Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

«Πώς θα ζήσω μ’ όλο αυτό το αίμα που χύθηκε για να μην πεθάνω;»

Ένα αγόρι του Τελ Αβίβ ατενίζει μες στο λυκαυγές από την κορυφή ενός βουνού τον παράδεισο. Στέκεται στο χείλος του γκρεμού και κοιτάζει τα φώτα που λαμπυρίζουν στη Χεβρώνα, τη Βηθλεέμ, την Ιερουσαλήμ. Μες στο σκοτάδι και το κρύο της ερήμου ένα εβραϊκό πιστόλι «αντηχεί στα αυτιά των εχθρών του Ισραήλ». Είναι μια μυσταγωγική στιγμή. Ο πόλεμος θα αρχίσει ένα χρόνο μετά.

Το 2010 ο Ισραηλινός συγγραφέας Γιόραμ Κανιούκ (1930-2013) δημοσιεύει το 1948, ένα βιβλίο μέσω του οποίου διέρχεται ξανά, μετά από εξήντα δύο χρόνια, «μέρες φωτιάς και αίματος», τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας του Ισραήλ. Όταν πολεμούσε για τη δημιουργία ενός κράτους για το λαό του Ισραήλ ήταν μόλις δεκαεπτά ετών. Όταν γράφει για αυτό τον πόλεμο είναι ογδόντα. Και στις δύο περιπτώσεις παραμένει κάποιος που περιμένει το θάνατο. Ωστόσο, αλλιώς τελειώνει η νεότητα και αλλιώς το γήρας. Ο Κανιούκ γράφει για το θάνατο που απείλησε τη νεότητά του, αναβάλλοντας τις πιο κρίσιμες στιγμές την έλευσή του, τη στιγμή που γνωρίζει ότι πλέον κάθε αναβολή έχει αρθεί. Τότε ο θάνατος τον είχε στήσει, τώρα του την έχει στήσει. Τότε έχτιζε ένα κράτος, σκορπώντας ερείπια, για να στεγάσει εκεί τους απανταχού Εβραίους, τώρα χτίζει από την αρχή τον εαυτό του, που ολοένα ερειπώνεται, για να τον θεμελιώσει τελεσίδικα στη γη του Ισραήλ. Στις σελίδες επιχειρεί να αναστήσει εκείνο το αγόρι, που προτού ακόμα πάρει το απολυτήριο λυκείου κατατάχθηκε εθελοντικά στην Παλμάχ (το στρατιωτικό σκέλος της σιωνιστικής οργάνωσης Χαγκανά) και να μιλήσει με τη φωνή του, με τη φωνή κάποιου που κινδύνευσε να χάσει τη ζωή του ανταποκρινόμενος σε μια ιστορική επιταγή, το νόημα της οποίας αδυνατούσε να συλλάβει.

Η φθορά και η απροθυμία της μνήμης διευκολύνουν την απόδοση της σύγχυσης ενός σχεδόν εφηβικού μυαλού, αδοκίμαστου σε ηθικές διελκυστίνδες και συλλογικούς εφιάλτες. Η κούραση της μνήμης, επίσης, προσφέρεται για το κοίταγμα από μακριά ενός νεαρού εξουθενωμένου από τις μάχες και το ντόμινο των νεκρών σωμάτων. Ο στρατιώτης εκείνος δεν είχε τη δύναμη να σκεφτεί τι ακριβώς υπερασπιζόταν. Ακόμα και ο Κανιούκ όταν φέρνει στο μυαλό του τη μορφή του ανήλικου στρατιώτη, μπορεί να τον δει να σκοτώνει, λουσμένο στο αίμα των συντρόφων του, αλλά και πάλι δεν γνωρίζει ποιος ακριβώς ήταν. «Όταν κλείνω τα μάτια μου, μπορώ να δω εκείνες τις μάχες. Εκείνο που δεν βλέπω είναι ο εαυτός μου. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα ποιος ήμουν πραγματικά εκείνες τις στιγμές σ’ εκείνα τα μέρη. Είδα στ’ αλήθεια ό,τι είδα; Πού βρισκόταν τότε το ‘εγώ’ που γράφει σήμερα, κάνοντας τον απολογισμό εκείνων των ημερών;»

Εκείνος που γράφει για εκείνον που πολεμούσε δεν εμπιστεύεται την ειλικρίνεια της μνήμης, ούτε τη δεξιότητά της στο λίχνισμα του σημαντικού από το ασήμαντο. Αναγνωρίζει, όμως, ότι τα ξέφτια των αναμνήσεων εγκιβωτίζουν το πραγματικό πιο γερά απ’ ό,τι μια αμετάπειστη αλήθεια. Όταν η μνήμη εκχωρεί μέρος της δικαιοδοσίας της στη λήθη, αναζητά εντιμότερα την αλήθεια. Όπως συλλογίζεται ο Κανιούκ, ενδεχομένως «ένα ψέμα που απορρέει από την αναζήτηση της αλήθειας να είναι πιο αληθινό από την ίδια την αλήθεια». Ως συγγραφέας γνωρίζει πως όταν θυμόμαστε, φανταζόμαστε. Έτσι, όπως κάποτε βάλθηκε να επινοήσει ένα κράτος, τώρα επινοεί τη μνήμη του, πιστεύοντας ότι πίσω από τις αμφίδρομες παραχαράξεις θα προβάλλει αχάρακτη η φρίκη. Άλλωστε, στα πεδία μαχών, η αλήθεια πάντοτε αιματοκυλιέται μέχρι να βαφτεί στα χρώματα των νικητών, που και αυτοί θα τη δουν να ξεβάφει στα χέρια τους, όταν άλλοι θα τη διεκδικήσουν για λογαριασμό τους.

Ο δεκαεπτάχρονος Γιόραμ, «ένα παιδαρέλι από το Τελ Αβίβ που βρέθηκε στο σφαγείο», δεν είχε ιδέα πώς ιδρύεται ένα κράτος μέχρι που έφτασε να γαζώνεται από τις σφαίρες των Αράβων στους λόφους της Ιερουσαλήμ. Εκεί, στην πρώτη γραμμή, όταν αναλογιζόταν την έννοια «κράτος», δεν κατάφερνε να καταλήξει σε κάτι συγκεκριμένο. Ειδικά ένα κράτος για τους Εβραίους, ένα λαό περιπλανώμενων, του φαινόταν αδιανόητο. Ωστόσο, παρόλο που δεν είχε φύγει ποτέ από τη γενέτειρά του, τον συγκινούσε η ρομαντική νοσταλγία κάποιου πλάνη με τις βαλίτσες στο χέρι, που αναπολούσε ένα μέρος, όπου ποτέ δεν είχε ζήσει. Για αυτούς τους πλάνητες Εβραίους πήγε στο μέτωπο, φτιάχνοντάς τους μια εθνική εστία, που θα έβαζε τέλος σε δύο χιλιάδες χρόνια εξορίας.

Όταν, όμως, τα πυρά κατέπαυαν, πώς θα ζούσαν ανάμεσα σε τόσους νεκρούς; Άλλωστε, οι περισσότεροι από εκείνους για τους οποίους προοριζόταν το νέο κράτος, ήταν ήδη νεκροί, όπως σύντομα θα ήταν και οι επίδοξοι χτίστες του. Πολύ αργότερα, όταν η ειρήνη στο Ισραήλ θα αποδεικνυόταν περισσότερο ιδεατή παρά εφικτή, ο Κανιούκ συλλογίζεται πως εξαρχής το Ισραήλ ήταν «ένα κράτος νεκρών», «ένα τρελοκομείο στη μέση της ερήμου, με το έδαφός του γεμάτο σκόνη από τα κόκαλα των Εβραίων που δεν κατάφεραν να το φτάσουν όσο ήταν ζωντανοί». «Δημιουργήθηκε για τους νεκρούς. Για να υπενθυμίζει ότι, εάν υπήρχε πενήντα χρόνια νωρίτερα, όλοι εκείνοι οι άνθρωποι ίσως και να ήταν ζωντανοί».

Ο στρατιώτης Γιόραμ καταλαβαίνει καλύτερα τον πόλεμό του όταν σκέφτεται όλους εκείνους που εξοντώθηκαν στα στρατόπεδα θανάτου, στο όνομα των οποίων θα έπαιρνε εκδίκηση για το εβραϊκό παρελθόν της ταπείνωσης και της περιπλάνησης, για τα αλλεπάλληλα πογκρόμ. Ακόμα καλύτερα καταλαβαίνει το νόημα αυτής της αιματόβρεχτης υπόθεσης, όταν βλέπει με τα ίδια του τα μάτια τη χώρα να γεμίζει με επιζώντες της Σοά. Αυτοί οι άνθρωποι μπορούσαν να ενσαρκώσουν μια εξήγηση του τρομερού πολέμου στον οποίο είχε ταχθεί. Έρχονταν από μια κόλαση, που μπροστά της το τοπικό τους σφαγείο ωχριούσε. Οι μάχες της Παλμάχ έμοιαζαν με «γλυκερό παραμύθι» μπροστά στο Άουσβιτς. «Στα μάτια τους ήμασταν κορδωμένες καρικατούρες που είχαμε κερδίσει έναν χάρτινο πόλεμο, που δεν είχε καμιά σχέση με όσα είχαν ζήσει, τη Βέρμαχτ, τους Ναζί, τη Γκεστάπο, τα τεθωρακισμένα, τα σφραγισμένα βαγόνια, τα γκρίζα μπλοκ των στρατοπέδων όπου συναντούσες τον Θεό μέσα από το φουγάρο των κρεματορίων».

Ο Κανιούκ θυμάται την αδημονία του να καλωσορίσει στο κράτος του Ισραήλ τους φυγάδες από το ευρωπαϊκό κολαστήριο, αλλά και το ξάφνιασμά του από την εικόνα αυτού του στοιχειωμένου από τη φρίκη πλήθους. Ένιωθε πως δεν μοιραζόταν τίποτα με εκείνους τους Εβραίους και πως η Ιστορία από την οποία είχαν διαφύγει τού ήταν ανεπίτρεπτα ξένη. Τον απωθούσε η μανία με την οποία καταλάμβαναν τα εγκαταλελειμμένα σπίτια των Αράβων, αλλά και η αλαζονεία, που διαγραφόταν στις εξαθλιωμένες μορφές τους. Ήταν η απόμακρη αλαζονεία που εκπηγάζει από τον αβυσσαλέο πόνο. Είχαν επιζήσει και αυτή η τυχαία εύνοια τους επιβάρυνε με μια παράλογη, αδυσώπητη ενοχή, που σάρωνε κάθε αναστοχασμό περί ηθικής. Είχαν από καιρό δραπετεύσει από κάθε συναφή έννοια.

Ο Κανιούκ επιστρέφει στο 1938 και πηγαίνει ξανά να σταθεί στο λιμάνι του Τελ Αβίβ, όπου μαζί με τους συμμαθητές του περίμενε τα καράβια με τους πρώτους μετανάστες. Αισθάνεται ξανά να τον αναστατώνει ο αφελής ενθουσιασμός του, που έσβηνε απότομα μπροστά στα περιφρονητικά βλέμματα των ανθρώπων που αποβιβάζονταν στη γη του Ισραήλ. Έρχονταν από την Ευρώπη, «αγνοούσαν όμως ότι η Ευρώπη δεν τους ανήκε πλέον». Ο Γιόραμ και οι φίλοι του, που ήταν βέβαιοι πως θα έκαναν για χάρη τους την έρημο γόνιμη, θα δημιουργούσαν και θα δημιουργούνταν σε τούτη τη γη, θα γίνονταν ήρωες και θα έδιωχναν για πάντα το φόβο και την ατίμωση, θύμωναν με αυτούς τους «αισχρούς Εβραίους», που «έβλεπαν την καταστροφή στη γη του Ισραήλ, τη χώρα που για μας ήταν ο κόσμος με Κ κεφαλαίο».

Το ίδιο θυμάται να θυμώνει και με όσους ήρθαν αργότερα. Ο Κανιούκ τους ξαναβλέπει να γραπώνονται από τα σκοινιά των καραβιών, που μετέφεραν φυγάδες από κάθε γωνιά της Ευρώπης. Εκείνος, που φανταζόταν ότι θα διέπλεε τη Μεσόγειο για να οδηγήσει στις ακτές της γης του Ισραήλ τους πλάνητες Εβραίους, δεν κατάφερνε να νιώσει καμιά συμπάθεια για όλους εκείνους τους ανθρώπους, που στοιβάζονταν στο πλοίο με το οποίο εκπλήρωνε το παιδικό του όνειρο. Η πραγματικότητα που κουβαλούσαν μαζί τους ήταν ανυπόφορα άγρια. Θα περάσει καιρός μέχρι να τους αγαπήσει για τον ερμητικό πόλεμο, που σοβούσε μέσα τους. Όπως και τους άλλους, που είχαν φτάσει στην υπεσχημένη γη λίγο νωρίτερα. Ακούγοντας τις ιστορίες τους ανακτά την εβραϊκότητά του, την οποία ουδέποτε εμπιστεύτηκε στο θρήσκευμα. Ο Κανιούκ τους ξαναβλέπει να κατεβαίνουν εξαγριωμένοι και ελεεινοί από παμπάλαια φορτηγά, να σωριάζουν τα συρματοπλέγματα του ισραηλινού στρατού και να ορμούν στις έρημες αραβικές κατοικίες σαν να επέστρεφαν στο δικό τους σπίτι. Ήταν ανθρώπινα ράκη, που ρημάζονταν από μίσος. Ένα μίσος, η σφοδρότητα του οποίου τον αποξένωνε από εκείνους. «Είχαν βγει από την κόλαση για να βρουν τη θέση τους στην Ιστορία, στην ίδια εκείνη Ιστορία που πληγωμένη και ικετευτική βρισκόταν πίσω από τα συρματοπλέγματα, λίγα χιλιόμετρα παρακάτω».

Πληγωμένοι και ικετευτικοί, οι Άραβες σπάραζαν για την εκδίωξή τους. Μόνο στη θέα αυτής της απροσμέτρητης δυστυχίας και αδικίας, ο στρατιώτης Γιόραμ συνειδητοποιεί πως το κενό μπορεί να αποκτήσει «πρόσωπο, σώμα, οδύνη». Η ερημιά των αραβικών πόλεων, η απόπνοια της σαπίλας και του καπνού, τα αιωρήματα της σκόνης και της στάχτης, τα παρατημένα ρούχα, που ξεραίνονταν στον ήλιο, τα στρωμένα τραπέζια, που ανέδιδαν μυρωδιά καμένου φαγητού, όλη αυτή η σπαρακτική σκηνογραφία του διωγμού, τον τάραζε, αλλά δεν ήγειρε ηθικά ερωτήματα. Την ώρα της σφαγής η ντροπή σιγούσε. Τα ερωτήματα τέθηκαν αργότερα, όταν τον πόλεμο διαδέχθηκε η εμπόλεμη ειρήνη.

Ο μικρός Γιόραμ, ένας σάμπρα (γεννημένος στη γη του Ισραήλ), «ένας μικρός σκατοϊσραηλινός» καλής οικογενείας, προσπαθούσε να καταπνίξει την αμηχανία του για τους παράξενους Εβραίους της Διασποράς και να νιώσει περήφανος που είχε αναλάβει την υποδοχή τους στο κράτος του Ισραήλ, γνήσιος καρπός του οποίου ήταν αναμφίβολα ο ίδιος. Εκείνος ήταν που θα τους παρέδιδε αναγεννημένο το αρχαίο τους κράτος, θεμελιωμένο σε μια νέα, «αρρενωπή» εβραϊκή μυθολογία, που θα αποκαθιστούσε περίτρανα τον περιούσιο λαό. Όμως, όπως συνέβαινε σε μια ιστορία που του διηγούνταν ο πατέρας του, πήγε για τις χαρές και βρέθηκε στο πένθος. Και αν το πένθος κρατεί ακόμα, το πανηγύρι ήταν μόνο για μια νύχτα. Τη νύχτα του Νοεμβρίου του 1947, όταν όλος ο κόσμος γελούσε, γιατί «ήταν χαρούμενος όσο ποτέ πριν και όσο δεν θα ήταν ποτέ ξανά», γιορτάζοντας την εξαγγελία της δημιουργίας δύο κρατών στο Έρετς Ισραέλ μέχρι το ξημέρωμα, που έσπευσε να πάρει τα όπλα.

Ο Γιόραμ δεν χρειάστηκε να περιμένει τους επιζώντες των στρατοπέδων για να αντικρίσει το μίσος στην πιο ωμή του έκφανση. Το είχε ήδη δει στις συνοικίες των Αράβων, όπου συναντήθηκε με έναν οικείο εχθρό. Ήταν άνθρωποι που τους γνώριζε καλά, μολονότι από το 1920, που ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ιερουσαλήμ, ήταν κιόλας εχθροί του. Τους είχε μάθει όχι μόνο από τα πυρά που αντάλλασσαν μεταξύ τους, αλλά και από τις αναίμακτες δοσοληψίες της καθημερινότητας. Μες στον ορυμαγδό των σφαιρών και των όλμων μπορούσε εύκολα να ξεχάσει τη γλυκύτητα αυτού του συγχρωτισμού. Δεν θα μπορούσε όμως να πυροβολεί χωρίς να θυμάται ποιος ήταν ο εχθρός του. Και ο εχθρός του ήταν ο Άραβας, που τον μούσκεψε με το αίμα του, όταν ο Γιόραμ προσπάθησε να τον γλιτώσει από το θανάσιμο μένος φιλήσυχων περαστικών, οι μικροπωλητές με τις καφίες, που πουλούσαν σάντουιτς στον σιδηροδρομικό σταθμό, το κοριτσάκι με την κούκλα στο χέρι, που έκλεινε την πορεία προσφύγων, που γλιστρούσαν πάνω στην άμμο, ο Βόσνιος με τον οποίο ο πατέρας του συζητούσε στα γερμανικά για την εποχή που σπούδαζαν και οι δύο στη Χαϊδελβέργη.

Ο πατέρας του ανήκε στην αριστοκρατία του Τελ Αβίβ. Ήταν διευθυντής μουσείου και «την εποχή που οι Εβραίοι πέθαιναν, εκείνος οργάνωνε κονσέρτα μουσικής δωματίου με το αγαπημένο του γερμανικό ρεπερτόριο». Ο Γιόραμ ήταν το μαμόθρεφτο αγοράκι εκείνου του Εβραίου από τη Γαλικία, «που θεωρούσε τον εαυτό του γέννημα θρέμμα Βερολίνου και σιγομουρμούριζε εβραϊκές προσευχές ανάμεσα σε δυο λίντερ του Σούμπερτ ή του Μπραμς». Άκουγε Μπετόβεν και ονειρευόταν το Βερολίνο στα γερμανικά. Κάποτε ένας φίλος του στρατιώτης τού επεσήμανε: «Δεν πεινάς αρκετά για να ζήσεις σε τούτο τον κόσμο».

Αν ο πατέρας του καθόταν στο παραθαλάσσιο διαμέρισμά τους στο Τελ Αβίβ καπνίζοντας πίπα και απολαμβάνοντας γερμανική μουσική στο πικάπ, ο Γιόραμ σε στιγμές ανάπαυλας άκουγε μαζί με τους συντρόφους του δίσκους με αραβικά τραγούδια, λάφυρα από αραβικά χωριά. Η μελωδία του ταγκό τραγουδισμένη στα αραβικά τούς νανούριζε και μολονότι ηχούσε πολύ πιο γλυκά από το σοφάρ, που είχε γκρεμίσει τα τείχη της Ιεριχούς, παρέμενε κλεμμένη. Ήταν σαν μαζί με τους δίσκους των 33 στροφών να είχαν αρπάξει από τους εχθρούς τους το κέρας που σάλπιζε την ύπαρξή τους.

Αλλά και εκείνοι που δεν ήταν εχθροί του, τον μισούσαν γιατί τους είχε κλέψει την ειρήνη. Οι υπερορθόδοξοι Εβραίοι δεν μισούσαν τους Άραβες, αλλά τον αγώνα του εναντίον τους. Κάθε φορά που οι στρατιώτες της Παλμάχ διέσχιζαν τις συνοικίες τους τούς υποδέχονταν με αναθέματα και πέτρες. Υπέροχη είναι η σκηνή του γάμου, όπου τους προσκαλούν οι γονείς της νύφης για να τους κάνουν να συνειδητοποιήσουν την αρμονία, την οποία πολεμούσαν. Μέσα σε αυτό το ξένο σπίτι, ο Γιόραμ, σπρωγμένος από την απελπισία και από μια αλλόκοτη νοσταλγία, αισθάνθηκε να ξεμακραίνει από την ισραηλινή του εμπειρία, να απομακρύνεται από τον πόλεμο, τον σιωνισμό και τα πατριωτικά τραγούδια, και να μετέχει ολόκαρδα στη χαρά εκείνων των Εβραίων, που προσεύχονταν στα γίντις και τους οποίους ο πατέρας του είχε αποφασίσει εδώ και χρόνια να αγνοήσει. Χόρευε με πάθος, ενόσω ηλικιωμένοι Εβραίοι τον χειροκροτούσαν, ξεχνώντας πως ήταν εχθρός τους. «Είπα στον άντρα που χόρευε δίπλα μου ότι πολεμούσαμε και για κείνον. Έφτυσε κάτω και μου είπε καθαρά ότι εξαιτίας μου θα ερχόταν η καταστροφή».

Ο Κανιούκ γράφει για την καταστροφή, των ελπίδων και της ειρήνης πρωτίστως, αλλά και για την καταστροφή της μνήμης. Όχι μόνο για τις καταστροφές που επιφέρει σε όσα αναλαμβάνει να μνημειώσει, αλλά και για τις καταστροφές που γίνονται εις βάρος της. Γράφει, λοιπόν, και για την αβέβαιη κληρονομιά των ιδρυτών του κράτους του Ισραήλ. Ήταν, τελικά, ηλίθια η ιδέα τους να φτιάξουν αυτό το κράτος;

«Οι έξυπνοι προτιμούν ένα κράτος υπαρκτό παρά ένα κράτος στη φαντασία. Αυτός που είναι έξυπνος δεν επιχειρεί να δημιουργήσει ένα καινούργιο κράτος μέσα στην κάψα μιας γης που την κατοικούσαν ήδη Άραβες, περικυκλωμένο από αραβικές χώρες που, χωρίς αμφιβολία, έβλεπαν σ’ αυτό το νέο κράτος έναν μιαρό ξένο».

Ο Κανιούκ σε καμία περίπτωση δεν αμφισβητεί την αδήριτη αναγκαιότητα του κράτους του Ισραήλ. Αμφισβητεί, ωστόσο, την αξιοπιστία των επιγόνων, όλων εκείνων που σφετερίστηκαν τον πόλεμο της Παλμάχ, λαφυραγωγώντας την, και τους οποίους θεωρεί ακατάλληλους να ερμηνεύσουν, πολλώ δε μάλλον να διαφυλάξουν, την κληρονομιά της. Ο Κανιούκ εξεγείρεται για τον παραγκωνισμό των πολεμιστών που επέζησαν του Πολέμου της Ανεξαρτησίας, για τους ήρωες της Παλμάχ, που την είδαν να διαστρέφεται σε «αδελφότητα συμφερόντων». Και μολονότι οικτίρει τον οπορτουνισμό «των αργόσχολων του Γενικού Επιτελείου», δεν διστάζει να παραδεχτεί πως η Παλμάχ που γνώρισε στον πόλεμο και την οποία η μνήμη του επιμένει να τιμά, «δεν είχε ομορφιά». «Σε μεγάλο βαθμό ήταν ένα απάνθρωπο εργαλείο, έξυπνο, γενναίο και εξαγριωμένο που ανέλαβε –χωρίς να το ξέρει- να δημιουργήσει ένα κράτος για το λαό του Ισραήλ». Η ομορφιά για την οποία τη σεβόταν ανερχόταν σε ένα ιδεώδες που δεν εφαπτόταν στο έδαφος της αληθινής ζωής.

Πλησιάζοντας στο θάνατο, ξέροντας πως πεθαίνοντας θα λιγοστέψει κι άλλο η μειοψηφία εκείνων που ακόμα θυμούνται, νοσταλγεί εκείνο το κράτος που πριν από εξήντα πέντε χρόνια ίδρυσε ο Μπεν Γκουριόν, αλλά δεν μπορεί να διακρίνει το μέλλον του. Διότι οι γονείς του δεν βρίσκονται πια στη ζωή και οι κληρονόμοι του είναι «ανόητοι, ηλίθιοι, κλέφτες, άνθρωποι γεμάτοι κακία που λησμόνησαν από πού ήρθαν».

Ο μικρός Γιόραμ πολέμησε για να φέρει τους Εβραίους στην πατρίδα του, που θέλησε να την κάνει και δική τους. Μπορεί τότε να ήταν ένα μαμόθρεφτο, ένας «παλιοσάμπρα», που φαντασιωνόταν πως θα γινόταν γενναίος πολεμιστής και θα κατατρόπωνε τους εχθρούς του Ισραήλ, αλλά επέζησε και είχε όλο το χρόνο να δει την αφέλειά του να καταρρέει σε αμιγή τραγικότητα. Οι φοβερές επιγνώσεις που υποθάλπει η μνήμη, σαρκάζουν πικρά την αλλοτινή άγνοια. Οι θεμιτές ονειροπολήσεις του παρελθόντος και το μετέπειτα γκρέμισμά τους από την πιο αναπάντεχη πραγματικότητα δημιουργούν στις σελίδες ένα εκρηκτικό συγκρουσιακό πεδίο, πολύ πιο βίαιο από τις σκηνές των εχθροπραξιών. Ο Κανιούκ αναπολεί μια συλλογική ελπίδα στα σπάργανά της, νιώθοντας ταυτόχρονα να τον αναπάλλουν οι παρατεταμένοι επιθανάτιοι σπασμοί της. Η αλόγιστη αισιοδοξία του νεαρού στρατιώτη, που υπήρξε κάποτε, ναυαγεί στο αίμα των νεκρών τόσο του παρελθόντος όσο και του παρόντος. Όμως τρία χρόνια πριν το θάνατό του, δεν θέλει να μιλήσει για τη ζωή που επίκειται, αλλά για τη ζωή, που κείτεται αθετημένη στη Γη της Επαγγελίας. Για τη ζωή, που ο ίδιος είχε κάποτε υποσχεθεί σε άλλους Εβραίους, που έρχονταν από αλλού.

Παλιά θύμωνε με αυτούς τους ακατάδεχτους φιλοξενούμενους, που φέρονταν σαν οικοδεσπότες. Ο αμήχανος θυμός του, σύμμικτος με έμφοβη απορία και αδέξια μεγαθυμία, μοιάζει να απηχεί το θυμικό του κράτους του Ισραήλ. Και εκείνος και το κράτος ενηλικιώθηκαν σε εμπόλεμη κατάσταση, επιβαρυμένοι με εγκλήματα, που μόλις και μετά βίας καθαγιάζει ο σκοπός τους. Ο Κανιούκ, όμως, δεν κάνει λόγο για εγκλήματα, αλλά για πόλεμο. Η ενοχή του, ενδοστρεφής, αποτυπώνεται σαν ένας ιδιωτικός, ατέρμονος εφιάλτης, που εκτυλίσσεται πέρα από κάθε δίκη της ηθικής. Το συνταρακτικό πορτρέτο του γηραιού πολεμιστή στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, προσωποποιεί το σάστισμα της συνείδησης μπροστά στη θηριωδία, που υποχρεώνεται να επωμιστεί. Ο γέροντας εκείνος είχε ενταφιάσει την ολότητα της ύπαρξής του σε «μια στιγμή, μια ώρα, μια μέρα ίσως», στο σημείο βολής του θανάτου που του αναλογούσε. Ενσάρκωνε, όπως πολύ όμορφα γράφει ο Κανιούκ, «το απόλυτο σχεδόν», «τη στιγμή του σχεδόν». Είχε μαρμαρώσει στο απειροστό του χρόνου μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας, ένα εκατοστό του δευτερολέπτου πριν το ξέσπασμα, «πριν την ευχαρίστηση ή τον πόνο». «Θα γεννηθεί αύριο και πεθαίνει χτες». «Το σώμα του εξακολουθεί να λειτουργεί, αλλά αυτός παραμένει κολλημένος σε μια τρομερή στιγμή, σε μια τρομερή μάχη, πληγώθηκε και επέζησε». Πώς επιζείς της επιβίωσης; Ως θύμα ή ως θύτης;

Τελικά, εκείνο που εξαρχής στέριωνε τη συγγένεια του νεαρού Γιόραμ με τους επιζώντες της Σοά ήταν η ενοχή της επιβίωσης. Αν εκείνοι είχαν εκτοπιστεί πολύ πέρα από το κρίμα και το άδικο και είχαν επιστρέψει στη ζωή με τελείως διαφορετικές έννοιες για τις ίδιες, παλιές λέξεις, εκείνος είχε υποχρεωθεί να ζήσει διερωτώμενος διαρκώς για την τροχιά της σφαίρας, που τον είχε προσπεράσει. Ζούσε στο μήκος κύματος μιας «σχεδόν βολής», που είχε παγώσει στο χρόνο, παγώνοντας και τον ίδιο. Κοιτούσε τη ζωή μέσα από την οπή της κάννης ενός ανύπαρκτου όπλου. Εκείνος, βέβαια, σε αντίθεση με τον γηραιό πολεμιστή, είχε αντέξει να αναμετρηθεί με το «μετά» του σχεδόν. Παρ’ όλα αυτά, είχε βιώσει κατάσαρκα την οδυνηρή δυσκινησία της συνείδησης, όταν επιχειρεί να νοηματοδοτήσει τον παραλογισμό της τυχαιότητας. Η ενοχή, η μεταμέλεια, η αυτοκριτική υποσκελίζονταν από τη βιαιότητα «του απόλυτου σχεδόν», που διασάλευε κάθε διευθέτηση περί δικαιοσύνης. Οι τύψεις δεν είχαν τόση σημασία, από τη στιγμή που εκκρεμούσε το ερώτημα για ποιο λόγο είχε σωθεί, όταν πολύ πιο άξιοι από εκείνον είχαν βρει το θάνατο. Χρωστούσε τη ζωή του στο χυμένο τους αίμα και ήταν ένα χρέος που τον τρομοκρατούσε. Τον φόβιζε η ζωή, που αυτό το αίμα θα άρδευε. Θα κατόρθωνε, άραγε, να γίνει «σημαντικό πρόσωπο σ’ εκείνο το μέλλον το οποίο εκείνοι είχαν στερηθεί;» «Σε ποια ζωή μπορούσα να ελπίζω μετά απ’ αυτό;»

Στη μνήμη του συγγραφέα αναβράζει ο ψυχικός πολτός του φόβου, του ηρωισμού και της αφέλειας, που αναρρίπιζε τον πολεμικό του ζήλο και που πολύ γρήγορα τον αποστράγγισε από κάθε επίφαση αθωότητας. Οι σελίδες του μοιάζουν με χρονικό κατατροπωμένων αυταπατών. Επί της ουσίας συνιστούν μια σπουδή στην αποτυχία. Το 1945 οι Εβραίοι της Διασποράς βρίσκονταν ανάμεσα «στον πλήρη αφανισμό και σ’ αυτό που τότε μας φαινόταν ως καθοριστική πρόοδος στον αγώνα μας για να αλλάξει η μοίρα των Εβραίων». Τότε είχαν ακόμα δικαίωμα να ελπίζουν, αν και αγνοούσαν πού ακριβώς θα τους οδηγούσαν οι ελπίδες τους. Ονειρεύονταν να κάνουν δική τους ολόκληρη την εβραϊκή Ιερουσαλήμ μέχρι το τέλος του κόσμου. «Εκείνο που δεν γνωρίζαμε τότε ήταν πόσο σύντομα θα ερχόταν αυτό το τέλος». Στο τώρα της γραφής οι ελπίδες έχουν οδηγηθεί στο τέλος τους, ενώ το τέλος του πολέμου αθετείται επανειλημμένα από τη, διόλου υποσχετική, υποσημείωση «συνεχίζεται».

Το 1947 ο γενναίος Γιόραμ, που ατένιζε τα φώτα των αραβικών πόλεων σκαρφαλωμένος στα ύψη της Μασάντα, ενός ρωμαϊκού οχυρού, μνημείου μιας ομαδικής αυτοκτονίας Εβραίων που αρνήθηκαν την αιχμαλωσία, ίσως δυσπιστούσε στον δυσοίωνο συμβολισμό του μέρους. Ως περιπαθής εκδικητής κάθε νεκρού ή ανέστιου Εβραίου, δεν μπορούσε να πιστέψει πως δεσμευόταν σε μια αυτοκτονική αποστολή. Ήταν αποφασισμένος να πεθάνει ή να κατακτήσει το βουνό, να γίνει κοινωνός ενός σιωνιστικού μύθου. Όταν τριάντα περίπου χρόνια αργότερα ξανανεβαίνει στο βουνό, δυσκολεύεται να γοητευθεί από τη μυστικιστική άλω εκείνου του βράχου. Βρίσκεται εκεί ως παλαίμαχος, που παρακολουθεί την τελετή αποφοίτησης νεοσύλλεκτων, που θα πεθάνουν στον επόμενο πόλεμο. Από το χείλος του γκρεμού δεν μπορεί πια να δει κανέναν παράδεισο. Μόνο έρημο.

27751l

Yoram Kaniuk, 1948, Πόλις 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular