Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

Δεινόν το πάλαι κείμενον ήδη κακόν επεγείρειν.

Σκληρό να ξυπνάς μια πληγή, από καιρό που λουφάζει.

Σοφοκλής, Οιδίπους επί Κολωνώ

(μετ. Μ.Ι. Μπαχαράκης)

Το βιβλίο αυτό ο Κορτώ το έχει γράψει πολλές φορές και άλλες τόσες το έχει αποσιωπήσει ή το έχει κάνει κομμάτια, που τα εγκατασπείρει τεχνηέντως στις μυθοπλασίες του, είτε ζοφερές είτε ιλαρές. Ωστόσο, το βιβλίο αυτό όφειλε να το γράψει απογυμνωμένο, απαλλαγμένο από κάθε είδους παρενδυσίες. Η μητρική μορφή αφενός, δεσποτική μες στην κτητικότητά της και εμβληματική για την αναγκαιότητα της παρουσίας της, και αφετέρου η αγάπη με την άφατη αγαλλίαση και τα αφόρητα τραύματα, που ακριβοδίκαια μοιράζει, συνιστούν δεσπόζουσες μέριμνες του Κορτώ. Η συγγραφική τόλμη ποτέ δεν του έλειψε, αλλά εν προκειμένω φαίνεται αποφασισμένος να γράψει στην κόψη της πιο απόκρημνης απόγνωσης, της δικής του, δηλαδή του Πέτρου. Γι’ αυτό οι σελίδες τώρα κόβουν βαθιά, στο βάθος της ψυχής, συντρίβοντας τα πιο ευπόρθητα μέρη της.

Στο Βιβλίο της Κατερίνας η φιγούρα της μητέρας, κατατεμαχισμένη σε πολλαπλές μεταμφιέσεις στα προγενέστερα μυθιστορήματά του, αναδιπλώνεται στο πρωταρχικό πρόπλασμα, εν ολίγοις στο αληθινό πρόσωπο· όσο αληθινός μπορεί να είναι κάποιος που ενοικεί πια μόνο στη μνήμη. Ο συγγραφέας-γιος τής δίνει το λόγο καταλύοντας στη μαγική επικράτεια του χαρτιού την αφωνία του θανάτου. Στη μυστική τους, σπαρακτική, ισόβια συνομιλία ο αναγνώστης μοιάζει παρείσακτος, ένας λαθραίος παρατηρητής που, θαρρείς, βεβηλώνει αυτή τη μεταθανάτια μυσταγωγία της διμερούς ομολογίας αγάπης και ενοχής. Όμως ο Κορτώ, που έχει βρεθεί πολύ πιο πέρα από τον πόνο και τη φρίκη, δεν διστάζει να εξεικονίσει την τραχιά, κοφτερή όψη των δριμύτερων συναισθημάτων, όπως επίσης δεν φοβάται να ψαύσει στο πετσί του τις ανεξάλειπτες χαρακιές αδιανόητων δραμάτων.

Μοιραία ο αναγνώστης, παρασυρμένος και από τη γλωσσική οιστρηλασία του συγγραφέα, αφήνεται να καταβυθιστεί στις άγριες περιδινήσεις του οδυνηρού δεσμού μεταξύ της αυτόχειρος μητέρας και του μονάκριβου γιου της.

Ο λόγος της Κατερίνας σπαράζει για απαντήσεις σε πλανερά ερωτήματα, που μας δικάζουν διά βίου. Μπορεί η υπερβολή στην αγάπη να κάνει κακό; Μπορείς να συγκρατήσεις την αγάπη; Και αν ναι, για ποιου το όφελος, το δικό σου ή του αποδέκτη της; Αν πράγματι η παθολογική αγάπη τίκτει τερατογενέσεις, η ρίζα του κακού δεν είναι πάντα η αποστέρησή της; Και πώς αγαπάς σωστά; Αφαιρώντας ή πολλαπλασιάζοντας; Με ποιες κινήσεις, ποια αγγίγματα, ποια λόγια, έτσι ώστε να είσαι σίγουρος πως το συναίσθημα έχει επιδοθεί στον άλλο κατάστηθα, εκεί ακριβώς που έπρεπε; Ο Κορτώ ημερεύει τρυφερά την αγωνία της ενοχής με την παυσίλυπη υπενθύμιση, «σφαλερό είναι τις περισσότερες φορές καθετί το ανθρώπινο». Κανένα σφάλμα, άλλωστε, δεν είναι περισσότερο συγγνωστό από αυτό που διαπράττεται εξαιτίας της πλησμονής συναισθήματος και αφοσίωσης.

Πέρα από αιώνια υπόσχεση αδιαπραγμάτευτης αγάπης προς τον μοναχογιό της, η αφήγηση της Κατερίνας είναι επίσης το χρονικό μιας ψυχικής νόσου, της μανιοκατάθλιψης, την οποία διέφυγε αυτοκτονώντας, αν και με την αυτοκτονία της φαίνεται να επιζητούσε τη λύτρωση του γιου περισσότερο παρά τη δική της. Τώρα που ο θάνατος, συνεπικουρούμενος και από τον Κορτώ, της επέτρεψε να ξαναβρεί μπροστά της όλα όσα νόμιζε σβησμένα, «χαραγμένα σε πλάκες μαρμάρινες», (η γραφική ύλη του ζόφου), επιστρέφει στα παιδικά της χρόνια, τότε που ένιωσε για πρώτη φορά έμφοβη κάτι να σκίζεται μέσα της, «κάποιο αθέατο τραύμα». Ένα τραύμα που διαστελλόταν ολοένα σε ένταση και σημασία, μέχρι που από την προκαταρκτική εξημέρωσή του ως «υπερθετικός της θλίψης» έφτασε να ελέγχεται από όρους του ψυχιατρικού ιδιόλεκτου, το οποίο όμως από ένα σημείο και πέρα αδυνατούσε να αναχαιτίσει την ανεπίστροφη βύθιση σε έναν κυκεώνα φαρμάκων και δυστυχίας. Με τη μεταθανάτια επίγνωση της κακοδιαχείρισης της ασθένειάς της, η Κατερίνα αναλογίζεται τα ολέθρια λάθη στα οποία υπέπεσε κυριευμένη από τον παραλυτικό τρόμο της τρέλας, τον μόνιμο διώκτη της· λάθη στα οποία απάδει κάθε είδους μεταμέλεια, στο μέτρο που έγιναν πρωτίστως εναντίον της. «Έτσι πρωτοσυνάντησα το δικό μου θηρίο με τα σιδερένια δόντια· και κρύβοντας την ύπαρξή του ήταν όντως σαν να του ’λεγα: Μη φεύγεις».

Έντεκα χρόνια μετά το θάνατό της, ο Κορτώ ανατρέχει στις εφιαλτικές στιγμές της αρρώστιας της, άλλοτε με φλεγματική νηφαλιότητα και άλλοτε  καταφεύγοντας στις συνήθεις αυτοσαρκαστικές εξάρσεις του (ζωτικές ανάσες), ποτέ όμως λησμονημένος από το πένθος. Η γραφή του, που υποκλέπτει μια φωνή φιμωμένη από το θάνατο, μεταφέρει την ανεκλάλητη λύπη με λεπτότατους ποιητικούς τονισμούς, αλλά και τον ασίγαστο θυμό με λέξεις προμελετημένα βίαιες, που μοιάζουν να εκπυρσοκροτούν στο χαρτί με την αμείλικτη ευθυβολία μιας σφαίρας. Παρακολουθώντας ξανά, από την απόσταση ασφαλείας της μνήμης, τις σπασμωδικές προσπάθειες της μητέρας του να αντισταθεί στο σκίσιμο του μυαλού της «απ’ το αόρατο δάχτυλο της τρέλας», μιλάει με ειλικρίνεια και κατανόηση για το αίνιγμα του ψυχικού πόνου καθώς και για τις επίφοβες μεθόδους ίασής του. Εδώ η αγάπη, μολονότι διατηρεί τον νευραλγικό της ρόλο, δεν επαρκεί. Η τρομερή διαπίστωση της ανεπάρκειάς της μπορεί να τσακίσει τους αυτόκλητους θεράποντες, ιδιαίτερα τους όμαιμους. Διότι χρειάζονται τη συνεργία ψυχοθεραπείας και φαρμακευτικής αγωγής. Ο Κορτώ δεν κουράζεται να επισημαίνει την κρισιμότητα μιας σοβαρής αντιμετώπισης των ψυχικών ασθενειών. Και μόνο για αυτό το βιβλίο του είναι πολύτιμο.

Μια άλλη, προεξάρχουσα πτυχή του βιβλίου είναι τα περιβόητα δεσμά αίματος και οι ανίατες κακώσεις που προκαλούν στους εξ αίματος δεσμώτες. Στην πρώτη σελίδα παρατίθεται το γενεαλογικό δέντρο των κυρίων προσώπων της αφήγησης. Στις επόμενες σελίδες οι λεπτές ευθείες γραμμές, που ενώνουν τα άγνωστα ονόματα, αποκτούν ένα σχήμα πιο περίπλοκο και πλατύ, αρχίζοντας να απλώνονται σε γραμμές που ιστορούν θλιβερές οικογενειακές φιλονικίες, χρόνιες μνησικακίες και αθέατες αναπηρίες, σηπτικά αποστήματα, απρόκλητα εγκλήματα, καίτοι αναίμακτα και αποποινικοποιημένα, και κάθε λογής άυλα, υποδόρια κληροδοτήματα, που μεταγγίζονται από απόγονο σε απόγονο σαν παθογόνος κληρονομικότητα. Και η κατοπινή κληρονομιά της Κατερίνας στον γιο της, «ακριβή κι απαίσια». Μέσα σε αυτό το «παλίμψηστο μίσους» ο Κορτώ τη διακρίνει «σαν ένα μικρό αγριολούλουδο παράταιρα φυτρωμένο καταμεσής ενός ροκοκό εφιάλτη».

Ένα κορίτσι, το στερνοπαίδι πολύτεκνης οικογένειας, που γεννήθηκε χωρίς κανείς να περιμένει ή να επιθυμεί τη γέννησή του. «Ύπαρξη τυχαία ή ύπαρξη-ατύχημα: σαν να γλιστράς και να πέφτεις· σαν να παίρνεις μια χούφτα χάπια ελπίζοντας ότι επιτέλους θα κοιμηθείς και να πεθαίνεις».

Η Κατερίνα υπέφερε εν κρυπτώ το ψυχικό της μαρτύριο, απολαμβάνοντας συνάμα μια «αμάλθεια αφθονία», από την οποία αποστάζονταν ισχυρές δόσεις δηλητηρίου και χολής. Μολονότι δεν βγαίνει αλώβητη από τον διάπλου του οικογενειακού ναρκοπέδιου, γνωρίζει ωστόσο την ανονείρευτη ευφραντική αίσθηση και την ιερότητα του δεσμού αίματος, όταν κρατά στα χέρια της τον νεογέννητο γιο της. Πώς είναι ο Παράδεισος; «Είναι εκείνο το βράδυ. Είναι η στιγμή που ο Πέτρος αφήνει το βυζί μου, χορτάτος πια, κι ανοίγει τα μάτια και με κοιτά».

Όταν το Βιβλίο της Κατερίνας αρχίζει να τον περιλαμβάνει, ο Κορτώ γίνεται λίγο πιο Κορτώ και κάνει πλάκα με την ένθεη, υπό το μητρικό βλέμμα, υπόστασή του. Ξαναγίνεται ο εκλεκτός γιος μιας χαρισάμενης μητέρας, που μεταρσιώνεται ακούγοντας τις πρώτες του βρεφικές λέξεις, περιδεής «σαν να μου μιλάει ο Θεός ο ίδιος», «νιώθοντας κάθε ήχο να λιγώνει τα μέσα μου σαν την πιο υπέροχη μουσική». Εύλογα εναποθέτει σε αυτό το χαρίεν, ιδιοφυές, ξεχωριστό πλάσμα τις μετριοπαθέστερες ευχές της. «Τον φαντάζομαι καθηγητή πανεπιστημίου, πρωθυπουργό, νομπελίστα, λήμμα πολυσέλιδο στις εγκυκλοπαίδειες».

Βέβαια, πρόκειται πάντα περί ιλαροτραγωδίας, όπου το τραγικό υποσκελίζει σταθερά το ιλαρό. Η αμφίπλευρη λατρεία γίνεται θηλιά για δύο και από την αγάπη εκβλασταίνουν αίφνης φρικώδη καρκινώματα. Μες στην ψυχική της εξαθλίωση η μητέρα αποζητά να ανταλλάξει τη ζωή της με το αγλαές μέλλον που φαντασιώνει για τον γιο της· ένα μέλλον ηλιόβολο, που θα κατακάψει όλα τα σκοτάδια και στο οποίο εκείνη, που έζησε «κάτω απ’ το είδωλο της νύχτας», λαχταρά να αναπαυτεί. Η ύπαρξη του γιου της έρχεται να πληρώσει κάθε κενό που χαίνει μέσα της, ενόσω ολοένα αποκτά βάρος μια μύχια, δυναστική προσμονή, να αγαπήσει, ενδεχομένως και να συγχωρήσει, τον εαυτό της εκβιάζοντας με τους πλέον ήδιστους τρόπους την παντοτινή του αφοσίωση. Οι παλμοί της καρδιάς της αντηχούν το όνομα του γιου της, ενώ το σώμα της «είναι σαν δοχείο, σαν θήκη: μια αγκαλιά αδειανή που περιμένει πότε θα ξυπνήσει ο Πέτρος για να τη γεμίσει». Παρωθούμενος από την παντοδύναμη «διαστροφή του μητρικού αυταρχισμού» ο γιος, πιστός σε έναν άρρητο όρκο συνενοχής, μετουσιώνεται αργότερα και σε σύζυγο.

Το εφιαλτικότερο είναι πως αμφότεροι αντιλαμβάνονται πως τρέφουν με κομμάτια της ψυχής τους έναν σαρκοβόρο δεσμό, αναπόδραστο ωστόσο. Η Κατερίνα είχε συνείδηση της φονικής ιδιοτέλειας της μητρικής αγάπης, ήξερε «ότι η αγάπη για το παιδί μπορεί να γεμίσει την άδεια σου ζωή, έτσι που η δική του όλο προσδοκίες κι όνειρα ζωή να μοιάζει μέρα με την ημέρα δική σου, μέχρι που στο τέλος δεν τις ξεχωρίζεις. Κοιμάται το παιδί κι εσύ ονειρεύεσαι· τρώει, κι εσύ καταπίνεις».

Αν όμως το παιδί, που η μητέρα μακαρίζει εκθύμως για την τελειότητά του, τυχαίνει να μην ανταποκρίνεται επακριβώς σε όλες ανεξαιρέτως τις επιθυμίες της, τότε οι έπαινοι αρχίζουν να πικρίζουν, οι αγκαλιές να στενεύουν και τα φιλιά να στεγνώνουν. Η ντροπή και η ενοχή απονεκρώνουν την αγάπη, την ίδια στιγμή που η Κατερίνα, πνιγμένη στον αυτοοικτιρμό, απορεί γιατί η καρδιά της μικραίνει μπροστά στην ομοφυλοφιλία του γιου.

«Κι έτσι, όπως με τον πατέρα του, όπου η ανυπαρξία της ερωτικής μας ζωής δεν σχολιάζεται ποτέ, […] έτσι κι ο έτερος άντρας με τον οποίο συζώ υπό καθεστώς ερωτικής ασυμβατότητας, καταδικάζεται, από την ίδια μάνα που επί χρόνια τού είχε σταθεί ως σύμβουλος και σύντροφος, και της οποίας εξακολουθεί να είναι ο μόνος παρηγορητής και θεραπευτής, σε δέκα χρόνια ένοχης σιωπής· μιας σιωπής που θα γεννήσει αυτομομφή, που θα γεννήσει τέρατα».

Ο Πέτρος τελικά γίνεται συγγραφέας και γράφει βιβλία για τη μητέρα του και την αγάπη τους. Ένα από αυτά (Ο γιος της Τζοκόντα) θα της το διαβάσει και εκείνη καταρρακώνεται από την απόγνωση του ήρωα, τον οποίο ρήμαζε η απουσία της μητέρας του, άγνωστης ακόμα και στην όψη. Ένας ασύλληπτος τρόμος πολιορκεί την Κατερίνα. Έχει τη φρικτή εντύπωση πως ο γιος της την πενθεί πριν την ανυπαρξία. Και κλαίει «γιατί, σαν να ’μαι ήδη νεκρή, το αποζητά με απελπισία στα βιβλία του». Όλες οι μετέπειτα λέξεις του Κορτώ μοιάζουν να σκουπίζουν παρηγορητικά εκείνα τα εξωφρενικά δάκρυα.

Η Κατερίνα γεννήθηκε στις 2 Απριλίου, όπως ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Πεθαίνοντας κληροδότησε στον γιο της πολλές ιστορίες, άλλες από φως και άλλες από έβενο. Θα ’λεγε κανείς πως ο θάνατός της γέννησε τον Αύγουστο και τα μέλανα παραμύθια του. Ειρήσθω εν παρόδω, Αύγουστο πέθανε ο Δανός παραμυθάς.

Εν είδει υστερόγραφου αντιγράφω μερικά αποσπάσματα από την υπέροχη επιστολή που ποτέ δεν στέλνει ο ήρωας του μυθιστορήματος Δεκαέξι σε μια οιονεί μητέρα. Νομίζω ότι ταιριάζουν εδώ.

«Κάτια,

Δεν υπάρχουν λέξεις να στολίσουν τ’ όνομά σου που δεν τις ξέρεις ήδη. Κι όλες τις λέξεις που θ’ ακολουθήσουν, κι αυτές τις ξέρεις εκ των προτέρων, κι ωστόσο πρέπει να τις γράψω, καθώς εσύ ζεις εδώ και χρόνια στο βασίλειο του λόγου, ενώ εγώ παλεύω ακόμα με το παράλογο και την άγνοια της ζωής.

Ίσως τις αντικρίζεις και μέσα από τα μάτια μου αυτές τις δυστυχισμένες λέξεις, καθώς γερνάς μέσα μου και μοιράζεσαι ό,τι έχω να μας δώσω – μάλιστα, αναρωτιέμαι μήπως από οίκτο με προίκισες με τη δική σου όραση και τις δικές σου αισθήσεις, για να μη με απονεκρώσει ολότελα ο πόνος.

Ήσουν ένοχη, αγάπη μου, όπως καθετί το ζωντανό είναι ένοχο. Μπήκες όπως όλοι μας λαθραία, σαν καταπατητής στην ύπαρξη, και δίκαια τιμωρήθηκες με το βάρος της […]. Ζήτησες πολλά απ’ τη μοίρα και η μοίρα σου ζήτησε ακόμη περισσότερα, ήσουν άπληστη για ευτυχία και η μοίρα ήταν άπληστη για το θάνατό σου. Κι εγώ – εγώ φαίνεται πως ήμουν άπληστος κι ένοχος και για τα δύο.

Παρότι είναι μάταιο και βλακώδες να αναλώνομαι σε τέτοιες σκέψεις, καμιά φορά αναρωτιέμαι κατά πόσον κάποιο μιαρό κομμάτι μου, ικανό για τέτοιες σκοτεινές δοσοληψίες, δε σε θυσίασε με αντάλλαγμα τη μουσική – καθώς ο χαμός σου με γέμισε μουσική, τόσο πολλή που δε χωρούσε μέσα μου κι έπρεπε να τη βγάζω, να ξερνάω καυτά, χολοπεριχυμένα σπαράγματα της ψυχής μου στα άσπρα και τα μαύρα πλήκτρα, κι αν δεν ήμουν τόσο κουρασμένος, αγάπη μου, τόσο άδειος απ’ την ψυχική ανάρροια, πιστεύω ειλικρινά πως θα μπορούσα να τραγουδάω την κοίμησή σου μέχρι το τέλος του κόσμου, μέχρι ο ήλιος και η γη να παγώσουν και ν’ απομείνω σκυφτό κι ανόητο άγαλμα στο πιάνο.

[…] ανέλαβα ισόβιο καθήκον μου να σε καταπιώ ολόκληρη, κι όσο ζούσες μέσα μου άρχισα να καταλαβαίνω τι έπρεπε να κάνω – έπρεπε εγώ, ο ζωντανός κι αδύναμος, να κουλουριαστώ και να ζήσω μέσα σου, γιατί το μόνο όσιο του ανθρώπου είναι η μητρότητα. Η μάνα είναι πρόσωπο ιερό· κανείς δεν την αγγίζει, κανένα πάθος δεν τη σβήνει· το κορμί της περιείχε άλλοτε το καυλί του γιου της, και μπορεί να το διαφεντεύει εσαεί.

[…]

Σ’ έκανα μάνα μου, Κάτια, γιατί ό,τι είμαι γεννήθηκε απ’ την αγάπη σου, γιατί ως και σήμερα είμαι το μοναχικό παιδί της απουσίας σου, ορφανεμένο απ’ το θάνατό σου».

to_vivlio_tis_katerinas

Το βιβλίο της Κατερίνας, Εκδόσεις Πατάκη, Σελ 256, 

Aγοράστε το απο εδω.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular