Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

*γράφει η Cristina Peri Rossi

Η σχέση του συγγραφέα με τον αναγνώστη είναι μία σχέση αποπλάνησης με μεσολαβητή το κείμενο.

Ως συγγραφέας γνωρίζω ότι, για να συναρπάσω τον αναγνώστη και να τον κάνω να συνεχίσει να με διαβάζει, πρέπει με κάποιο τρόπο να τον αποπλανήσω, διαφορετικά θα ασκήσει μια τεράστια δύναμη πάνω μου: θα κλείσει το βιβλίο και δεν θα το ανοίξει ποτέ ξανά. Ένα αδιάβαστο βιβλίο δεν υπάρχει, είναι σαν να μη γράφτηκε ποτέ. Πώς μπορώ να αποπλανήσω αυτούς τους αφηρημένους αναγνώστες, των οποίων το πρόσωπο και τις προτιμήσεις αγνοώ, που δεν γνωρίζω τίποτα ούτε για το επάγγελμα ούτε για την οικογενειακή τους κατάσταση, πόσω μάλλον για την ηλικία τους ή τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις; Πρώτα πρέπει να τους φανταστώ. Φαντάζομαι έναν αναγνώστη που είναι έξυπνος και μορφωμένος, με μεγάλη δίψα για μάθηση, που δεν διαβάζει για να περάσει την ώρα του, αλλά για να καταλάβει κάτι παραπάνω. Έναν αναγνώστη που είναι θαρραλέος, ικανός να αποδεχτεί τις σκοτεινές γωνιές του μυαλού μου, απόψεις αντίθετες από τις δικές του, που είναι ανά πάσα στιγμή ανοιχτός απέναντι στη γλώσσα στην οποία γράφω, πρόθυμος πρώτα απ’ όλα να απολαύσει τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζω τα πράγματα, που καταλαβαίνει πολύ περισσότερα απ’ όσα λέω. Στη συνέχεια, του υπόσχομαι μία απόλαυση, την απόλαυση της γλώσσας. Η άλλη απόλαυση, την οποία υποθετικά μπορώ να του προσφέρω, είναι η ανακάλυψη ή η ανακάλυψη εκ νέου μίας πτυχής της conditio humana, η διαπίστωση της οποίας – αν και επώδυνη – θα του προκαλέσει την όρεξη για γνώση. «Τι ωραία, πονάει!», φώναξε ένα μικρό, τρίχρονο κορίτσι, όταν για πρώτη φορά έκαψε το ακροδάχτυλό του στη φωτιά. Σε αυτή την πρόταση μπορεί να εντοπιστεί μια αμφισημία. Παρόλο που η γνώση είναι επώδυνη, μπορεί να παράσχει λίγη ευχαρίστηση. Το πρώτο μέρος του επιφωνήματός, «Τι ωραία!», εκφράζει την ευχαρίστηση, ενώ με το δεύτερο διαπιστώνεται ένας πόνος. Αυτά τα δύο μπορούν να αναμειχθούν και ουσιαστικά δεν συνδυάζονται μεταξύ τους μόνο σε περιπτώσεις σαδομαζοχισμού, ο οποίος θέτει εκτός ένα μέρος της conditio humana, αλλά και σε πολλές δραστηριότητες.

Προσπαθώ να αποπλανήσω τον φανταστικό μου αναγνώστη ξεκινώντας από τον τίτλο. Προσέχω πολύ σε τι θα αναφέρεται και φροντίζω ώστε να είναι πάντα υποβλητικός. Ίσως επειδή κι εγώ στο παρελθόν, άμαθη ούσα, εισχωρούσα στον ατέλειωτο κόσμο των δημόσιων βιβλιοθηκών με βάση τους τίτλους των βιβλίων και μόνο. Οι περισσότεροι συγγραφείς που από αμνημονεύτων χρόνων έχουν γράψει χιλιάδες βιβλία μού ήταν άγνωστοι και, επειδή δεν υπήρχε το διαδίκτυο, έπρεπε να καθοδηγηθώ από τους τίτλους. Παραδείγματος χάρη, μπορεί να μη γνώριζα ποια ήταν η Carson McCullers,  αλλά όταν ανακάλυψα σε έναν κατάλογο ότι είχε γράψει ένα μυθιστόρημα με τίτλο “The Ballad of the Sad Cafe” (Η μπαλάντα του λυπημένου καφενείου), το αγόρασα κατευθείαν. Ένα βιβλίο με έναν τόσο υποβλητικό τίτλο θα έπρεπε να συναρπάσει μια ρομαντική αναγνώστρια, όπως εμένα. Στα δικά μου μάτια ο τίτλος αποτελούταν από λέξεις γεμάτες ποίηση. Μπαλάντα, μία υπέροχη λέξη, γεμάτη μουσική και συνδεδεμένη με την αγάπη, με το τραγούδι. Και όσο για τα καφενεία, ήταν και είναι για ‘μένα ιεροί τόποι του πόθου και της αποπλάνησης. Εκτός από αυτό, τα λυπημένα καφενεία αποτελούν ένα ρομαντικό σύμβολο: τόποι συνάντησης και αποξένωσης,  τόποι της μοναξιάς, της μουσικής και των κρυφών παθών. Γι’ αυτό, όταν βαφτίζω ένα βιβλίο μου, προσπαθώ περισσότερο να υπαινιχθώ κάτι, παρά να το δηλώσω ξεκάθαρα. Σε μία αφηγηματική συλλογή έδωσα τον τίτλο El museo de los esfuerzos inútiles“ (Το μουσείο των άδικων κόπων). Φαντάστηκα ότι το βιβλίο θα μπορούσε να διαβαστεί από ανθρώπους που διαθέτουν φαντασία, ανθρώπους που θα ήταν πρόθυμοι να υπερβούν τα όρια της πραγματικότητας. Κι έτσι κι έγινε.

Οι ειλικρινά ερωτευμένοι

Αν είναι αλήθεια αυτό που λένε, ότι δηλαδή από τη στιγμή που ένας συγγραφέας δημοσιεύει ένα βιβλίο, αυτό πλέον παύει να του ανήκει και ότι αντ’ αυτού, ανήκει στον αναγνώστη που θα το διαβάσει, είναι επίσης αλήθεια ότι εμείς οι συγγραφείς ονειρευόμαστε έναν αναγνώστη που διαβάζει ακριβώς αυτό που έχουμε γράψει. Και αυτός ο αναγνώστης είναι συνήθως ο μεταφραστής.

Άνθρωποι γεννημένοι για μεταφραστές, που μεταφράζουν λόγω της αγάπης τους για το βιβλίο και όχι για τα χρήματα, είναι οι ειλικρινά ερωτευμένοι. Η αγάπη δεν είναι τυφλή (πρόκειται για ένα ριζοσπαστικό ισχυρισμό που διατύπωσε ο Σωκράτης: «ο ερωτευμένος γνωρίζει το αντικείμενο του έρωτά του καλύτερα από τον καθένα, γιατί του αφιερώνεται με τόσο αποκλειστικό και τρυφερό τρόπο, που το γνωρίζει καλύτερα απ’ ό,τι το ίδιο τον εαυτό του») και ο μεταφραστής διεισδύει στο κείμενο (η επιλογή του όρου «διεισδύει» είναι συνειδητή) όπως κάποιος που κατακτά ένα έδαφος, το «στύβει», το εκμεταλλεύεται και το εξετάζει εξονυχιστικά, για να το κατάσχει. Αληθεύει επίσης ότι αναπόφευκτα έρχεται αντιμέτωπος με ένα εμπόδιο. Αν και έχει διαβάσει το βιβλίο που έγραψε ο συγγραφέας, υπάρχει κάτι που θα τον απογοητεύσει: δεν υπάρχει μετάφραση, υπάρχουν μόνο εκδοχές. Μία λέξη σε μία γλώσσα δεν θα ηχήσει ποτέ το ίδιο σε μία άλλη κι έτσι χάνεται ένα ανεκτίμητο μέρος του κειμένου: ο ήχος του. Η γλώσσα είναι μουσική.

Και κάθε γλώσσα έχει τη δική της μουσικότητα. Κατά τη μετάφραση ενός κειμένου σε μία γλώσσα συγγενική με αυτή του πρωτοτύπου – και αυτό κυρίως συμβαίνει με τις ρομανικές γλώσσες – προφανώς υπάρχουν λιγότερες απώλειες, παρόλο που ο μεταφραστής πάντα θα παραπονιέται ότι δεν τα κατάφερε να σώσει όλη τη μουσικότητα του κειμένου. Είναι αλήθεια ότι το “amor” ακούγεται σχεδόν όπως το “amour”, αλλά η τονικότητα είναι διαφορετική, πιο υψηλή στα ισπανικά, πιο βαθιά στα γαλλικά. Υπάρχουν κάποιοι, οι οποίοι αποδέχονται αυτό το ανυπέρβλητο εμπόδιο, αυτή την απογοήτευση. Μου είναι αδύνατον όμως να κρύψω τη χαρά μου που υπάρχει μια καλή μετάφραση της Ιλιάδας του Ομήρου, στην οποία μπορώ να καταλάβω τη μεταφορά με την οποία η μητέρα του Έκτορα τον ικετεύει να μην αγωνιστεί εναντίον του Αχιλλέα, γιατί θα χάσει τη ζωή του. Αντί για «γιε μου», λέει «περιπόθητο των σπλάχνων μου βλαστάρι» (Μτφ. Πολυλά). Δεν γνωρίζω πώς ηχεί στα αρχαία ελληνικά, μου αρκεί όμως το συναίσθημα αυτής της μεταφοράς. Βλέπω το βλαστάρι, όχι το γιο.

(*Η Cristina Peri Rossi (1941- ,Μοντεβιδέο) είναι μία από τους σπουδαιότερους ισπανόφωνους συγγραφείς. Το έργο της έχει μεταφραστεί σε 20 γλώσσες και περιλαμβάνει όλα τα είδη: ποίηση, διηγήματα, μυθιστορήματα, δοκίμια, άρθρα. Το 1972 εξορίστηκε από την Ουρουγουάη για πολιτικούς λόγους και από το 1974 έχει ισπανική υπηκοότητα. Η Peri Rossi έχει διακριθεί πολλάκις, ενώ πρόσφατα της απονεμήθηκε το φημισμένο Διεθνές Βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Loewe.)

ΠΗΓΗ: Humboldt  

Aglaia Pantelaki

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular