Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

Φιλολογική επιμέλεια: Μάριος – Κυπαρίσσης Μώρος

«Δίνε αμέτρητα τα αγαθά σου, χωρίς υπολογισμούς και ανταπόδοση, αλλά και βάστα τον εαυτό σου έτσι υποχείριο, ώστε σε κάθε στιγμή να μπορείς να μείνεις ή να ξαναγίνεις εύκολα κυρίαρχός του. Το μόνο που μένει μέσα σου είναι το αίσθημα ενός πόθου ανεκπλήρωτου, που πονεί. Ξεχνάς εύκολα τους περασμένους και περαστικούς πόθους σου. Στο τέλος απομένει μια χλωμή θύμηση που ξανάρχεται αριά και πού, και λες: αυτός είναι ο κόσμος».

Στις αδρές αυτές γραμμές του τελευταίου βιβλίου του Ίωνος Δραγούμη συγκεντρώνουνται, θαρρείς αρμονικά, τα περισσότερα στοιχεία της πολύπλευρης προσωπικότητάς του: η έξαρση και η λατρεία του Εγώ, η αυστηρή άσκηση της εσωτερικής ζωής, η ανάγκη της προσφοράς του εαυτού του μέσα στη δράση, η γενναιότητα απέναντι στη μοίρα του και, στο βάθος, σαν κατακάθι, μια ορισμένη συναίσθηση της ματαιότητας των πάντων, μια αθεράπευτη αμφιβολία, μια κρυμμένη πικρία που δίνει τον τόνο της σ’ όλη την ύπαρξή του.

Στο σχηματισμό της πνευματικότητας αυτής και στην εξώθησή της, από καιρό σε καιρό, σε ορισμένες έσχατες συνέπειες, συντελέσανε δύο βασικές ξένες επιρροές, κατά το μάλλον ή ήττον ομολογημένες στα γραφτά του Δραγούμη και καθόλου άλλωστε εκπληκτικές προκειμένου για ένα καλλιεργημένο νέο του 1900, οι επιρροές του Νίτσε και του Μπαρρές. Οι δύο συγχωνεύτηκαν μέσα του ως ένα σημείο, ενώθηκαν οπωσδήποτε με τις πηγαίες διαθέσεις του, συνδυάστηκαν με τη φιλοδοξία του, με τον εθνικισμό του, με τον έμφυτο στωικισμό του, που φαίνεται πως βάλθηκε να τον καλλιεργεί στην ώριμη ηλικία του (στο Σταμάτημα ο Μάρκος Αυρήλιος αναφέρεται πρώτος στον κατάλογο των διαλεχτών συγγραφέων του), για να γίνει ο Ίων Δραγούμης τέτοιος που έμελλε να φτάσει ως εμάς. Μίλησα παραπάνω για αρμονία, μα δεν είτανε βέβαια η ψυχική αρμονία κανόνας αυτής της ζωής. Σε πολύ σπάνιες και φευγαλέες στιγμές φαίνεται να ολοκληρώθηκαν όλ’ αυτά σ’ ένα σύνολο οπωσδήποτε ισορροπημένο και να πλησίασαν τη γαλήνη. Ο κανόνας είτανε μάλλον η αντίφαση, το εσωτερικό σκίσιμο, η δύσπνοια, η αδυναμία της συμβίωσης μ’ ένα Εγώ που είτανε πάρα πολύ γεμάτο, αλλά όχι αρκετά ισχυρό ώστε να αφομοιώσει ολότελα και να σταθεροποιήσει τα πλούτη του. Ήδη, στο Μονοπάτι, το βιβλίο της πρώτης νιότης του, αισθάνεται κανείς την απαρχή του εσωτερικού δράματος σε ορισμένες εκλάμψεις σαν αυτή την ανησυχητική φράση: «Ξύπνησε αργά το πρωί ο Αλέξης και είπε: Πάλι εγώ!»

Η επίδραση του Νίτσε είναι γνώρισμα όχι ατομικό του Δραγούμη, αλλά γενικό μιας ελληνικής λογοτεχνικής γενεάς, που οι χαρακτηριστικοί της αντιπρόσωποι είναι ο ίδιος ο Δραγούμης, ο Σικελιανός, ο Καζαντζάκης, και γύρω σ’ αυτούς αρκετοί άλλοι με λιγότερη φήμη. Είναι η γενεά που συζητούσε στα νιάτα της, σαν κάτι φυσικό και προσιτό, την ίδρυση λ.χ. μιας νέας θρησκείας ή ενός νέου πολιτισμού (βλ. στο Όσοι ζωντανοί μια συζήτηση ανάμεσα στον Αλέξη και το σύντροφό του, δηλαδή, όπως μας μαθαίνει ο πρόλογος, ανάμεσα στο Δραγούμη και το φίλο του Σουλιώτη-Νικολαΐδη: «–Θα ήθελα νάμουνα προφήτης καμμιάς νέας θρησκείας. –Το ίδιο και γω αισθάνομαι…»). Αργότερα είδαμε το Σικελιανό, στην ώριμη ηλικία του, να αγωνίζεται να ολοκληρώσει και να επιβάλει, όχι μονάχα στην Ελλάδα μα σ’ όλη την Ευρώπη, το θρησκευτικό όραμά του της Δελφικής Ιδέας. Είδαμε επίσης τον Καζαντζάκη να προσπαθεί, στο μεταίχμιο του μυστικισμού και της φιλοσοφίας, να συλλάβει μια νέα κοινωνική μεταφυσική με διεθνική αξία, ένα καινούργιο «πιστεύω» για την άρρωστη ανθρωπότητα. Ο Δραγούμης και, λίγο πριν απ’ αυτόν, ο Περικλής Γιαννόπουλος, που φαίνεται να τον επηρέασε με το παράδειγμά του, φαντάστηκαν σε ορισμένες στιγμές τους εαυτούς των ως προφήτες ενός καινούργιου ελληνικού πολιτισμού, που θα ξεπερνούσε σε πνευματική και ηθική αξία τον πολιτισμό της Ευρώπης και θα αχτινοβολούσε σ’ όλη τη Γη. Τέτοιος είταν ο αέρας της γενεάς εκείνης που είχε ανατραφεί μες στην απαίσια ατμόσφαιρα του 1897 κ’ είχε ωριμάσει μες στη δίνη του πρώτου Μεγάλου Πολέμου. Η μεγαλοπρέπεια των λογοτεχνικών οραματισμών της είταν ίσως, από μια άποψη, η παρηγοριά της και η παρηγοριά της Ελλάδας για μια πραγματικότητα τόσο τυραννική.

Μέσα σ’ αυτές τις προσπάθειες, δεν είναι υπερβολή να πούμε πως ο Νίτσε, κρυφά ή φανερά, είναι πανταχού παρών: πόθος της δύναμης, έξαρση του εξαιρετικού ατόμου, απεριόριστη αισιοδοξία του, αλλά αισιοδοξία εγωιστική και εγωκεντρική, που αφορά τον εαυτό του και τα έργα του κι όχι τη μάζα των αδυνάτων την οποία περιφρονεί, τοποθέτηση του εξαιρετικού ατόμου σ’ ένα επίπεδο ανώτερο από τους νόμους της ομάδας και αναγνώριση του δικαιώματός του να χρησιμοποιεί την ομάδα (έθνος, φυλή, κοινωνία, ανθρωπότητα) σα μια ύλη για να παίζει, για να δοξάζει τον εαυτό του, για να εξυψώνει το νόημα της ζωής. Ο Δραγούμης συμμετέχει στο πνεύμα αυτό των διαλεχτών ανθρώπων της γενεάς του, το δέχεται και το μεταδίδει παραπέρα, το μεταφέρει σ’ όλα σχεδόν τα βιβλία του και, όπως λέει ο ίδιος, στην πολιτική του δράση: «Εγώ είμαι, και πρέπει εγώ να εκταθώ, να ξαπλωθώ όσο μπορώ, χωρίς να σκέπτωμαι το έθνος μου. Βέβαια μέσα στο έθνος μου θα ξαπλώσω τη δύναμή μου, όσην έχω. Αυτό είναι ανάγκη, αφού γεννήθηκα μέσα σε τούτο το έθνος. Αλλά δε θα το συλλογίζωμαι, παρά μόνο ως όργανό μου θα το έχω». Κι αλλού: «Όποιος όμως είναι από κείνους που πλάθουν ιδανικά, όποιος είναι δημιουργός ειδώλων και χαράκτης δρόμων και νομοθέτης, θα έχει την πεποίθηση πως δεν αλλάζει και πολύ σε κανέναν καιρό και σε κανέναν τόπο η μεγάλη μάζα των ανθρώπων, ο αιώνιος Κάλιμπαν, και μόνο για να τη συναρπάζουν οι εξαιρετικοί, γι’ αυτό αξίζει». Οι αφορισμοί αυτοί είναι βέβαια πολύ καθαρά διατυπωμένοι και δε σηκώνουν αμφιβολίες ούτε για την πνευματική προέλευσή τους ούτε για τις κατευθύνσεις που χαράζουν. Ωστόσο ας μη βιαστούμε να σχηματοποιήσουμε το θέμα. Ο Δραγούμης πλέει στις αντιφάσεις, ζει και χαίρεται μέσα στις αντιφάσεις σαν το ψάρι στο νερό. Η νιτσεϊκή διάθεση δεν αρκεί για να τον εξηγήσουμε. Ίσια-ίσια θα τον δούμε συχνά να της ξεφεύγει, να την ξεχνά ή και να τη διαψεύδει στα ίδια ακριβώς βιβλία, όπου φαίνεται να την εκφράζει με τη μεγαλύτερη πεποίθηση.

Η επίδραση του Μπαρρές είναι, στη ζωή του Δραγούμη, κάτι πιο ιδιαίτερο, πιο οικείο, που αφορά μονάχα αυτόν και όχι τους τριγυρινούς του. Για τούτο ίσως μας φαίνεται να είναι κάτι πιο βαθύ. Είναι κάτι που το βρήκε μοναχός του και που το γεύτηκε σιωπηλά, μακριά από τους άλλους. Υπήρξε άλλωστε, όπως καταλαβαίνουμε από το Μονοπάτι, και κάποια απαρχή προσωπικού δεσμού ανάμεσα στο Γάλλο συγγραφέα και στον Έλληνα μαθητή του.

Ο Μπαρρές ήρθε στην Ελλάδα στα 1900 (είναι το ταξίδι που έμελλε να εμπνεύσει το πολύκροτο βιβλίο του: Το ταξίδι της Σπάρτης). Ο Δραγούμης είτανε τότε εικοσιδύο χρονώ, ο Μπαρρές τριανταοχτώ. Οι ηλικίες αυτές ταιριάζουν σε μια σχέση όπου φαντάζεται κανείς πως ανακατώθηκαν σεβασμός, πνευματική επίδραση, ευχάριστη συντροφιά, ίσως και κάποιο συναίσθημα φιλίας. Ο Μπαρρές και ο Δραγούμης έκαναν περιπάτους μαζί, στην Αθήνα και στα περίχωρα. Υπήρχε, ως φαίνεται, και κάποια κοπέλα ανάμεσά τους, που είχε την περιέργεια, ύστερα από δυο χρόνια, να πάει να κάνει επίσκεψη στον Μπαρρές στο Παρίσι. Ο διάσημος συγγραφέας τής είπε πως θυμότανε το νέο σύντροφό του της Αθήνας και μίλησε γι’ αυτόν με αγάπη. Του έστειλε τότε κ’ ένα βιβλίο του. Ο Δραγούμης τού έγραψε ανάμεσα σε άλλα: «Όταν πηγαίναμε μια μέρα μαζί στις παλιές συνοικίες, για να βρούμε το σπίτι που είχε καθήσει ο Chateaubriand, όταν ήλθε στην Αθήνα, σας έλεγα πως δεν είχα βρει ακόμη την ισορροπία μου. Τώρα με φαίνεται πως σιγά-σιγά τη βρίσκω και σεις με βοηθήσατε πολύ. Αφού φύγατε από δω, συλλογιζόμουν συχνά και σας και αυτά που με είχατε πει και διάβαζα και τα βιβλία σας για να σας καταλάβω καλύτερα και να νιώσω και τον εαυτό μου…» Τα νεανικά αυτά λόγια, τα τόσο απλά, έχουνε κάποια βαρύτητα. Ποια ήταν, ωστόσο, αυτή η κατανόηση του εαυτού του που ο Δραγούμης παραδέχεται πως τη χρωστά στις ομιλίες και στα βιβλία του Μπαρρές;

«Νέοι ειλικρινείς, λέει ο Μπαρρές, που δε συναντούν, μπαίνοντας στη ζωή, ένα δάσκαλο, “αξίωμα ή θρησκεία ή πρίγκιπα των ανθρώπων”, που να τους επιβληθεί, οφείλουν πριν απ’ όλα να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες του Εγώ τους». Στους νέους που δε βρίσκουνε μια πίστη στην οποία να στηρίξουνε τη ζωή τους, αλλά που κρύβουνε μέσα τους μια ψυχή πολύτιμη που αξίζει να σωθεί, ο Μπαρρές, νέος καλλιτέχνης του τέλους του 19ου αιώνα, αναρχικός, αριστοκρατικός, κορεσμένος από πολιτισμό, φιλοσοφική σκέψη και ιδεολογικούς αγώνες, προτείνει ως μόνη διέξοδο την εγωλατρεία. Το Εγώ είναι η μόνη χειροπιαστή πραγματικότητα. Το Εγώ δημιουργεί το σύμπαν. Το πρώτο χρέος μας στον κόσμο είναι να υπάρξουμε, να σώσουμε το Εγώ μας από τους Βαρβάρους. Οι Βάρβαροι είναι ο εχθρός που μας απειλεί σε κάθε μας βήμα, είναι το πλήθος των ανθρώπων χωρίς ευαισθησία και εσωτερική ζωή, που όχι μόνο είναι ανίκανοι να καταλάβουν το Εγώ μας, αλλά προσπαθούν συνεχώς να μας το καταστρέψουν. Θα αμυνθούμε λοιπόν εναντίον τους με όλα τα μέσα, και πρώτα-πρώτα με την περιφρόνηση. Αλλά δεν αρκεί να σώσουμε το Εγώ μας και να το αντιτάξουμε στους Βαρβάρους, οφείλουμε και να το καλλιεργήσουμε, να το γυμνάσουμε, να το κάνουμε όσο μπορούμε πλουσιότερο και δυνατότερο. Με ποιον τρόπο; Με την ακατάπαυστη αυτοανάλυση, με την όσο το δυνατό βαθύτερη συνειδητοποίηση του εαυτού μας, των πόθων μας, των συναισθημάτων μας, των ενστίκτων μας, με το ακόνισμα της ευαισθησίας μας, με την ανάπτυξη των κλίσεών μας. Για την καλλιέργεια του Εγώ θα χρησιμοποιήσουμε, ανάλογα με τις διαθέσεις μας και με τις περιστάσεις, τον έρωτα, τη φιλία, τη μελέτη, τη διαλεκτική, τα έργα της τέχνης, τα ταξίδια, την πολιτική δράση. Όλα αυτά δεν είναι άλλο τίποτα παρά μέσα, απλά όργανα εγωλατρείας.

Οι ιδέες του Μπαρρές δεν ήταν ακριβώς πρωτότυπες, πρωτότυπος όμως ήταν ο τρόπος που τις ενορχήστρωσε και τις παρουσίασε στα λυρικά και περιπαθή δοκίμια που αποτέλεσαν την τριλογία της Λατρείας του Εγώ. Το εξαίσιο ύφος του, η έντονη ποιητική ατμόσφαιρα που ανάδινε το έργο του, ο εξευγενισμός που έφερνε στη γαλλική πεζογραφία, ύστερα από τα μεγάλα όργια του νατουραλισμού, η καλλιτεχνική περηφάνεια της στάσης του απέναντι στη ζωή, γοητέψανε αμέτρητα αγόρια του καιρού. Γύρω στα 1900 ο Μπαρρές θεωρείται σαν ένας πρίγκιπας της γαλλικής νεολαίας κι η φήμη του έξω από τον τόπο του είναι μεγάλη. Ο Δραγούμης τον ακολουθεί ανεπιφύλαχτα. «Με βοηθεί ο Μπαρρές, γράφει, γιατί με μοιάζει». Νέος, ευαίσθητος, ονειροπόλος, ανικανοποίητος και άπιστος, τέτοιος που τον μαντεύουμε μέσα από το Μονοπάτι, μη ξέροντας πώς να χρησιμοποιήσει την ψυχή του, αλλά νιώθοντας την αξία της, βρίσκει έτοιμη τη Λατρεία του Εγώ και τη δέχεται μονομιάς σα μια λύση της νεανικής του κρίσης. Λύση βέβαια σχετική και ποτέ οριστική. Ωστόσο αυτή η εγκεφαλική και λυρική συνάμα επίδραση, που κράτησε μια τέτοια θέση στη νεανική του ζωή, δε φαίνεται να τον άφησε ποτέ εντελώς. Ίσια-ίσια, σ’ όλο το έργο του, μέσα από τις ατέλειωτες διακυμάνσεις του πνεύματός του και των παθών του, αισθανόμαστε συνεχώς να τον κατέχει, άλλοτε εντονότερη και άλλοτε ασθενικότερη, η μανία της αυτοανάλυσης, η ανάγκη να συνειδητοποιήσει καλύτερα τον εαυτό του, να τον αναπτύξει όσο μπορεί, να τον κρατήσει ανέπαφο από την επίδραση των Βαρβάρων. «Οι άνθρωποι δε μ’ αρέσουν». Είναι «μέτριοι, μέτριοι». «Εγώ δεν αγαπώ τους ανθρώπους». «Γεννήθηκα για μοναχός» κτλ. Κι αλλού, μες στην καρδιά της πολιτικής και εθνικής δράσης, αυτή η αναπάντεχη δήλωση: «Δουλεύοντας για τον Ελληνισμό, δουλεύω για τον ελληνισμό μου, δηλαδή δουλεύω για τον εαυτό μου, δουλεύω για να νιώσω καλύτερα τον εαυτό μου». Κι ο τίτλος ενός βιβλίου: Ο Ελληνισμός μου και οι Έλληνες. Πάντα το Εγώ κέντρο του κόσμου.

Ο Μπαρρές, που φιλοδοξούσε να είναι δάσκαλος ενεργητικότητας και που μέσα από τους μαιάνδρους της εγωλατρείας ονειρευότανε στα νιάτα του να είτανε δικτάτορας καμμιάς Νοτιοαμερικανικής Δημοκρατίας (επειδή εκεί, έλεγε, θα μπορούσε να εκδηλώσει ελεύθερα τις ορμές του, ενώ στη Γαλλία τον περιόριζαν και τον στενοχωρούσαν οι θεσμοί και οι συνήθειες μιας υπερπολιτισμένης κοινωνίας), ο Μπαρρές έκανε κι αυτός άμεση πολιτική και έσπρωξε τους διανοουμένους στην πολιτική, ωστόσο η περίπτωσή του είναι αρκετά διαφορετική από του Δραγούμη. Ο Μπαρρές τελικά έγινε κοινοβουλευτικός, ενώ ο Δραγούμης έβαλε μέσα στη δράση του το ρωμαντισμό του και κατόρθωσε να της δώσει, τον καιρό των μακεδονικών αγώνων, έναν τόνο επικό. Από την άλλη μεριά, η εξέλιξη της ζωής και της πνευματικής δημιουργίας του Μπαρρές παρουσιάζει, όσο νάναι, μια λογική συνέχεια. Υπάρχουν στην ιστορία του δυο στάδια αρκετά καθαρά χωρισμένα το ένα από το άλλο. Υπάρχει πρώτα ο Μπαρρές για τον οποίο μιλούσα πριν, ο νέος εγωλάτρης συγγραφέας με την αναρχική περιφρόνηση. Υπάρχει ύστερα, σα σε μια δεύτερη πράξη ενός θεατρικού έργου, ένας Μπαρρές αλλιώτικος, ώριμος στην ηλικία, πιο σοβαρός ίσως, πιο βαρύς, αλλά κάπως λιγότερο καλλιτέχνης. Είναι ο Μπαρρές που, σκάβοντας, όπως λέει ο ίδιος, μέσα στα αμμώδη στρώματα του Εγώ του, άγγιξε στο τέλος κάτι στερεό: τη συνείδηση των νεκρών του και της γης του, της Λορραίνης. Θυμήθηκε ότι βγαίνει από έναν κάμπο όπου χίλια χρόνια χτυπιούνται οι Γάλλοι με τους Γερμανούς. Το θυμήθηκε ίσως επειδή ακούει στον ορίζοντα τη θύελλα που πλησιάζει. Ο αισθητής, ο φαντασιόπληκτος, ο αναρχικός, έγινε εθνικιστής. Σε λίγο θα γίνει ο πνευματικός αρχηγός του γαλλικού εθνικισμού, θα κρατήσει αυτόν το ρόλο με μεγάλο κύρος και στη λογοτεχνία και στη γαλλική Βουλή τα χρόνια του πρώτου Μεγάλου Πολέμου. Αντίθετα, στην εξέλιξη του Δραγούμη δεν υπάρχουν διαδοχικές φάσεις χωρισμένες με σαφήνεια, δεν υπάρχει πρώτος Δραγούμης και δεύτερος Δραγούμης, καθώς υπάρχει πρώτος και δεύτερος Μπαρρές.

Στην περίπτωση του Δραγούμη όλα ανακατώνουνται αδιάκοπα, η νεανικότητα και η τάση προς την ωριμότητα, η καλλιτεχνική αναρχία και η πειθαρχία της δράσης, η εγωλατρεία, η νιτσεϊκή διάθεση και ο απλός πολιτικός εθνικισμός (απλός στις ιδέες, αλλά φλογερός και παθιασμένος). Ανακατώνουνται όπως-όπως, συγκρούονται στην ψυχή του και ξεχειλούν όταν «περνούν τα μεσάνυχτα και χορεύουν μέσα του χορό σατανικό όλες οι ταραχές της μέρας». Σέρνει τις αντιφάσεις του παντού, όχι μόνο στα γράμματα, αλλά και στα ιδεολογικά του μανιφέστα, που τα θέλει ωστόσο αξιωματικά και αποκαλυπτικά, και στην πολιτική του ζωή. Δεν προσπαθεί καν να τις κατανικήσει ή τουλάχιστο να τις κρύψει. Ο ίδιος άνθρωπος που γράφει ότι δεν είναι πατριώτης, ότι χρησιμοποιεί τους εθνικούς αγώνες μόνο και μόνο για να ξοδέψεις τις ορμές του ή για να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του, ο ίδιος, την ίδια εποχή, ενώ μπαίνει στο λιμάνι της Πόλης και αναπολεί τις γλυκές και λυπητερές μορφές των Παλαιολόγων, σπαράζει από εθνική συγκίνηση: «Σας αγαπώ, ω στερνοί βασιλιάδες μου, γιατί είστε Έλληνες και δυστυχισμένοι». Ο ίδιος, με την ίδια πάντα απόλυτη, νομίζω, ειλικρίνεια, προσαγορεύει την ελληνική νεολαία του καιρού του με κηρύγματα σαν και τούτο: «Σε σας στρέφομαι, παιδιά του Ελληνισμού, αγαπημένα Ελληνόπουλα, και σας εξορκίζω –αν έχετε να ξοδέψετε ενέργεια, ας είναι και μέτρια, αν έχετε να κάψετε τίποτε περισσότερο από σπίθες απλές ενθουσιασμό– μη λησμονείτε ποτέ το θάνατο του Παλικαριού, αλλά προ πάντων μη λησμονείτε τη ζωή του, τον ενθουσιασμό του δηλαδή και τη δύναμη και την τόλμη, μη λησμονείτε και την ιδέα που για κείνη δούλεψε και υπόφερε, ούτε την πανώρια χώρα όπου εσκοτώθη, γιατί και η ιδέα εκείνη και η χώρα θέλουν πολλούς ακόμα Ήρωες» (μιλά για τον Παύλο Μελά και τη Μακεδονία). Ο ίδιος, τέλος, συζητώντας ακατάπαυστα και μαλώνοντας με τον εαυτό του και με τους δασκάλους του, καταλήγει κάποτε στην εξής απλή και βασική διαπίστωση, που είναι ίσως η βαθύτερη και αληθινότερη εξήγηση της εθνικής του δράσης: «Βλέπω πως ο Νίτσε το θεωρεί αναχρονισμό το να πασχίζωμε να φτιάνωμε έθνη ή να τα βαστούμε να μη διαλύνωνται. Μα τι να κάμω που εγώ δεν μπορώ να δημιουργήσω τίποτε άλλο, όσο νιώθω πως δεν εφτιάστηκε το έθνος μου, και όσο αισθάνομαι πως τότε μονάχα θα μπορέσω να δημιουργήσω κάτι άλλο, όταν δε θα με βασανίζει η θύμηση του βασανισμένου έθνους μου». Τα λόγια αυτά δεν έχουν ανάγκη από σχόλιο. Εκφράζουν, νομίζω, ορισμένα γενικά συναισθήματα, που τα έζησαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οι σκεπτόμενοι Έλληνες όλων των εποχών, από τα βάθη της Τουρκοκρατίας ως τις δικές μας μέρες.

Ας προσπαθήσουμε τώρα, ύστερα από όσα είπαμε για την πνευματική διαμόρφωσή του και για την πολυσύνθετη ουσία του έργου του, να συλλάβουμε τις γενικές γραμμές της μορφής του, όπως βγαίνει από τη ζωή του.

Είναι βέβαια ένας ωραίος τύπος. Έχει κάτι το πολύ ευγενικό στο ύφος και στο ήθος, και κάποια ένταση της ψυχής, που τη νιώθει κανείς τριγύρω του μες στον αέρα. Έχει τη γοητεία του ωραίου και μοναχικού ανθρώπου, που καταλαβαίνεις ότι κρύβει τον αληθινότερο εαυτό του και τον φυλάει για τις εξαιρετικές περιστάσεις της ζωής. Έχει το κύρος του καλλιτέχνη και μαζί το κύρος του ανθρώπου που έδωσε τον εαυτό του σε επικίνδυνα έργα, που ανακατώθηκε σε αγώνες αιμάτων όχι μόνο με το πνεύμα, αλλά και με το σώμα. Φαντάζεται κανείς πως θα αγαπήθηκε στη ζωή του πολύ.

Είναι όμως δυνατός άνθρωπος; Στο σημείο αυτό δε μας πείθει. Παρά τη λαχτάρα του της δύναμης, παρά τις προσπάθειές του να πείσει τον εαυτό του και τους άλλους ότι είναι ένας άνθρωπος γεννημένος για να εξουσιάζει και να προστάζει, αισθάνεται κανείς πως η ενεργητικότητά του είναι από μιας αρχής ραγισμένη. Είναι βέβαια γενναίος, και μάλιστα με ιπποτισμό. Η δύσκολη και επικίνδυνη δράση τον τραβά, τον σαγηνεύει σαν κάτι ωραίο γι’ αυτόν και ωφέλιμο για τους άλλους. Της δίνεται ανυστερόβουλα, όσο είναι ικανός να δοθεί σε κάτι έξω από το Εγώ του. Κυκλοφορεί μέσα στους βαλκανικούς λαούς με άνεση αρχοντική και με πλέρια αρμοδιότητα, συνωμοτεί, οργανώνει μυστικά κομιτάτα και επαναστατικά κινήματα, αγωνίζεται να συνδυάσει τις δυνάμεις του ελευθέρου Κράτους και του αλυτρώτου Ελληνισμού, να τις υποτάξει σε κάποιο σχέδιο. Επηρεάζει τους υπευθύνους, τους επιβάλλει κάποτε την πολιτική του (νέος αυτός, ούτε καλά-καλά τριάντα χρονώ τον καιρό του μακεδονικού αγώνα). Ταυτόχρονα πασχίζει να ξυπνήσει και να τονώσει τις θελήσεις της ελληνικής νιότης, να την οδηγήσει σ’ ένα «δρόμο ζωής και πολέμου», σ’ ένα ιδανικό ηρωικό. Αλλά δεν είναι δυνατός άνθρωπος. Τα λόγια του μιλούνε για δύναμη και για πόλεμο, ο ήχος όμως της φωνής του τον προδίδει.

Πόσες αμφιβολίες πίσω από όλη αυτή την πάλη, πόσοι δισταγμοί και πόσες αμφιταλαντεύσεις κάθε φορά που πρόκειται να λυθεί ένα ζήτημα στη συνείδησή του, πόσα «προς τι;» πριν από κάθε πράξη, πόση απογοήτευση εκ των υστέρων και συνεχώς πόση ονειροπόληση! Νομίζει κανείς ότι, και μέσα στο κέντρο της δράσης, ζει περισσότερο με τη φαντασία παρά με τη θέληση. Από καιρό σε καιρό τον πιάνει το πάθος, γιατί είναι βέβαια ένας περιπαθής. Αλλά είναι άλλο πράμα το πάθος ενός αναλυτή, ενός ονειροπόλου με δεσπόζουσα καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία, και άλλο η ψυχρή, υπολογισμένη, μεθοδική, ακατάβλητη (και κάποτε απάνθρωπη) βούληση του γνήσιου ανθρώπου της δράσης, του γνήσιου αρχηγού, που υπόταξε ολότελα τη συναισθηματική του ζωή, που έπνιξε μέσα του κάθε αμφιβολία, που ξέρει πολύ καλά τι γυρεύει και με ποιο τρόπο θα το επιτύχει, που βαδίζει με τους συγκεκριμένους σκοπούς του με μια αποφασιστικότητα εξίσου σκληρή για τους άλλους και για τον εαυτό του. Ο Δραγούμης δεν είτανε το είδος αυτό του ανθρώπου. Η αποκάλυψη της αδυναμίας του δεν ελαττώνει την έλξη της μορφής του, ίσως μάλιστα και να την αυξάνει, όταν αναλογίζεται κανείς τα αίτια και το νόημα της αδυναμίας αυτής και τη βαριά μοίρα του διαλεχτού ανθρώπου με τη ραγισμένη θέληση, που αγωνιζότανε να δεσπόσει τους συγκλονισμούς της Βαλκανικής και κατόπι τα φοβερά γεγονότα του πρώτου Μεγάλου Πολέμου. Τα γεγονότα όμως ήρθε μια στιγμή που τον πήραν από κάτω*.

 

* Η μακεδονική δράση του ανήκει ωστόσο στη σύγχρονη ιστορία μας και δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία ότι πρόσφερε στο έθνος, στην αρχή του αιώνα, πολύ σημαντικές υπηρεσίες.

 

Φιλόδοξος βέβαια ήταν ο Ίων Δραγούμης και, ως ένα σημείο, μπορεί κανείς να πει ότι η φιλοδοξία έδινε τον τόνο της στην ύπαρξή του, είταν όμως μια φιλοδοξία που δεν είχε βρει τον εαυτό της. Σε ηλικία σαράντα χρονώ δεν ξέρει ακόμα καλά-καλά τι θα κάνει με τη ζωή του. Ξέρει ότι είναι ένας από τους εξαιρετικούς ανθρώπους της γενεάς του, θεωρεί ότι έχει μια αποστολή στον κόσμο, δεν αποφάσισε όμως ακόμα ποια θα είναι αυτή η αποστολή. Θα δοθεί άραγε τελειωτικά και ολόψυχα στην πολιτική; Θα γίνει μια μέρα Πρωθυπουργός της Ελλάδας; (Αυτό δεν ξέρω να το έγραψε πουθενά, υποθέτει όμως κανείς ότι η σκέψη γύριζε στο νου του). Ή θα αφοσιωθεί στη φιλοσοφική έρευνα; «Πάντα μου, γράφει στο τελευταίο βιβλίο του, ώσπου να πεθάνω, θέλοντας και μη θα γυρεύω τη γνώση». Ή άραγε στη λογοτεχνία, που είναι, κατά πάσα πιθανότητα, το κλίμα μες στο οποίο αναπνέει καλύτερα; Σχεδίαζε, ως φαίνεται, κάποιο μυθιστόρημα με πλατειές προθέσεις, και άλλες λογοτεχνικές εργασίες. Το τυραννισμένο αυτό Εγώ δεν είχε ακόμα κατασταλάξει καθόλου, εξακολουθούσε να κοχλάζει θολό και άμορφο, όπως στα χρόνια της εφηβείας.

Θα ήθελε βέβαια να κάνει με τη ζωή του κάτι σπουδαίο και λαμπρό, ένα έργο τέχνης, ένα έργο στοχασμού ή μεγάλες ιστορικές πράξεις, κάτι που να γίνει αιτία να τον αγαπήσουν και να τον θαυμάσουν οι άνθρωποι και να διατηρήσουν το όνομά του, μετά το θάνατό του, μαζί με τους άλλους προγονικούς θησαυρούς. Θα το ήθελε αυτό πάρα πολύ, ωστόσο συλλογίζεται κανείς μήπως τελικά αυτό δεν είναι, στο βάθος της συνείδησής του, το κύριο ζήτημα. Ίσως το κύριο ζήτημα να είναι μόνο και μόνο πώς να κάνει ώστε να τον αγαπήσει και να τον θαυμάσει ο εαυτός του. Κ’ ίσως αυτός να είναι ο λόγος που μας δίνει την εντύπωση ότι δε βιάζεται και πολύ να φανερώσει στους τριγυρινούς του το μέτρο της αξίας του, δεν τον κατέχει η τόσο συνηθισμένη στους φιλοδόξους αγωνία του περάσματος του καιρού, η ιδέα ότι φεύγουν τα χρόνια· ότι χάνουνε χρόνια. Αυτός διστάζει στα μισά του κάθε δρόμου, αμφιταλαντεύεται, ονειροπολεί, αλλάζει γνώμη, δε μοιάζει να σκοτίζεται αν τυχόν το ακροατήριό του ανυπομονεί. Μέσα του είναι ασφαλώς ο πιο δύσκολος κριτής, ο πιο ανικανοποίητος, το άλλο ακροατήριο ίσως να το ξεχνά. Κ’ ίσως αυτός ο κρυμμένος μέσα του άνθρωπος, που τον κοιτάζει ακατάπαυστα και του θέτει ερωτήματα, να είναι το μόνο πρόσωπο που η εκτίμησή του τον ενδιαφέρει αληθινά –το μόνο πρόσωπο εξάλλου που γνωρίζει κατά βάθος και πλάτος και που είναι ικανός να αναλύσει και να ξαναζωντανέψει πλέρια μέσα σ’ ένα βιβλίο– μα ένα πρόσωπο συνάμα που, όσο κι αν το ανατέμνει και το μελετά, δεν μπορεί ποτέ να νιώσει με κάποια βεβαιότητα ποιες είναι άραγε οι βαθύτερες, οι βασικές του επιθυμίες.

Αυτό μοιάζει σα φαύλος κύκλος. Μα έχουμε να κάνουμε με άνθρωπο από την οικογένεια του Ναρκίσσου, από μια πνευματική φυλή, όπου το μεγάλο δράμα, ο μεγάλος αγώνας, το μεγάλο πάθος, ο μεγάλος έρωτας, όλα αυτά, αν τα κοιτάξουμε από μέσα καταλήγουν να μην είναι άλλο τίποτα παρά ζητήματα ανάμεσα σ’ εκείνον που τα δοκιμάζει και στον ίδιο τον εαυτό του. Ειδικά, αν θελήσουμε να προσέξουμε την ερωτική του ζωή (όσο τουλάχιστο μπορούμε να κρίνουμε από τα λογοτεχνικά κείμενα, χωρίς να γνωρίζουμε καθόλου τα πραγματικά περιστατικά που τα εμπνεύσανε), έχουμε την εντύπωση ότι ο Δραγούμης δεν αγάπησε ακριβώς τις γυναίκες, αλλά μάλλον τον εαυτό του διά μέσου των γυναικών. Αγάπησε τον εαυτό του μέσα στον έρωτα, τον εαυτό του ως εραστή των γυναικών. Έλεγε πως αγαπούσε τις γυναίκες, αλλά στην πραγματικότητα αγαπούσε πάλι το Εγώ του, όπως το έβλεπε να καθρεφτίζεται στα μάτια και στην ψυχή των γυναικών. Σαν το Νάρκισσο, σκυμμένος απάνω από το ρεύμα της ζωής, κοίταζε και ερωτευότανε την ίδια την εικόνα του, που καθρέφτιζαν τα φευγαλέα νερά…

Και να άξαφνα ο επίλογος, απότομος, τραγικός: ο Ίων Δραγούμης, νέος ακόμα, σαρανταδυό χρονώ, φαινομενικά δυνατός, διάσημος σ’ όλο τον Ελληνισμό, γεμάτος προσωπική γοητεία, καλλιτεχνικά σχέδια και ιδεολογικές αμφιβολίες, που ξεκινά από το σπίτι της φίλης του για να αναλάβει μια πολιτική δράση, στην οποία, βέβαια, δεν πολυπιστεύει (αλλά που του φαίνεται ίσως ότι είναι κάτι όπως πρέπει, κάτι που του ταιριάζει), και που πέφτει σκοτωμένος, στα μισά του δρόμου, από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Ένα ανακάτωμα από ευγένεια, έρωτα, τέχνη, πολιτικές συνωμοσίες και αίματα, ένας θάνατος που θυμίζει παλιά χρονικά της Φλωρεντίας των Μεδίκων.

Μια τέτοια φυσιογνωμία δεν είτανε, βέβαια, μπορετό να αφήσει ανεπηρέαστη την ελληνική νιότη. Ο αιματόβρεχτος θάνατος του Δραγούμη πρόσθεσε στο όνομά του μια ρωμαντική αίγλη, αλλά και πριν από το τέλος της ζωής του η προσωπικότητά του αχτινοβολούσε. Γύρω στα 1910, οι νέοι που αποτελούσαν τότε την πρωτοπορία της ελληνικής κοινωνίας, ριζοσπαστικοί, εθνικιστές και δημοτικιστές, θεωρούσαν τον Ίωνα Δραγούμη σαν έναν από τους πνευματικούς οδηγούς τους. Αυτοί είχαν αγαπήσει κατά πρώτο λόγο την πολιτική και αναμορφωτική πλευρά του έργου του, το ηρωικό του κήρυγμα, τον παλμό του εθνικού του πάθους. Αργότερα, στα χρόνια 1925-30, τότε ακριβώς που κυκλοφορούσε η συστηματική έκδοση των Απάντων του, ξανάρχισαν να γίνονται συζητήσεις για το Δραγούμη σε ομίλους νέων Ελλήνων, στην Αθήνα και στα Πανεπιστήμια του εξωτερικού. Αυτοί όμως οι «μεταπολεμικοί» τον έβλεπαν διαφορετικά, αγαπούσαν κυρίως την αθεράπευτη ανησυχία της ψυχής του, τις αντιφάσεις του πνεύματός του, την εσωτερική του τρικυμία. Εξάλλου, τους συγκινούσε το λογοτεχνικό του ύφος στις καλές του στιγμές. Όπως ο Μπαρρές, καμμιά τριανταριά χρόνια πριν, είχε γοητέψει τη γαλλική νεολαία γιατί την έβγαλε από την ατμόσφαιρα του νατουραλισμού που είχε καταντήσει καταθλιπτική, με τον ίδιο περίπου τρόπο το ύφος του Δραγούμη, το τόσο προσωπικό, αδρό, ευγενικό και κάποτε βαθύ, είτανε μια απαρχή σωτηρίας για τους νέους που είχανε χορτάσει την ψυχική μετριότητα και τη στενότητα των οριζόντων της ρεαλιστικής μας πεζογραφίας. Έτσι κάθε γενεά αντλούσε απ’ αυτόν σύμφωνα με τις ιδιαίτερες ανάγκες της.

Σήμερα βέβαια προσπαθούμε, όσο μπορούμε, να τον κοιτάξουμε από όλες τις πλευρές και να βρούμε τη σωστή του θέση στα σύγχρονα ελληνικά γράμματα. Το έργο του, κρινόμενο συνολικά και με την πρεπούμενη αυστηρότητα, σαν έργο πάθους, στοχασμού και τέχνης, είναι (πρέπει να το πούμε) αρκετά λειψό και από πολλές απόψεις αδύνατο. Είναι δίκαιο ωστόσο να τονίσουμε ότι, από τα έξη λογοτεχνικά βιβλία του που έχουμε σήμερα στα χέρια μας, τα τρία* δεν τα δημοσίεψε ο ίδιος όσο ζούσε. Είναι πιθανό ότι τα φύλαγε για να τα ξαναδουλέψει ή για να τα χρησιμοποιήσει ως υλικό για άλλες εργασίες. Το μισό λοιπόν έργο του δεν είχε βρει ακόμη την οριστική του μορφή και το άλλο μισό την είχε βρει ασφαλώς με τρόπο βιασμένο και σπασμωδικό, μες στον πυρετό της δράσης και συχνά υπακούοντας σε λόγους ειδικούς και πρόσκαιρους, που αφορούσαν τη δράση και όχι την τέχνη. Είναι ένα έργο κάπως κατώτερο, νομίζω, από την προσωπικότητα του συγγραφέα του, ανολοκλήρωτο και σπασμένο στη μέση, καθώς είναι σπασμένη στα μισά του δρόμου της και η ζωή του.

 

 * Το Μονοπάτι, το Σταμάτημα και το Ο Ελληνισμός μου και οι Έλληνες, εξόν από τον Ελληνικό πολιτισμό που είχε δημοσιευτεί σε χωριστό φυλλάδιο στα 1914.

 

Τις μεγαλύτερες αδυναμίες παρουσιάζουν τα κομμάτια όπου ο Δραγούμης θέλησε να ολοκληρώσει τον ιδεολογικό του κόσμο σ’ ένα ανώτερο διανοητικό επίπεδο, όπως λ.χ. ο Ελληνικός πολιτισμός, που τόση εντύπωση έκανε στον καιρό του, ή το τελευταίο ανεξάρτητο μέρος του Σταματήματος, που επιγράφεται Η γνώση μου. Η πρώτη απ’ αυτές τις εργασίες, παρά τις κάπως προφητικές αξιώσεις της, δεν είναι τελικά παρά ένα μανιφέστο των ιδεών του δημοτικισμού, με την πιο πλατιά βέβαια έννοια του όρου, του δημοτικισμού του όχι στενά γλωσσικού, αλλά πολύ γενικά πολιτιστικού.

Είναι γραμμένη όμορφα, με προσωπικό τόνο και εδώ κ’ εκεί μ’ έναν παλμό ευγενικό, αλλά χωρίς ούτε το πρεπούμενο βάθος ούτε την κατάλληλη προοπτική. Συνολικά μάς φαίνεται σήμερα αρκετά κοινοτοπική και στενή. Η γνώση μου είναι ένα φιλοσοφικό γύμνασμα που δε νομίζω ότι μπορεί να ικανοποιήσει κανένα σημερινό νέο του τόπου μας με σοβαρή οπωσδήποτε διανοητική κατάρτιση. Το ίδιο περίπου μπορεί να πει κανείς για όλες τις γενικές σκέψεις που θέλει να εκφράσει ο Δραγούμης είτε στο φιλοσοφικό είτε στο κοινωνιολογικό πεδίο. Υπάρχουν βέβαια στις σχετικές σελίδες του ενδιαφέρουσες διαισθήσεις (θυμούμαι κυρίως τα όσα λέει για το φυλετικό σχηματισμό του νεοελληνικού έθνους ή για τις δυνατότητες μιας μελλοντικής ένωσης των λαών της Εγγύς Ανατολής, ή ακόμα μερικούς οξυδερκείς υπαινιγμούς του, που μας κάνουν να πιστέψουμε ότι είχε προβλέψει την κρίση του κοινοβουλευτισμού), αλλά η θεωρία του λ.χ. των κοινοτήτων, που κρατά τόσο μεγάλη θέση στο πνεύμα του, η επιμονή του να πρεσβεύει, ότι η σωτηρία της Ελλάδας θα είναι η επιστροφή στο κοινοτικό σύστημα της Τουρκοκρατίας, μας φαίνεται κάπως απλοϊκή. Γενικά όπου θέλει να προβάλει ο Δραγούμης ως καθαυτό διανοητής, μας δίνει σήμερα την εντύπωση ότι είναι μάλλον έξω από τα νερά του. Το θέλει βέβαια πάρα πολύ, υπάρχουν ώρες όπου περιφρονεί κάθε άλλη πνευματική εκδήλωση και αισθάνεται την ανάγκη να αφιερώσει ολόκληρη τη ζωή του στον αυστηρό στοχασμό. Ωστόσο ο στοχασμός, φιλοσοφικός ή κοινωνικός, δεν είναι ακριβώς το στοιχείο του. Το αληθινό του στοιχείο είναι η ανάλυση του εαυτού του, η άσκηση της εσωτερικής του ζωής, συναισθηματικής και ηθικής, και η δυναμική έκφραση των ατομικών και των εθνικών του παθών. Περιπάθεια, ψυχική ζωή, αυτοανάλυση: στα σημεία αυτά έχει εκλάμψεις.

Το πρώτο βιβλίο που παρουσίασε, εκείνο που τον έκανε γνωστό στο προχωρημένο κοινό της εποχής του, είναι το Μαρτύρων και Ηρώων αίμα. Είναι ένα έργο που σημείωσε ένα σταθμό στην ελληνική ζωή των αρχών του αιώνα. Είναι κάτι σα μια κήρυξη πολέμου: η κήρυξη του μακεδονικού αγώνα στον πνευματικό και ψυχολογικό τομέα. Δύσκολα μπορεί το βιβλίο αυτό να χωριστεί από τα γεγονότα του καιρού εκείνου και να κριθεί σαν έργο τέχνης. Πρέπει να το κοιτάξουμε σαν ένα δοξαστικό σχόλιο του θανάτου του Παύλου Μελά στη Μακεδονία και σα μια παρακίνηση της ελληνικής νιότης στο δρόμο της ηρωικής ζωής. Δεν του λείπει όμως ολότελα η καλλιτεχνική αξία. Το ύφος του συχνά είναι ωραίο κ’ η ατμόσφαιρα που δημιουργεί είναι έντονη. Οι Βούλγαροι ξεφεύγουν κάποτε από τα πλαίσια της πολιτικής και προσλαμβάνουν έναν αέρα παλαιού και φοβερού θρύλου: «Και οι Βούλγαροι στέκουνταν τρισμέγιστοι και θαυμαστοί μπροστά του μέσα στο σκοτάδι, ανίκητοι δαίμονες». Ξεχωριστά πρέπει να αναφέρει κανείς, σαν ένα ανεξάρτητο αφήγημα, το κεφάλαιο που αφορά την Αγνή, απλή, σοβαρή και υποβλητική μορφή μιας νέας Νησιώτισσας που κάνει τη δασκάλισσα στη Μακεδονία. Σχεδόν χωρίς γεγονότα και με ελάχιστους διαλόγους, ο συγγραφέας κατορθώνει να μας εντυπώσει στη μνήμη αυτή την ωραία κοριτσίστικη φυσιογνωμία, στην οποία αναγνωρίζουμε αληθινά μια γυναίκα του έθνους μας.

Η Σαμοθράκη μάς ενδιαφέρει πολύ ως σύλληψη. Εδώ ο Δραγούμης ανακαλύπτει το ελληνικό νησί, το αισθάνεται και θέλει να το εκφράσει σαν ένα διπλό σύμβολο ατομικής και εθνικής ανεξαρτησίας. Το απέριττο, τραχύ και αστραφτερό νησί μες στην αίγλη του Αιγαίου, «ζωντανός βράχος ζωσμένος από πολλή θάλασσα», φαντάζει στα μάτια του σαν έκφραση του ελεύθερου και ασυμβίβαστου Εγώ και συνάμα σαν ένα ανεξάρτητο μόριο της φυλής, που συμπυκνώνει μέσα του την τρισχιλιόχρονη ιστορία της. Προσπαθεί να εναρμονίσει, σε μια ανώτερη ελληνική σύνθεση, την εγωλατρεία του και τον εθνικισμό του. Λέω «προσπαθεί», γιατί δε νομίζω πως το κατορθώνει αληθινά. Ίσως, σ’ αυτό το βιβλίο, η συνθετική του αδυναμία να είναι πιο φανερή, ακριβώς επειδή η αρχική του σύλληψη είναι πολύ συνθετική και δυνατή. Το λυρικό του ξεκίνημα μας κάνει εντύπωση, μαντεύουμε την πρόθεσή του, και νιώθουμε κιόλας ότι μας συγκινεί, σε λίγο όμως η έμπνευσή του κομματιάζεται και σε πολλά σημεία πέφτει. Στο μέρος όπου θέλει να δώσει την περισσότερη ένταση, στην επίκλησή του στη Νίκη (τη Νίκη της Σαμοθράκης και την ιδέα της Νίκης), πέφτει στο ρητορισμό. Το βιβλίο ωστόσο έχει την αξία του και για ό,τι προαναγγέλλει, που δεν κατορθώνει να το φτάσει, και για την καθαρή αιγαιοπελαγίτικη ατμόσφαιρα που τελικά μάς υποβάλλει. Επίσης για τις ωραίες στιγμές του ύφους του Δραγούμη που υπάρχουν και εδώ όπως σ’ όλα του τα βιβλία: «Και το νησί αυτό το αγάπησα, μα η αγάπη μου τώρα αποκάηκε. Γιατί κατέβηκε, τα πήρε και τα έσβησε όλα η μαύρη Νύχτα. Είμουν έτοιμος για έργα νέα».

Το καλύτερο βιβλίο του νομίζω πως είναι το Όσοι ζωντανοί. Εδώ έχουμε την πιο συνθετική, την πιο γεμάτη εικόνα που μπόρεσε να δώσει του εαυτού του, της ζωής του, της ψυχικής του ανησυχίας και των ιδεολογικών του οραματισμών. Όλα αυτά σ’ έναν τόνο που φανερώνει μιαν αρχή ωριμότητας, μια προσπάθεια να δεσπόσει τη ζωή με το πνεύμα, ένα θολό αίσθημα αιωνιότητας. Το βιβλίο είναι τοποθετημένο στην Πόλη τα χρόνια του Ιωακείμ Γ΄ και της νεοτουρκικής Επανάστασης, μες στις ζωντανές ακόμα αναμνήσεις του βυζαντινού Ελληνισμού, στους τρανταγμούς της χρόνιας βαλκανικής κρίσης και στα προμηνύματα της παγκόσμιας θύελλας. Στο αυτοκρατορικό και εντατικό εκείνο περιβάλλον ο Ίων Δραγούμης βρήκε τον αληθινότερο εαυτό του. Μα βρήκε συνάμα και μια βαθιά, ηδονική και οδυνηρή γοητεία, που δεν του είχε δώσει η κλασική Αττική: «Η Πόλη είναι μαγεμένη, όπως η Βενετιά· όσο μένεις, τόσο περισσότερο σε μαγεύει, και από τα μάγια της κανείς δεν δύνεται να ξεφύγει· όσο πεζός και αν είναι ο άνθρωπος, τον νικάει πάντα και τον εξουσιάζει. Η Πόλη ξυπνάει μέσα μας φωνές και ανάβει φωτιές και φωτίζει. Το αντίκρυσμά της μαγνητίζει και πονεί…» Το βιβλίο περιέχει χρονογραφικές περιγραφές των ηθών και των γεγονότων της εποχής, αλλά και μερικές ωραιότατες εικόνες της Πόλης, ανεξάρτητες από κάθε εποχή, μερικές σελίδες για τούρκικα νεκροταφεία και για βυζαντινά χαλάσματα αληθινά μαστορικές. Ιδιαίτερα θέλω να αναφέρω εδώ ένα πορτραίτο σε δυο σελίδες του Πατριάρχη Ιωακείμ, τόσο επιβλητικό, που νομίζω ότι πρέπει να το κρατήσουμε υπό σημείωση σαν ένα κομμάτι πεζογραφικής ανθολογίας.

Από τα λοιπά βιβλία του Δραγούμη, το Μονοπάτι και το Ο Ελληνισμός μου και οι Έλληνες θα ενδιαφέρουν κυρίως εκείνους που θέλουν να επικοινωνήσουν όσο το δυνατό πιο πλέρια με την προσωπικότητά του. Στο Σταμάτημα το ενδιαφέρον μας συγκεντρώνεται σ’ ένα ανεξάρτητο αφήγημα ογδόντα σελίδων που επιγράφεται: Πειρασμός. Ο Δραγούμης διηγείται εδώ σε τρίτο πρόσωπο μια ιστορία που είχε, σε μια πόλη του εξωτερικού, με μια νέα Ελληνίδα παντρεμένη γλυκιά και χαριτωμένη γυναίκα, αλλά χωρίς προσωπικότητα και βέβαια χωρίς πάθος. Η μορφή της Αγνής μάς αφήνει μια εντύπωση πιο δυνατή και πιο βαθιά. Ο Πειρασμός όμως είναι γραμμένος με μια τέχνη πιο προχωρημένη. Είναι το πιο πλατύ και πιο δουλεμένο αφήγημα του Δραγούμη κ’ έχει τη θέση του στη νεοελληνική διηγηματογραφία, σαν ένα έργο ερωτικής ψυχολογίας, μικρό βέβαια, αλλά με κάποια ατμόσφαιρα.

Ο ίδιος ο Δραγούμης χαρακτηρίζει τη Σαμοθράκη ως «μάλλον δοκίμιο». Ο χαρακτηρισμός δεν είναι άτυχος και θα μπορούσε να ισχύσει περίπου για όλα τα βιβλία του, αλλά υπό τον όρο να διατηρηθεί το «μάλλον», γιατί δεν υπάρχει σ’ αυτό το έργο τίποτα το αληθινά τελειωμένο και που να μπορεί με βεβαιότητα να καταταγεί σε τούτην ή εκείνη την κατηγορία. Πρόκειται για ένα ανακάτωμα από δοκίμια, άλλοτε επεξεργασμένα και άλλοτε σε πρωτόγονη μορφή, στα οποία κυριαρχεί συνήθως ο εξομολογητικός, συναισθηματικός και αναλυτικός τόνος, από αφηγήματα λίγο ή πολύ ανεξάρτητα, από ταξιδιωτικές εντυπώσεις, ιδεολογικά κηρύγματα, χρονικά ιστορικών γεγονότων κλπ. Όλο αυτό το ετερόκλιτο συμπυκνώνεται όπως-όπως γύρω σ’ έναν κεντρικό πυρήνα, ένα πρόσωπο που λέγεται Αλέξης ή Δημήτρης και που είναι μια ζωηρή απεικόνιση του Εγώ του συγγραφέα. Η σύνθεση όμως ποτέ δεν είναι στερεή. Στο πλάσιμο όλων αυτών των βιβλίων αισθάνεται κανείς κάτι το βιασμένο και το τυχαίο, και μεγάλες ανισότητες στην ποιότητα, στη σοβαρότητα, στη διατύπωση, καμμιά φορά εκπληκτικές. Το έργο ωστόσο περιέχει πετράδια πολύτιμα και γενικά αποτελεί μια συμβολή στην εξέλιξη της πεζογραφίας μας, που θα πρέπει να απασχολήσει σοβαρά τον ιστορικό της λογοτεχνίας. Πρόκειται για το έργο ενός προδρόμου.

Ο Ίων Δραγούμης είναι χρονολογικά ο πρώτος πεζογράφος μας που συνειδητοποίησε τη σημασία, τον πλούτο, το βάθος του εσωτερικού ανθρώπου. Αυτός είναι ο κυριώτερος τίτλος του. Είναι ο συγγραφέας που έκανε τη στροφή προς τα μέσα, προς την έρευνα και την ανάλυση της εσωτερικής ζωής. Έκανε τη στροφή όπως μπόρεσε, χωρίς να έχει τον καιρό ή τη διάθεση ή την ικανότητα να αφιερώσει στην πνευματική του προσπάθεια όσες δυνάμεις θα χρειαζόντανε. Ωστόσο, ο τίτλος μένει.

Μας μένει ακόμα το ύφος του, το δυνατό και ευγενικό, που έδωσε άλλοτε την εντύπωση ότι είταν, και που είταν πραγματικά, μια εξύψωση του τόνου της πεζογραφίας μας. Μας μένει, μέσα από το έργο του, και το έντονο αίσθημα της προσωπικότητάς του. Όσο και αν είναι το έργο αυτό ασυμπλήρωτο και άνισο, είναι κάτι πολύτιμο να έχουμε στην ιστορία της νέας λογοτεχνίας μας μια τέτοια μορφή, τόσο ωραία, ευγενική και τρικυμισμένη.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ

Νέα Εστία, 1941

george_theotokas

Γιώργος Θεοτοκάς (27 Αυγούστου 1905-30 Οκτωβρίου 1966 ) Έλληνας λογοτέχνης και δικηγόρος. Αποτέλεσε έναν από τους εκπροσώπους και τους κορυφαίους διανοητές της γενιάς του ’30.Η Ακαδημία Αθηνών τον βράβευσε με το Bραβείο πεζογραφίας το 1939 για το μυθιστόρημά του Το Δαιμόνιο. Το έργο του διακόπηκε όμως προσωρινά λόγω του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940: Κατατάχθηκε ως εθελοντής στον ελληνικό στρατό, όμως δεν πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο, παρά τις πολλές προσπάθειές του να σταλεί στην πρώτη γραμμή. Αποπέμπεται και επανακατάσσεται τον Μάρτιο του 1941[3]. Ασχολήθηκε ξανά με τη λογοτεχνία μετά τον πόλεμο. Για την προσφορά του βραβεύτηκε με το κρατικό λογοτεχνικό Bραβείο για το δοκίμιο το 1957 για το έργο του “Τα Προβλήματα του καιρού μας”.

 

Ίων Δραγούμης (14 Σεπτεμβρίου 1878 – 31 Ιουλίου 1920) διπλωμάτης, πολιτικός και λογοτέχνης. Ο ελληνοκεντρισμός του, μαζί με τον ρομαντικό και ηρωικό του χαρακτήρα, αλλά και τον αριστοκρατικό και φιλελεύθερο μαζί τρόπο ζωής του[59] δημιούργησαν έναν μύθο, μια «προσωπική μυθολογία» για τον Δραγούμη, όπως σημείωσε ο Οδυσσέας Ελύτης. Από τα γραπτά του προκύπτει ότι ο Δραγούμης υπήρξε πνεύμα ανήσυχο και πολύπλευρο, ανοικτό σε όλες τις ιδέες· βασάνιζε τις πεποιθήσεις του[75], δεν ήταν δουλικά προσκολλημένος σε καμία ιδεολογία, όλες αντιθέτως τις αφομοίωνε δημιουργικά στην δική του προσωπικότητα και τις υπέτασσε μόνον στην ελληνική παράδοση.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular