Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

To “Και τώρα δεν είναι αργά” του Κώστα Αρκουδέα, εκδόσεις “Κουκουνάρι”, 2014, έφτασε στο σπίτι μου μεσημέρι.

Το ξεκίνησα την επομένη στις 10:30. Μέχρι τις 11:10 είχα φτάσει στην σελίδα 46. Μέχρι τις 18:00 το είχα τελειώσει.

Οι ώρες είναι σημειωμένες γιατί καθώς με αντιλαμβανόμουν να μην απαγκιστρώνομαι από το βιβλίο, μιας που ήταν καθημερινή και είχα και πολλά άλλα πράγματα να κάνω πέραν της ανάγνωσης, κοιτούσα την ώρα κάθε φορά που σταματούσα.

Το ότι η νουβέλα είναι επιστολική δεν θυμάμαι αν το είδα στο τέλος του βιβλίου, (σπανίως πηγαίνω στις τελευταίες σελίδες πριν ξεκινήσω να διαβάζω), όπου και αναφέρεται, ή κάπου αλλού. Πάντως, όταν ξεκίνησα την ανάγνωση το είχα στο μυαλό μου.

Στην δεύτερη ή τρίτη σελίδα, το ότι η νουβέλα είναι επιστολική το είχα ξεχάσει. Προχωρώντας στις επόμενες σελίδες, το είδος, το τι δηλαδή είναι το βιβλίο ή δεν είναι, την γλώσσα, το ύφος, ή ό,τι άλλο “τεχνικό”, είχε φύγει από το κεφάλι μου. Απλά, παρακολουθούσα την εξέλιξη της ιστορίας.

Αγωνιούσα για τους ήρωες, ζούσα σε μια παλιά Ελλάδα που αναγνώριζα αλλά διόλου βιωματικά, (ίσως μόνο εγκυκλοπαιδικά), είχα μεταφερθεί σε έναν κόσμο που κατά καιρούς γινόταν ασπρόμαυρος ή στα χρώματα της Γης, μ’ εκείνη την σκόνη και το βαρύ αντάριασμα της συγγενικής και οικογενειακής βίας απέναντι στις λεηλατημένες γυναίκες, όπως τις ονόμαζε ο πατέρας μου, και κάποιοι ελάχιστοι φωτισμοί των δωματίων του Μανιάτικου αρχοντικού πύργου.

Και εκπληκτικές εικόνες της Μάνης· μεσημέρι ή νύχτα, των βράχων, το χώμα, οι μακρινές εκκλησίες και τα μικρά ξεχασμένα έρημα ξωκλήσια, τρελοί ξεμαλλιασμένοι άνθρωποι, μια βάρκα που και τα κουπιά της άκουγα, και αίμα. Και το αίμα. Ως λεκές στην άμμο ή στη λάσπη.

Και μετά, η δολοφονία της αδερφής με το δίκαννο να αδειάζει στο πρόσωπο, κι ο πατέρας· στην απύθμενη Ελληνική επαρχιακή βία των μέσων του 20ου αιώνα και την πιθανόν ακόμη τώρα, αλλά στην εξαίσια γοητευτική Μάνη όλα αυτά, όχι σε τίποτε χέρσα χωράφια της Στερεάς Ελλάδας, κι από παντού μια ανεξήγητη κατάρα. Της βίας, του φονικού, της τιμής, της εκδίκησης.

“Δεν άργησε να μπει κρυφά μια νύχτα στο νεκροταφείο και να ανοίξει τον τάφο της κόρης του.” Απλές φράσεις, ως καρφιά. Απέριττες.

Ο αδερφός που τελικά βρίσκεται φυλακή, και χρόνια μετά, ξανά, με την βία την κληρονομημένη, ξανά. Αλλού. Αλλού, πάντα στην Ελλάδα, αλλά αλλού, όχι στην Μάνη, αλλά σε ένα νησί. Και ξανά η ίδια βρώμα του πρωινού τσιγάρου και η βία. Να εκδικηθεί, να ξεκάνει, να καθαρίσει, και ξανά…

Ήθελα να τον δω να πεθαίνει ριγμένο από βράχο τον αδερφό.

Ήθελα οι δύο κλεμμένοι να μην επιστρέψουν ποτέ.

Ήθελα το “και τώρα δεν είναι αργά”, η μοιραία φράση, να νικήσει, πιθανόν ως παιδί του Χόλυγουντ να το ήθελα αυτό, αλλά όχι. Στην Μάνη, στην όποια Μάνη, στην Ελλάδα, ουδέποτε νικά ο έρωτας και η χαρά. Μόνο η τιμή, το αίμα, η βία. Η τυφλή εκδίκηση.

Σπανιότατα, βιβλία Ελληνικής λογοτεχνίας με κλειδώνουν μέσα στο story τους.

Παλιά, που αγόραζα βιβλία χωρίς την παραμικρή κρίση, ως φρούτα στο σουπερμάρκετ, με τις ντάνες, θυμάμαι πως πάντα υπέφερα από αυτό. Κρατιόμουν μπροστά στην Ελληνική λογοτεχνία. Όχι στο διήγημα, αλλά στο μεγάλο, στο μυθιστόρημα, ή ακόμη και στην νουβέλα. Δεν ήταν το μέγεθος που με τρόμαζε, ήταν πως φοβόμουν πως εξιστόρηση μιας ιστορίας δεν θα έβρισκα. Ακριβώς γι’ αυτό, για την απουσία της ιστορίας. Ή θα έβρισκα τεράστια βιβλία σχεδόν χωρίς καμία ιστορία, ή θα έβρισκα τεράστια βιβλία όπου το 80% των σελίδων θα ήταν ψυχανάλυση των ηρώων μιας ελάχιστης ιστορίας. Σήμερα πια όχι. Γνωρίζω τους συγγραφείς. Αν και όχι όλους σίγουρα τους περισσότερους, αλλά παρόλα αυτά, το πρόβλημα συνεχίζω να το βλέπω: Την απουσία ιστορίας ή την στραβή παρουσία της, την λίγη. Λες και οι Έλληνες λογοτέχνες έχουν δυσανεξία στην ιστορία, στον μύθο.

Στο “Και τώρα δεν είναι αργά” η ιστορία είναι το Α και το Ω. Το θαύμασα αυτό.

Και η ιστορία είναι το Α και το Ω με διπλό τρόπο. Και με γραπτό λόγο αλλά και με εικαστικό λόγο. Είτε παράλληλα είτε βοηθητικά, είτε και κλασσικά. Τα χαρακτικά είναι του Νίκου Σταυρακαντωνάκη.

Κάθε χαρακτικό ήταν μία αφήγηση αυτού που είχα διαβάσει αλλά όχι συμπληρωματικά, ως δραματουργικό πρόσθετο, αλλά ως εικονοποίηση του μέχρι όποιου σημείου της ιστορίας. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Και, ουδεμία σχέση είχε με τις εικόνες των βιβλίων του 18ου αιώνα ή και του 19ου. Κανένα χαρακτικό δεν αφηγούταν “ελλείψει κινηματογράφου” όπως τότε. (Ας το πούμε έτσι.) Πλήρωναν την ίδια αίσθηση που πλήρωνε και το εξώφυλλο. Την κόκκινη γραμμή της αφήγησης από το 1950 έως σήμερα.

Και, με το εύρημα των διαφορετικών γραμματοσειρών μέσα στο κείμενο, επίσης, να φτιάχνει μία αφήγηση που γίνεται αλλιώς. Συμπληρώνει το γραπτό, αλλιώς. Όχι απλά εικονοποιητικά. Ήταν σαν άξαφνα μέσα στο κείμενο, αν το κείμενο είχε ήχο, να ανέβαινε η ένταση του ήχου. Όχι ως db, αλλά ως ερμηνεία ηθοποιού. Ως υποκριτική.

Η κόκκινη σελίδα, η 35η, με το πιο κόκκινο βαθύ μέσα σε μια μόνη άστατη γραμμή ως λίμνη αίματος πιο φρέσκου μέσα σε άλλο αίμα, με άφησε εκεί να την κοιτώ. Η ιστορία, είναι αυτή. Μοναδικό. Εξαιρετικό.

 

Αν κάποιος με ρωτούσε για το βιβλίο, θα του έλεγα «Διάβασέ το. Τρομαχτική ιστορία. Την σκοτώνει; Έτσι απλά; Επειδή ο πατέρας; Απλά μπαμ στο πρόσωπο; Και μετά ξοπίσω σ’ εκείνους που φταίνε που τον έκαναν να την σκοτώσει καθώς εκείνος έτσι θεωρούσε; Να σκοτώσει κι εκείνους; Πως φταίγαν άλλοι; Τελικά ο φονιάς πάντα δικαιωμένος; Επειδή τι; Επειδή ένα ψέμα στον έρωτα; Το οικογενειακό δίκαιο… Η τιμή… Η εκδίκηση… Η βεντέτα… Δεν υπάρχει έρωτας, ούτε αγάπη, μόνο δικαιολόγηση του εγώ ως δήθεν επειδή και καλά η κοινωνία τι θα πει… Ή απλά, σκέτα, του εγώ. Ως απύθμενη ψυχοπαθολογία ενός μύθου μιας παράδοσης ανθρωπίνων σχέσεων, και καλά, αλλά βασισμένων πάνω στο αίμα και βυθισμένων μέσα σε αυτό. Πόσος μεσαίωνας… Τρομαχτική Ελλάδα… Τι κατάρα… Μέχρι σήμερα αυτό. Εγώ, λέει, είμαι παραδοσιακός τύπος. Δεν είσαι παραδοσιακός τύπος, φίλε, φονιάς είσαι αν θα σου λάχαινε… Αλλά δεν τα λέμε αυτά… Να το διαβάσεις.»

Η εξιστόρηση, λοιπόν, υφαίνεται από τον Κώστα τον Αρκουδέα με την γνωστή του λογοτεχνία. Την οποία γνωρίζω από παλιά αλλά δεν νιώθω ικανός να μπορώ να γράψω για την γλώσσα, την φόρμα, ή ότι άλλο “τεχνικό” όπως το ονομάζω εγώ. Είμαι συγγραφέας, αφηγητής ιστοριών, και αναγνώστης στην προκειμένη περίπτωση, όχι κριτικός λογοτεχνίας. Σε καμία περίπτωση. Οπότε, ελάχιστα στοιχεία μόνο. Παρατήρησα την αφήγηση να μην έχει πρώτο ή τρίτο πρόσωπο αφήγησης. Να περνά την δράση απευθείας στον αναγνώστη σε σημείο που η τεχνική δεν απασχολούσε. Πώς καταργείς μία επιστολή σε πρώτο πρόσωπο και την κάνεις ευθεία αφήγηση ιστορίας στο τρίτο πρόσωπο χωρίς αυτό να γίνει διόλου αντιληπτό, είναι αρετή. Τουλάχιστον για τα δικά μου δεδομένα, αυτό είναι αρετή.

Και τέλος, να προσθέσω, πως το συγκεκριμένο βιβλίο ως εκδοτική προσπάθεια ενός ολοκαίνουριου και ακόμη πολύ μικρού εκδοτικού οίκου αξίζει συγχαρητηρίων.

ARKOUDEAS_

Και τώρα δεν είναι αργά, Κώστα Αρκουδέας, εκδόσεις  Κουκουνάρι 2014

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular