Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

 

«Η μνήμη, η μνήμη που παραβιάζει, κατακρεουργεί αναβιώνοντας το ίδιο, το ακριβότερο, το έσχατο αγαθό: εκείνο που υπήρξε».

Διαβάζοντας το καταληκτικό κείμενο του Αλέξη Σταμάτη στην πρόσφατη επανέκδοση του πρώτου του μυθιστορήματος Ο έβδομος ελέφαντας (1998) επιβεβαίωσα την εντύπωσή μου πως πρόκειται στην ουσία για ένα εκτενές, αφηγηματοποιημένο ποίημα. Είναι εμφανής η επίδραση της ποίησης στον πρωτοεμφανιζόμενο τότε πεζογράφο, καθώς οι φράσεις του μοιάζουν να αναλιγώνουν στην προσπάθειά τους να στερεωθούν σε ένα ευλογοφανές σχήμα. Οι λέξεις ρέουν στις σελίδες παραζαλισμένες, μεθυσμένες, ξεγλιστρώντας από τη σκέψη του αφηγητή, ανυπότακτες στον παραμικρό λογικό ειρμό. Η γραφή παρακολουθεί τεταμένη και τρέμουσα τον καταποντισμό του μέσα σε ένα υγροποιημένο είδωλο, που στάζει έξω από τα όρια του καθρέφτη. Μόνο στις τελευταίες σελίδες, που εξεικονίζουν με λυρικά, οραματικά πλάνα την πάλη της ανάδυσης, ο Α. κοιτάζοντας τον καθρέφτη συνειδητοποιεί πως «αυτό το οβάλ αποτύπωμα το λένε “πρόσωπο” και είναι η εικόνα του στον κόσμο».

Η εναρκτήρια σκηνή είναι ενδεικτική της αγωνίας τού ήρωα να οπτικοποιήσει το όνομά του, δηλαδή το αυτοείδωλο που ερήμην του διαθλά στον κόσμο. Με τρία σπίρτα πασχίζει να χτίσει μια στέγη που να χωρά τον εαυτό του και τον άλλο. Αλλά η στατικότητα του εύθρυπτου, εύφλεκτου οικοδομήματος καταρρέει εξαιτίας της αδεξιότητας των δαχτύλων. Οι αναθυμιάσεις του αλκοόλ θολώνουν το βλέμμα, ξεγελώντας το με μια πλανερή διαύγεια, που διαρκώς διαψεύδεται, για να παγιδευτεί σε έναν κυκεώνα παραλογισμών και ασυναρτησιών. Οι σκέψεις πυρακτώνονται, μαζί με την επιθυμία και τη μεταμέλεια, ενόσω ο συναισθηματικός αντίκτυπος των άλλων ανθρώπων αποκτά εξουθενωτική ένταση. Η διάδραση, ο διάλογος ή ακόμα και το φύσει δυσλεκτικό, ενστικτώδες σμίξιμο των σωμάτων, μετατρέπονται σε ανηλεείς, χαμένες αναμετρήσεις. Οι λέξεις συνωθούνται ανερμάτιστες και κάθυγρες σε παραληρηματικές εξαγγελίες, ενώ οι χειρονομίες ματαίως επιχειρούν να νεύσουν με ειλικρίνεια και συμπόνια προς τον άλλο. Η γλώσσα θέλει μα δεν λέει, η ανάσα κόβεται προτού εκπνεύσει σε ζωή, τα σπλάχνα αναδεύονται και τα κόκαλα τα περισφίγγουν. Το αλκοόλ κατισχύει της μνήμης, της επίγνωσης, λιανίζει το συσσωρευμένο βάρος, το συντριπτικό αίσθημα της βαρύτητας, αλλά την ίδια στιγμή αλέθει τα σωθικά, σαρώνοντας κάθε αντέρεισμα της υπόστασης. Το βλέμμα βαθαίνει σε όρυγμα, αλλά δεν βλέπει, αποσύρεται από οτιδήποτε ορατό, όμως, παρ’ όλα αυτά, στο βάθος του σπιθίζει το πείσμα, μια ακόμη ζώσα θέληση.

Ο ήρωας του Σταμάτη δεν αντιστέκεται στον άγριο καταιονισμό του αλκοόλ. Αντιθέτως, με λυσσώδη μανία φροντίζει να φτάσει στον πυθμένα, αδημονώντας για την εκμηδένισή του. Γέρνει ολοένα, όλο του το σώμα κυρτώνει «σε μια στάση παρακλητική, σε μια σταδιακή απόπειρα κάμψεως, ώστε να φτάσει μέχρι το χώμα, που φαίνεται πως ήταν και ο τελικός προορισμός του».

«Κόντραρε τον ίδιο του τον εαυτό, κατέβαινε ένα ένα τα σκαλοπάτια προς το υπόγειο, εκεί όπου είχε φυλαγμένα τα τελευταία μπουκάλια».

Όσο πιο έγκλειστος νιώθει στην ίδια του την ύπαρξη, τόσο περισσότερο παλεύει να διαχυθεί έξω από αυτήν, να εξατμιστεί μαζί με το οινόπνευμα που την περιχύνει.

«Κατά καιρούς βλέπει μια γιγάντια σκιά να πλησιάζει. Τότε απλώνει τα χέρια και τεντώνεται όσο μπορεί. Όσο μπορεί πιο μακριά, να ακουμπήσει τη σκιά, να δαγκώσει το σκοτάδι, να εισβάλει στον ελευθερωτή ίσκιο».

Σκιώδης και ο ίδιος, διαρρέει από τη ζωή του για να αιωρηθεί σε φασματικά στερεώματα, απ’ όπου η προδιαγεγραμμένη πτώση του φαντάζει ακόμα πιο ιλιγγιώδης. Σε μια από τις πιο ονειρικές σκηνές του βιβλίου, ο Α. αντικρίζει τον βυθό από απύθμενο ύψος, γαντζωμένος στα πέρατα ενός υπερκόσμιου θόλου, και αδύναμος να κρατηθεί άλλο από τα άστρα γύρω του, παραδίδεται στην άφευκτη κατακρήμνιση, σε «μια κόκκινη αίσθηση, που είναι το πέρασμα από την ηρεμία στον τρόμο», και καθώς σωριάζεται με πάταγο στον πάτο, η άνωση τον ξεβράζει ορμητικά στα ψηλά.

Η επιθυμία της πτώσης είναι η επιθυμία του σκοταδιού, της απόλυτης ησυχίας του κενού. Το αλκοόλ που επιμελώς εγκεντρίζει στο αίμα του, τον κάνει «να μετεωρίζεται ανάμεσα στο νωπό αέρα και στο λυπημένο χώμα που πατά». Πίνοντας διαφεύγει την πραγματικότητα και ζει μια κρυφή ζωή κρυμμένος από αυτή. Αναδιπλώνεται μες στους διάφεγγους τοίχους του σπιτιού, βλέποντας απέξω τις φλόγες να το πολιορκούν, να διαρρηγνύουν την οχύρωση και να τον καίνε. «Ο φόβος έχει χαράξει στο έδαφος μια κάτοψη με μαχαίρι». Κυκλωμένος από αυτή την αιχμηρή οριοθέτηση, συστρέφεται ανίσχυρος, κατάφλεκτος, παρηγορημένος από την ψευδαίσθηση πως βρίσκεται επιτέλους «μόνος με τον εαυτό του. Με όλο του τον εαυτό».

Ασφαλώς δεν είναι μόνος. Είναι υπερβολικά πολύς. Δεν είναι μόνο η μνήμη, αλλά και εκείνη, που επιμένει να γρατζουνά τη φλογισμένη του επιφάνεια, να επισπεύδει την ανάφλεξή του. Μια γυναίκα που, όπως και ο ίδιος, υπομνηματίζεται απλώς με το αρχικό γράμμα του ονόματός της και η οποία θα αργήσει να ανακτήσει την ολότητά της. Θα χρειαστεί να διανύσει μια ασύλληπτη απόσταση, από το Α στο Ζ, να διασχίσει όλες τις ματαιωμένες ιστορίες, που εγκυμονεί αυτή η αφηγηματική διαδρομή, για να φτάσει ολογράφως στο κάτω μέρος της σελίδας. Σε εκείνη ακριβώς τη σελίδα το ιδιόχειρο Zoe, η ξανακερδισμένη Ζωή, συμβολοποιεί την αμφίπλευρη αποτοξίνωση των εραστών. Μέχρι τότε όμως δεν υπάρχει χώρος για ζωή. Όλο το έδαφος της κατοικίδιας ύπαρξης του Α. καταλαμβάνεται από τα σκορπισμένα γράμματα του δικού του ονόματος. Συνταρακτικό είναι το στιγμιότυπο, όπου παρασυρμένος σε μια φρεναπάτη αυτοθεραπείας, ο ήρωας αγωνιά να στήσει τις ψηφίδες της λέξης που τον ονοματίζουν, δηλαδή τον κάνουν να υπάρχει, σε μια ακλόνητη, γρανιτένια βάση. Θέλει να σφίξει στα χέρια του αυτές τις ψηφίδες, τα γδαρμένα πετραδάκια, τα βρεγμένα γράμματά του, και «να τα περάσει στην άλλη όχθη, να τα σώσει».

«Κι ύστερα να τα στεγνώσει και να τα στήσει στη σωστή σειρά, αφού πρώτα θεμελιώσει το έδαφος για να στέκονται σταθερά ώστε να μην τα κουνάει πέρα δώθε ο αέρας».

Ωστόσο, ο εαυτός του χανόταν «πίσω από ένα σύννεφο λέξεις. Λέξεις άχρηστες, αιωρούμενες. Ένα πλήθος χαρτάκια με ακατάσχετες σημειώσεις να πετούν από δω και από κει». Άφηνε το αλκοόλ να τον αναδεύει στα νέφη του μυαλού, όπου «κένταγε όλο και πιο σύνθετα αφηγηματικά σχήματα· σχήματα τόσο περίπλοκα, που το σκηνοθετικό υφάδι του έμοιαζε διαρκώς να αιωρείται σ’ ένα maelstrom οραμάτων και σκηνικών μαιάνδρων». Κάθε που έπινε, έφτιαχνε τον εαυτό του από την αρχή, χαλώντας τον.

Ακόμα και ο λιγοστός χώρος που του αναλογούσε, είχε μετατραπεί σε παλίμψηστο, σε ένα ψυχεδελικό παζλ. Τα μέρη που τον οικοδομούσαν κατέρρεαν, συγχέονταν, εισχωρούσαν το ένα μέσα στο άλλο, παραμορφώνοντας την οικεία, οικιακή γεωμετρία σε χάος. Ο ίδιος χάραζε τον φρενιτιώδη μικρόκοσμό του με ένα θλιβερό ίχνος, «κάτι σαν βιασμένος κύκλος. Η έλλειψη». Είχε χάσει κάθε αίσθηση εαυτού, ένσαρκης ταυτότητας. Σερνόταν στα λιγοστά τετραγωνικά μεταμορφωμένος σε ένα πλάσμα που αλυχτούσε, που μούγκριζε από τον πόνο, αφήνοντας πίσω του «ματωμένα ίχνη όπως ένα πληγωμένο ζώο».

Μυρωδιά καμένου πλανιόταν στον χώρο. Η σποδός μετά τις σπονδές. «Είναι μια γιορτή θανάτου. Κι αυτός είναι το λάφυρο».

Σε αυτό τον ταχυφλεγή χώρο που τον περιείχε, το σώμα του σφάδαζε, «με τις γραμμές τομής –τα οστά- κατάμαυρες από την πυκνότερη μελάνη και την καρδιά σχεδιασμένη στο πίσω τοίχωμα με αχνή γραμμή προβολής».

Η Ζωή δεν κατάφερνε να φτάσει μέχρι αυτό το πίσω τοίχωμα. Αν και πολλαπλώς ναυαγισμένη, χοροστατούσε σε «μια τελετουργία καθέλκυσης». Ωστόσο, σε κάθε της πλησίασμα ο Α. οπισθοχωρούσε, γιατί τότε πίστευε πως ο έρωτας είναι «η εξέγερση στη νηφαλιότητα, η συνεχής κίνηση και εξερεύνηση στο πλήρες σκοτάδι». Ανίατο το άγγιγμά τους, το αναρρίπιζε «ένας πυκνός, ταπεινωμένος χρόνος». Ακόμα και όταν παραληρούσε, η σάρκα ψευδόταν. «Όπως η γλώσσα, έτσι και το σώμα δεν μπορεί να τα πει όλα, δεν μπορεί να πει όλη την αλήθεια, δεν κυριολεκτεί».

Η Ζωή πάλευε να επουλώσει το καψαλισμένο, διαμπερές δέρμα του, αλλά ο Α. κειτόταν χαίνων δίπλα της, «ένας σκελετός γεμάτος πόνο, άσπρα κόκαλα που έτριζαν στο διπλό κρεβάτι». Εκείνη, βαριά από τις σκιές που θυμούνταν τα βλέφαρά της, λαχταρούσε το φως, ενώ εκείνος επειγόταν να φράξει όλες τις χαραμάδες, όλα τα ανοίγματα, τα αφύλακτα περάσματά του. Εκείνη προσδοκούσε μέρες ολόφωτες, ενώ εκείνος ζούσε μόνο σε νύχτες, σε απέλπιδες νύχτες που μοιραζόταν μαζί της, αλλά και στη «μέσα» νύχτα, «εκείνη που χωνόταν σε όλο και πιο απροσπέλαστα αγγεία και μύριζε όπως κάθε “μέσα” νύχτα μυρίζει: φόβο».

Όσο η Ζωή τον παρωθούσε προς την κατάφαση, τόσο περισσότερο τον πονούσε το «όχι» που επέβαλλε στον εαυτό του, κάθε φορά που του ζητούσε αλκοόλ. Ήθελε ένα τέλος, αλλά δεν ήξερε πού να το αναζητήσει, σε ποιο «ναι» και σε ποιο «όχι». Δεν ήξερε ποια μέθη θα έσβηνε τελικά τη δίψα του. «Πώς ανταλλάσσεται η δίψα για το όνειρο; Ίσως μόνο με τη δίψα για το τώρα».

«Το “όχι” πονούσε, έκαιγε τα σωθικά, έμοιαζε τόσο αδύναμο μπροστά στην απαίτηση, την προσταγή όλων των οργάνων για τη ζωογόνα ύγρανση».

Όμως με κάθε «ναι» το σώμα δηλητηριαζόταν και πάλι από το θανάσιμο υγρό και εξεγειρόταν μπροστά σε αυτή την παράλογη, ολοένα και πιο τελεσίδικη, διάβρωση. Μπορεί ο Α. να αισθανόταν τη συνειδητότητα σαν «ασθένεια», αλλά δεν έπαυε να συνειδητοποιεί πως «ο χρόνος είναι αυτή ακριβώς η στιγμή που ζούμε», και πως η δική του ζωή δεν ήταν εδώ και πολύ καιρό παρά ένας ημερήσιος ενταφιασμός στιγμών, κάθε μέρα «σε φρεσκότερο χώμα». Όσο το αίμα του διακλαδωνόταν ολοένα και καθαρότερο μες στις αρτηρίες του, τόσο ορμητικότερη ανάβλυζε η μνήμη. Και όσο θυμόταν, άλλο τόσο σπάραζε για την υπερχειλίζουσα από τον χαμένο χρόνο ζωή του.

Η ίαση ήταν μια διδαχή στη διάρκεια. Έμαθε να διαρκεί. Ο χρόνος ανέκτησε τον ρυθμό της ροής του και εκείνος κατάφερε να συγχρονίσει την αναπνοή του με αυτό τον επίμονο μετρονόμο. Έμαθε πως κάθε μέρα που περνά είναι και ένα μικρό τέλος, το οποίο αξιώνει ένα σήμα, μια, ελάχιστη έστω, μνημείωση. Έτσι, έμαθε να αφήνει ίχνη πίσω του, πειστήρια βιωμένου, ενσυνείδητου χρόνου.

Κάποια στιγμή, στον οβάλ καθρέφτη του τοίχου «ένιωσε ένα φως ν’ αστράφτει και μετά από πολύ καιρό είδε ξεκάθαρο ένα είδωλο». Με «[…] όλες του τις αισθήσεις, με μια ήρεμη χαρά, απ’ αυτές που νιώθει κανείς μια ή δυο φορές στη ζωή του, με την ανακούφιση που αισθάνεται όταν αντικρίζει το τέρμα μιας διαδρομής, σ’ αυτή την όψη τη βασανισμένη, επιτέλους αναγνώρισε τον εαυτό του, τον ίδιο του τον εαυτό, σαν ένα ον ολόκληρο».

Έμαθε να μιλάει. Να απευθύνει τις λέξεις του. Δραπέτευσε από τους μουλιασμένους λεκτικούς μαιάνδρους, όπου τα νήματα της φωνής του μπλέκονταν σε κουβάρι, σε μια κακοφωνία υπαρξιακών ιαχών. Οι λέξεις του, που κατρακυλούσαν από τη γλώσσα στον οισοφάγο και από εκεί στο στομάχι για να αναμειχθούν με «καλειδοσκοπικές εικόνες της φρίκης» σε έναν ιζηματώδη πολτό, έγιναν λόγος, εκμυστηρευμένη σκέψη, έγνοια για τα λόγια του άλλου, κοινωνία.

Έμαθε να αντέχει το φως. Να μην τεμαχίζει τις μέρες του με διακοπτόμενες συσκοτίσεις. Επέτρεψε στο φως να διαπεράσει τη ζωή του, «φως, φως αληθινό, όχι κομμάτια σκόρπια, όχι λωρίδες», να διαχυθεί και να βάψει κάθε γωνιά του κόσμου του, «εκεί όπου ποτέ αυτός δεν είχε επιτρέψει», και έτσι καταυγασμένος ήξερε πως η μορφή του, «κάτω απ’ αυτή τη λάμψη», θα είχε μια αναμφίλεκτη, άφλεκτη σοβαρότητα, γιατί «θα λούζεται και θα ανασαίνει» από «φως ατόφιο». Εκεί ακριβώς, «σ’ ένα χώρο ανοιχτό, περίοπτο» έστησε τον εαυτό του. Άφησε το φως να στεγνώσει τα γράμματά του, να τα περισώσει.

Το μυθιστόρημα του Αλέξη Σταμάτη είναι μια ταραγμένη περιπλάνηση και μαζί μια εφιαλτική, αδυσώπητη αυτοανάλυση, ένα μανιώδες ξήλωμα του εαυτού. Είναι επίσης η εσωτερική, σύγκορμη εξέγερση του προσώπου έναντι του προσωπείου. Ο ήρωας έχει συναίσθηση πως πίσω από την αποχαλασμένη του όψη, επιζεί ένα πλάσμα «τραγικά αληθινό». Ο συναισθηματικός παροξυσμός του μετατρέπεται σε εμφύλια σύρραξη των σπλάχνων. Η «τελική κατάδυση ως τον πάτο της υγρής του φύσης» δεν είναι αρμένισμα, είναι κάθοδος σε αρένα. Σε κάθε σελίδα σχεδόν παρακολουθεί το σώμα του να πέφτει και να σπάει, να παίρνει φωτιά και να σκορπίζεται σε στάχτες. Η έντονη σωματικότητα της γραφής που επιζητά την αρωγή της ποίησης, διαλέγεται εύστοχα με αρχιτεκτονικούς παραλληλισμούς που παραπέμπουν στο θεμελίωμα και τη θωράκιση. Στο γκρέμισμα και την ανέγερση. Ο ήρωας αντιμετριέται με την καθολική του ερήμωση, αλλά και με τη σισύφεια προσπάθειά του να την αναχαιτίσει. Είναι, όμως, ένας Σίσυφος που δεν ξέρει τι είδους βάρος κουβαλά, αγνοεί σε ποια ύλη συνίσταται το φορτίο που πασχίζει να ανεβάσει στην κορυφή, γιατί ο όγκος που τον συνθλίβει είναι ο ίδιος του ο εαυτός. Η ενοχή της προδοσίας, της αποτυχίας, αναδαυλίζει τη λαχτάρα της επανόρθωσης. Η λύσσα της αυτοεξουδετέρωσης διεγείρει το ένστικτο της ζωής. Οι παλινωδίες της ψυχής εκβάλλουν στην αμφιθυμία της γραφής. Άλλοτε βίαιη και ανήμερη και άλλοτε αισθαντική και λιποψυχισμένη, ακολουθεί τον Α. μέχρι κάτω, μέχρι το υπόγειο με τα τελευταία μπουκάλια.

Τα τρία σπίρτα που στην πρώτη σελίδα κρατά στα δάχτυλά του, γίνονται τελικά όχι μόνο ένα όνομα, αλλά και ένα σύμπαν, γιατί κάθε αλφάβητο εμπεριέχει το σύμπαν. Τρία σπίρτα αρκούν για το Α και το Ζ και σε κάποια γλώσσα αυτά τα δύο γράμματα σηματοδοτούν την αρχή και το τέλος της ζωής των λέξεων. Περιφρουρούν, με άλλα λόγια, όλες τις ανείπωτες αφηγήσεις, τις ευοδωμένες και τις ανευόδωτες. 

Αλέξης Σταμάτης / Φωτογραφία: Στέφανος Παπαδόπουλος

Lina Pantaleon

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular