Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

 

We only begin to live when we conceive life as tragedy

W.B. Yeats

 

[…] Τα βιβλία που χρειαζόμαστε είναι αυτά που επιδρούν απάνω μας σαν κακοτυχία, αυτά που μας κάνουν να υποφέρουμε,  όπως υποφέρουμε για το θάνατο κάποιου που αγαπάμε περισσότερο από τους εαυτούς μας, αυτά που μας κάνουν να αισθανόμαστε σαν να είμαστε στα όρια της αυτοκτονίας ή χαμένοι σ’ ένα απόμερο δάσος για όλη την ανθρώπινη ενδιαίτηση — ένα βιβλίο πρέπει να χρησιμεύει ως τσεκούρι για την παγωμένη θάλασσα εντός μας […]

Απόσπασμα επιστολής στον Όσκαρ Πόλακ

Φ. Κάφκα,(1904)

  

[…] Η Sylvia Plath ως ιδανική αυτόχειρ έπλευσε στο πέλαγο της απελευθέρωσης – τελείωσης, μιας ζωής που ιστορήθηκε με τολμηρές λέξεις και υπερρεαλιστικές εικόνες. Μοιάζει πως κατανόησε ήδη από την εποχή της νεότητα της, αυτό που γι’ άλλους της τέχνης υπηρετούντες, γίνεται αντιληπτό την εποχή της βιολογικής τους αποχύμωσης. Κι αν οφείλω να καταδείξω πως ο πεζός μου λόγος δεν είναι ασαφής, τότε θα μιλήσω για την εποχή που το σώμα αρέσκεται να ξαπλώνει μόνο του στο στρώμα, για την εποχή που το κεφάλι παραχώνεται στο πούπουλου του μαξιλαριού, για να ξυπνήσει μετά από μερικές ώρες μεταμφιεσμένο. Κι η μάσκα χρειάζεται, δε λέω, ειδικά όταν πρόκειται να παίξεις κρυφτό στα σαλόνια του θανάτου. Γιατί αν είναι πρώτα-πρώτα η ποίηση, τότε συνοδοιπορεί με αυτό που ο Ελύτης ορίζει ως πρώτη αλήθεια, το θάνατο»[…]

 

Post 2 b

Έχουν περάσει σχεδόν τέσσερα χρόνια από τότε που το παραπάνω κείμενο δημοσιεύθηκε στο επίμετρο του βιβλίου της Σίλβια Πλαθ «Ο Κυρ-Πανικός και η Βίβλος των Ονείρων και άλλες ιστορίες», ενώ μέχρι σήμερα γράφω και ξαναγράφω στα σημειωματάρια μου, στίχους και στροφές από τα ποιήματά της, υποστηρίζοντας μια σιωπηλή συναλλαγή που επισυμβαίνει στο δρόμο της ποιητικής μου εξέλιξης.

Θα παραδεχθώ πως η γνωριμία και η ενασχόλησή μου με το ποιητικό έργο της Πλαθ, δεν ήτανε τυχαίο γεγονός, αλλά κύρια ήτανε μια διαδικασία εκτροπής από ό,τι θεωρούσα οικείο και γνωστό στο δρόμο της ποιητικής δημιουργίας, χαρίζοντας βέβαια στο αποτέλεσμα του προσωπικού μου «ποιείν», ανανέωση.

Ο φιλόσοφος Vilém Flusser στο βιβλίο του «Η Γραφή» καταλήγει σε έναν πολύ ενδιαφέροντα ορισμό για την ποίηση και τους ποιητές. Ο φιλόσοφος ισχυρίζεται πως: «Ποίηση είναι η παραγωγή βιωματικών μοντέλων και χωρίς τέτοια μοντέλα δε θα μπορούσαμε σχεδόν τίποτα να αντιληφθούμε. Θα είχαμε αναισθητοποιηθεί και, εξαρτημένοι από τα εξασθενημένα μας ένστικτα, θα τρικλίζαμε αναγκαστικά, τυφλοί, κουφοί και χωρίς αισθήσεις. Οι ποιητές είναι τα αντιληπτικά μας όργανα. Βλέπουμε, ακούμε, γευόμαστε και οσφραινόμαστε βάση μοντέλων, με τα οποία μας εφοδιάζουν οι ποιητές. Ο κόσμος φαίνεται για μας διαμέσου αυτών των μοντέλων. Οι ποιητές αυτά τα μοντέλα τα έχουν δημιουργήσει και σαφώς δεν έχουν μιμηθεί αυτό από κάπου που θα υπήρχε «δεδομένο», χωρίς τυποποίηση και ακατέργαστο…». Αυτός ο ισχυρισμός του Flusser νοιώθω ότι βρίσκεται πολύ κοντά στη σχέση που ανέπτυξα καταρχήν ως αναγνώστης της ποίησης της Πλαθ. Η εκτροπή μου ήτανε ολοκληρωτική, αφού αντιλήφθηκα την έννοια της κρίσης του λογοτεχνικού εγώ και την επιθανάτια αγωνία του μετασχηματισμού του εκ νέου. Αυτή η νέα ανάγνωση, κύρια των ιδεών που έδρευαν στον ψυχοκινητικό και διανοητικό μου εαυτό, άλλαξε τον τρόπο αντίληψης του αισθητού και υπεραισθητού προσωπικού μου σύμπαντος. Η μελέτη του έργου της Πλαθ, η μετάφραση των ποιημάτων της και η πολυσχιδής αναζήτηση λογοτεχνικών συγγενειών, με έκαναν να εντρυφήσω στο σύνολο του ποιητικού ρεύματος που ορίστηκε ως εξομολογητική ποίηση με πρώτο εκφραστή τον αμερικανό ποιητή Ρόμπερτ Λόουελ και βέβαια κύρια εκπρόσωπό την Σίλβια Πλαθ.

Η Πλαθ, γεννημένη το 1932 στη Μασαχουσέτη, μεγάλωσε στο παραλιακό προάστιο του Ουίνθροπ. Εκδηλώνοντας το ποιητικό  –  κειμενικό σώμα της, αφέθηκε στην ηλικία των είκοσι τριών ετών, στη δίνη ενός δύσκολου έρωτα, που διαδραματίστηκε και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, εξομολογούμενη μέσα στο ποιητικό και συγγραφικό της έργο κάθε εμπόδιο, δυσκολία, ανατροπή και φόβο. Το τέλος αυτού του μεγάλου και παράφορου έρωτα εμπεριέχει, κατά δήλωση του συζύγου της Τεντ Χιουζ, τον ηθελημένο της χωρισμό και επισφραγίζεται με την αυτοχειρία της, αφήνοντας τα δυο παιδιά της χωρίς τη μητέρα τους αλλά και την ποίηση φτωχότερη χωρίς την τόσο ιδιαίτερη και ανανεωτική, εξομολογητική γραφή της.

Σήμερα έχοντας τη δυνατότητα να μελετήσουμε και να επεξεργαστούμε  το πλούσιο υλικό που η ποιήτρια άφησε και το οποίο αποτελείται από το σύνολο του ποιητικού της έργου, το μυθιστόρημά της «Γυάλινος Κώδωνας», τα διηγήματά της (όπως «ο Κυρ-Πανικός και η Βίβλος των Ονείρων»), προσχέδια και πρωτόλεια ημιτελών διηγημάτων και ιστοριών, τις επιστολές, τα ημερολόγια, τις σημειώσεις της, καθώς και την τεράστια σε όγκο θεωρητική προσέγγιση του ποιητικού και συγγραφικού της έργου, μπορούμε να φωτίσουμε σκοτεινές διαδρομές και γεγονότα της σύντομης ζωής της.

Παρόλα αυτά δεν θα προσπαθήσω να απαντήσω στο ερώτημα, που συνήθως τίθεται, δηλαδή: αν η Πλαθ ζούσε σήμερα θα είχε αναγνωσιμότητα και αναγνωρισιμότητα ιδίου μεγέθους για το ποιητικό της έργο; Πιστεύω πως το να θέτεις ένα τέτοιο ερώτημα, αφενός διαπράττεις ύβρη απέναντι σε μία τόσο μεγάλη ποιητική μορφή, αφετέρου ίσως με κάποιο μεταφυσικό τρόπο να προκαλείς την ίδια τη μοίρα που αξιώνει στη ζωή των ανθρώπων την τραγικότητα και τη δραματικότητα, υπό την εποπτεία, πως ο άνθρωπος κινείται πάντα πάνω στον άξονα του λάθους, του πάθους και του μάθους και έχοντας εισπράξει πάμπολλες φορές στη ζωή μου το πάθος του λάθους μου, έχω αρχίσει να σέβομαι ό,τι ο καθένας μπορεί να ονομάζει Θεό, μοίρα, πεπρωμένο και βέβαια τότε ήταν που άρχισα να κατοικούμε από τους φόβους που προσφέρει απλόχερα η μετάβαση από τη νεανική στη μέση ηλικία και ίσως όλοι αυτοί οι φόβοι να μετατρέπονται στον μέγιστο των φόβων φόβο, αυτό του θανάτου, στο στάδιο της τρίτης ηλικίας.

Η Τζόις Κάρολ Όουτς γράφοντας για την ποίηση της Πλαθ, κάνει την εξής παραδοχή: «η τραγωδία δεν είναι μια γυναίκα, οπωσδήποτε χαρισματική, που σέρνει τη σκιά της περιφερόμενη μέσα σ’ ένα κύκλο, ή αναλύει με απαράμιλλη ευσυνειδησία την παλιομοδίτικη, βαρετή αδράνεια αυτού του κύκλου˙ η τραγωδία είναι πολιτισμική, μυστηριωδώς μεγεθύνοντας τον ιδιαίτερο ατομικό εαυτό (την ατομικότητα), έτσι ώστε αυτό που έχει βιώσει ως εμπειρία (ως πάθος) είναι συνάμα αυτό που εμείς έχουμε βιώσει και αυτό που εμείς δεν χρειάζεται να βιώσουμε—εξαιτίας της ιδιαίτερης προσωπικής του/της αγωνίας. Έτσι είναι ορθό να πούμε πως η Σίλβια Πλαθ αντιπροσωπεύει για μας μια τραγική φιγούρα, αναμεμειγμένη σε μια τραγική πράξη, και πως η προσωπική της τραγωδία μας έχει προσφερθεί ως ένα σχεδόν τέλειο έργο τέχνης, μέσα από τα βιβλία της…». Η Πλαθ πίστευε και χρησιμοποιούσε σαν motto επαναληπτικά, αυτό που έγραψε ο Γέητς, πως: «Ξεκινάμε να ζούμε μόνο, όταν εκλαμβάνουμε τη ζωή σαν τραγωδία…» (We only begin to live when we conceive life as tragedy…).

Ποτέ άλλοτε ποιητικές εικόνες, όσο αυτές της Σίλβια με είχαν βασανίσει μέσα στην ησυχία της νύχτας. Ποτέ άλλοτε δεν ένοιωσα το λυρικό εγώ των ποιημάτων της Πλαθ τόσο πολύ συνταιριασμένο με το προσωπικό μου εγώ, παρόλο που πρόκειται για ποιήματα γραμμένα σε μία ξένη από τη μητρική μου γλώσσα και προέρχονται από μια γυναίκα (ποιήτρια), βεβαιώνοντας όλη τη σύγχρονη θεωρία της λογοτεχνίας για την ύπαρξη της γυναικείας γραφής και βέβαια την επαλήθευση πως το «συγγραφικό μπλοκάρισμα», το οποίο βασάνισε την Πλαθ ως δημιουργό, κύρια τα δύο πρώτα χρόνια μετά το γάμο της, ξεπεράστηκε από τη στιγμή που συμφιλιώθηκε με το φύλο της και άρχισε να καταγράφει μέσα στην ποίησή της, το σώμα και την αντιστοιχία αυτού με το κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό περιεχόμενο της εποχής της. Έτσι κατάφερε να κινήσει έναν ολόκληρο κόσμο από συναισθήματα, αισθήματα και σκιές, τόσο όσο ποτέ καμιά άλλη γυναίκα ποιήτρια  μέχρι τότε, με εξαιρέσεις όπως: η Βιρτζίνια Γούλφ, η ποιήτρια Μάριαν Μουρ, η  σχεδόν άγνωστη ακόμα και σήμερα αμερικανίδα ποιήτρια Μίνα Λόι και η σύγχρονή της Ανν Σέξτον με την οποία είχαν και φιλική σχέση.

Η εξομολογητική της ποίηση είναι ποίηση τραγική. Η εμμονή της με το θάνατο, το συνεχές και ακατάληπτο σε πολλά σημεία πένθος για ό,τι είχε απολέσει, αλλά πολύ περισσότερο η δημιουργία ενός ποιητικού σύμπαντος, ενός κόσμου,  όπου η προσωπική έκφραση αφού γινότανε ανεικονική, αφηρημένη και θεωρητική μπορούσε να ξετυλίγεται με μεγάλη ευκολία από το ατομικό στο συλλογικό και με τούτο τον τρόπο αντηχούσε ως η ποίηση του αναγνώστη. Κατάφερε λοιπόν, να εκφράσει τον εαυτό της, κατάφερε να αρθρώσει, όπως λέει και η συγγραφέας και κριτικός Α. Μαντόγλου (2007) «επαρκώς τις εμπειρίες του γυναικείου σώματος» και έτσι, δικαιώνοντας την ύπαρξή της, δικαίωσε τον αναγνώστη, πελεκώντας με τις λέξεις της, που όντως ήταν τσεκούρια, την ανασύνθεση των εικόνων μέσα στο κεφάλι του.

Η Πλαθ ξεκίνησε να γράφει ποίηση από μικρή ηλικία. Παιδί αυστριακών μεταναστών, ο πατέρας της, ο Όττο Πλαθ,  ήταν βιολόγος, καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Βοστόνης μέχρι και το θάνατό του  και η μητέρα της, η Ορέλια, ήταν επίσης καθηγήτρια. Η Σίλβια Πλαθ είναι πρώτα πείραμα του αμερικάνικου κομφορμισμού, ας μη λησμονούμε πως «το αμερικανικό όνειρο» έθρεψε τη γενιά των γονιών της, τη δική της και την επόμενη γενιά αμερικανών, αλλά ήταν και το τέκνο της σκιάς που άφησε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, η οποία και αποτέλεσε την πρωθύλη για την ανάπτυξη της ψυχροπολεμικής αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.

Στο κεφάλαιο που συνοδεύει αντί επιμέτρου την έκδοση του χειρογράφου της Πλαθ «Άριελ» και το έχει επιμεληθεί η κόρη της ποιήτριας, Φρίντα Χιουζ, παρατηρούμε ένα αδρό βιογραφικό ξεδίπλωμα, το οποίο για τους γνώστες της ζωής και του έργου της, όχι μόνο δεν ικανοποιεί, αλλά ίσως και σκόπιμα αποπροσανατολίζει ή επαναπροσδιορίζει ορισμένες θέσεις σχετικά με το χωρισμό και την αυτοχειρία της, αφού αναφέρεται ως πιθανός αιτιολογικός παράγοντας για αυτή την πράξη της, η θεραπεία με αντικαταθλιπτικά χάπια, στην οποία υποβλήθηκε τον τελευταίο καιρό.

Θα προσπαθήσω να σας μεταφέρω ορισμένα από τα σημεία αυτού του αδρού βιογραφικού σημειώματος, το οποίο φέρει τον τίτλο: «Συναντώντας τη Σίλβια Πλαθ». Το κείμενο στο βιβλίο δεν υπογράφεται από κανέναν, ενώ αντίθετα, ο πρόλογος της έκδοσης ανήκει στη Φρίντα Χιουζ, οι σημειώσεις στον David Semanki, ενώ στην έκδοση περιλαμβάνεται και μία συνέντευξη της Φρίντα,  σχετική με την επίδραση της ποιητικής συλλογής «Άριελ» στη ζωή και το έργο της ( Η Φρίντα Χιουζ είναι κι αυτή ποιήτρια) , απόψεις και θέσεις της για την μητέρα και τον πατέρα της και τη δημιουργική σχέση που πιστευότανε πως είχε το ζευγάρι αναπτύξει μεταξύ του όσο καιρό βρίσκονταν κάτω από την ίδια στέγη.

Σ’ αυτό το βιογραφικό σημείωμα μεταξύ άλλων διαβάζουμε:  «…Η Σίλβια ήδη στα δεκαοκτώ της δημοσιεύει το πρώτο της κείμενο στο περιοδικό Seventeen, ενώ φοιτήτρια του Κολεγίου Σμιθ, κερδίζει το διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού Mademoiselle. Δημοσιεύει τρία ποιήματα στο περιοδικό Harper, ενώ όλη αυτή την παραγωγική περίοδο την ακολουθεί η πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας στο κελάρι του πατρικού της, απ’ όπου και νοσηλεύεται με εκλεκτική θεραπεία την ηλεκτροσπασμοθεραπεία, που αργότερα θα την αναφέρει ξανά και ξανά μέσα στα ποιήματά της.

Τον επόμενο χρόνο η Πλαθ ως υπότροφος του ιδρύματος Φουλμπράιτ μεταβαίνει στο Κέιμπριτζ της Αγγλίας, όπου γνωρίζεται με τον Άγγλο ποιητή Τεντ Χιουζ, τον οποίο και παντρεύεται. Το 1957 το ζευγάρι μετακομίζει στις Η.Π.Α, όπου η Σίλβια εργάζεται ως δασκάλα στο κολέγιο Σμιθ, αλλά παρόλα αυτά, ένα έτος μετά, αποφασίζει ότι προκειμένου να γράψει, θα πρέπει να ασχοληθεί πλήρως με τη συγγραφή (full time), έτσι και σταματά την εργασία της ως δασκάλα.  Η κατάθλιψη και το συγγραφικό μπλοκάρισμα (writers block), την οδηγούν να εργαστεί και πάλι στο ψυχιατρικό τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου της Μασαχουσέτης, απ’ όπου αντλεί υλικό για την καλύτερη νουβέλα της, τον «Κυρ-Πανικό και τη Βίβλο των Ονείρων».

Το 1959 επιστρέφει στην Αγγλία, ενώ τον Απρίλιο του 1960 γεννά την κόρη της Φρίντα. Το φθινόπωρο του ίδιου έτους το πρώτο ποιητικό της βιβλίο «Ο Κολοσσός», γίνεται δεκτό για έκδοση, ενώ έγραψε το μυθιστόρημά της «Γυάλινος Κώδωνας». Το φθινόπωρο με τη νεογέννητη Φρίντα, ο Χιουζ πείθει την Πλαθ να μετακομίσουν σ’ ένα χωριό του Ντέβον, όπου αγοράζουν μια αγροκατοικία με αχυρένια σκεπή […].

Τον Ιανουάριο του 1962 η Πλαθ γεννά τον Νίκολας, ενώ ήδη αρχίζει να ξεπροβάλλει η ποιητική φωνή που διατρέχει την συλλογή της Άριελ. Αυτά τα ποιήματα είναι πολύ διαφορετικά από όσα μέχρι εκείνη τη στιγμή η Σίλβια έχει δημοσιεύσει, ενώ ο Τεντ Χιουζ σημειώνει πως το ποίημά της «Τουλίπες» σηματοδοτεί εκείνο το πρώτο σημείο που παρατηρείται η ποιητική εκτροπή της Πλαθ.

Η συζυγική ζωή του ζευγαριού κλονίζεται από την εξωσυζυγική σχέση του Χιουζ με την Άσια Ουέλβιλ. Ενώ το τελευταίο καλοκαίρι της κοινής τους ζωής, η Πλαθ επιμένει να χωρίσει από τον Χιουζ. Ταυτόχρονα ψάχνει διεξόδους στο Λονδίνο, θέλοντας επίσης να μετακομίσει εκεί. Έρχεται σε συνεργασία με το BBC και ο εκδοτικός οίκος William Heinemann Limited αποφασίζει να εκδώσει το μυθιστόρημά της «Γυάλινος Κώδωνας». Η Σίλβια συνεχίζει όλη εκείνη την περίοδο να γράφει τα ποιήματα που θα περιληφθούν στην συλλογή της Άριελ.

Μέσα του Δεκέμβρη η Σίλβια μετακομίζει μαζί με τα δυο της παιδιά στο Λονδίνο. Το διαμέρισμα το οποίο νοικιάζει έχει στεγάσει στο παρελθόν τον ποιητή Γέητς και η Πλαθ μετακομίζει στο διαμέρισμα «με κάθε κομμάτι της ύπαρξης της», όπως είπε κατόπιν ο Χιουζ στην κόρη τους Φρίντα.

Τον Ιανουάριο του 1963 έρχονται οι πρώτες κριτικές από το βιβλίο της «Γυάλινος Κώδωνας». Οι κριτικές ως επί το πλείστον αρνητικές την συντρίβουν, ενώ στο Λονδίνο ενσκήπτει ο βαρύτερος χειμώνας από το 1813-14. Μέσα στις λίγες εβδομάδες που έζησε η Πλαθ στο σπίτι του Γιέητς η θέρμανση και το ηλεκτρικό διακόπτονται χωρίς προειδοποίηση και για μεγάλα χρονικά διαστήματα, απολύει την κουβερνάντα που απασχολούσε, δεν έχει ακόμα συνδεθεί το τηλέφωνό της, προσβάλλεται από κρυολογήματα, ενώ τα παιδιά της υποφέρουν και αυτά από τις εποχιακές ιώσεις. Η κατάθλιψη κυκλώνει τη Σίλβια.

Ο γιατρός τής συνταγογραφεί αντικαταθλιπτικά, τα οποία έχουν διαφορετική εμπορική ονομασία στην Αγγλία από ότι στην Αμερική, και τα οποία και η ίδια γνώριζε πως δεν έχουν θετική ενέργεια. Η Πλαθ τίθεται στην αντικαταθλιπτική θεραπεία, η οποία όμως τη δυναμώνει να επιτελέσει την αυτοχειρία της. Παρόλα αυτά έχουν μείνει καταγεγραμμένες οι ενέργειες του γιατρού της για άμεση εισαγωγή στο νοσοκομείο την 11 Φεβρουαρίου του 1963, ημέρα που βάζοντας το κεφάλι της στο φούρνο του γκαζιού αυτοκτονεί.

Από τα ποιήματα που η Πλαθ άφησε πίσω της, έντεκα έχουν γραφεί στο σπίτι του Γέητς κατά την παραμονή της στο Λονδίνο. Το τελευταίο ποίημα με τίτλο «Άκρο», γράφτηκε στις 5 Φεβρουαρίου του 1963 και ξεκινά: Η γυναίκα έχει τελειοποιηθεί./ Το νεκρό / κορμί της ντυμένο με το χαμόγελο της εκπλήρωσης…» Με την παράθεση αυτού του ποιήματος κλείνει το σύντομο βιογραφικό σημείωμα της ποιήτριας.

Το ποίημα «Άκρο»  υποδηλώνει για πολλούς μελετητές αλλά και για τον ίδιο τον αναγνώστη πως το υποκείμενό του, η γυναίκα, ταυτίζεται με την ίδια την ποιήτρια, η οποία έχει πλέον αναγνωρίσει και έχει εξοικειωθεί με το περιβάλλον ψυχικό σκοτάδι, ενώ έχει ήδη επιτευχθεί ο στόχος της, η γυναίκα έχει τελειοποιηθεί.  Ο αναγνώστης των ποιημάτων σοκάρεται από την προγραμματικά γυμνή γλώσσα της ποιήτριας, που έχει την τεράστια δύναμη να ανασυνθέτει μέσα στο φαντασιακό την εικόνα καθαυτή.  Πολλές φορές αναρωτιέται αν έχει πάψει να σκέφτεται λογικά αφού οι εικόνες που συνενώνει η Πλαθ, είναι τις περισσότερες φορές εικόνες ασύνδετες. Τα γεμάτα στρατόπεδα συγκέντρωσης ποιήματα, τα αγκίστρια του θανάτου, το αίμα, το άγριο ποδοβολητό των αλόγων, ο φρενήρης καλπασμός του Άριελ, το δίχως ευσπλαχνία φεγγάρι της ποιήτριας, «τα Ποιήματα για τις μέλισσες», «ο Αιτών», «οι Τουλίπες», «η Λαίδη Λάζαρος», «ο Πατερούλης», περιγράφουν τα πρόσωπα ως γενικευμένες μορφές, παρόλο που πηγάζουν από τον λογοτεχνικό εαυτό της ποιήτριας. Σε καμιά όμως περίπτωση δεν περιγράφουν ανθρώπους της καθημερινής ζωής, ανθρώπους της αληθινής ζωής. Όλα αυτά τα πρόσωπα η Πλαθ τα μεταχειρίζεται τραγικά, δραματοποιώντας τις περιστάσεις και πολλές φορές τα φτάνει στα άκρα, κάνοντάς τα να ξεπερνούν, αν όχι πάντα, τότε σχεδόν πάντα τα φυσικά τους όρια. Οι χαρακτήρες της συγκεντρώνουν όλες εκείνες τις πράξεις που μπορεί να οριστούν ως πράξεις υποταγής ενός εαυτού στην κοινωνία, έτσι ώστε το λογοτεχνικό της εγώ να μπορέσει να κοινωνήσει στο σύνολο του εμείς, πράγμα όμως που δεν στάθηκε ικανή να πραγματώσει η ποιήτρια κατά τη διάρκεια του σύντομου βίου της.

Η Ελίζαμπεθ Χάρντγουικ την χαρακτηρίζει μαχαιρωμένη, σχισμένη και ισχυρίζεται πως διαφοροποιείται από κάθε άλλο ποιητή, επειδή στα ποιήματά της πάντα εμφανίζεται ως ένα σατανικό άτομο.  Η ίδια η ποιήτρια είχε δηλώσει: «Νομίζω ότι τα ποιήματά μου πηγάζουν από αισθησιακές και συναισθηματικές εμπειρίες που έχω, αλλά θα πρέπει να δηλώσω πως δεν μπορώ να σπλαχνίζομαι με αυτές τις κραυγές από την καρδιά που διαποτίζονται από τίποτα άλλο παρά μια βελόνα, ένα μαχαίρι, ή οτιδήποτε  είναι αυτό. Πιστεύω πως κάποιος πρέπει να είναι ικανός να χειρίζεται και να θέτει σε έλεγχο τις εμπειρίες, ακόμα και τις πιο τρομακτικές, όπως η τρέλα, το να έχει βασανιστεί, αυτού του είδους το βίωμα, και κάποιος πρέπει να είναι ικανός να τα χειρίζεται αυτά με υποψιασμένο και έξυπνο μυαλό».

Αμερικανοί ακαδημαϊκοί, κριτικοί, μελετητές του έργου της Πλαθ μιλούν για τη λογοτεχνική συγγένεια που έχει με τον Ρόμπερτ Λόουελ. Ο Λόουελ ανήκει κι αυτός στην «εξομολογητική» ποιητική σχολή (confessional poetry), και θεωρείται ο κύριος εκπρόσωπός της, ειδικά με την ποιητική του συλλογή «Life Studies». Ο Λόουελ κατασκευάζει επίσης ήρωες που πάσχουν, αφού κινούνται πάνω στον τραγικό άξονα της ζωής. Τα λάθη τους, ανθρώπινα, τους οδηγούν στο πάθος. Αυτοί πάσχουν προσπαθώντας να κατανοήσουν τον εαυτό τους και καθ’ ουσία να κερδίζουν τη γνώση, να μάθουν, αποκτώντας την εμπειρία, την φύση της εμπειρίας. Οι ήρωες της Πλαθ δεν προβαίνουν σε καμία έρευνα, δεν αναζητούν, αλλά πολύ περισσότερο εμφανίζονται ανήσυχοι να περιλάβουν την κατάσταση. Οι ήρωες της Πλαθ σαν ιεροφάντες του πάθους τελετουργούν υπερασπιζόμενοι την εκάστοτε κατάσταση και απλά παρουσιάζουν την αντίδραση του μυαλού, της ψυχής και της καρδιάς απέναντι στις καταστάσεις. Ο τρόμος, ο φόβος, η τρέλα, η υστερία, η προδοσία, η εγκατάλειψη περιλαμβάνει το ποιητικό υποκείμενο, το οποίο δεν αντιδρά, αλλά σε μια αποστειρωμένη ακινησία, αντικειμενοποιεί τον πόνο.

Το ποίημα της «Τουλίπες», για το οποίο ο Χιουζ είχε πει πως είναι: ποίημα σταθμός, το ποίημα που η Πλαθ διαφοροποιείται και βρίσκει επιτέλους τη φωνή της, η οποία από εκεί και μετά γίνεται σαφής και αναγνωρίσιμη, είναι μια ασυνήθιστη δουλειά, αφού όπως γράφει ο M.D. Uroff (1977) «καταδεικνύει πως το μυαλό μπορεί να παράγει υπερβολές για να βασανιστεί το ίδιο (αυτό αποτελεί μια κοινή στρατηγική στα ποιήματα της Πλαθ), αυτό όμως επειδή δείχνει πως μια παραγωγική δυνατότητα μπορεί να έχει θετικό και αρνητικό αποτέλεσμα. Οι «Τουλίπες» δεν είναι ένα χαρούμενο ποίημα, αλλά κινείται από το κρύο στο ζεστό, από το μούδιασμα στον έρωτα, από την κενή λευκότητα στη ζωηρή ερυθρότητα, μια διαδικασία που καθοδηγείται από τη συναφή φαντασία. Η αφηγήτρια στο ποίημα δείχνει να ξαφνιάζεται από τα ταλέντα της και τελειώνει το ποίημα με μια διερευνητική σημείωση, κινώντας επικείμενα την μακρινή επικράτεια της υγείας. Παρά το πιθανό αισιόδοξο τέλος, όπως και να έχει, ο κύριος κορμός ανάπτυξης του ποιήματος, επιδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο ο νους μπορεί να επιτείνει τον πόνο του, αντικειμενοποιώντας τον».

Post 2 d

 

[…] Οι ζωντανές τουλίπες καταναλώνουν το οξυγόνο μου./ Πριν έρθουν ο αέρας ήταν αρκετά ήρεμος,/ κυκλοφορώντας πίσω μπρος, ανάσα την ανάσα, δίχως φασαρία./ Έπειτα οι τουλίπες τον γέμισαν σαν ένας τεράστιος θόρυβος./ Τώρα ο αέρας σκαλώνει και στροβιλίζεται γύρω μια βυθισμένη σκουριασμένη κόκκινη μηχανή./ Τραβούν την προσοχή μου, αυτό ήταν ευτυχές/ παίζοντας και χαλαρώνοντας χωρίς να δεσμεύεται. […]

 

Η μελέτη του ποιητικού έργου της Πλαθ, αποδεικνύεται πολύπλοκη, αφού για περισσότερα από σαράντα χρόνια μετά το θάνατο της, οι πληροφορίες που έχουμε είναι αφηγήσεις γεγονότων από όσους έτυχε να ζήσουν κοντά στη ποιήτρια. Ο σύζυγος της σίγουρα την ανέδειξε, αφού εξέδωσε το ανέκδοτο ποιητικό της έργο, το οποίο ας σημειώσουμε ότι ήταν μεγαλύτερο και σημαντικότερο, από αυτό που είχε εκδώσει εν ζωή.

Η ποιητική συλλογή «Ο Κολοσσός», το μυθιστόρημά της «Γυάλινος Κώδωνας», και όσα ποιήματα αποσπασματικά είχαν δημοσιευθεί σε περιοδικά και αναγνωστεί στην εκπομπή λόγου που διατηρούσε στο BBC, αποτελούν το υλικό που η ίδια είχε εκδώσει και είχε επιμεληθεί. Περαιτέρω οι βιογραφίες βασίζονται σε μαρτυρίες κύρια της μητέρας και της οικογένειας της, αλλά και φίλων που όμως ήταν φίλοι και του Τεντ Χιουζ. Από τις πιο αξιόπιστες πηγές είναι τα γραπτά σχόλια και δοκίμια του κριτικού Α. Αλβαρέζ, ο οποίος την είχε ξεχωρίσει ήδη από την πρώτη της ποιητική συλλογή και της είχε συμπαρασταθεί στο δύσκολο διάστημα του χωρισμού της από τον Χιουζ και της εξάρτησής της και πάλι από τις επιταγές της Ορέλια Πλαθ, καθώς το εισόδημά της από την εκπομπή στο BBC ήτανε πενιχρό.

Ο Αλβαρέζ ήτανε ανάμεσα στους πρώτους που είχανε ακούσει κάποια από τα ποιήματα που περιλήφθησαν στη συλλογή «Άριελ» και δεν έκρυψε τον ενθουσιασμό του,  ενθαρρύνοντάς την.  Ο Αλβαρέζ  στον πρόλογο του βιβλίου του «The Savage God», το οποίο ασχολείται γενικά με την αυτοκτονία στη λογοτεχνία, σχεδόν κινηματογραφικά ανασυσταίνει το πρωινό της 11ης Φεβρουαρίου που η Πλαθ αυτοκτόνησε.

Ξεκινά παραθέτοντας και αυτός το ποίημα «Άκρο» γράφοντας: «Είναι ένα ποίημα τεράστιας γαλήνης και παραίτησης, ένα ποίημα χωρίς τον παραμικρό οίκτο για τον ίδιο της τον εαυτό. Ακόμα και με μία θεματική τόσο αποκρουστική,  η Πλαθ παραμένει καλλιτέχνης, απορροφημένη στην αποστολή της να αφήσει κάθε εικόνα να αναπτύξει μία γεμάτη, ακίνητη ζωή από μόνη της. Το ότι γράφει για τον ίδιο της τον θάνατο είναι ίσως άσχετο. Υπάρχει άλλο ένα ποίημα, το οποίο φέρει τον τίτλο «Λέξεις», γραμμένο και εκείνο το ίδιο διάστημα, το οποίο σχετίζεται με τον τρόπο που η γλώσσα μένει και αντηχεί αρκετά μετά από τη θύελλα της ζωής που έχει περάσει˙ όπως και στο «Άκρο» το ποίημα έχει την ίδια αδιόρατη γαλήνη. Αν αυτά ήταν ανάμεσα στα τελευταία πράγματα που έγραψε, πιστεύω ότι στο τέλος θα έπρεπε να έχει αποδεχθεί τη λογική της ζωής που είχε οδηγήσει και να έχει έρθει σε συμβιβασμό με τις φρικτές της αναγκαιότητες.

Γύρω στις έξι τα ξημερώματα, πήγε στο δωμάτιο των παιδιών και άφησε ένα πιάτο με ψωμί και βούτυρο και δύο ποτήρια γάλα, σε περίπτωση που τα παιδιά πεινούσαν πριν έρθει η κουβερνάντα. Μετά επέστρεψε στην κουζίνα, σφράγισε την πόρτα και το παράθυρο όσο καλύτερα μπορούσε με πετσέτες, άνοιξε τον φούρνο, έβαλε μέσα το κεφάλι της και άνοιξε την παροχή του γκαζιού.

Η γκουβερνάντα έφθασε τελικά στις εννέα το πρωί. Χτύπησε και ξαναχτύπησε για ώρα την πόρτα αλλά δεν πήρε καμιά απάντηση. Έτσι βγήκε έξω αναζητώντας έναν τηλεφωνικό θάλαμο για να επικοινωνήσει με την εταιρεία της και να βεβαιωθεί ότι είχε τη σωστή διεύθυνση. Το όνομα της Σίλβια συμπτωματικά δεν ήταν γραμμένο στο κουδούνι της εισόδου.  Όλα ήταν φυσιολογικά, ο γείτονας που έμενε κάτω θα έπρεπε να είχε σηκωθεί μέχρι εκείνη την ώρα, ακόμα κι αν είχε παρακοιμηθεί, τα χτυπήματα της γκουβερνάντας θα έπρεπε να τον έχουν ξυπνήσει. Αλλά όπως και τελικά έγινε, ο γείτονας ήταν βαρήκοος και είχε κοιμηθεί χωρίς τα ακουστικά του. Ακόμα πιο σημαντικό είναι πως η κρεβατοκάμαρα του ήταν ακριβώς κάτω από την κουζίνα της Σίλβια. Το γκάζι διέρρευσε και τον ζάλιζε. Έτσι κοιμήθηκε παρόλη τη φασαρία. Το κορίτσι γύρισε και πάλι χτυπώντας ξανά και ξανά, πάλι χωρίς καμιά απόκριση. Ξαναπήγε στον τηλεφωνικό θάλαμο, τηλεφώνησε στην εταιρεία της και ρώτησε τι να κάνει. Της είπαν να ξαναπάει. Ήταν περίπου έντεκα το πρωί. Αυτή τη φορά στάθηκε τυχερή, κάποιοι οικοδόμοι είχαν φθάσει στο παγωμένο σπίτι και την άφησαν να περάσει. Όταν χτύπησε στην πόρτα του διαμερίσματος της Σίλβια δεν έλαβε καμιά απάντηση αλλά η μυρωδιά από το γκάζι ήταν πολύ έντονη. Οι οικοδόμοι παραβίασαν την κλειδαριά και βρήκαν την Σίλβια σωριασμένη στην κουζίνα. Ήταν ακόμα ζεστή. Είχε αφήσει ένα σημείωμα που έγραφε, «παρακαλώ καλέστε τον γιατρό», και είχε γράψει δίπλα το τηλεφωνικό του νούμερο. Όμως ήδη ήτανε πολύ αργά.

Όλα είχαν γίνει όπως έπρεπε να γίνουν —οι αναθυμιάσεις είχαν σχεδόν πνίξει τον γείτονα κάτω και έτσι δεν άνοιξε την πόρτα της εισόδου στην γκουβερνάντα —το δίχως άλλο αν είχε συμβεί κάτι τέτοιο η Σίλβια θα είχε σωθεί. Νομίζω ότι ήθελε να σωθεί. Γιατί αλλιώς να είχε αφήσει το τηλέφωνο του γιατρού; Αυτή τη φορά, σε αντίθεση με την απόπειρα δέκα χρόνια πριν, ήταν τόσα πολλά αυτά που την κρατούσαν ζωντανή. Πάνω από όλα ήταν τα παιδιά: ήτανε τόσο παράφορο μια μάνα να θέλει να τα χάσει ή αυτά να την χάσουν. Ακόμα ήτανε αυτές οι εξωπραγματικές δημιουργικές δυνάμεις που αναμφισβήτητα γνώριζε πως την κατείχαν: τα ποιήματα έρχονταν καθημερινά, αβίαστα και ασταμάτητα, κι ακόμα δούλευε ένα μυθιστόρημα, για το οποίο δεν είχε επιφυλάξεις. 

Τότε γιατί αυτοκτόνησε; Κατά ένα μέρος υποθέτω πως ήταν μια κραυγή για βοήθεια η οποία απέτυχε θανάσιμα. Αλλά ήταν ακόμα μια τελευταία απελπισμένη προσπάθεια να εξορκίσει το θάνατο που είχε επικαλεστεί μέσα στα ποιήματά της. Έχω ήδη προτείνει πως ίσως είχε αρχίσει να γράφει ψυχαναγκαστικά για το θάνατο για δυο λόγους. Πρώτα,  όταν αυτή και ο Χιουζ χώρισαν, είτε με τη θέλησή της, είτε όχι, ξαναπέρασε το ίδιο σκληρό πένθος και την ίδια εγκατάλειψη που είχε αισθανθεί σαν παιδί από τον θάνατο του πατέρα της, που της είχε φανεί σαν εγκατάλειψη. Δεύτερον, πιστεύω πως το αυτοκινητιστικό ατύχημα του περυσινού καλοκαιριού, της είχε φανεί σαν απελευθέρωση. Ένοιωσε ότι είχε ξεπληρώσει τις οφειλές της, επιβιώνοντας και τώρα μπορούσε να γράφει για αυτό. Αλλά όπως έχω γράψει κι αλλού, για τον ίδιο τον καλλιτέχνη η τέχνη δεν είναι απαραίτητα θεραπευτική, δεν απαλλάσσεται από τις φαντασιώσεις του όταν απλά τις εκφράζει. Αντί αυτού, από κάποια φρενήρη λογική δημιουργίας, η πράξη τυπικής έκφρασης μπορεί απλά να κάνει το καταβυθισμένο του υλικό πιο αναγνώσιμο στον ίδιο… Για τον καλλιτέχνη συχνά η φύση μιμείται την τέχνη… ή αλλάζοντας το κλισέ, όταν ένας καλλιτέχνης κρατά έναν καθρέφτη ανακλώντας τη φύση ανακαλύπτει ποιος και τι είναι, αλλά η γνώση ίσως να τον αλλάξει ανεπανόρθωτα, έτσι ώστε καταλήγει αυτός να γίνεται το είδωλο, η εικόνα…»

Τα στοιχεία που παραθέτει ο Αλβαρέζ προσωπικά τα θεωρώ ως την πιο αξιόπιστη μαρτυρία, γιατί δεν βρίσκω το λόγο ένας φίλος και υπερασπιστής του ποιητικού της έργου, πριν ακόμα αυτό γίνει τόσο γνωστό και αποδεκτό στο ευρύ κοινό αλλά και στην ακαδημαϊκή κοινότητα και τη διεθνή κριτική, να παραθέσει στοιχεία που θα μας απομάκρυναν από την αλήθεια των γεγονότων; Παρόλα αυτά ο Χιουζ ήρθε σε ρήξη με τον Αλβαρέζ σχετικά με τα δημοσιεύματα που κατά καιρούς είδαν το φως της δημοσιότητας. Βασιζόμενος στο κείμενό του θα υπερτονίσω την παρατήρησή του και συνάμα το ερωτηματικό που θέτει πληροφορώντας μας για το σημείωμα που είχε αφήσει με το τηλέφωνο του γιατρού;

Πρέπει να συμπεράνουμε πως η Πλαθ είχε εθιστεί στο παιχνίδι του θανάτου και έτσι προσπαθώντας από τη μια να κραυγάσει και από την άλλη να δείξει πως ακόμα μπορούσε, πώς ακόμα ήτανε δυνατή να στοιχηματίζει το ίδιο της το κεφάλι, εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή στάθηκε άτυχη. Τελικά η απεγνωσμένη της κραυγή ήτανε μια θανάσιμη κραυγή που αν δεν είχε μεσολαβήσει το χρονικό διάστημα από τις 9.00 έως τις 11.00,  ίσως σήμερα η Πλαθ να μας είχε χαρίσει ακόμα περισσότερα ποιήματα που θα υμνούσαν έστω και σαν μανιέρα το θάνατο.

Μια άλλη εντυπωσιακή πληροφορία σχετικά με την αυτοχειρία της, η οποία προσωπικά δεν έχω καταλάβει για ποιο λόγο αφέθηκε να ξεγλιστρήσει στην επιμελημένη από την κόρη της έκδοση του χειρογράφου της συλλογής «Άριελ», που η ίδια είχε αφήσει σε ένα σπιράλ σημειωματάριο πάνω στο γραφείο της και το οποίο διαφέρει ως προς το περιεχόμενο και τη σειρά των ποιημάτων με τη συλλογή «Άριελ» που εξέδωσε μετά το θάνατό της ο σύζυγός της Τεντ Χιουζ, είναι αυτή που σχετίζεται με τη χρήση αντικαταθλιπτικών χαπιών.

Μέχρι σήμερα δεν είχε αναφερθεί ποτέ ένα τέτοιο γεγονός ή ίσως να είχε ξεφύγει της προσοχής μου. Η μοναδική γνωστή θεραπεία που η Πλαθ συνήθιζε να λαμβάνει ήταν υπνωτικά και ηρεμιστικά χάπια. Η πληροφορία των αντικαταθλιπτικών αποτελεί μια νέα οπτική στη συλλογιστική που αναπτύσσεται για την αληθινή αιτία του θανάτου της. Στην έκδοση δεν αναφέρεται ούτε η χημική, ούτε η εμπορική ονομασία των αντικαταθλιπτικών. Ερευνώντας τις επιστολές, τα ημερολόγια και τις σημειώσεις της, ό,τι σώθηκε  από τη λογοκρισία του συζύγου της, πουθενά δε γίνεται αναφορά σε καμιά αντικαταθλιπτική θεραπεία με φάρμακα. Παρόλα αυτά αν στηριχτούμε σε εικασίες ορισμένα αντικαταθλιπτικά περικλείουν ανάμεσα στις βασικές τους παρενέργειες και την αυτοκτονία, υπό το έμμεσο αποτέλεσμα της ενδυνάμωσης του ψυχισμού του πάσχοντα να επιτύχει το στόχο να βλάψει τον ίδιο του τον εαυτό.  Όμως ακόμα και αυτό παραμένει εικασία, αν και σε μια από τις επιστολές προς την μητέρα της, δέκα μέρες πριν την αυτοκτονία της, εξαίρει το Αγγλικό σύστημα υγείας και τους γιατρούς που τόσο την φροντίζουν. Όσοι συνάντησαν την Πλαθ τους δυο τελευταίους μήνες παρατήρησαν μια αλλαγή, η οποία δεν ήταν μόνο αλλαγή του ψυχισμού αλλά ίσως και της χημείας του εγκεφάλου. Εικάζεται ότι χρησιμοποιούσε σε μεγαλύτερες δόσεις τα ηρεμιστικά και υπνωτικά φάρμακα που της είχε συνταγογραφήσει ο γιατρός της.

Βέβαια στην όλη εικασία η αντικειμενική αλήθεια είναι πως η Φρίντα, η κόρη της, ανατράφηκε από τον πατέρα της, τον οποίο και λάτρευε. Ο Χιουζ στάθηκε πάντα δίπλα στα παιδιά του και υποστηρίζει την πράξη καταστροφής των ημερολογίων της Πλαθ, των δύο τελευταίων ετών ως προσπάθεια να μην τα πληγώσει και από την άλλη να προστατέψει την ίδια την μητέρα τους,  με την οποία συνδιαλέγεται τα επόμενα τριάντα πέντε χρόνια στη συλλογή του «Γράμματα Γενεθλίων».

Η Λίντα Βάγκνερ στο δοκίμιο της με τίτλο «Ελπιδοφόρες Θύελλες» που δημοσιεύτηκε το 1977 στο λογοτεχνικό περιοδικό «Concerning Poetry», παρατηρεί: «Κανείς άλλος σύγχρονος ποιητής δεν έγινε υποκείμενο τόσων παραναγνώσεων, ειδικά βιογραφικών παραναγνώσεων: Η ποίηση της Σίλβια Πλαθ φτιάχνει τους χειρότερους υποκειμενικούς συνειρμούς». Η παρατήρηση της Λ. Βάγκνερ δεν χρειάζεται να συζητηθεί ενδελεχώς για να αποδειχθεί η ορθότητά της. Ακόμα και ο ίδιος ο Χιουζ στο ποίημα του «Τα σκυλιά τρώνε τη μητέρα σου» από τη συλλογή «Γράμματα Γενεθλίων», απευθυνόμενος στη κόρη του, Φρίντα, γράφει:

[…] Την ξέθαψαν. Τώρα ευδοκιμούν/ στην αφθονία/ του κορμιού της./ Δαγκώνουν ακόμα και της ταφόπλακάς της την πρόσοψη, /κάνουν μια χαψιά τα διακοσμητικά τού τάφου, /καταπίνουν το ίδιο το χώμα./ Γι’ αυτό άσ’ την. /Ασ’ τη να είναι η λεία τους. Πήγαινε να τυλίξεις/ το κεφάλι σου στα χιονισμένα ποτάμια/ του Μπρουκ Ρέιντζ./ … Καλύτερα να τη σκέφτεσαι/ σκορπισμένη με ιερή φροντίδα σ’ ένα υπερυψωμένο πλέγμα/ ώστε τα όρνεα/ να την επιστρέψουν στον ήλιο. […]

Post 2 e

Τι συνέβη τελικά με την Πλαθ; Γιατί ο θάνατός της έγινε αντικείμενο εξαπόλυσης ενός δριμύ κατηγορώ στον Χιουζ. Οι φεμινίστριες τον αποκάλεσαν δολοφόνο και ουσιαστικά οργάνωσαν την φιγούρα της Πλαθ περισσότερο και όχι την ποίησή της στον αγώνα αναγνώρισης της φωνής του φεμινιστικού κινήματος.  Και πράγματι η Πλαθ ήταν φεμινίστρια αφού είχε συνδέσει την έκφραση του σώματός της με τη γλώσσα και τούτο το έπλασε και το παρέδωσε ως έργο τέχνης. Ωστόσο η Πλαθ είχε εμμονή με το θάνατο και έτσι με το ποίημα «Λαίδη Λάζαρος» δίνει άφεση αμαρτιών στον Τεντ Χιουζ, αφού για εκείνη ο θάνατος είναι ένα είδος τέχνης.

[…]Το να πεθαίνεις

Είναι ένα είδος τέχνης, όπως κι οτιδήποτε άλλο.

Το κάνω εξαιρετικά καλά.

 

Το κάνω έτσι που να μοιάζει κόλαση.

Το κάνω έτσι που να φαίνεται αληθινό.

Στοιχηματίζω πως θα μπορούσατε να πείτε ότι έχω χάρισμα.[…]

Είναι θεατρικό

 

Να επανέρχεσαι μέρα μεσημέρι

Στο ίδιο μέρος, στο ίδιο πρόσωπο, στην ίδια κτηνώδη

Κραυγή έκπληξης:

 

«Θαύμα»! […]

Σε πολλά σημεία στα ημερολόγια της, αλλά και σε επιστολές κύρια προς την μητέρα της Ορέλια Πλαθ, περιγράφει τον Χιουζ προσδίδοντάς του τα χαρακτηριστικά του αρχέτυπου αρσενικού. «Το πιο συγκλονιστικό πράγμα που μου συνέβη», γράφει η Πλαθ σε μια επιστολή προς τη μητέρα της Ορέλια, στις 29 Απριλίου του 1956, «είναι ότι έχω ερωτευθεί τρελλά τους τελευταίους δύο μήνες, κάτι που καταλήγει μόνο σε μεγάλο πόνο. Συνάντησα τον δυνατότερο άντρα στον κόσμο˙ είναι απόφοιτος του Κέιμπριτζ, εξαιρετικός ποιητής. Είχα αγαπήσει το έργο του πριν τον συναντήσω. Είναι ένας σωματώδης υγιής Αδάμ, με μια φωνή σαν τον κεραυνό του Θεού— τραγουδιστής, παραμυθάς, λιοντάρι, ένας οδοιπόρος που ποτέ δεν θα πάψει να περιπλανιέται… Το χιούμορ του είναι το αλάτι της γης. Ποτέ δεν γέλασα τόσο πολύ στη ζωή μου».  Η δύναμη, η επιβολή, η γοητεία που της ασκεί την καθηλώνουν, αλλά η ίδια δηλώνει πως αυτό έψαχνε σε όλη της τη ζωή. Το μακρύ πένθος απώλειας της πατρικής φιγούρας, τώρα αντικαθίσταται από τη φιγούρα του Χιουζ. Στο ποίημα της Ερωτική Επιστολή, γράφει:

Δεν είναι εύκολο να περιγράψω την αλλαγή που έκανες.

Αν τώρα είμαι ζωντανή, τότε ήμουν νεκρή,

Ωστόσο, σαν πέτρα, ανενόχλητη

Σταθερά προσκολλημένη στη συνήθεια.

 

Η Πλαθ υποτάχτηκε στην αρσενική δύναμη για να ολοκληρώσει το ένστικτο της γυναικείας της φύσης. Η κατάκτησή της από τον Χιουζ δεν σήμαινε κοινωνική υποδούλωση μέσα στο συζυγικό ρόλο και στα καθήκοντα που απορρέουν από αυτόν. Όμως οι ανάγκες που πηγάζουν από την ανατροφή δυο μικρών παιδιών, έγιναν πολλές φορές αντικείμενο αναφοράς στις επιστολές στα ημερολόγια, ακόμα και στα ποιήματά της.

Στο πρόσωπο του Χιουζ, είχε βρει όχι μόνο τον σύζυγο, εραστή και ιμπρεσάριο της, αλλά είχε αντικαταστήσει και την πατρική φιγούρα. Η απώλεια του πατέρα της σε ηλικία οκτώ ετών, την έκανε να ζήσει μια απόρριψη, μια εγκατάλειψη. Η Πλαθ εκδηλώνει εξαιτίας αυτής της απώλειας αμφιθυμικά συναισθήματα. Η αγάπη διαδέχεται το μίσος και το αντίστροφο. Ο θρήνος της Πλαθ για τον πατέρα της ήταν ατελής. Προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι η Πλαθ επισκέπτεται τον τάφο του πατέρα της μόλις το 1959, στην ηλικία των είκοσι έξι ετών. Μέσα από τα γραπτά της φαίνεται πως δεν μπορεί να τον συγχωρέσει για την ισχυρογνωμοσύνη του, καθώς αυτοκαταστροφικά υπέμεινε να του καταφάει το κάτω άκρο ο σακχαρώδης διαβήτης, πιστεύοντας ότι πάσχει από καρκίνο και δίχως να επισκεφτεί κατά τη διάρκεια της νόσου του γιατρό.

Ο Φρόιντ θεωρεί πως η μελαγχολία είναι απόρροια αποτυχίας ή αδυναμίας να πενθήσει κανείς επαρκώς μια απώλεια. Στη σύγχρονη ψυχανάλυση γίνεται ενδελεχής έρευνα στο υποκείμενο με κατάθλιψη και μελαγχολία για να διαπιστωθεί αν αυτό μεταφέρει τον ατελή θρήνο ενός αντικειμένου με ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς, ο οποίος δεν χάνεται με τα χρόνια, αλλά ανέπαφος μεταφέρεται και μολύνει το περιβάλλον του υποκειμένου, συνήθως το οικογενειακό περιβάλλον. Η ίδια η ποιήτρια έχει σαφή προσανατολισμό στο θάνατο, έλκεται από αυτόν, παίζει με αυτόν, τον προκαλεί για να τον αψηφήσει και να βγει νικητής.

Η Πλαθ σε όλη της τη ζωή μοιάζει με την κόρη που έχει υπογράψει ένα σιωπηρό συμβόλαιο με τον πατέρα της, όπου ο ρόλος της είναι καθορισμένος, ο ρόλος της είναι να πεθάνει ή να πλησιάσει πολύ κοντά στο θάνατο και τελικά το καταφέρνει. Ο Χιουζ είναι ο άνθρωπος που επουλώνει πρόσκαιρα την πληγή της ποιήτριας και ως άλλος πατέρας ανασταίνεται αναστρέφοντας για όσα χρόνια τη σιωπηρή συμφωνία του ατελούς πένθους της ποιήτριας. Στο ποίημα «Πατερούλης» παρατηρούμε πως ο υπερμεγέθης πατέρας αντικαθίσταται σιγά σιγά από τη φιγούρα του συζύγου της. Γίνεται όμως στη ζωή και αυτή η φιγούρα που αντικαθιστά την πατρική, να εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία, όπως εγκατάλειψε το σπίτι ο πατέρας όταν πέθανε από τις επιπλοκές του σακχαρώδη διαβήτη. Για την Πλαθ η διαδικασία επαναλαμβάνεται, η πληγή που είχε πρόσκαιρα επουλωθεί χαίνει. Το συμβόλαιο ενεργοποιείται ξανά. Θα αποπειραθεί να έρθει και πάλι κοντά στο θάνατο, αυτή τη φορά όμως η σιωπηρή συμφωνία θα επικυρωθεί. Ο Αλβαρέζ γράφει: «Σε τούτα τα τελευταία ποιήματα δείχνει να έχει πειστεί ότι η ρίζα της δυστυχίας της ήταν ο θάνατος του πατέρα της˙ τον υπεραγαπούσε, κι εκείνος την εγκατέλειψε και την έσυρε μαζί του στο θάνατο.»

Μερικά από τα ποιήματα της συλλογής αντλούν το κύριο θέμα τους από την ειδικότητα στις μέλισσες που είχε ως βιολόγος ο πατέρας της Πλαθ και για τούτο τα ποιήματα  είναι γνωστά ως «Ποιήματα για τις Μέλισσες». Σε αυτά η Πλαθ εκθέτει μέσα από συμβολισμούς με τη χρήση αρχέτυπων τη σχέση πατέρα-κόρης. Ο Χάιμαν στη βιογραφία με τίτλο «Ο Θάνατος και η Ζωή της Σίλβια Πλαθ» (εκδόσεις Μελάνι, 2006) σχολιάζοντας αυτή τη θεματική ενότητα γράφει: « Η ιδέα του γάμου με τον νεκρό πατέρα είναι αναπόσπαστη με την ιδέα του θανάτου που θα την ενώσει μαζί του. Συχνά η Πλαθ σκέφτεται τους νεκρούς σαν πεταλίδες που προσκολλώνται στους ζωντανούς, σαν χέρια μιας γριάς λάμιας που με τραβούν κάτω».

Μέσα στο «Άριελ» απαντώνται ποιήματα που ομοιάζουν με πυθικούς χρησμούς. Το ομότιτλο έχει μια διφορούμενη ερμηνεία. Καταρχήν, πλούσιο σε μοτίβα αντιθέσεων, κίνηση-ακινησία, γη-φωτιά, φως-σκοτάδι, ξεκινά τελετουργικά, με μια ιερή ακινησία, η οποία εκφράζεται με χρήση της ελληνικής λέξης Stasis.

Στάση στο σκοτάδι.

Κι ύστερα τ’ άδειο μπλε

κατακλυσμός λιθόσπαρτων κορυφών και βάθους.

 

Λέαινα του Θεού!

Πώς μεγαλώσαμε,

άξονας φτερνών και γονάτων! […]

 

Post 2 f

Στα ημερολόγια της Πλαθ υπάρχουν αναφορές, στις οποίες η ποιήτρια λέει, πως είχε την τύχη ν’ ακούσει τον Οντέν να εξηγεί την άποψη του για τον Άριελ του Σαίξπηρ ως αντιπροσωπευτικό πνεύμα της «δημιουργικής φαντασίας», της ευρηματικότητας, οπότε κάποιος μπορεί να συμπεράνει ότι μέσα από το ποίημα της αυτό, εκθέτει την δική της δημιουργικότητα. Άριελ ονομαζόταν όμως και το άλογο που ίππευε στο Ντέβον. Ο A. Αλβαρέζ σχετικά  με το ποίημα γράφει: «Κι ακόμα υπάρχει ένα θέμα˙ ο ιππέας είναι ένα με το άλογο, το άλογο είναι ένα με την οργωμένη γη κι η πάχνη που σηκώνεται απ’ τ’ αυλάκι γίνεται ένα με τον αναβάτη. Η κίνηση είναι κυκλική. Η Πλαθ έγραψε ένα ποίημα για την ιππασία ενός αλόγου…χωρίς όμως να βλέπουμε το άλογο μέσα στο ποίημα, απλά το αισθανόμαστε…Έτσι το ποίημα δεν είναι ακριβώς μόνο για το άλογο Άριελ· είναι γι’ αυτό που γίνεται όταν η «στάση στο σκοτάδι» τείνει να γίνει ακινησία, όταν η πιθανή βία του ζώου ελευθερώνεται. Και μαζί η βία του αναβάτη». Και έτσι ο Άριελ είναι η αστραπή και η βροντή που φωτίζει τις σφαίρες του δέντρου της ζωής με την ενέργεια της Θεϊκής Πηγής, τη δημιουργικότητα της μεταφυσικής ποίησης της Πλαθ και του Χιουζ και ταυτόχρονα είναι η πόλη Άριελ (Ησαΐας, κεφ., κθ΄: 1-8), η «Λέαινα του Θεού», όπως γράφει στον τέταρτο στίχο του ποιήματος.

Όλες αυτές οι διφορούμενες ερμηνείες, η χρήση λέξεων που στην Αγγλική γλώσσα κάνουν το ποίημα να αποπνέει, ας μου επιτραπεί η παρομοίωση, ένα ιδιαίτερο καβαφικό ιδίωμα προσαρμοσμένο όμως στην αγγλική γλώσσα, η αφαιρετική σύνταξη, οι πολλαπλές αντιστροφές στην ένταση των φθόγγων, οι πολλαπλοί νεολογισμοί που η ίδια εφευρίσκει και επιβάλλει στην πιο γοργά εξελισσόμενη γλώσσα του κόσμου, μετατρέπουν τα ποιήματα σε μικρές θερμοκοιτίδες, όπου μέσα εκκολάπτονται οι εφιάλτες της ρομαντικής και μοντέρνας ποίησης, φτιάχνοντας αυτό που σήμερα πια ονομάζουμε ως μεταμοντέρνο.

Αυτό που κυριαρχεί στα ποιήματα είναι η εγγενής ταχύτητα. Τα ποιήματα εκτείνονται σε μία έως δύο σελίδες, είναι συχνό όμως στην φόρμα που ξεδιπλώνει η Πλαθ να απαντάται μία λέξη ως ολόκληρος στίχος. Αυτό τα προικοδοτεί με ταχύτητα, η οποία είναι απαραίτητη για να εκδηλωθεί αυτό που επιθυμεί η ποιήτρια, δηλαδή ένταση και βιαιότητα. Επίσης στα ποιήματα κυριαρχούν τα χρώματα. Η υπέρβαση μέσα στο ποίημα συντελείται από την αχρονία, την ακινησία, την ανεικονικότητα και την αχρωμία.  Τα νεκρά χέρια, το παγωμένο κορμί, η αποφλοίωση ενός κορμιού, η στάση, το άδειο μπλε, υπερβαίνουν τα όρια του αισθητού κόσμου, βοηθώντας έτσι να φανερωθεί ένας υπεραισθητός κόσμος, όπως αυτός που συναντά κανείς στα όνειρα.

Όταν μετέφρασα τα «Γράμματα Γενεθλίων» του Χιουζ, δεν κρύβω την ευχαρίστησή μου, πως η αρχική υποψία που έτρεφα τόσο για την Πλαθ και τον Χιουζ, σχετικά με τη μαγεία και την ενασχόλησή τους, έγινε βεβαιότητα. Μέσα στη συλλογή «Άριελ», είναι φανερή η επίδραση της αποκρυφισμού, του πνευματισμού, του ερμητισμού και γενικά της μεταφυσικής, στα οποία μύησε ο Χιουζ την Πλαθ. Αναφορές του τύπου πως και οι δυο παντρεμένοι όντας, σχεδίαζαν τους αστρολογικούς τους χάρτες, συμβουλεύονταν τις όψεις των πλανητών, καλούσαν τα πνεύματα με το περίφημο Ouija board (τραπεζάκι πνευματισμού), χρησιμοποιούσαν τις κάρτες του Ταρό, τις συναντούμε διάσπαρτες μέσα στη συλλογή.

Το 1999 ο Αλβαρέζ δημοσίευσε ένα άρθρο στην αγγλική εφημερίδα Guardian με τίτλο «Πώς η μαύρη μαγεία σκότωσε τη Σίλβια Πλαθ». Τον τίτλο του άρθρου ακολουθεί ένας ενδιαφέρον υπότιτλος που γράφει τα εξής: «Η ενασχόληση του Τεντ Χιουζ με τον αποκρυφισμό έδωσε τη δυνατότητα στη Σίλβια Πλαθ να γράψει μερικά από τα καλύτερα της έργα. Αλλά, ο Αλβαρέζ, πρώην εκδότης της Observer και στενός φίλος του καταραμένου ζευγαριού, λέει πως η έμπνευση είχε φοβερό κόστος».

Το άρθρο στοιχειοθετεί τον ευάλωτο χαρακτήρα της Πλαθ. Από την εποχή που υπότροφος του ιδρύματος Φουλμπράιτ βρίσκεται στο Κέιμπριτζ όλοι γνωρίζουν την σχεδόν επιτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας, τον εφιάλτη της ηλεκτροσπασμοθεραπείας στην οποία είχε υποβληθεί, και πίσω από όλα αυτά το ατελές πένθος της για τον πατέρα της. Ο Χιουζ αποκαλούσε τον «πατερούλη» της,  ως Μινώταυρο και βέβαια χαρακτηρισμοί παρόμοιου τύπου απαντώνται σε έναν μεγάλο αριθμό ποιημάτων της συλλογής. Η έκδοση της συλλογής αυτής ισοδυναμεί με το τέλος της πολύχρονης σιωπής του για το θέμα. Μέχρι τότε αυτός και η αδερφή του Όλουιν εμποδίζουν με τις παρεμβάσεις τους και την έντονη λογοκρισία που ασκούν κάθε απόπειρα βιογραφίας που γίνεται για την Πλαθ. Ακόμα και η έκδοση των επιστολών της ποιήτριας προς τη μητέρα και το οικογενειακό της περιβάλλον κόβεται και ράβεται αφενός στα μέτρα του Χιουζ ως συζύγου της αλλά και κατά την επιθυμία της μητέρας της Πλαθ να παρουσιάσει εαυτή ως το ιδανικό πρότυπο μητέρας.  Η Όλουιν Χιουζ ασκούσε τεράστια επιρροή στον μικρότερο αδερφό της τον Τεντ και είναι βέβαιο πως αυτή ως η πρώτη μυημένη στον αποκρυφισμό και την μαγεία είχε μυήσει και τον ποιητή.

Διαβάζοντας τα «Γράμματα Γενεθλίων» χαρτογραφείται ο τρόπος με τον οποίο ο Χιουζ ενέπλεξε την Πλαθ στον κόσμο του απόκρυφου και του υπερφυσικού και βέβαια αυτό το έκανε στο όνομα της ποίησης. Το παράξενο συνονθύλευμα του παγανισμού και των Κέλτικων μύθων τον οδήγησε στη σιωπή και την απομόνωση. Η μετάβαση στο Ντέβον, ήταν η πρώτη απόπειρα μετοίκησης στα βαλτοτόπια ενός μαύρου έρωτα. Η Σίλβια δεν ήτανε έτοιμη για κάτι τέτοιο. Προερχόμενη από μία μεσοαστική οικογένεια, ταίριαζε καλύτερα στο περιβάλλον του πολύχρωμου αμερικανικού καρουζέλ, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Χιουζ σε ένα ποίημα του. Όμως η Σίλβια συμπεριφέρθηκε σαν σφουγγάρι, απορροφώντας πλήρως κάθε πίστη σε σκοτεινούς θεούς, πνεύματα και απλανείς αστέρες που όριζαν τη μοίρα. Έτσι ενεπλάκη με τη θέλησή της στο τρομαχτικό παιχνίδι του πνευματισμού, φθάνοντας στο σημείο, όταν εκείνος την εγκαταλείπει για την Άσια, να πάρει όλα του τα χειρόγραφα, να τα ανακατέψει με νύχια και τρίχες από τη χτένα του και να τα κάψει τελετουργικά σαν μάγισσα. Καθώς οι φλόγες έσβησαν, ένα μοναδικό απόκομμα χαρτιού έφτασε μέχρι τα πόδια της. Στο απόκομμα αυτό ήταν γραμμένο το όνομα της Άσια. Ο Χιουζ είχε γράψει για τις πνευματιστικές ικανότητες της Πλαθ: «Τα ψυχικά της ταλέντα, σχεδόν κάθε στιγμή ήταν τόσο δυνατά, που πολλές φορές η ίδια εύχονταν να απαλλαχθεί από αυτά».

Ο Αλβαρέζ μετά το θάνατο του Χιουζ αποκαλύπτει όλες αυτές τις λεπτομέρειες με σκοπό να αποκαταστήσει ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό, τη στάση που κράτησε όταν η Σίλβια του ζήτησε να την υποστηρίξει συναισθηματικά. Στην πραγματικότητα ενοχοποιεί τον Χιουζ πως ενίσχυσε τους εφιάλτες που την κατάτρυχαν τις νύχτες με σκοπό να μπορέσει μέσω της ψυχανάλυσης και των ονείρων να απαλλαγεί από το ατελές της πένθος. Ο πατερούλης εμφανίζεται συχνά στα όνειρα του ζευγαριού. Η Πλαθ με τον ευάλωτο ψυχισμό της καταρρέει. Η κατάθλιψη της γίνεται ολοένα και πιο έντονη. Είναι αποφασισμένη στο όνομα της ποίησης να αναστήσει όλους τους δαίμονες για να τους αντιμετωπίσει, όμως το κόστος είναι θανάσιμο.

Μετά το χωρισμό της είχε την ανάγκη κάποιου που θα μπορούσε να ακούσει τα ποιήματά της, αλλά και κάποιου που ίσως να μπορούσε να τη στηρίξει συναισθηματικά. Ο Άλβαρεζ δηλώνει πως η Πλαθ είδε στο πρόσωπό του αυτό το άτομο και πως τα αισθήματά του ήταν βέβαια αισθήματα θαυμασμού για την ποίησή της, αλλά μόνο μέχρι εκεί.

Η επίσκεψη του Άλβαρεζ γίνεται λίγες εβδομάδες αφότου ο κριτικός έχει γνωρίσει τη μελλοντική του σύζυγο, την Άννα. Ο ίδιος δηλώνει: «Δεν ήτανε ένας ρόλος που ήθελα. Έτσι προσκολλήθηκα στην ποίηση και προσπάθησα να κλείσω τα αυτιά μου σε οτιδήποτε άλλο μου ανέφερε. Με κάλεσε την παραμονή των Χριστουγέννων: θέλεις να έρθεις και να δεις το νέο διαμέρισμα, να δειπνήσουμε και ν’ ακούσεις μερικά ποιήματα; Είπα, πως θα περάσω. Με δυσκολία αναγνώρισα τη Σίλβια όταν άνοιξε την πόρτα. Η λαμπερή και νέα αμερικάνα σύζυγος με το απόλυτο  χαμόγελο και τα στενά της φουστάνια είχε εξαφανιστεί πίσω από τις τηγανίτες, τα βουτήματα και μια επιτηδευμένη χαρούμενη ατμόσφαιρα. Το πρόσωπό της ήταν χλομό και αφυδατωμένο, τα μαλλιά της έπεφταν χαλαρά ως τη μέση της ενώ ανέδιδαν μια έντονη μυρωδιά ζώου καθώς ανέβαινε τις σκάλες μπροστά μου. Έμοιαζε με ιέρεια που είχε αδειάσει παντελώς από τις ιεροτελεστίες της λατρείας της… Κρατήσαμε τα προσχήματα. Εκείνη διάβασε, εγώ άκουγα και σχολίαζα μέχρι που κοίταξα το ρολόι μου δηλώνοντας: Πρέπει να φύγω. Μου είπε: Μη, σε παρακαλώ μη, και άρχισε να κλαίει με λυγμούς και αναφιλητά. Την χάιδεψα στο κεφάλι σα να ήταν ένα εγκαταλειμμένο παιδί, λέγοντας πως όλα είναι εντάξει και θα συναντηθούμε μετά τα Χριστούγεννα, αλλά συνέχισε να κλαίει κουνώντας το κεφάλι της. Έτσι εγώ πήγα στο επίσημο δείπνο-πάρτι και ποτέ δεν την ξανάδα ζωντανή».

Ακόμα και ο πιο λογικός άνθρωπος, όταν παραμονή Χριστουγέννων μένει μόνος, ουσιαστικά εγκαταλειμμένος, με την οικογένεια του στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, οικονομικά εξαρτημένος από ένα πενιχρό δεκαπενθήμερο τσεκ, με δυο μωρά, σίγουρα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αυτή την κατάσταση χωρίς να κινδυνέψει να καταρρεύσει ψυχολογικά. Και η Πλαθ είχε φτάσει στο χείλος της νευρικής κατάπτωσης.

Από τον Ιανουάριο μέχρι και την 5 Φεβρουαρίου έγραψε δέκα ποιήματα ακόμα που δεν περιλαμβάνονταν στο χειρόγραφο που άφησε με τον τίτλο «Άριελ». Αυτά τα ποιήματα  τα προσθέτει ο Χιουζ κατά την επεξεργασία της ποιητικής συλλογής που από τους Faber and Faber Limited το 1965. Σε όλα αυτά τα ποιήματα ο θάνατος και η αυτοκτονία χειρίζονται στωικά. Η Πλαθ δείχνει αποστασιοποιημένη.

Στη βιογραφία του Χάιμαν διαβάζουμε για τα τρία τελευταία ποιήματα που γράφτηκαν τη Δευτέρα στις τέσσερις και την Τρίτη στις πέντε το πρωί ότι: «υποδηλώνουν πως είχε εκείνη επιβάλλει στον εαυτό της τη θανατική ποινή, αλλά είναι αδύνατον να είμαστε βέβαιοι ως προς το αν η συγγραφή αυτών των ποιημάτων τη βοήθησε να πάρει την απόφαση. Κατά κάποιο τρόπο θυμίζουν το θεατρικό έργο του Ζενέ «Το μπαλκόνι», όπου κάθε ζωντανό στοιχείο μοιάζει να ποθεί την ίδια του την απουσία, την αντικατάστασή του από μια εικόνα, ένα μνημείο, μια φορεσιά».

Το ουσιαστικό για τη διαταραγμένη προσωπικότητα της Πλαθ ήταν ότι εκείνους τους τελευταίους μήνες δεν υπήρξε κάποιο ερέθισμα που θα την έκανε να επιθυμήσει τη ζωή, να μην επιχειρήσει την αυτοκτονία. Η άμυνα που είχε χρησιμοποιήσει γράφοντας ποιήματα τής είχε γίνει πλέον συνήθεια. Η κρίση που δημιουργούσε συχνά με ένα ποίημα, στρεφότανε προς τον εαυτό της, αφού της έλειπε ο αναγνώστης, ο ακροατής, έτσι  το ποίημα συσσώρευε την ενέργεια του και την εκτόξευε και πάλι προς την ίδια.

Όσοι γνώρισαν την Πλαθ από το Δεκέμβριο μέχρι και το Φεβρουάριο του τελευταίου χρόνου στο Λονδίνο και δεν είχαν πρότερη εικόνα της, μιλούν για μια καταθλιπτική αμερικανίδα μητέρα που μεγάλωνε μόνη τα παιδιά της.

Μέχρι και το θάνατό της, η Πλαθ δεν είχε ως ποιήτρια την απήχηση που έχει σήμερα. Η αυτοχειρία της την ηρωοποίησε και δικαίωσε το έργο της, χαρίζοντάς της τη φήμη και την αναγνωσιμότητα. Μόλις μία εβδομάδα  μετά το θάνατο της, στο φύλλο της κυριακάτικης Observer, ο Αλβαρέζ, δίχως να αναφέρει ούτε μία λέξη για την αυτοκτονία της, μίλησε για την ποιητική της μεταστροφή γράφοντας: «η Πλαθ κάνει μια εντελώς καινούργια αρχή στη σύγχρονη ποίηση, που την καθιερώνει ως την πιο προικισμένη ποιήτρια της εποχής μας… Η απώλεια στη λογοτεχνία είναι ανυπολόγιστη» και ταυτόχρονα δημοσιεύει τέσσερα από τα τελευταία της ποιήματα με αποτέλεσμα να πλημμυρίσει η εφημερίδα από τα γράμματα των αναγνωστών. Η εποχή της λατρείας της Σίλβια Πλαθ έχει αρχίσει. Ο ίδιος ο Άλβαρεζ ευθύνεται για την αποκάλυψη του ψευδωνύμου (Βικτόρια Λούκας), το οποίο είχε χρησιμοποιήσει στο μυθιστόρημά της «Γυάλινος Κώδωνας».

Το κοινό αρχίζει επίμονα να ζητά την έκδοση των ανέκδοτων ποιημάτων της. Ο Χιουζ έχει το νομικό δικαίωμα να επιτρέψει ή όχι την εμφάνιση των ποιημάτων σε βιβλίο. Η συλλογή «Άριελ» εκδίδεται με επιμέλεια του και έχει διαφορετική σειρά από αυτή που η ίδια η ποιήτρια είχε αποφασίσει αρχικά. Τα ποιήματα της αρχικής συλλογής είναι σαράντα, από τα οποία ο Χιουζ κατά την επιμέλεια αφαιρεί και προσθέτει δεκατρία, τα οποία γράφτηκαν από τον Ιανουάριο έως και τον Φεβρουάριο του 1962.

Έτσι ουσιαστικά μιλάμε πια για δύο συλλογές «Άριελ» και είναι δύο, αφού η δομή κάθε βιβλίου ως τελική ποιητική σύνθεση καταλήγει στην αφήγηση δύο παραλλαγμένων ιστοριών. Το 2004 κυκλοφόρησε η συλλογή «Άριελ, Η Αποκατεστημένη Έκδοση» (Ariel, The Restored Edition) με πρόλογο και επιμέλεια της Φρίντα Χιουζ.

Συγκρίνοντας τις δυο εκδόσεις της συλλογής σημειώνουμε τα ποιήματα που ο Χιουζ απάλειψε από το χειρόγραφο της Σίλβια, καθώς και αυτά που επέλεξε για να τα αντικαταστήσει.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΧΙΚΟ

ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΑΡΙΕΛΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΠΕΛΕΞΕ Ο ΧΙΟΥΖ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΑΡΙΕΛ Ο ΚΟΥΝΕΛΟΚΥΝΗΓΟΣ

ΘΑΛΙΔΟΜΙΔΗ

ΣΤΕΙΡΑ ΓΥΝΑΙΚΑ

ΕΝΑ ΜΥΣΤΙΚΟ

Ο ΔΕΣΜΟΦΥΛΑΚΑΣ

Ο ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ

ΜΑΓΟΙ

ΛΕΣΒΟΣ

Ο ΑΛΛΟΣ

ΑΚΙΝΗΤΟΣ ΝΕΚΡΟΣ

ΤΟ ΘΑΡΡΟΣ ΝΑ ΣΩΠΑΙΝΕΙΣ

PURDAH

ΑΜΝΗΣΙΑΚΟΠΡΟΒΑΤΟ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ

Ο ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΟΣ

ΜΙΚΡΗ ΦΟΥΓΚΑ

ΧΡΟΝΙΑ

ΤΑ ΜΑΝΕΚΕΝ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ

ΤΟΤΕΜ

ΠΑΡΑΛΥΤΙΚΟ

ΜΠΑΛΟΝΙΑ

ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ ΤΟΝ ΙΟΥΛΙΟ

ΕΥΓΕΝΕΙΑ

ΜΕΛΑΝΙΑ

ΑΚΡΟ

ΛΕΞΕΙΣ

Τα ποιήματα που προσέθεσε ο Χιουζ, είναι όλα ποιήματα, στα οποία η Πλαθ χαρακτηρίζεται από τη στωικότητα και την αποστασιοποίηση απέναντι στο θάνατο. Η κραυγή της έχει γίνει πλέον συνειδητή εξαγγελία, η ακινησία, η κενότητα, η εικόνα της νεκρής φύσης μαρτυρούν το ψυχικό άκρο στο οποίο έχει περιέλθει. Από την άλλη, τα ποιήματα που αφαίρεσε ο Χιουζ δεν μπορούμε να πούμε ότι συγκαλύπτουν ιδιαίτερες πτυχές της προσωπικής τους ζωής, όπως πολλοί έχουν υποστηρίξει. Αν και πιστεύω ότι μια τέτοια θεώρηση είναι κύρια ηθελημένη παρανάγνωση.

Από τις ελάχιστες ενστάσεις που έχω σχετικά με την επιλογή και την εξαίρεση των δεκατριών ποιημάτων είναι η απουσία του ποιήματος «Θαλιδομίδη», το οποίο παρουσιάζει εκπληκτική συνάφεια με το κλίμα που επικρατεί στη συλλογή «Άριελ», ενώ είναι ποίημα δηλωτικό της ανυπαρξίας, της εγκατάλειψης, της απάθειας, της πικρίας και της απόγνωσης που βιώνει η Πλαθ, αφού ανήκει μαζί με όλα τα εξαιρεθέντα στο χρονικό διάστημα του 1962, όταν ο Χιουζ είχε γνωρίσει πλέον την Άσια και η Πλαθ είχε πληροφορηθεί το γεγονός. Το ποίημα είναι δηλωτικό της ποιητικής ιδιοφυΐας της Πλαθ και για τούτο το παραθέτω σε τούτο το εισαγωγικό σημείωμα μεταφρασμένο:

Θαλιδομίδη

 

Ω! Μισοφέγγαρο —

 

Ήμισυς εγκέφαλος, φωτεινότητα—

Νέγρος, μεταμφιεσμένος σαν λευκός,

 

Οι ερεβώδεις σου

Ακρωτηριασμοί έρπουν και τρομοκρατούν—

 

Αραχνιασμένο, επικίνδυνο.

Ποιό γάντι

 

Ποιά σκληρότητα

Με προστάτεψε

 

Απ’ αυτή τη σκιά—

Τ’ ανεξίτηλα μπουμπούκια.

 

Κόνδυλοι στις ωμοπλάτες, τα

Πρόσωπα που

 

Ωθήθηκαν στη ζωή, σβαρνίζουν

Το αποκεφαλισμένο

 

Ματωμένο καύκαλο της ανυπαρξίας.

Όλη τη νύχτα πελεκούσα

 

Έναν χώρο γι’ αυτό που μου δόθηκε

Έναν έρωτα

 

Για δυο υγρά μάτια και μια στριγκλιά.

Το λευκό σάλιο

 

Της απάθειας!

Οι μαύροι καρποί ωριμάζουν και πέφτουν.

 

Το κρύσταλλο σπάζει κατά μήκος,

Η εικόνα

 

Απομακρύνεται και συρρικνώνεται όπως ο χυμένος υδράργυρος.

 

Αυτό το ποίημα και μαζί «Ο Κουνελοκυνηγός»,  «Ο άλλος», «Το Θάρρος να Σωπαίνεις» και το «Purdah», ακολουθήσανε τη δική τους πορεία με την έκδοση της συλλογής «Winter Trees» (Χειμωνιάτικα Δέντρα) το 1971, ενώ όλα τα άλλα δημοσιεύθηκαν κατόπιν σε περιοδικά.

Ο «σκοτεινός σύζυγος» που κατηγορήθηκε ευθέως για το θάνατο της Πλαθ, είναι ταυτόχρονα αυτός που ανέδειξε το ποιητικό της έργο, αυτός που της χάρισε μετά το θάνατό της φήμη και αναγνωσιμότητα. Το μαύρο τετράδιο με το χειρόγραφο του «Άριελ» καθώς και το υπόλοιπο ποιητικό της έργο θα μπορούσε να μην είχε δει ποτέ το φως της δημοσιότητας, αφού ο Χιουζ μπορούσε ως κληρονόμος και διαχειριστής του έργου της να το έχει αν όχι καταστρέψει τουλάχιστον να το κρατήσει στη σιωπή.

Θα πρέπει όμως να αναλογιστούμε τις συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί. Η Φρίντα και ο Νίκολας, τα δυο παιδιά της, ήταν πια ορφανά από τη μητέρα τους.  Θα έπρεπε να μπορέσουν να καταλάβουν γιατί τα εγκατέλειψε, ενεργώντας σύμφωνα με την  ηθική της κοινωνίας εγωιστικά. Ο Χιουζ έπρεπε να προστατέψει τον εαυτό του απέναντι στα παιδιά του, να ξεκαθαρίσει πως η απόφαση αυτή αφορούσε τη μητέρα τους και δεν ήταν πράξη υποκινημένη σε καμία περίπτωση από τη δική του συμπεριφορά και εγκατάλειψη, όπως με μεγάλη ευκολία οι φεμινίστριες τον κατηγόρησαν.

Μελετώντας το έργο τους κατά αντιπαράσταση, αφού πολλές φορές εμφανίζονται τίτλοι ίδιοι και ποιήματα με κοινή θεματική μπορούμε να δούμε περισσότερες από μία πιθανές εκδοχές της ιστορίας τους. Ας μην ξεχνούμε ότι ακόμα και η έκδοση των επιστολών που είχε στείλει προς τη μητέρα της, ακολούθησε λεπτομερή επιμέλεια και αποσιώπηση σημείων που ίσως έβλαπταν την εικόνα της Ορέλια, ως δεσποτικής μητέρας, της οποίας η επιβολή έκανε την Σίλβια να μην μπορεί να απελευθερωθεί και να είναι ο εαυτός της. Έτσι αν η αγάπη της μάνας που είναι σχεδόν πάντα μια ανιδιοτελής αγάπη επέτρεψε τόσες παρεμβάσεις στις επιστολές της, τότε ας μην παραξενευόμαστε από την αγάπη ενός εραστή και συζύγου, του οποίου το έργο όσο ζούσε η Πλαθ είχε καεί ή καταστραφεί ολοκληρωτικά από την ίδια τουλάχιστον δύο φορές.

Η συλλογή «Άριελ», έτσι όπως η Πλαθ είχε διαλέξει να παραδώσει το χειρόγραφο, τέλειωνε με το ποίημα «Χειμωνιάζοντας». Σε αυτό το ποίημα, το οποίο ανήκει στον κύκλο που έχει λάβει το χαρακτηρισμό από τους μελετητές «Ποιήματα για τις Μέλισσες» κλείνει με την ελπίδα πως το μελίσσι επιβιώνει από το χειμώνα και την εικόνα των μελισσών που πετάνε μέσα στην άνοιξη.

Αντίθετα το τελευταίο ποίημα που ολοκληρώνει την πρώτη έκδοση της επιμελημένης από τον Χιουζ συλλογής, είναι το ποίημα «Λέξεις». Το ποίημα γράφτηκε την 1η Φεβρουαρίου και ανήκει στα δεκατρία που συμπλήρωσε ο Χιουζ. Οι λέξεις παρομοιάζονται από την ποιήτρια με τσεκούρια που χτυπούν πάνω σε ξύλινους δακτυλίους. Οι λέξεις αντιλαλούν και ο ήχος τους απλώνεται φυγόκεντρα. Οι λέξεις για την Πλαθ αντιστοιχούν στη γλώσσα και η γλώσσα όπως τελικά την κατανοεί και τη βιώνει τραυματίζει, τραυματίζει θανάσιμα:

Τσεκούρια

που με το χτύπο τους το δάσος αντηχεί,

και οι αντίλαλοι!

Αντίλαλοι π’ απλώνουν

Φυγόκεντρα σαν άλογα. […]

 

[…] Λέξεις ξερές και φευγαλέες,

Το αδιάκοπο ποδοβολητό των αλόγων.

Ενόσω

Από το βυθό της λίμνης, απλανή αστέρια

Κυβερνούν μια ζωή.

 

Το ποίημα καταλήγει λέγοντας πως οι λέξεις είναι πλέον ξερές και φευγαλέες. Είναι λέξεις δίχως νόημα. Η εξομολογητική της ποίηση έχει φθάσει στο τέλος της. Το υποκείμενο του ποιήματος βαδίζει και επιλέγει έχοντας αμαρτήσει επαναληπτικά προς την απελευθέρωση. Και βέβαια έχει αμαρτήσει, είτε αμφισβητώντας, είτε ερευνώντας αυτό που βρίσκεται πέρα από τη θέα του φυσικού κόσμου με εργαλείο τις λέξεις, τα τσεκούρια, τη γλώσσα, την ποίησή της.

Η Πλαθ ήταν μια απαιτητική ποιήτρια σε σχέση με την εξόρυξη της απάντησης του «ποιος είμαι;». Στην ουσία ανάγκασε την Μούσα της ποίησης να γίνει μια Μούσα θηριώδης, ένα τέρας που εμφανίστηκε μέσα στο σκοτεινό καφκικό δάσος παραφυλάγοντας να επιτεθεί στον δημιουργό, όχι για να τον τιμωρήσει, αλλά για να επιδείξει την ύπαρξή του και έτσι να μπορέσει να φανερωθεί σε αυτή την κατηγορία του πληθυσμού που διαβάζουν τους άλλους μισούς που γράφουν για την απογοήτευση, όπως έγραφε ο Κιερκεγκάαρντ.

Η αυτοχειρία της Πλαθ μπορεί να αναλυθεί λαμβάνοντας υπόψη μας αυτό που δηλώνει ο Καμύ, δηλαδή πως: «προετοιμάζεται μέσα στην σιωπή της καρδιάς, καθώς είναι ένα μεγάλο έργο τέχνης». Η Πλαθ ανακαλύπτοντας πως οι λέξεις είναι πια ξερές και φευγαλέες αποφασίζει να κρατήσει τη σιωπή, ως  μοναδική  εναλλακτική λύση. O Steiner, ίσως περιγράφει αυτή ακριβώς την επιλογή της Σίλβια Πλαθ, γράφοντας: «Όταν οι λέξεις στην πολιτεία είναι φορτωμένες βαρβαρότητα και ψέμα, τίποτα δεν μιλάει δυνατότερα από ένα άγραφο ποίημα». Η σιωπή για την ποιήτρια ισοδυναμεί με το μοναδικό πραγματικό φιλοσοφικό πρόβλημα, αυτό που ο Καμύ αναλύει στο Μύθο του Σίσυφου, την αυτοκτονία. Μαζί με τον ισχυρισμό του Καμύ έχουμε να προσθέσουμε και μια εμπειρική παρατήρηση: ότι κάθε μεγάλο έργο τέχνης παράγεται μόνο μέσα από βέβαιους παράγοντες στρες και απογοήτευσης και ισοδυναμεί με κάποιο είδος αυτοκτονίας. Για να παράγεις κάτι σπουδαίο, είναι ανάγκη να απολέσεις κάτι σπουδαίο. Αυτός είναι ο νόμος και αυτόν βιώνει κάθε αληθινός ποιητής.

 Από τις εκδόσεις Μελάνι κυκλοφορούν: 

  • Ο κυρ-Πανικός και η Βίβλος των ονείρων (2004)
  • Τεντ Χιουζ  Γράμματα γενεθλίων (2005)
  • Κρεβατοποιηματάκια (2005)
  • Ροναλντ Χαιμαν Ο θάνατος και η ζωή της Σύλβιας Πλαθ (2005)
  • Ο Γυάλινος Κώδων (2007)
  • Αριελ, η αποκαταστημένη έκδοση (2012)

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular