Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

«[…] στεκόμαστε αντιμέτωποι μ’ ένα τεράστιο κενό, το ίδιο κενό που προσπαθούμε όλη μας τη ζωή να γεφυρώσουμε, πλάθοντας με τη φαντασία μας ένα σπουδαίο πέρασμα στο όνομα κάποιου πράγματος μεγαλύτερου και πολυπλοκότερου από τον μηδαμινό εαυτό μας, που συνεχίζουμε να το υπηρετούμε ασχέτως των επιπτώσεων, ασχέτως των θηριωδιών, ασχέτως των καταστάσεων, ασχέτως του κόστους, του μόχθου και του αγώνα».

 

Η Μέλανι Γουάλας μιλάει με τρόπο ονειρικό για έναν κόσμο, που έχει προ πολλού ξυπνήσει από κάθε όνειρο.

Το μόνο ευφραντικό στη μυθιστορηματική της δυστοπία είναι οι φευγαλέες διαφυγές των ηρώων σε μνημονικά τοπία, αχάλαστα από τις θηριωδίες της πραγματικότητας, και σε φαντασιώσεις ευδιάλυτες σαν οράματα.  Η ζοφώδης σκηνογραφία αποκαλύπτει ένα οχυρό σε μια απόμακρη μεθοριακή γραμμή, ένα ξέφτι της αμερικανικής γης, την οποία αναλαμβάνουν να υπερασπίσουν στρατιώτες παροπλισμένοι ψυχικά και σωματικά μετά το τέλος του εμφυλίου Βορείων και Νοτίων, αδειασμένοι από κάθε πολεμική ή πολιτική αρετή. Βασική τους υποχρέωση είναι η αμυντική εγρήγορση έναντι των Ινδιάνων, που η αληθοφάνεια της ύπαρξής τους αναιρείται από την αθροιστική αναφορά τους ως «αγρίων»· προσωνυμία που σημαδεύει περισσότερο τους πολιτισμένους παρά εκείνους. Το στράτευμα, που περιφρουρεί την έρημη γη, μοιάζει εξίσου φασματικό με τους εχθρούς, που καλείται να απωθήσει, εχθρούς που ποτέ δεν εμφανίζονται, αλλά πάντοτε καραδοκούν, κάπου μακριά, αδίστακτοι όσο και αδιανόητοι. Το πραγματολογικό πλαίσιο του μυθιστορήματος διαγράφεται αδρομερώς έτσι ώστε κάθε έκβαση να μοιάζει πιθανή. Η απέραντη, άγονη έκταση, που περιβάλλει το οχυρό και η δυσεξιχνίαστη υπόσταση των δυνάμει πολιορκητών του, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα μπεκετικού παραλόγου. «Θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε, αλλά και τίποτε απολύτως». Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται μες στον αντίλαλο αυτής της αινιγματικής επωδού, που αφήνει να διαχυθεί μέσα από την παραλυτική για το μυαλό ακινησία του χώρου και του χρόνου, μια απειλή, που μολονότι ουδέποτε πραγματώνεται, μεγεθύνεται βαθμιαία στην πιο αποτρόπαια φρίκη.

Η ματαιότητα τόσο της ύπαρξης του οχυρού όσο και της αμυντικής του χρησιμότητας, η γενικότερη κατάλυση οποιουδήποτε τέλους, συνθλίβουν τα δύο κεντρικά πρόσωπα του βιβλίου, τον ταγματάρχη Ρόμπερτ Κάτερ, διοικητή του στρατοπέδου, και την Άμπιγκεϊλ Μπιούελ, η οποία μετά από τέσσερα χρόνια αιχμαλωσίας από τους Ινδιάνους επιστράφηκε στον πολιτισμό, ακριβέστερα στον οιονεί προθάλαμό του, το οχυρό. Παρατηρώντας εξεταστικά τις μορφές τους η Γουάλας καταδεικνύει την οικτρή αποτυχία της ανθρώπινης διάνοιας να επιβληθεί στο σκοτεινό χάος, από το οποίο κάποτε εκπήγασε. Ο Κάτερ συντρίβεται από την επίγνωση αυτής της αποτυχίας, πασχίζοντας, παρ’ όλα αυτά, να διασώσει τη νοητική του διαύγεια μόνο για να συνειδητοποιεί εκ νέου και κάθε φορά με μεγαλύτερη οδύνη την ανεπάρκεια και την αναξιοπιστία της. Όντας παντελώς αποκομμένος από τον έλλογο κόσμο, ένοικος ενός παράλογου οικήματος, φυτεμένου σε μια καταραμένη, βορβορώδη γη, νιώθει το πνεύμα του να φθίνει, παραδίδοντάς τον στους πιο ανήμερους φόβους. Η ίδια ερημία τυραννά και την Άμπιγκεϊλ, εκείνη, όμως, δείχνει να αποδέχεται τη σχεδόν μεταφυσική μοναξιά της, προτείνοντάς την σαν ηθελημένη, καθολική άρνηση. Αναδιπλωμένη στην τελειότητα της σιωπής της, αρνείται να ζήσει ανάμεσα στους λυτρωτές της, αποτροπιασμένη από την ψευδαισθητική, υπεροπτική τους ελευθερία. Αρνείται τη γλώσσα, τη θρησκεία, τον πολιτισμό, τα ιδεώδη, που σφυρηλατούν το έθνος, αρνείται την εθνική και την ατομική της μνήμη. Είναι εξαγριωμένη από όλα αυτά από τα οποία δεν τη γλίτωσε ο πολιτισμός και αποφασισμένη να εκριζώσει βίαια από μέσα της ό,τι τη συνέδεε άλλοτε με μια συλλογική ταυτότητα, ξένη τώρα πια.

Τόσο ο Κάτερ όσο και η Άμπιγκεϊλ έχουν απομακρυνθεί από τον ορατό κόσμο για να καταβυθιστούν σε ενδότατους θυλάκους, όπου επιζούν σπαράγματα του αλλοτινού τους προσώπου, πριν αυτό διαβρωθεί από ανεπούλωτη βία. Και οι δύο υπομένουν ένα αργόσυρτο, βασανιστικό τέλος, προστατευμένοι από δύο πολύτιμα φυλαχτά, άψυχο εκείνου, έμψυχο εκείνης, ενθύμια της παλιάς τους ζωής. Ο Κάτερ φυλάει τα τιμαλφή γράμματα της νεκρής του γυναίκας, δεμένα με μια γαλάζια κορδέλα, ενόσω την Άμπιγκεϊλ φυλάει το γαλάζιο της άλογο, ένα ανεξημέρωτο πνεύμα ενός άλλου κόσμου. Και οι δύο προσλαμβάνουν τη ζωή τους σε χρόνο παρελθοντικό. Όπως διαπιστώνει ο Κάτερ: «Αυτό μοιραζόμαστε, αυτό ακριβώς έχουμε κοινό, εκείνη κι εγώ: δεν έχουμε κανένα μέλλον μπροστά μας». Αγναντεύοντας ένα απροσπέλαστο «εκεί», βιώνουν το «εδώ» με την ειδεχθή εντύπωση πως είναι και οι δύο «μέρος μιας ανεξήγητης κτηνωδίας».

Όταν οι ήρωες της Γουάλας ατενίζουν την όψη του σύμπαντος, που αναλογεί στα όρια του βλέμματός τους, έρχονται αντιμέτωποι με μια αιθαλώδη, σκιώδη απεραντοσύνη, εξαιρετικά αποκαρδιωτική για τις ήδη περιορισμένες διαστάσεις τους, τις πνευματικές και τις ψυχικές. Αντικρίζοντας τον σιβυλλικό ορίζοντα αισθάνονται εξόριστοι στην άκρη της γης, ναυαγισμένοι σε μια θάλασσα σκληρή και δυσοίωνα νήνεμη, στύγια, απρόσφορη για τον παραμικρό διάπλου. «Πέρα από τους φράχτες του οχυρού ο κόσμος, τρομακτικά και ακατανόητα αχανής, στροβιλίζεται αδιάκοπα προς την αιωνιότητα, σαν τις εκτάσεις των ωκεανών». Ο Κάτερ, κυβερνήτης ενός φαιόχρωμου, σαθρού τόπου, εγκατεσπαρμένου με τάφους, δεν μπορεί να απαλλαγεί από την εικόνα ενός καταδικασμένου πλοίου, αγκυροβολημένου σε μια ατελείωτη, κολασμένη θάλασσα. Αυτό το μέρος ήταν «τρομερό σαν τον πόλεμο που, αφού τραβήχτηκε σαν την παλίρροια, τους παράτησε εκεί –αυτόν και το στράτευμά του- σαν επιπλέοντα συντρίμμια βγαλμένα απ’ τον βαθύ και σκοτεινό του βυθό. Εκείνοι, εμείς, τούτο εδώ το μέρος, συλλογίζεται ο Κάτερ, είμαστε τα αποκαΐδια του πολέμου. Μια υποσημείωση». Ωστόσο, πολύ πιο τρομερή ήταν η υποψία του πως, αν ακόμα διατηρούσε την παραμικρή ελπίδα σωτηρίας, θα εγκατέλειπε ανενδοίαστα το κακορίζικο πλεούμενο και θα άφηνε τους ναυτικούς να πνιγούν. Η επονείδιστη συνειδητοποίηση κλονίζει συθέμελα την ιδέα του για τον εαυτό του.

Η εχθρότητα του τόπου καταδικάζει προκαταβολικά την επίτευξη και το νόημα οποιουδήποτε σκοπού. Η βαθιά σύγχυση του Κάτερ όσον αφορά την αποστολή του, αλλά και η υπόρρητη αντίστασή του στην αποκρουστική της σαφήνεια, την εξόντωση των αγρίων, ένα έργο, που η συνείδησή του αδυνατεί να επωμιστεί, αποβαίνουν κρίσιμες για την ψυχοσύστασή του. Δεν γνωρίζει τι ακριβώς μπορεί να κάνει στην άθλια γη, που βρίσκεται υπό τη θλιβερή εξουσία του, μολονότι γνωρίζει ότι δεν αντέχει να υπακούσει σε αυτό που οφείλει να κάνει, και ο ολέθριος συνδυασμός άγνοιας και απείθειας τον διαποτίζει με ένα αίσθημα ηθικού ελλείμματος. Το κατερειπωμένο οχυρό, το καθημαγμένο σαρκίο του και το εξαθλιωμένο, ρυπαρό στράτευμα μαρτυρούν τις συνέπειες του πολέμου, μπροστά στις οποίες στέκει εμβρόντητος, όπως επίσης μπροστά στο ανυπόφορο καθήκον του και τις αντίρροπες αξιώσεις των αγρίων και των ανωτέρων του· ολοσχερώς συντετριμμένος από την ολομέτωπη επίθεση της ακαταληψίας. Ο Κάτερ δεν μπορεί να πιστέψει πως οι άγριοι δεν είχαν λέξεις για όλα αυτά στα οποία πίστευε ο ίδιος, για την πίστη, την ιστορία, τον χρόνο. Και η Άμπιγκεϊλ, με την οποία μοιραζόταν συν τοις άλλοις και μια κοινή γλώσσα, δεν μιλούσε πια για να του μάθει πως το ιδιόλεκτο των αγρίων απαντούσε σε ερωτήσεις, που ο ίδιος ποτέ δεν θα ρωτούσε.

Αν εκείνος επιστρέφει από το οχυρό στον πολιτισμό ανεπανόρθωτα ταπεινωμένος, αποκαθηλωμένος με το στίγμα της ανυποληψίας και της ολιγωρίας, πιστοποιημένες θεσμικά, η Άμπιγκεϊλ παραδίδεται στην κρατική πρόνοια διαγνωσμένη με «ανίατη ηθική παραφροσύνη», απόκοτη της πολύχρονης έκθεσής της στην ανηθικότητα και τη χυδαιότητα των αγρίων. Κατά κάποιον τρόπο είχαν και οι δύο καταστεί άχρηστοι για τον πολιτισμό, πληρώνοντας ακριβά το τίμημα τού να ανήκουν σε αυτόν. Διότι «στις μέρες τους, η πίεση από τις διογκούμενες ευκαιρίες και ανταμοιβές που προσφέρονταν ως αντίτιμο για την υπερβολική χρήση του πνεύματος μπορούσε να γίνει αφόρητη και για τον υγιέστερο των ανθρώπων».

Όπως η Άμπιγκεϊλ πενθεί τα τέσσερα χρόνια της αληθινής της ζωής, τα χρόνια της αιχμαλωσίας της, που διέρρηξαν τα δεσμά της κληροδοτημένης της ταυτότητας, ο Κάτερ πενθεί τον άνδρα, που κάποτε υπήρξε, από τον οποίο δεν έχει απομείνει πια παρά ένα οικτρό κουρέλι, που μυξοκλαίει. Συγκλονισμένος στην προοπτική της ατίμωσής του, προδικασμένης από ένα στρατιωτικό και πολιτικό σύστημα, που περιφρονεί τις αρχές του και την ανθρωπιστική του αμηχανία, παντελώς ανώφελες για την ακεραιότητα του έθνους, κλείνεται στο ελεεινό του κατάλυμα, μια κρυψώνα της απόγνωσης και της ήττας του, όπου την πνευματική του κατάρρευση σαρκάζει η βιβλιοθήκη του, απομεινάρι μιας πάλαι ποτέ στίλβουσας νόησης, που τώρα σκορπίζει σε στάχτες. «Η λάμπα πετρελαίου έχει σχεδόν σβήσει, η φλόγα της μικραίνει ολοένα, κι ο άνδρας κάθεται εκεί μες στην ντροπή του και κλαίει πικρά μέχρι το φως να σβήσει, και συνεχίζει να θρηνεί για πολλή ώρα, βαθιά μες στο σκοτάδι».

Σκαρφαλωμένη στη στέγη του στάβλου, η Άμπιγκεϊλ ακολουθεί για μέρες μια μακάβρια ιεροτελεστία, μοιρολογώντας με άρρυθμους λαρυγγισμούς το νεκρό της μωρό και εποπτεύοντας την κατασπάραξή του από τα όρνια, έτσι ώστε, σύμφωνα με τα ταφικά έθιμα των αγρίων, να μη μείνει τίποτε από το βρωτό περίβλημά του και το πνεύμα του να ανυψωθεί αμόλυντο από τη χθόνια σήψη. Ακραία εκδήλωση της τελεσίδικης απόρριψης του κόσμου είναι η επιθυμία της νεαρής γυναίκας να μην γεννιόταν ποτέ το παιδί που κυοφορούσε, καθώς ανήκε σε έναν άλλο, αφανισμένο χρόνο, τον μόνο, για εκείνη, στον οποίο άξιζε να ζήσει κανείς. «Δεν είναι κόσμος αυτός, ψιθυρίζει στο ακίνητο βρέφος, για να γεννηθεί κανείς. Δεν είναι κόσμος αυτός». Συνταρακτική η σκηνή της «ανάστροφης» γέννας της, όπου σπαράζει από πόνο για την άφευκτη κάθοδο του μωρού στη ζωή, όπως επίσης καθηλώνει η ταφή του πλακούντα, που στην ουσία εξέθρεψε έναν ακόμη θάνατο. «Αυτό που έθαψε κρατούσε το παιδί ζωντανό μέσα της, κι είναι ιερό και βάσανο μαζί».

Αδειασμένη από τη ζωή που κύλησε από μέσα της κατευθείαν στο χώμα, η Άμπιγκεϊλ αναστατώνεται από μια πρωτόγνωρη σωματική αίσθηση· μια τρύπα χαίνει στα σωθικά της. «Η Άμπιγκεϊλ Μπιούελ σκίζεται σαν δέντρο που ανοίγει σιγά σιγά στα δύο, με τον κορμό του να μετατρέπεται σε κουφάλα και τον φλοιό του να κυρτώνει γύρω από ένα ανεξήγητο κενό. Νιώθει σαν ένα κέλυφος γύρω από απολιθωμένη πληγή». Κεκαρμένη εν χρω, με το δέρμα της κεντημένο από ιδιόχειρες πληγές, ιερογλυφικά ισόβιου πένθους, απισχνασμένη και βρόμικη, ντυμένη με δυσώδη κουρέλια, με το πρόσωπό της λερωμένο με λάσπες, που σβήνουν τον κόκκινο κύκλο στο μάγουλό της, σημάδι αγάπης του Ινδιάνου που την έκανε μητέρα, η Άμπιγκεϊλ φαντάζει σαν ένα λείψανο, που έχει «αποσυρθεί αμετάκλητα από τα όρια του τρομακτικού κόσμου στον οποίο έχει επιστραφεί»· ενός κόσμου που θέλει μονάχα να ξεχνά, διότι στις αναμνήσεις ελλοχεύουν επιθυμίες. Ένα αχνό περίγραμμα, που διατρέχει ένα δαιμονικό φυσικό τοπίο, γριφώδες και άφεγγο, αχανές μες στο σαρωτικό σκοτάδι, που τρυπούν νεκρά αστέρια, η Άμπιγκεϊλ δεν είναι παρά «ένα κορμί που δεν είναι ακόμα νεκρό, τριγυρισμένο από θάνατο».

Εξίσου αλγεινή είναι η σχέση του Κάτερ με το δικό του σώμα, αποδεκατισμένο από τον χειμώνα των γηρατειών και εξουθενωμένο από τα τρεκλίσματα του πνεύματος. Η αμιγώς σωματική αντίληψη της ευθραυστότητας του κορμιού του τον απελπίζει στον βαθμό που του υπενθυμίζει το πολύπτυχο λιγόστεμα της ανδρικής του υπόστασης. «Δεν είναι παρά ένα σακί από αίμα και εντόσθια, κόπρανα και φλέγματα, που κρατιέται όρθιο μέσα σε μια περίεργη θήκη, δεμένη σφιχτά γύρω από μια γελοιωδώς σκελετωμένη μορφή, χωρίς άνθρωπο μέσα της». Και όμως, η Άμπιγκεϊλ, ένας σάρκινος σωρός στο πάτωμα του δωματίου του, καταφέρνει ένα ξύπνημα μαγικό, ταχυθάνατο ωστόσο, κεντρίζοντας τις ναρκωμένες αισθήσεις του, που εκβάλλουν ματαιωμένες σε μια φράση, η οποία αναβλύζει από μέσα του σαν αναστεναγμός: «Φοβάμαι, λέει, πως έχω κάνει ένα φοβερό λάθος». Καιρό μετά την εκστόμιση της σπαρακτικής του ομολογίας, η γυναίκα θα καταλάβει «ότι για κείνη, όπως και γι’ αυτόν, ήταν όλα ένα φοβερό λάθος».

Σκιές σε έναν τεφρό τόπο, ο άνδρας και η γυναίκα υπομένουν μια ζοφερή αναμονή, καθώς δεν είναι παρά ο θάνατος αυτός που περιμένουν, πικραμένοι εξίσου από μια κοινή λύπη: «Δεν είναι κρίμα που πεθαίνουμε / μα είναι κρίμα που πεθαίνουμε στα λάθος μέρη». Όπως η Άμπιγκεϊλ ευχόταν να είχε ξεψυχήσει πριν απολυτρωθεί, κάποια από τις άγριες ημέρες της, ο Κάτερ έπρεπε να είχε πεθάνει πολύ νωρίτερα από την ατίμασή του, πριν τον θάνατο του αδελφού του, πριν τον θάνατο της γυναίκας του, πριν τον πόλεμο, πριν χάσει την πίστη του στη μετά θάνατον ζωή. Τώρα πεθαίνει δεσμώτης του παραλογισμού, του τρόμου και της ντροπής, χωρίς να τον παρηγορεί η προσμονή ενός θαυματουργικού ανταμώματος. Τα γράμματά του στη Λαβίνια, τη νεκρή γυναίκα του, τα ομορφότερα κομμάτια του βιβλίου, εσωκλείουν την οδύνη της διάνυσης της πικρής απόστασης μέχρι τον τάφο, όπου θα καταλήξει απογυμνωμένος από κάθε ελπίδα. Η απελπισία του, όμως, είναι πολύ πλατύτερη απ’ ό,τι ένα ενδοστρεφές θρηνολόγημα. Πέρα από τη σπαταλημένη του ύπαρξη, πενθεί όλες εκείνες τις ζωές, που έγιναν και θα γίνουν βορά της Ιστορίας, γιατί κάποια στιγμή διεκδίκησαν κάτι μεγαλύτερο από την απλότητα. «Όταν σκέφτομαι το παρελθόν και πώς, με την έλευση ενός πολέμου χάνεται η επιλογή αυτής της απλότητας, μετανιώνω για την ίδια την Ιστορία· μετανιώνω για τις δυνάμεις που είναι πάνω από εμάς και μας πλάθουν μόνο και μόνο για να μας κατακρεουργήσουν, να μας μασήσουν, και να φτύσουν μετά τις σπασμένες μας ψυχές […]».

Η Άμπιγκεϊλ, από το άλλο μέρος, τελεί στις σελίδες τη μεταφορική κηδεία του εαυτού της, θάβοντας καταρχάς τις λέξεις, που όριζαν κάποτε τη ζωή που τώρα απαρνείται. Ο εν ζωή θάνατός της εμφορείται από ακραία επιθετικότητα, που δεν αποβαίνει μόνο αυτοκαταστροφική, καθώς συνιστά πρωτίστως μια στάση απόλυτης, αδιαπραγμάτευτης αντίθεσης. Το κάτισχνο, τεταμένο της πρόσωπο και η εφιαλτική ομορφιά του στοιχειωμένου βλέμματός της μαρτυρούν την ιλιγγιώδη απόσταση που τη χωρίζει από τα πράγματα και τις καταστάσεις του αληθινού κόσμου· τίποτα δεν μπορεί να τη φτάσει. Τίποτα δεν μπορεί να την πονέσει γιατί ολόκληρη έχει μετουσιωθεί σε πόνο. Εσωτερικεύοντας την ύπαρξή της στην άυλη ειδή της κατορθώνει να γίνει αδιαπέραστη και απαραβίαστη. Η ίδια η σιωπή της απλώνεται διαπεραστική μες στο απόκοσμο τοπίο, σαν ουρλιαχτό που σαρώνει τη μνήμη και μαζί κάθε είδους οχυρό.

Σε ένα μυθιστόρημα, που επιχειρεί να αποτιμήσει τη συμβολή του πολιτισμού στην καθυπόταξη των ενορμήσεων της ανθρώπινης φύσης, είναι εύλογο η γλώσσα να αποσπά την προσοχή της συγγραφέως. Η Γουάλας διερευνά με λεπταισθησία τον διάπυρο αντίκτυπο των λέξεων στον ψυχισμό των ηρώων της. Από τις πιο εντυπωσιακές επινοήσεις της είναι τα κατάστιχα του νεκρού ανεφοδιαστή, όπου στις ξερές καταχωρίσεις στοιχειωδών εφοδίων παρεισδύουν θραύσματα μυθοπλασίας, πλεοναστικές προμήθειες, εκφορτωμένες στο χαρτί από έναν φαντασιοκόπο νου, αλλά και άναρθρες φράσεις, φτιαγμένες από αλλόκοτες συναθροίσεις γραμμάτων. Αξίζει να προσεχθεί πως αυτό το έγγραφο αμάλγαμα καθημερινών αναγκών και αμετάφραστων πόθων κλείνει με μια κραυγή, πολύ πιο παρατεταμένη από την έκταση των επαναλαμβανόμενων ψηφίων. Ο Κάτερ, ο οποίος σκέπαζε τις άγραφες σελίδες του ημερολογίου στρατοπέδου με την επιμνημόσυνη αλληλογραφία του, θα επεκτείνει τα κατάστιχα του ανεφοδιαστή αποτυπώνοντας στα εναπομείναντα φύλλα τη δική του φθίνουσα λογική, που αργοσβήνει σε μια λίστα του καλού και του κακού. «Καλό: […] Είναι γνωστό τοις πάσι πως η γη είναι σφαιρική και πως περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο. Κακό: Η γνώση μπορεί να μη σημαίνει απολύτως τίποτα».

Τον επίλογο της ζωής του, ζωής σφραγισμένης από ερωτήσεις, που δεν μπορούν να απαντηθούν, ο Κάτερ τον θέλει κενό από λέξεις, ιδίως από τη στιγμή που οι πιο σημαντικές για εκείνον –τιμή, καθήκον- αποδείχθηκαν κενές νοήματος. Καίγοντας τη βιβλιοθήκη του, πιο παράλογος και μόνος από τον Δον Κιχώτη, καθώς τόσο τα σχέδια μαχών όσο και οι σκιαμαχίες με ανεμόμυλους έχουν για αυτόν τελειώσει, σκέφτεται πως οι λέξεις γίνονται στάχτη πολύ εύκολα, όπως και καθετί, που υποκύπτει στη νομοτέλεια του χρόνου. «Πόσο εύκολο είναι να ξεχαστείς, στο τέλος όλους μάς ξεχνούν, ο χρόνος είναι ο πιο αμείλικτος και δραστικός δρόμος προς την αμνησία». Πριν, όμως, γίνουν στάχτη, τα βιβλία είχαν στραφεί εναντίον του, τον περιέπαιζαν, συνωμοτώντας ενάντια στο ήδη λιποψυχισμένο πνεύμα του, αναρριπίζοντας τη σύγχυσή του. Με τον καιρό οι σελίδες είχαν ξεφτίσει, ξεκολλήσει και χωθεί σε λάθος μέρος, έτσι καμία ιστορία δεν είχε πια συνοχή, τα πάντα, ακόμα και η λογοτεχνία, ήταν ένα χάος, λες και είχε για πάντα διαρραγεί κάθε αλληλουχία και ειρμός.

Ενδεχομένως ο Κάτερ, ο οποίος αναρωτιόταν «αν έχει νόημα να ονομάζεις οτιδήποτε, δεδομένων και των ανυπέρβλητων εμποδίων που συναντάς προσπαθώντας να ονομάσεις οτιδήποτε σωστά», να έβρισκε την ανωνυμία του τάφου της Άμπιγκεϊλ το ιδανικότερο μνήμα για κάποια, που είχε ζήσει στον απόηχο της γλώσσας. Ένα νούμερο μνημόνευε το σημείο της ταφής της, ένα νούμερο, το οποίο αποσιωπούσε το «όνομα της γυναίκας που δεν ήταν πια, της γυναίκας που δεν είχε υπάρξει εδώ και χρόνια». Κάτω από τον αριθμό παρέμενε «Εκείνη-Που-Την-Ονειρεύτηκε-Το-Γαλάζιο-Άλογο».

Ωστόσο, πριν πεθάνει, η Άμπιγκεϊλ, που σώπαινε επειδή πίστευε πως αν έλεγε την ιστορία της, θα γινόταν η ίδια λιγότερη, μιλάει στον Κάτερ για τη σημασία των τεσσάρων χρόνων της μοναδικής της ζωής, κατά τη διάρκεια των οποίων γνώρισε τα ονόματα όλων των πραγμάτων. Αλλά και εκείνος πριν κάψει τα βιβλία του, της διαβάζει επίσημα έγγραφα, αποσπάσματα από τις επιστολές του στη Λαβίνια, τα μυθοπλαστικά κατάστιχα του ανεφοδιαστή, της διαβάζει Άμλετ και Ροβινσώνα Κρούσο. Η γυναίκα, που νιώθει τις δικές της ανείπωτες λέξεις να πλέουν μέσα της και να τη δαγκώνουν, δέχεται τα κείμενα σαν βιασμό, καθώς το «δέρμα της απορροφά τις λέξεις, κι αυτές κυλούν μες στο κορμί της και κατακάθονται βαθιά μέσα της. Τη νύχτα σχεδόν δεν κοιμάται λόγω του σχήματός τους, της γεύσης τους· μαζεύονται κι ελευθερώνονται μέσα της, αναδύονται και βυθίζονται στην ψυχή της, βράζουν και σκάνε στο μυαλό της. Την απορροφούν, την εξαντλούν, τσιγκλάνε τη μνήμη της κι η Άμπιγκεϊλ Μπιούελ δεν θέλει να θυμάται». Θα ήθελε η φωνή του Κάτερ να μην ήταν «τίποτα παραπάνω από μια φωνή», να μην την επέστρεφε εκεί απ’ όπου είχε οριστικά εξοριστεί και αν την ανεχόταν ήταν μόνο γιατί καμιά φορά η ομορφιά των λέξεων αποδεικνύεται απροσμάχητη, αλλά και γιατί ήλπιζε ότι η αντήχηση του γραπτού λόγου θα έδιωχνε από το μυαλό της «τη γλώσσα που δεν θα ξαναμιλήσει ποτέ», τη γλώσσα που ονομάτιζε πράγματα απρόφερτα στο λεξιλόγιο του πολιτισμού.

Ο αναστοχασμός πάνω στον λόγο δεσπόζει στο μυθιστόρημα όχι μόνο ως ο μείζων προβληματισμός της αφήγησης, αλλά πρωτίστως ως συγγραφική επίτευξη. Η γραφή της Γουάλας, περισσότερο λογοτεχνική παρά στοχαστική, υποβάλλει περίκομψα την εφιαλτική αγωνία και την οδυνηρή ταπείνωση των δύο κεντρικών χαρακτήρων. Έξοχα αποδίδεται η φρικώδης σκηνογραφία, αλλά και κρίσιμα στιγμιότυπα, φορτισμένα από υπόκωφη μελαγχολία. Εκπληκτική, για παράδειγμα, είναι η σκηνή της «κάθαρσης» της Άμπιγκεϊλ μέσα στο κατάλυμα του Κάτερ. Ο τελευταίος περιτρέχει με ένα βρεγμένο πανί τη λερή σάρκα, διώχνοντας από πάνω της το χώμα, όχι όμως και το πένθος. Ο υποφώσκων ερωτισμός καταυγάζει τη ματαιοπονία της χειρονομίας του.

Ωστόσο, η ανυπέρβλητη σκηνή του μυθιστορήματος είναι ο διάπλους της αχερόντειας ομίχλης. Εγκαταλείποντας το οχυρό για να οδεύσουν προς τον πολιτισμένο τους θάνατο, ο Κάτερ και η Άμπιγκεϊλ διασχίζουν ένα εξώκοσμο τοπίο, ποντισμένο σε ένα εωσφορικό νέφος, ένα «ατέλειωτο, άμορφο έρεβος, που ρίχνει τις γκρίζες του σκιές σαν μαρμάρινες κουρτίνες σε όλο το σύμπαν εμπρός του». «Το βάρος του απείρου λυγίζει τα πέρατα». Η Άμπιγκεϊλ ξέρει ότι πορεύονται εν μέσω βεβηλωμένων ψυχών, νεκρών, «των οποίων η σάρκα δεν κατασπαράχθηκε από τα όρνια, των οποίων τα κόκαλα δεν ξάσπρισαν από τον ήλιο και το φεγγαρόφως». Πλέοντας μες στην «ομίχλη των εγκλωβισμένων πνευμάτων», ο Κάτερ και η Άμπιγκεϊλ εισέρχονται ανεπίστρεπτα στον κόσμο των σκιών. Τις νύχτες, στον κοινό τους ύπνο, ασάλευτο από όνειρα, τα σώματά τους, πιο άψυχα από ποτέ, αποτολμούν το ύστατο πλησίασμα, φωλιασμένα το ένα μέσα στο άλλο. Ξαπλώνοντας πάνω στους αστραγάλους της Άμπιγκεϊλ ο Κάτερ θέλει να τους ραντίσει εν είδει σπονδής με τα δάκρυά του, κλαίγοντας γοερά για αυτά τα σωριασμένα στο χώμα κόκαλα, που δεν συνθέτουν παρά «ένα σχήμα δίχως ουσία». Κόκαλα ξεπλυμένα από λέξεις, εγχαραγμένα όμως από τις συνέπειές τους, τις αφηγήσεις, ατομικές και συλλογικές.

Η αμερικανική ιστορία της Μέλανι Γουάλας αμφιρρέπει μεταξύ πραγματικού και φανταστικού, εγκιβωτίζοντας το παρόν στην αφήγηση ενός επιτήδεια παραχαραγμένου παρελθόντος. Ο Ρόμπερτ Κάτερ κουβαλά στο κορμί του θραύσματα από σφαίρες ενός παλιού αμερικανικού πολέμου και τις πληγές από αιματόβρεχτα εθνικά όνειρα, αλλά το υπαρξιακό του ρήμαγμα μπορεί να ιδωθεί σαν μεταφορά για τους πολέμους, που μαίνονται στη σημερινή τρομοκρατημένη εποχή. Η ιστορία του, όμως, μιλάει και για πολέμους εσώτατους, της λογικής με την τρέλα, του δικαίου με το καθήκον, της βαρβαρότητας με τον εξανθρωπισμό, της ηθικής με τον θάνατο, της ύπαρξης με τη ματαιότητα. Αν τελικά η ιστορία του αξίζει να διαβαστεί είναι επειδή έχει γραφτεί εξαιρετικά, όπως συμβαίνει με όλα τα αξιοδιήγητα γεγονότα της φαντασίας.

melanie wallace

Melanie Wallace, Το γαλάζιο άλογο ονειρεύεται, μτφρ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, Εκδόσεις Πόλις

Lina Pantaleon

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular