Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

Ας ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα. Πρώτα απ’ όλα, προφέρεται «Pynch-ON». Δεύτερον, ο σπουδαίος, περίπλοκος και, ναι, πολύ ιδιωτικός συγγραφέας δεν είναι ακριβώς ερημίτης.

Σε συγκεκριμένη παρέα είναι έντονα κοινωνικός και χαρισματικός  και, παρά τα διάσημα καρτουνίστικα δόντια του, σπάνια έμεινε δίχως κοπέλα τα 30 χρόνια που περιπλανιόταν, πριν παντρευτεί το 1990. Σήμερα, είναι yuppie –όπως παραδέχεται ο ίδιος, αν διαβάσετε το νέο του μυθιστόρημα, την Υπεραιχμή[i], σαν κλειδί για την αποκρυπτογράφηση της παρούσας ζωής ενός ανθρώπου τα ταξίδια του οποίου παρακίνησαν ένα κριτικό να γράψει: «Ο Salinger κρύβεται· ο Pynchon τρέχει». Σήμερα, ο Pynchon κρύβεται σε κοινή θέα, στην UpperWestSide, με την οικογένεια του και μια ιστορία αντιθέσεων: γέννημα της μεταπολεμικής Καθιέρωσης αποφασισμένος να την ανατρέψει· επιφανής εκπρόσωπος του μεταμοντερνισμού που αποκαλεί τον εαυτό του «κλασικιστή»· εργασιομανής χασικλής· πολυμαθής που αποκαλύπτεται με βρώμικα λογοπαίγνια· λογοτεχνικό αποπαίδι παντρεμενό με λογοτεχνική αντζέντη· εχθρός του καπιταλισμού που στέλνει το γιο του σε ιδιωτικό σχολείο και ζει σε προπολεμικό εξάρι αξίας 1.7 εκ δολαρίων.

Άλλοι σύγχρονοι του, όπως ο Don DeLillo και ο Cormac McCarthy, έχουν αποφύγει τη δημοσιότητα, στο μεγαλύτερο μέρος λόγω της πεποίθησής τους πως αυτό που πρέπει να ξεχωρίζει είναι το έργο τους, και, σε πολύ μεγάλο βαθμό, το έχουν καταφέρει· κανείς δεν τους κυνηγά με τηλεσκοπικό φακό, κι ο καθένας αντιλαμβάνεται τη διακριτικότητά τους σαν απόδειξη του λογοτεχνικού τους αναστήματος. Ο Pynchon, όμως, διανύοντας την διαπολιτιστική απόσταση –τρέχοντας μακρύτερα, παλεύοντας σκληρότερα και γράφοντας αγριότερα- έχει δημιουργήσει μια πιο ευέλικτη persona. Δεν προκαλεί απλά τους αναγνώστες του· εξάπτει την περιέργειά τους στο μέγιστο βαθμό, τους αναγκάζει να ανακαλύψουν πραγματικά για το τι πρόκειται (ή, απλούστερα, να σταματήσουμε να εκθειάζουμε εξ’ αρχής τους σημαντικούς συγγραφείς). Έχει πει ότι θέλει «να κρατήσει τους ακαδημαϊκούς απασχολημένους για πολλές γενιές», αλλά όσοι ακαδημαϊκοί ασχολούνται με το έργο του, στερούμενοι το παραμικρό θραύσμα της ιστορίας του, βρίσκουν τον εαυτό τους να καταδιώκει ένα φάντασμα, αντί να αναλύει ένα συγγραφέα.  Όσο περισσότερο κρύβεται, τόσο εντονότερα τον ψάχνουμε –ακόμα και τώρα που, στα 76 του χρόνια, είναι απλά ακόμη ένας συγγραφέας που δε θα αναγνώριζες στο δρόμο. Αν και, πιθανότατα, έχεις ακούσει τις φήμες: ήταν ο Unabomber· ήταν η CIΑ· έγραφε πρόστυχα γράμματα στο διευθυντή μιας μικρής τοπικής εφημερίδας υπογράφοντας σαν περιπλανώμενη ζητιάνα. Το 1976, ένας συγγραφέας ονόματι  JohnCalvinBatchelorέγραψε ένα μακροσκελές άρθρο υποστηρίζοντας ότι ο ThomasPynchon δεν υπήρχε κι ήταν ο Salinger αυτός που είχε γράψει όλα του τα μυθιστορήματα. Δύο δεκαετίες αργότερα, οι δυο τους δημοσίευσαν ιστορίες στην ίδια σελίδα του περιοδικού του Καθεδρικού Σχολείου της Νέας Υόρκης, στο οποίο φοιτούσαν τότε τα παιδιά τους. Οι υπογραφές τους ήταν δίπλα δίπλα: «ο John είναι μυθιστοριογράφος»· «ο Tom είναι συγγραφέας».

Ο Tom είναι σπουδαίος συγγραφέας. Του έχει πιστωθεί, δικαίως, ο ορισμός του εγκυκλοπαιδικού μεταμοντερνισμού στο τρίτο μυθιστόρημά του, το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας, όπως επίσης και σε άλλα καλειδοσκοπικά έπη και μερικά βιβλία που ο ίδιος αποκάλεσε ευκαιρίες για εύκολο κέρδος κι άλλοι θα χαρακτήριζαν ως το ελάσσων έργο ενός γίγαντα. Η Υπεραιχμή, με ημερομηνία έκδοσης το Σεπτέμβρη, είναι ένα γράμμα αγάπης και μίσους στη Νέα Υόρκη όπως αυτή ήταν δώδεκα χρόνια πριν, όταν το Ίντερνετ έδωσε τη θέση του στο εφήμερο τραύμα της 11ης Σεπτεμβρίου. Η δράση του βιβλίου λαμβάνει χώρα στο LongIsland –εκεί όπου μεγάλωσε ο Pynchon- αλλά κυρίως στην περιοχή όπου η ηρωίδα του βιβλίου γνωρίζει ως TheYupperWestSide. Κι είναι ένα βιβλίο για κάτι το οποίο δεν έγραψε ποτέ πριν: το σπίτι του.

Ο Batchelor και ο Pynchon πιθανότατα μέχρι σήμερα έχουν γνωριστεί (αν και κανείς δεν έχει απαντήσει στα αιτήματα για συνέντευξη). Η πρώτη τους επαφή, όμως, ήταν μια σύντομη απάντηση του Pynchon σ’ εκείνο το άρθρο του πρώτου, ταχυδρομημένη από το Μαλιμπού και γραμμένη, περιέργως, σε μια MGM γραφομηχανή. «Μερικά απ’ όσα γράφεις είναι αλήθεια», έγραψε ο Pynchon για την ιστορία, «αλλά τίποτα από τα ενδιαφέροντα μέρη. Συνέχισε να προσπαθείς.»

Στις πρώτες σελίδες του Ουράνιου Τόξου της Βαρύτητας, ο Τάιρον Σλόθροπ αναπολεί με πικρία τις ρίζες του: «Τα σκατά, το χρήμα και ο Λόγος,οι τρεις αμερικανικές αλήθειες που έδιναν ισχύ στην αμερικανική κινητικότητα, υποστήριζαν οι Σλόθροπ, τους συνέδεσαν για τα καλά με τη μοίρα της χώρας. Αλλά δεν πρόκοψαν… σχεδόν το μονο που κατάφεραν ήταν να επιζού[ii]ν». Ακούγεται σα μια πικρή απόδοση της ιστορίας των Pynchon, μία απ’ αυτές τις  γενεαλογίες το ιστορικό βάρος της οποίας αφήνει τους απογόνους της με μια δυσβάσταχτη κληρονομιά. Για έναν επίδοξο συγγραφέα με τις δικές του πεισματάρικες ιδέες ήταν πηγή περηφάνιας και ντροπής.

Το όνομα πηγαίνει τόσο βαθιά στο παρελθόν που φτάνει τον PincodeNormandie, ο οποίος ήρθε στην Αγγλία στο πλευρό του William του Κατακτητή, και συνεχίζεται μέσω του Thomas Ruggles Pynchon, τον προ-προ-θείο του συγγραφέα, πρόεδρο του Trinity College ο οποίος αποτέλεσε τον πρώτο Pynchon που ασχολήθηκε με το πορτραίτο της οικογένειας από έναν άλλο συγγραφέα (τον NathanielHawthorne, που έγραψε για τους “Pyncheons” στο TheHouseoftheSevenGampbles). Στοχαστές, επιθεωρητές και θρησκευτικά ανυπότακτοι οι Pynchon αποτελούσαν ήδη μια σεβαστή μεσο-αστική οικογένεια όταν ο περί ου ο λόγος Thomas Ruggles Pynchon γεννήθηκε κοντά στο OysterBayτου LongIsland, το 1937.

Ο πατέρας του, Thomasο πρεσβύτερος, ήταν αυτός που όλοι θυμούνταν να χαιρετάει τον συν-εκκλησιαστή του Teddy Roosevelt, και παρέμεινε ένας αφοσιωμένος ρεπουμπλικάνος μαζί με το μεγαλύτερος μέρος του LongIslandστα μέσα του αιώνα της Καθιέρωσης. Ο Eisenhowerήταν ο άνθρωπός τους και τα ανεπτυσσόμενα τότε λευκά προάστια της μεταπολεμικής Νέας Υόρκης η εκλογική τους περιφέρεια. Ο Thomas ο πρεσβύτερος σπούδασε μηχανικός, όπως ο πατέρας του, αλλά κατέληξε, για ένα διάστημα, να ασχολείται με την πολιτική. Ήταν ο επικεφαλής των αυτοκινητοδρόμων στο OysterBay κι έπειτα, για λίγο, ο επικεφαλής της πόλης (το ισοδύναμο του δημάρχου), μέχρι που κατηγορήθηκε για συνενοχή σ’ ένα σκάνδαλο υπερκοστολόγησης ενός αυτοκινητοδρόμου. Σε μια ακρόαση κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας παραδέχτηκε ότι δωροδοκούνταν. «Έλαβα μερικά λουλούδια και κατάφερα να κρατήσω μερικά στη ζωή», είπε στον κατήγορό του, «και θα είναι μεγάλη απόλαυση να φυτέψω ένα στον πολιτικό σου τάφο». Αντ’ αυτού έχασε, ανοίγοντας το δρόμο για τον πρώτο δημοκρατικό επικεφαλή της πόλης στα 32 χρόνια της ύπαρξής της. Ο γιος του είχε φύγει από το σπίτι μέχρι τότε, αλλά είχε δει αρκετές μικροπολιτικές αυθαιρεσίες ώστε να προκρίνει σαν εναλλακτικό τίτλο για το V, το πρώτο του μυθιστόρημα, το εξής: «Το ρεπουμπλικανικό κόμμα είναι μια μηχανή». Ένας οικογενειακός φίλος θυμάται τους Pynchon, στο απλό σπίτι τους, σαν οικογένεια αφιερωμένη στα βιβλία, με μια μεγάλη βιβλιοθήκη να συμπληρώνει τα πορτραίτα των αρχαίων τους προγόνων. Τις Κυριακές, τα τρία παιδιά θα σκορπίζονταν μεταξύ των εκκλησιών –Επισκοπική για τον πατέρα, Καθολική για τη μητέρα (νοσοκόμα από τα βόρεια της πόλης)και συναθροιστική αργότερα στο Rothmann’s Steak House.

Ο Tom είχε ισχνή κορμοστασιά, καθόλου αθλητική, με προεξέχοντα δόντια που τον ντρόπιαζαν. Τραύλιζε, επίσης, κι ένιωθε μια συμπάθεια για τον PorkyPig. Ο ίδιο φίλος, όμως, αποδίδει τα «προβλήματα κοινωνικής συμπεριφοράς» του Pynchon στην «πολύ δυσλειτουργική οικογένειά του» –χωρίς να επεκτείνεται περαιτέρω. Ο ίδιος ο Pynchonποτέ δε μιλούσε για τους γονείς του, ειδικά στα νεότερα χρόνια του. Ένα απόγευμα στα μέσα της δεκαετίας του ’60, όμως, αυτός και η Mary Ann Tharaldsen, η τότε κοπέλα του, οδηγούσαν διά μέσω του Big Sur όταν αυτή παραπονέθηκε για ναυτία. Ήθελε να σταματήσει σ’ ένα μπαρ και να πιει ένα σφηνάκι για να ηρεμήσει το στομάχι της. Σύμφωνα με τη Tharaldsen, εκείνος εξερράγη, λέγοντάς της ότι δε θα ανεχτεί αλκοόλ κατά τη διάρκεια της μέρας. Όταν τον ρώτησε το λόγο, της είπε ότι είχε δει τη μητέρα του, αφού είχε πιει, να χώνει κατά λάθος μια βελόνα στο μάτι του πατέρα του. Ήταν η μόνη φορά, λέει η Tharaldsen , που ανέφερε την οικογενεία του. «Δεν ήταν καθόλου δεμένος μαζί τους», λέει. «Έμοιαζε να υπάρχει κάτι άσχημο εκεί».

Αδηφάγος αναγνώστης και πρόωρα ανεπτυγμένος συγγραφέας, ο νεαρός Pynchon προσπέρασε δύο τάξεις, πιθανότατα πριν το λύκειο, και εξέφρασε την μεσοαστική του αποξένωση γράφοντας έξυπνες παρωδίες της εξουσίας. Διατηρούσε μια μυθιστορηματική στήλη την οποία υπέγραφε με διάφορα ψευδώνυμα στη σχολική εφημερίδα –σ’ αυτήν, καθηγητές έπαιρναν ναρκωτικά, χρησιμοποιούσαν όπλα και τρελαίνονταν από τις φάρσες των μαθητών. Σε μία ιστορία, ένας αριστεριστής ταραχοποιός «μπήκε στα πράγματα μια νύχτα με το ζόρικο τρόπο». Αργότερα, ο Pynchon ανακάλεσε πως η πρώτη πραγματικά ειλικρινή του ιστορία ήταν σχετικά με το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο –αν κι αυτή του η ανάμνηση αποτελεί έναν οδηγό για το πως να κινείται κανείς στην εμβρυακή κουλτούρα της μεταπολεμικής Αμερικής. «Ο ιδεαλισμός δεν είναι καθόλου καλός», συνόψισε. «Κάθε απόλυτη αφοσίωση σε μια αόριστη έννοια καταλήγει σε δυσάρεστα πράγματα σαν τους πολέμους.»

Η μηχανική φυσική, το δυσκολότερο πρόγραμμα του Cornell, υπήρχε για να τροφοδοτεί τη ψυχροπολεμική Αμερική με την ελίτ των φοιτητών της –με τους καλύτερους και τους εξυπνότερους.  Ένας καθηγητής αποκάλεσε τους φοιτητές του «διανοητικούς Σούπερμαν»· ο DavidSterzline, ένας παλιός φίλος του Pynchon, τους θυμάται σαν «τα παιδιά του λογαριθμικού κανόνα». Αφού πέρασε λιγότερο από δύο χρόνια στο τμήμα, όμως, ο Pynchon άφησε το Cornell για να προσφέρει σε μια διαφορετική υπηρεσία του Ψυχρού Πολέμου, το ναυτικό. Έγραψε κάποτε ότι τα μαθηματικά «ήταν το μοναδικό μάθημα που απέτυχε», αλλά πάντα χρησιμοποιούσε την αυτο-υποτίμηση για να αποφύγει τις ερωτήσεις, και οι καθηγητές του θυμούνται παντού καλούς βαθμούς. Η Tharaldsen  λέει ότι είδε το τεστ IQτου Pynchon κάπου στο 190. Οπότε, γιατί να φύγει; Έγραψε πολύ αργότερα ότι στο κολέγιο ένιωθε «μια αίσθηση ενός άλλου κόσμου να βουίζει εκεί έξω» –μια αίσθηση που θα τον ακολουθούσε από τη μία πόλη στην άλλη για το υπόλοιπο της ζωής του. Ήταν επίσης ενθουσιασμένος με τον Thomas Wolfe και το Lord Byron. Το πιο πιθανό είναι να θέλησε να ακολουθήσει τα παραδείγματά τους, να βιώσει την εμπειρία της περιπέτειας στο πεδίο της μάχης κι όχι από τα κέντρα εντολών.

Παρόλο που έφυγε από το στρατό με τις ιστορίες περιπετειών και ακολασίας που κατακλύζουν το V., ο ίδιος ο Pynchon δεν έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Ο Stephen Tomaske, ένας βιβλιοθηκάριος που πέρασε δεκαετίες προσπαθώντας να εντοπίσει σημάδια της ζωή του, βρήκε ελάχιστους παλιούς συν-ναύτες που ήξεραν τ’ όνομά του. «Είναι η αίσθησή μου», είπε σ’ έναν απ’ αυτούς, «πως όταν σταματούσατε στη Βαρκελώνη και οι ναύτες πήγαιναν στα μπαρ και τα πορνεία, αυτός θα προτιμούσε να δει το καλούπι των χεριών του Σοπέν». Η περιέργεια του δεν άφηνε τίποτα απαρατήρητο, κι ο Pynchon αργότερα έγραψε πως ο χρόνος που πέρασε στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια της Κρίσης του Σουέζ τον μετέτρεψε «από Ρομαντικό σ’ ένα είδος κλασικιστή», το οποίο προσδιόρισε ως το είδος του συγγραφέα που πίστευε ότι «οι υπόλοιποι άνθρωποι ήταν περισσότερο ενδιαφέροντες από μένα και, ως εκ τούτου, καλύτεροι για να γράψω σχετικά». Οι φίλοι του από την εποχή του ναυτικού μου είπαν ότι δε σκόπευε να γυρίσει στο πανεπιστήμιο, αλλά το έκανε –αυτήν τη φορά για να σπουδάσει αγγλική φιλολογία.

«Πίστευα πως ήταν λίγο παράξενος», λέει ο Kirkpatrick Sale, φίλος του Pynchon στο Cornell. «Έμενε μόνος του τον περισσότερο καιρό». Ο εσωστρεφής τύπος με το μούσι, όμως, έβγαινε για μια μπύρα μια στο τόσο, και γρατζουνούσε μια κιθάρα. Αυτός κι ο Sale ξεκίνησαν να γράφουν μια οπερέτα, με τ’ όνομα Minstre lIsland, σχετικά με μια χώρα στην οποία οι καλλιτέχνες της Αμερικής δραπέτευαν αφού στον τόπο τους ήλεγχε τα πάντα η IΒΜ. «Αυτός ο γκρίζος, φανελένιος κόσμος με το κοστούμι ήταν πιθανότατα το μέλλον μας», λέει ο Sale, «και φυσικά θέλαμε να το αποφύγουμε». Το κωμικό μιούζικαλ που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ ήταν ένας πρόγονος για το μεγάλο σχέδιο του Pynchon –η αποτύπωση των φαντασιώσεων περιπλανώμενων που προσπαθούν να αποφύγουν μια αδηφάγα μηχανή (ρεπουμπλικανική, ηλεκτρονική, οτιδήποτε). Όπως κι ο ίδιος ο Pynchon, αυτές οι φιγούρες, σε γενικές γραμμές, ξεκινάν σαν ευθεία τόξα – Σλόθροπ, oΑγγλοσάξωνας προτεστάντης· η Όντιπα Μας του η Συλλογή των 49 στο Σφυρί που επιστρέφει στο σπίτι της μετά από μια γυναικεία συνάθροιση –κοινωνικοποιημένοι που σπρώχτηκαν έξω από την κοινωνία από απαίσια οράματα που ποτέ δε ζήτησαν να δουν .

Ο Pynchon πήρε πολλά από το πανίσχυρο τμήμα αγγλικής φιλολογίας του Cornell (αν και δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι παρακολούθησε τις παραδόσεις του Βλάντιμιρ Ναμπόκοφ, όπως πολλοί υποθέτουν). Έμαθε, όμως, εξίσου πολλά από τους συνομιλήκους του. Συγκατοικούσε με το RichardFarina, συγγραφέα και τραγουδιστή, ο οποίος θα γινόταν ένας από τους στενότερους φίλους του και, κατά μία έννοια, το alterego του. Ο Farina ήταν ο τύπος που γνώριζε τα πάντα γύρω από το campus του πανεπιστημίου, ένας ειδικευμένος μυθολόγος. Ο Pynchon περιέγραψε τη φιλία τους σε μια σπάνια συνέντευξη –μέσω φαξ- για τη βιογραφία του David Hajdu Positively4thStreet. «Ήταν ο τρελός, κι εγώ ο λογικός», έγραψε. «Ήταν αφοσιωμένος σε τόσα πολλά πράγματα, εγώ απόμακρος από τα πάντα –ήταν χαλαρός, εγώ αγχώδης». ΟShetzline είπε στον Hajdu πως πίστευε ότι ο Pynchon ήταν «συνεπαρμένος από την επίδραση του Richard στις γυναίκες, η οποία ήταν πανίσχυρη». Κι ήταν ο Farina (μαζί με το Sale) που συμμετείχαν σε μια ελάσσονα διαδήλωση στο Cornell, η οποία έμελλε να προδικάσει τη φοιτητική έκρηξη των ‘60s, πετώντας αυγά και κρατώντας πλακάτ που έγραφαν «ΤΑ ΠΑΡΤΥ ΣΤΙΣ ΦΟΙΤΗΤΙΚΕΣ ΕΣΤΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΗΘΙΚΑ!! ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ!! ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ!!», ο Pynchon –πάντα παρατηρητής, σπάνια συμμετέχοντας- δεν έδωσε το παρόν.

Το μοναδικό μυθιστόρημα του Farina, με τίτλο BeenDownSoLongItLooksLikeUpToMe, θα μεταμόρφωνε εκείνα τα χρόνια σ’ ένα beat χτύπο, το είδος της μυθοποιητικής αυτοβιογραφίας που ο Pynchon πάντα αρνιόταν να γράψει. Θα χαρακτήριζε το έργο του φίλου του, όμως, σαν «μια απόλαυση από την αρχή μέχρι το τέλος… σα να ακούς το Αλληλούια από 200 παίκτες καζού σε πλήρη αρμονία μεταξύ τους». Και το εκτίμησε επειδή κατέγραφε την πορεία μιας γενιάς. Ήταν το βιβλίο που απέδιδε την πνευματική πορεία του κύκλου του στο Cornell –μια γενιά, μεγαλωμένη να κληρονομήσει την Καθιέρωση, που, αντί αυτού, εξελίχθηκε στη γενιά των χίπιδων.

Αφού αποφοίτησε, με τους βαθμούς του να είναι από τους υψηλότερους της τάξης, ο Pynchon αρνήθηκε τη θέση καθηγητή που του προτάθηκε κι αμέσως αιτήθηκε στο Ίδρυμα Ford για επιχορήγηση ώστε να γράφει λιμπρέτα για όπερα. Ίσως ήταν η καθαρή ύβρις της αίτησής του, στην οποία δεν πρότεινε καν ένα συγκεκριμένο σχέδιο, που τον οδήγησε, δεκαετίες αργότερα, στο να την αποκρύψει –ή το γεγονός ότι αποτελούσε ένα όνειρο ζωής που τελικά ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε. Ο ανταγωνισμός για τον 22χρονο τότε Pynchon περιελάμβανε τον Robert Lowell Και τον Richard Wilbur. Ενώ παραδεχόταν ότι είχε δημοσιεύσει μόνο δύο διηγήματα (αν και καυχιόταν ότι έχει πουλήσει και μία τρίτη και πως είχε λάβει εξαιρετικές κριτικές στην εφημερίδα του πανεπιστημίου), ο Pynchon περιέγραψε τη λογοτεχνική του ανάπτυξη με εκπληκτική αυτοπεποίθηση: «μια περίδο Tom Wolfe, μια περίοδο Scott Fitzgerald, μια περίοδο Byron… μια περίοδο HenryJames, μια περίοδο Nelson Algren, μια περίοδο Faulkner», και ούτε καθεξής. Πρότεινε ότι θα μπορούσε να κάνει ένα λιμπρέτο από ιστορίες επιστημονικής φαντασίας, ίσως το The Martian Chronicles του Ray Bradbury (Ο Pynchon μεγάλωσε με το είδος). Είχε, ωστόσο, αμφιβολίες για τα λυρικά του ταλέντα «έχω μία κιθάρα στην οποία σποραδικά σκοτώνω λίγο χρόνο επινοώντας ροκ στίχους». Όσο για το που θα ήθελε να δουλέψει, «το Σικάγο είναι εκεί όπου φοιτά η κοπέλα μου».

Αυτή η κοπέλα κι αυτή η επιχορήγηση ίσως είχαν παρουσιάσει για τον Pynchon την ευκαιρία μιας μεσοαστικής ζωής –σταθερό εισόδημα, μία σύζυγο, ένα εναρκτήριο σπίτι. Προς το τέλος των φοιτητικών του χρόνων, ξεκίνησε μία σοβαρή σχέση με τη Lilian Laufgraben. Ίσως να είχαν παντρευτεί, αλλά οι γονείς της δεν ενέκριναν οποιαδήποτε σχέση της με κάποιον που δεν ήταν εβραίος. Ο Jules Siegel, στο αποκαλυπτικό του άρθρο για τον πρώην φίλο του Tom που δημοσιεύτηκε το 1977 στο Playboy, έγραψε τ’ όνομά της λάθος (πιθανότατα σκόπιμα) ως Ellen Landgraben. Μέχρι σήμερα, μόνο στενοί φίλοι ήξεραν το πραγματικό της όνομα. Το 1962, η Laufgraben παντρεύτηκε έναν ψυχίατρο. (Σήμερα δε μένουν μακρυά από τον Pynchon, αλλά αρνούνται να συζητήσουν την όποια σύνδεση). Ο Pynchon πρόβαλε το χωρισμό ως λόγο για να αποφύγει το γάμο του Sale στη Νέα Υόρκη σ’ έναν κοινό φίλο, το Faith, που είχε επεξεργαστεί τα πρώτα χειρόγραφα του V. Η Lilian, έγραψε, παντρεύεται έναν «ωραίο φοιτητή ιατρικής από την πόλη της, κι αυτό είναι αρκετό για να ξεράνει για μένα ολόκληρη την περιοχή». Ένας κοινός φίλος, ο C. Michael Curtis, πιστεύει ότι η πλαστική εγχείρηση που περιλαμβάνεται στο V., στην οποία η μύτη μιας εβραίας πριγκίπισσας κυριολεκτικά αναπλάθεται, ήταν ο τρόπος του Pynchonγια «να ξορκίσει το θυμό που ένιωθε για την απώλειά της».

Περιμένοντας τη Lilian και την απάντηση από το Ίδρυμα Ford, ο Pynchonπερνούσε χρόνο με φίλους του στη Νέα Υόρκη –τις μέρες έγραφε και τα βράδια του δοκίμαζε τη beat φαντασίωση, βλέποντας τον Ornette Coleman και «πίνοντας τις δυο μπύρες μίνιμουμ». (Δοκίμασε χόρτο μια φορά και το μίσησε –για τότε). Δεν πήρε την επιχορήγηση, αλλά ο εκδότης του Lippincott δέχτηκε ένα διήγημά του, με τίτλο LowLands, για μια ανθολογία και προσφέρθηκε να αγοράσει το –σε εξέλιξη- μυθιστόρημά του. Η Candida Donadio, μια έντονα πιστή και υποστηρικτή αντζέντης που ο Pynchon είχε γνωρίσει μέσω ενός καθηγητή του στο Cornell, του εξασφάλισε 1500$ –τα 500$ μπροστά. Ο Pynchon χρησιμοποίησε τα χρήματα για να φύγει από την πόλη.

Δύο από τους φίλους του Pynchon στο Cornell, η Tharaldsen, μελλοντική του κοπέλα, και ο τότε σύζυγός της, David Seidler, είχαν μετακομίσει στο Seattle και πρότειναν στον Pynchon να τους ακολουθήσει. Εκείνη λέει ότι ο Pynchon έφτασε «με καταθλιπτική, πολύ μελαγχολική διάθεση». Εκείνη δούλευε για την Boeing και του βρήκε δουλειά στο τεχνικό κομμάτι για τους κατ’ οίκον οδηγούς της εταιρίας. Ο γίγαντας της αεροναυπηγικής τότε ανέπτυσσε το Minuteman, έναν δυνητικά πυρηνικό πύραυλο που είναι πιθανό να ενέπνευσε τον Pynchon, χρόνια αργότερα, να αποτυπώσει τη V2 Ρουκέτα σαν το απειλητικό ουρλιαχτό του Ουράνιου Τόξου της Βαρύτητας. (Μία από τις απολαύσεις του να εντοπίζει κανείς κομμάτια της ζωής του Pynchon είναι οι συνδέσεις που μπορεί να κάνει μεταξύ του έργου και των απίθανων εμπειριών του –έβγαινε με μια εργαζόμενη της NSA · είδε τον Charles de Gaulle στο Μεξικό· χαζολογούσε μ’ ένα πρωτόγονο synthesizer το 1972.)

Ένας συνάδελφος του θυμάται τον Pynchon σαν πεισματάρη και μοναχικό στη δουλειά. Κατάφερε, όμως, να παραδώσει το V. 18 μήνες αφού είχε υπογράψει το συμβόλαιο, προλαβαίνοντας την προθεσμία κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. Μετά από μερικούς μήνες εντατικής επεξεργασίας μέσω αλληλογραφίας, χρησιμοποίησε τα 1000 δολάρια για να παραιτηθεί από τη Boeing, δίνοντας όρκο να μη δουλέψει ξανά για μεγάλη εταιρία. Αποκάλεσε αυτό το ποσό «τα χρήματα της διαφυγής», κι ήθελε να το κάνει να κρατήσει –τρέχοντας ξανά, αυτήν τη φορά στο Μεξικό.

Η αποξένωσή του είχε αρχίσει να μετατρέπεται σε στάση ζωής. Ο Pynchon έγραψε στους Sales ότι το Seattle «ήταν εφιάλτης. Αν δεν υπήρχαν καθόλου άνθρωποι, θα ήταν πανέμορφο». Στο επόμενο γράμμα του, παραπονέθηκε ότι μια ομάδα «πάνω-κάτω δέκα ανθρώπων» στην Boeing, μαζεύονταν σ’ ένα δωμάτιο συνεδριάσεων και γινόταν κάτι άλλο, «οι επικεφαλείς». Τα γράμματά του, όπως και τα βιβλία του, χαρακτηρίζονται από την ένταση μεταξύ ατόμων και ομάδων, εναλλάσσονται μεταξύ έντονης περιέργειας και έντονης απογοήτευσης. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του θα εγκατέλειπε ανθρώπους και πόλεις, ξεκινώντας να γνωρίζει πολιτισμούς και κοινότητες κι έπειτα αφήνοντάς και κατακεραυνώνοντάς τους κατά σειρά σειρά. (Οι φίλοι τον περιγράφουν, τόσο σαν άνθρωπο όσο και σα συγγραφέα, σαν αξεπέραστο μίμο). Σπάνια μόνο τον βλέπουμε να αναρωτιέται «γιατί» –όπως όταν οι Sales, αργότερα, τον πίεσαν να τους εξηγήσει γιατί αποστρέφεται το Μεξικό: «αυτό που μισώ είναι μέσα μου, όχι έξω», τους απάντησε, «μια εγγύτητα με το θάνατο που ποτέ δε γνώριζα ότι είχα».

Στις ελάχιστες δημόσιες δηλώσεις του, ο Pynchon έχει αντιδράσει στον όρο ερημίτης είτε με κάθετη άρνηση (Ερημίτης είναι μια λέξη που χρησιμοποιούν οι δημοσιογράφοι εννοώντας αυτόν που δε θέλει να τους μιλήσει, είπε στο CNN) ή με αυτοσαρκασμό (Βγάλτε φωτογραφία μ’ έναν ερημίτη συγγραφέα, φώναζε στους περαστικούς όταν εμφανίστηκε στους Simpsons). Πειραματίστηκε, πράγματι, με την κατάσταση στο Μεξικό, αλλά δεν ήταν φτιαγμένος για μια απομόνωση τύπου Salinger· ήταν πολύ αδιάκοπος γιαυτό. Ένας «αφοσιωμένος λάτρης» μυθιστορηματικών σκηνών καταδίωξης έμοιαζε να της χρειάζεται και στην πραγματική ζωή.

Με ημερομηνία έκδοσης τους πρώτους μήνες του 1963, το V. ήταν ένα σοκαριστικά πολύμορφικό μυθιστόρημα για την εποχή του, επικεντρωμένο σε δύο πρωταγωνιστές: τον Μπένι Προφέιν, που περιπλανιέται παθητικά σα γιο-γιο, και τον Χέμπερτ Στένσιλ, που ξεκινά μια επική αναζήτηση για την απατηλή, χαμένη διάταξη που κρύβεται στο γράμμα του τίτλου, το V.

Ο Pynchon προτάθηκε για το National Book Award, κέρδισε το βραβείο FaulknerFirstNovel, κι ο τύπος άρχισε να τον καταδιώκει. Σ’ ένα γράμμα του στους Sales, περιέγραφε τον τρόπο που ξέφυγε από δύο δημοσιογράφους του Time/Life στην πόλη του Μεξικό μ’ ένα συνδυασμό πόνου και λύτρωσης. Έτυχε να είναι έξω· η σπιτονυκοκοιρά του τους είπε ότι «δεν ξέρω τίποτα, και να φύγετε»· κρύφτηκε σ’ ένα μοτέλ για το σαββατοκύριακο· αργότερα, μάζεψε τα πράγματα του και πέταξε για το Guanajuato. Υποπτεύθηκεπως η «Lippinfink» ήταν υπεύθυνη. «Οπότε, πραγματικά, σε παρακαλώ», κατέληξε, «βοήθησέ με να μείνω κρυμένος».

Αυτό που τελικά τον ανάγκασε να εμφανιστεί ήταν ο γάμος του Richard Farina με τη Mimi Baez, αδερφή της διάσημης φολκ τραγουδίστριας. Τον Αύγουστο, ο Pynchon πήρε ένα λεωφορείο διασχίζοντας ολόκληρη την ακτογραμμή της California για να υπηρετήσει ως κουμπάρος στο γάμο του φίλου του. Λίγο αργότερα, καθώς θυμόταν την επίσκεψη, ο Farina περιέγραφε τον Pynchon με το κεφάλι βουτηγμένο στο ScientificAmericanπριν τελικά «επιστρέψει στον κόσμο με μερικά τάκος». Ο Pynchon αργότερα έγραψε στη Mimi ότι ο Farina διαρκώς τον πείραζε «για την αποστροφή του στις φωτογραφίες… τι συμβαίνει, φοβάσαι πως οι άνθρωποι θα σου κολλήσουν ταμπέλες; Οπότε πως μπορούσα να του πω ότι, ναι, ακριβώς, αυτό ακριβώς, το βρήκες».

Μετά το γάμο του Farina, ο Pynchon πήγε στο Berkeley, όπου συνάντησε τη Tharaldsen και τον Seidler. Για χρόνια, όσοι έψαχναν τα ίχνη του Pynchonαναρωτιόταν σχετικά με τη Tharaldsen, που ήταν καταγεγραμμένη ως παντρεμένη μαζί του σ΄έναν δημοτικό κατάλογο του 1966-67. Η πραγματική ιστορία δεν είναι αυτή ενός μυστικού γάμου, αλλά ενός στρεσογόνου διαζυγίου –του δικού της από τον Seidler. Ο Pynchon και η Tharaldsen γρήγορα ερωτεύτηκαν, και, όταν Pynchon πήγε στο Μεξικό, αμέσως μετά τη δολοφονία του John F. Kennedy, εκείνη τον ακολούθησε.

Στο Μεξικό, σύμφωνα με τη Tharaldsen, ο Pynchon έγραφε όλη τη νύχτα και κοιμόταν όλη τη μέρα, παραμένοντας κλεισμένος στον εαυτό του. Όταν δεν έγραφε, διάβαζε –κυρίως λατινοαμερικανούς συγγραφείς σαν τον Μπόρχες, μια μεγάλη επιρροή στο δεύτερο έργο του, Τη συλλογή των 49 στο Σφυρί. (Επίσης, μετέφρασε το διήγημα του Χούλιο Κορτάζαρ Axolotl). Οι παράξενες συγγραφικές του συνήθειες τον ακολουθούσαν σε όλη του ζωή· αργότερα, όταν βρισκόταν στη μέση ενός κεφαλαίου, θα ζούσε αποκλειστικά με junkfood (και μερικές φορές χόρτο). Θα κάλυπτε τα παράθυρα με μαύρα σεντόνια, δε θα άνοιγε ποτέ την πόρτα και θα απέφευγε οτιδήποτε είχε την ελάχιστη μυρωδιά υποχρέωσης. Συχνά δούλευε πολλά βιβλία ταυτόχρονα –τρία ή τέσσερα στα μέσα του ’60- κι ένας φίλος θυμάται να αναφέρει το θέμα του Μέισον και Ντίξον, που εκδόθηκε το 1997, ήδη από το 1970.

Η Tharaldsen γρήγορα βαρέθηκε τη ρουτίνα. Σύντομα μετακόμισαν στo Houston, κι έπειτα στoManhattan Beach. Η Tharaldsen, ζωγράφος η ίδια, έκανε ένα πορτραίτο του Pynchon μ’ ένα γουρούνι στους ώμους του· αναφορά σ’ ένα φιγουρίνι γουρουνιού που πάντα είχε στην τσέπη του, και του μιλούσε καμιά φορά όταν περπατούσε στο δρόμο ή έβλεπε κάποια ταινία. (Ακόμα ταυτίζεται με τα ζώα, συλλέγει ανάλογες φιγούρες και υπογράφει γράμματα σε φίλους με τη ζωγραφιά ενός γουρουνιού). Κάποτε, η Tharaldsen ζωγράφισε έναν άνδρα με τεράστια δόντια να καταβροχθίζει ένα μπέργκερ, και τ’ ονόμασε  Bottomless, Unfillable Nothingness. Ο Pynchon πίστεψε ότι ήταν αυτός, και το μίσησε. Εκείνη επιμένει ότι δεν ήταν, αλλά η Mary Beal, κοινή τους φίλη, δεν είναι τόσο σίγουρη: «Ξέρω ότι τον θεωρούσε αδηφάγο. Νομίζω ότι κατά μία έννοια αυτός –λοιπόν, δε θα’ πρεπε να το πω αυτό, επειδή όλοι οι συγγραφείς το κάνουν. Οι συγγραφείς χρησιμοποιούν τους ανθρώπους.»

Η Tharaldsen μίσησε το L.A. κι αποφάσισε να επιστρέφει στο πανεπιστήμιο, πίσω στο Berkeley. «Πίστευα ότι είναι ασόβαροι τύποι της παραλίας –τεμπέληδες. Ο Tom, όμως, δε νοιαζόταν επειδή ήταν σπίτι όλη τη μέρα κι έγραφε όλη τη νύχτα». Σε εκείνο το σημείο, θέλοντας να αποδεσμευτεί από τον Lippincott , τον εκδότη του (και να επιστρέψει στον Cork Smith, αφού έφυγε από το Viking), είδε τη Συλλογή των 49 σα μια ευκαιρία για εύκολο κέρδος κι έναν τρόπο να σπάσει το συμβόλαιό του –θα τους ανάγκαζε είτε να απορρίψουν το βιβλίο, αποδεσμεύοντάς τον, ή να τον πληρώσουν 10.000$. Τον πλήρωσαν, παρά τη χαμηλή άποψη του ίδιου για αυτό. Στην εισαγωγή του για το Βραδείας Καύσεως, μια μετέπειτα συλλογή των πρώτων διηγημάτων του, θα έγραφε ότι με τη Συλλογή των 49 «Ήταν σα να είχα ξεχάσει τα περισσότερα απ’ όσα είχα μάθει μέχρι τότε». Σήμερα, είναι ένα υποχρεωτικό ανάγνωσμα στα πανεπιστημιακά προγράμματα, ένας τρόπος διαφυγής από τα υπόλοιπα, περισσότερο σοβαρά βιβλία. Κάτι που, φυσικά, ήταν το επόμενο έργο του: Το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας.

Τη μέρα που δημοσιεύτηκε το Been Down So Long του Farina, ο πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας πήγε μια βόλτα σα συνοδηγός σε μια μηχανή, συγκρούστηκε και σκοτώθηκε. Ο Pynchon, συντετριμμένος, έγραψε στη Mimi ότι ο Farina τον έκανε «περισσότερο ανοιχτό στον εαυτό μου, περισσότερο ανοιχτό στην εμπειρία». Στον απόηχο του θανάτου του, όμως, ο Pynchon έμοιαζε αποφασισμένος να ζήσει αποκλειστικά με τον εαυτό του. Σύμφωνα με μια μαρτυρία, δοκίμασε χόρτο περισσότερο σοβαρά στο Berkeley, γύρω στο 1965 ·αυτή τη φορά του άρεσε. Αργότερα στη ζωή του, ήταν γνωστό ότι κρατούσε ένα απλό σημείωμα πάνω από το γραφείο του: «Απέφυγε την οκνηρία». Το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας είναι η απόδειξη της επιτυχίας του, αλλά στο ManhattanBeachη οκνηρία δεν ήταν ποτέ περισσότερο μακρυά από δυο τετράγωνα που απείχε το διαμέρισμά του από την παραλία, ή την επόμενη παραλαβή του Πανάμα Ρεντ, μία ισχυρή ποικιλία μαριχουάνας που ερχόταν λαθραία στην περιοχή από έναν αλεξιπτωτιστή που έπασχε απόμετά-τραυματική διαταραχή.

Ο ποιητής Bill Pearlman, που τον ήξερε εκείνες τις μέρες, έγραψε κάποτε ότι «έχω την εντύπωση ότι ο Pynchon δεν ήθελε κανένας μέρος του μεσοαστικού κόσμου των ενηλίκων» –ότι «έπαιρνε περισσότερη ευχαρίστηση και πληροφορηση από τους νέους και, κατά κάποιο τρόπο, ήταν κι ο ίδιος παιδί». Στην παραλία αναπτύχθηκε γύρω πό τον Pynchon κάτι που μετα την απόσταση των χρόνων που μεσολάβησε φαντάζει ιδιόρρυθμο –ένας κύκλος ιδιωτικότητας, τουλάχιστον, που παραδόξως με τα χρόνια βοήθησε στο να αναπτυχθεί ο μύθος του Tom του Ερημίτη. «Ήταν περιτριγυρισμένος από μια ομάδα ανθρώπων που τον προστάτευαν έντονα», λέει ο Jim Hall, ένα περιφερειακό μέλος, και «είτε ήσουν αποδεκτός σε κάποιο βαθμό, είτε καθόλου».

Με τα μακρυά μαλλιά, το μουστάκι και τα στρατιωτικά ρούχα, ο συγγραφέας που κάποτε έμοιαζε με το William Faulkner τώρα θύμιζε περισσότερο τον Frank Zappa. Για λίγο, ζούσε με μια κοπέλα, τη νεαρή κόρη της Phyllis Coates, την πρωτότυπη Lois Lane, και φρόντισε το γιο της, τον Ethan. Στριμώχτηκαν στο μικρό μέρος που ζούσε», θυμάται ο Coates. «Ο Tom ήταν πολύ καλός απέναντι στον Ethan». Υπήρχε αρκετό από αυτό που κάποτε χαρακτηριζόταν ως γνωριμία και τώρα λέγεται πεταχτή. Ανάμεσα σε αυτές τις γυναίκες ήταν και η Chrissie Jolly, η γυναίκα του Jules Siegel, κι αυτός είναι ο λόγος που το αποκαλυπτικό άρθρο του τελευταίου στο Playboyείχε τον τίτλο «Who Is Thomas Pynchon … and Why Did He Take Off With My Wife?»

Ο Siegel και η Jolly έγραψαν ένα μικρό βιβλίο για τον Pynchon, στο οποίο η Jolly έλεγε «μπορούσε να υποδυθεί οποιονδήποτε χαρακτήρα ήθελε. Ήταν πολύ επιτήδειος, μεθοδικός». Παράλληλα, προσέθεσε, «Διέλυσε περισσότερους από ένα γάμους, επειδή ήταν πολύ ντροπαλός για να βρει κάποια μόνος του». Όσο σκληρό κι αυτό ακούγεται, η Tharaldsen το επεκτείνει: «Αυτός έμοιαζε να είναι ο τρόπος λειτουργίας του», λέει. «Ήταν πολύ απόμακρος κι ο μόνος τρόπος για να γνωρίσει γυναίκες ήταν μέσω των φίλων του… Είναι ένα μοτίβο.»

Το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας, που ξεκινά με ένα πύραυλο που ουρλιάζει διασχίζοντας τον ουρανό, δεν τελειώνει με μια έκρηξη, αλλά μ’ έναν διασκορπισμό, καθώς ο φυγάς Σλοθροπ σκορπίζεται σε κομμάτια χαρακτήρα και πλοκής. Ο Pynchon, επίσης, έμοιαζε να διασκορπίζεται στον απόηχο του μυθιστορήματος, πηγαίνοντας πέρα-δώθε στη χώρα και θυμίζοντας γιο-γιο, ένα σχήμα στο οποίο έχει βασίσει αρκετούς χαρακτήρες του. Το έργο του επικεντρώνονταν σε άτομα που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από απολυταρχικούς κυβερνητικούς-βιομηχανικούς συνδυασμούς· τώρα, αδύνατον να τον εντοπίσει κανείς για μήνες, έμοιαζε να προσωποποιεί τη λογοτεχνική του αποστολή. Κι είναι κρίμα που αυτή η δεκαετία στην ερημιά μοιάζει να υπονόμευσε την παραγωγικότητά του.

Ο Cork Smith, που ξαναβρέθηκε με τον Pynchon για το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας, έκοψε μόνο 100 από τις 1300 σελίδες του χειρόγραφου, δίχως να το κατανοήσει αρκετά καλά για να επιχειρήσει να κόψει περισσότερες. Αμέσως, εξάλλου, χαιρετίστηκε σαν αριστούργημα –μολονότι ανήκει σ’ εκείνο το είδος βιβλίων που είναι πολύ ευκολότερο να αγοράσει κανείς από το να επιχειρήσει να διαβάσει. Σα να’ θελε να τονίσει ακόμα περισσότερο την αύρα του εκτός κατεστημένου συγγραφέα, η επιτροπή του Πούλιτζερ το επέλεξε για το βραβείο του 1974, αλλά η ευρύτερο επιτροπή το απέρριψε ως αισχρό. Κέρδισε, βέβαια, το NationalBookAwardπου ο Ralph Ellison παρέδωσε σε κάποιον που πίστευε ότι ήταν ο ThomasPynchon, αλλά αποδείχτηκε ότι ήταν ο κωμικός Irwin Corey, σταλμένος από τον Vikingμε την άδεια του συγγραφέα, που ευχαρίστησε το πλήθος με μια σειρά επιτηδευμένα γλωσσικά ολισθημάτα.

Ο Pynchon ίσως να ήταν στην πόλη εκείνη την περίοδο. Από το Manhattan Beach ακολούθησε τους φίλους στην Eureka, περιοχή χασισοκαλλιεργητων,  κι έπειτα στη Νέα Υόρκη. Σ’ ένα γράμμα που έγραψε εκείνο το χειμώνα στους Shetzlines, εξέφρασε την απογοήτευσή του για μια πόλη το μποέμ στυλ της οποίας αποτελούσε παρελθόν. Στο Village Gate θα λάμβανε χώρα μια διαμαρτυρία ενάντια στον Νίξον. «Γιατί δε διοργάνωσαν μία το ’63;», αναρωτήθηκε. Χλεύασε την παρακμάζουσα πορεία της Νέας Υόρκης, τη βρώμικη, ερημωμένη καρδιά μιας φθίνουσας αυτοκρατορίας και τους ενάρετους πρωτογιαπηδες φιλελεύθερους γνωστούς σαν αστικούς μαλάκες. Δεν μπορούσε να ζήσει μιας λογοτεχνική ζωή πια. Μαζί με την τότε κοπέλα του ίσως μετακομίσουν απέναντι από τη θάλασσα, ή, ίσως, πάνε πάλι δυτικά. «Ναι, ακούγεται σαν άσκοπο πέρα-δώθε, έτσι δεν είναι;»

Σε αυτό το πλαίσιο, η στάση του Pynchon δεν ήταν αυτή ενός αντιδραστικού, αλλά ενός καλλιτέχνη που πατά σε μια βαθιά σχισμή της αμερικανικής κοινωνίας. Οι φίλοι του από τη δεκαετία του ’60 είχαν υποχωρήσει στ δάση της California, το θέμα ενός βιβλίο του, της Βαινλαντ,τ που δε θα κατάφερνε να τελειώσει για 17 χρόνια. Οι λογοτέχνες της δικής του γενιάς είχαν αφομοιωθεί στους μαλάκες που αποστρεφόταν. Μια λέξη κλειδί στο Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας είναι το preterite, που κυριολεκτικά σημαίνει περασμένος, αλλά στον Pynchon παίρνει το νόημα του εξόριστου, του καταπιεσμένου, αυτού που δεν ανήκει σε καμία ελίτ. Και ποιος ήταν;

«Νομίζω ότι οπισθοχώρησε προσπαθώντας να κρυφτεί απ’ όλους», λέει η Shetzline. «Θέλησε να αναλύσει που ακριβώς βρισκόταν ο ίδιος σχετικά με την αμερικανική πολιτιστική σύγχυση. Ήταν δύσκολο να στέκεται κανείς ακριβώς στο μέσο αυτής… Δεν υπήρχε καμία επιστροφή στο σπίτι». Ο Pynchon μιλούσε για «δαμασμό των κυμάτων»: να πάρει ένα λεωφορείο πηγαίνοντας από πόλη σε πολή, καθισμένος πάντα στην τελευταία σειρά, παρακολουθώντας τον κόσμο καθώς ένα θερμό με καφέ κρυώνει στο χέρι του.

Περιστασιακά θα επισκέπτονταν τους Shetzlines στο αγροτικό Oregon. «Θυμάμαι τον Pynchon στα άλογα που έιχα», λέει η Shetzline. «Έμοιαζε με τον Δον Κιχώτη».Η Mary Beal, πρώην σύζυγος του Shetzline, λέει ότι, τον περισσότερο καιρό, ξενυχτούσε κι έβλεπε τηλεόραση. (Ο Kirk Sale θυμάται τον επισκέπτη του να διαφωνεί με τα παιδιά του για το ποια καρτούν θα παρακολουθήσουν). Αφού κοιμήθηκε στο δωμάτιο της κόρης του, ο Pynchon έδωσε στη Beal ένα πρωτότυπο κοπλιμέντο: «Με βάζουν συνέχεια στα δωμάτια των παιδιών τους, αλλά το δικό της είναι το πρώτο κρεβάτι που δε μυρίζει κατρουλιό». Οι Shetzlines ήταν μέρος μιας υπόγειας διαδρομής ενός συγγραφεά σε φυγή. «Ήταν ο κύριος Μυστηριώδης», λέει εκείνη.

Κάποτε, σ’ ένα πάρτυ στη μέση του δάσους, ένας άντρας «αναγνώρισε τον Tom σα διάσημο συγγραφέα», θυμάται η Beal. Και, φυσικά, κανείς στην περιοχή δε διαβάζει μυθιστορήματα –μόνο κάποια παραδοσιακά… Τρόμαξε τον Tom σε τέτοιο βαθμό που έφυγε την επόμενη μέρα. Τι μπορεί να ήταν τόσο τρομακτικό; Η Beal πιστεύει ότι περισσότερο έχει να κάνει με το είναι άγνωστος ανάμεσα σε μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων παρά με κάποιον που τον κυνηγούσε.

Ένας ιχνηλάτης του Pynchon έχει βρει τουλάχιστον μια κρυψώνα του, όπως την αποκαλεί ο Shetzline. Μεταξύ του 1976 και του ’77, πέρασε περισσότερο από ένα χρόνο σε μια καλοφτιαγμένη αλλά μκροσκοπική ξύλινη καλύβα στο Trinidad, στην California, που χωρίζεται με δέντρα που εκτείνονται στα 300 πόδια από τη βραχώδη ακτή του Ειρηνικού. Είναι βαθιά στο Humboldt County, τον παράδεισο των χίπι στο κέντρο της Βαινλαντ.

Αυτό το βιβλίο, όμως, δεν ήταν ένα απ’ αυτά που είχε δεσμευτεί με τη Viking ότι θα γράψει. Αυτά ήταν το Μέισον και Ντίξον, σχετικά με τους επιζώντες, κι ένα μυθιστόρημα που ποτέ δε γράφτηκε σχετικά μ’ έναν ασφαλιστή που πηγαίνει στην Ιαπωνία για να εκτιμήσει τις ζημιές που έγιναν από το Γκοτζίλα. Η Viking τον είχε επιχορηγήσει μ’ ένα εκατόμμυριo μπροστά, ξεκινώντας με 50000$ το χρόνο για τρία χρόνια. Ο Pynchon είχε κάνει την πρώτη του απόπειρα σαν ερημίτης στο Μεξικό με 1000$ · τώρα ζούμε με το μισθό ενός γιατρού σ’ ένα πολυτελές κτίσμα, χρόνια μακρυά από το να τελειώσει ένα βιβλίο. Έχοντας ξεφύγει από τους δημοσιογράφους και τους τύπους της δίωξης αλλά όχι και τη δική του παράνοια, ο Pynchon είχε πετύχει να αποφύγει τη μηχανή· τι γίνεται όμως με την οκνηρία;

Ήταν ο έρωτας της ζωής του που τον τράβηξε από την ερημιά και τον επανέφερε στη συγγραφή, την οικογενειακή ζωή και τη Νέα Υόρκη. Η Melanie Jackson ήταν μια έξυπνη και φιλόδοξη νεαρή αντζέντης («η πιο όμορφη κοπέλα στις εκδόσεις», θυμάται ένας εκδότης) όταν ξεκίνησε να δουλεύει για την Candida Donadio. Ήταν, επίσης, απόγονος Teddy Roosevelt (συνεκκλησιάζοντα του πατέρα του Pynchon) και η εγγονή ενός δικαστή του ανωτάτου Δικαστηρίου –μια γνήσια προτεστάντισα από μια πόλη που γειτονεύει με το Oyster Bay.

Όπως όλοι οι καλοί αντζέντηδες, η Donadio ήταν ο καταλύτης στη ζωή του Pynchon, ο πιο σημαντικός σταθμός της υπόγειας διαδρομής του. Η Donadio έλεγε σε άλλους ότι ο Pynchon έμενε στο διαμέρισμά της (πλατωνικά) όταν άρχισε να βγαίνει με τη Jackson. Μια διαμάχη ανάμεσα στις δύο γυναίκες είχε ως αποτέλεσμα η Jackson να φύγει από τον εκδοτικό οίκο στα τέλη του 1981. Ο πρώτος προσωπικός της πελάτης ήταν το αγόρι της, ο ThomasPynchon.

Μαζί, το ζευγάρι αποφάσισε πως ήταν η ώρα για μια συλλογή των νεανικών διηγημάτων του Pynchon –κάτι που ο CorkSmith είχε προτείνει νωρίτερα δίχως αντίκρισμα. Ο Smithπροσέφερε 25000$, αλλά τις ιστορίες τελικά έβγαλε ο Little, Brownγια 150000$, σύμφωνα με το Smith, κι ο Pynchon έγραψε μια εισαγωγή στην οποία απέρριπτε τις τέσσερις από τις πέντε ιστορίες σαν ελάσσονες προσπάθειες. Κατά ένα βαθμό, ήταν ακόμα μια προσπάθεια για να σπάσει το συμβόλαιό του, να βγάλει πειρατικές ιστορίες και να δώσει στη Jackson την πρώτη της πώληση. (Επίσης, πήραν και τα υπόλοιπα βιβλία από τη Viking). Aκόμα, όμως, ήταν μια αναμέτρηση με τον παλαιότερο εαυτό του, πριν το κρυφτό και το τρέξιμο, τα ναρκωτικά και τα συγγραφικά αδιέξοδα. Έγραψε για αντιθετικά συναισθήματα που ένιωσε κοιτάζοντας πίσω –να τις αποδεχτεί ή να να τις ξαναγράψει- αλλά «αυτά τα συναισθήματα έδωσαν τη θέση σ’ ένα από εκείνα τα επεισόδεια ενήλικης ωριμότητας, κι έτσι τώρα υποκρίνομαι ότι έχω φτάσει σ’ ένα επίπεδο διαύγειας σχετικά με το νεαρό συγγραφέα που ήμουν τότε».

Ο Pynchon σταδιακά χαλάρωσε, σα δύτης που αναδύεται, επιστρέφοντας στην επιφάνεια της δημόσιας ζωής. Πέρασε ακόμα μερικά χρόνια κάνοντας έρευνα στην California, αλλά, μέχρι το καλοκαίρι του 1988, όταν κέρδισε την επιχορήγηση του ιδρύματος MacArthur ύψους 310.000$, είχε καταλήξει μαζί με τη Jackson στη Νέα Υόρκη (αν και το ίδρυμα τον είχε εγγεγραμμένο ως κάτοικο Βοστώνης). Το Βάινλαντ εκδόθηκε δύο χρόνια αργότερα. Ένα παραδόξως προσβάσιμο και χαλαρό βιβλίο σχετικά με το τελευταίο καταφύγιο των αριστερών την εποχή του Reagan, απογοήτευσε τους αναγνώστες που προσδοκούσαν την εκθαμβωτική περιπλοκότητα του Pynchon. Ο  David Foster Wallace ήταν μεταξύ των απογοητευμένων. Έγραψε στον Jonathan Franzen πως το Βάιναλαντ ήταν «αποκαρδιωτικά κατώτερο» και πως «έχω την ισχυρή αίσθηση πως ξόδεψε είκοσι χρόνια καπνίζοντας χόρτο και παρακολουθώντας τηλεόραση». Δεν είχε πέσει τόσο έξω, αλλά δεν έλαβε και τα πάντα υπόψιν του. Ο ήρωάς του είχε ήδη μεταμορφωθεί ξανά και ζούσε στο λοτ του –αν όχι με τους Ριγκανικούς, σίγουρα όχι με τους καλλιεργητές μαριχουάνας του  Humboldt County..

Ο Pynchon και η Jackson παντρεύτηκαν το 1990 κι έκαναν το πρώτο τους παιδί –γιο, με πρώτο όνομα Jackson- ένα χρόνο αργότερα. Ο Pynchon έλεγε σε φίλους ότι βλέπει πολύ περισσότερο τους γονείς του. Το επόμενο μυθιστόρημά του, το Μέισoν και Ντίξον, είχε απείρως περισσότερο βάρος και άγρια επινοητικότητα από το Βάινλαντ, και διαδόθηκε ως περισσότερο ζωηρό και δυναμικό από το Ουράνιο Τόξο. Ενσωματωμένο σε αυτό, επίσης, ήταν μια πολύ περισσότερο επεξεργασμένη απόδοση των αμερικανικών του ριζών –οι Pynchon ήταν μεταξύ των επιβιώντων- από το πορτραίτο των Σλόθροπ. Μετά απ’ αυτό, ήρθε το Ενάντια στη Μέρα, μια μεγάλη κι άτακτη μυθιστορηματική επίθεση στον καπιταλισμό, γραμμένη από ένα συγγραφέα που όλο και περισσότερο απολάμβανε τις ανέσεις του.

Κάποτε ένοικος φτηνών ξενοδοχείων της μιας βραδιάς τώρα νοίκιαζε ένα διαμέρισμα μαζί με την οικογένεια του σε μια κύρια διασταύρωση της Yupper West Side κι έγινε συνειδητά ημι-δημόσιο πρόσωπο. Ο Pynchon είχε ήδη ξεκινήσει να γράφει για τους Times· ένα δοκίμιο προς υπεράσπιση των Λουδιτών· μια κριτική του Έρωτα στα χρόνια της Χολέρας· ένα δοκίμιο για την αγαπημένη του θανάσιμη αμαρτία, την οκνηρία. Ενώ στα παρελθόν κατά κύριο λόγο επικοινωνούσε με τους δικούς του μέσω αλληλογραφίας ή τηλεφώνου –καλώντας τον Harlan Ellison «μια στο τόσο», κάποτε για να τον προτρέψει να σταματήσει να πληρώνει φόρους, αλλά δίχως ποτέ να του δίνει τον αριθμό του- τώρα πήγαινε για γεύμα με τον Don DeLillo, τον Salman Rushdie και τον Ian McEwan. Όταν η κωμική σειρά The John ­Larroquette Show ζήτησε από τον Pynchon μια ιστορία, αυτός συμφώνησε, αρκεί να μην απεικονίζονταν το πρόσωπό του, κι έντυσε το μυθιστορηματικό του είδωλο μ΄ένα μπλουζάκι του Roky Erickson. Μια δεκαετία αργότερα, συναίνεσε να εμφανιστεί στους Simpsons–κυρίως, όπως είπε, επειδή ο γιος του ήταν φαν. Ο μάνατζερ του σόου, Al Jean, θυμάται μια νορμάλ φιγούρα με μουστάκι, γιος και σύζυγος μαζί του. Συζητούσαν για ιδιωτικά σχολεία και ανακαίνιση στην κουζίνα. Ο Pynchon αρνήθηκε ευγενικα μια αναμνηστική φωτογραφία: «Δε βγάζω συνήθως». Εμφανίστηκε δυο φορές στη διάρκεια της σειράς, φορώντας μια χάρτινη σακούλα στο κεφάλι. Την πρώτη φορά δεν είπε λέξη, αλλά τη δεύτερη ξεστόμισε ένα λογοπαίγνιο: «The Frying of Latke 49.»

Υπάρχει μια φαινομενική τυχαιότητα στις δημόσιες εμφανίσεις του, αλλά, στο μεγαλύτερο βαθμό, εξαρτώνται από συνηθισμένες προσωπικές γνωριμίες. Όπως η απόφασή του να γράψει μερικούς στίχους –κι αργότερα να κάνει μια συνέντευξη για το Esquire – μ΄ένα  indie-rock συγκρότημα, με τ’ όνομα Lotion. Περίπου την εποχή που πέθανε ο πατέρας του , το 1995, ο Pynchonnπήγε στην καθιερωμένη συνάντηση αποφοίτων του παλιού του λυκείου. Αυτός και ο Rob Youngberg , ο ντράμερ των Lotion, τύχαινε να πηγαίνουν στον ίδιο δάσκαλο μουσικής. Ο Dr. Luckenbill τους είχε διδάξει αμφοτέρους με 25 χρόνια διαφορά. Έπειτα, ο Pynchon συνάντησε τη μητέρα του Youngberg σε μια τράπεζα στο Oyster Bay, και αυτή του έδωσε το καινούριο άλμπουμ του γιου της. Ο Pynchon το ξεκοκάλισε και σύντομα βρισκόταν στο στούντιο τους, να παίρνει σημειώσεις και να εξιστορεί περίεργες λεπτομέρειες για την τεχνολογία μικροφώνων.

«Θυμάμαι να με’ χει καταπλήξει το πόσο απίθανα αστείος ήταν», λέει ο Youngberg. Ο συμπαίκτης του στο γκρουπ, Bill Ferguson, ήταν συντάκτης στο Esquire· το περιοδικό πρότεινε μια συνέντευξη και, προς έκπληξη όλων, ο Pynchon συμφώνησε. Οι ερωταπαντήσεις έτρεχαν κάτω από ένα κείμενο τόσο περίεργο που μόνο ο Pynchon θα μπορούσε να το είχε γράψει: «Ο ερημίτης συγγραφέας λατρεύει το ροκ και τ’ όνομά του είναι, λοιπόν, Lotion. Ήθελε να παίξει ουκελελε, κι έτσι το συγκρότημα του΄δωσε τη συνέντευξη». Ο Ferguson εντυπωσιάστηκε από την ευρυμάθεια, το χιούμορ και την ένταση του Pynchon –αλλά, επίσης, και από την ποιότητα της επικοινωνίας τους: «Είναι, απλά, κάποιος που τον βλέπεις και σε βλέπει. Στο κεφάλι μου τον συγκρίνω με τον Robert De Niro στο Brazil. Ξέρει την αλήθεια, αλλά πρέπει να φύγει από δω τώρα: «Συνέχισε να κάνεις ό,τι κάνεις, δε θα’ μαι εδώ για πολύ».

Δε θα ήταν, αλλά ήδη έχει συμπληρώσει 25 χρόνια στην πόλη. Το πρόβλημα, για κάποιον τόσο βαθιά ιδιωτικό, είναι ότι, αργά ή γρήγορα, ο τύπος σε εντοπίζει, ή γράμματα που είχες στείλει σε φίλους δημοσιοποιούνται –όπως αυτά που έστειλε στην Donadioή τους Sales. Σε δύο περιπτώσεις –τη δημοσιοποίηση των γραμμάτων του προς την Donadio και την ανακάλυψη της αίτησής του στο Ίδρυμα Ford- η δικηγόρος, αντζέντης και σύζυγος του Pynchon έδρασε γρήγορα για να τα αποσιωπήσει. Ο Pynchon πάντα πολεμούσε τη δημοσιότητα, αλλά τα μυστικά των ισχυρών αντιμετωπίζονται διαφορετικά, κι ο Pynchon, πλέον, είναι ισχυρός. Τώρα που επωφελείται από την κάλυψη των media, η αυτοπροστασία του μοιάζει επιλογή λιγότερο πολιτική και περισσότερο ψυχολογική.

«Γράφει, όπως θα λέγαμε, με τον αυτοκρατορικό τρόπο», λέει ο Kirk Sale, με τον οποίο ο Pynchon διέκοψε την επικοινωνία όταν ο πρώτος μίλησε σε έναν ρεπόρτερ. «Δημιουργεί έναν κόσμο και τον κάνει λειτουργεί ακριβώς με τον τρόπο που θέλει αυτός. Αν αυτό δε συμβαίνει, δεν του αρέσει… Οπότε, κατά μία έννοια, θα λέγαμε ότι ήθελε τον απόλυτο έλεγχο τόσο στα βιβλία όσο και στη ζωή του.

Το τελευταίο που οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε σχετικά με τον ThomasPynchon είναι ότι, πέραν του κλασικισμού, όλα τα βιβλία του είναι με κάποιον τρόπο αυτοβιογραφικά. Το Έμφυτο Ελάττωμα, για παράδειγμα, στο οποίο πρωταγωνιστεί ένας μαστουρωμένος ντεντέκτιβ, χρωστά πολλά στους χαρακτήρες που ο Pynchon συνάντησε στοManhattan Beach. Το βιβλίο σύντομα θα μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη κι ίσως εκεί να οφείλεται η μεγάλη αγάπη που έχει για το συγκεκριμένο –ή απλά αποτελεί μέρος ενός ονείρου για έναν εθισμένο κινηματογραφόφιλο. Τα γυρίσματα έχουν ήδη ξεκινήσει στο L.A. από τον επιβλητικό κινηματογραφιστή Paul Thomas Anderson, με το Joaquin Phoenix στον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Κανένα βιβλίο του, όμως, δεν είναι περισσότερο αυτοβιογραφικό από την Υπεραιχμή. Είναι αδύνατον να μη διαβάσει κανείς την προσεκτική εκεχειρεία ενός γκριζομάλλη περιπλανώμενου με τη Νέα Υόρκη, τον κομφορμισμό και τη δημόσια ζωή. Βρίσκεται ακόμα και στην περιπαιχτική επιγραφή, μια φράση του συγγραφέα μυστηρίου  Donald Westlake  που περιγράφει την πόλη σαν «τον αινιγματικό ύποπτο που ξέρει την ιστορία, αλλά δεν πρόκειται να την πει». Υπάρχει μια σκηνή καταδίωξης ακριβώς στην ίδια διασταύρωση όπου, το 1998, ένας νοτιαφρικανός ρεπόρτερ καταδίωξε το συγγραφέα, τράβηξε μια τραγική φωτογραφία και προσπάθησε να του σφίξει το χέρι. (Πάρε το γαμημένο χέρι σου από μπροστά μου», απάντησε ο Pynchon). Υπάρχει, ακόμα, ένα λυρικό απόσπασμα στο οποίο η ηρωίδα κατασκοπεύει σ’ ένα δρόμο που είναι, προφανώς, το Apthorp. Ο γιος του μεγάλωσε κοιτάζοντας ακριβώς το ίδιο μνημείο –κι ακριβώς από το ίδιο παράθυρο. Αυτά μοιάζουν επικίνδυνα παιχνίδια για έννα «ερημίτη συγγραφέα» –αν και, μαζί με την οικογένειά του, μετακόμισε απ’ αυτό το διαμέρισμα πριν τέσσερα χρόνια. (Αγόρασαν, επίσης, κι ένα εξοχικό –στο Long Island, μια ώρα απόσταση από Oyster Bay). Η Υπεραιχμή ξεκινά κι ολοκληρώνεται με τη Maxine, που εντοπίζει κι ερευνά οικονομικές απάτες –πάντα  τρυφερή με το γιο της, το Ziggy. Ειρωνεύονται διαρκώς το Collegiate, το λύκειο στο οποίο φοίτησε ο Jackson Pynchon.

Είναι αστείο, γεμάτο λογοπαίγνια, κοντά σε πνεύμα στο Έμφυτο Ελάττωμα και , παραδόξως, μπλαζέ για τις θεωρίες συνωμοσίας. Η Maxine αστειεύεται πως «οι θεωρίες συνωμοσίας είναι το σκόρδο στην κουζίνα της ζωής, δεν μπορείς ποτέ να έχεις αρκετό». Η 11η Σεπτεμβρίου, το υποτιθέμενο σημείο μετάβασης, είναι μεταχειριζόμενο από απόσταση και με το μούδιασμα που ένας ντόπιος νιώθει σήμερα –σα μια καταστροφή που γρήγορα προσπεράστηκε από το θόρυβο της ποπ κουλτούρας, τους άδικους πολέμους και την ατελείωτη όρεξη της πόλης για καταστροφή.

Το σημείο στο μυθιστόρημα που αχνοφαίνεται η μορφή του Pynchon είναι ο –πότε είναι και πότε-όχι- σύζυγος της Maxine, ο Horst, ο οποίος ομολογεί στα ΙΚΕΑ πως «το ιδανικό μέρος είναι ένα όχι και τόσο πρόστυχο δωμάτιο ξενοδοχείου, κάπου στις κακές χώρες». Ένας περιπλανώμενος επιστρέφει στη ζεστασιά του σπιτιού του, περνάει το μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος παρακολουθώντας βιογραφικές ταινίες. Ο πραγματικός Pynchon βγαίνει αρκετά: ένας γνωστός του τον βλέπει να περπατά στη λεωφόρο με ανησυχητική συχνότητα. Προφανώς, βέβαια, περνάει αρκετό χρόνο στο σπίτι του. Μια μικρή λίστα με τις αναφορές του βιβλίου στην ποπ κουλτούρα: AceVentura, AllyMcBeal, BattlestarGalactica, BeanieBabies, BritneySpears, Furbies, Geraldo, Hypnotiq, Jamiroquai, “Morecowbell,” Pokémon , το χτένισμα της “Rachel”, WarrenG., “WhoopThereItIs,” Wolfenstein, Zima.

Πέρα από την κοροϊδία και το κατακεραύνωμα μιας ακόμα κοινότητας, υπάρχει μια υπόγεια νοσταλγία –εμφανής περισσότερο στις λυρικές περιγραφές δύο σημείων. Το πρώτο είναι ένα μικροσκοπικό νησί του Staten Island, και το δεύτερο είναι εικονικό –ένας μη εμπορικός δρόμος του Ίντερνετ, ακόμα αναρχικού το 2001. Ο Pynchon συγκρίνει τα δύο: «Σαν το νησί των Meadows, το βαθύ διαδίκτυο έχει τους συνεχιστές του. Όσοι είναι ακόμα εκεί κάτω βασιζόμενοι στην ανωνυμία του ένα πρωινό με πολύ αγενή τρόπο θα εκπλαγούν από την ψιθιρίζουσα κάθοδο των εταιρικών ανιχνευτών που θα φτάσουν στο περιεχόμενό τους έχοντας διαφθείρει ακόμα ένα ιερό για τους δικούς τους, καθόλου-ανιδιοτελείς σκοπούς».

Το λογοπαίγνιο μεταξύ departure/Deep/Ancherείναι προφανές. Η απόλαυση που προσφέρει ένα μυθιστόρημα του ThomasPynchon πάντα βασίζονταν στην ένταση που νιώθει ο συγγραφέας του σχετικά με το ότι θέλει να καταπιεί τον κόσμο και, ταυτόχρονα, να τον κρατήσει σε αναμονή, γιορτάζοντας και κοροιδεύοντάς τον, καταβροχθίζοντάς τον και προστατεύοντάς τον εαυτό του πρώτα, τώρα και την οικογένειά του, από το να καταβροχθιστούν. Το βιβλίο τελειώνει μ’ αυτήν την εικόνα, μια έκκληση για προστασία των αθώων παιδιών από «τον κόσμο που διαρκώς καταγράφεται». Αυτά τα αποσπάσματα που φωνάζουν για ελευθερία στην πραγματικότητα δεν είναι και τόσο διαφορετικά από το Minstrel Island, την υποχώρηση από την IBMγια την οποία έγραφε στο Cornellτο 1958. Ακόμα δεν την έχει βρει, τουλάχιστον όχι έξω από τη λογοτεχνία.

*Το παρόν κείμενο αποτελεί μετάφραση του αγγλόφωνου άρθρου του Boris Kachka  με τίτλο On Thomas Pynchon Trail.

Διαθέσιμο εδώ.

[i] Σε κάθε αναφορά στο Bleeding Edge χρησιμοποιείται ο τίτλος Υπεραιχμή που, όπως ανακοίνωσε ο μεταφραστής του βιβλίου, Γιώργος Κυριαζής, θα χρησιμοποιηθεί στην ελληνική έκδοση. Αναμένεται να κυκλοφορήσει μέσα στο φθινόπωρο.

[ii] Το απόσπασμα είναι από την ελληνική έκδοση του Ουράνιου Τόξου της Βαρύτητας, Εκδόσεις Χατζηνικολή, μετάφραση Γιώργος Κυριαζής

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular