Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

 «… όπως σκληραίνει η καρδιά η ανθρώπινη όταν τη φαρμακώνει ο μεγάλος ο πόνος, έτσι και το χώμα είναι απ’ έξω σκληρό, απ’ έξω μονάχα, από μέσα ποτέ, από μέσα χώμα κι ανθρώπινη καρδιά είναι ίδια, πάντοτε πιο μαλακά…»

Ένα πρεζάκι τρελαμένο από τη στέρηση τρεκλίζει σε μια απόκοσμη Αθήνα αναζητώντας καταφύγιο, μέχρι το ξημέρωμα που φτάνει στην τελευταία του καβάτζα, το σπίτι της μητέρας του. Εκεί, καθώς κατεδαφίζεται μες στους λυγμούς του, βρίσκει εκείνο που πάντοτε αποζητούσε, ένα άωρο μνήμα, την «ξύλινη ανυπαρξία» μιας ντουλάπας, όπου χώνεται λυτρωμένος πια, αθέατος από όλα όσα τον καταδιώκουν. Αυτή είναι η πρώτη ιστορία. Στην καταληκτική, η αδελφή του, μαρμαρωμένη από το μίσος, ασάλευτη μες στο πένθος της, ραγίζει σε κομμάτια, καθώς ξεθάβει το σώμα του από τον πρόχειρο τάφο του, αίροντας με άπειρη τρυφερότητα την ανυπαρξία του.

Ανάμεσά τους μεσολαβούν άλλες έξι ιστορίες, μέρη και αυτές του ίδιου καμβά, της Ελλάδας της παρακμής, της φτώχιας, της μιζέριας, της οργής, της απελπισίας. Οι σπόνδυλοι που συνέχουν τον μυθιστορηματικό κορμό είναι ανθρώπινες φιγούρες σπαραγμένες από συλλογικές και ιδιωτικές συμφορές, αποδεκατισμένες από τα καταιγιστικά πυρά μιας άγριας καθημερινότητας, χρεοκοπημένες από τα αβάσταχτα ελλείμματα των ενδεών τους υπάρξεων. Ο Νίκος Μάντης μετά τη δυστοπία της Άγριας Ακρόπολης εγκύπτει στον εφιάλτη των ημερών, παρατηρώντας τη διάλυση μικρόκοσμων μες στον ιστό της πόλης, που συνταράζεται από εκτεταμένους σπασμούς. Στο φόντο των προσωπικών δραμάτων προβάλλει μελανό το σκηνικό του ελληνικού παρόντος, ενώ σε προοπτική διαφαίνονται οι μολυσματικές εστίες που το εκκόλαψαν. Και πάλι όμως ο Μάντης δεν περιορίζει το βλέμμα του στις δυστυχίες της πραγματικότητας, αλλά φροντίζει να τις επιτείνει με μελλοντολογικές διαφυγές, που κατοπτεύουν ακόμη δεινότερες ημέρες. Οι ήρωές του θυμούνται ένα παρελθόν πιο παράλογο από αυτό που έχει να επιδείξει η νεότερη πολιτική ιστορία της χώρας, ενώ επίσης υφίστανται συνθήκες πολύ πιο σκοτεινές από αυτές που προοιωνίζεται το «τώρα» της αληθινής ζωής.

Αυτό το εξαιρετικά ενδιαφέρον σύμφυρμα παρελθοντικής, παροντικής και μελλοντολογικής οπτικής επιστρατεύεται για τη σκηνογραφία των δύο τελευταίων μερών της αφήγησης, που συνιστούν από κοινού την «έξοδο» του μυθιστορήματος. Στο πρώτο γινόμαστε μάρτυρες μιας καινοφανούς πολιτικής εξέλιξης, που προκαλεί υστερικό ενθουσιασμό στους ψηφοφόρους, οι οποίοι έξαλλοι γιορτάζουν την εκλογή του Ηγέτη τους. Ο τελευταίος έρχεται να δικαιώσει τον ταπεινωμένο και καταφρονεμένο λαό, «τα αδικημένα παιδιά της Ιστορίας», και να «στυλώσει τον τιτάνιο σταυρό της Δικαιοσύνης, της Ισότητας και της Ειρήνης δίπλα στο βιασμένο κορμί της φτωχής μας χώρας». Μετά τα δάκρυα, η δικαίωση. Οι πολίτες, μετά από δεκαετίες ανελευθερίας, καταπίεσης και διαφθοράς, υποχείριοι ενός «πολυπλόκαμου καθεστώτος», νιώθουν για πρώτη φορά να τους δροσίζει ο σαρωτικός άνεμος της Αλλαγής και αδημονούν να βουτήξουν «στο λουτρό ευτυχίας», που από καιρό τους είχε τάξει ο Αρχηγός, πρόμαχος μιας νέας δύναμης, λαϊκής. 

Μολονότι στο αδρό σκιαγράφημα του λαοπλάνου λάγνου Ηγέτη προδίδονται προσωπικότητες κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης, η μορφή του παραμένει πλασματική, μοιάζοντας με εξάμβλωμα ενός εξωφρενικού μέλλοντος. Από την άλλη, όση φαντασία και αν χρειάστηκε ο Μάντης για τον παροξυσμικό διονυσιασμό των πολιτών, είναι προφανές πως δεν δυσκολεύτηκε να βρει την αιτία της έκστασής τους. Όπως λέει μια συντρόφισσα, που ανήκει στην εμπροσθοφυλακή της νέας ηγεσίας: «Μέσα σ’ όλα τ’ άλλα, εμείς, οι λαϊκοί αγωνιστές του Δημοσίου, αβγαταίνουμε μέρα με τη μέρα και πια οι αριθμοί μας κοντεύουνε να διπλασιαστούν».

Ο Ηγέτης, εμφορούμενος από ένα ιδιότυπο φρόνημα περί δικαίου, ακριβέστερα περί δίκαιου διαμοιρασμού των λαθροχειριών, οδηγεί το ποίμνιό του με τις τσέπες γεμάτες στην ευδαίμονα εποχή των Ολυμπιακών. Η βροντώδης λήξη του πανηγυριού επέρχεται στην επόμενη ιστορία, όπου την άκρα Αριστερά διαδέχεται η άκρα Δεξιά. Εδώ το φανταστικό αλλάζει όψη και από τη βακχεία περνά στην τρομοκρατία. Η χώρα έχει πλέον αναδειχθεί σε παρία της Ευρώπης, ενώ οι άλλοτε δημοφιλείς πολιτικοί καταζητούνται σαν εγκληματίες. Το πλήθος ξεχύνεται ανήμερο στους δρόμους, καταλαμβάνοντας υπουργεία και δημόσιες υπηρεσίες, παίρνοντας αιχμάλωτους κάθε λογής αξιωματούχους για να τους διαπομπεύσει ή να τους εκτελέσει. Η κοινωνική ευταξία αποκτά φασιστική κηδεμονία, ενώ η ελληνική βία γίνεται viral στο YouTube.

Μακριά από τις φωτιές και τους σκοτωμούς, σε μια περίφρακτη έπαυλη της Πολιτείας, ένας όφις κουρνιάζει στο υπογάστριο ενός εφήβου, βάζοντας σε σκοτεινούς πειρασμούς τη νεαρή οικονόμο. Ωστόσο, το φονικό δηλητήριο δεν στάζει από τη γλώσσα του φιδιού, αλλά από τα σωθικά της γυναίκας, καταφαγωμένα από το μίσος και τον πόνο. Μέσα σε αυτό το σπίτι είχαν χαθεί οι πιο αγαπημένοι της, η μητέρα και ο αδελφός της, και εκείνη επιστρέφει αντί εκείνων στον τόπο του εγκλήματος για να εκδικηθεί την ταπείνωση και τον φόνο. Μια Ηλέκτρα, που πενθεί και εξυφαίνει τη νέμεση, άμοιρη αδελφικής αρωγής. Το σπαρακτικό κλείσιμο της ιστορίας έρχεται να ελεήσει τους αθώους του αίματος, τη γυναίκα και το αγόρι, που ξεθάβουν μαζί το άλιωτο σώμα του αδελφού της, παραχωμένο κάτω από ένα πεύκο της Πάρνηθας. Και καθώς σκάβουν, φτυαριά τη φτυαριά, το χώμα μαλακώνει και η σκληρή του κρούστα σπάει, όπως σπάει και η γυναίκα όταν κρατά στα χέρια της τον νεκρό αδελφό της. Λίγο πέρα από τους τρεις τους, η Αθήνα, απλωμένη μέχρι τη θάλασσα, δείχνει ανέλπιστα όμορφη.

Προτού βρεθεί ενταφιασμένος κάτω από ένα πεύκο, ο Αργύρης (ή Ρομέο) περπατά σε δρόμους υπονόμους, ενόσω «η πόλη τριγύρω γαμιέται, όπως πάντα». Είναι οπωσδήποτε εύστοχη η επιλογή του Μάντη να ανοίξει το μυθιστόρημα με τον νευρώδη, άναρχο λόγο ενός τοξικομανούς, που σέρνεται στα πιο βορβορώδη μονοπάτια, σπαράζοντας από την ανάγκη μιας ακόμα δόσης ή μιας ύστατης ανάσας. Οι τριάντα περίπου σελίδες της ζοφερής περιπλάνησής του αποτελούν το πιο δυνατό μέρος του βιβλίου. Μέσα από την κατακερματισμένη, ασθμαίνουσα, πυρετώδη γλώσσα εξεικονίζεται ένας άλλος κόσμος, στις παρυφές του καθημερινού, όπου η κακοδαιμονία των ημερών αντηχεί στη διαπασών. Υπέροχες οι δύο σελίδες, όπου ο Αργύρης αντικρίζει την πόλη «την ώρα που κανείς δεν τη βλέπει», παραδομένη στην αυτοκαταστροφική παρακμή της, αργασμένη από τη βία και την απόγνωση, εξαγριωμένη και αλλόφρονα, «σα γυναίκα αρχαία που τη γαμάνε κι αυτή το γουστάρει», «θέλει αρσενικά όλο μίσος ν’ ασελγούν στο κορμί της ξανά και ξανά να την περπατούν να την τρυπούν να τη σκάβουν να της αλλάζουν τα φώτα να της βάζουνε φόκο δυναμίτες και βόμβες γιατί είναι γεροντοκαυλιάρα και πρόστυχη την τρέφει το μίσος η βρόμα η δυσωδία η φτώχια και τα σκουπίδια […]».

Βαδίζοντας μες στο πιο μεγάλο σκοτάδι, αυτό που προαναγγέλλει το ξημέρωμα, ο Αργύρης οδεύει προς μια μετωπική σύγκρουση με την ασχήμια και την κακία της πόλης, από τις οποίες εκβλάστησαν και οι δικές του. Οι σπασμοί που τον γκρεμίζουν από μέσα είναι τα σημάδια μιας στέρησης πιο επώδυνης από τη σωματική. Βασανίζεται σύγκορμος από την παγίδευσή του σε μια ζωή, που θέλει να τον αποβάλει. «Προγραμμένοι απ’ το κράτος, προγραμμένοι απ’ τους δρόμους, μονάχα η θάλασσα έμεινε. Να πάω στο Φάληρο να βουτήξω να φουντάρω τελειωτικά να γίνω ένα με τους αχινούς».

«Να γίνω, έστω για μια τελευταία φορά».

«Δυστυχία, αφραγκία, ζητιανιά», «απελπισία και βρόμα», και ο κολλητός του ο Ραζέλος ή Ντάνι, που «είχε έναν αγκυλωτό σταυρό χοντρό κατάμαυρο πάνω απ’ το κωλομέρι το αριστερό», χαμένος από στέκια και καβάτζες. Εκείνος, σε αντίθεση με τον Αργύρη που παράτησε το ελληνικό του όνομα και ξανάγινε Ρομέο για να παραμείνει ο Αλβανός σε μια χώρα που τον μισούσε, ήθελε να είναι πιο Έλληνας από τους Έλληνες και από Ντάνουτ έγινε Αντώνης με σβάστικα. Αλλά όλα αυτά δεν θα μπορούσαν να έχουν καλό τέλος. «Γιατί φασίστας και Ρουμάνος και πρεζάκι όλα μαζί δεν κολλάνε. Δεν κολλάνε ρε πούστη μου».

Αλλά και η διέξοδος του Αργύρη δείχνει αμφίβολη, περισσότερο μοιάζει με τέρμα. Πόσο ευοίωνο μπορεί άραγε να είναι ένα κουδούνι με την ένδειξη Exit στον δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας στη Φορμίωνος; Εκεί ενοικεί ένα ακόμα απολειφάδι των ένδοξων καιρών της χώρας, που αφού εξαργύρωσε με δημοσιογραφικά πόστα τις αντιστασιακές του δάφνες επί χούντας, επανήλθε στη μάχιμη δημοσιογραφία κατά τη συνταξιοδότηση, αναρτώντας στο διαδίκτυο τα δολερά μυστικά των παγκόσμιων συνωμοσιών.

Ο Αργύρης δεν φουντάρει τελικά στο Φάληρο, αλλά στραγγαλίζεται από τα φιλέκδικα χέρια ενός ευυπόληπτου ιδιοκτήτη βίλας στην Πολιτεία, έχοντας όμως πρώτα αφήσει τον κύριο Βασίλη να πνίγεται δηλητηριασμένος στο μπάνιο του διαμερίσματός του στη Φορμίωνος. Δεν είναι περίεργη η εξοικείωση των ενοίκων του βιβλίου με το αίσθημα του πνιγμού. Οι στενόχωρες ζωές τους τούς κόβουν την ανάσα. Η αδελφή του Αργύρη δεν μπόρεσε να ξαναβρεί τον κανονικό ρυθμό της αναπνοής της από τότε που η κόρη της πνίγηκε στη θάλασσα. Η οδύνη για το θάνατό της αναβλύζει ξανά μέσα της, όταν βλέπει τον αδελφό της να σπαρταρά παλεύοντας να ανασάνει κάτω από το σώμα του εργοδότη της. Ο έφηβος με το φίδι, ως επίδοξος χολιγουντιανός σκηνοθέτης, είχε αποθηκεύσει στο κινητό του ένα αιμοβόρο άλμπουμ αθηναϊκών σκηνών δολοφονικού μένους. Σε ένα κινητό, λοιπόν, ο αδελφός της υπομένει έναν παρατεταμένο θάνατο, ταιριαστό με τη ζωή του, ενώ το πόδι του που τινάζεται μες στην αγωνία των τελευταίων εκπνοών, μοιάζει να αντιγράφει την επιθανάτια ταλάντωση των ποδιών της κόρης της. Και καθώς εκείνη τον αγκαλιάζει και τον φιλά μετά από καιρό, παγωμένο, κοκαλωμένο και γεμάτο χώματα, ξέρει πως την ίδια στιγμή κρατά στην αγκαλιά της και φιλά τη μικρή της κόρη και πως «από πέρα όπου βρίσκονται» τη φιλούν και εκείνοι.

Ένα αλγεινό αγκάλιασμα, καταποντισμένο σε εύξεινα νερά, δεσπόζει στη δεύτερη κατά σειρά ιστορία του μυθιστορήματος, σε μια σκηνή λυτρωτικού πνιγμού. Ένα μωρό, θύμα τερατογένεσης, ένα «μωρό της κρίσης» ενδεχομένως, γαντζωμένο στο γυμνό κορμί της γιαγιάς του, βυθίζεται μαζί της σε μια παρήγορη θάλασσα, που τους ξεπλένει από την απόγνωση. Αίφνης, μες στην καταβύθισή τους το πρόσωπο του παιδιού «έχει πάνω του όλη την ομορφιά που του οφειλότανε», ενώ η γυναίκα αισθάνεται πως τα βλέμματά τους αρκούν για να μεταλάβουν ο ένας από τον άλλο αγάπη και ευγνωμοσύνη. «[…] με δύναμη βυθιζόμαστε τελειωτικά αμετάκλητα μέχρι που το νερό γίνεται αέρας και ο αέρας νερό και με τα νέα μας βράγχια αναπνέουμε βαθιά το ασημένιο σκοτάδι καθώς τα φύκια οι φώκιες ναυάγια σκελετοί και κοράλλια αιώνων μάς κάνουνε δικούς τους για πάντα».

Όμως δεν ήταν παρά ένα όνειρο και το ελάχιστο που η γυναίκα μπορεί είναι να αποθέτει στο ρικνό δέρμα του παιδιού ένα απόθεμα από χάδια, αδύναμα για την παραμικρή μεταμόρφωση, -το ίδιο ανίσχυρα με τα εκπρόθεσμα φιλιά της αδελφής στον απένθητο όμαιμο-, μέχρι την επόμενη επίσκεψή της στο ίδρυμα. Μόνο μια φαντασιώδης κάθαρση μπορούσε να τους γλιτώσει από την «άγρια καταδίκη» τους.

Αν στο πρώτο επεισόδιο του βιβλίου παρακολουθούμε τον δυναστευτικό δεσμό Ηρώς και Ρομέο, στο έκτο διαδραματίζεται μια ακόμα δραματική ιστορία αγάπης, μεταξύ του Ντάνι, που έχει διαφύγει από τους διώκτες του, και της Νάντιας, που θέλει να δραπετεύσει από τη χώρα της, αλλά φοβάται μήπως την προλάβει ο θάνατος. Ο Ρομέο, νομίζοντας τον κολλητό του τον Ντάνι για νεκρό, έψαχνε την Ηρώ σε όλες τις γνωστές κόγχες της Αθήνας, γιατί «όποιος γίνεται εραστής της Ηρώς το ξέρει καλά ότι κάνει το πιο τέλειο γαμήσι ότι η πουτάνα η Ηρώ σε θέλει για πάρτη της κι είναι τόσο γλυκό το μουνί της που για χάρη του λες δίνω ολόκληρη τη ζωή μου τη θυσιάζω φτάνει να είμαι μαζί της για πάντα».

Και η Νάντια ήξερε την Ηρώ και τώρα γνωρίζει και τον Ντάνι, ο οποίος της υπόσχεται μια εξωτική απόδραση, επέκεινα των ελληνικών συνόρων, με καμήλες, πυραμίδες, οάσεις, «χουρμάδες και χανούμισσες κι αμανετζίδικες μελωδίες που σε υπνωτίζουνε κι όλα κομπλέ». Μέσα σε έναν ασαφή, διεσταλμένο χωροχρόνο, έτσι ώστε να χωρά τους φυγάδες του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, σαν σταματημένοι σε κάποιον μεθοριακό σταθμό, ο Ντάνι και η Νάντια πασχίζουν να κρατηθούν από το θλιβερό τους ειδύλλιο, αναζητώντας στα μυστικά καραβάνια της φυγής έναν παρωχημένο ρομαντισμό, εφικτό μόνο σαν παραίσθηση. Μπορεί, όμως, η βαλκανική τους εκδρομή να αποδειχθεί αίσια και να τους φέρει εκεί που χτυπά η καρδιά της Ευρώπης, στη Γερμανία.

Το ποσό της εγγύησης για τη συμμετοχή του στην εκδρομή Βαλκάνια-Ευρώπη ο Ντάνι το κατέβαλε στον Ιντρίς, γνωστό και ως Αντρέα στις ελληνικές του μπίζνες. Διότι «το όνομα αυτό δε φτουράει δυτικά της Τουρκίας». Κάτι μεταξύ ταξιδιωτικού πράκτορα και μεσάζοντα, ο Ιντρίς έφερνε παράνομα στην Ελλάδα μετανάστες, ομοεθνείς από το Πακιστάν και κάθε λογής φυγάδες, αναλαμβάνοντας την «τακτοποίησή» τους. Ανοιχτόχρωμος και ευειδής, συνεπώς ευνοημένος από τη γενετική του Πακιστάν, κατάφερε να σταδιοδρομήσει σαν Ευρωπαίος πολίτης του κόσμου, μέχρι που η ελληνική κρίση τον ενθάρρυνε να θυμηθεί την καταγωγή του και τους συμπατριώτες του. Εδώ ο Μάντης συναιρεί ευρηματικά την παλιά αστική Ελλάδα, τους καλοθρεμμένους επιγόνους και τους σημερινούς πτωχευμένους αγανακτισμένους. Η οπτική γωνία της αφήγησης ανήκει σε έναν ξένο, το βλέμμα του οποίου μεταβολίζει την αποστασιοποίηση σε οξύτητα. Σπαρταριστά είναι, λόγου χάριν, τα σχόλιά του για τους «κλαψομούνηδες» Έλληνες, που οι μαμάδες τους τούς τρέφουν εξ απαλών ονύχων με πλαστά διαπιστευτήρια της σπουδαιότητάς τους, διασφαλίζοντας έτσι τον πάταγο της συντριβής τους. Στον αντίποδα του Ιντρίς, ο Μάντης τοποθετεί τον Χάρη, έναν βολεμένο πενηντάχρονο μπούλη, επίδοξο κληρονόμο μιας πολυκατοικίας του ’60 στην Κυψέλη με θέα στην Ακρόπολη. Χάρη στον συνεταιρισμό των δυο τους «πάνω από εκατόν πενήντα σκούροι μουσουλμάνοι της ινδικής χερσονήσου είχανε αποικίσει τη γειτονιά». Στον Χάρη ο Ιντρίς είχε αναγνωρίσει τον ιδανικό συνένοχο, που από συνεργός θα γινόταν γρήγορα θύμα. Αν ο πρώτος ναρκισσευόταν με τύψεις για την προδοσία της αστικής του καταγωγής, ο άλλος είχε το πλεονέκτημα, καθώς είχε αποδεσμευτεί νωρίς από νόμους, θρησκευτικούς και πολιτειακούς, και αφηνόταν να τον οιστρηλατεί μόνο ο φόβος της επίγειας κόλασης. Στο φινάλε της ιστορίας ο Μάντης απεργάζεται μια δαιμόνια πλαστογραφία, με τους δύο άντρες να αλλάζουν για πάντα ρόλους στην κοινωνική κλίμακα. Ο προνομιούχος αφανίζεται, έχοντας ταπεινωθεί αγρίως, ενώ ο απόκληρος υφαρπάζει όχι μόνο τα προνόμια του πρώτου, αλλά και την υπόστασή του.

Για την «αλλαγή πίστας στο στάτους του λαϊφστάιλ» του μοχθούσε επί δεκαετία ο αφηγητής στην τέταρτη ιστορία, από τις καλύτερες του μυθιστορήματος. Εδώ η κρίση εμφανίζεται στην πιο κοινότοπη εκδοχή της, στην αγωνία ενός ανδρόγυνου να σώσει το κομπόδεμά του. Το παίρνουν από την τράπεζα και το κρύβουν στο σπίτι, αλλά και τους δύο τούς παραλύει ο τρόμος, σαν τα λεφτά τους να ήταν «η λεία μιας κομπίνας», για την οποία επρόκειτο να τιμωρηθούν. Όπερ και εγένετο. Ο θησαυρός στις κρυψώνες αντί να τους προσφέρει μια αίσθηση ασφάλειας, τους προκαλούσε τόσο πανικό, που βαθμιαία άρχισε να διαβρώνει τη σχέση τους, αλλά και να δυναμιτίζει τη θέση τους στον περίγυρό τους. Από τη μία, στις εύπορες συναναστροφές τους παρίσταναν τους ευγενώς ανήσυχους, σαν να είχαν να διαφυλάξουν ένα ποσό πολύ μεγαλύτερο από αυτό που είχαν κρύψει στο σπίτι, ενώ από την άλλη, όταν συζητούσαν με ευπαθέστερους οικονομικά, μοιράζονταν μαζί τους μια κίβδηλη ανησυχία, καθώς οι άλλοι είχαν ήδη χάσει πολλά περισσότερα από όσα κινδύνευαν οι ίδιοι να χάσουν. Όπως και αν έχει, κατάφερναν να συντονίζονται με τη μόδα τού «να υποδύεσαι το νεόπτωχο», αν και από την πολλή προσποίηση και κρυψίνοια είχαν χάσει τον ύπνο τους.

«Έχοντας περάσει όλη την υπόλοιπη μέρα φτύνοντας τον κόρφο μας, ξορκίζοντας το ενδεχόμενο κάποιος να υποπτευθεί ότι είχαμε κρυφές καβάτζες, σ’ έναν ψυχολογικό κυκεώνα ψευτοσεμνότητας, δημόσιας αυτολύπησης και χαμηλοβλεπίστικης μίρλας, όλη εκείνη η νευρολογική συσσώρευση κορυφωνόταν και ξεχείλιζε κατά τη διάρκεια των μεταμεσονύχτιων ωρών».

Τέτοιες ώρες τους επισκέφτηκε ο Ντάνι, ο οποίος πενήντα τέσσερις σελίδες πριν κάνει έρωτα «αγαπησιάρικο» με τη Νάντια, βίασε τη γυναίκα του αφηγητή, οδηγώντας σε πλήρες αδιέξοδο την οικιακή κρίση. Η ανυποληψία του συζύγου, επικυρωμένη από την ανικανότητά του να προστατεύσει τη γυναίκα του, διασάλευσε ανέκκλητα την έγγαμη ισορροπία, βάζοντάς τον «εκτός του αξιοπρεπούς, απρόσβλητου κόσμου», που φαντασιωνόταν ότι θα έχτιζε για την οικογένειά του. Όπως οι έξαλλες βακχίδες είδαν τον Ηγέτη τους να τις οδηγεί από το άλμα στο τέλμα, συνειδητοποιώντας πως η διάψευσή τους ήταν στην ουσία μια «εσωτερική ήττα», ο άντρας καταλαβαίνει πως ό,τι περισσότερο τον απειλούσε εκπορευόταν από τον ίδιο. Άλλωστε είχε την πατρότητα του «μωρού της κρίσης», τον διέρρεε το σπέρμα του τέρατος.

Έξοχη είναι η σκηνή της συνειδητοποίησης της καθολικής του αποτυχίας. Αν ο Χάρης ένιωσε κατάσαρκα τις αυταπάτες του να εκριζώνονται από έναν ξένο, τώρα ο ξένος παραβιάζοντας ένα ευπόρθητο (ναρκοθετημένο από «ένα αποφασιστικό έλλειμμα αυθεντικότητας») άσυλο υποχρεώνει τον «νοικοκύρη» να αντιληφθεί την τρωτότητά του. Μες στη βδελυρή κακοφωνία μιας εκδήλωσης της Χρυσής Αυγής, τα βλέμματα των δύο αντρών συναντιούνται, το θύμα αναγνωρίζει τον θύτη, μόνο για να κατανεύσει στην ισόβια θυματοποίησή του με τη ντροπιαστική επίγνωση της τελεσίδικης ατίμασής του. Έχει σημασία να προσεχθεί πως σε αυτή τη σιωπηλή αναμέτρηση υποδηλώνεται και μια συλλογική αποτυχία, κοινωνική και πολιτική.

«[…] εγώ, ακόμα κι αν το τσογλάνι ήταν διαπιστωμένα ο καταστροφέας της ζωής μου, εγώ δε θα ’κανα τίποτα, ούτε απόψε και ούτε ποτέ, γιατί ο τύπος απέναντι με είχε, με είχε σήμερα όπως με είχε και τότε, τη μοιραία βραδιά, τη νύχτα που υποτάχτηκα στο νεύρο, στη δύναμη, στο ρίσκο και στη μαγκιά του και αυτοεξορίστηκα στον ίδιο μου τον καμπινέ, σα σκατό ζωντανό, σαν το σκουπίδι του ίδιου μου του σπιτιού, με είχε και τώρα, που με κοιτούσε και γέλαγε, κι εγώ χαιρετούσα σαν το φασίστα στέκοντας προσοχή σούζα μπρος του και φώναζα γδέρνοντας το λαρύγγι μου ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ! και το ’ξερα ότι με είχε, όπως το ήξερα πάντα, κι ήξερα ακόμα πως η ίδια η ΖΩΗ με είχε, και τώρα που είχα εκτροχιαστεί απ’ τις ράγες τις προστατευτικές των κανόνων, της αξιοπρέπειας και της κλίμακας της κοινωνικής κι από του πούτσου μου τα εννιάμερα, τώρα ήμουνα βέβαιο θύμα της […]».

Δύο άντρες, κηλιδωμένοι από κρίματα διαφορετικών, καίτοι αλληλένδετων, πολιτικών συγκυριών, συμβιώνουν σε ένα κελί επί τριάντα δύο σελίδες, που και αυτές ανήκουν στις σημαντικότερες του βιβλίου. Ο γηραιότερος είναι «ένα απολίθωμα της αμέσως πιο παλιάς κατάστασης της χώρας, του προηγούμενου σταδίου ανάπτυξης αυτής της αιώνιας προνύμφης, της σύγχρονης Ελλάδας». Ένας χουντικός, που διέπρεψε ως βασανιστής της ΕΣΑ. Ο άλλος, ο αφηγητής, είναι ένας από τους πολλούς, που την περίοδο των παχιών αγελάδων τα είχε πάρει από παντού, θεωρώντας τις μίζες την επιβεβλημένη ανταμοιβή της ευθύνης, που συνεπαγόταν η δημόσια θέση του. Ωστόσο, το αγωνιστικό του παρελθόν τον είχε παραπλανήσει με την υπόσχεση ενός μέλλοντος κατά πολύ λαμπρότερου από το γελοίο, εξευτελιστικό παρόν του. Με πατέρα αντάρτη στο ΕΑΜ και την οικογένειά του φακελωμένη «από την Κατοχή ακόμα», με θητεία σε τάγματα ανεπιθυμήτων, με επαναστατικές ονειροφαντασίες σε φοιτητικές γιάφκες, με «Πολυτεχνείο, συλλήψεις και βασανιστήρια, δημοκρατία και πολιτική», βρέθηκε να τρώει από «το καζάνι του κράτους» και αργότερα να σιτίζει την παταγώδη αποτυχία, που υπήρξε η περίπτωσή του, στον Κορυδαλλό, «με την κατηγορία της δωροληψίας και της παράβασης καθήκοντος κατ’ εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος».

Ένας παλιός συναγωνιστής του, που είχε μάθει να περιτρέχει με μαεστρία τον «κλειστό κύκλο της εξουσίας», φρόντισε να τον απαλλάξει εγκαίρως από τους ενδοιασμούς του με τη θυμοσοφία του κυνισμού: Κάτω από τα λόγια «υπάρχει για όλους η γνωστή θηριωδία η ανθρώπινη».

Όμως, στο κελί δεν είναι μόνος. Στο απέναντι κρεβάτι τον παραμονεύει «η μνήμη του φρικιαστικού παρελθόντος». Μια μνήμη διόλου μονοδιάστατη, καθώς μαζί με τη φρίκη διασώζει τις ομορφότερες ημέρες του αφηγητή. Ο τελευταίος γνωρίζει πως ο γέρος που αργοπεθαίνει δίπλα του, πολύ περισσότερο από τον εσατζή, που τον είχε βασανίσει στη Μπουμπουλίνας, είναι το λείψανο της αξίας, που κάποτε είχε διεκδικήσει για τον εαυτό του· η αδιάσειστη απόδειξη πως η ζωή του «κάποτε είχε υπάρξει σημαντική, φωτεινή, μια ζωή που συντονιζόταν με τη χρυσή ελπίδα ενός καλύτερου κόσμου». Όταν αυτό «το ζωντανό σύμβολο της παλιάς του αξίας» θα χανόταν, τίποτα πια δεν θα απέμενε από τον άντρα, που για λίγο είχε τολμήσει να γίνει.

Αν η ιστορία σταματούσε εδώ, θα παρέμενε μια πολύ καλή ιστορία. Όμως ο Μάντης την απογειώνει δίνοντας φωνή στην άλλη πλευρά του κακού. Η επικίνδυνη συνύπαρξη των δύο αντρών δημιουργεί εξαρχής ένα ηλεκτρισμένο κλίμα, το οποίο πυρακτώνεται ολοένα από τις αναδρομές της αφήγησης μέχρι να εκραγεί στην καταληκτική σελίδα. Ο γέρος αυνανίζεται κοιτώντας κατάματα το παλιό του θύμα και η σύγκρουση των βλεμμάτων τους έχει μια ένταση αφόρητη, ίδια με εκείνη που φόρτιζε τη ματιά του αφηγητή, όταν τον κάρφωνε ο Ρουμάνος, που είχε βιάσει την ψευδαισθητική του αξιοπρέπεια.

Τώρα ο αφηγητής, ασφυκτιώντας από τις αναθυμιάσεις του παρελθόντος, καθώς οτιδήποτε έκανε στη ζωή του «μυρίζει αποτυχία και αδιέξοδο», κεραυνοβολείται ξαφνικά από το βλέμμα του γέρου, μέσα στο οποίο ουρλιάζουν όλα όσα εδώ και χρόνια θέλει να φτύσει καταπρόσωπο στο είδωλό του, πολύ λιγότερο εντέλει απ’ όσο άντεχε να πιστεύει. Ο μισόγυμνος γέρος τον κοιτάζει και είναι σαν να του λέει: «Εγώ σε θυμάμαι κι ας πέρασαν τόσα χρόνια, μερικά πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ, ίδιοι είμαστε, εγώ είμαι που έβαλα μέσα σου το σπόρο της ήττας, σε γκάστρωσα με την ήττα, θυμάσαι; Και τώρα γι’ αυτό μού ξανάρθες, μόνος σου ζήτησες να ’ρθεις σ’ αυτό το κελί, με θυμήθηκες, έτσι; Με νοστάλγησες για τα καλά, νοστάλγησες που μ’ είχες πάρει στο στόμα και τα ’πινες όλα, που σου ’σφιγγα το κεφάλι, που σου τράβαγα τα μαλλιά σα να ’σουν πουτάνα, η πουτάνα μου, κι ούτε που δάγκασες, ούτε που μ’ έφτυσες, κατευθείαν με πήρες και με ρούφαγες, κι εγώ σου τα ’δινα όλα και τα ’πινες ατελείωτα, όλα μου τ’ άρρωστα χύσια, τα φλόκια τα σιχαμερά, όλη την ελληνική αρρώστια του αιώνα την έπαιρνες μέσα σου με χαρά και ήθελες κι άλλο, τα αποπλύματα της Ιστορίας, το αίμα των δικών μου και των δικών σου αδελφωμένο στο πηχτό μου ποτάμι, το ήθελες, σαν πουτανάκι που ήσουνα και είσαι ακόμα».

Πέτρα, ψαλίδι, χαρτί. Ακίνδυνο παιχνίδι. Μια αναίμακτη διαπλοκή αντίπαλων άκρων. Μια παιδιάστικη παντομίμα μάχης, τόσο εύκολης που παίζεται με τα δάχτυλα του ενός χεριού. Όμως οι ήρωες του Νίκου Μάντη νικούν και χάνουν σε σκληρότερες δοκιμασίες, που το μόνο κοινό τους με τα παιχνίδια είναι το ότι η έκβασή τους κρίνεται από την πάντα αλλόκοτη συνεργία επιλογών και τύχης. Ακόμα και αν κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να το πει, εκείνοι ξέρουν πως τα χέρια τους είναι διάστικτα με τα σημάδια όλων εκείνων, άψυχων και έμψυχων, ιδεατών και απτών, που κράτησαν, χάιδεψαν, άφησαν, συνέθλιψαν, ψαλίδισαν, έπνιξαν. Οι βαριές τους υπάρξεις πετροβολούν το χαρτί με φθίνουσα ορμή, που απολήγει στο ηδύ μούδιασμα που αφήνει ο πόνος στο ξεθύμασμά του. Όταν ο αναγνώστης ακουμπά τις παλάμες του στο κλειστό πια βιβλίο, έχει την αίσθηση πως από κάτω του οι χείρες των αδίκων και των αδικημένων νεύουν η μία στην άλλη συμφιλιωτικά και συνένοχα. 

 

mantis_pcx_kastaniotis

Νίκος Μάντης, Πέτρα, ψαλίδι, χαρτί, Καστανιώτης

Lina Pantaleon

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular