Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

«Νόμιζε πως είχε τη δύναμη, μα δεν ήταν αυτός ο δυνατός. Το όπλο ήταν ο δυνατός. Αυτός ήταν ο αδύναμος. Όπως σε όλες τις αυτοκτονίες. Αν απαγχονιστείς, ο δυνατός είναι το σκοινί. Αν πάρεις χάπια, τα χάπια είναι ο δυνατός. Όταν κόβεις τις φλέβες σου, το ξυράφι έχει τη δύναμη. Όταν ρίχνεσαι από ψηλά, το έδαφος είναι ο δυνατός, κι όταν πέφτεις στη θάλασσα για να πνιγείς, η θάλασσα είναι η δυνατή, εσύ πάντα θα ’σαι εν αδυναμία…»

Ένα περίστροφο σε ένα ερημονήσι, εγκατεσπαρμένο με φρεσκοσκαμμένους λάκκους, μάλλον δεν είναι η πιο ενθαρρυντική παρέα. Με σφαίρες οι ιστορίες τελειώνουν, δεν αρχίζουν. Και αν ο ήρωας του Μιχάλη Φακίνου δεν πυροβολεί τον κρόταφό του, είναι επειδή αδημονεί να ανακαλύψει τη δική του ιστορία, η οποία «κάπως αλλιώς πρέπει να είναι γραμμένη». Μολονότι τον σκανδαλίζει ο πειρασμός, δεν πατά τη σκανδάλη. Από όλες τις διαφυγούσες ταυτότητες, που θα μπορούσαν να του αναλογούν, αποποιείται εκείνη του νεκροθάφτη. Αρνείται να θάψει τον εαυτό του γυμνό από αφηγήσεις και αναμνήσεις.

Υπερρεαλιστικό το μυθοπλαστικό σκηνικό, παρουσιάζεται υπό τη μορφή βραχονησίδας φυτεμένης καταμεσής μιας αβύσσου, αλλά δεν αποκλείεται να πρόκειται για τον θάλαμο ψυχιατρικής κλινικής. Την αλμύρα συχνά διαστίζει μια αλλόκοτη αποφορά φαρμακίλας. Ο ήρωας πάσχει από τον ανεύρετο εαυτό του. Γύρω του όλα ακινητούν, παντού άπνοια και θολούρα. Ο ίδιος αγνοεί ποιος είναι, ποια αφήγηση άφησε στη μέση προτού καταλήξει ναυαγός σε αυτή την κατάξερη ερημιά. Προσωποποιεί, με άλλα λόγια, το απόλυτο κενό, την αβυσσαλέα ματαιότητα.

Ο Φακίνος εντείνει το μυστήριο της ατμόσφαιρας μέσω της ονοματοθεσίας. Ο ήρωάς του αυτοαποκαλείται Οδυσσέας, ενώ το νησί έχει, κατ’ ευφημισμό μόνο, την επωνυμία Νόημα. Τις νύχτες βράχοι κατολισθαίνουν και κατακρημνίζονται στη θάλασσα, ενόσω το νόημα ολοένα λιγοστεύει. Ο εν λόγω Οδυσσέας, όντας αμνησικός, δεν τυραννιέται από τον νόστο, μολονότι νιώθει αδήριτη την ανάγκη της φυγής. Αγωνιά να πάει στην ιστορία του, να περιπλανηθεί ξανά σε αυτή. Τον πόλεμο που άφησε πίσω του τον έχει ξεχάσει. Στον νου του έχει συρρικνωθεί στη νύχτα που η πρωτεύουσα πυρπολήθηκε. Η αλωμένη Τροία είναι για εκείνον η λεηλατημένη Αθήνα, από την οποία τον έδιωξε μια σύρραξη, που δεν κατανοούσε. Εκείνη τη νύχτα, με τη μυρωδιά της κάπνας πάνω στο πετσί του σαν τραύμα, επέλεξε να εγκαταλείψει τη ζωή του και όλα όσα την οριοθετούσαν και άρχισε να βηματίζει πάνω στη λευκή ευθεία γραμμή της εθνικής οδού, πιστεύοντας πως αν ακουμπούσε τα βήματά του πάνω σε αυτή την πρόδηλη πορεία, θα ανακτούσαν τη σιγουριά τους, θα ξαναθυμούνταν τον προορισμό τους. Ένα νησί έψαχνε, μια νησίδα απόρθητη από το χάος, που τον διεκδικούσε.

Ωστόσο, μια θέληση ανεξάρτητη από τη δική του τον ξέβρασε στη νήσο Νόημα, που αίροντας την επαγγελία της ονομασίας της, αντανακλούσε την εσωτερική του ερήμωση, την ψυχική του άπνοια. Στο αλληγορικό σκηνικό προστίθενται τέσσερα γουρούνια, όχι, όμως, για να υποδυθούν τους μεταμορφωμένους συντρόφους του ομηρικού ήρωα, στο βαθμό που υπονοούν την απειλή μιας ριζικής αποπροσωποποίησης. Ο Οδυσσέας και τα γουρούνια του κυλιούνται σε έναν βόρβορο, στον κοπρώδη πολτό από τις κουτσουλιές των γλάρων, και μοιράζονται μια κοινή αβουλία, μια κτηνώδη, μηρυκαστική απάθεια. Όπως εκείνα τρέφονταν ανασκαλεύοντας ράθυμα τη δυσώδη λάσπη, εκείνος περνούσε τις ημέρες του ανασκάπτοντας το ξερό χώμα, χωρίς να γνωρίζει αν έφτιαχνε χαρακώματα ή τάφους, πολεμίστρες ή τύμβους.

Διόλου πολύτροπος, ένιωθε ολότελα αποξενωμένος από το έργο των χεριών του και τον σκοπό των πράξεών του. Ο Φακίνος αναπαριστά ευρηματικά το νευρωσικό σχίσμα, που σπαράσσει τον ήρωα, σε ένα στιγμιότυπο, όπου εκείνος στρέφοντας τις παλάμες μπροστά στο πρόσωπό του, έχει την αίσθηση πως δέκα βλέμματα, «παγωμένα και ερευνητικά», περιέτρεχαν τη μορφή του χωρίς να την αναγνωρίζουν. Τα δάχτυλά του με τα ξεραμένα χώματα και τα λεκιασμένα νύχια, σκονισμένα από μάταιες χειρωνακτικές εργασίες, τον κοιτούσαν επιστρέφοντάς του το αφασικό βλέμμα που ο ίδιος έριχνε πάνω τους.

Τον Οδυσσέα του Φακίνου δεν τον κρατά στο νησί ο ένθεος πόθος της Καλυψώς, αλλά μια απροσδιόριστη ανώτερη βούληση και πρόνοια. Ο ήρωας υπακούει σε μια φασματική εξουσία, πιστεύοντας πως η υποταγή του θα τον γλιτώσει από το νησί. Όμως η ακαταληψία των άνωθεν εντολών επιδεινώνει την αποσταθεροποίησή του. Αρχίζει να υποψιάζεται πως ο εγκλωβισμός του σε αυτό τον αινιγματικό τόπο έχει αίτια βαθύτερα και πιο δυσεξιχνίαστα από την επιβολή μιας απρόσωπης, σκοτεινής αρχής. Υπάρχει μάλιστα σοβαρή πιθανότητα αυτή η δύναμη καταστολής να εκπορεύεται από τον ίδιο. Βέβαια, η υποψία δεν κραταιώνεται ποτέ σε επίγνωση και έτσι εκείνος παρέμενε υποχείριο των σκιωδών δεσμοφυλάκων του και, φορώντας στολή παραλλαγής, «έσκαβε λάκκους χωρίς να ξέρει την αλήθεια που κρυβόταν στα χώματα». Αγνοώντας ποια ακριβώς μάχη καλούνταν να δώσει και με ποιο έπαθλο, ποια γη υπερασπιζόταν και έναντι ποιων εχθρών.

Ο Φακίνος διαθλά την αφήγηση μέσα από το κοίλο πρίσμα του συμβολισμού για να αποδώσει αναπαραστατικά τον υπαρξιακό πανικό του ήρωά του. Ντύνοντάς τον με στολή παραλλαγής τον βάζει να θηρεύει από το χώμα το θαμμένο του πρόσωπο. Όταν μια νύχτα οι ουρανόπεμπτοι εντολείς τού ρίχνουν μαύρους σάκους με πτώματα με την προσταγή να τα θάψει, ο στρατιώτης Οδυσσέας υπακούει, αλλά όχι χωρίς να προσφέρει στους νεκρούς, σαν επικήδειο  κατευόδιο, μια ιστορία. Εκείνος, που είχε εξοστρακιστεί από τη μνήμη του, ανακαλύπτει ξαφνικά μέσα του σπαράγματα ιστοριών, στιγμιότυπα που αναθάλλουν σαν αστραπές στο μυαλό του, εικόνες που ανασαλεύουν με τη ζωηρότητα ενός απωθημένου βιώματος, και τότε συλλογίζεται πως η αλήθεια που αποσιωπούσε το χώμα ήταν η αληθινή του ιστορία. Στα ιδιόχειρα μνήματα παράχωνε τις παλιές του ζωές. Στους λάκκους δεν κείτονταν άγνωστοι νεκροί, αλλά κομμάτια του εαυτού του, απονεκρωμένες πτυχές του, θρύμματα των αφηγήσεων που τον συνείχαν, και το μόνο που χρειαζόταν ήταν να βρει τις λέξεις εκείνες που θα τα ανάσταιναν. Έπρεπε να σπάσει το λουκέτο που σφράγιζε τη μνήμη του, να διαπεράσει τον τοίχο που του έκρυβε το πρόσωπό του και να ξαναθυμηθεί έτσι όλα όσα τον όριζαν.

«… και τότε ήρθε στο μυαλό μου ένα παράδειγμα και είπα πως σαν να υπάρχει μια αρχαία πόλη θαμμένη κάτω από τα χώματα κι εγώ είμαι ένα είδος αρχαιολόγου που κάνει ανασκαφή και σκάβει για να τη βρει, και γι’ αυτό ίσως […] μ’ έχουν βάλει εδώ πέρα και σκάβω συνεχώς…»

Στο μυθιστόρημα οι υπό αναζήτηση λέξεις έχουν νευραλγική σημασία. Αξίζει να προσεχθεί η αρίθμηση των κεφαλαίων με τα γράμματα του αλφάβητου, που μπορεί να παραπέμπουν στις ραψωδίες των ομηρικών επών, αλλά, δεδομένου ότι την αφήγηση κλείνει το «κ», υποδηλώνουν συνάμα μια κολοβή, ατελώς ειπωμένη ιστορία. Δηλωτικό της κρισιμότητας των λέξεων είναι το επεισόδιο (αλιευμένο από προγενέστερο μυθιστόρημα του Φακίνου) με τους τρεις άνδρες που παρουσιάζονται κατ’ όναρ στον ήρωα και κρατώντας ένα πελώριο μολύβι διαγράφουν στον αέρα γράμματα, ζητώντας του να αποκρυπτογραφήσει τα αόρατα σχήματα των λέξεων. Και στις τρεις ευκαιρίες που του παρέχονται, ο ήρωας αποτυγχάνει να μαντέψει σωστά, όμως οι λανθασμένες απαντήσεις του εσωκλείουν την υπαρξιακή οδύσσεια όχι του Κανένα, αλλά του καθενός.

«Νερό», «Κυπαρίσσι», «Δεν ξέρω». Η μετωνυμική ένδυσή τους δεν είναι δύσκολο να αποκαλυφθεί. Το νερό, το κατεξοχήν ζείδωρο στοιχείο, μήτρα κάθε ύπαρξης, το κυπαρίσσι, η τελεσίδικη τελεία, και η άγνοια, το βάρος που κουβαλά κάθε ζωή ενόσω μετακυλίεται στο θάνατο. Η ζωή αρδεύει το θάνατο, και αντιστρόφως, ενώ ανάμεσά τους στέκει απαρασάλευτη η αγωνία της ακατανοησίας. Ωστόσο, τα μυστικά των λέξεων είναι απροσπέλαστα για τον ήρωα. «Καταλαβαίνει πως δεν έχει λέξεις που να ανταποκρίνονται σ’ αυτό το παιχνίδι». Άλλωστε οι ερμηνείες εγκυμονούν κινδύνους και εκείνος προτιμούσε την ασφάλεια της κυριολεξίας. Γι’ αυτό οι λέξεις που είχε αρθρώσει στο όνειρο, παρέμεναν «ανερμήνευτες, σιωπηλές και συγκεκριμένες». Το νόημα καταποντιζόταν ραγδαία στην άβυσσο, που περιέβρεχε τη βραχονησίδα. Οι λέξεις του είχαν μια ταφική επίγευση, καθώς πάσχιζαν να ονοματίσουν πράγματα προ πολλού ενταφιασμένα. Στέγνωναν στο λαρύγγι του, «ξερές», «γεμάτες χώματα και πέτρες, δε γλιστρούσαν».

Ο τρόμος που αντιμάχεται την προσμονή του ήρωα να εξορύξει τη δική του ιστορία έγκειται στον κλοιό της σιωπής, που απωθεί όσα λαχταρά να ειπωθούν. Η σιωπή, που τυλίγει σαν άλως τη νήσο Νόημα, αναρριπίζει την άγνοια και την απορία του. «Σιωπή… Κι ύστερα κι άλλη σιωπή, πιο σιωπή κι απ’ τη σιωπή, απέραντη σιωπή, σαν πεδιάδα, σαν ωκεανός μεγάλη, χάος σιωπηλό. Σιωπή…» Ο Οδυσσέας δεν διακρίνει κανέναν σηματωρό, που θα του έδειχνε το δρόμο επιστροφής στη λευκή ευθεία γραμμή, με την καθησυχαστική προοπτική της. Μια «θολούρα ουδέτερη γύρω του, άχρωμη, άφωτη, χωρίς ώρα, χωρίς εποχή».

Ωστόσο, ο Φακίνος υποδεικνύει με διάφορα τεχνάσματα πως πάνω σε αυτό το άηχο, ακίνητο τοπίο είχαν κατακαθίσει τα ίχνη ενός ιστορικού χρόνου. Οι χειρονομίες του ήρωα, για παράδειγμα, αν και μοιάζουν αυτοματικές και υπαγορευμένες, έφεραν το στίγμα μιας αταβιστικής γνώσης. Από το άλλο μέρος, το παράδοξο ενδιαίτημά του στο νησί, ένα παλιό ξύλινο βαγόνι, συμβολοποιεί τη διαδρομή της ανθρωπότητας μέσα στον χρόνο. Μέσα στο βαγόνι διαχέονταν ετερόκλιτες οσμές, η απόπνοια αλλοτινών ταξιδιών, απομακρυσμένων στιγμών και διανυμένων αποστάσεων. Τα βράδια ο Οδυσσέας άκουγε τους τριγμούς των σαπισμένων ξύλων, «σαν να τεντωνόταν, σαν να σηκωνόταν σκελετός από τον τάφο με τα κόκαλά του να κροτούν». Ένα άλλο βράδυ είδε μέσα στο σκοτάδι «λευκές σκιές ν’ αργοσαλεύουν» και να τον πλησιάζουν. Ήταν αγάλματα που αναδύθηκαν μέσα στη νύχτα, κομίζοντάς του «με απαλό και αθόρυβο βάδισμα», τον κεκοιμημένο τους χρόνο, και έρχονταν να σμίξουν τις παλιές ιστορίες τους με τη δική του, νωπή ακόμα.

Όταν το νόστιμον ήμαρ από φευγαλέο όραμα γίνεται ανάγκη δυναστική, ο Οδυσσέας του Φακίνου μεταποιεί το βαγόνι σε σχεδία, έτοιμος να αποδυθεί στο κρισιμότερο της ζωής του ταξίδι. Ο προορισμός του νεφελώδης, ένα κομμάτι στεριάς, που αχνόφεγγε στον ορίζοντα, «σαν μικρό σύννεφο ακουμπισμένο επί των υδάτων». Ίσως να μην ήταν παρά μια οφθαλμαπάτη, μια επιθυμία του μυαλού. Ο Φακίνος δεν χαιρετίζει τον διάπλου με την υπόσχεση ούριου ανέμου. Αντιθέτως, ο ήρωάς του για να λυτρωθεί από τα δεσμά του, υποχρεώνεται να εγκαταλείψει διά παντός το νόημα και να βγει στα ανοιχτά, περιπλέοντας την απροσδιοριστία και την αμφιβολία. Από την άλλη, υπήρχε το περίστροφο και ο κρόταφός του συνέχιζε να αναρριγεί από την «ηδονή του δάχτυλου στη σκανδάλη», από το προαιώνιο δίλημμα.

«… να ξέρεις πως μια ασήμαντη κίνηση, μια τόση δα πίεση, πόση; ένα πόντο; μισό; και να ξέρεις πως ορίζεις το θάνατο, τον έχεις τόσο κοντά σου, μισό πόντο, τον φέρνεις ή τον διώχνεις, κι ύστερα όλο τούτο το μεταλλικό βάρος να εκσφενδονίζεται μέσα σου με ταχύτητα φωτός και να σου σμπαραλιάζει ό,τι έχεις και δεν έχεις μέσα στο κεφάλι σου…»

Μια ασήμαντη κίνηση είναι και το βήμα, που αναζητεί στο σκοτάδι, διστακτικό, συνάμα όμως θαρραλέο, μια υποφωτισμένη κατεύθυνση. Αυτή την αβέβαιη πίεση του πέλματος, και όχι την άλλη του δαχτύλου, που διακόπτεται ακαριαία στον μισό πόντο, επιλέγει για τον ήρωα ο Μιχάλης Φακίνος, παρακολουθώντας με μελαγχολικό βλέμμα τον τρεμάμενο βηματισμό του μες στα ερέβη του μυαλού του.

levki-570

Lina Pantaleon

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular