Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

«Ποιος ξέρει τι διάολο γύρευα ψάχνοντας τριλοβίτες»

separator

Οι τριλοβίτες, που αναζητά ο Κόλι στο ομώνυμο διήγημα, συνιστούν το χνάρι μιας εξαφανισμένης ζωής.

Βαθιά χωμένοι στη γη, μνημειώνουν την ύπαρξη ασπόνδυλων οργανισμών, για πάντα χαμένων από αυτόν το κόσμο. Η δωδεκαμελής διηγηματογραφία του Μπρις Πάνκεϊκ (1952-1979), που σφραγίζεται από την εκκωφαντική κατακλείδα του αυτοπυροβολισμού του, έχει εκβλαστήσει από τη γη της Δυτικής Βιρτζίνια. Χθόνια τα πεζά, αναθάλλουν μέσα από τον πάγο, τα ξεραμένα φύλλα, τη λάσπη και τους βάλτους των πάτριων χωμάτων. Αυτό το τόσο δεσμευτικό, δυναστικό έδαφος, κατάσπαρτο με οστά, απολιθώματα, όστρακα και κελύφη νεκρών ζωών, τραβά στα έγκατά του τους ήρωες του Πάνκεϊκ, πνίγοντάς τους στα τενάγη του. Στο χώμα ριζώνουν τα πατρογονικά ήθη, αυστηρότατα μες στην απλοϊκότητά τους, προς τα οποία εναντιώνονται οι χαρακτήρες των διηγημάτων, περισσότερο όμως με ενοχή παρά με ορμή, και γι’ αυτό εντέλει αποτυγχάνουν να τα υπερβούν. Όλοι καταλήγουν συντετριμμένοι από τη ματαιωμένη φυγή τους. Η καταναγκαστική γεωγραφία τούς αποσπά την αθέλητη υποταγή του δεσμώτη.

Εκείνο που κυρίως συναρπάζει στις δώδεκα ιστορίες είναι η απόλυτη επικυριαρχία της φύσης στον ψυχισμό των ηρώων. Ο Πάνκεϊκ λεπτουργεί τα ψυχογραφήματά του μέσα από έξοχες, σπαρακτικές απεικονίσεις της τοπιογραφίας και των φωτοσκιάσεων, που την αποκαλύπτουν. Το τοπίο, λεηλατημένο από την παγωνιά, την ξηρασία, τον ήλιο, τον άνεμο, τη βροχή και το χιόνι, συντονίζεται με την άλλοτε ανεμόδαρτη και πλημμυρισμένη και άλλοτε άνυδρη και αποξηραμένη ψυχοστασία των αφηγητών. Ακόμα και τη ρομαντική ώρα του ηλιοβασιλέματος, το ανακάτεμα απαλότατων χρωμάτων στον ουρανό σαρώνεται από τη μουντάδα της καταχνιάς. Πνιγμένος στην ομίχλη, ο ήλιος «δεν είναι παρά μια καστανή στάλα που κρέμεται στον κόκκινο ορίζοντα». Άλλη φορά, «μονάχα μια θαμπή καφετιά κουκκίδα στον μουντό ουρανό». Το πρώτο ίχνος της αυγής στον ουρανό δεν προοιωνίζεται καμία φωτοχυσία, δεν είναι παρά «ένα καφετί φέγγος». Πάνω από τα έλη που βρομοκοπούν σαπίλα, «ο ήλιος σκορπάει ένα θαμπό καφετί φως». Άλλοτε, κρυμμένος πίσω από τις πλαγιές, άφηνε να περισσεύει «μόνο ένα ίχνος φωτός, που έβαφε την κορυφογραμμή μ’ ένα έντονο πράσινο χρώμα και βύθιζε τους πρόποδες σε μια ψυχρή, πυκνή σκιά». Σε κάποια σημεία το πελιδνό τοπίο διαστίζεται από κηλίδες αίματος, χωνεύοντας την αγριότητα θηρευτών και θηραμάτων. Και ενόσω αχνοί υψώνονται από το χώμα, καθώς ανασαίνει το παγωμένο ψιλόβροχο, «στα κλαδιά και στα χαντάκια γνέθονται φαντάσματα».

Μες στη ζέστη που αχνίζει ο Κόλι φέρνει στο νου του το άψυχο βλέμμα του πατέρα του. Οι υδρατμοί, που θολώνουν την ατμόσφαιρα, η κάψα του ήλιου, που ζεματάει το δέρμα και αναλιγώνει το μυαλό, ο κίτρινος κουρνιαχτός, που σηκώνεται από τα ριζά των λόφων, πυρακτώνουν τη μνήμη. Οι λόφοι της γενέθλιας γης χτίζουν γύρω του ένα ακίνητο, αμετακίνητο ορόσημο, που κάνει την αδημονία της αποστασίας να θεριεύει. Όμως, ο Κόλι, όσο και αν ασφυκτιά από τη δύναμη επιβολής της φύσης, ανησυχεί μήπως ενδεχόμενες αλλοιώσεις αλλάξουν το γνώριμο, καθησυχαστικό μες στην πνιγηρότητά του, σχήμα του τόπου. Αν, για παράδειγμα, η κοίτη της ακρορεματιάς μπαζωνόταν, η παλίρροια θα απειλούσε τον τάφο του πατέρα του. Λίγο παραπέρα ο αχυρώνας ορθώνεται σαν ένα κτέρισμα στη μνήμη του εκλιπόντος. «Αυτό τον αχυρώνα τον χτίσαμε οι δυο μας με τον μπαμπά. Κάθε καρφί του μου προκαλεί τον ίδιο βουβό πόνο».

Μες στον αχυρώνα ο Κόλι σκουπίζοντας τον ιδρώτα του διαπιστώνει πως οι ραφές της μπλούζας του είναι ξηλωμένες στους ώμους. Λίγο αργότερα το ρούχο ματώνει από ένα τραύμα της αγαπημένης του, που τον έχει προ πολλού εγκαταλείψει. Το ξεσκισμένο, ματωμένο ύφασμα μαρτυρά πολλά για τον υποδόριο σπαραγμό. Το ξέπνοο σμίξιμο των δύο σωμάτων στο πάτωμα μιας αποθήκης, σπαρμένο με σπασμένα γυαλιά και θρύμματα μπογιάς, μοιάζει σαν τον μοιραίο σπασμό του ξοδεμένου έρωτα. Η ύστατη συνάντησή τους δονείται από τους τριγμούς μιας ξαφνικής θύελλας, που μαχαιρώνει με «λεπίδες φωτός» τους λόφους.

Κακορίζικοι οι έρωτες του βιβλίου, αναμνήσεις πόθου διάσπαρτες σε συντρίμμια. Η Ρίβα στη «Σφραγίδα» αναθυμάται μες σε ένα αποπνικτικό καύμα, θαμπωμένο από πυκνή, καφετιά ομίχλη, τη μορφή του αδελφού της, ενός παρ’ ολίγον εραστή. Φέρνοντας στη μνήμη της την εικόνα του, τον ξαναβλέπει ένα παλιό καλοκαίρι να στέκεται μπροστά της, ενόσω στο κατόπι του μια «θεριστική μηχανή βούιζε μ’ έναν πνιχτό βόμβο». «Άραγε εκείνο το καλοκαίρι κατάλαβε ότι τον ήθελε;» Ο χρόνος που κύλησε θέρισε την αφανέρωτη επιθυμία. Στα μονοπάτια, που οδηγούσαν στα πλατάνια και τα σφεντάμια της όχθης, εκείνη και ο αδελφός της ψιθύριζαν σκοτεινά μυστικά. Στα κλαδιά των δέντρων είχαν κρεμάσει τα δικά τους τοτέμ, αναθήματα προς τις ψυχές των γονιών τους, που είχε πάρει το ποτάμι. Τώρα τα μονοπάτια είχαν γίνει γλιστερά από «τη μαύρη λάσπη της όχθης» και οι ρίζες των σφενταμιών ράγιζαν τον υδροφράκτη. Όσο η Ρίβα ατένιζε τον τόπο του αλλοτινού πόθου, αναριγούσε από έναν καυτό άνεμο ανάκατο με χώμα. Όλες της οι απαντοχές συνθλίβονταν μέσα στη «χλωμή και ασθενική γροθιά της». Την κόψη της αδελφικής όψης μνημόνευαν αιχμές από βέλη, η συλλογή του, ένα ακανθώδες ενθύμιο.

Η μετατόπιση της μέρας προς τη νύχτα υποδηλώνεται και από τις αδιόρατες μεταμορφώσεις της φύσης, που φαίνεται να ηλεκτρίζεται από μια υπόκωφη ένταση. Στα χόρτα ξυπνούσαν τα φίδια, στον ουρανό μετεωρίζονταν οι εκλάμψεις των πυγολαμπίδων, ενώ πίσω από τις δαντελωτές φυλλωσιές των σφενταμιών ξεπρόβαλλε το φεγγάρι. Πνιγμένη στους ίσκιους του τοπίου, η Ρίβα επέστρεψε στο φυλάκιο πλάι στους υδατοφράχτες, ξέροντας, όμως, ότι ποτέ δεν θα επέστρεφε στον όλβιο χρόνο της προσμονής, και τύλιξε το μέρος στις φλόγες, έτσι ώστε στο σημείο του ανευόδωτου πόθου της να μην υπάρχει τίποτα πέρα από στάχτες.

Στο αριστουργηματικό πεζό «Εν τω ξηρώ» παρεισδύει ένα ακόμα παρεμποδισμένο ειδύλλιο. Ωστόσο, εδώ η αναμέτρηση επικεντρώνεται ανάμεσα στον κεντρικό ήρωα και τον επιστήθιο φίλο του, μέλος της ανάδοχης οικογένειας που τον μεγάλωσε. Η φιλία τους έγινε σμπαράλια από μια σφοδρή σύγκρουση σε μια γέφυρα. Στο σημείο της πρόσκρουσης διαλύθηκε κάθε δεσμός, απομονώνοντας διά παντός μεταξύ τους τον Ότι, τον Μπας και την ξαδέλφη του Σίλα.

Εκείνη την καλοκαιρινή ημέρα ο Ότι και η Σίλα είχαν πάει για ψάρεμα, αλλά άφησαν το ψάρι να ξεγλιστρήσει από το αγκίστρι, όταν αγκαλιάστηκαν κάτω από τον κορμό ενός πλατανιού. Ο Μπας, που τους είδε, πήρε την ίδια στιγμή τον φίλο του για μια βόλτα με το αυτοκίνητο. Στο τέλος της μέρας έμεινε ισοβίως ανάπηρος και ένοχος, ενώ ο Ότι θα έκρυβε για πάντα την αλήθεια εκείνης της στεντόρειας ώρας, μαζί με την ανεπίδοτη συγχώρεση, στη μαβιά ουλή στο πιγούνι του.

Στον παροντικό χρόνο του διηγήματος ο Ότι επιστρέφει στον τόπο, που για λίγο υπήρξε και δικός του. Ο Πάνκεϊκ υποδεικνύει μαεστρικά τη συναισθηματική διάβρωση των τριών προσώπων εστιάζοντας και πάλι το βλέμμα του στην ξεθεωμένη φύση. «Όλα είναι έτοιμα, λες, για να πάρουν φωτιά». Άνυδρες κοιλάδες, λόφοι σκουριασμένοι, που διψούν για βροχή, μαραζωμένα χωράφια, πλαγιές στρωμένες με κίτρινα φύλλα, αποστεγνωμένα δέντρα, ρεματιές χαρακωμένες από κομμάτια ξερής λάσπης. Το τεφρό τοπίο γδέρνει κατάσαρκα τον Ότι, καθώς το διασχίζει για να παρεισφρήσει ξανά εκεί απ’ όπου είχε βιαίως εκδιωχθεί. Όταν βλέπει τη γέφυρα να πλησιάζει, ένας δριμύς, παλιός πόνος τον ρημάζει. Νιώθει την πυρωμένη άσφαλτο να κατακαίει το δέρμα του. «Τότε τα νεύρα του τεντώνονται και η ένταση γίνεται θηλιά στον λαιμό του ολοένα και περισσότερο, ώσπου βλέπει μπρος του μια γροθιά που σφίγγεται και τρέμει· τότε τον λούζει κρύος ιδρώτας και αγωνίζεται να ανασάνει».

Από την ακαριαία στιγμή του δυστυχήματος και μετά ο Ότι διατρέχει έναν απέραντο χρόνο, τον επώδυνο χρόνο της αναμονής, που διαστέλλει τη μνήμη και την προσδοκία, τις πιο φαντασιώδεις χρονικές διαστάσεις, και καταστέλλει το παρόν και τις επιτάσεις του. Η ατελείωτη αναμονή, «ούτε μέρα ούτε νύχτα, μονάχα ένας άλυτος κόμπος από σκοτάδι και φως, μονάχα αναμονή». Το ίδιο μετέωρη στον χρόνο τον περιμένει η Σίλα, η οιονεί αγαπημένη. Η ρημαγμένη φιγούρα της φέρει κατάσαρκα τον μαρασμό της γης. Προσφέρεται στο βλέμμα τού Ότι καθ’ ολοκληρίαν οργωμένη από τη ματαίωση. «Το ηλιοκαμένο της πρόσωπο ξεφλουδίζει και απ’ το μάγουλό της ξεκολλάει μαυρισμένο δέρμα. Στην κοιλιά και κάτω απ’ τα στήθη η μπλούζα της είναι λερωμένη με παράλληλες γραμμές ιδρώτα».

Κάποια στιγμή, ενώ περπατούν μαζί στα περιβόλια του αγροκτήματος, του δίνει «το γαλάζιο τσόφλι απ’ το αυγό ενός κοκκινολαίμη, απομεινάρι της άνοιξης». Δώρο άδωρο για το ακυρωμένο ειδύλλιο. Ούτε η φύση δεν συντρέχει την ειδυλλιακή διάθεση της γυναίκας. Απλώνεται γύρω τους πένθιμη, χαραμισμένη. «Χαμηλά, ανάμεσα απ’ τις συστάδες των δέντρων, μισοφαίνεται σκοτεινό το ρέμα, ενώ πέρα απ’ τα δέντρα οι λασπερές όχθες εκτείνονται γυμνές».

Ούτως ή άλλως, ο Ότι είχε πάψει πια να αγαπά τα νεκρά, απολιθωμένα πράγματα. Στο παλιό του δωμάτιο οι συλλογές του από αποξηραμένα έντομα, όστρακα και αιχμές από βέλη, είναι πλέον για εκείνον θλιβερά αντικείμενα, ευτελή λείψανα, «τα θρύψαλα της σπασμένης του ζωής», «ξεκομμένα απ’ τις μέρες και τις νύχτες όπου ανήκαν». Στο πάτωμα του δωματίου ο ήλιος «ζωγραφίζει φωτεινές χαρακιές», που του θυμίζουν τα κάγκελα στο παράθυρο του ορφανοτροφείου. Ακόμα και το καλό του πουκάμισο, φυλαγμένο για καιρό στην ξένη ντουλάπα, είχε λερωθεί από τη σκουριά της κρεμάστρας. Όμως, πλέον καμιά γιορτή δεν εκκρεμούσε. Ένα κουρέλι και αυτό, όπως κάθε απομεινάρι των προγόνων, που κάποτε του είχαν μεταγγίσει το αίμα τους για να αρδεύσει την ξεριζωμένη του ύπαρξη. Τώρα, εκείνοι οι άγνωστοι, θετοί συγγενείς, μένουν βαλσαμωμένοι σε κιτρινισμένες φωτογραφίες, ανέκκλητα ξεχασμένοι. «Οι μέρες και οι νύχτες τους είναι πια θαμπή ανάμνηση και τα ρούχα κατέληξαν πατσαβούρες στον αχυρώνα, κουρέλια ποτισμένα απ’ το λάδι της μηχανής».

«Η Σίλα κλείνει την παλάμη της και το τσόφλι γίνεται γαλάζιος πολτός». Μέσα της ολοφύρεται η επίγνωση. «Κανένας δεν μ’ αγάπησε».

Στην αποχαιρετιστήρια συνάντησή τους η Σίλα περιμένει τον Ότι γυμνή στο δωμάτιό της, αλλά κανένα χάδι δεν μπορεί πια να ελεήσει την παραπονεμένη σάρκα της. Όταν ο Ότι τη χαϊδεύει στο μάγουλο, «ο ιδρώτας της σμίγει με το χώμα της παλάμης του».

Σε αυτή τη γεμάτη χώματα παλάμη τίποτα δεν μπορούσε να βρει κράτημα. Ούτε καν η αποφορά του Μπας, που έμεινε για λίγο στα δάχτυλά του, όταν κράτησε στις παλάμες του τη σφιγμένη γροθιά του, που έσφυζε από σιωπές. Το χώμα, που κρατούσαν στις φλέβες τους τα ξεραμένα φύλλα, είχε θάψει τα πάντα.

Την ώρα που ο πατριάρχης της οικογένειας τελούσε δέηση στην πατρογονική γη με ξόανο ένα σκουριασμένο αλέτρι, «βγαλμένο από τις απαρχές του χρόνου», ο Ότι έκαιγε τις οικογενειακές φωτογραφίες, γιατί πίστευε πως κανείς από τους ζωντανούς δεν είχε ρίζες σε αυτά τα χώματα. Ακόμα και η Βίβλος στα χέρια του γέρου μοιάζει παλιωμένη. «Τα λόγια του Θεού του έχουν κάτι απ’ το ξεθωριασμένο χρώμα των περασμένων». Τα νάματα αυτής της δανεισμένης γης είναι οι βόρβοροι, οι βάλτοι, τα έλη και τα αποστραγγισμένα ποτάμια της. Ο Ότι ξέρει. «Ξέρει ότι η φάρμα και ο Μπας είναι ένα και το αυτό, και ότι ο ίδιος κρατάει μέσα του τη φάρμα καλά σφραγισμένη, ώστε να μην ξεφύγει ποτέ απ’ το παρελθόν».

Καθώς οι φλόγες, που τσαλακώνουν μες στο σκοτάδι το ξεθωριασμένο χαρτί, αποτεφρώνουν το παρελθόν, πέρα μακριά, κάτω από την «ασημένια χαρακιά» του ηλιοβασιλέματος στον ορίζοντα, τα έρημα, φρυγανισμένα χωράφια, η σκεβρωμένη σκεπή του αχυρώνα, η τραχιά περίφραξη του νεκροταφείου, οι πεσμένοι φράχτες και οι καταφαγωμένοι από τα ζιζάνια πάσσαλοι, «όλα είναι έτοιμα, λες, για να πάρουν φωτιά».   

Στο «Κυνήγι της αλεπούς» ο δεκαεξάχρονος Μπο, μολονότι εξαντλημένος από τη βαρεμάρα, είχε και εκείνος το θλιμμένο του ειδύλλιο με τη σερβιτόρα μιας άθλιας πανσιόν. «Όταν κουβέντιαζε μαζί της, ο Μπο ζούσε στα λόγια ένα μέλλον παράφορο». Όμως η Λούσι ήταν πολύ κουρασμένη για να πιστεύει στα όνειρα. Η πανσιόν, χτισμένη στη βάση μιας γούβας, είχε τρεις ορόφους, γυμνούς και ογκώδεις, που υψώνονταν δυσοίωνα, σαν θεόρατα βράχια. Ήταν αδύνατον να δραπετεύσει κανείς από τέτοιο μέρος.

Εξίσου δυστυχισμένο είναι το σεξ του ναυτικού με την ανήλικη πόρνη στο διήγημα «Ένα μόνιμο δωμάτιο». Μέσα στο απελπιστικό δωμάτιο ο άντρας βιάζει την κοπέλα, νιώθοντας αηδία που την κάνει να υποφέρει, ξέροντας, ωστόσο, πως ποτέ δεν θα της δινόταν ευκαιρία για κάτι καλύτερο. Οι δυο τους μπροστά στο νυχτωμένο παράθυρο βλέπουν τα είδωλά τους να πλέουν μέσα «στη σκοτεινή γυαλάδα του τζαμιού». Κανείς δεν ξεφεύγει από τον βούρκο. Ο Κόλι κάρφωσε τον γάντζο του στον λαιμό μιας χελώνας, που ρίζωνε στα έλη, και μετά πήγε να συναντήσει τη Τζίνι, έχοντας ακόμα στα δάχτυλά του τη μυρωδιά της, τη βρόμα του βούρκου.

Έναν έρωτα σε πεθαμένο τοπίο ζουν ο Μπάντι και η Σάλι στη «Γούβα». Σε μια γούβα είχαν το τροχόσπιτό τους, κάτω από έναν σταχτή ουρανό, και εκεί επέστρεφε ο Μπάντι όταν έβγαινε από το λαγούμι του ορυχείου, αμφιβάλλοντας αν η Σάλι θα ήταν ακόμα εκεί. Μουντζουρωμένες και οι ζωές τους από την καρβουνόσκονη, βούλιαζαν σε ένα ολοένα πιο βαθύ σκοτάδι, που δεν τους χώραγε και τους δύο. Στα χείλη της σήραγγας το φως της μέρας χάραζε ένα «δειλό χαμόγελο», αλλά ο Μπάντι έγερνε όλο προς τη νύχτα, καθώς το βλέμμα του αυλάκωναν το χώμα, ο ιδρώτας και η αιθάλη. Με την κλαγγή της αξίνας και τον τριγμό του φτυαριού μετρούσε τις ανάσες του, που μπούκωναν από το αίμα μες στον λαιμό του. Εξοντωμένος φτάνει στο τέλος της ημέρας, με γδαρμένες γροθιές και δάχτυλα λερωμένα από ξερό αίμα, που δεν μπορούσαν να βαστήξουν τον θυμό του. Στα μάτια του τα πάντα ήταν βαμμένα μοβ.

Σε μια γούβα, μες στην τρώγλη του, «άδεια και σκοτεινή σαν στέρνα», ο Σκίβι («Ο καβγατζής») πονούσε από το ξύλο της περασμένης νύχτας «και οι ματωμένες γροθιές του κολλούσαν στα σεντόνια». Με τελειωμένους τους μεγάλους πολέμους της γενιάς του, αναλωνόταν σε μάχες σώμα με σώμα, λιανίζοντας το κορμί του χτυπώντας το πάνω σε ξένα κορμιά, που επιζητούσαν το ίδιο, τον αφανισμό. Με μπουνιές και κλοτσιές πάλευε με τη ζωή του. Η γούβα, τα υψώματα των λοφοσειρών, τα παρτέρια στις αυλές με τα μαραμένα από την καρβουνόσκονη λουλούδια, το φαγάδικο που μύριζε ιδρώτα και αίμα από τους βραδινούς καβγάδες, η βροχή, που τίναζε σβόλους λάσπης έτσι όπως έπεφτε ορμητική στο χώμα, αυτά ήταν η ζωή που γροθοκοπούσε. «Σε μια παλιά φωτογραφία κολλημένη στον τοίχο ο εαυτός του τον κοίταζε βλοσυρός, μισοκρυμμένος πίσω απ’ τα γάντια του μποξ». Όμως οι λεκέδες της λίγδας πάνω στη φωτογραφία τον απέτρεψαν από το να αγγίξει αυτό το από καιρό κατατροπωμένο είδωλο.

Οι ήρωες του Πάνκεϊκ μοιάζουν σαν να προσπαθούν να τιθασεύσουν μια ανεξημέρωτη, αποθηριωμένη φύση. Οι καταματωμένες δορές τους αναριγούν από πνιχτά αλυχτίσματα, διαπεραστικές κραυγές, πονεμένους μυκηθμούς, γοερές υλακές και σπαραξικάρδιες ωρυγές. Οι ζωές τους, τόσο κοντά στη γη, κυριαρχούνται από ζωικά ένστικτα. Ο Σκίβι, για παράδειγμα, έχει μια άγρια όρεξη για κρέας από κυνήγι και ενθουσιάζεται με τους κόκορες στο ρινγκ που ξιφουλκούν με λεπίδες δεμένες στα πόδια τους. Από την άλλη, στη «Σφραγίδα» το κλουβί με τους τρεις πιθήκους σε οίστρο, χλευάζει το ερωτικό τρίγωνο της ιστορίας, ενώ ο ταύρος του συζύγου, που αποτυγχάνει στη ζωοπανήγυρη, υπογραμμίζει την ανδρική του ανυποληψία.

Πρωτίστως, όμως, τα ζώα στα διηγήματα του Πάνκεϊκ υποσημαίνουν την αγριότητα των ανθρώπων, την ανύποπτη βαναυσότητά τους, την υποχθόνια υπόστασή τους, την κακία τους. Τα ζώα τουφεκίζονται, σφαγιάζονται, καίγονται, ποδοπατιούνται, κατακρεουργούνται και σπαράσσονται, για να αποκαλύψουν την ανθρώπινη φύση ανοχύρωτη από αναστολές, υπό τη διαρκή απειλή της αποκτήνωσης. Η δολερή εγγύτητα ζώων και ανθρώπων υπαινίσσεται μια βαθιά περιφρόνηση για το ανώτερο είδος.

Ο Μπο στο διήγημα «Το κυνήγι της αλεπούς» περιβάλλεται από ζώα του δάσους, έντρομα και σε τεταμένη επαγρύπνηση, που ωστόσο δεν κινδυνεύουν από εκείνον. Περπατώντας μες στο γκρίζο φως του ξημερώματος πανικόβαλε ένα οπόσουμ, που κρυβόταν στις αγριάδες, δίπλα στον δρόμο, αλλά εκείνος, αγνοώντας τον τρόμο για τον οποίο ήταν ικανός, συνέχιζε να απολαμβάνει το λυκαυγές και τις «πλούσια μοναχικές στιγμές» του. Καθώς βάδιζε μέσα στη γαλάζια ομίχλη, «μπρος στα πόδια του γνέθονταν μικρά φαντάσματα». «Ένιωθε ότι η μοναξιά τον τρέφει και τον δυναμώνει, αλλά τέτοια δύναμη τη φοβόταν». Κεντρομόλος η δύναμη αυτή, τον καταβύθιζε στον εαυτό του. Το βράδυ του κυνηγιού (ανδρική αγγαρεία) αισθανόταν απόλυτα ξένος με την αιμοδιψή έξαψη των υπόλοιπων κυνηγών. Κανενός είδους συγγένεια δεν τον εξομοίωνε με εκείνα τα αρπακτικά, που, όπως τα λαγωνικά τους, ερεθίζονταν από ζωώδεις οσμές. Το σαρανταπεντάρι στην τσέπη του άλλα θηράματα, δίποδα, γύρευε, αλλά όταν στόχευσε δεν βρήκε σάρκα. Στο τέλος της νύχτας «ο αέρας μύριζε στάχτη και εμετό, όμως η οσμή του λιωμένου μετάλλου είχε σβήσει ή ίσως την είχε διώξει ο άνεμος». Έβαλε ξανά στην τσέπη του το πιστόλι του πατέρα του, «που πάνω του τα υγρά φύλλα είχαν υφάνει σκουριασμένα νήματα», και βγαίνοντας στο ξέφωτο πρόσεξε ένα φθινοπωρινό λουλούδι, έτοιμο να πέσει από τον μίσχο του, νικημένο από την παγωνιά.

Ο Μπο έψαχνε στα σκουπίδια των συνεργείων ανταλλακτικά για να φτιάξει το αυτοκίνητό του και να φύγει σφαίρα για άλλα μέρη, μέχρι να βρει «ένα ξύλινο σπίτι, γκρίζο από τις βροχές και τα χρόνια, να λάμπει στο φως», το σπίτι που είχε δει στο όνειρό του. Ο Σκίβι παρατηρώντας από την κορυφή ενός λόφου τη γούβα, όπου τελματωνόταν η ζωή του, σκέφτεται πόσο πολύ θα ήθελε να βρισκόταν αλλού, μακριά, μακριά από το «εδώ» που τον παγίδευε. Η αφόρητη αίσθηση του εγκλωβισμού σε συνδυασμό με τη διάπυρη επιθυμία της φυγής είναι η δεινότερη τυραννία για τους ήρωες του Πάνκεϊκ. Ο Κόλι νιώθει τον φαγωμένο πάσσαλο, που οριοθετούσε τη φάρμα του πατέρα του, σαν άγκιστρο, που τον κάρφωνε σε μια νεκρή γη. Τα χωράφια, που τα έζωναν λόφοι, το στεγνό χώμα, τα όζοντα έλη, οι άρρωστες καλαμιές, ήταν ένα κληροδότημα-θηλιά. Όταν σκοτώνει με γάντζο τη χελώνα, το χώμα ρουφάει το αίμα της και «γίνεται σκούρος πολτός». Δεν το ήθελε αυτό το χώμα. Ο πατέρας του ήταν πια «ένα γκρίζο σύννεφο μες στις καλαμιές» και ο Κόλι ευχόταν να μην είχε στήσει ποτέ τον πάσσαλο στον λόφο. Σε ένα λοφάκι από μπάζα και χώματα, που σιγοκάπνιζε, ο Μπάντι διακρίνει τον άθλιο τύμβο του πατέρα του, τη σαπισμένη πλατφόρμα που τον καταπλάκωσε λίγο πριν από το κλείσιμο του ορυχείου. Ο Μπάντι ήταν ακόμα πιο μακριά από τη φυγή απ’ ό,τι ο Κόλι, καθώς η βρόμικη κρούστα πάνω στο δέρμα του από κάρβουνο και ιδρώτα τον καθήλωνε στα έγκατα της γης.

Ο αφηγητής στο διήγημα «Η Σωτηρία μου» ξημερώνεται ακούγοντας τον σταθμό από το Σικάγο, φαντασιώνοντας μια θεαματική απόδραση με τρένο από το Ροκ Καμπ της Δυτικής Βιρτζίνια. Ήταν το καλύτερό του όνειρο, επειδή πίστευε πως μπορούσε να βγει αληθινό. Όμως, από τα τόσα αυτοκίνητα, που επισκεύασε στο συνεργείο, κανένα δεν διένυσε τελικά την απόσταση των χιλίων πεντακοσίων χιλιομέτρων. Όταν με τα χρόνια έκλεισε το ραδιόφωνο και το ξημέρωμα τον έβρισκε με τα χθεσινά γράσα, σίγησαν και τα τραγούδια για το Σικάγο. «Τίποτα δεν θέλησα περισσότερο στη ζωή μου, αλλά μη ρωτάτε γιατί δεν το έκανα και μη ρωτάτε τι έγινε το όνειρο, γιατί δεν ξανάρθε ποτέ να μου ψιθυρίσει το τραγούδι του».

Η Αλίνα στο «Έτσι έχουν τα πράγματα» ξεκινά το ταξίδι της διασχίζοντας ένα τοπίο θολό από την καταχνιά και τη σκόνη στο πλευρό ενός άντρα με περίστροφο. «Μπροστά ο ορίζοντας παρέμενε κρυμμένος στην ομίχλη». Τέρμα της σύντομης διαδρομής της ήταν ένα μίζερο, στενόχωρο δωμάτιο ξενοδοχείου, έξω από το οποίο «οι φανοστάτες είχαν πάρει ένα κιτρινιάρικο χρώμα εξαιτίας της αμμοθύελλας». Όταν πέφτει το βράδυ, το περίστροφο του άντρα, που μόλις είχε εκπυρσοκροτήσει, φαίνεται να σημαδεύει αυτή τη φορά τους ορίζοντες της Αλίνας, που ήδη ψυχορραγούσαν μακριά της.

Σε ένα άλλο δωμάτιο ξενοδοχείου («Ένα μόνιμο δωμάτιο»), όπου αντιφεγγίζει «ένα τρεμάμενο βιολετί φως» από τους φανοστάτες του δρόμου, ένας άντρας περιμένει να αποπλεύσει σε ένα ακόμα ποτάμι. Σταθμευμένος σε μια πόλη παροδική, όπως τόσες άλλες, διαπλέει τη νύχτα της σαν σε ελεύθερη κατάδυση, ναυαγώντας στα αβυσσώδη δράματά της. Ερειπωμένοι άνθρωποι κυλούσαν γύρω του σέρνοντάς τον στα ρείθρα των ζωών τους. Η ματαιοπονία της κίνησής τους στον χρόνο δεν διέφερε πολύ από τη δική του αυταπάτη της περιπλάνησης, από την παλινδρόμηση στις φουσκονεριές, «μαζί μ’ όλα τα σκουπίδια». Πιθανότατα θα έμενε για πάντα σε εκείνο το δωμάτιο. Μπορεί και να το είχε κλείσει για πάντα. Κανένας δρόμος δεν μπορούσε να τον σώσει. «Στέκομαι στον σταθμό των λεωφορείων, κοιτάζω τους επιβάτες και αναρωτιέμαι πού να πηγαίνουν. Εγώ όμως ξέρω ότι δεν πρόκειται να γλιτώσουν απ’ τη μοίρα τους ούτε φεύγοντας ούτε μεθοκοπώντας και ούτε μπορούν να πεθάνουν για να ξεμπερδεύουν μια ώρα αρχύτερα».

Στο έξοχο διήγημα «Τιμή στους πεσόντες» ο αφηγητής ατενίζοντας στην τελευταία σελίδα τους έρημους δρόμους του Ροκ Καμπ αναρωτιέται: «Ποιος να στρίψει, ποιος να σταματήσει, να πάει πού». Πέρα μακριά, «η αυγή είναι σπίθα που καίει την κορυφογραμμή». Ο πυρπολημένος ορίζοντας μαυρίζει κάθε προοπτική. Στο χώμα ενεδρεύουν μακάβρια ενθύμια, τύμβοι και κρανία. Ο ήρωας αναγνωρίζει τα ίχνη του θανάτου, «σαν σκυλί που σκάβει για ψοφίμια». Μπορεί να διέφυγε τον πόλεμο που του αναλογούσε, αλλά τα χέρια του έφεραν βαρέως τα όπλα που αρνήθηκαν. Από την παλάμη του αναβλύζει ένα γαλαζωπό φως και τότε το χέρι του «λούζεται απ’ τους φανοστάτες μιας άλλης εποχής». Μες στη λάμψη τους προβάλλει η μορφή του φίλου του, που σκοτώθηκε στον πόλεμο του Βιετνάμ. Στην παρέλαση των βετεράνων του παλαιότερου πολέμου, καθώς σάλπιζε, αυτός ο λιποτάκτης, προς τους απέναντι λόφους, άκουσε στο σβήσιμο της τελευταίας νότας τον φίλο του να χτυπά με τα ακρωτηριασμένα του χέρια το φέρετρο για να πάψουν τα σαλπίσματα. Τα δικά του δάχτυλα θα έμεναν στη θέση τους ώς τη Δεύτερα Παρουσία. Κάποτε, βέβαια, θα κρύωναν διά παντός, αλλά προς το παρόν τα ζεμάτιζε η ντροπή της ατολμίας τους. Οι χαρακιές στις παλάμες του ήταν ίδιες με εκείνες του πατέρα του, όμως εκείνος δεν είχε πολεμήσει μόνο με τη γη, αλλά και για την πατρίδα. Ο γιος δεν είχε καταφέρει να κρατήσει σφιχτά στην παλάμη του όσα θέλησε να της εναποθέσει ο πατέρας. Σπάραζε όλος με τα χέρια.

Αν ο προηγούμενος αφηγητής μετρούσε και ξαναμετρούσε τις πυγολαμπίδες, που έφεγγαν μες στην ομίχλη, ο πατέρας στο διήγημα «Ξανά και ξανά» καταμετρά ακατάπαυστα μες στο σκοτάδι και το χιόνι τους θανάτους, που έζησε στα μέτωπα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οδηγώντας το εκχιονιστικό του σε ένα απόκοσμο από τις φωτοσκιάσεις τοπίο αναλογιζόταν το αίμα που έχυσε, καρφώνοντας τη σκέψη του στον μοναδικό απόντα που τον στοίχειωνε, τον γιο του. Τώρα εχθροί του ήταν όσοι θα μπορούσαν να είναι εκείνος. Με φόνους αγνώστων τιμωρούσε την απουσία του γιου του. Όσο δεν επέστρεφε στο σπίτι, τόσο λιγόστευαν και τα γουρούνια. Αυτά όμως πέθαιναν δύσκολα. Οι άνθρωποι στον πόλεμο πέθαιναν πολύ πιο εύκολα απ’ ό,τι τα γουρούνια στο σφαγείο. Όλο το μυαλό του, ένα χοιροστάσιο. Από τα γουρούνια στην καλύβα του που γρύλιζαν ατάιστα όσο δεν τα έσφαζε, πήγαινε στο χοιροστάσιο του γαλλικού αγροκτήματος, γεμάτο Γερμανούς στρατιώτες. Και όσο προχωρούσε μες στη χιονισμένη νύχτα, πολιορκώντας την με τον «κίτρινο στρόβιλο του φάρου» του, ανυπολόγιστα αιματοκυλίσματα αραδιάζονταν στους υπολογισμούς του.

Σε έναν παγωμένο χρόνο, συγκεκριμένα την «Πρώτη μέρα του χειμώνα», ζει τη διηγηματογραφική του ζωή ο Χόλις, ο οποίος κοιτάζοντας στην πρώτη φράση το αχνό είδωλό του σε ένα τζάμι, μόλις φωτισμένο από τη γαλάζια θαμπάδα της αυγής, ένιωσε πως βρισκόταν σε τάφο. Το μισοπεθαμένο αγρόκτημα και οι ηλικιωμένοι γονείς του ήταν τα καρφιά στο φέρετρό του. Έξω στην αυλή τα σκουριασμένα σίδερα αρνούνταν να γίνουν αυτοκίνητο και να τον πάρουν μακριά. Καθώς μαστόρευε μες στο διαπεραστικό κρύο, με χέρια που έτσουζαν από τα γδαρσίματα, το διαλυμένο αμάξι, «το τρίξιμο του κινητήρα αντήχησε μέσ’ από τις γούβες ως πέρα στους λόφους». Ο τυφλός γέρος πατέρας του χτύπησε το μπαστούνι του στον προφυλακτήρα και έσυρε τα δάχτυλά του πάνω στη σχάρα. Με αυτές τις ελάχιστες χειρονομίες –αδυσώπητη παντομίμα- προδίκασε τη ματαίωση της φυγής, μετατρέποντας την ανέφικτη προσμονή του γιου σε χρέος, που όφειλε να επωμιστεί. Ο Χόλις συγκατανεύει παρατώντας το αυτοκίνητο και πηγαίνοντας να κυνηγήσει σκίουρους. Η φύση πενθεί μαζί του.

«Κάτω απ’ το θαμπό πρωινό φως η γη έμοιαζε χαρακωμένη από πληγές». Καθώς ο Χόλις περπατούσε με την καραμπίνα του στο γυμνωμένο από τους ψυχρούς ανέμους τοπίο, «ένιωσε σαν κάτι να του θερίζει τα σωθικά, σαν κάτι να βουλιάζει μέσα του». Ήταν μουδιασμένος «απ’ την αναμονή και το κρύο». Όταν ο κυνηγετικός του σάκος βάρυνε αρκετά, ακούμπησε σε ένα δέντρο κυριευμένος από σκοτεινές σκέψεις, που τον έκαναν να τραβήξει τα γάντια του για να σκεπάσει τα αιματοβαμμένα χέρια του. Πίσω στο σπίτι γονείς και γιος δειπνούν το μαγειρεμένο κυνήγι, αλλά οι μπουκιές είναι και για τους τρεις αβάσταχτες. Τρία αιμάσσοντα σφάγια, που χωνεύουν σκοτωμένο κρέας.

«Ο Χόλις πήγε στην αυλή, στο αμάξι του, και κοίταξε πάλι τον ραγισμένο κινητήρα. Χάιδεψε τη σχάρα, εκεί που τα χέρια του γέρου είχαν καθαρίσει τη σκόνη. Ο άνεμος του έκοβε την ανάσα, τον χτυπούσε, ενώ το πρώτο χαλάζι χοροπηδούσε στον προφυλακτήρα. Τα χωράφια εκτείνονταν γυμνά, ξερά και νεκρά».

Τα δώδεκα πεζά του Μπρις Πάνκεϊκ ανήκουν αναμφίλεκτα στην κλασική λογοτεχνία, ενώ ο ίδιος εγγράφεται στη χορεία των μεγάλων Αμερικανών συγγραφέων. Η πολύπτυχη επενέργεια των λέξεων και ο σφοδρότατος συναισθηματικός τους αντίκτυπος, ο αριστοτεχνικός εγκιβωτισμός του πόνου στην τοπιογραφία, το σκληρό πελέκημα της γραφής, η περίτεχνη λιτότητά της και ο τραχύς λυρισμός της, οι όλο σάρκα και οστά χαρακτήρες και η δρώσα, πάσχουσα γη, που συνταράζεται από χθόνια πάθη, συγκροτούν ένα λογοτεχνικό έργο, που συγκλονίζει μες στην εντέλειά του.

trilobites

Breece D’J Pancake, Τριλοβίτες, Εκδόσεις Μεταίχμιο

Lina Pantaleon

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular