Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

Μέσα σε αυτόν τον Ιούλιο, που η χώρα μας παρομοιάζεται με ακυβέρνητο ιστιοφόρο σε φουρτουνιασμένη θάλασσα, αυτό που πιο πολύ φοβούμαι, δεν είναι μια ευθεία καταβύθιση του ιστιοφόρου, μια σύγκρουσή του ευθύβολη στα βράχια, όσο ένα ξέσχισμα στα πλευρικά του, ρωγμές στους χόνδρους, πόνος οδυνηρός, αν μη τι άλλο εφάμιλλος κατά πως διηγούνται οι γυναίκες με τον πόνο της γέννας, πληγές στο σκαρί, βαθιές στα πλευρικά του.

Κι έτσι έρχομαι σε επαφή με ένα κομψό βιβλιάριο ποίησης, με μια αφαιρετική σήμανση των τυπογραφικών στοιχείων του και το όνομα της ποιήτριας, δυσκολοπρόφερτο για μένα.

Μαίρη Κλιγκάτση, θα σε συνηθίσω, γιατί σε θαυμάζω από την πρώτη λευκή σελίδα του βιβλίου σου. Θα σε συνηθίσω κι εγώ και οι Έλληνες αναγνώστες, γιατί είσαι ολότελα αυτάρκης. Η φωνή σου έρχεται από τόσο παλιά και φτάνει σε ύστερα για το μυαλό μου σημεία, που αυτά δεν θα μπορέσω να τα διαφωτίσω πλήρως.

Η ποιητική σύνθεση «Πλευρικά» έχει σαν κύριο motto το χωρίο από την Γένεση: “Και εκάλεσεν Αδάμ το όνομα της γυναικός αυτού Ζωή, ότι αύτη μήτηρ πάντων των ζώντων”(Γένεσις,3,20). Δηλώνοντας εξαρχής αυτή τη θεία αναμέτρηση που έχει κληθεί η ποιήτρια να κάνει αποδεχόμενη το φύλο και το ρόλο της. Και για έναν ποιητή (ας μου επιτραπεί να μιλώ με το ουσιαστικό ως αρσενικό) τέκνο του κατά πνεύμα, είναι το ποίημα.  Περαιτέρω μια και η Κλιγκάτση θα διαπραγματευτεί στην ποιητική αυτή σύνθεση την επίρρωση του γενεσιουργού λόγου, όλη αυτή η σκηνοθετημένη μεταφυσική,  με βρίσκει θιασώτη του έργου της «Πλευρικά».

Η ποιητική αυτή σύνθεση, αποτελείται από τρεις ενότητες: «μη μου τις πράξεις ελέγξεις», «μη μου την ανημποριά ελέγξεις» και «μη μου τις λέξεις ελέγξεις» όλες αρνούμενες εμφατικά τον έλεγχο και από δύο κεφάλαια, τα οποία εμπλέκονται μεταξύ πρώτης και δεύτερης ενότητας. Σαφώς και δεν θα ερμηνεύσω τι ήθελε να κάνει η Κλιγκάτση οριοθετώντας έναν τέτοιον ιστό και δεν είναι και χρήσιμο για μένα να ακροβατήσω σε συμπεράσματα, που η ίδια η ποιήτρια θεωρεί πεπερασμένα, γιατί αυτό κατανοώ από το παραδομένο ποιητικό της σώμα.

Το όλο σώμα του βιβλίου είναι ενδιαφέρον, περισσότερο ενδιαφέρον το μέρος, δηλαδή το ποίημα ένα-ένα, έτσι όπως πρακτορεύει το χάος της θείας διχοτόμησης της ποιήτριας. Η Κλιγκάτση μας παρουσιάζει την διχοτόμηση της στο ποίημα «Ο Μεριστής κι η ασπαρτάμη».  Είναι ένα ποίημα συγκλονιστικό, ένα ποίημα από αυτά που οι ποιητές θα ζηλεύουν πάντα, γιατί θα ήθελαν να το γράψουν κι οι ίδιοι. Είναι αυτός ο εφιάλτης των ανθρώπων που ζωντανεύουν τους μονολόγους τους και υπνοβάτες σχεδόν εγκατοικούνται από τον μετατοπισμένο τους πόνο, από μια πληγή που καταπίνει ολόκληρο το σώμα και έπειτα το ξερνάει πήγματα διαιρεμένα, αμέτρητα πήγματα, όμοια το ένα με το άλλο. Κι έτσι έρχεται το αίμα και οι χοές του, ζωοποιούν τον Μεριστή, έτσι μόνο αυτή για να του πει:

«Αδάμ, που εί; Νύχτωσε, κατέβηκαν στόρια στη γειτονιά, τα σκυλιά γρατζουνάνε πόρτες, σκίζουν σίτες, τους τελευταίους άγρυπνους δεν αφήνουν σε ησυχία, ελπίζοντας σε μια βόλτα, μ ί α  μ ό ν ο   β ό λ τ α.

Στο πάρκο φώτα δεν καίνε, οικονομία, οικονομία δυνάμεών μου το «δεν σε βλέπω».

Αδάμ που υπάρχεις, αγάπα με αν τολμάς.»

 

Δεν ξέρω, ούτε είναι δική μου εργασία, ούτε τελικά για να είμαι σαφής, μπορώ να διακρίνω ένα κάποιο είδος μαθητείας και συγγενειών στην Μαίρη Κλιγκάτση. Μπορώ να διακρίνω μόνο μια πολύ καλά εδραιωμένη μεταφυσική εμπειρία, μια απονενοημένη σύγχρονη ερωτική απαγγελία, έτσι όπως αυτή θα γινότανε στον 21ο αιώνα, π.χ στις νερατζιές της Σοφοκλέους, έξω από το κτίριο του Χρηματιστηρίου, Απρίλη μήνα, κατάφορτες ανθών οι νεραντζιές, η Μαίρη εγκαλείται στην αγκαλιά ενός νεαρού δανδή· και μια οικονομία εσωτερικής αμφισβήτησης, που την τοποθετεί σε κάποια παλιά σύμβολα και εικόνες της γενιάς του 30 και της ακμής του ελληνικού υπερρεαλισμού και βέβαια πολύ καλά εμπεδωμένος Έλιοτ και Πάουντ.

Ξέρω όμως, πως έχει τη δύναμη να αρθρώσει λόγο καίριο και σοβαρό, έχοντας καταλάβει ήδη από το πρώτο της βιβλίο,  τι και ποιος είναι ο ποιητής που γράφει, τι μοναξιά ανασκάπτει και σε τι ορύγματα θα αρχίσει πλέον να κατοικεί, αυτό το ξανθό κορίτσι που γεννήθηκε το 1985.

Το ποίημα της «η μαμά, ο μπαμπάς κι οι ποιητές», ένα δηλωτικό curriculum vitae,  μας πληροφορεί για την ίδια ενδελεχώς:

Ήρθε ο καιρός πια να πω τις προσευχές μου φωναχτά και άρρυθμα,

Να σηκωθώ ενώπιον όλων σας,

       Κύριοι Ποιητές, Κύριοι Ένορκοι,

Μαμά μπροστά σου να σταθώ, απ’ τον μπαμπά να μην κρυφτώ,

       Φίλες μου, φίλοι καρδιάς, και άντρες μου αγαπημένοι

και ν’ απαγγείλω τα λόγια από στήθους, σαν σε ποίημα.

Θα πω:

Κύριε, πολύ μ’ αγάπησες

Κι όταν είπες το Γενηθήτω μου

Μου ’σπειρες τη μελαγχολία τη νηφάλια μεσόστηθα,

Και μ’ άφησες αμάντρωτη, όπως βέβαια συνηθίζεις μ’ όλους.

Το τετράδιο και το μολύβι κάτω απ’ το στρώμα το παιδικό τα φύτεψες,

Στην πιπίλα τη ροζ στάλαξες μέλι των γκρεμών –

πρόσκαιρα να γλυκαίνομαι,

Νύχτα μού άπλωσες για προσκέφαλο, μέρα ακάματη για υποπόδιο

Διάστημα ενδιάμεσο εμπιστεύτηκες στην άγνωρή μου κρίση

Κάνε ό,τι συμφέρει, είπες

Πορεύσου κι εσύ και πράξε όμοια, είπες

Ποιο είναι το όμοιο, Κύριε;

Πού να στραφώ;

Πώς τα κοιμάμαι τα βράδια με την αγωνία σου αγωνικότερη μέρα τη μέρα;

Προοικονομία της φράσης που

ψάχνω μα δεν είμαι ο δρόμος που

εγχάραξες στο χέρι μου τ’ αριστερό.

Δρόμε που ακόμα ακολουθώ

Πες μου πώς να σταθώ

Εγώ η τελευταία Εύα πριν την επόμενη σοδειά σου

Εγώ που σ’ ερωτεύομαι μεθώντας σε και

Ψάχνοντας σε εικόνες ανθρωπομορφικές,

Εγώ που μεταξύ αγνώστων ανακαλώ

Τη δόξα σου την απροσμέτρητη.

Κοίτα με πού προσπαθώ.

Κοίτα με πώς παλεύω.

Πες Α-μ-ή-ν, Εσύ, αντί για μένα.

Πες το,

Τέσσερα γράμματα είναι,

Λόγε Αδαπάνητε.

Κάνε κάτι σύντομα.

Ξοδεύω άσκοπα τα δώρα.

Και λέω γεμάτος έκπληξη, πως αυτή η ποιητική βιογραφία δεν ξοδεύτηκε άσκοπα, ίσα ίσα σκοπίμως σημαίνει τα ιερά σήμαντρα μιας νέας τελετουργίας, ανανεώνοντας τη γλώσσα, τη φόρμα, τον ρυθμό και τα σύμβολα.

Η ποιήτρια εισάγει παλαιούς κανόνες και τους ανανεώνει. Δε νομίζω να την ενδιαφέρει διόλου το σύνολο των αναγνωστών, την ενδιαφέρει ίσως ο ένας ή οι λίγοι αναγνώστες που θα ανακαλύψουν αυτή την δεύτερη γλώσσα κάτω από τη γλώσσά της, την μεταγλώσσα όπως λέει και η ίδια στο ομότιτλο ποίημα. Αφού για την ποιήτρια:

…Κι είν’ η αυτοναφορά Ζωή που γράφεται στο περιθώριο της παλάμης μας, και γίνονται οι γλώσσες τότε, γίνεται Αυτή και το Εγώ ψαλίδι ένα, ακονισμένο κι έτοιμο να κόψει πια αυτό που ενώνει.

Αυτό που ενώνει ό,τι είναι μ’ ό,τι περιγράφει.

Η Ζωή της Γένεσης, είναι η Εύα, είναι η Αγία, είναι η Α-ρ-γία, είναι το γενηθήτω της στο κεφάλαιο ΙΙ και δηλώνει την μοίρα και το φύλο της. Η Ζωή, η Εύα, η Αγία, η Α-ρ-γία, η Αυτή χωρά έτσι στο δεξί μιας Άλλης που όνομα δε φέρει, μόνο μύθο και μήτρα.

Θα ήθελα πολύ να επεκταθώ σε αυτό το μαγικό βιβλίο ποίησης και να αποκαλύψω πολλά από τα κλειδιά της κρυπτικής αυτής ποιήτριας. Δεν είναι όμως δίκαιο να σας στερήσω αυτό που εγώ αναγνωρίζω στους ποιητές, δηλαδή αυτά τα μικρά παραθυράκια, φωταγωγούς στις σκοτεινές σοφίτες των ποιημάτων, που οι ίδιοι τοποθετούν, για να ξεκλειδώσει ο εκάστοτε αναγνώστης το δικό του σημαίνον και το δικό του σημαινόμενον.

Κι αν μοιάζει ο έπαινος μου απόκοσμος και απρόσμενος για μια ποιήτρια που μας παραδίδει το πρώτο της βιβλίο, έχω υπομονή να ζήσω μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό και περιμένω και το δεύτερό της βιβλίο. Αλλά δηλώνω, πως γράφω μόνο για αυτά που μου αρέσουν, για αυτό άλλωστε και γράφω τόσα λίγα κείμενα για την ποίηση.

Μαίρη Κλιγκάτση να είναι ευτυχείς αυτοί που τους προσέφερες «αντίδωρο» και όποιος διαβάσει τα «πλευρικά» θα κατανοήσει και τούτη την κατακλείδα του κειμένου μου.

[κλίμακα αττική] 

Υπάρχουν μέρες που δεν αντέχω τίποτα· κανέναν. Διαδρομές με το μετρό και τον ηλεκτρικό: στάση Αττική, στάση Ομόνοια, άνθρωποι που τα χέρια τους δεν ξέρουν τι να κάνουν, εγώ που ανάξια διαχειρίζομαι όσα μου δόθηκαν, ο καφετζής και η λατέρνα με τ’άδειο πανέρι, η τσιγγάνα που με κυνηγά στην Κοραή να μου πει κάτι που ξέρω ήδη (: πως είμαι απάντρευτη και με ζηλεύουν), μια χροιά εκφωνητή που κάποτε αγάπαγα, τα καλημέρα σας, τα καλησπέρα, τα ζώα πριν τη σφαγή, τα σταυρωμένα πρόβατα κι οι φόλες, οι ψεύτες ζητιάνοι, τα δακρυγόνα στις απεργίες, οι πορείες. 
Χάνω την ασταθή μου ισορροπία. 
Πέφτω στο κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας. Mind the gap. Παρακαλώ, υπολόγισε καλά το κενό. Υπολόγισε με. Αρπάζομαι από κλίμακα άχτιστη, μετέωρη. Πρέπει να βγω στο φως. Αιτούμαι φως. Ανεβαίνω ένα ένα τα σκαλιά της με μανία. Μπλέκονται τα κορδόνια των παπουτσιών μου μεταξύ έκτου και έβδομου. Οι ίδιες και οι ίδιες εξετάσεις κάθε μέρα: μνήμη θανάτου/ πένθος χαροποιό -πένθος χαροποιό/ μνήμη θανάτου. Φωνή στο λαρύγγι: αξίωσέ με έ ν α σκαλί ακόμα. Επίτρεψέ μου να τολμήσω πάλι κι ας σωριαστώ. Πεθαίνω κάθε μέρα απ’ το πάθημά μου.

Πλευρικά

Η Εύα είχε κάποτε μια μάνα. Ποτέ δεν τη γνώρισε μα ούτε και ποτέ ζήτησε να τη δει. Λογαριασμός δικός της. Παρ’ όλα αυτά και για να συνεχίσω, έχω μιαν απορία: τι όνομα συζύγου δηλώνει στην ταυτότητα και ποιος ειν’ ο πατέρας; 
Λέει μάνα μόνο μάνα λέει και δείχνει πλευρό. 

KIKLIKA

mari_gklikasi

Μαίρη Κλιγκάτση

 

 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular