Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

Δηλώνω εξαρχής θαυμαστής του σημερινού μνημονευομένου ποιητή και διόλου δεν θα ασχοληθώ με τις φιλολογικές αναλύσεις της μη έκδοσης όσο ζούσε, ενός ποιητικού βιβλίου, ή τον εγκιβωτισμό της ποιητικής του γλώσσας στο συμβολικό και μετασυμβολικό ρεύμα της εποχής του.

Παρόλα αυτά, από τα κριτικά του κείμενα, σχετικά με την ελληνική ποίηση, θ’ απομονώσω τη δημοσιευμένη το 1938 στο περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα «Ο ποιητής μιας γενιάς», στην οποία, αναφερόμενος στο έργο του Κ. Γ. Καρυωτάκη και στη σημασία του για την ελληνική ποίηση δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του, έγραφε: «Η ποίηση είναι πάντα αγνή, όπου υπάρχει ποίηση. Ίσως στον Καρυωτάκη να μην υπάρχει ο πυκνός και συνεχής εκείνος λυρισμός, ο ηλεκτρισμός του ποιήματος που μεταμορφώνει τις λέξεις, που απλώνει ως το άπειρο κι εκμηδενίζει τα κοινά νοήματα, που δημιουργεί την ποιητική μαγεία. Μα σε ποιον Έλληνα ποιητή υπάρχει; Ίσως μόνο στα τελευταία ποιήματα του Σολωμού, σε μερικά ποιήματα του Καβάφη και σε τρία – τέσσερα του Παπατσώνη. Μα γι’ αυτό πρέπει ν’ αρνηθούμε όλους τους άλλους; Οι μεγάλοι ποιητές είναι σπάνιοι. Μα, εκτός από τους μεγάλους, υπάρχουν κι οι καλοί [..]

Αφήνω λοιπόν για το κοινό και τους αναγνώστες αυτού του σημειώματος τις λογικές συσχετίσεις και τείνω να ασχοληθώ μόνο με τον ίδιο τον ποιητή. Ο Παπανικολάου ευθαρσώς δηλώνει πως εκτός από τους μεγάλους ποιητές, υπάρχουν και οι καλοί ποιητές. Ας τους δούμε λοιπόν σήμερα, επ’ ευκαιρία της εκδήλωσης, ως τους ποιητές της σκιάς, γιατί δεν μου αρέσει καθόλου ο τίτλος ελάσσονες ποιητές γι’ αυτό και τον αποφεύγω.

Όμως ο Παπανικολάου δεν είναι μόνο ένας καλός ποιητής, ένας ποιητής της σκιάς, αλλά ο ίδιος είναι σκιώδης στη λέξη, στον στίχο, στο μέτρο και στη θεματολογία του. Είναι αυτό που ο ίδιος επέλεξε να γίνει, ένας καταραμένος ποιητής κατά τα πρότυπα των επιρροών και των αναγνώσεων του και ίσως αυτό είναι το πιο ηδονικό της μνημοσύνης του, σήμερα για μένα.

Αναρωτήθηκα αν θα έπρεπε να σας αποκαλύψω τα πριν της γνωριμίας μου με τον Παπανικολάου, αλλά ο καιρός δεν με βοηθά, είναι αυτή η φωτοβολή του Μάη, που κάνει την ύπαρξή μου ρακένδυτη, αποκαλύπτοντας τις λεπτομέρειες που, όπως θα έλεγε και ο Λαπαθιώτης, η νύχτα τις κρύβει. Αφού όμως ξεκίνησα να δολώνω την πένα μου, δυστυχώς δεν θα αποφύγω να σας πω πως υπάρχουν ακόμα και σήμερα νέοι που διαβάζουν Παπανικολάου και για να ευχαριστήσουν τον ακροατή των στιγμών τους, τον δωρίζουν κιόλας, αφού γι’ αυτά η αξία είναι πλέον ψυχικά δομημένη και συναισθηματικά βιωμένη.

Ο Παπανικολάου μου χαρίστηκε στη νεότητά μου, σε κάποιο σπίτι της Αργυρούπολης. Ήταν η έκδοση της Διαγωνίου του 1966, Μήτσος  Παπανικολάου, Ποιήματα, με εισαγωγή κι επιμέλεια του Τάσου Κόρφη και με εξώφυλλο το ποίημα «Αθανασία», γραμμένο στις 18 Μάη του 1937, δηλαδή 78 χρόνια από σήμερα. Δεν χρειάστηκε να διαβάσω τίποτε άλλο, διάβασα μόνο το εξώφυλλο, αυτήν την ξεθωριασμένη πένα του ποιητή, που κάποιος τον ανέστησε ξανά με προμετωπίδα την δική του Αθανασία.

ΑΘΑΝΑΣΙΑ

Αν είχες πεθάνει θα σ’ είχε ξεχάσει η μητέρα σου.

Αν σ’ είχα αγαπήσει θα σ’ είχα ξεχάσει κι εγώ.

Η στιγμή γίνηκε ευθεία μέσα στο χρόνο,

βέλος μες στην καρδιά μου

βελόνα που κεντάει τη μνήμη.

Το χέρι σου λάμπει στη νύχτα, σημαία του κόσμου.

Έκτοτε πέρασαν πολλά χρόνια, βλέποντας στη διαδρομή μου να ανασταίνεται και ο πολύ καλός φίλος του Μήτσου Παπανικολάου, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο δανδής της ελληνικής ποίησης, και να αρχίζουν τα ποιήματα του να περνούν στις μουσικές των ανθρώπων και τραγουδούνται με πάθος. Έτσι καταλαβαίνει κανείς πως είναι αυτή η ενύπνια αστροφεγγιά που στο χέρι του ποιητή λάμπει το ποίημα στη νύχτα,  σημαία του κόσμου.

Έτσι συμβαίνει. Οι καλοί ποιητές να φωτίζουν τα μισοκαταστραμμένα ερείπια των πόλεων και να συντροφεύουν τους αναγνώστες και τους άλλους καλούς ποιητές, αφού πάντα θα υπάρχουν καλοί ποιητές και σπάνια μεγάλοι.

Το 1922, στην Ανθολογία του Τέλλου Άγρα Οι νέοι, ο Παπανικολάου συμπεριλαμβάνεται στην ανθολόγηση με τρία του ποιήματα και μια εξαιρετική φωτογραφία του, ντυμένος με τη στολή του χωροφύλακα, αφού τότε υπηρετούσε τη θητεία του στη χωροφυλακή. Τα ποιήματα αυτά είναι: «Ένα απόγευμα», «Νοσταλγία», και το «Βαρύ τραγούδι του κάμπου».

Αυτή η ανθολόγηση, όπως σημειώνει και ο Τάσος Κόρφης τον κατατάσσει πλέον στον ελληνικό ποιητικό κανόνα, έστω κι αν δεν έβγαλε ποτέ του ένα ολοκληρωμένο βιβλίο.  Το ποίημα: «Ένα Απόγευμα», το θεωρώ ένα αριστοτεχνικό σονέτο με στίχο ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο και πλεκτή ρίμα. Ας σκεφτούμε όμως τα σονέτα του Παλαμά που είχαν κυκλοφορήσει το 1919, και, μολονότι ο Παπανικολάου μόρφαζε στο άκουσμα και μόνο του ονόματος του ποιητή, δεν αποκλείεται να ήθελε, όπως σημειώνει ο Μιχάλης Ρέμπας, σύγχρονος μελετητής του Παπανικολάου, να ήθελε να προσδώσει μια διαφορετική, ανανεωτική μορφή σε ένα ποιητικό είδος με μακρά και αυστηρή μορφική παράδοση.

ΕΝ’ ΑΠΟΓΕΥΜΑ

– Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ, ω εσύ πού ’ρθες σε μένα,

τ’ ωχρό τ’ απομεσήμερο κι έφυγες με το βράδυ,

περαστικά σαν τ’ όνειρο, σαν το φιλί θλιμμένα

που άφηνες, φεύγοντας, σε μένα για σημάδι.

Και γέμισες με μι’ άπειρη γλυκύτητα τα ξένα

που ήταν για μένα πιο βαριά κι απ’ το σκοτάδι.

Και νιώθω ακόμα σήμερα, που σ’ έχω πια χαμένα,

απ’ το κορμί μου να περνά κάποιο δικό σου χάδι.

Γι’ αυτό κι εγώ σ’ αγάπησα και σ’ αγαπώ και τώρα

τόσο γλυκά, όσο γλυκά μου χάρισες κι εσύ

τη δύναμή σου, τη χαρά, τη νιότη σου στην ώρα

που έδειχνε ο δείχτης άμετρη στιγμή την ηδονή.

‐ Ω, εσύ που δε με γνώριζες κι ήρθες σε με, κι εγώ,

σα να σε γνώριζα από πριν, σε θέλω και σε νοσταλγώ.

mitos papanikolaou3

 

Πέρα όμως από την συνηθισμένη ανάγνωση, ο συμβολιστής Παπανικολάου, αφήνει τις λέξεις να κάνουν κομμάτια τους υποψιασμένους, σήμερα υποδηλώνει ό,τι ακριβώς περιγράφει, αυτήν την ηδονική ιδιοτροπία του ποιητή, που και οι δύο τελευταίοι στίχοι είναι δηλωτικοί της ερωτικής συνεύρεσης με έναν άγνωστο, κάποιο ωχρό απομεσήμερο.

Φιλολογικά θέλω να σημειώσω πως το 1922 ο ποιητής είναι 22 ετών, το ποίημα ίσως να γράφτηκε με τις σημερινές προσλαμβάνουσες ένα χρόνο πριν – ας μην ξεχάσουμε και την ιεροτελεστία της μεταφοράς της πληροφορίας εκείνη την εποχή, αλλά που ουσιαστικά συμπίπτει με την απαρχή της φιλικής σχέσης που έχει με τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.

Ο Λαπαθιώτης επιστρέφει το 1919 από την Αίγυπτο, όπου είχε μεταβεί με τον πατέρα του κατ’ εντολή της κυβέρνησης Βενιζέλου ως υπολοχαγός και διερμηνέας. Στην Αίγυπτο έχουμε πλέον βεβαιωμένες πηγές που μας πληροφορούν για τη γνωριμία του με τον Αλεξανδρινό ποιητή, αλλά και τους τεχνητούς παραδείσους. Ο Λαπαθιώτης, έχοντας επιστρέψει στην Αθήνα το 1919-20 επισκέπτεται το «Μπάγκειον» στην Ομόνοια, όπου συχνάζει μαζί με άλλους ποιητές, κριτικούς και λογοτέχνες και ο Μήτσος Παπανικολάου. Ο Λαπαθιώτης, ως δανδής, είναι αποκομμένος από τη λογοτεχνική παρέα της τότε Αθήνας, αλλά ο Μήτσος Παπανικολάου σίγουρα του προκαλεί εντύπωση.

Παράλληλα με την Μικρασιατική καταστροφή το 1922, ο Παπανικολάου, δημοσιεύει άλλα τρία ποιήματα  «Βράδιασμα», «Ύπνος» και «Βραδινοί Θάνατοι», ενώ από το 1924 γίνεται βοηθός αρχισυντάκτη στο περιοδικό το Μπουκέτο και τον επόμενο χρόνο αρχισυντάκτης.

To περιοδικό Μπουκέτο είχε τα γραφεία του στην οδό Λέκκα και μάλλον η περίοδος αυτή για τον εικοσιπεντάχρονο Παπανικολάου και τον γκαρδιακό του φίλο Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, ήταν ίσως η πιο εκδηλωτική; του τρόπου ζωής που είχαν επιλέξει. Γιατί πέρα από την λογοτεχνία, ο πάντοτε φοβισμένος Λαπαθιώτης περίμενε – προπάντων τα Σαββατοκύριακα – έξω από τα γραφεία του περιοδικού Μπουκέτο τον Μήτσο για να ξεχυθούν μαζί σε νυκτερινές περιπλανήσεις, που άρχιζαν από κάποιο φιλολογικό στέκι της εποχής – το καφενείο «Μπάγκειον», το ζαχαροπλαστείο «Αβέρωφ», το εστιατόριο «Ελληνικό» κ.ά. – για να καταλήξουν στα ξενυχτάδικα της Αθήνας, του Πειραιά ή των γύρω χωριών, ή, άλλοτε , σε μοναχικούς περιπάτους που τους αποκάλυπταν σπουδαία μυστικά ζωής εκεί που οι άλλοι έβλεπαν πεδία κενά περιεχομένου και άνευ σημασίας για όλους τους άλλους.

Μπορούμε να εκφράσουμε το συμπέρασμα πως η αρρενωπότητα του Παπανικολάου, αυτή η μποντλερική προτομή, η αυστηρότητα που λέγει και ο Τάσος Κόρφης, αποτελούσε ένα εύκολο διαβατήριο στον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, να εισέλθει στην ημισέληνο περιοχή του λιμανιού που καθορίζεται από την Τρούμπα ως και τον Άγιο Διονύσιο στη σημερινή Δραπετσώνα και να επισκεφθούν μαζί τα Βούρλα, όπου και οι περίφημες τότε φυλακές, τα καφέ αμάν και τους τεκέδες του μεγάλου λιμανιού, αυτή την δίχως άλλο ζωή χωρίς λεπτομέρειες εξωτερικής αναφοράς, γεμάτης όμως από παυσίλυπες στιγμές που κάποιοι ποιητές θεωρούν ως άγγιγμα από το χέρι της Αθανασίας.

Ο Παπανικολάου συνδέεται με τον Λαπαθιώτη –  άλλωστε δεν χρειάζεται κάποια φιλολογική πηγή να κατακυρώσει τον σύνδεσμο αυτόν. Αρκεί το ποίημα «Domestica» που ο ποιητής το αφιερώνει στον Λαπαθιώτη και σε αυτό, όπως αναφέρει ο Μιχάλης Ρέμπας, περιλαμβάνονται όλες οι θεματικές επιλογές του ποιητή. Στο ποίημα αυτό συνοψίζει τους προβληματισμούς του, αποτελώντας  ταυτόχρονα ένα αιχμηρό αυτοσχόλιο για το ποιητικό του έργο: με μια απρόσμενη αηδία για αυτόν τον ίδιο και με ταυτόχρονη στροφή προς τον αναγνώστη, το ποιητικό υποκείμενο  καλεί τον αποδέκτη της ποιητικής φωνής να αναπροσδιορίσει τις αναφορές του σε πρόσωπα και γεγονότα, να αφήσει πίσω ό,τι τον τραυμάτισε από το παρελθόν και πάνω απ’ όλα να προσπεράσει τον πόνο που γεννά η συνειδητοποίηση του γήρατος.

DOMESTICA

Στο Ναπολέοντα Λαπαθιώτη

Μία‐μία οι καρέκλες άδειασαν γύρω από το τραπέζι∙

στις ισκιωμένες κάμαρες ένα παιδί δεν παίζει,

ούτ’ ένα πιάνο, τίποτε – καμιά φωνή με τρίλιες

δε βγαίνει απ’ του παράθυρου τις ισκιωμένες γρίλιες.

Σώπασε κάθε θόρυβος, κάθε συνομιλία,

τρίζουν τα ξύλα απ’ τον καιρό και τη μελαγχολία.

Τα παγωμένα χέρια μας του χαίρε λεν τα χάδια

στις έρημες τις κάμαρες και στα κρεβάτια τ’ άδεια.

Έχει η χαρά των γυρισμών από καιρό πεθάνει∙

κλείσαν οι πόρτες του σταθμού, βράδιασε στο λιμάνι.

Είναι λευκές οι νύχτες μας και μαύρες είν’ οι μέρες,

τις πόρτες με τα νύχια τους σκαλίζουν οι φοβέρες.

Από την κλειδαρότρυπα κοιτάζει κάποιο μάτι∙

ποιος μένει ακόμα για να δει στο διπλανό κρεβάτι.

Μείναμε μόνοι κι ορφανοί. Τ’ αδέρφια μας πού νά ’ναι;

Μόνο του φεγγαριού γλυκά τα μάτια μας κοιτάνε.

Κι εκείνου ακόμα τα μαλλιά ξάσπρισαν στους κροτάφους

Γιατί, απ’ την πρώτη νύχτα του, βλέπει τη γη με τάφους∙

μ’ ας μη μιλάμε πια γι’ αυτούς, είναι παλιό το θέμα∙

πάμε… θα τους ξεχάσουμε… θα πούμε ότι είναι ψέμα…

Φθινόπωρο… Φθινόπωρο… Σαλπίζουνε στα δάση

τα βούκινα που, απ’ τον παλιό καιρό, δεν έχουν σπάσει.

Κλαίνε τα δέντρα στην πηγή∙ δάκρυ στάζουν τα φύλλα,

ανατριχίλα στο νερό, στο σώμα ανατριχίλα…

Δεν έχει ο γυμνός έρωτας ρούχο για να φορέσει

και περιμένει ζέστη απ’ το φύλλο που θα πέσει.

Ακούμπα το κεφάλι σου στα χέρια και θυμήσου

τώρα που μελαγχολικοί μήνες θα σ’ αποκλείσουν:

Των λουλουδιών η στάχτη απ’ τις ανοίξεις, μες στα χέρια

μας έμεινε, και των καρπών από τα καλοκαίρια.

Στάχτη κι απάνω στα μαλλιά, στάχτη στη γλώσσα μένει.

Οι μπόρες δε μας άρπαξαν. Η μουσική σωπαίνει.

Σωπαίνουν όλα: τα πουλιά, τα χείλη, τα βιβλία,

ο κουρασμένος έρωτας, η γνώση κι η φιλία.

Μείνανε τα φαντάσματα των είκοσι χρονώ μας

μες στον καθρέφτη και γελούν με το παράπονό μας.

Βράδυ, βροχή και ταραχή. Στην εκκλησιά σημάναν∙

έστειλε μήνυμα γλυκό και μακρινό η καμπάνα.

Δεν ήταν πια το κάλεσμα που άκουγα πολύ νέος –

ήταν φωνή για προσευχή γαλήνια κι όλο δέος,

που από τα τζάμια πέρασε κι ήρθε στην κάμαρή μου

κι ήταν σα νά ’ναψε ένα φως στη σκοτεινή ψυχή μου.

Κι έμοιαζε σα να μού ’λέγε πως ίσως, κάποια μέρα

ό,τι δε βρήκαμε στη γη, θα τό ’βρουμε κει πέρα.

 

Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε πως ο Παπανικολάου είναι ήδη από τα 25 του έτη τοξικομανής, μπορούμε να ισχυριστούμε πως είναι περιστασιακός χρήστης και πως εξασκεί το δώρο της νεότητας,  που δεν είναι άλλο από την σαρκική επαφή ή τον έρωτα.

Ακόμη τον βλέπουμε στα είκοσι επτά του να δημοσιεύει επτά εξαιρετικά ποιήματα και να ξεκινά και τη συνεργασία του με το περιοδικό Νέα Εστία.  Τα ποιήματα αυτά δηλώνουν για πρώτη φορά ίσως, πάντα κρυπτικά και πάντα συμβολικά την εξαρτημένη του σχέση με τις ουσίες και είναι τα:  «Μέσα στη βουή του δρόμου», «Φθινοπωρινό Σχεδίασμα», «Αποχαιρετισμός», «Λυρικό», «Αρρώστια», «Άτιτλο», «Inquestatomba», ενώ ξεκινά η συνεργασία του με το περιοδικό Νέα Εστία.

Ξεκινά η δηλωτική περίοδος για τον ποιητή της συνειδητοποίησης της ειμαρμένης. Κατανοεί την αρρώστια, την απελπισία και ασφαλώς την εξιδανικεύει, αφού μάλλον ακόμα με κάποια άνεση μπορεί να εξασφαλίσει τις δόσεις και τις περιπλανήσεις του.

Το χλωμό φως του φεγγαριού, η νύχτα, η προσωποποίηση του σπαράγματος της νιότης που γίνεται παρελθόν, αλωμένη στις οδυνηρές περιδινήσεις στον τεχνητό παράδεισο, στους καθημερινούς πόνους της στέρησης, ο ίδιος ο ποιητής, ως Μέγας Παν που πεθαίνει, η απελπισία, η απελπισία και η απελπισία.

Νιώθω πως δεν χρειάζεται να σχολιάσω άλλο τα ποιήματα, αλλά πρέπει να σταθμίσω τις αρετές του ποιητή στην στιχουργία. Υπηρετεί σε τροχαϊκό οκτασύλλαβο και του βάζει ζευγαρωτές ρίμες και έρχεται ο χρόνος να υποκλιθεί το αυτί του συνθέτη, στην προκειμένη περίπτωση του Δημήτρη Κανελλόπουλου από τους Domenica, δημιουργώντας 75 χρόνια μετά ένα εξαιρετικά σύγχρονο άκουσμα, όπου αναδεικνύεται ο στίχος και το ποίημα.

mitos papanikolaou2

ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΒΟΥΗ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ

Μέσα στη βουή του δρόμου

ήταν νά βρω τ’ όνειρό μου,

να το βρω και να το χάσω

κι ούτε πια που θα το φτάσω.

Μια στιγμή πέρασε μπρος μου

κι ήταν η χαρά του κόσμου,

η χαρά που μας ματώνει

σαν οι πιο μεγάλοι πόνοι.

Πέρασε όπως περνούνε

όσα δε θα ξαναρθούνε –

πουλιά πού ’χουν φτερουγίσει

σύννεφα μέσα στη δύση.

Κι άφησε στο πέρασμά του

– πέρασμα ζωής, θανάτου –

στην καρδιά μου σα σφραγίδα

ω… την πεθαμένη ελπίδα.

Μιαν ελπίδα πεθαμένη

που μας ζει και μας πεθαίνει

κι όλο μας τραβάει δω κάτου

ώς την πόρτα του θανάτου.

Όνειρο γλυκό και ξένο

και παντοτινά χαμένο,

σε κρατώ στο νου μου ακόμα

σαν τριαντάφυλλο στο στόμα

 

 

 ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ 

Σαν πάντα το φθινόπωρο και σήμερα έχει ’ρθεί∙ 

μοιράζει το χρυσάφι του, μοιράζει το μαράζι 

και γύρω δέντρο, ούτε κλαρί χλωρό δε θα βρεθεί 

για ένα πουλί, για μια ψυχή, λιμάνι που ν’ αράζει.

Και νά, το βράδυ κι η βροχή το τζάμι μου χτυπάει 

σα μια ερωμένη μου παλιά, μέσα στις τόσες άλλες,

μα είν’ η ψυχή μου αισθαντική και ξέρει ν’ αγαπάει 

κάθε που κλαίει μες στη ζωή και της βροχής τις στάλες.

Κουβέντες μες στη σκοτεινιά, του ανέμου μοιρολόι,

ώρες μεγάλες κι αδειανές και νοσταλγία τόση,

μα, στη γωνιά, καθώς χτυπά τ’ αλύπητο ρολόι 

θυμίζει τόσα πράματα που τά ’χει πια σκοτώσει.

Σαν πάντα το φθινόπωρο και σήμερα έχει ’ρθεί.

Μοιράζει το χρυσάφι του, μοιράζει το μαράζι.

Πώς να μπορέσει μια καρδιά κι αυτή να κρατηθεί 

ώς τον Απρίλη που θα ’ρθεί, σαν πάγος που δε σπάζει;

 

 

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ 

Νιότη μου, που δε σ’ ένιωσα, χωρίζουμε σε λίγο∙ 

μάταια τα χέρια μου κρατάς στα χέρια σου πριν φύγω.

Το αίμα τρέχει απ’ την πληγή που σ’ άνοιξα στα στήθη –  

ω… ο θάνατος σου νά ’σβηνε κι αυτός μέσα στη λήθη…

Μας λείπεται ώς την ύστερη την ώρα λίγος δρόμος.

Θα τον περάσουμε κι αυτόν∙ τι τ’ όφελός μας όμως,

αφού την άγια βλάστηση που γύρω μας φουντώνει 

η πληγωμένη σου καρδιά στάζοντας θα ματώνει;

Ωστόσο ας προχωρήσουμε… Τίποτε πια δε μένει,

στο τέλειωμα του δρόμου μας ο τάφος περιμένει –  

τα χέρια μου τον άνοιξαν, μυρίζουν χώμα ακόμα,

και θα τον κλείσουνε μαζί με το άχραντό σου σώμα.

Όμως κάλλιο να πέθαινα πριν από σένα, Νιότη 

– κερδίζουν πάντα στη ζωή όσοι πεθαίνουν πρώτοι –

παρά να σέρνω ανέλπιδος τα βήματά μου μόνα 

σ’ ένα χλωμό χινόπωρο κι ύστερα στο χειμώνα.

Λευκές με σέναν άνοιξες κι άλικα καλοκαίρια 

σκορπίζουν τα λουλούδια τους και χίλια περιστέρια 

με τσακισμένα τα φτερά σωριάζονται στο χώμα 

εκεί που – θρήνος… – οι Έρωτες ψυχομαχούν ακόμα.

Μόνος μου πια δε θα νοιαστώ η Μούσα αν θα μου βάνει 

πάνω στα γκρίζα μου μαλλιά της δάφνης το στεφάνι∙  

απ’ το κεφάλι μου έπεσαν τα ρόδα που φορούσα 

κι ό,τι τα νιάτα μου άξιζαν, ω… δεν τ’ αξίζει η Μούσα.

Ήσουν τραγούδι ανείπωτο στα σύννεφα γραμμένο  

όνειρο πάνω απ’ τη ζωή κι απ’ τους ανθρώπους ξένο,

που η μπόρα τώρα σε σκορπά μες στ’ ουρανού τα βάθη –  

πουλί που στον ορίζοντα το μακρινό εχάθη.

Το χέρι μου περίλυπος στο μέτωπο μου ας φέρω:

Θα ξέρω πως η σκέψη μου κλείνει βαθιά ένα γέρο.

Ω… των πραγμάτων βιάστηκα και βρήκα το άδειο βάθος 

κι αιτία του θανάτου σου γίνηκε αυτό το λάθος.

Νιότη μου, που δε σ’ ένιωσα, χωρίζουμε σε λίγο…

Σε μια κραυγή το στόμα μου μ’ απελπισιά ανοίγω∙ 

αυτά τα λόγια μοναχά στο θάνατό σου παν:

– Πεθαίνει ο Μέγας Παν…

 

ΛΥΡΙΚΟ 

Ήταν αλήθεια πως εζούσα 

κάποια ζωή ξεχωριστή,

ζούσα όπως ήθελεν η Μούσα 

κι όπως δεν ήθελε η ζωή.

Λοξά με κοίταζαν οι άλλοι 

σα να με παίρναν για τρελό,

κι ήταν για με χαρά μεγάλη 

μαζί τους πάντα να γελώ.

Μ’ αλήθεια, αν έχασα το νου μου 

κι αν έχω τώρα τρελαθεί,

τό ’παθα, αχ άστρο τ’ ουρανού μου,

όταν επρόβαλες εσύ!…

 

 

[ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ, ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ, ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ…]

Απελπισία, απελπισία, απελπισία…

Τί να την κάνω λίγη φαντασία;

Οι θάνατοι έχουν φτάσει τις γεννήσεις 

κι όμως εσύ ζητάς ν’ αυτοκτονήσεις.

Ο έρως απογοήτευση μεγάλη –

την μιαν αγάπη αφήνω για την άλλη.

Αγώνες, περιπέτειες και ταξίδια∙ 

η γη ένας βράχος κι είμαστε τα στρείδια.

Η ποίηση, η σοφία δε με σώνει∙ 

δεν είμαι ούτε μυρμήγκι, ούτε αηδόνι.

Του αγνώστου το μυστήριο για να λύσω 

θά ’πρεπε να πεθάνω και να ζήσω.

Και το τραγούδι μου αυτό γιατί το γράφω;

– Ω… σε ποιο σκοτεινό τάφο…  

 

Από το 1927 μέχρι το 1936, προσπαθώντας ν’ αποκωδικοποιήσω την ποίηση του Παπανικολάου, θα υποστηρίξω πως ο ποιητής είναι πλέον, πλήρως εξαρτημένος. Ικανοποιεί μόνο τις απόλυτα βασικές του ανάγκες και γι’ αυτό το λόγο η ποιητική του παραγωγή είναι ελάχιστη. Δημοσιεύει κάποιες κριτικές και ασχολείται με τις μεταφράσεις,  κυρίως  από τα  γαλλικά. Tο 1933 ο Καβάφης πεθαίνει, ο Ελευθέριος Βενιζέλος το 1936και στα δέκα χρόνια που μεσολαβούν αναδύεται η Γενιά του 30 και στο προσκήνιο εμφανίζονται ο υπερρεαλισμός, η ποίηση του Σεφέρη, του Ελύτη, του  Σαραντάρη, του Εγγονόπουλου, ο Εμπειρίκος και βέβαια ο Ρίτσος, που ο Παπανικολάου του κάνει αρνητική κριτική.

Προφανώς   μέχρι την 4η Αυγούστου του 1936  ο Παπανικολάου,  όπως φαίνεται και από τις επιστολές του στον Πέτρο Χάρη, πετυχαίνει να απεξαρτηθεί κι έτσι συνεχίζει μέχρι και το  1938, όταν δημοσιεύει άλλα δέκα ποιήματα, μεταφράσεις, κριτικές και ειδικά η αποτίμηση του έργου του Καρυωτάκη.

Μέχρι την κήρυξη του πολέμου το 1940 ως και την περίοδο της Κατοχής  άρρωστος και παρηκμασμένος εξυπηρετεί και εξυπηρετείται, αδειάζοντας το σπίτι του φίλου του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη από τους σπάνιους τόμους γαλλικής ποίησης, που, καθώς λέγεται, ούτε ο Ελευθερουδάκης της εποχής δεν είχε τα χρήματα να τους εισάγει.

Η φτώχεια, η εξαθλίωση, οδήγησαν και τους δυο σε πράξεις αξιολύπητες. Βέβαια, ο Παπανικολάου δίδει κάτι από τα κέρδη στον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, αλλά μάλλον δεν έχει συμφωνηθεί είτε η πράξη, είτε η τιμή. Όπως και να έχει, ο τεχνητός παράδεισος στα ύστερά του, κάνει χειριστικούς τους χρήστες του γι’ αυτό και ο εστέτ Λαπαθιώτης απομακρύνει τον Παπανικολάου. Σε ένα κείμενό του μάλιστα,  καταγράφει ένα παρόμοιο περιστατικό, αλλά κανείς δεν καταλαβαίνει πως ο Λαπαθιώτης αναφέρεται στον συνοδοιπόρο της νύχτας του, Μήτσο Παπανικολάου, αφού έχει καλύψει πλήρως με ψευδώνυμα την ιστόρησή του.

Ο Παπανικολάου σύμφωνα με κείμενο δημοσιευμένο στη Νέα Εστία, αυτό του Σωτήρη Σκίπη, όπου τον αποχαιρετά με το ποίημα του «Μέσα στη βουή του δρόμου», παραθέτει δύο εικόνες του ποιητή: «…Η μία προς το 1922, εκεί στα καφενεδάκια του Άλσους του Κλαύθμωνα, κάτω από τα γραφεία της «Ακροπόλεως», ενός νέου γελαστού, μελαχρινού, κοντού στο ανάστημα, με κατάμαυρα μαλλιά και με κατάμαυρα μάτια που σπιθοβολούσαν από εσωτερικότητα, ευφυΐα και καλοσύνη. Η άλλη τώρα τελευταία, στους μεγάλους δρόμους της Αθήνας, Σταδίου και Πανεπιστημίου, και στα Χαυτεία, ανάμεσα στα πλήθη τα μετακινούμενα κι αλληλοσπρωχνόμενα από τη βιασύνη τους για να προφτάσουν τα ψώνια που δε βρίσκονται και τα γκαζοζέν και τις κασόνες με τις ρόδες που αντικατασταίνουν κάθε τόσο τα άνετα προπολεμικά μέσα, ενός μεσόκοπου, ή αν θέλετε, ενός γερασμένου πριν της ώρας του, ανθρώπου κακοντυμένου, αξύριστου, σκιαγμένου από τη ζωή, με την ψυχή στο στόμα και τα δάκρυα στα μάτια τα θολωμένα, τα σβησμένα για πάντα. Είναι ο Μήτσος Παπανικολάου…»

Έχει ήδη αποστείλει προς τον Πέτρο Χάρη στη Νέα Εστία δύο επιστολές, η πρώτη στις 19.5.1940, απολογούμενος ίσως για κριτικές που έπρεπε να είχε αποστείλει και δεν είχε κάνει, και δηλώνοντάς του, πως δεν τον έχει κοροϊδέψει και μόλις αποτοξινωθεί, θα περάσει από τα γραφεία της Νέας Εστίας.

 Φιλογερμανική κυβέρνηση Τσολάκογλου, πείνα και λοιμός σε Αθήνα και Πειραιά.  Ο ποιητής ζει σε ένα δωμάτιο 30 τετραγωνικών μαζί με την μητέρα του στην Παλιά Κοκκινιά – αυτά ήταν άλλωστε τα τετραγωνικά των προσφυγικών της Κοκκινιάς. Τα κάρα του δήμου φορτωμένα με πτώματα αποτελούν καθημερινό θέαμα στους χωματόδρομους, διασχίζοντας τις οδούς με τα ονόματα των Επτά Εκκλησιών της Αποκάλυψης.  Οδός Εφέσου, Σμύρνης, Περγάμου, Θυατείρων, Ιωνίας,  Σάρδεων, Φιλαδελφείας και Λαοδικείας, αφορίζουν το φυσικό σύνορο της σκιάς του ποιητή. 

Στις 28 Μαρτίου του 1942, με επιστολή του και πάλι στον Πέτρο Χάρη, του γράφει:

«Αγαπητέ μου Γιάννη,

 

Σε σένα που τόσο αδελφικά κι όσο κανείς άλλος, με βοήθησες στις κακές αυτές ημέρες, τις χειρότερες της ζωής μου, σε σένα που φοβάμαι μήπως με βαρεθείς, σε σένα θ’ απευθυνθώ και πάλι για να με βγάλεις, αν μπορέσεις, από την τρομερά δύσκολη θέση που βρίσκομαι.

Άκου λοιπόν: Το Πάσχα θα ήμουν καλά και θα μπορούσα να βγω έξω, αν είχα κάνει τη μικρή εγχείρηση της αποκοπής των οστών των δακτύλων. Έπειτα απ’ αυτή, όπως με βεβαίωσε ο γιατρός, δεν θα έμενε τίποτα άλλο για να γίνω καλά παρά η επούλωση των πληγών σε 10-15 μέρες.

Και όμως τη σωτήρια αυτή εγχείρηση δεν την έκανα ακόμα. Με διάφορες προφάσεις, με διάφορα ψέματα, κάνω το γιατρό να την αναβάλει ολοένα, δεκαπέντε μέρες τώρα. Και γιατί αυτό; Γιατί, απλούστατα, δε μπορώ με κανένα τρόπο να συγκεντρώσω το ποσόν των 2.500 – 3.000 δραχμών που μου χρειάζεται γι’ αυτή τη στιγμή που, εκτός των άλλων εξόδων που με πνίγουν χρειάζομαι τακτικά και καθημερινά 400 δραχμές τουλάχιστον για τη θεραπεία μου.

[…] Φαντάζεσαι τη θέση μου την τρομερή… δεν έχω πεντάρα… Πώς θα πληρώσω το γιατρό, το βοηθό του και τη νοσοκόμα; Πώς θα πάρω διάφορα πράγματα απαραίτητα για την εγχείρηση που σημείωσή τους μου έχει δώσει ο γιατρός και στοιχίζουν 1500 δρ. περίπου (βαμβάκια, γάζες, επιδέσμους, ιώδιο, οινόπνευμα που μόνο αυτό κάνει 700 δρ. τα 100 δράμια).

Είχα ελπίσει, για να μπορέσω ν’ ανταποκριθώ στα έξοδα αυτά στην ενίσχυση της κ. Παπαστράτου. Μα εκείνη ούτε απάντησε καν στο γράμμα της μητέρας μου.

Γι’ αυτό Γιάννη μου, μπροστά στο αδιέξοδο, αφήνω και τα τελευταία ίχνη της κοινωνικής ντροπής, κατά μέρος και ζητάω από σένα το εξής: να κάνεις έναν μικρό έρανο για μένα, ανάμεσα στους πλουσίους συνεργάτες της Νέας Εστίας, όπως κτλ (εδώ έχουν διαγραφεί δύο ονόματα). Σε όσους απ’ αυτούς περάσουν σήμερα απ’ το γραφείο σου, έκθεσέ τους την κατάσταση, δείχ’τους το γράμμα μου (αφού προηγουμένως σβήσεις τα δύο ονόματα που αναφέρω πιο πάνω) και πες τους να δώσουν ότι μπορούν (100, 200, 300 δραχμές όσα θέλουν).

Δεν φαντάζομαι να αρνηθούν, εφόσον πρόκειται να σώσουν ένα συνάδελφό τους που τόσα υποφέρει, λες και κάποια βαρειά κατάρα τον έχει χτυπήσει…

Σου ζητάω πολλά, Γιάννη μου, το ξέρω… μα λυπήσου με και κάνε ότι μπορείς… Έτσι, αν μπορέσω κ’ εγχειριστώ αύριο, την Κυριακή του Θωμά θα είμαι καλά. Και είναι καιρός γιατί βρίσκομαι τρεις ολόκληρους μήνες στο κρεβάτι. Έχω αποκάμει πια και είναι ώρες που απελπίζομαι τόσο, ώστε, αν είχα ένα εύκολο μέσο, σίγουρα θα έκανα καμιά τρέλα.

Δεν ξέρω πως θα σου φανούν –και φοβάμαι μήπως σου κακοφανούν – όσα σου ζητάω παραπάνω. Εσύ πάντως σκέψου κι αποφάσισε… και συνεννοήσου με τη μητέρα μου.

 

Με πολλή – πολλή αγάπη

 

ΜΗΤΣΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ

 

Ο  Παπανικολάου, εξαθλιωμένος από τις κακουχίες και τα ναρκωτικά, ρακένδυτος, ζητιανεύει στην Ομόνοια και στα γύρω στενά, θλιβερό απομεινάρι ελπιδοφόρων εποχών και μιας ζωής πέρα από τα όρια. Μπορούμε ίσως λίγο να φανταστούμε την απελπισία, τα λοξά βλέμματα των ομοτέχνων, την θλίψη των φίλων. Είναι αυτοί οι φίλοι, που για να του εξασφαλίσουν ένα πιάτο φαΐ μέσα στην Κατοχή, θα τον κλείσουν στο Δημόσιο Ψυχιατρείο στο Τμήμα Τοξικομανών με βραχύβια θετικά αποτελέσματα, και στις 26 Οκτωβρίου του 1943 πεθαίνει ύστερα από υπερβολική δόση.  Δεν ξέρω αλλά τούτοι είναι οι άδοξοι θάνατοι των ποιητών, λες και πρέπει ο  Θεός να ισορροπεί ως μέγας ζυγιστής το αντίτιμο της όποιας Αθανασίας.  

Ως κατακλείδα τούτου του σημειώματος, δεν θα αναφέρω μήτε τις εξαιρετικές μεταφράσεις του ποιητή, (ξεχωρίζω εκείνες του Μιλός), μήτε άλλα κρυπτικά, συμβολικά ποιήματα. Θέλω μόνο να σκεπάσω ετούτο το μνημόσυνο, ανασκάπτοντας ένα ποίημα γραμμένο για την μητέρα του, αυτή που τον έστερξε στο κρεβάτι της στέρησης και να σας απαγγείλω ακόμα ένα ποίημα, την «Αρρώστια», για όλους αυτούς που έχουνε; μείνει μόνοι…

mitos papanikolaou4

Μήτσος Παπανικολάου

ΥΔΡΑ 1910

Μητέρα

φορούσες το τριανταφυλλί σου φόρεμα

στο δρόμο του βουνού προς τη θάλασσα

στο νησί της πατρίδας.

Μ’ άσπρα τριαντάφυλλα στα χέρια σου

μ’ άσπρα πουλιά στον ουρανό

μ’ άσπρα πανιά στη θάλασσα

σε ξαναβλέπω.

Η φιλία μας είχε αρχίσει από τότε

σε μια ζωή χωρίς το θάνατο

μ’ άσπρα πανιά

μ’ άσπρα πουλιά

μ’ άσπρα τριαντάφυλλα

με φόρεμα τριανταφυλλί.

 

 

ΑΡΡΩΣΤΙΑ

Το φεγγάρι απόψε λάμπει

σε θερμούς ονειροπόλους,

σε ζευγάρια ερωτευμένα –

λάμπει σ’ όλους, και σε μένα…

Το κοιτώ, καθώς περνάει

ταξιδιάρικα στα χάη∙

πέφτει στο κρεβάτι απάνω

που ίσως μέλλω να πεθάνω…

– Το δικό μας θέλεις πόνο;

Όλοι οι πόνοι μου κοιμούνται…

Ένα «χαίρε» δώσε μόνο

όπου ακόμα με θυμούνται…

mitos papanikolaou1

Μπορείτε να ακούσετε όλη την εκδήλωση σε  souncloud ΕΔΩ.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular