Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

Τρεις σκάλες Ιστορία, Σταύρος Χριστοδούλου

Πληγές που δεν μπόρεσαν να κλείσουν ποτέ, ζωές που παραμένουν αδικαίωτες και ακινητοποιημένες αναζητούν για σαράντα τρία ολόκληρα χρόνια να βρουν έναν τρόπο να αποδράσουν από την «ακρωτηριασμένη εφηβεία τους» για να συνεχίσουν να ζουν σημαδεμένες από το συλλογικό τραύμα μιας χώρας που το 1974, με τα γεγονότα της εισβολής, είδε να διχοτομείται και θρυμματίζεται το κέλυφος της ελευθερίας και της αυτοδιαχείρισης.

Ο Σταύρος Χριστοδούλου, ο συγγραφέας που πρόσφατα τιμήθηκε με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας και πριν από αυτό με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας Κύπρου υπογράφει μια συγκλονιστική μαρτυρία μιας εποχής που σημάδεψε τον ελληνισμό, μια ιστορία που σήμερα, περισσότερο ίσως από ποτέ, είναι ξανά επίκαιρη. Μια ιστορία που σε πρώτο επίπεδο μοιάζει να καταγράφει όλα όσα στιγμάτισαν τη ζωή της ηρωίδας της εκείνα τα πέτρινα χρόνια της Κύπρου για να διαφανεί με την πάροδο της αναγνωστικής διαδικασίας πως αυτό που θέλει να αναδείξει, κυρίως, είναι οι πολυποίκιλες πλευρές της Κυπριακής τραγωδίας του 1974 σε οικογενειακό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.

Μέσα από το προσωπικό δράμα μιας νέας κοπέλας έρχονται στην επιφάνεια όλες εκείνες οι πληγές που παραμένουν ανεπούλωτες στο σώμα του μαρτυρικού νησιού αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα την αναλγησία της Ιστορίας όταν περνά αδιάφορη απ’ τη ζωή των ανθρώπων. Όταν στο πέρασμά της συντρίβει τον άνθρωπο και τον προσπερνά αδιάφορη για τον πόνο που του προκάλεσε. Επιχειρεί έτσι να καταγράψει όχι μόνο τα τραγικά ιστορικά γεγονότα αλλά τον συναισθηματικό απόηχο που άφησαν στη συλλογική μνήμη των ανθρώπων. Τα πάθη που πυροδότησαν όταν καταλάγιασε ο κουρνιαχτός που ξεσήκωσαν. Και τον τρόπο που επιβιώνουν στη μνήμη.

Το μυθιστόρημα τελειώνει με μια φράση δάνειο από τον Γιώργο Σεφέρη:
«Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί». 

Επί της ουσίας όμως ο αναγνώστης καταλαβαίνει ότι αυτή η φράση που επιλέγει ο συγγραφέας για να δηλώσει την εξουθένωση της ηρωίδας του είναι η φράση κλειδί για όλο το μυθιστόρημα. Ίσως το έναυσμα για να γραφτεί. Η διαχείριση της προσωπικής και της συλλογικής μνήμης μοιάζει να είναι το ζητούμενο καθώς αυτή καθορίζει την αλήθεια και η αλήθεια που έζησαν οι άνθρωποι τους έχει κυριολεκτικά συνθλίψει. Οι άνθρωποι που αρνούνται να ξεχάσουν έχουν επιζήσει από μια τραυματική εμπειρία. Η μνήμη τούς βοηθάει να επιβιώσουν έως ότου επιστρέψει ο πόνος και ζητήσει τη δικαίωσή του. Μπορεί να περάσουν πολλά χρόνια, μπορεί και όχι. Το βέβαιο είναι ότι η αναπόδραστη πορεία προς τη δικαίωση αυτή δεν μπορεί παρά να είναι οδυνηρή. Αλλά μέσα στην οδύνη ο άνθρωπος συνεχίζει να ελπίζει ότι θα υπάρξει γιατρειά γι’ αυτό και αρνείται να επιτρέψει στη λήθη τον αφανισμό του.

Άλλωστε, το μέλλον καταφέρνει μονάχα να αλλάξει την αίσθηση του παρελθόντος, ποτέ το ίδιο το παρελθόν και η Χλόη, η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου μονάχα αυτό θα καταφέρει να πετύχει στην εξελικτική πορεία της ζωής της. Θα αντιληφθεί ότι οι χαίνουσες πληγές που επί χρόνια εξακολουθούν να αιμορραγούν στον ψυχισμό της δε θα σβήσουν ποτέ. Όσο εξουθενωτικές και αν είναι θα υπάρχουν εκεί εσαεί μόνο που τώρα θα στάζουν απαλά, πάντοτε διαβρωτικά, αλλά ίσως τώρα πια να μη λιμνάζουν εντός της.

Σαράντα τρία χρόνια μετά την εισβολή, όταν όλα, οι συνήθειες οι άνθρωποι, το τοπίο, οι ευαισθησίες έχουν αλλάξει στην Κύπρο η χλόη Αρτεμίου, μια ώριμη γυναίκα που κουβαλά τη φρικωδία επάνω της θα αποφασίσει ότι ο μόνος τρόπος να προχωρήσει αφήνοντας πίσω της τα σημάδια του χρόνου είναι να τα κοιτάξει κατάματα. Φτάνει στην Αθήνα με προορισμό την Κωνσταντινούπολη, εκεί όπου πιστεύει ότι θα αντιμετωπίσει σε μια τελική αναμέτρηση τους δαίμονές της για να τους αφήσει πίσω της για πάντα. Εκεί όπου ζει τώρα πια ο βιαστής της. Θα ανακαλύψει όμως ότι ο πόνος των κρυμμένων τραυμάτων μόνο καταλαγιάζει. Ποτέ δε σβήνει.

Από το αεροδρόμιο του Ελληνικού η αφήγηση θα μας γυρίσει χρόνια πίσω, στη ματωμένη εκείνη περίοδο της Κύπρου. Με γλαφυρές περιγραφές που, ευτυχώς, ποτέ δεν εκπίπτουν στο μελοδραματισμό, ο συγγραφέας παρουσιάζει αδρά τους ήρωές του. Συχνά ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι βρίσκεται κάπου εκεί αυτήκοος και αυτόπτης μάρτυρας των όσων εξελίσσονται. Αντιμετωπίζει μαζί με τους ήρωες τα τεκταινόμενα. Παρακολουθεί τη λαίλαπα του πολέμου να κονιορτοποιεί τη ζωή των ηρώων. Βλέπει τους ίδιους τους ήρωες να αποδομούν τη ζωή τους προκειμένου να εκδικηθούν για ό,τι οικείο τους πρόδωσε. Η αγάπη τους να χύνεται κατάσαρκα στα χώματα της πατρογονικής γης καλύπτοντας το αίμα των ηρώων της. Κι ύστερα η απόγνωση να παίρνει τη μορφή ενός παιδιού. Για να το κοιτάνε και να βλέπουν τα λάθη τους. Μια υπενθύμιση της απελπισίας· της ανοχής που προέτρεψε το έγκλημα. Ένα παιδί που δεν έφταιξε σε τίποτα και θα κουβαλά στην ψυχή του τα αίτια και τα αιτιατά μιας τραγωδίας. Μάταια η μητέρα της Χλόης, η Θεοδοσία, θα προσπαθεί μανιωδώς να καθαρίσει τα πάντα ξεπλένοντας τους λεκέδες της ενοχής. Δεν θα το κατορθώσει καθώς έχουν ποτίσει τις συνειδήσεις τους και δε θα φύγουν ποτέ. Θα μένουν εκεί να διαποτίζουν στα βλέμματα την οργή, να φέρνουν στο φως όσα αθέατα συντελέστηκαν τότε. Να δίνουν μορφή στο «άγριο ποτάμι που πέρασε» πάνω από τη ζωή τους και τη λεηλάτησε αφήνοντας στο πέρασμά του μόνο την ερημιά. Αντικρίζοντας την ερημιά αυτή η Χλόη θα αποστερήσει τον εαυτό της από τη μητρότητα και αρνηθεί να προχωρήσει σε ένα μέλλον που ζητάει μόνο τη λήθη. Θα ακινητήσει πάνω από την άβυσσο. Μια άβυσσο που μυρίζει σάπιο λεμόνι και φέρνει τη γεύση του αίματος στα χείλη.

Διαβάζοντας το μυθιστόρημα αυτό ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να νιώσει την αλληγορία να τον συντρίβει. Είναι η Χλόη απλώς μια ακόμα λογοτεχνική ηρωίδα στο πρόσωπο της οποίας σκηνοθετείται μια απλοϊκή ιστορία ή μήπως συμβολίζει την ίδια την Κύπρο στο σώμα της οποίας ασέλγησαν, κατ’ επανάληψη, οι προστάτιδες δυνάμεις; Και αν συμβαίνει αυτό τι ακριβώς συμβολίζει αυτή η τραγική ιστορία της οικογένειας που βρίσκεται μπροστά στην αλωνιστική μηχανή της Ιστορίας; Τα ερωτήματα που αναφύονται είναι πολλά και συντελούν στη γοητεία αυτού του μυθιστορήματος καθώς ο συγγραφέας πυροδοτεί τις εξελίξεις. Συνηθίζει άλλωστε να κρύβει μια πολυεπίπεδη θέαση των γεγονότων καταγράφοντας με ακρίβεια την ιστορική ανθρωπογεωγραφία μιας κοινωνίας μέσα σε έναν φαινομενικά απλό μύθο.

Ένα ακόμα θέμα, ιδιαίτερα σημαντικό, το οποίο πραγματεύεται το μυθιστόρημα είναι η έννοια της πατρίδας. Σε μια συγκλονιστική σκηνή επιστροφής της ηρωίδας στο σπίτι της στα κατεχόμενα διαφαίνεται με σαφήνεια ο τρόπος που Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι μοιράζονται μια διχοτομημένη πατρίδα και πώς οι νέες γενιές καλούνται να ζήσουν με το βάρος ενός παρελθόντος που δε γνώρισαν οι ίδιοι.

Γραμμένο με μια εξαιρετική γλωσσική αγωγή και κάνοντας μια ανάλαφρη χρήση της κυπριακής ιδιολέκτου που δεν κουράζει τον αναγνώστη, συντείνει όμως στη δημιουργία της κυπριακής ατμόσφαιρας, το βιβλίο αυτό είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα για την πορεία της Κύπρου στη σύγχρονη εποχή με βαθιές κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις. Σίγουρα ένα συγκλονιστικό, αξιοδιάβαστο μυθιστόρημα για όλους όσοι τολμούν να σταθούν μπροστά στην Ιστορία και να την κοιτάξουν κατάματα ανακαλύπτοντας εντός της τις ευθύνες τους.

Τρεις σκάλες Ιστορία, Σταύρος Χριστοδούλου

Tessy Baila – Editor in Chief

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular