάθος και που είχε κάνει διάφορα παράτολμα πράγματα τα οποία σε μένα έμοιαζαν απαγορευμένα ή ακόμα και ανήκουστα, και που όλη αυτή τη σοφία της ζωής του την διύλιζε, την είχε αποστάξει, στο γράψιμό του. Και κάπως έτσι, εκείνα τα χειρόγραφα έγιναν μέσα μου αναπόσπαστο τμήμα της μυθικής ζωής του. Καθώς τα διάβαζα, η μόνη βεβαιότητα που αίφνης αισθανόμουν ότι ένιωθε, ήταν πως ζούσε απόλυτα ελεύθερος σαν τον αληθινό Έρνεστ. Ό,τι είχε, ήταν ο εαυτός του και το θάρρος του να ξεγυμνώνει τη ψυχή, τη ψυχή τη δική του και βεβαίως τη ψυχή των γιων του, στους οποίους ήθελε να περάσει τις αλήθειες του. Γιατί υπήρχαμε κι εμείς, ο αδελφός μου κι εγώ: και η περίπτωση των τριών μας συνιστούσε μιαν άλλη μοναδική βεβαιότητα, η οποία τώρα πια είναι εμπλουτισμένη από τα λατρευτά εγγόνια του κι από κείνον τον έρωτα που έμελλε να περάσει από χίλια κύματα μέχρι να καρποφορήσει το απάνεμο λιμάνι που χρειάζονται από κάποιο σημείο και μετά οι αιώνιοι ταξιδιώτες.

Για να είμαι ειλικρινής, ο πατέρας μου είχε πολλά κοιτάσματα ζωής από τα οποία μπορούσε να αντλήσει το καύσιμο για να εμπνευστεί την ιδέα ενός χρονογραφήματος. Υπήρχε η προσωπική του ζωή, υπήρχε το άγχος της δουλειάς, υπήρχε η βαθιά ευαισθησία του απέναντι σε πάσης φύσεως κοινωνικά παράδοξα που διάβαζε στις εφημερίδες και φυσικά υπήρχαν οι ίδιες οι αντιξοότητες με τις οποίες ερχόταν αντιμέτωπος στα επίπονα χρόνια. Το να μεγαλώνεις δύο έφηβους γιους δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Και το να μεγαλώνεις ταυτόχρονα κι εσύ μαζί τους, να βλέπεις τη ζωή σου να κυλάει καταπίνοντας μέρες και χρόνια –όπως έγραψε κι ο Χέμινγουέι, «Καταλαβαίνεις τη θνητότητά σου μόνο όταν θα δεις το πρόσωπό σου νεαρότερο στις μορφές των παιδιών σου»– δίνει στο ταξίδι σου ακόμα πιο ανηφορική κλίση. Ωστόσο, το ταξίδι του πατέρα μου, παρ’ όλες τις δυσκολίες, διαπνεόταν πάντα από μια αίσθηση ελπίδας και νομίζω πως αυτή την ελπίδα εκφράζει στα κείμενά του. Ίσως και να εκπορευόταν από την ευθύνη απέναντι στον εαυτό του και τα παιδιά του, ίσως γράφοντας να ξόρκιζε τους φόβους του. Ό,τι και να ήταν, κατάφερε να μεταλαμπαδεύσει την ωριμότητά του, τη σοφία του, την ζύμωσή του από το καθημερινό άλγος σε ένα μωσαϊκό αξιών το οποίο αποδέκτες είχε τους γιους του. Κάθε συγγραφέας έχει τον ιδανικό αναγνώστη στο μυαλό του και στο μυαλό το δικό του, μπορώ να μαντέψω ότι εκείνα τα χρόνια οι ιδανικοί αναγνώστες ήμασταν εμείς. Και αυτή ήταν η ελπίδα του: τα λόγια εκείνα, που σιωπηλά έγραφε, να γίνονταν λόγια που κάποια μέρα θα μπορούσαν να μας εμπνεύσουν. Δεν ήταν λόγια από τετριμμένες συμβουλές, ποτέ δεν είχαν αυτή τη μορφή. Ήταν η κοσμοθεωρία του, ένα φυλαχτό από άντρα σε άντρες, καθώς μέσα από τα κείμενά του περνούσε όσα ήλπιζε ότι μια μέρα θα σημάδευαν ίσως και τη δική μας ψυχή. Ο πατέρας μου ήταν πάντα (εξακολουθεί να είναι) αγωνιστής, ήταν αυτός που θα κατέθετε τα όπλα τελευταίος, στη ζωή του, στη δουλειά του, στις σχέσεις του. Και σε αυτή τη φύση του χρωστάμε ο αδελφός μου κι εγώ το γεγονός ότι έχουμε μάθε να παλεύουμε και να μην τα παρατάμε. Τώρα το βλέπω πάλι σε αυτά τα κείμενα, βλέπω την μάχη την εσωτερική, βλέπω τον φόβο, Φοβάσαι, (γράφει), γιατί στο βάθος σε βασανίζει ανελέητα η απόγνωση να ’χεις κάτι δικό σου, αρπαγμένο από τους άλλους, ή, έστω, πεταμένο σαν κόκαλο από τον οίκτο τους, βλέπω όλη εκείνη την αντίσταση –Και η αυτοταπείνωση όπως και ο εγωισμός, είναι και αυτή ένας απελπισμένος τρόπος να υπάρξεις–, μα πάνω από όλα βλέπω την αγάπη, την τρυφερότητα και την δύναμη που έκρυβε πάντα μέσα του, όλα αυτά τα αποθέματα στοργής με τα οποία με πλημμυρίζει, όλη την ανεξάντλητη ευαισθησία μέσα από την οποία έγινε ο μεγάλος διαχρονικός ήρωας μου.

fatherland 3

Ίσως δεν είναι τυχαίο το ότι έγινα τελικά συγγραφέας. Ίσως δεν είναι τυχαίο το ότι ο αδελφός μου, εν μέσω των σπουδαίων αθλητικών του επιδόσεων και έχοντας τραβήξει έναν ολότελα διαφορετικό δρόμο, κάθισε και εκείνος να γράψει, αν και δεν δημοσίευσε ποτέ. Ναι, τίποτα ίσως δεν είναι τυχαίο. Για όλα ευθύνεται το λίπασμα. Και ο τρόπος που θα ποτίσεις το ευαίσθητο χώμα. Είναι το πώς μεγαλώνεις, είναι το περιβάλλον, είναι οι παραστάσεις. Ο Ίβλιν Γουό έγραψε κάποτε πως η μόνη μας πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία γιατί τότε συμβαίνουν όλα, ακόμα και κείνα που θα συμβούν αργότερα. Για το χώμα το δικό μου εκείνα τα κείμενα είναι ένας καθρέφτης. Όμως δεν το καθρεφτίζουν απλώς, το διαπερνούν, φωτίζουν όλη τη διαδρομή μου, από τα χρόνια της παιδικής ανεμελιάς μέχρι την ύστερη ενήλικη ζωή μου, και έχουν ωραία, γλυκιά μυρωδιά, είναι ζεστά, γιατί αγκαλιάζουν την ίδια την οικογένειά μου, είναι το παρελθόν μας και το μέλλον μας, είναι οι νεκροί μας –η γιαγιά μου, ο παππούς μου, ο Σωτήρης, η μητέρα μου– και οι ζωντανοί μας, η Σοφία, ο Αντρέας, ο Γιώργος, η Κάλλια, η Κάλλι, αυτά τα κείμενα είναι ο αδελφός μου κι εγώ, και φυσικά είναι τα παιδιά μας, η ιερή ελπίδα που διαιωνίζεται στα πρόσωπα του Γιώργου, της Ευγενίας και του Πάνου. Πάνω από όλα όμως αυτά τα κείμενα είναι ο ίδιος ο Γιώργος Δάνδολος, ο παππούς, ο πατέρας, ο σύντροφος, ο φίλος, Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΙ. Ο οποίος εκείνο το πρωί πριν από 25 χρόνια, δίνοντας μου να διαβάσω όλα όσα είχε γράψει μέχρι τότε, δεν μου χάρισε απλώς ένα κομμάτι της ξεγυμνωμένης του ψυχής, αλλά με έκανε κοινωνό του σπουδαιότερου δώρου που μπορεί να προσφέρει ένας πατέρας στο γιο του: με ώθησε με έναν ακόμα τρόπο να τον θαυμάσω, σπρώχνοντάς με δυνατά στις ράγες του δικού μου δρόμου.

Και τώρα πια μπορώ να το καταλάβω πεντακάθαρα: εκείνα τα κείμενα είναι η πιο πολύτιμη κληρονομιά που θα μπορούσα να αποκτήσω ποτέ.

 

«Κάποτε πίστευα ότι κάθε μυθιστόρημά μου έπρεπε να είναι μια βουτιά στο σκοτάδι, τη βία, τη τρέλα.» Ο Στέφανος Δάνδολος σε μια συνομιλία με την Ντίνα Σαρακηνού

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular