Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

 

«Δεν υπάρχει αρχή. Κάθε ιστορία αρχίζει με τη φράση

“Όσα έγιναν μέχρι τώρα”,

και αποτελεί συνέχεια, ακόμη και όταν τιτλοφορείται:

“Αυτό δεν επιτρέπεται να ξανασυμβεί!”»

separator

Η ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα. Αυτό θα σκέφτηκε ο Βίκτορ Αμπραβανέλ πηγαίνοντας στη συγκέντρωση των παλιών του συμμαθητών, έχοντας στην τσέπη του σακακιού του μια λίστα με αριθμούς μητρώων, που πιστοποιούσε τη συμμετοχή των καθηγητών του στο ναζιστικό κόμμα. Είναι η εποχή της ειρήνης και της δημοκρατίας. Η Αυστρία έχει πάψει εδώ και χρόνια να ανήκει στο Γ΄ Ράιχ. Ο Βίκτορ γεννήθηκε σε μια ελεύθερη Αυστρία, όταν η ιστορία είχε ήδη συμβεί. Παρ’ όλα αυτά, ενδεχομένως λόγω της ιδιότητάς του ως ιστορικού, καθώς και της πεποίθησής του πως η μελέτη της Ιστορίας συνιστά «ενασχόληση με τους όρους και τις συνήθειες της ίδιας μας της ζωής», δεν πιστεύει σε χρονικές τομές και στο τετελεσμένο των ιστορικών συμβάντων. Γι’ αυτό διαβάζει τους αριθμούς στο χαρτί ενώπιον των εμβρόντητων καθηγητών του. Οι συμμαθητές του αποχωρούν το ίδιο έξαλλοι με τους καθηγητές από το εορταστικό δείπνο. Τον βρίζουν. Ήταν πια τόσο αριοποιημένοι που αισθάνονταν ότι είχε κηλιδώσει την καταγωγή τους; Τον Βίκτορ τον πιάνουν τα γέλια και μες στην έξαψή του καταλαβαίνει πως δεν ήταν ο θρίαμβός του που τον ηλέκτριζε, αλλά ο πανικός, ένας πανικός ανεξέλεγκτος. Είχε προκαλέσει κάτι που δεν μπορούσε πια να το ελέγξει και ήταν χειρότερο απ’ όσο είχε φανταστεί.

Στο μεγάλο τραπέζι μένουν μόνοι ο Βίκτορ και η Χίλντεγκουντ, η μοιραία, ανυπότακτη γυναίκα, ο ανευόδωτος έρωτας των εφηβικών και φοιτητικών του χρόνων. Ο Βίκτορ αδυνατεί να εξηγήσει τη δύναμη επιρροής αυτής της γυναίκας πάνω του, ακόμα και τώρα, είκοσι πέντε χρόνια μετά, αλλά «ήταν τόσο δυνατή που ήταν διατεθειμένος να της τα συγχωρήσει όλα, κι ήταν ένα σωρό, πολύ περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσε ποτέ να παραβλέψει σε άλλους». Ανάμεσά τους υποβόσκει μια παλιά όσο και άσβεστη αναμέτρηση, παραπαίοντας κωμικά μεταξύ αβρής ερωτοτροπίας και κατά μέτωπον επίθεσης, όπου αμφότεροι κατασπαράζουν το κυρίως πιάτο, το παρελθόν. Ένα βράδυ σε ένα εστιατόριο της Βιέννης, ο Βίκτορ απέναντι στη Χίλντεγκουντ, και οι δύο προ πολλού ενήλικοι. «Ήταν ένα κομβικό σημείο, που προδιέγραφε μια απρόβλεπτη μικρή αιωνιότητα».

Τρεις αιώνες πίσω, στις αρχές του 17ου αιώνα στην Πορτογαλία, ένα αγόρι προσπαθεί να καταλάβει την ιστορία του και μαζί να καταλάβει μια θέση στη μικρή κοινότητα της πορτογαλικής πόλης, όπου η παρουσία του μοιάζει διαρκώς επισφαλής. Το αγόρι έχει πολλά ονόματα, αλλά δεν ξέρει ποιο είναι το σωστό. Μανουέλ Ντίας Σοέιρο, «σεβάσμιο πορτογαλικό όνομα», ένα χριστιανικό όνομα, της λύτρωσης. Αλλά και Σαμουήλ, ο μάντης και προφήτης, «ο τελευταίος Κριτής του Ισραήλ της Παλαιάς Διαθήκης». Αυτό το όνομα, του ολέθρου, προφερόταν μόνο ψιθυριστά. Αντιθέτως, συχνά ακουγόταν το Μανέ, ένα αμφίσημο χαϊδευτικό, καθώς στα πορτογαλικά σήμαινε χαζός, αφελής. «Μπορεί όμως να είναι Μανέ ένα παιδί, κάτω από το διπλό βάρος του δημόσιου και του μυστικού του ονόματος;»

Ο Μανέ γεννήθηκε μέσα στις φλόγες των άουτο-ντα-φε. Διαφεύγοντας τις πυρές της Ιεράς Εξέτασης, που πύρωναν τη λευκή Λισαβόνα, θα μετακομίσει μαζί με την οικογένειά του σε μια μικρή πόλη, που και αυτή σύντομα θα αρχίσει να φλέγεται, και θα λυτρωθεί ως Μενασέ στο Άμστερνταμ, τόπο της ελευθερίας, της μετά θάνατον ζωής του. Εκεί οι πρόσφυγες μαράνοι (καταναγκαστικά εκχριστιανισμένοι Εβραίοι που διατηρούσαν την πίστη τους) αναγεννιούνταν μέσα από την ανάκτηση του εβραϊκού τους ονόματος.

Ο Αυστριακός συγγραφέας Ρόμπερτ Μενάσε (Βιέννη, 1954) εξιστορεί δύο παράλληλους βίους, που διακλαδίζονται σε παρόμοιες τροχιές παρά το χρονικό χάσμα ανάμεσά τους. Οι ζωές τους εκρέουν και εκβάλλουν στην ίδια κοίτη, κυλώντας στον ανορθολογικό ρυθμό της ανθρώπινης ιστορίας. Ο Βίκτορ και ο Μενασέ ζουν απορημένοι την προσωπική τους ιστορία και μόνο όψιμα κατορθώνουν να την εντάξουν σε ένα αναπεπταμένο σημασιολογικό πλαίσιο, να την κρίνουν, να την αποτιμήσουν και να τη συνεχίσουν. Θα χρειαστεί να δώσουν έναν επίμονο, μύχιο αγώνα για να καταφέρουν να αποδεχτούν τα ιστορικά στοιχεία, που τους επιβαρύνουν, και να τα επωμιστούν μαζί με την ευθύνη του εαυτού τους.

Και οι δύο συγκατανεύουν σε κανόνες, που τους επιβλήθηκαν χωρίς εξηγήσεις, ενώ η ενδοοικογενειακή τάξη, αυτονόητη όσο και απαράβατη, τους εμποδίζει να ανοιχτούν στον έξω κόσμο, όπου πάντοτε ενεδρεύει το χάος. Είναι χαρακτηριστικό ότι και οι δύο δυσκολεύονται να ανασάνουν. Κρατούν την ανάσα τους, περιμένοντας έντρομοι τον χαμό. «Πόσο μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος χωρίς να αναπνέει;», αναρωτιέται ο Μανέ. Ο Βίκτορ, πάλι, αμφέβαλλε για την ικανότητά του για τη ζωή. Δεν ήξερε αν μπορούσε «να κινηθεί στον κόσμο σαν κάποιος που ξέρει ποιος είναι, πού είναι και τι θέλει». Ένιωθε πως η αντωνυμία «εγώ» έχρηζε απάντησης από μια φιλοσοφική διάνοια στο μέτρο που συνίστατο σε άπειρες, ασύλληπτες λεπτομέρειες, που απέκρυπταν το όλον.

Ο άλογος, ριζωμένος φόβος για μια δρομολογημένη απειλή τούς αφανίζει. Τόσο ο Βίκτορ όσο και ο Μανέ βασανίζονται από την αδιάκοπη προσπάθεια να μικρύνουν, να γίνουν αθέατοι και να περνούν απαρατήρητοι. Ο φόβος τούς κρατά απόμερα από τους άλλους, την ίδια στιγμή που αποζητούν διακαώς την ενσωμάτωση, την αφομοίωση. Δεν μπορούν να ορίσουν το φυσιολογικό, αλλά είναι βέβαιοι πως αποκλίνουν επικίνδυνα από αυτό.

Το ίδιο δύσκολος με την αναπνοή είναι ο ύπνος τους. Άγρυπνοι κοιτάζονται με το σκοτάδι, δραπετεύοντας από εφιάλτες, όχι τόσο εφιαλτικούς που να μοιάζουν φανταστικοί. Ο Βίκτορ ξυπνούσε τρομοκρατημένος από κάτι άντρες με μακριά δερμάτινα παλτά, «άντρες της Γκεστάπο», που βροντούσαν την πόρτα να τη σπάσουν για να τον πάρουν μαζί τους. Οι ναζί έρχονταν στον ύπνο του να τον συλλάβουν. Φοβόταν γιατί γνώριζε πως «τέτοια πράγματα συνέβαιναν κάποτε στ’ αλήθεια». Ο Μανέ, από την άλλη, δεν έβλεπε τους εφιάλτες του, τους ξαναέβλεπε. Ήταν μετεικάσματα από το φως της μέρας ή από τις φλόγες της νύχτας. Οι φωτιές που απειλούσαν να τον κάψουν, είχαν πράγματι ανάψει. Οι άντρες με τους πυρσούς δεν εισέβαλλαν στον ύπνο του, αλλά στους δρόμους της πόλης του, εξαγριωμένοι, κραυγάζοντας κατάρες, λαχταρώντας «φόνο, λεηλασία και φωτιά». Οι επίσκοποι με διάπυρες ψαλμωδίες ευλογούσαν τη δίψα για αίμα. Όλα αυτά δεν ήταν της φαντασίας του, αλλά παραήταν εξωφρενικά για μην είναι όνειρο. Στα όνειρά του ο γνωστός του κόσμος αναφλεγόταν, το πρωί όμως οι στάχτες δεν σκόρπιζαν, αιωρούνταν στα γνώριμα τοπία, που αναβόσβηναν σαν κόλαση. «Μήπως είχε ρίξει μια ματιά στη ζωή άλλων ανθρώπων, σε μια καταστροφή που είχε συμβεί στο παρελθόν, ή –πράγμα επίσης πιθανό, με τέτοιες σκέψεις- σε μια καταστροφή που θα συνέβαινε στο μέλλον;»

Οι εφιάλτες του αντέγραφαν την καθημερινότητα. Μια καθημερινότητα με πολλά σκοτάδια, φρικτές λάμψεις, αινιγματική και φονική. Ο Μανέ δεν φαντασιοκοπούσε, όταν διέκρινε στην άμαξα του Μέγα Ιεροεξεταστή τον οφθαλμό του Θεού να κλαίει «ένα δάκρυ από αίμα». Λίγες ημέρες αργότερα ο πατέρας του υποβαλλόταν στις εξιλεωτικές τελετουργίες της Ιεράς Εξέτασης.

Τα δύο πρόσωπα, το ένα ιστορικό (Μενασέ) και το άλλο φανταστικό (Βίκτορ), υποδεικνύουν με τη συνύπαρξή τους στις σελίδες τις ανύποπτες εκδοχές με τις οποίες η ιστορία, και δη η δεινότερη, επαναλαμβάνεται. Ωστόσο, οι εφαπτόμενοι βίοι τους σφυρηλατούνται στις πιο αποκλίνουσες συγκυρίες. Ο μικρός Μανέ μεγαλώνει υπό την τρομερή αυθεντία των ιεροεξεταστών και των πυριφλεγών ικριωμάτων τους, όπου ψαλμωδίες και θεόληπτες ομοβροντίες πάλευαν να σβήσουν τις κραυγές των καταδικασμένων. Η παιδική ηλικία του Μανέ εκτυλισσόταν στη σκιά ενός ατέρμονου ηλιοβασιλέματος, οι άλικες ανταύγειες του οποίου προοιωνίζονταν τη συντέλεια. Τη στιγμή που κανονικά όλα έπρεπε να αρχίζουν για εκείνον, τα πάντα έμοιαζαν να συντελούνται μετά τη δύση του ήλιου. Το ξεκίνημα σκιαζόταν από την αχλύ του τέλους, από την απελπισία του χρόνου που τελειώνει. Τα παιδικά του χρόνια ήταν «το βράδυ της ζωής» του. Οι πρώτες του αναμνήσεις σκοτεινές, βραδινές, θάμπωναν σε ένα λυκόφως. Κάθε μέρα, όταν το δειλινό γινόταν μια υποψία στον ουρανό, ο Μανέ έτρεχε στο σπίτι του. Χωρίς εξήγηση. Ήταν μια ανίκητη επιβολή. Η αποδοχή της μοίρας ηρεμούσε τον φόβο. Και ο Μανέ έφευγε τρέχοντας από τον δρόμο όπου έπαιζε, σαν να δραπέτευε από έναν κόσμο, που ολοένα σκοτείνιαζε. Τη ζωή του κυβερνούσαν δύο αντίρροπες κινήσεις, να ακολουθεί και να δραπετεύει. «Να θέλει να ακολουθήσει και να πρέπει να δραπετεύσει, κι έπειτα να πρέπει να ακολουθήσει και να θέλει να δραπετεύσει».

Οι γονείς του, που επιθυμούσαν να εξαφανιστούν μέσα στην κοινωνία, του είχαν εμφυσήσει την ανάγκη να μην ξεχωρίζει, να περνάει απαρατήρητος. Και ο Μανέ δεν ήθελε τίποτα περισσότερο από το να γίνεται αποδεκτός έξω από το σπίτι, να είναι ίδιος ανάμεσα σε όμοιους. Όσο, όμως, έτρεχε να προλάβει τη δύση του ήλιου τόσο πιο ξένος φαινόταν. Με όση επιμέλεια και αν φρόντιζε να μη διαφέρει, οι άλλοι πρόσεχαν πως ήταν διαφορετικός. Οι άλλοι έξω ήταν αλλιώτικοι και εκείνος ριζικά άλλος από αυτούς. Κάθε προσπάθεια προσαρμογής και αφομοίωσης παρόξυνε τη διαφορετικότητά του, καθιστώντας τον εχθρό για τους έξω και κίνδυνο για τους μέσα, την οικογένειά του. 

«Η σκέψη δεν ήταν ξεκάθαρη, αλλά μέσα του ήταν σαφές: οι άνθρωποι εκεί έξω δεν μπορούσαν αλλιώς, ήταν αναγκασμένοι να κάνουν ό,τι έκαναν. Κι αυτός δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, έπρεπε να το αποδεχτεί».

«Οτιδήποτε άλλο θα αύξανε απλώς την οργή των ανθρώπων και τη φρίκη».

Αν ο Μανέ μεγάλωσε στις σκιές και το ημίφως ενός ατελείωτου σούρουπου, ο Βίκτορ πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του σε έναν παστέλ, παστεριωμένο μικρόκοσμο. «Ο Βίκτορ, μέχρι που άρχισαν τα δυστυχισμένα παιδικά του χρόνια, είχε περάσει πολύ ευτυχισμένη παιδική ηλικία». Το βλέμμα του τυφλωνόταν από την ολοκαίνουργια, υπερφωτισμένη θέα του κόσμου. Οτιδήποτε νέο τού φανερωνόταν περίλαμπρο. Οι παιδικές του φωτογραφίες τον έδειχναν «με μορφασμό οδύνης και τα μάτια μισόκλειστα». Απαθανατιζόταν με τον ήλιο κατάφατσα. 

«Πρέπει να υπήρχαν τότε και άλλες ώρες της ημέρας, συννεφιασμένα απογεύματα, βράδια, νύχτες, άλλες εποχές του χρόνου, ένα γκρίζο, μελαγχολικό φθινόπωρο, μια βροχερή άνοιξη, αλλά στις αναμνήσεις του ήταν σαν μην είχε ποτέ υπάρξει τίποτε άλλο πέρα από μια μεγάλη ακολουθία νέων ημερών, τις οποίες διαδέχονταν χωρίς διακοπή οι επόμενες νέες ημέρες, ο ήλιος ανέτελλε ακτινοβόλος, και νά σου η νέα ημέρα, και ο ήλιος γελούσε».

Στο σπίτι του Βίκτορ δεν μιλούσαν ποτέ για τον ναζισμό. Οι παππούδες από την πλευρά του πατέρα του ήταν Εβραίοι, αλλά δεν μιλούσαν για την επιβίωσή τους στη ναζιστική Αυστρία. Ο πατέρας του το 1938 φυγαδεύτηκε στην Αγγλία, αλλά δεν μιλούσε για το ταξίδι του. Οι αναβλημένες εξηγήσεις γίνονταν παγερή σιωπή, η οποία δεν σκέπαζε «μια επουλωμένη πληγή, αλλά μια πετρωμένη πληγή». «Ο Βίκτορ δεν ήξερε τι υπήρχε ή τι είχε συμβεί τις προηγούμενες ημέρες, ήξερε μόνο ότι τώρα επικρατούσε μεγάλη ευτυχία […]». Οι μεγάλοι χαίρονταν για όλα όσα είχαν και δεν υπήρχαν παλιά. «Πόσο ευτυχισμένοι ήταν οι μεγάλοι για όλα όσα είχαν έρθει ξαφνικά και όσα δεν υπήρχαν πριν».

Ο Βίκτορ συνειδητοποίησε την εβραϊκότητα του πατέρα του, όταν χτύπησε τον Φέλντσταϊν, έναν Εβραίο συμμαθητή του. Ήταν αδύναμος και μπορούσε να του επιβληθεί. Αυτό μόνο. Ωστόσο, η όψη του δαρμένου παιδιού τον συγκλόνισε, αναρριπίζοντας μέσα του ένα ασύνειδο ορμέμφυτο για τυφλή βία. Και επειδή το τραυματισμένο πρόσωπο τον φόβιζε, ήθελε να το εξαφανίσει, να το λιώσει. Τον ταπείνωναν οι παρορμήσεις που διήγειρε το σώριασμα του άλλου.

«Αυτός, ο αδύναμος, δεν σταματούσε να χτυπάει, έδερνε τον ακόμη πιο αδύναμο, ήταν εκτός εαυτού, δεν ήταν πια άνθρωπος αυτό που χτυπούσε, ήταν ένα άψυχο πλάσμα, πώς μπορούσε ένας άνθρωπος να γίνει τόσο άσχημος, τόσο πρωτόγονη η ικεσία ή ό,τι ήταν αυτό στο βλέμμα του, τόσο παραμορφωμένα τα χαρακτηριστικά του, ήταν ξαφνικά ένα πασαλειμμένο πράγμα από το οποίο ποτέ δεν θα μπορούσες να βγάλεις ψυχή με το ξύλο, μόνο βλέννα και αίμα και σκατά θα μπορούσες να βγάλεις δέρνοντας αυτό το πλάσμα, να το ποδοπατήσεις έπρεπε ίσαμε να χαθεί αυτό το σκατό, να χαθεί στις σχισμάδες του πατώματος».

Ο Βίκτορ τρομοκρατείται από το αποτρόπαιο της διαπίστωσής του: «[…] ήταν σαν η μη ανθρώπινη έκφραση του ανθρώπου που τον είχαν φοβίσει και τον είχαν τραυματίσει να αποτελούσε την επιβεβαίωση ότι επιτρεπόταν να τον φοβίζουν, να τον τραυματίζουν, να τον ταπεινώνουν, να τον κλοτσούν, ότι έπρεπε να τον χτυπούν».

Όταν ο πατέρας του μαθαίνει για το περιστατικό, τον χαστουκίζει και τότε ο γιος συνειδητοποιεί πως ο πατέρας ήταν Εβραίος και πως στην πραγματικότητα «είχε δείρει τον ίδιο του τον εαυτό». Διότι, «υπάρχει μόνο μία κατηγορία ανθρώπων τους οποίους επιτρέπεται να λέμε κωλοοβριούς. Είναι οι εβραίοι που λένε τους άλλους εβραίους κωλοοβριούς!».

Για τον Μανέ τα πράγματα ήταν πιο περίπλοκα, καθότι επικίνδυνα. «Προτού γίνει ραβίνος, ήταν αντισημίτης». Παίζοντας «γουρουνοκυνηγητό» με τους φίλους του δεν αντιλαμβανόταν ότι κυνηγούσε τον εαυτό του. Για λίγες στιγμές, έξω στον δρόμο, ο φόβος μετατρεπόταν σε ηδονική αίσθηση εξουσίας. Για λίγο ο φόβος αφορούσε τους άλλους, τους κρυπτοεβραίους. Αυτός ήταν από την πλευρά της τιμωρίας και της εκδίκησης. Μεταρσιωμένος από μια «νικηφόρα, ευγενή δύναμη», ριχνόταν μαζί με μερικά ακόμα αξιολύπητα παιδιά στον ανυποχώρητο, προαιώνιο πόλεμο κατά των απίστων. Παραμονεύοντας τους κατοίκους της μικρής πόλης για να αλιεύσει αποδείξεις ότι πολλοί ανάμεσά τους τηρούσαν μυστικά τον μωσαϊκό νόμο, ο Μανέ δεν υποψιαζόταν ότι είχε γίνει ο διώκτης του εαυτού του. Το αγόρι που έπρεπε διαρκώς να τρέχει στη δύση του ήλιου, δεν υποψιαζόταν ότι η γονεϊκή εντολή υπάκουε σε αυτόν ακριβώς τον απαγορευμένο νόμο.

Ωστόσο, όσο περισσότερο εξασκούνταν στο να βλέπει, τόσο συχνότερα απέστρεφε το βλέμμα του. Τα μάτια του μισόκλειναν από την προσπάθεια να εστιάσουν, αλλά απέφευγαν να στυλωθούν σε κάτι ή κάποιον. Μήπως ο Μανέ δεν ήθελε να δει; «Ήταν ο αυτόπτης μάρτυρας που δεν έβλεπε τίποτε». «Παρατηρούσε αυτό που ήθελε να παρατηρήσει, ταυτόχρονα όμως και τους άλλους που παρατηρούσαν μαζί του». Αναπόφευκτα είδε πως και οι άλλοι τον παρατηρούσαν. «Έβλεπε πώς είναι να σε κοιτάζουν». Διασταυρώνοντας το βλέμμα του με τα βλέμματα των άλλων ένιωθε πως παγιδευόταν σε ένα πυκνοπλεγμένο δίχτυ. Από ένα σημείο και πέρα, όλοι οι ήχοι της πολύβουης πόλης είχαν γίνει ένας: «[…] ήταν το βουητό που έκαναν οι κόρες των ματιών, το σφύριγμα των βλεμμάτων που τανύζονταν διασταυρωμένα».

Στην εκκλησία, για παράδειγμα. Ο Μανέ καιροφυλακτούσε για ύποπτες χειρονομίες, πλημμελώς χριστιανικές, αλλά κατέληγε στο να μη βλέπει παρά «τη δική του σκυφτή ράχη στον πάγκο της εκκλησίας, τον στρογγυλό του σβέρκο». Ήταν ένα εμπόδιο που καθησύχαζε το βλέμμα. «Η ράχη του εμπόδιζε το βλέμμα να πέσει στο ζητούμενο».

Με τη συμβολή του Μανέ, ο οποίος κατέγραφε, καταχώριζε, απομνημόνευε και ταξινομούσε τα πορίσματα των παρατηρήσεων, το «γουρουνοκυνηγητό» μετεξελισσόταν «στον σχεδιασμό μιας σχεδόν γραφειοκρατικής μεθόδου που κόμιζε κάτι αντίθετο στο τυφλό τρεχαλητό». Ο Μανέ ενσάρκωνε ένα αρχείο αντισημιτισμού και κατά τρόπο οξύμωρο αυτή η πρώιμη ιδιότητα τον έκανε αργότερα έναν λόγιο Εβραίο. Διότι τότε, όταν καταδίωκε Εβραίους, του γεννήθηκε η επιθυμία να μάθει γράμματα για να μπορεί να καταγράφει τα πάντα και να τα αποθησαυρίζει σε γραπτά πρακτικά. «Αυτή η ιδέα τού έγινε εμμονή: να μπορεί να συγκρατεί και να συμπτύσσει γραπτά τη συσσωρευόμενη γνώση».

Ο μικρός Μανέ αντιλαμβανόταν σταδιακά πως οι ενοχοποιητικές ενδείξεις που αρχειοθετούσε στο μυαλό του, έδειχναν προς το σπίτι του. Ήταν αδιανόητο. Τόσο καιρό κυνηγούσε τον εαυτό του. «Όλα τα πρακτικά, που επιβάρυναν πάνω από μια ντουζίνα ανθρώπους, ήταν καταχωνιασμένα στο μυαλό του, και ο μόνος επιβαρυμένος ήταν αυτός, το ίδιο το αρχείο».

Ξάφνου δεν υπήρχαν πια διασταυρούμενα βλέμματα, δεν υπήρχε πια δίχτυ, τα βλέμματα στρέφονταν αλλού. «Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει για πάντα στο ειδυλλιακό τοπίο». Ο Μανέ είχε βρεθεί σε μια αλλόκοτη εξορία, που κατέλυε βίαια την πρότερη ύπαρξή του. Κλεισμένος στο σπίτι, έτρεμε τις απειλές που εξυφαίνονταν στον δρόμο. Ζούσε πλέον σε έναν «σιωπηλό, σχεδόν τυφλό κόσμο». «Ο Μανέ αισθανόταν σαν να του είχαν δέσει τα μάτια με πανί. Η ύφανση άφηνε τόσο φως να περάσει, ίσα ίσα για να μπορεί να κινείται μέσα στο σπίτι. Σκιά και φως. Σχήματα. Ήταν ένα αιωρούμενο όνειρο, χωρίς τον άνθρωπο που το ονειρευόταν».

Ωστόσο, μέσα από τη θολή, ζαλισμένη όρασή του αποκτούσε σαφές σχήμα κάτι μέχρι πρότινος ακαθόριστο, η «ακατανόητη τάξη», που διασφάλιζε την ενδοοικογενειακή συνοχή. «Δεν την καταλάβαινε, άρχισε όμως να τη βλέπει». Οι οικιακές συνήθειες υπερασπίζονταν μια κανονικότητα, αναγνώριζαν ένα νόημα στην τήρησή τους. Ταυτόχρονα, ο Μανέ άρχισε να βλέπει καθαρότερα το μοναδικό πρόσωπο, που προσφερόταν για ενδελεχή παρατήρηση, τον εαυτό του. Και ήξερε πως και πάλι έπρεπε να τρέξει, όχι όμως για να κυνηγήσει, αλλά για να δραπετεύσει. Ονειρευόταν τη διαφυγή από το παρελθόν, «μια λύτρωση, χωρίς να ξέρει από τι να λυτρωθεί». Το μικρό αγόρι μάνιασε, έτρεχε τρελαμένο μέσα στο σπίτι, χωρίς να μπορεί να φύγει από πουθενά. Και μολονότι ήξερε πόσο μάταιο ήταν το τρεχαλητό του, δεν μπορούσε να σταματήσει, «ήταν η πρώτη εισβολή ανεξέλεγκτου φόβου» σε αυτό το σπίτι, που σε λίγο δεν θα υπήρχε.

Ο Μανέ βρέθηκε από το σούρουπο στο σκοτάδι. Οι νύχτες του δεν έλεγαν να ξημερώσουν. Δεν ήταν από πέτρα, ούτε μπορούσε να γίνει. Το σκοτάδι τον διαπερνούσε. Τώρα ζούσε μετά το ηλιοβασίλεμα. «Τα δρομολόγιά του τα καθόριζαν οι πιο μαύρες σκιές της νυχτιάτικης πολιτείας». Μόνο τις Παρασκευές δεν του επιτρεπόταν να διαχυθεί σαν σκιά στον ολοσκότεινο κόσμο. «Μόνο μία και μοναδική ημέρα, εκείνη την ημέρα, είχε σημασία η δύση του ήλιου, ήταν ένα όριο που δεν επιτρεπόταν να το διαβείς, έξω, στην ελευθερία του σκοταδιού ή στο σκοτάδι της ελευθερίας».

«Όταν άρχισε να διακρίνει την τάξη των πραγμάτων, εκείνη άρχισε να διαλύεται». Το ίδιο συνέβη και με τον Βίκτορ. Τα παστέλ χρώματα κάποτε σκοτείνιασαν. Ο Μενάσε, ωστόσο, δεν δείχνει ιδιαίτερο σεβασμό στον δικό του πόνο. Αν ο Μανέ βιώνει μια τραγική ιστορία, ο Βίκτορ είναι θύμα της ιλαροτραγωδίας της Ιστορίας. Γεννήθηκε στα απόνερα των μεγάλων γεγονότων. Η υπαρξιακή του απορία, η ψυχική του απομόνωση, η τάση του για εξέγερση, οι φοβίες του, οι εγκλωβισμοί του, όλες οι τυραννίες του εκκινούν και (τον) επιστρέφουν στο σπίτι του. Στη φευγάτη μαμά και τον διαρκώς απασχολημένο μπαμπά, στον παππού και τη γιαγιά (από την πλευρά του πατέρα) με τις παλαβές ιεροτελεστίες τους, οι οποίες τον απέκλειαν. Κάθε φορά που γευμάτιζε μαζί τους αισθανόταν σαν «ξένο σώμα, ενόχληση σε ένα απλοϊκό μεν, αλλά συνεκτικό σύστημα τελετουργιών». Ήταν τελετουργίες τόσο οικείες και αυτονόητες που δεν διανοούνταν να τις αμφισβητήσει. Παραδόξως, κάθε φορά που πήγαινε στο σπίτι αυτών των αλλόκοτων γερόντων, είχε την αίσθηση πως επέστρεφε στο μοναδικό του σπίτι, κατά κάποιον τρόπο αποκτούσε καταγωγή.

Ο κόσμος του Βίκτορ σκοτείνιασε όταν εκδιώχθηκε από το σπίτι για να μπει σε οικοτροφείο. Ήταν η δυσκολότερη δοκιμασία της σωφροσύνης του. Το ήσυχο, ντροπαλό αγόρι, που όφειλε να είναι ένας μικρός ενήλικος για να μην ενοχλεί τους ενήλικες, βρέθηκε ολομόναχο, υπόλογο σε μια αυστηρότερη δεοντολογία, εκτεθειμένο σε μια βία και μια πειθαρχία διαφορετικές από αυτές με τις οποίες τον νουθετούσαν οι γονείς του. Ο θυμός και ο πόνος για την εκδίωξή του απαλύνονταν μόνο με τη φαντασίωση του τρομερού ταξιδιού του πατέρα του το 1938. Ο Μενάσε φαιδρύνοντας την οδύνη του αγοριού υπογραμμίζει πως η οργή, η αυτολύπηση και τα αυτομαστιγώματά του ήταν σφοδρότατα, ενώ «οι κατηγόριες για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν εις βάρος του πιο ανελέητες από την κριτική των αυστριακών συγγραφέων κατά της Αυστρίας».

Ο κόσμος παρέμενε πολύ μακριά για τον Βίκτορ, ενώ επίσης παρέμενε ένα πολύ επικίνδυνο μέρος. Όταν στις διακοπές έβλεπε τηλεόραση στο σαλόνι του σπιτιού του, φανταζόταν τη συσκευή σαν το «μάτι» στην είσοδο του διαμερίσματος μέσα από το οποίο παρατηρούσε τον κόσμο παραμορφωμένο και μεγεθυσμένο. Μόνο που απέξω έκανε πολύ θόρυβο. Υπήρχε τόση οργή όση αισθανόταν και ο Βίκτορ, αλλά εκείνος φρόντιζε πάντα να κάνει ησυχία. Εκεί έξω οι άνθρωποι διαμαρτύρονταν, ύψωναν τις γροθιές τους, φώναζαν, έτρεχαν, υπήρχε αστυνομία και κλομπ. «Η τηλεόραση ήταν το μάτι μέσ’ από το οποίο έβλεπες όλο τον έξω κόσμο που βροντούσε στην πόρτα με γροθιές». Ο Βίκτορ λαχταρούσε να βγει έξω στην ελευθερία, δεν άντεχε άλλο να επιβιώνει ανάμεσα σε τοίχους παλεύοντας να πάρει μια ανάσα. «Αλλά, παρακαλώ, ο δρόμος να είναι ήσυχος, ακίνδυνος, διαφορετικός από τη ζωή πίσω από τους τοίχους του οικοτροφείου».

Αν τον άφηναν να βγει έξω, θα συμπεριφερόταν τόσο υποδειγματικά που όλοι θα τον αγαπούσαν. «Θα τον αγαπούσαν για τον φόβο του μπροστά στην επιθετικότητα και για τη λαχτάρα του για αγάπη, και θ’ αγαπούσε τον κόσμο έτσι όπως είναι ο κόσμος, γιατί το μοναδικό ελάττωμα του κόσμου που ήξερε ήταν πως δεν τον αγαπούσαν».

Διαψεύδοντας τις ονειροπολήσεις του, η ενήλικη ζωή απέδειξε στον Βίκτορ πως ήταν εκείνος που κουβαλούσε διαρκώς πάνω του βαριές αλυσίδες. Η υποδειγματική κίνηση απελευθέρωσης που φαντασιωνόταν, μαρτυρούσε απλώς την άγνοιά του για τον κόσμο και κυρίως για τον εαυτό του. Με την ενηλικίωση αντιλήφθηκε πως η αρχή της ελευθερίας του ήταν κάτι πιο περίπλοκο από όσο είχε φανταστεί, ήταν «η αρχή της συνείδησης της ανελευθερίας».

Όσο στις σελίδες ο Βίκτορ βρίσκεται στο οικοτροφείο, ο Μανέ υφίσταται αμείλικτη χριστιανική διαπαιδαγώγηση σε ένα κολέγιο Ιησουιτών. Η σύγκριση των ιδρυμάτων υπονομεύει και πάλι τις συμφορές του Βίκτορ. Ωστόσο, και οι δύο κατά την εγγραφή τους έρχονται αντιμέτωποι με το πρόβλημα του ονόματος. Ο Βίκτορ για πρώτη φορά μαθαίνει πως το επώνυμο Αμπραβανέλ ακούγεται ύποπτο, καθότι μη αυστριακό, και φοβισμένος από τη δυσπιστία του διευθυντή του οικοτροφείου σκέφτεται μήπως είχε πει λάθος όνομα ή μήπως το σωστό, το οποίο όμως καλύτερα να μην το έλεγε. Από το άλλο μέρος, ο εξίσου πανικόβλητος Μανέ δεν μπορούσε να προφέρει καμία απάντηση μπροστά στον άντρα με το μαύρο ράσο που ζητούσε να μάθει το όνομά του. Το ερώτημα τον υπερέβαινε. Προφανώς δεν μπορούσε να αναμορφωθεί χριστιανικά παρά μόνο ως Μανουέλ Ντίας Σοέιρο.

Όπως ο Βίκτορ προσπαθούσε να είναι ένας μικρός ενήλικος, φρόνιμος και ήσυχος, προκειμένου να αποφεύγει τις δυσαρέσκειες των μεγάλων, ο Μανέ λιγόστευε ολοένα, συρρικνωνόταν, μάζευε, καταλαμβάνοντας τον μικρότερο δυνατόν χώρο. Δεν αντιστεκόταν, αποδεχόταν. Και αποστήθιζε κανόνες και εξαιρέσεις, ιδίως τις τελευταίες. «Το μίσος για τις εξαιρέσεις ήταν εκείνο που έκανε τους κανόνες άκαμπτους». Ο Μανέ το ήξερε. «Οι εξαιρέσεις μπορούσαν να καταστρέψουν ζωές». Παρέλυε από τον τρόμο, όταν συλλογιζόταν την πιθανότητα να γίνει ο ίδιος εξαίρεση και πάσχιζε να είναι πάντα ο καλύτερος για να πετύχει κάποτε την έξωση από την κόλαση, θεάρεστο μέλημα των Ιησουιτών.

Οι κολασμένες νύχτες στο οικοτροφείο ήταν το άγριο ξέσπασμα μιας μέρας περισφιγμένης από αυστηρή τάξη. Οι ώρες της μέρας περιφρουρούνταν από λειτουργίες, προσευχές, συζητήσεις, σιωπηλό βηματισμό, σιωπητήρια. Υπήρχε ένας ρυθμός και ο Μανέ αφηνόταν σε αυτόν γιατί «[…] ήταν η ίδια η τάξη, τόσο αυστηρός, τόσο σαφής, που εξαφανιζόταν ταχύτατα σε μια ληθαργική κατάσταση ο φόβος, κι όχι μόνο ο φόβος, αλλά κάθε ανάμνηση για οτιδήποτε έξω από αυτή την τάξη πραγμάτων, ο ρυθμός ήταν που οδηγούσε τα βήματα και τις φράσεις, που αποσπούσε όλες τις απαντήσεις άψογες από τα στόματα, κι ας ήταν τα χείλη παγωμένα από τον φόβο».

Όσο και αν ο Μανέ αγρυπνούσε για τις εξαιρέσεις, δεν κατάφερνε να αποβάλει την οδυνηρή υποψία πως ο ίδιος ήταν η εξαίρεση. Ο θρησκευτικός χαρακτήρας του δεσμωτηρίου του τον παρωθούσε να αναλογίζεται την ύπαρξή του, τόσο απροσάρμοστη και ξένη σε έναν κόσμο φυσιολογικών και ομοίων, σε ένα θεολογικό πλαίσιο ή ακόμα και στο πλαίσιο ενός θεϊκού σχεδίου. Γιατί ο Μανέ δεν είχε προικιστεί με μια αυτονόητη ύπαρξη; Γιατί δεν ζούσε ανταποκρινόμενος αυτονόητα στις κινήσεις της ζωής; «Αυτός, που δεν μπορούσε να βασιστεί σε τίποτε από όσα συνέβαιναν αυτονόητα στους άλλους, όσα οι άλλοι δέχονταν ως αυτονόητα. Αυτός ήταν το θύμα ενός Θεού ο οποίος ήθελε να είναι Θεός». «Το θύμα της παντοδυναμίας του Θεού».

Ο Μανέ βούλιαζε μες στο ζαρωμένο, αδειασμένο σαρκίο του, μίκραινε, αφανιζόταν, ήταν όλος «μια τεράστια καρδιά που χτυπούσε πανικόβλητη». Μόλις που ανέπνεε, «ένας λαχανιασμένος αναστεναγμός, ένας ήχος σαν το θρόισμα των πεσμένων φύλλων σε νεκροταφείο, μετά το σύντομο φύσημα του ανέμου». Και περίμενε την έξωση, την ελευθερία. Μια ελευθερία στην οποία εισήλθε μέσα σε φέρετρο και στην οποία τελικά ανάσανε κραυγάζοντας, απελευθερώνοντας με βρόντο όλες τις πνιγμένες ανάσες. Συγκλονιστική είναι η περιγραφή της φυγής, η πτύχωση του χρόνου σε μια φασματική διάσταση ανυπαρξίας. Το «ταξίδι για την ανάσταση» ο Μανέ το έκανε πεθαμένος. Μέσα στο φέρετρο ένιωθε τον κόσμο να χάνεται οριστικά, να φεύγει. Όλες οι μυρωδιές ήταν μυρωδιές φυγής, όλοι οι θόρυβοι, θόρυβοι φυγής, ο ήλιος ήταν ήλιος φυγής, μες στο αλύπητο φως του τα πάντα εξαφανίζονταν, έσβηναν, και μαζί «κάθε ιδέα, κάθε παράσταση του πώς θα μπορούσε να είναι η ζωή μετά». «Η φυγή αυτονομήθηκε, έγινε ένα ιδιαίτερο –το μοναδικό- σύμπαν». Η μόνη ζωή ήταν η φυγή. Ο χρόνος που προχωρούσε τυφλός πάνω σε μια γραμμή, η οποία μάκραινε ολοένα, πέραν κάθε τόπου. Όλα συνέκλιναν σε αυτή τη μοναδική, αδιάκοπη κίνηση, που θα ήταν τρομακτικό να διακοπεί. «Η φυγή είναι η διδασκαλία της αιωνιότητας».

Ο Μανέ βγαίνει από αυτόν το συστραμμένο χρόνο με ένα διάτορο πλάνταγμα. Σπάραζε σύγκορμος, ούρλιαζε στην ερημιά, «είχε εκτοξεύσει μια κραυγή στον κόσμο» και τον συντάραζε η δύναμη και το βάθος της. Ανέκρουε στο σύμπαν  την ύπαρξή του με αυτό το στεντόρειο, σπαρακτικό άκουσμα, με αυτή τη δαιμονική ηχώ, που δονούσε το σκοτάδι. «Αυτή ήταν η κραυγή της γέννησης του Σαμουήλ Μενασέ, γιου του Ισραήλ».

Ο Βίκτορ «συναντιέται» με τον Μανέ μέσω της εβραϊκότητας και του ονόματος Αμπραβανέλ, αλλά ο ίδιος δεν γίνεται Εβραίος μέσα από τη συστηματική σπουδή και ερμηνεία των ιερών κειμένων, όπως ο πρόγονός του. Στην περίπτωσή του χρειάστηκε απλώς να συμβούν μερικά τραγελαφικά περιστατικά. Ο καθηγητής Θρησκευτικών τον αποκάλεσε φονιά του Χριστού και ο πατέρας του ζήτησε την απαλλαγή του γιου από τα Θρησκευτικά. Έτσι, ο Βίκτορ που είχε μάθει να μην ξεχωρίζει, αποσπάστηκε από το ομοιογενές σύνολο των υπολοίπων συμμαθητών. Πάντως, μπορεί εκείνος όταν έδειρε τον Φέλντσταϊν να σκέφτηκε πως ούτε με το ξύλο δεν γινόταν να βγάλεις ψυχή από ένα τόσο ταπεινωμένο, άσχημο πλάσμα, ο καθηγητής Θρησκευτικών, όμως, θέλησε να δώσει μάχη για την ψυχή του μαθητή Αμπραβανέλ, αλλά ίσως και για τη δική του. Ο Βίκτορ πίστευε πως τον κέντριζε η μεταμέλεια, όχι μόνο για τη μη παιδαγωγική κατηγορία της Σταύρωσης, που του είχε απευθύνει, αλλά και για παλαιότερα κρίματα, από τον καιρό που υπηρετούσε στον πόλεμο ως στρατιωτικός ιερέας. Όπως και αν έχει, ο καθηγητής Χοχμπίχλερ σε ένα ταξίδι της τάξης στη Ρώμη μίλησε στον μαθητή του για τις περίφημες γενιές των Αμπραβανέλ, μία «από τις σπουδαιότερες εβραϊκές ή μάλλον κρυπτοεβραϊκές οικογένειες της πρώιμης νεωτερικότητας». Έθεσε επίσης μερικά ερωτήματα. Στο σπίτι του τού μιλούσαν για τη ναζιστική περίοδο; Για τους προγόνους; Τι έλεγε η μητέρα του για την εμπειρία του μεικτού γάμου; Μήπως ο παππούς και η γιαγιά μιλούσαν κάποιες φορές μια περίεργη γλώσσα, κάτι σαν παρεφθαρμένα ισπανικά;

Ο Βίκτορ, τον οποίο ουδέποτε απασχόλησε το εβραϊκό ήμισυ της ταυτότητάς του, μάθαινε πως καταγόταν από διακεκριμένους άνδρες, που κατάφεραν να διασώσουν κρυφά τον εβραϊσμό τους ζώντας αφομοιωμένοι σε μια καθολική κοινωνία και διαπρέποντας σε αυτήν. Παράλληλα, έμαθε πως η ιστορία της οικογένειας Αμπραβανέλ ήταν η κόλαση. Σε αρχεία που φυλάσσονταν στα έγκατα του Βατικανού, στο «υποσυνείδητο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας», διάβασε για κολαστήρια ψυχών, για «ανθρώπους που τους τσάκιζαν και ψυχές που τις επανασυναρμολογούσαν. Μια σχεδόν βιομηχανική παραγωγή ψυχών». Η ιστορία ήταν η εξής: «Κόλαση – και η έξωση από την κόλαση».

Ένα παράξενο οικογενειακό στοιχείο, που συνέδραμε στην κατανόηση της εβραϊκής εξαίρεσης, ήταν ο θείος τού Βίκτορ, ο Έριχ, αδελφός της μητέρας του. Το πορτρέτο του εκδιπλώνεται στις πιο σπαρταριστές σελίδες του μυθιστορήματος. Πρόκειται για έναν ελεεινό τύπο, μικροαπατεώνα, επιτομή της αποτυχίας, που γνωρίζει την αποθέωση δουλεύοντας ως θυρωρός σε ένα κακόφημο ξενοδοχείο, διευθυντής του οποίου ήταν ένας Εβραίος. Ο Έριχ ανακαλύπτει τυχαία το χάρισμά του στη μιμητική παρωδία και ιδιαίτερα στη μίμηση του ιδιολέκτου τού εν λόγω προσώπου. Οι αντισημιτικές του παντομίμες έτερπαν τόσο τους θαμώνες του ξενοδοχείου που ο Έριχ τελειοποιώντας το «νούμερο» του διευθυντή μεταμορφώθηκε τελείως σε Εβραίο. «Επομένως ο Έριχ, στα μάτια των πελατών, ήταν πιο αληθινός από τον ίδιο τον διευθυντή».  «Έτσι και μόνο έτσι έπρεπε να εβραΐζουν οι εβραίοι!»

Η επιτυχία που είχε παριστάνοντας μια καρικατούρα Εβραίου σύμφωνα με τα γούστα του υποκόσμου, τον μετέτρεψε σε φλογερό αντισημίτη. Χωρίς να το συνειδητοποιεί, έγινε εκείνος τον οποίο παρωδούσε: «ένας βλάκας που εβράιζε». «Έτσι, λοιπόν, ο πρώτος εβραίος που αντίκρισε ο Βίκτορ, και τον αντιλήφθηκε ως εβραίο, ήταν ο Έριχ, ο αντισημίτης θείος του».

Ο όψιμος θρίαμβος του Έριχ έμελλε να γίνει ο πρώιμος τάφος του. Η παρωδία στέφθηκε με τραγική ειρωνεία. Ο Έριχ ήταν «ο πρώτος νεκρός από αντισημιτικά έκτροπα στην Αυστρία, μετά την επανίδρυση της Δημοκρατίας».

Η κηδεία του, επιμελημένη με αδελφικό μίσος, είναι ένα ξεκαρδιστικό παραλήρημα εκδίκησης και σατανικής εξιλέωσης. Η μητέρα τού Βίκτορ θέλοντας να εξονειδίσει το κατευόδιο του απεχθούς αδελφού της, οργάνωσε μια εκκεντρική τελετή, όπου οι παριστάμενοι αποχαιρέτησαν τον νεκρό συνοδεία δέκα αντρών, που έψαλαν το Καντίς, και μιας πολύχρωμης χορωδίας Αφρικανών τραγουδιστών. Ο ρατσιστής είχε κηδευτεί πολυφωνικά, είχε περάσει από καθαρτήριο πυρ, είχε εκτελεστεί μετά θάνατον, εν ολίγοις είχε μπει στο χώμα το ίδιο γελοιωδώς όπως το πατούσε.  

Αλλοπρόσαλλες υπήρξαν και οι κηδείες των παππούδων του Βίκτορ, όχι όμως από χαιρεκακία του πατέρα του, αλλά κατ’ επιθυμία των εκδημησάντων. Ο παππούς του αποτεφρώθηκε και ο Βίκτορ αδίκως ρωτούσε τον πατέρα του γιατί επέτρεψε την καύση ενός ακόμα Εβραίου, «έπειτα από όλα όσα συνέβησαν, από την πυρά της Ιεράς Εξέτασης μέχρι τους φούρνους του Άουσβιτς…». Η γιαγιά του, από την άλλη, επιθυμούσε να ταφεί χριστιανικά. «Με παπά, καπνούς και όλα τα συμπαρομαρτούντα». Άλλωστε εκείνη είχε επιμείνει να περάσει τα τελευταία της χρόνια σε γηροκομείο της Καθολικής Πρόνοιας, καθώς δεν ήθελε στα γεράματα να τρώει κοσέρ. Μετά από όλα αυτά ο Βίκτορ καταλάβαινε πως ο ιουδαϊσμός δεν ήταν «παρά ένα αόριστο οικογενειακό φόντο, το οποίο η οικογένεια προσπαθούσε να ξεφορτωθεί και να ξεχάσει εδώ και μισό αιώνα».

Η έννοια του «εγώ» παράδερνε στο μυαλό του Βίκτορ μαζί με όλες τις επιμέρους λεπτομέρειες, που ανακατεύονταν στο παρδαλό οικογενειακό κουβάρι, τον Εβραίο πατέρα που δεν ήθελε με τίποτα να φαίνεται Εβραίος, την καθολική μητέρα που έπασχε από την παροιμιώδη εβραϊκή τσιγκουνιά, τον κλόουν αντισημίτη θείο, μια γιαγιά (από την πλευρά της μητέρας του) που του έκανε μασάζ και τον διαφώτιζε σαρκικά, την άλλη γιαγιά που του απευθυνόταν πάντα στο τρίτο πρόσωπο και μόνο επιπληκτικά, και τον παππού που απολάμβανε τον εβραϊσμό κυρίως από τη γαστριμαργική του πλευρά. Ίσως εξαιτίας αυτού του πολιτισμικού ανακατέματος ο Βίκτορ να στράφηκε στις σπουδές Ιστορίας, προκειμένου να ξεκαθαρίσει κάπως τα πράγματα, αν και στην οικογένειά του τίποτα δεν ξεκαθαριζόταν εύκολα. Απολαυστική είναι η προσπάθεια του Βίκτορ να εξηγήσει στον παππού του το αντικείμενο των σπουδών του. Αποφεύγοντας να πει Γερμανική Φιλολογία, χρησιμοποιεί τις λέξεις «γερμανικά» και «ιστορία», που κάνουν έξαλλο τον παππού του: «Πολύ ευχάριστο γνωστικό αντικείμενο!»

Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ο εγγονός του, αφού ήθελε να σπουδάσει Ιστορία, δεν επέλεξε την παγκόσμια αντί της γερμανικής, που τόσα είχε κάνει στον ίδιο. Αν μάλιστα σκόπευε να σπουδάσει, όπως του εξήγησε κατόπιν ο Βίκτορ, μόνο την ιστορία της γερμανικής φιλολογίας, γιατί πήγαινε καν στο πανεπιστήμιο, από τη στιγμή που φιλοδοξούσε να μάθει ακόμα λιγότερα από τη γερμανική ιστορία.

Κατά τη διάρκεια της φοιτητικής του ζωής ο Βίκτορ συνειδητοποίησε τη σημασία του ύφους. Εντρυφώντας στα τεχνάσματα της διαλεκτικής και μελετώντας τις εκφραστικές διακυμάνσεις της υποτίμησης και της ειρωνείας στα πρόσωπα των διανοούμενων συμφοιτητών του, κατάφερε κάποτε να αποδώσει και ο ίδιος με αδιόρατους σπασμούς του προσώπου το ύφος του ειδήμονα. Ένα στράβωμα του στόματος σε ένα ειρωνικά σπασμένο χαμόγελο, ένα βλέμμα αφ’ υψηλού και αμέσως γινόταν ευθύς ο υπαινιγμός της ασύλληπτης, αποστομωτικής γνώσης που κατείχες. Και όταν ο Βίκτορ σκεφτόταν τη γνώση, δεν αρκούνταν σε λεπτομέρειες και μεμονωμένα στοιχεία, αλλά οραματιζόταν το όλον, το απόλυτο του νοήματος. Δεν τον ενδιέφεραν τα άπειρα διασκορπισμένα αινίγματα, αλλά η υπέρτατη λύση, που θα επεξηγούσε το ενιαίο πρόβλημα που τα συνείχε. Είχε μάλιστα γίνει επιδέξιος στο δογματικό συνοφρύωμα, το οποίο διάνθιζε με νύξεις κυνισμού και ειρωνείας, αλλά η εντύπωση του συνόλου αμβλυνόταν από την «εμφανή έλλειψη αυτοπεποίθησης» καθώς και από «μια λαχτάρα για αρμονία», «που άστραφτε μέσ’ από την κάθε βεβιασμένα ψυχρή φράση του».

Ο Βίκτορ προσέγγισε το όλον εξασκούμενος σε ένα καινούργιο λεξιλόγιο, σχεδόν θαυματουργικό, αφού χάρη σε αυτό «δεν υπήρχαν φαινόμενα, δεν υπήρχαν ερωτήματα, αινίγματα, που να μη γίνονταν αμέσως δομικό στοιχείο μιας μεγάλης ερμηνείας του κόσμου, της αποκάλυψης μάλιστα του κόσμου και, σε τελική ανάλυση, της βελτίωσης του κόσμου […]».

Χάρη στον Καρλ Μαρξ: «Ο Βίκτορ διαπίστωνε έκπληκτος και με αυξανόμενο ενθουσιασμό ότι ο κόσμος δεν είχε καμία ευκαιρία να ξεφύγει, ότι υποτασσόταν και γινόταν υπάκουος, μόλις τον παίδευε με τη νέα γλώσσα που μάθαινε με επιμέλεια».

Έχοντας περάσει φλεγόμενος από ζήλο από τις βασικές γνώσεις στη συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας της επαναστατικής πράξης, ένιωθε πως ήταν έτοιμος για «το κρίσιμο ματς», την κριτική στη θρησκεία, ή, αλλιώς, «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα». Το καινούργιο του λεξιλόγιο τον βοηθούσε να συγκεράσει τη φιλοσοφική απόρριψη της θρησκείας με την προσωπική του ιστορία. Αν η θρησκεία ήταν ο αναστεναγμός του καταπιεσμένου πλάσματος, τότε ο πατέρας του, ο παππούς του και η γιαγιά του, πλάσματα εξ ορισμού καταπιεσμένα, αρνούμενοι να στεφανώσουν τους αναστεναγμούς τους με «μαύρα καπέλα και μακριές μπούκλες», υποδήλωναν σαφώς την επιθυμία να απαλλαγούν διά παντός από τη θρησκεία. Γιατί όχι και όλος ο κόσμος;

Από το άλλο μέρος, οι παππούδες του τού πρόσφεραν μια «αξιοπρεπή» καταγωγή, που ενίσχυε το γόητρό του ως φοιτητή. «Η σημασία της φαινόταν τώρα, όχι για τον φοιτητή της Ιστορίας, αλλά για τον νεαρό μαρξιστή και αντιφασίστα: καταγόταν, τουλάχιστον από τη μεριά του πατέρα, από θύματα του ναζισμού, και όχι από θύτες».

Ο πατέρας του και το μίσος του Βίκτορ. Πώς μπορούσε να «εκμεταλλεύεται» την εβραϊκή καταγωγή του πατέρα του και την ίδια στιγμή να περιφρονεί οτιδήποτε είχε να κάνει με εκείνον; Τι σήμαινε για τον Βίκτορ αυτός ο Εβραίος πατέρας που απέκρυπτε επιτυχώς ότι ήταν Εβραίος και που παρ’ όλα αυτά τον είχε χαστουκίσει για το περιστατικό του «κωλοοβριού»; Πώς θα μπορούσε ο ίδιος να σέβεται ένα «γένος», που κανείς δεν του είχε μιλήσει ή συμφιλιώσει με αυτό, πέρα από έναν μεθύστακα καθηγητή Θρησκευτικών; Ο πατέρας του, ο οποίος τον υποτιμούσε και τον απέφευγε επιμελώς, δεν ήταν ένας «μαλάκας», δηλαδή «κωλοοβριός»;

«Ταυτόχρονα ντρεπόταν, σχεδόν μισούσε τον εαυτό του, που συνέδεε την εντέλει εφηβική επιθυμία να διαφοροποιηθεί από τον πατέρα του μ’ εκείνον τον αόριστο, διάχυτο αντισημιτισμό που είχε πάρει από το σχολείο και το οικοτροφείο, μ’ ένα μαθητικό καλαμπουράκι τη μια, και κάποια παρατήρηση του δασκάλου την άλλη».

Εξαιρετικής σημασίας είναι το παραπάνω παράθεμα, ιδίως για τον «εθιμικό» αντισημιτισμό, που ενδημεί στη χώρα μας. Ο Ρόμπερτ Μενάσε μάς υπενθυμίζει πως στην Ιστορία οι λογαριασμοί ποτέ δεν κλείνουν οριστικά. Ο αόριστος, διάχυτος αντισημιτισμός μπορεί να είναι καλαμπούρι μέχρι τη στιγμή που δεν θα είναι καθόλου, τόσο ατομικά όσο και συλλογικά.

Συναφές με τον προαναφερθέντα προβληματισμό είναι το στιγμιότυπο, που αφηγείται η Χίλντεγκουντ, από ένα ταξίδι της στην Πορτογαλία, όπου είχε πάει για «επαναστατικό τουρισμό». Σε ένα μουσείο στη Λισαβόνα τής είχε τραβήξει την προσοχή μια συλλογή από παλιά χαρακτικά με παραστάσεις αιρετικών και Εβραίων που θανατώνονταν στην πυρά τον 17ο αιώνα. Παρακινημένη από την προσήλωση της επισκέπτριας, η επόπτρια του μουσείου τής λέει πως στο σχολείο είχε μάθει ότι «όταν ο άνεμος φυσούσε από μια ορισμένη κατεύθυνση, η οσμή της καμένης ανθρώπινης σάρκας απλωνόταν σε όλη την πόλη». Ήταν φρικτό, «απίστευτο πώς το άντεχαν τότε οι άνθρωποι». Η Χίλντεγκουντ την ακούει αποσβολωμένη. Έναν χρόνο μετά την Επανάσταση των Γαριφάλων συναντούσε στην Πορτογαλία μια γυναίκα, που συμπονούσε «όσους αναγκάζονταν να μυρίσουν την καμένη σάρκα, κι όχι τους ίδιους τους καμένους ανθρώπους. Κι έπειτα σου λέει κιόλας ότι το είχε μάθει στο σχολείο…».

Η παρερμηνεία της Ιστορίας δεν μπορεί να κάνει τίποτα στο παρελθόν, αλλά μπορεί κάλλιστα να ναρκοθετήσει το μέλλον.

Τελικά, ο Βίκτορ απελευθερώθηκε από τα αυτομαστιγώματα και μαζί από το μίσος για τον πατέρα με τη συμμετοχή του στην Επιτροπή για την Παλαιστίνη. Χάρη στον πατέρα του μπορούσε να προτάξει την εβραϊκή του καταγωγή, η οποία αύξανε το κύρος του ως Εβραίου αλληλέγγυου «με τον δίκαιο αγώνα του παλαιστινιακού λαού». «Γιατί να κατηγορεί τον εαυτό του, αφού άξαφνα ήταν κάτι που αποσπούσε επευφημίες;»

Ωστόσο, ο Βίκτορ δεν πίστευε με την καρδιά του σε αυτό τον κατασκευασμένο εαυτό, στον «ήρωα της εργασίας», την ψυχή των τροτσκιστών. Δεν πίστευε πως του ανήκε ο κόσμος, πολλώ δε μάλλον πως είχε τη δύναμη να τον αλλάξει. Δεν εμπιστευόταν «το μαρξιστικό καλαντάρι», που προσπαθούσε να τον πείσει ότι είχε ανακαλύψει «τους νόμους της φύσης που καθόριζαν τη λειτουργία της Ιστορίας», ότι κατείχε αυτούς τους νόμους και κρατούσε το μέλλον στα χέρια του. Αυτός ο ανασφαλής επαναστάτης, γεμάτος αμφιβολίες και ενοχές, αδημονούσε να τον καταπιεί μια μεγάλη σφύζουσα συλλογικότητα, φλεγόταν από το παλιό του όνειρο, που τόσο τον φόβιζε, να βγει έξω στον δρόμο. Και βγήκε και είδε. «Έβλεπε την ομορφιά της μανίας, τη γοητεία της οργής, τον αισθησιασμό της διαμαρτυρίας, την καύλα της ριζοσπαστικής συμπόνιας για τους καταπιεσμένους και τους κατατρεγμένους, την ακτινοβολία, τη λάμψη και τη λαχτάρα του καθενός που ήθελε να είναι άνθρωπος για τον συνάνθρωπο και, ταυτόχρονα, λύκος για τους εχθρούς του ανθρώπου».

Μες στο πλήθος που διαδήλωνε στους δρόμους της Βιέννης ο Βίκτορ αισθανόταν σαν να ανυψωνόταν, είχε την αίσθηση πως μέσα από το άμορφο συλλογικό φόντο διέλαμπε η ατομικότητά του. Το μικρό αγόρι, που παρατηρούσε τον κόσμο σαν μέσα από το μάτι της πόρτας, την είχε επιτέλους ανοίξει για να βρεθεί αίφνης στην άλλη πλευρά. Ήταν ένας ευτυχισμένος νεαρός, που περπατούσε μαζί με χιλιάδες άλλους, «οργισμένος και απειλητικός και με πάθος». Κάποια στιγμή, όμως, το πλήθος έγινε συνωστισμός και ο παγιδευμένος Βίκτορ χοροπηδούσε πανικόβλητος αναζητώντας διέξοδο. Ο δρόμος ξαναέγινε ένα πολύ επικίνδυνο μέρος και εκείνος ήθελε να τρέξει, να φύγει από εκεί. Ένα κορίτσι τον καλεί από μια είσοδο να τον σώσει. Πηγαίνοντας προς το μέρος της κοπέλας, που τον παραμόνευε, ο Βίκτορ εκτροχιάζεται βιαίως από τις ράγες του επαναστατικού αγώνα. Αυτός, ο ιδαλγός των τροτσκιστών, κατέληξε αποσυνάγωγος, σχεδόν νεκρός.

Στο μεταξύ ο Μανέ έφτασε στο Άμστερνταμ, τη Νέα Ιερουσαλήμ, ως Σαμουήλ Μενασέ και εκεί πρόκειται να γίνει ο ραβίνος Μενασέ. Το 1616, στο δωδέκατο έτος της ηλικίας του, ο Μενασέ μπεν Ισραέλ απέκτησε δικαίωμα ζωής, μια σφραγίδα σε ένα έγγραφο πιστοποιούσε την εγκυρότητα της βιογραφίας του, μαρτυρούσε την ύπαρξη του ονόματός του. Αλλά η Λισαβόνα ήταν ανέκκλητα μακριά του και η νοσταλγία ήδη του έκοβε την ανάσα, πονούσε βαθιά γιατί του είχε απαγορευτεί να ανήκει εκεί όπου ήταν η πατρίδα του. Είχε φτάσει στην ελευθερία, αλλά τίποτε δεν είχε ακόμα λυθεί, η ακαταληψία τον λύγιζε. Μόνο ο τυραννικός καταναγκασμός να είναι ο καλύτερος για να σωθεί κάποτε από την κόλαση, καρπός της σιδηράς χριστιανικής διαπαιδαγώγησης, τον κρατούσε όρθιο. Στη Νέα Ιερουσαλήμ ο Μενασέ θα γινόταν ένας άψογος Εβραίος.

Ο Μενασέ θα αφήσει οριστικά πίσω του τη νύχτα της προηγούμενης ζωής του με την περιτομή. Με το μαχαίρι θα πέθαινε η νύχτα, θα πέθαινε η προσμονή, θα πέθαινε ο φόβος. Το μαχαίρι θα μπηγόταν στη σάρκα και τότε θα ξαστέρωναν οι αφηγήσεις, τα τραγούδια, οι αγκαλιές και τα φιλιά, η ευγνωμοσύνη και οι ελπίδες, δεν θα ήταν πια νύχτα, θα ήταν η κερδισμένη ζωή.

Εκπληκτικής έντασης είναι η σκηνή της περιτομής, όπου μέσα από τη σχισμή ενός σεντονιού πατέρας και γιος εισδύουν στη νέα, εβραϊκή τους ζωή. Η λάμπα λαδιού που έκαιγε πίσω από το σεντόνι μεταμόρφωνε το μυστήριο σε εφιαλτικό θέατρο σκιών με παράλογες, τερατώδεις μορφές, που παραδίδονταν σε ασαφείς, απειλητικές χειρονομίες. Ο βαρύς αέρας αναλίγωνε από ψιθύρους, προσευχές, ψαλμωδίες, υπόκωφα βογκητά. Αν ο Βίκτορ βγήκε στην άλλη πλευρά της ζωής ανοίγοντας απλώς την πόρτα και έγινε περήφανος Εβραίος επιδεικνύοντας την αλληλεγγύη του στους Παλαιστίνιους, ο Μανέ για να γίνει Μενασέ έπρεπε να γλιστρήσει μέσα από τη σχισμή του σεντονιού στην άλλη πλευρά και να ματώσει.

Ωστόσο, η περιτομή του Σαμουήλ Μενασέ δεν ήταν γιορτή, ήταν ταπείνωση. Το καυτό μαχαίρι τον τραυμάτισε, σχίζοντας τη βάλανο και στιγματίζοντας έτσι κατάσαρκα το σύμβολο της ανδρικής του ισχύος. Η αυτολύπηση και ο πόνος τον εκμηδένισαν. Η ντροπή τον έκαιγε το ίδιο οδυνηρά με το κάψιμο της πληγής. Δεν είχε αντέξει το καθαγιασμένο μαχαίρι με αποτέλεσμα να δεχτεί «ένα τραύμα που δεν είχε καμία σχέση με τη Διαθήκη, αλλά σχεδόν χλεύαζε τη Δημιουργία».

Ειρήσθω εν παρόδω, και ο Βίκτορ υπέφερε εξαιτίας του συγκεκριμένου οργάνου, το οποίο η κοινωνική του αμηχανία και αδεξιότητα τον εμπόδιζαν να χρησιμοποιήσει όπως θα ήθελε. Μην μπορώντας να τα βγάλει πέρα με τους άντρες, ήταν επόμενο να αποτυγχάνει οικτρά και με τις γυναίκες. Από το άλλο μέρος, η ανδρική του υπόσταση υπέστη οδυνηρό πλήγμα, όταν υποχρεώθηκε να υποδυθεί την Παναγία σε μια σχολική παράσταση. Η Χίλντεγκουντ δεν ξέχασε ποτέ την επιτυχία του στο έργο της φάτνης. Ο ίδιος ρόλος είχε ανατεθεί και στον Μανέ στο οικοτροφείο, υποβάλλοντάς τον ακόμη μία φορά στον χλευασμό των συμμαθητών του. Μαρία, γυναίκα, μητέρα. Αυτές οι τρεις εκδοχές θηλυκότητας κατατρύχουν τον ανδρισμό τόσο του Μανέ όσο και του Βίκτορ. Ας σημειωθεί επίσης πως ο συγγραφέας βαρύνοντας έτι περαιτέρω τα βιογραφικά δεσμά του Βίκτορ βαφτίζει Μαρία και τη μητέρα του και τη Χίλντεγκουντ. Οιδιπόδειο και ανεκπλήρωτος έρωτας δεν εγγυώνται ευτυχισμένο ερωτικό βίο.

Στο σχολείο ο Μενασέ διαπίστωσε πως οι ταπεινώσεις και η χλεύη υπήρχαν και στην ελευθερία και «μάλιστα εκδηλώνονταν πολύ πιο ανοιχτά, ανέμελα, και με μεγαλύτερη ποικιλία». Για τους συμμαθητές του ήταν πέρα από μαράνος και «διπλοψώλης». «Γι’ αυτούς, τούτος ο Μενασέ, γεννημένος ανάμεσα σε χριστιανούς και έχοντας αρχικά λάβει ρωμαιοκαθολική διαπαιδαγώγηση, ήταν κάτι ύποπτο, μια διφυής, διχασμένη ύπαρξη, σαν τη βάλανό του».    

Όπως λίγα χρόνια πριν, στο οικοτροφείο, προσπαθούσε να παρηγορηθεί με τη σκέψη πως όντας θύμα της παντοδυναμίας του Θεού, της βούλησής του να δημιουργεί εξαιρέσεις, βρισκόταν υπό την προστασία του, καθώς ο Θεός τον χρειαζόταν για να διατρανώνει την παντοδυναμία του, έτσι και τώρα έβλεπε τον ταπεινωτικό τραυματισμό του σαν εκδήλωση της θείας πρόνοιας. Η πληγή είχε νόημα, ήταν «ο οριστικός, ο συμβολικός, ο ένας τραυματισμός αντί όλων των άλλων». Με την επούλωσή της θα επουλωνόταν «η δυστυχία που θα τον είχε βρει, αν δεν είχε εκδιωχθεί από την κόλαση της ιβηρικής νύχτας».

Χωρίς να έχει στην αρχή ιδέα από την ιερή γλώσσα και όντας ανίκανος να συζητήσει τα θρησκευτικά βιβλία σε λόγια λατινικά, ο Μενασέ αναδείχθηκε σύντομα στον καλύτερο μαθητή του σχολείου, της Γιεσίβα, η ανώτατη βαθμίδα της οποίας προοριζόταν αποκλειστικά για ραβίνους. «Μάθαινε σαν μανιακός. Μάθαινε εβραϊκά, ώστε στη Γιεσίβα, όταν διάβαζαν το Ιερό Βιβλίο, να μπορεί ανά πάσα στιγμή να ακολουθεί τη βέργα του ραβίνου που έτρεχε πάνω στα γράμματα· προσπαθούσε ταυτόχρονα να βελτιώσει τα λατινικά του, ώστε στα σχόλια ή στις συζητήσεις για την Αγία Γραφή να μη δυσκολεύεται, ή να φαίνεται ότι δεν δυσκολεύεται· με τον ίδιο ζήλο μάθαινε επίσης ολλανδικά, ώστε να μπορεί να κινείται σ’ αυτή την πόλη, στις υπηρεσίες και τα μαγαζιά της».

Το διασημότερο, όμως, έργο του, το Conciliador («Ο συμφιλιωτής», 1612), το έγραψε στη μητρική του γλώσσα, τα πορτογαλικά, «στη γλώσσα την οποία κατείχε καλύτερα από κάθε άλλη, και στη γλώσσα που καταλάβαινε η κοινότητά του». Αναιρώντας στο εν λόγω έργο όλες τις αντιφάσεις της Αγίας Γραφής, όχι μόνο κατέκτησε πρωτοφανή αναγνώριση στην εβραϊκή κοινότητα του Άμστερνταμ, αλλά και κέρδισε την εκτίμηση του χριστιανικού κόσμου. Οι απανταχού εχθροί των Εβραίων αγάπησαν αυτό τον λογιότατο ραβίνο, το βιβλίο του οποίου δεν ήταν παρά «μια συστηματική αποκατάσταση του καλού ονόματος του Θεού, μια μεγαλειώδης απόδειξη της εσωτερικής συνοχής του Θείου Λόγου».

Ο Μενασέ δεν είχε απολυτρωθεί εντελώς από την ιβηρική νύχτα. Συχνά διαβάζοντας στο σκοτάδι ένιωθε την παρόρμηση να φύγει από τις λέξεις, να λιποτακτήσει, να σωριαστεί, να παραδοθεί σε έναν ατέρμονο λήθαργο, όπου τα πάντα θα έσβηναν χάνοντας για πάντα το συντριπτικό τους βάρος. Η αποθάρρυνση έγερνε προς την παραίτηση, αλλά ο Μενασέ τής αντιστεκόταν για χάρη του πατέρα του, οι κραυγές του οποίου θρυμμάτιζαν την ησυχία της ελευθερίας. Πολλά βράδια αυτός ο λυτρωμένος Εβραίος ούρλιαζε στο κρεβάτι του, παλεύοντας να λύσει τα αόρατα δεσμά του. Σπάραζε γιατί δεν μπορούσε να ξεχάσει. Ήταν δεσμώτης ενός άλλου καιρού, πριν τη σωτηρία. Και δεν ήταν ο μόνος. Στην εβραϊκή συνοικία του Άμστερνταμ ακοίμητα φαντάσματα, φερμένα από αλλού, λυμαίνονταν τον ύπνο των βασανισμένων, επιβάλλοντάς τους τη μνήμη του μαρτυρίου τους. «Εβραίοι πηδούσαν από τα ίδια παράθυρα από τα οποία προηγουμένως ακούγονταν διαπεραστικές οι κραυγές των φόβων και των εφιαλτών τους».

Μπορεί τις πιο μαρτυρικές του νύχτες ο Ιωσήφ μπεν Ισραέλ να κραύγαζε «τη λαχτάρα του για λησμονιά», αλλά τις μέρες του τις αφιέρωνε στη διαφύλαξη της μνήμης των θυμάτων της Ιεράς Εξέτασης. Ήταν μέλος μιας εταιρείας μνήμης των αποδημησάντων και μιλούσε τακτικά στη Γιεσίβα για το βίωμα της φυγής και τον αγώνα για λύτρωση. Αν ο Βίκτορ δυσανασχετούσε με την επιμονή του πατέρα του να σιωπά σχετικά με τη φυγή του στην Αγγλία το 1938, ο Μενασέ δεν άντεχε να βλέπει τον πατέρα του να δακρύζει αφηγούμενος ξανά και ξανά, με θεατρινίστικες, τραγικές χειρονομίες, μια υπέρ το δέον δραματοποιημένη εκδοχή της εκδίωξης. Όταν κάποια φορά τον ρώτησε γιατί έλεγε ψέματα για την ιστορία της απόδρασής τους, εισέπραξε μια απορία σχεδόν λογοτεχνική: «“Μα θα με πίστευαν αλλιώς;” ρώτησε ο πατέρας, που τα μάτια του ήταν ακόμη υγρά».

Ο πατέρας του Μενασέ, σε αντίθεση με τους νεκρούς που μνημόνευε, είχε την τύχη να ταφεί σε εβραϊκή γη. Η εβραϊκή κοινότητα είχε δημιουργήσει το δικό της νεκροταφείο και έτσι οι Εβραίοι της Νέας Ιερουσαλήμ μπορούσαν να κοιμηθούν σε χώμα εβραϊκά ευλογημένο, στο «Μπετ Χαϊμ στις όχθες του Άμστελ». Η περιγραφή του νεκροταφείου ανήκει στις ωραιότερες σελίδες του μυθιστορήματος, ενώ ο λυρισμός των εικόνων συνυφαίνεται υπέροχα με τον σαρκασμό των παράλογων εκφάνσεων της πίστης. Οι Εβραίοι που επέστρεφαν μετά θάνατον στην καθαγιασμένη γη των προγόνων, στόλιζαν τις τελευταίες τους κατοικίες με περίτεχνες αναπαραστάσεις από μάρμαρο, τις οποίες είχαν δει στα κοιμητήρια των καθολικών τους πατρίδων. Δεν ήταν πια χριστιανοί, αλλά δεν είχαν προλάβει να γίνουν Εβραίοι. Δεν ήθελαν τη λιτότητα του εβραϊκού εθιμοτυπικού. Ήθελαν ομορφιά και καλλιτεχνία σμιλεμένες σε πέτρα, δρύινα φέρετρα με πλούσιο διάκοσμο, τον οφθαλμό του Θεού να σκέπει τα μνήματα, τον Θεό να απλώνει το χέρι από τα σύννεφα κάτω στη γη και στρατιές αγγέλων, να κλαίνε και να προσεύχονται. Ήθελαν επιτύμβιες στήλες εμπνευσμένες από τα πιο περιπαθή όνειρα των καθολικών για τη μετοικεσία.

«Επιτύμβιες στήλες που φαίνονταν σαν να μην είχαν φτιαχτεί με κόπο από πέτρα, αλλά να είχαν διαμορφωθεί με απαράμιλλη δεξιοτεχνία από ομίχλη και σύννεφα, από περίπλοκες νιφάδες της φαντασίας και ταιριαστές ονειρικές εικόνες, κι έπειτα, σαν από θεϊκή πνοή, να είχαν πετρώσει, σαν να μπορούσαν ιδέες και αίσθημα της ζωής, πίστη, φόβος, νοσταλγία, σαν να μπορούσε η φευγαλέα πνοή μιας ανθρώπινης ζωής να συμπυκνωθεί, με μια τελευταία ανάσα, για την αιωνιότητα, πάνω σε λείο σκληρό μάρμαρο».  

Μπορεί στο Άμστερνταμ οι διωγμένοι Εβραίοι όχι μόνο να μην έκρυβαν την πίστη τους, αλλά και να απολάμβαναν περιφανώς «τη λαγνεία του καθολικισμού», οι καθολικοί, όμως, ήταν κάτι σαν «ανάποδοι μαράνοι», καθώς απαγορευόταν η δημόσια άσκηση της καθολικής θρησκείας. Έτσι, οι κρυπτοκαθολικοί του Άμστερνταμ ανακάλυπταν στο Μπετ Χαϊμ ένα από τα ωραιότερα καθολικά νεκροταφεία του κόσμου: «εδώ έβρισκαν οι καθολικοί, στην πιο λαμπρή μορφή του, τον κόσμο των εικόνων που τους ήταν απαγορευμένος στο κέντρο του προτεσταντικού αγώνα για την ελευθερία, εδώ έβρισκαν σημεία αναφοράς για την ύπαρξή τους, για τη θεμελίωση της ταυτότητάς τους, έβρισκαν το ιερό άλσος του αισθήματος της ζωής, το οποίο σε τούτη την πόλη ήταν αναγκασμένοι να κρύβουν».

Το Μπετ Χαϊμ ήταν τελικά ένας αλλόκοτος τόπος, επέκεινα της πίστης. Ήταν ένα νεκροταφείο που είχε γίνει κέντρο της ζωής της εβραϊκής κοινότητας (εξαιτίας των αυτοκτονιών), αλλά και «το κέντρο της απαγορευμένης ρωμαιοκαθολικής ζωής, εκεί όπου οι καθολικοί εκστασιάζονταν με τον κόσμο των εικόνων – και, για να μην τραβήξουν την προσοχή, απέθεταν πετρούλες στους τάφους, όπως ήθελε το εβραϊκό έθιμο».

Ο Μενασέ διαπρέπει στην ανακτημένη του πίστη. Έγινε κατά γράμμα Εβραίος. Λίγο πριν ξεκινήσει μαζί με την οικογένειά του για τη μετά θάνατον ζωή του, η αδερφή του μεταμφιεσμένη σε αδελφή τού μίλησε για τη θρησκεία που τη μιαίνει το αίμα. Του είπε πως «μόνο όποιος πιστεύει αποκλειστικά στο γράμμα και έχει μάθει να ακολουθεί το γράμμα», μπορεί να ευλογεί τον Θεό την ίδια στιγμή που καίει ανθρώπους. «Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να υπακούει! Όταν το κατά λέξη είναι φονικό». Πυρωμένος από τα λόγια της αδερφής του, ο μικρός Μανέ ονειρευόταν «γράμματα με κάθε λογής σημασίες, εκτός από μία: την κατά γράμμα».

Ο Βίκτορ, ο οποίος αντιγράφει ανεπίγνωστα τον Μανέ κατά τρόπο γελοιογραφικό, είχε επίσης ταλαιπωρηθεί από τη μεταφορική και κυριολεκτική σημασία των λέξεων, καθώς και από τη συχνή απόκλισή τους από την πραγματικότητα. Η αδυναμία διάκρισης γράμματος και νοήματος τον ταπείνωσε μπροστά στη Χίλντεγκουντ, όταν σε ένδειξη των αισθημάτων του της πρόσφερε ένα παράξενο δαχτυλίδι, που ήταν στην πραγματικότητα το καπάκι ενός αναψυκτικού. Η δεκαεφτάχρονη Χίλντεγκουντ, κλίνοντας περισσότερο προς την κυριολεξία παρά προς τη μεταφορά, εξέλαβε το δώρο σαν ειρωνεία. Ο Βίκτορ είδε κάτι να αστράφτει στο γρασίδι και σκέφτηκε: «ένα δαχτυλίδι! Κάτι σημαίνει αυτό». Η Χίλντεγκουντ τον είδε να της περνά στο δάχτυλο ένα σκουπίδι και σκέφτηκε: «Σκουπίδι! Κάτι σημαίνει αυτό».

Με την «παραβολή του δαχτυλιδιού» ο Βίκτορ επιβεβαίωσε το συναίσθημά του ότι ήταν μια βαθιά όσο και τραγική ύπαρξη. Η περιφρόνηση της Χίλντεγκουντ είχε ξεπηδήσει «από αυτή την άβυσσο ανάμεσα στην κυριολεξία και την πραγματικότητα». Εκείνο το καλοκαίρι, που το πέρασε στην Αγγλία, ο Βίκτορ συνειδητοποίησε επίσης πως η πραγματικότητα θα τον δυσκόλευε πολύ, καθώς οι λέξεις δεν αρκούσαν για να την αποκρυπτογραφήσουν. Μπορεί να είχε μια μητρική γλώσσα και να βελτιωνόταν ολοένα στα αγγλικά, που ήταν η πατρική γλώσσα, αλλά δεν κατάφερνε να αποβάλει την αίσθηση πως του έλειπαν οι λέξεις. «Δεν πά’ να ήξερε εκατό γλώσσες; Την πραγματικότητα, τη ζωή την ίδια, δεν θα την κατείχε ποτέ, η πραγματικότητα περιείχε τόσα πράγματα, υπήρχαν κώδικες που δεν τους καταλάβαινε, σημασίες οι οποίες δεν ταυτίζονταν με τις σημασίες των λέξεων».

Ο Μενασέ ως ραβίνος ήταν υποταγμένος στα γράμματα, στη σωστή (σύμφωνα με την ενδεδειγμένη βιβλιογραφία) ερμηνεία των ιερών κειμένων και των θεολογικών αινιγμάτων. Ξεχώριζε για τη μαεστρία του στον χειρισμό των ρητορικών σχημάτων, για την ευρυμάθειά του, για την τεχνική θωράκιση της επιχειρηματολογίας του. Δεν διέθετε όμως πρωτότυπη σκέψη. Ήταν εξαίρετος μελετητής, αλλά όχι διανοητής. Η ζωή του στέρευε από θέληση, λιγόστευε όσο εκείνος τη ζούσε σαν σε λήθαργο, σαν μέσα από βιβλίο. Οι παλμοί στην ψυχή του ατονούσαν, η «εσωτερική αέναη κίνηση», που υποσχόταν την ολοκλήρωση, γινόταν βεβιασμένη, ένας ψυχαναγκασμός, μια ιδεοληψία. Ήταν εμμανώς προσηλωμένος σε ένα ιδεώδες, «στην εικόνα μιας εντέλει αφηρημένης ολοκλήρωσης», που έκανε τη ζωή εξωπραγματική, «τη στιγμή ακριβώς που είχε πιστέψει ότι η πραγματική του ζωή μόλις άρχιζε». «Τόσο πολλές σημασίες. Τόσο λίγη πραγματικότητα».

Ήταν αναμφίβολα ένας άψογος Εβραίος, αλλά δεν είχε καταφέρει να απαλλαγεί από την κληρονομιά των κρυπτοεβραίων, την «καταναγκαστική υπαρξιακή κρυψίνοια», που είχε περάσει στο αίμα και τη σάρκα του. Ο Μενασέ κρυβόταν. Ακόμα και όταν μελετούσε μόνος του, κατέπνιγε σκέψεις, αισθήματα, δάκρυα. Φοβόταν πως δεν θα κατόρθωνε ποτέ να εξοφλήσει το χρέος που τον συνέθλιβε. «Ήταν ποτέ δυνατόν να εξοφλήσει αυτό το χρέος; Ποιο χρέος;»

Ένιωθε υπόλογος σε έναν άδηλο, ερμητικό οφθαλμό, που έκρινε απηνώς την ύπαρξή του, αναβάλλοντας το λυτρωτικό νεύμα της κατάνευσης. Τον έβλεπε; Έβλεπε ότι ο Σαμουήλ, Μανουέλ, Μανέ, Μενασέ, γινόταν μέρα τη μέρα ο ιδανικός γιος του Ισραήλ; «Ότι αυτός, ο τυφλός, γινόταν μάντης, ο ψεύτικος χριστιανός γινόταν υπερήφανος εβραίος, ο αφελής γινόταν λόγιος, ο υπήκοος γινόταν πολίτης;»

Τον κυρίευε το παρελθόν, από το οποίο είχε γλιτώσει. Τον έκαιγε η παλιά λαχτάρα να ζήσει τη ζωή του «στο πλαίσιο του κοινού βίου». «Θα την κατακτούσε ποτέ αυτή την άφεση της κοινωνίας;» Μόνο η αποδοχή του κόσμου μπορούσε να παρηγορήσει την ψυχή του. «Λέει ο κόσμος ναι, λέει και η ψυχή ναι. Και ο φόβος εξαφανίζεται από τον κόσμο, και οι δονήσεις εξαφανίζονται από την ψυχή».

Ο Μενασέ ενσαρκώνει τη μείζονα αντινομία του εβραϊκού λαού, περιούσιου και συνάμα αποδιωγμένου. Αυτός ο εκλεκτός αισθανόταν στο περιθώριο της κοινότητάς του. Η τελειομανία του ήταν η άλλη όψη του φόβου του. «Είχε τη φιλοδοξία των αδύναμων, την πείνα για σταδιοδρομία των ανασφαλών, την πραγματιστική λαχτάρα των ονειροπόλων». Ήθελε να ξεχωρίζει και άλλο τόσο επιθυμούσε να αναγνωρίζεται ως όμοιος μεταξύ ομοίων.

Μολονότι στερούνταν οδυνηρά την πλησμονή της ψυχής του, ο Μενασέ, όσο αποκαρδιωμένος και αν ένιωθε, πίστευε πως είχε τη δύναμη να εργαστεί για την τελική λύτρωση της φυλής του. Την επιθυμία του να επωμιστεί το πεπρωμένο της συδαύλισε ο γάμος του με την κόρη ενός Αμπραβανέλ, που τον ενέγραψε στη γενιά από την οποία θα προερχόταν ο Μεσσίας. Σύμφωνα με έναν εβραϊκό θρύλο η οικογένεια Αμπραβανέλ καταγόταν απευθείας από τον βασιλιά Δαβίδ, από τον οίκο του οποίου θα γεννιόταν ο Μεσσίας, ο αναμενόμενος Σωτήρας. Αν ποτέ ο Μεσσίας ερχόταν στον κόσμο, θα ήταν ένας Αμπραβανέλ, «παιδί της μοναδικής οικογένειας που μπορούσε να παρουσιάσει πλήρη γενεαλογία μέχρι πίσω στον Δαβίδ».

Ωστόσο, προτού σώσει τον λαό του, ο ραβίνος του Άμστερνταμ αποφασίζει να δώσει μάχη για την ψυχή ενός αγοριού, ενός χαρισματικού μαθητή τής Γιεσίβα. Πρόκειται για τον Μπαρούχ ντ’ Εσπινόζα. Ο Μενασέ καταλαβαίνει πως αν κατορθώσει να γίνει αληθινός δάσκαλος αυτού του παιδιού, θα λυτρώσει πρωτίστως τη δική του ψυχή. Όμως, παρά την προσμονή που θέρμανε για λίγο το λιποψυχισμένο του πνεύμα, αποδείχτηκε ανεπαρκής για τον διανοητικό αγώνα που είχε αναλάβει. Ο Μπαρούχ τού έθετε ερωτήματα, στα οποία αδυνατούσε να ανταποκριθεί το μυαλό του.

Η κρισιμότερη αποτυχία του δασκάλου, που τον ξεγύμνωσε ηθικά μπροστά στον μαθητή, στάθηκε η δίκη του Ουριέλ ντα Κόστα. Ήταν ένας Πορτογάλος ευγενής, αναθρεμμένος σύμφωνα με το ρωμαιοκαθολικό δόγμα, ο οποίος ασπάστηκε τον ιουδαϊσμό και εγκατέλειψε όλα τα προνόμια του βίου του για να ζήσει στο Άμστερνταμ σαν ελεύθερος Εβραίος. Στη δίκη οδηγήθηκε κατηγορούμενος για ολιγωρία ως προς την τήρηση του μωσαϊκού νόμου. Ήταν γελοίο. Στην Πορτογαλία έσυραν στο δικαστήριο μαράνους, επειδή τους υποπτεύονταν ότι εφάρμοζαν κρυφά τους εβραϊκούς διατροφικούς νόμους, ενώ στο εβραϊκό Άμστερνταμ επιφανείς Εβραίοι καταγγέλλονταν ως ύποπτοι, επειδή, στα κρυφά, δεν εφάρμοζαν αυτούς τους νόμους. Ο Ουριέλ ντα Κόστα έκανε μεταβολή και βγήκε έξω και το συμβούλιο των ραβίνων τον καταδίκασε ως αποσυνάγωγο, που στην ουσία σήμαινε νεκρός, ανύπαρκτος. Ο ραβίνος Μενασέ, ο οποίος σκεφτόταν με φρίκη πως ήταν σαν να έπαιζαν την Ιερά Εξέταση, συγκατένευσε σιωπώντας στην καταδίκη τού Ουριέλ και αυτή η σιωπή τού στοίχισε την απόρριψη του Σπινόζα. «Η στιγμή κατά την οποία ο Σαμουήλ Μενασέ δεν μπόρεσε να αντέξει το βλέμμα του Μπαρούχ και αναγκάστηκε να αποστρέψει το δικό του ήταν αρκετή: ο μικρός είχε φύγει, ο Μενασέ δεν μπορούσε πια να τον βρει».

Ο Βίκτορ ζώντας την παρωδιακή εκδοχή της Ιστορίας, υποβάλλεται και εκείνος σε μια αυτοσχέδια δίκη, όπου οι κατήγοροι, οι σύντροφοι τροτσκιστές, παρίσταναν πως βρίσκονταν στη Μόσχα της δεκαετίας του ’30 και όχι στη Βιέννη του ’70. Όλα έμοιαζαν με πλάνη. Δεν γινόταν να ήταν αλήθεια. Ήταν ένα θέατρο σκιών, όπου διέκρινε μόνο θολά περιγράμματα, φωνές που ηχούσαν σαν αντίλαλος. Μια φάρσα που ήθελε να επαναλάβει τραγωδίες του παρελθόντος. Ο Βίκτορ σκεφτόταν πως αν οι δικαστές του είχαν δίκιο και όντως βρίσκονταν στη Μόσχα του 1930, αν έκανε μεταβολή και έβγαινε από την αίθουσα, θα ήταν νεκρός. Βγήκε και συνέχιζε να αναπνέει. Αλλά το κακό όνειρο δεν είχε διαλυθεί. Και κατά κάποιον τρόπο ήταν νεκρός. Είχε εκδιωχθεί ως αποσυνάγωγος από το κοινωνικό και φοιτητικό δίκτυο. Δεν υπήρχε πια τίποτε στη ζωή του, μόνο το σκοτάδι του διαμερίσματός του. Η ζωή του ίσαμε τότε είχε πεθάνει. «Ξαφνικά δεν ήταν πια το τίποτε, αλλά κάτι πολύ χειρότερο, το τίποτε άλλο».

Κοιτάζοντας τη βραδιά του μυθιστορήματος τη Χίλντεγκουντ μετά από είκοσι χρόνια, ο Βίκτορ νιώθει πως θα μπορούσε να τη συγχωρήσει για εκείνο το ειρωνικό χαμόγελο, τότε, ενώπιον των αυτόκλητων δικαστών του, με το οποίο είχε συνυπογράψει τη θανατική του καταδίκη. Κοιτάζοντάς την γινόταν συναισθηματικός. Ο θυμός που σιγόκαιε είκοσι χρόνια μέσα του ξεθύμαινε ολοένα, όπως και η μέθη. Αλλά η νύχτα δεν έχει ακόμα τελειώσει και εκείνος θα τη συγχωρούσε ανελέητα. Ενδεχομένως να μην είχε τελειώσει ούτε το μίσος. Όταν η Χίλντεγκουντ αναφέρεται σκωπτικά σε εκείνη την ιστορία, σαν να είχε συμβεί «προ αιώνων σε έναν άλλο κόσμο», ο Βίκτορ κυριεύεται από οργή και επιθετικότητα, διότι «όχι, δεν ήταν Ιστορία, δεν μπορούσε να είναι Ιστορία κάτι που τον πονούσε εκείνη τη στιγμή».

«Μια σκιά πηγαίνει πέρα δώθε, το περίγραμμα ενός ανθρώπου, διασχίζει διαρκώς ένα γκρίζο πεδίο, προσπαθεί να το γεμίσει ολωσδιόλου, με νευρικές κινήσεις πασχίζει να είναι διαρκώς παντού, τουλάχιστον διατρέχει τόσο γρήγορα το πεδίο που γίνεται σαφές: αυτή η σκιά, αυτό το περίγραμμα ανθρώπου, αυτή η σκοτεινή φιγούρα ενός νέου ανθρώπου, συγκεχυμένη καθώς κινείται διαρκώς, έχει κάτι το βεβιασμένο, το κυνηγημένο, το βλέπεις, κι ας μη διακρίνονται πολλά. Ο Βίκτορ ήταν ένα σκιάγραμμα».

Στη Βιέννη της δεκαετίας του 1970 ο ήλιος δεν γελούσε πια. Σκιά σε ένα γκρίζο φόντο, ο Βίκτορ ζούσε τη ζωή του σπασμωδικά, ασυντόνιστα, σε διαρκή φόβο, συντετριμμένος από την «τρομοκρατία του αποκλεισμού», την καταδίκη του αφορισμού, διωκόμενος από την τυφλότητα των βλεμμάτων, παραπαίοντας μεταξύ θυμού και λύπης, υποφέροντας από «κατάθλιψη και έλλειψη σοβαρότητας». Ήταν μια σκιώδης ύπαρξη, που μάτωνε από θεατρικά στιλέτα που έχυναν αληθινό αίμα. Και η ζωή του, η μοναδική, ανεπανάληπτη ζωή του, «έρρεπε διφορούμενη προς την κατάθλιψη και ταυτόχρονα προς το καλαμπούρι».

Αμφίθυμος ανάμεσα στην κατάθλιψη και το καλαμπούρι κοιτάζει από την άλλη άκρη του τραπεζιού τη Χίλντεγκουντ. Το μεγάλο φινάλε εκκρεμεί, όπως και οι ιστορίες. Αλλά ο Βίκτορ αηδίαζε με τις «ξαναζεσταμένες προϊστορίες». Τόση οργή, τόση αυτολύπηση, τόσες παρανοήσεις. Και αυτή η φάρσα. Είχε κάνει «για έναν μαλακισμένο λόγο μια μαλακία». Ούτε τον Φέλντσταϊν δεν διασκέδασε αυτή η παρωδία εκδίκησης. Στην πίσω αίθουσα ενός εστιατορίου, πέντε λεπτά από το παλιό του σχολείο, ο Βίκτορ κατάπινε σε μεγάλες μπουκιές το παρελθόν.

«Δεν είχε νόημα να τα αφήσει όλα αυτά ν’ ανέβουν στην επιφάνεια, ποτέ δεν θα μπορούσε κανείς να τα διαλευκάνει πλήρως, να τα σβήσει χωρίς να αφήσει ίχνη». Αν τα ξερνούσε όλα στη Χίλντεγκουντ, η βραδιά θα χαλούσε. Θα ήταν οδυνηρό, απεχθές να τα ξεπλύνουν όλα εκείνο το βράδυ. Δεν χρειαζόταν να τα πουν όλα, να τα υπενθυμίσουν όλα ο ένας στον άλλο. Ήταν προτιμότερο να κάθονται και να μιλούν, να αφηγούνται ιστορίες «σαν να μην είχε συμβεί τίποτε, εκτός από όσα αφηγούνταν». Άλλωστε, τίποτε πια δεν μπορούσε να συμβεί, τουλάχιστον μεταξύ τους. Το θηλυκό των θρήνων του, «το κορίτσι μαζί με το οποίο κάποτε ήταν πρόθυμος να πετάξει βόμβες ήταν σήμερα σύζυγος καθηγητή των Θρησκευτικών». Μια «βλαμμένη καθολικιά».

Αλλά και ο ίδιος είχε συνθηκολογήσει. Είχε πετάξει έναντι αμοιβής τις παλιές ιδέες, αυτές τις «παραδειγματικές, γενικής ισχύος» ιδέες, που αποκάλυπταν τη νομοτέλεια της Ιστορίας. Ήταν θύμα της ανάπτυξης, αλλά τουλάχιστον πληρωνόταν. Οι ανάγκες του αυξάνονταν, αλλά υπήρχαν τόσα μικροπράγματα για να τις καλύψει. Μεγάλωνε, συμμετείχε παραιτημένος στη ροή της ιστορίας του, αλλά αμειβόταν, έγλειφε και εκείνος κάτι από την ανάπτυξη.

Ο Βίκτορ κατάπινε με το ζόρι, με κόπο. «Αυτό το κάψιμο στο λαρύγγι». Ο Βίκτορ κατάπινε όσα ανέβαιναν. Όλες τις ιστορίες, τις προϊστορίες, τις παράλληλες ιστορίες, τις επακόλουθες ιστορίες, «όλες ύποπτες, αν όχι βρομερές, ξερατά βιωμάτων, πράξεων και συμβάντων», «τίποτε δύσπεπτο, απλώς όλα ανεπεξέργαστα».

Ο Βίκτορ κάνει εμετό και αισθάνεται ξανά το βράδυ να σφύζει από προσδοκίες. Μέσα σε ένα ταξί διαπλέει μαζί με τη Χίλντεγκουντ το υπόλοιπο της νύχτας, χωρίς προορισμό, πέρα από τον χρόνο, αφήνοντας τις εικόνες του παρελθόντος να διαγράφονται σαν διπλοτυπία πάνω στα νυχτερινά τοπία της Βιέννης. Είναι μια «διαδρομή μίσους», αλλά και λίγο προσκύνημα. Έξω από τα παράθυρα του αυτοκινήτου το παρελθόν ανέθαλλε βαθιά ριζωμένο, αιωνόβιο και ασάλευτο, όπως τα δέντρα στο Πράτερ, που έστεκαν αναλλοίωτα, σαν να ήταν το ίδιο σφραγισμένα από τον χρόνο με τα δέντρα που είχε ζωγραφίσει ο Βαλντμύλερ πριν από εκατό χρόνια και που ο Βίκτορ τα γνώριζε από το σχολικό εγχειρίδιο στο μάθημα της Πατριδογνωσίας, πριν τα δει με τα μάτια του. «Λες και εκατό χρόνια ιστορία είχαν αποφασίσει να παγώσουν για τους επόμενους αιώνες, επειδή είχε επέλθει μια ολοκλήρωση. Μα δεν υπήρχε ούτε ένα νέο βλαστάρι;»

Δεν είναι το βλαστάρι της ελεύθερης, δημοκρατικής Αυστρίας, ο Βίκτορ, που λέει την τελευταία λέξη σε αυτή τη νύχτα μνήμης και μίσους, αλλά ένα από τα θύματα της φάρσας του, ένας καθηγητής, ο οποίος, απολαμβάνοντας σε ένα μπαρ αυτό το τόσο διδακτικό όσο και ιλαρό βράδυ, εξηγεί στην εμβρόντητη Χίλντεγκουντ την παγίδα που έστησε ο Βίκτορ στους συναδέλφους του, επειδή μάλλον πίστευε φανατικά στην αθανασία της Ιστορίας, ενδεχομένως και στο ανεξάλειπτο της ενοχής. Ιστορία και φαντασία είχαν συνεργήσει στο μυαλό του Βίκτορ για να δημιουργήσουν ένα σκάνδαλο, που θα ξυπνούσε άλλη μια φορά τα αυστριακά φαντάσματα. Άλλωστε, δεν ήταν και λίγοι εκείνοι που τα φοβούνταν. «Ιδιοφυές, αλλά εκτός θέματος!», καταλήγει ο καθηγητής, προσθέτοντας με ένα υπομειδίαμα: «Δεν ξέρω μόνο, ήταν τραγωδία, ήταν κωμωδία;»

Στο τέλος του μυθιστορήματος ο Βίκτορ πηγαίνει στο Άμστερνταμ για να μιλήσει ως ιστορικός για τον Σπινόζα σε ένα συνέδριο, ενώ ο παλιός δάσκαλος του φιλοσόφου επιστρέφει θριαμβευτής από την Αγγλία, όπου διεκδίκησε επιτυχώς μια ακόμα πατρίδα για τον λαό της διασποράς. Ο Σαμουήλ Μενασέ μπεν Ισραέλ είχε ικανοποιήσει το πιο φλογερό αίτημα κάθε θύματος, την επανόρθωση. Οι Εβραίοι μπορούσαν πλέον να επανεγκατασταθούν στην Αγγλία, απ’ όπου είχαν εκδιωχθεί τον 13ο αιώνα. Ήταν μια νίκη πρωτίστως συμβολική, που επέστρεφε ένα ελάχιστο μέρος από όσα είχαν αφαιρεθεί από αυτόν τον λαό. Ο Μενασέ είχε εκπληρώσει μια αποστολή, η οποία δεν νοηματοδοτούσε μόνο την ατομική του ζωή, αλλά και ένα συλλογικό πεπρωμένο. Είχε αξιωθεί τη δικαίωση, είχε γίνει «ισχυρό όργανο της Ιστορίας». Αν και η Ιστορία θα αποδεικνυόταν σαφώς ισχυρότερη.

«Καμία γενιά, αδιάφορο έπειτα από πόσες, δεν μπορούσε να ισχυριστεί πως ήταν αθώα, εφόσον αρνιόταν να αντιδράσει στην ιστορία, μια ιστορία εγκλημάτων των προγόνων της, γνωρίζοντας και αναγνωρίζοντας».

Μακάρι ο Ρόμπερτ Μενάσε να το ξαναθύμιζε αυτό σήμερα στους συμπατριώτες του. Ό,τι δεν επιτρέπεται να ξανασυμβεί, δεν θα συμβαίνει για πολύ καιρό, μέχρι να έρθει ο καιρός που θα συμβεί.

Η Ιστορία επαναλαμβάνεται. Είναι τραγωδία; Είναι κωμωδία; Ο Βίκτορ επαναλαμβάνει σαν κωμωδία την τραγωδία του Μενασέ, βιώνοντας ωστόσο τραγικά την ύπαρξή του. Εκείνο που κυρίως συνδέει τα δύο πρόσωπα είναι η μνήμη. Ο Βίκτορ μοιάζει να θυμάται τον Μενασέ. Ο συγγραφέας δεν του επιτρέπει να ξεχάσει αυτό τον άγνωστο πρόγονο. Ο Βίκτορ αντιγράφει τις χειρονομίες του, βασανίζεται από παρόμοιες λύπες, διχάζεται ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό χρέος, αναρωτιέται για την ταυτότητά του, προβληματίζεται από τους γρίφους της πραγματικότητας, σκέφτεται το ίδιο πυρετικά με τον Μενασέ τον περασμένο χρόνο, τον ανθρώπινο χρόνο. Εκεί μέσα συνυπάρχουν και αγγίζονται οι δυο τους. Κοιτάζονται τεταμένα. Διατρέχουν, κινούμενοι από συμπτώσεις, προθέσεις και αποτυχίες, ένα κοινό, οικουμενικό πεδίο, σπαρμένο με σκοτάδια, φλόγες και στάχτες. Και μες στην κόλαση του επίγειου χρόνου τους αγωνιούν να σώσουν έναν περιούσιο, για εκείνους και μόνο, αρσενικό απόγονο, τον ίδιο τους τον εαυτό. Στο τέλος του βιβλίου ο Μενασέ συλλογίζεται πως ο καθένας όσο ζει, οφείλει να είναι «ο άγγελος του εαυτού του». Μες στο χρονοσυνεχές αντικρίζονται τα πολλαπλά είδωλα του εαυτού, νεύοντας το ένα στο άλλο από διαφορετικές στιγμές. Έτσι, ο Μενασέ περνώντας μέσα από τις σχισμές του ατομικού του χρόνου μπορούσε να ανταμωθεί με τον φοβισμένο Μανέ και να τον παρηγορήσει. Αλλά και το παιδί συντρόφευε σαν άγγελος τον γέρο Μενασέ. Και ο Βίκτορ, οπισθοδρομώντας στα στάδια της ενηλικίωσης, με το παιδί που υπήρξε προσπαθούσε να συναντηθεί για να επωμιστεί τον φόβο και τη λύπη του. Διότι, «ο καθένας είναι ο ίδιος το παιδί που προστατεύει στο τέλος, κι αυτό το παιδί δεν πεθαίνει όσο ζει ο προστάτης του».

Ένα αγόρι τρέχει μες στο δειλινό. Ο χρόνος του τελειώνει μέσα σε ένα φως που λιγοστεύει. Η ανάσα του κόβεται, οι αλυσίδες σπάνε, και καθώς παραδίδεται λυτρωμένος στο σκοτάδι τα πάντα αναφλέγονται. Πεθαίνει μέσα σε μια εκτυφλωτική ανατολή, με τον ήλιο να καίει στο στήθος του και να εκρήγνυται στο κεφάλι του. Η λογοτεχνική φωτοχυσία πυρπολεί τα σκοτάδια της Ιστορίας.

«Στο σκοτάδι μπορείς να φανταστείς τα πάντα». Τους πιο ζοφερούς εφιάλτες, αλλά και ήδιστα όνειρα. Το φως μιας παλιάς, γελαστής μέρας, τη λάμψη μιας μέρας που δεν έχει ακόμα ξημερώσει, αλλά και τη βαθιά νύχτα, που παραμονεύει το φως να δύσει.

«Από πότε η Ιστορία είναι Ιστορία;»

«Αφενός από αύριο, αφετέρου ποτέ».

menasse-rob

Lina Pantaleon

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular