Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

«Τα παλιά ονόματα ξεχάστηκαν προτού ανακαλύψουμε πώς να τα προφέρουμε»  

 

Η σιωπή των νεκρών. Τα λησμονημένα ονόματά τους. Η τρομερή ανωνυμία των χαμένων. Το θαμμένο τους λεξιλόγιο. Οι αθέατοι τάφοι τους. Η ενταφιασμένη αλήθεια τους. Οι νεκρικές πομπές των κατασιγασμένων φωνών. Με νεκρική σιγή αντιμετριούνται οι λέξεις, όταν αποπειρώνται να μιλήσουν στους πεθαμένους. Στην αρχή του βιβλίου ο Αφροαμερικανός συγγραφέας Τζον Έντγκαρ Γουάιντμαν μιλάει για ένα βιβλίο που δεν κατάφερε να γράψει, ένα μυθιστόρημα για τον Έμετ Τιλ. Το 1955 ήταν δεκατεσσάρων χρονών, όταν αντίκρισε σε ένα περιοδικό την αποκρουστική φωτογραφία ενός δεκατετράχρονου νεκρού αγοριού, του Έμετ. Ο τελευταίος είχε πάει το καλοκαίρι του 1955 στο Μισισίπι και επέστρεψε στη μητέρα του στο Σικάγο μέσα σε κάσα. Τον δολοφόνησαν οι λευκοί του Νότου. Το χειρότερο στη φωτογραφία ήταν η σιωπή του Έμετ Τιλ. «Ένα νεκρό, τυφλό παιδί και να μην μπορώ να ξεφύγω από τη φριχτή, σιωπηλή ματιά του».

«Έγχρωμος αυτός, έγχρωμος κι εγώ. Αγόρι αυτός, αγόρι κι εγώ. Τόσο απόλυτα νεκρός εκείνος που έγινε και δικός μου ο θάνατος».

Στην κηδεία η Μέιμι Τιλ, η μητέρα του Έμετ, παράστεκε τον γιο της δίπλα στο φέρετρό του με το γυάλινο κάλυμμα. Ήθελε όλοι να δουν τι είχαν κάνει στο παιδί της. Έντεκα χρόνια πριν, οι λευκοί Αμερικανοί στρατιώτες είχαν στείλει στην αγχόνη τον άντρα της, τον Λούις Τιλ. Στη δίκη που διεξήχθη στο Μισισίπι οι δύο κατηγορούμενοι για τη δολοφονία του αγοριού αθωώθηκαν. Δεν τους απαγγέλθηκε ούτε η κατηγορία της απαγωγής, καθώς την κρίσιμη στιγμή η ενοχή των κατηγορουμένων υποσκελίστηκε από την ενοχή του Λούις Τιλ, ο οποίος είχε καταδικαστεί σε θάνατο για βιασμό και φόνο. Τα αμαρτήματα του πατρός στέρησαν από τον γιο τη μεταθανάτια δικαιοσύνη. Όπως γράφει ο Γουάιντμαν, οι δύο κατηγορούμενοι απαλλάχθηκαν από τις κατηγορίες, διότι «εμφανίστηκε ως διά μαγείας ο πατέρας του Έμετ Τιλ, ο Λούις, σαν το διαβολικό μαύρο κουνέλι μέσα από το διαβολικό λευκό καπέλο». Η εκτέλεση του Λούις, ο επονείδιστος θάνατός του, απάλειφε κάθε πιθανότητα να τιμωρηθούν οι φονιάδες του γιου του. Αναζητώντας στοιχεία για τη ζωή του Έμετ Τιλ, που επιδίωκε να μεταπλάσει σε μυθιστόρημα, ο συγγραφέας αντικρίζεται με το πρόσωπο του Λούις Τιλ. «Έναν έγχρωμο πατέρα που τον ανακάλεσαν από τους νεκρούς για να απαλλάξει τους λευκούς που είχαν βασανίσει και σκοτώσει τον γιο του».

Μπορεί στην Ελλάδα, όπου βέβαια ο ρατσισμός ανέκαθεν σοβούσε, το φυλετικό ζήτημα να μην απέκτησε ποτέ την ένταση ενός ζέοντος, εγγενούς κοινωνικού αναχρονισμού, όμως στην κοινωνιολογική πραγματικότητα για την οποία μιλάει ο Γουάιντμαν, οι φυλετικές διακρίσεις έχουν βαθιές, ανεξάλειπτες ακόμη ρίζες, που ολοένα κακοφορμίζουν. Ολοένα και συχνότερα, ολοένα και πιο σθεναρά, από τον Τύπο, την τηλεόραση, αλλά και τη λογοτεχνία, ακούγονται καταγγελίες για άνιση μεταχείριση, υποβιβασμό και παραγκώνιση. Το βιβλίο του Γουάιντμαν, λόγου χάριν, θα μπορούσε να διαβαστεί τόσο σε συνάρτηση με το σημαντικό μυθιστόρημα του Τζέιμς Μπόλντουιν Το κουαρτέτο του Χάρλεμ (μτφρ. Χρήστος Οικονόμου), όσο και με το μυθιστόρημα της Τζάκλιν Γούντσον Ένα άλλο Μπρούκλιν (μτφρ. Άννα Μαραγκάκη), που κυκλοφόρησαν πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις

Οι μαύροι πολίτες της Αμερικής φοβούνται τον Νότο και ντρέπονται για τον φόβο τους. Δεν έζησαν τη δεκαετία του 1860, όμως δεν ξεχνούν πως εκεί κάτω κυκλοφορούσαν μέχρι πρόσφατα ένοπλοι, έφιπποι κουκουλοφόροι λευκοί που έδιναν όρκο: «Ποτέ. Ποτέ νέγρος εδώ». Όσοι, δεκαετίες μετά τον Εμφύλιο, μετανάστευσαν στον Βορρά, έχουν άσχημες ιστορίες να θυμούνται. Ιστορίες που τους κρατούν σε επιφυλακή. Άλλωστε, οι μετανάστες από τον Νότο είναι «άνθρωποι περιθωριοποιημένοι οικονομικά, κοινωνικά απομονωμένοι». Όπως και να ’χει, είτε πάνω είτε κάτω, «αν είσαι έγχρωμος, είναι κάποια πράγματα που τα πιάνεις και το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να τα χωνέψεις και να μην τα ξεχάσεις ποτέ σου».

Ο Γουάιντμαν είναι αφόρητα αγανακτισμένος, έξω φρενών, με «αυτό το κακοφόρμισμα που σιγοβράζει ανάμεσα σε λευκούς και μαύρους». Ακόμα και μετά από τόσους ορμητικούς κρουνούς αίματος, η ανθρωπότητα δεν έχει κάνει ούτε βήμα «για να επιλύσει τα προβλήματα που προκλήθηκαν από τον γρίφο της φυλής». Η κατάσταση δεν αλλάζει, «εκτός κι αν αλλάζει προς το χειρότερο». Η ασπρόμαυρη φωτογραφία του Έμετ Τιλ είναι το παρελθόν, «μια παλιά ιστορία για το τι έκαναν κάτι λευκοί καριόληδες του παλιού καιρού στα μαύρα αγόρια εκεί κάτω, στον Νότο». Φυσικά, ο Γουάιντμαν δεν πιστεύει ούτε μία από τις παραπάνω λέξεις. «Αλλαγές γίνονται με μεγάλη ταχύτητα, αλλά μερικά πράγματα δεν αλλάζουν».

Ο Γουάιντμαν το ακούει, το βλέπει, στην τηλεόραση, γύρω του, «άλλο ένα έγχρωμο θύμα που κρίθηκε ένοχο χωρίς δίκη πέφτει, έπεσε, θα πέσει οσονούπω νεκρό, εδώ, εκεί, παντού…». Ο Γουάιντμαν γράφει για να βεβαιώσει τον Λούις Τιλ, τη Μέιμι Τιλ, τον Έμετ Τιλ, τη μητέρα του, τον πατέρα του, τον αδελφό του, πως «[…] κάποιοι από εμάς είμαστε μέχρι εκεί που δεν παίρνει δυσαρεστημένοι με την προοπτική να μείνουμε για πάντα στο σκοτάδι της άγνοιας». Σε εκείνο το βαθύ, απύθμενο σκοτάδι, όπου κείτονται αναρίθμητοι έγχρωμοι νεκροί.

Ο Γουάιντμαν έχει επίγνωση ενός αμφίβολου προνομίου, ήταν το πρώτο αρσενικό παιδί της ευρύτερης γενιάς που γεννήθηκε στον Βορρά. Ίσως γι’ αυτό δεν αποτόλμησε ποτέ το ταξίδι στον Νότο, στους τάφους των προγόνων του, παρά μόνο εξήντα χρόνια μετά τον θάνατο του Έμετ Τιλ, που δολοφονήθηκε στο Μισισίπι. Ο παππούς του, από τη μεριά του πατέρα του, με καταγωγή από τη Νότια Καρολίνα, τον παρακαλούσε να κάνουν μαζί ένα ταξίδι εν είδει προσκυνήματος στον Νότο, ένα ταξίδι που ο Γουάιντμαν έκανε τελικά μόνος, εγκαταλελειμμένος στη σιωπή που ανέβλυζε από τους παλαιότερους τάφους της οικογένειας. Ό,τι κράτησε στην ψυχή του από την κάθοδό του στον Νότο, ήταν η «σιωπή του καλωσορίσματος» των δικών του νεκρών, εξίσου σιωπηλών με τους δύο Τιλ, πατέρα και γιο. Την επίσκεψη στα μνήματα των προγόνων ακολούθησε το προσκύνημα στον τάφο του Λούις Τιλ, σε ένα συμμαχικό νεκροταφείο της Γαλλίας. Αυτή η διαρκής μετατόπιση από την ιστορία των Τιλ στην προσωπική του ιστορία, προεξάρχει στην αφήγηση του Γουάιντμαν.

Απρίλιος 1861. Ο συγγραφέας επιβιβάζεται στα κρυφά σε μια βάρκα και παρακολουθεί τον Λούις Τιλ να κωπηλατεί προς το λιμάνι της Νότιας Καρολίνας. «Ο ουρανός της Νότιας Καρολίνας έχει το χρώμα της οργής, το χρώμα της κραυγής». Ο Λούις Τιλ, ένας νέγρος σκλάβος, τραβάει κουπί με φόρα, σχίζοντας «ένα νερό αψύ σαν πληγή». «Η βάρκα είναι σιωπηλή σαν τον τάφο που περιμένει να του απιθώσουν μέσα του το πτώμα». Τη σιωπή τη «σπάζουν μόνο τα πλουμιστά φτερά του νερού έτσι όπως στάζουν» από τις κορυφές των κουπιών καθώς υψώνονται. «Σαν μετάξι το φως αγερολάμνει νωθρά πάνω από το σχεδόν γαλήνιο νερό».

Η ιστορία των Τιλ είναι πανάρχαια, απέραντη, ατέρμονη. Εγκιβωτίζει ποταμούς αίματος πάνω στους οποίους γλιστρούν υπέροχοι γλωσσικοί δακτυλισμοί.

Πολύ πριν σταθεί πάνω από μια επιτάφια πλάκα με τον αριθμό 73, όπου είχαν ενταφιαστεί τα λείψανα του Τιλ, ο συγγραφέας ανησυχούσε πως στο στρατιωτικό νεκροταφείο στη Γαλλία θα τον υποδεχόταν η ίδια σιωπή με την οποία τον είχαν καλωσορίσει οι πρόγονοί του στη Νότια Καρολίνα. Προτού ακόμα επισκεφθεί τον τάφο του Τιλ, ο Γουάιντμαν είχε προσδώσει βαρύνουσα σημασία στη σιωπή του.

«Αν βρεθώ πρόσωπο με πρόσωπο με τον Λούις Τιλ και αποφασίσει να μη χαράξει λέξη, θα καταλάβω ότι μου απηύθυνε τη σιωπή του. Θα καταλάβω ότι διακυβεύονται πολύ περισσότερα από τις λέξεις».

Ο Έμετ Τιλ και ο Γουάιντμαν γεννήθηκαν σε πόλεις του Βορρά, ο ένας στο Σικάγο και ο άλλος στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβανίας, αλλά δεν απείχαν παρά μια-δυο γενιές «από τους παλιούς καιρούς, τις παλιές, άσχημες συνήθειες, την παλιά, άσχημη χώρα». Τις παλιές, άσχημες ιστορίες τις μάθαιναν στο σχολείο, αλλά και από «το καθημερινό δασκάλεμα από τα πολιτιστικά μηνύματα που στόχο είχαν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι δεν ήμασταν ακριβώς Αμερικανοί. Μάλλον πιο κοντά στα ορφανά. Αγνώστων προγόνων».

Για τον Γουάιντμαν, ένα έγχρωμο αγόρι που μεγάλωνε τη δεκαετία του ’50 στον Βορρά της Αμερικής, ο Νότος ήταν «μακρινή, πρωτόγονη περιοχή. Σκοτεινή. Επικίνδυνη. Ανέγγιχτη από τον χρόνο. Από την ιστορία ή από την πρόοδο». Στο χαυνωτικό ηλιόφως και τα χρυσαφένια χωράφια του Νότου αναθάλλει σαν αχλή η απόπνοια του αίματος. «Κρουνοί το αίμα. Κι οι ενοχές για το αίμα». Οι ηλικιωμένοι «ανακαλούσαν τον Νότο με αγάπη στα παραμύθια που διηγούνταν μεταξύ τους και στους απογόνους τους […]». Παραμύθια για την ανέμελη αγροτική ζωή με πολύ γέλιο, χάδια, αγκαλιές, χορευτικά βήματα, παντομίμες, ωραίο φαΐ, καθαρό αέρα, καθαρό νερό, γλυκό χώμα, με τραγούδια, κηρύγματα, βαφτίσια και φεγγαρόφωτο. «Τα παιδιά της πόλης, σαν κι εμένα, σαν τον Έμετ Τιλ, έχουν ακούσει κι άλλες ιστορίες».

Οι παλιές, άσχημες ιστορίες απειλούν ακόμη τους μαύρους της Αμερικής, βυσσοδομώντας στις ρωγμές των εκδημοκρατισμένων πολιτειών της. Οι μαύροι δεν έχουν ίση μεταχείριση με τους λευκούς. Υπάγονται σε ένα ιδιαιτέρως συνταγμένο δικαιικό σύστημα. Είναι όνειδος της ηθικής να αμφισβητείται αυτό το δεδομένο, απαρχή των πιο ειδεχθών αδικοπραξιών. Ο Γουάιντμαν μνημονεύει τον Λούις Τιλ για να μιλήσει για ένα μίσος που ουδέποτε κατέπαυσε. Οι δύο νεκροί, ο Λούις και ο γιος του ο Έμετ, είναι δύο μόνο στιγμές σε μια μακραίωνη αφήγηση κακοποίησης, αδικίας και βίας.

Η συναισθηματική φόρτιση του Γουάιντμαν είναι το λιγότερο συγκινητικό στοιχείο του μυθιστορήματος. Η αγωνία του να διασώσει τους δύο νεκρούς από την ατίμαση του θανάτου τους, θολώνει το βλέμμα του και παρασύρει τη γραφή του σε καταγγελτικούς όσο και μελοδραματικούς τόνους. Από την πρώτη μέχρι και την τελευταία σελίδα, η οπτική του καθοδηγείται από μια δεσπόζουσα, αδιάλλακτη θέση: «Τον Τιλ πατέρα τον καταδίκασε από την κούνια του το μαύρο αίμα του». Ωστόσο, η πολεμική και ο στρατευμένος λόγος διόλου δεν ωφελούν τη λογοτεχνία. Αντιθέτως, την πλουταίνουν η αμφισημία, η απορία, η σύγχυση, η αυθαιρεσία, η ερώτηση, η απόπειρα ερμηνείας. Το μυθιστόρημα κερδίζει από την αναμφίβολα συγκινητική προσπάθεια του συγγραφέα να αντιπαλέψει τη σιωπή των νεκρών, σιωπή που παρεισφρέει στις θορυβώδεις υπάρξεις των ζώντων αναρριπίζοντας ένα ζωτικό νόημα που παραθεωρήθηκε. Η γραφή του Γουάιντμαν αναδεικνύει την πολυσημία της και μαζί τη στοχαστική της λεπταισθησία, όταν απελπίζεται από τη σιωπή του Λούις Τιλ.

Αναδιφώντας τις σελίδες του φακέλου του Τιλ, ο συγγραφέας καθυποτάσσεται από τη σιωπή του, που του επιβάλλεται σαν κραυγή. Το γραφειοκρατικό ιδιόλεκτο του υπηρεσιακού εγγράφου φιμώνει ακόμη και μετά θάνατον τη φωνή του Τιλ. Προτού αρχίσει το φυλλομέτρημα, ο Γουάιντμαν ενοχλείται από την απόχρωση των σελίδων, το γκρίζο, ωχρό τους χρώμα τού θυμίζει κάτι νεκρό σε σήψη, του φέρνει στον νου «το λερό χρώμα των επιδέσμων που τυλίγουν μια μούμια, σφραγισμένη χιλιάδες χρόνια μέσα σε σκοτεινή, αεροστεγή πυραμίδα. Το περιτύλιγμα και το νεκρό δέρμα έχουν πια γίνει ένα». Με την απομάκρυνση του επιδέσμου, το νεκρό σώμα ανασαλεύει.

«Οι νεκροί τινάζονται αιφνιδιασμένοι από τον ανήσυχο ύπνο τους. Έναν ύπνο στο χρώμα των σελίδων του φακέλου».

Ο συγγραφέας, μακριά πια από την αρχική έξαψη της περιέργειας, καθυστερεί τη μελέτη του φακέλου, την αναβάλλει. Οι σελίδες μπροστά του έχουν κάτι το τελεσίδικο. Όσο περίμενε να του τις στείλουν από το Εφετείο Ποινικού Δικαίου της Βιρτζίνια, μπορούσε να φαντάζεται το περιεχόμενό τους, μπορούσε ακόμα και να ελπίζει πως ποτέ δεν θα τις λάμβανε. «Η αναμονή σε ξαλαφρώνει από τις δυσκολίες. Απλώς περιμένεις. Η αναμονή σού γίνεται συνήθεια. Εν μέρει αναστολή, εν μέρει κρυψώνα». Κατά την αναμονή όλες οι πιθανότητες μεγεθύνονται σε προσδοκία, που συχνά είναι και φόβος. Όμως, τις περισσότερες φορές η συναρπαστική αναστάτωση της αναμονής λήγει άδοξα, αναμενόμενα. Ο Γουάιντμαν απογοητεύεται. «Περίμενα περισσότερο δράμα. Κάτι περισσότερο από έναν ανεπαίσθητο συριγμό, μια ελαφριά μυρωδιά παλιοκαιρινού, καθώς άνοιγα τον φάκελο Τιλ».

Το δράμα που πρόσμενε και φοβόταν, ο Γουάιντμαν το εντοπίζει στην αρίθμηση των σελίδων. Η αρίθμηση τακτοποιούσε μεμονωμένα τμήματα του φακέλου, τα οποία, ωστόσο, ήταν τοποθετημένα σε άτακτη χρονολόγηση. Οι αριθμοί στις σελίδες ήταν ενδείκτες σε ένα άλογα, ή δόλια, οργανωμένο χάος. «Στις περισσότερες υπήρχαν ήδη τυπωμένοι αριθμοί που προσδιόριζαν τη θέση τους μέσα σε ένα τμήμα, όμως τα τμήματα δεν συνδέονταν με διαδοχική αρίθμηση». Ο Γουάιντμαν ανησυχεί: «Η σύγχυση μπορεί να αποβεί μοιραία». Το περιεχόμενο του φακέλου, μια ατάκτως ερριμμένη «συλλογή αναφορών, δικαστικών αναθεωρήσεων, επιστολών, τηλεγραφημάτων, πιστοποιητικών θανάτων, δικαστικών παραγγελιών, τιμολογίων, νομικών απόψεων, δικαιολογητικών δαπάνης, υστερόγραφων, άρθρων από εφημερίδες», υπέβαλλε μέσω της αρίθμησης των σελίδων έναν συγκεκριμένο τρόπο ανάγνωσης.

«Το νόημα το οποίο προκύπτει από την τοποθέτηση των σελίδων στη σειρά είναι τόσο ακαθόριστο όσο και το χρώμα της σελίδας».

Ασυνέχειες, ασάφειες, αντιφάσεις, αποσιωπήσεις, περιλήψεις και εκβιασμένα συμπεράσματα, επέφεραν στο περιεχόμενο με κάθε νέα ανάγνωση επάλληλες μεταπτώσεις, που διέψευδαν «τη σε βάθος γνώση ακόμη και απλών θεμάτων – ποιος είπε τι, πότε, πού».

«Η κάθε ανάγνωση στρίβει ελάχιστα το καλειδοσκόπιο, σωριάζει χρώματα και σχήματα σε καινούργιους σχηματισμούς, μπερδεύοντας, σβήνοντας σχήματα που έχω εντοπίσει».

Ο Γουάιντμαν ως αναγνώστης αντιστέκεται στο επιτήδεια συγκροτημένο, όπως υποπτεύεται, κείμενο που έχει μπροστά του. Αναρωτιέται ποιος ήταν εκείνος που καθόρισε τη σειρά των σελίδων και ποιο κίνητρο καθοδηγούσε την επιλογή του. Είναι βέβαιος ότι τα επιμέρους τμήματα του φακέλου δεν ήταν τυχαία συναγμένα, μια στοίβα αδιάσειστα πειστήρια ενοχής, αλλά ότι κάποιος είχε «βάλει το χεράκι του ώστε να διαβαστεί ο φάκελος μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο». Και αυτό το ανώνυμο χεράκι είχε εσκεμμένα αλλοιώσει τον φάκελο, προκειμένου εκείνος που θα διάβαζε την ιστορία που περιείχε, να μην είναι σε θέση να εγείρει καμία αμφιβολία για την αμεροληψία της. «Το αντίγραφο του στρατοδικείου δεν δίνει στον αναγνώστη την ευκαιρία να ζυγίσει απροκατάληπτος τα στοιχεία».

«Όπως ο Έμετ Τιλ στο φέρετρο που τον μετέφερε στον τόπο του, το Σικάγο, από το Μισισίπι, έτσι και η ιστορία του Λούις Τιλ στον φάκελο έχει υποστεί τέτοια ζημιά ώστε είναι σχεδόν αγνώριστη. Χάθηκε, βρέθηκε και χάθηκε».

Ωστόσο, η εμμονική ανάγκη του συγγραφέα να εξορύξει τη χαμένη αλήθεια του Λούις Τιλ, τον παρωθεί να σεβαστεί το «αυθεντικό αντίγραφο». Αποφεύγει να επιφέρει την παραμικρή αναστάτωση στην τοποθέτηση των σελίδων, απέναντι στην οποία εξαρχής δείχνει επιφυλακτικός, από φόβο μήπως αλλοιώσει «το αυθεντικό αντίγραφο». Θα μπορούσε φυσικά να τακτοποιήσει τις σελίδες με όποιον τρόπο θεωρούσε περισσότερο πρόσφορο και συνεκτικό, κάνοντάς το όμως φοβόταν πως θα προξενούσε ανεπανόρθωτη ζημιά στη συρραφή των εγγράφων. Βέβαια, ο Γουάιντμαν έχει συνείδηση του παραλογισμού. «Δεν θα επιχειρούσα να εξηγήσω σε οποιονδήποτε εχέφρονα άνθρωπο τι ακριβώς στην παρούσα κατάσταση του δικού μου αντιγράφου είναι αυτό που το κάνει τόσο ιδιαίτερο. Ούτε γιατί τυχόν επέμβασή μου στο αντίγραφο θα ήταν κακόβουλη».

Το οξύμωρο, ο σεβασμός του αντιγράφου και η απόρριψή του ως χαλκευμένου, καθορίζει και την αναγνωστική του ηθική. Υποτάσσεται μεν στην αρχειοθέτηση των εγγράφων, αλλά δεν υποχωρεί από την καχυποψία του για το περιεχόμενο που προκύπτει από αυτήν ακριβώς την αρχειοθέτηση. Όσο περισσότερο αναγνώστης γίνεται ο Γουάιντμαν τόσο περισσότερο μυθιστόρημα γίνεται ο φάκελος Λούις Τιλ. Τα ντοκουμέντα που περικλείονταν στον φάκελο, άλλοτε έβγαζαν νόημα και άλλοτε όχι. «Όπως συμβαίνει και με την ιστορία. Με την ιστορία γενικά ή με την ατομική ιστορία του καθενός ειδικά. Τη δική μου, για παράδειγμα. Τη δική σου. Τη δική μας».

Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τον φάκελο, ο Γουάιντμαν έρχεται αντιμέτωπος με την εξουσία και την παντοδύναμη, φαύλη δικαιοδοσία της να λέει πάντοτε την τελευταία λέξη. Όπως συλλογίζεται, η εξουσία έχει το αρχείο υπό τον έλεγχό της. Όμως, η εξουσία που ποδηγετεί το αναγνωστικό του βλέμμα, δεν είναι ούτε η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών ούτε ο στρατός, αλλά η αφηγηματική εξουσία του ανώνυμου αρχειοθέτη. Όσες αντιστάσεις και αν αναπτύξει, ο αναγνώστης του φακέλου θα νιώσει ανίκανος να αντιστρέψει την πραγματικότητα που συνθέτουν «οι αποχρωματισμένες, εική και ως έτυχε τοποθετημένες σελίδες». Ο Γουάιντμαν δεν έχει τη δύναμη να αντισταθεί «στην απεχθή ιστορία». Το «μειδίαμα της εξουσίας» περιγελά και δυναμιτίζει κάθε του αναγνωστική πρωτοβουλία. Εν ολίγοις, ο Γουάιντμαν διαβάζει μια ιστορία που αρνείται να πιστέψει, αλλά και την επιβολή της οποίας δεν μπορεί να αρνηθεί.

«Ο φάκελος Τιλ δουλεύει σαν το καλό, παραδοσιακό μυθιστόρημα. Μπορεί ν’ απλώνεται απ’ άκρη σ’ άκρη σε όλο τον γνωστό κόσμο, όμως φτάνοντας στην τελευταία σκηνή η συνωμοσία έχει διαλευκανθεί, οι λογαριασμοί έχουν τακτοποιηθεί, η τάξη έχει αποκατασταθεί, οι ήρωες εισπράττουν ο καθένας αυτό που του αξίζει. Πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει αφηγητής στην ιστορία. Κάποιος έχει τον έλεγχο. Μετά η ιστορία φτάνει στο τέλος. Και τελειώνει με τον μοναδικό τρόπο που θα μπορούσε να τελειώσει, μ’ αυτόν που ήταν προδιαγεγραμμένο να τελειώσει από την πρώτη λέξη, την πρώτη σελίδα. Ο φάκελος είναι μη αντιστρέψιμος. Μάρτυρας ακλόνητος. Η ιστορία τέλειωσε κι εγώ έχω μείνει απέξω. Είτε μ’ αρέσει είτε όχι. Δεν έχω πού να κρυφτώ».

Ο συγγραφέας αισθάνεται παγιδευμένος στην πανίσχυρη βούληση ενός άλλου συγγραφέα (ή συγγραφέων), ο οποίος του προτείνει σαν αδιάψευστη «μια πραγματικότητα ανεπιστρεπτί κατεστραμμένη». Εξετάζοντας τον φάκελο από φιλολογική σκοπιά, εντοπίζει την κακοτεχνία τής κατ’ επίφαση πολυφωνίας του. Οι μαρτυρίες φαινομενικά μόνο δίνουν την εντύπωση πως προέρχονται από διαφορετικές φωνές, ενώ μια προσεκτική ανάλυση του λόγου τους αποκαλύπτει πως όλες έχουν νοθευτεί από το ιδιόλεκτο των πρακτόρων της ανακριτικής επιτροπής. Οι αληθινές λέξεις των μαρτύρων απουσιάζουν από τον φάκελο, αντικατεστημένες από προσχεδιασμένες φράσεις και εκβάσεις. Η εξουσία των πρακτόρων να επιβάλλουν κατά τη διεξαγωγή των συνεντεύξεων μια προμελετημένη μεθοδολογία, τους παρέχει «άφθονες, συχνά αμάχητες ευκαιρίες κατάχρησης εξουσίας». Γι’ αυτό θα μπορούσαμε να πούμε πως εκείνο που ενοχλεί περισσότερο τον Γουάιντμαν στον φάκελο Τιλ, είναι η αφηγηματική του τεχνική.

«Οι συντάκτες της ανακριτικής επιτροπής υιοθετούν τη φωνή του παντογνώστη που συναντάμε σε διάφορα είδη λογοτεχνίας (αν και όχι μόνο), η οποία είναι λες και εξασφαλίζει στους αναγνώστες το προνόμιο να τα βλέπουν όλα από απόσταση, αντικειμενικοί παρατηρητές της δράσης. Λες και μια βιντεοκάμερα περιφέρεται πάνω από σκηνές και πρόσωπα, αντικειμενικό μάτι και αυτί που μεταδίδει την αλήθεια και μόνο την αλήθεια».

Δυστυχώς ο Γουάιντμαν δεν αντιστέκεται στον πειρασμό να μετατρέψει την αναγνωστική του οργή σε θρηνωδία για τον Λούις. Ο Γουάιντμαν δυσανασχετεί γιατί δεν βρίσκει στις σελίδες καμία δυνατότητα ταύτισης με την αναγνωστική του προσδοκία, την οποία αναδαυλίζει μια ακλόνητη πεποίθηση, η αθωότητα του Λούις Τιλ. Οι σελίδες, που συνέθεταν ένα αφήγημα μέσω της μεθοδευμένης αρίθμησης, ακύρωναν την επιθυμία του να αθωώσει τον Τιλ, απέκλειαν τη δική του ερμηνεία. Έτσι, ο συγγραφέας παραμερίζει τη δολερή μυθοπλασία του φακέλου που εμφυσούσε ζωή στη δική του γραφή, και επανέρχεται στην πραγματικότητα, στο γεγονός ότι ο στρατός των ΗΠΑ καταδίκασε σε θάνατο τον Λούις Τιλ σε ηλικία είκοσι τριών ετών. Οι θάνατοι των Λούις και Έμετ Τιλ είναι για εκείνον οι μόνες αλήθειες, ως αδιάσειστα δεδομένα, που έχουν αξία στη δική του μυθοπλασία. Διότι από την πρώτη σελίδα του βιβλίου ο Γουάιντμαν γράφει ένα μυθιστόρημα εν είδει ένστασης στο μυθιστόρημα του φακέλου. Αν ο φάκελος εκλαμβάνει ως δεδομένη την ενοχή του Λούις Τιλ, ο Γουάιντμαν είναι εξαρχής πεπεισμένος για την αθωότητά του. Καμία από τις δύο αφηγήσεις δεν μπορεί να αξιώσει αμεροληψία. Η αντιδικία των δύο αφηγήσεων προσδίδει στο μυθιστόρημα ξεχωριστό, ασίγαστο ενδιαφέρον. Η έγνοια, όμως, του συγγραφέα να θυματοποιεί υπέρ το δέον τον ήρωά του, παρασύρει ενίοτε τη γραφή στον μελοδραματισμό που επιχειρεί να εκμαιεύσει (όπως η αρχειοθέτηση του φακέλου) μια αναγνωστική αντίδραση ευμενή στα αφηγούμενα. 

«Η μοναδική ευκαιρία που έχει ο Τιλ για ζωή, η μοναδική του ιστορία, μία και μοναδική δόση που τέλειωσε γρήγορα. Σελίδες διαβασμένες και ξαναδιαβασμένες, αριθμημένες ξανά, μπορεί και όχι, δεν πρόκειται ν’ αλλάξουν την αλήθεια. Την αλήθεια για το πόσο γρήγορα τελειώνει η ζωή του Λούις Τιλ. Ένας τόσο νέος άνθρωπος και τον μακελεύουν. Μετά ο γιος του, ο Έμετ· τον μακελεύουν κι αυτόν στα δεκατέσσερα, εννιά χρόνια λιγότερη ζωή από του πατέρα του. Ό,τι κι αν διαβάσω, ό,τι κι αν γράψω εγώ, δεν πρόκειται να δώσει παράταση στη ζωή των Τιλ. Τίποτα δεν σταματάει τους αχόρταγους τρελόγερους που τρώνε τα παιδιά τους».

Ο Γουάιντμαν φέρνει στα όριά της την εκ γενετής θυματοποίηση του Λούις Τιλ, αναφερόμενος στα «λευκά» αντανακλαστικά, θησαυρισμένα σε ένα σαρκοβόρο συλλογικό φαντασιακό, των κατηγόρων του, οι οποίοι, ερεθισμένοι από τον συνδυασμό βιασμού και μαύρου χρώματος, ρίχτηκαν στο ανακριτικό τους έργο «περισσότερο με τη μορφή ιερής αποστολής παρά με τη μορφή διερεύνησης». Τα εγκλήματα που έγιναν τη νύχτα της 27ης Ιουνίου 1944 στην Ιταλία, ήταν το «προβλέψιμο ξέσπασμα της πασίγνωστης λαγνείας και βιαιότητας που σιγοβράζει στο μαύρο αίμα των έγχρωμων και είναι περίπου αδύνατον να καταπνιγεί. Ένα όργιο μεθυσιού και δολοφονικής μανίας. Ένα ξεφάντωμα ανεξέλεγκτων, αταβιστικών παρορμήσεων».

Ο Έμετ Τιλ δολοφονήθηκε στο Μισισίπι επειδή είπαν πως σφύριξε σε μια λευκή. Η βδελυρή του λαγνεία τον καταδίκασε σε θάνατο, λαγνεία κληρονομημένη από τον πατέρα του που πήγε στον πόλεμο για να βιάζει λευκές. Ο Γουάιντμαν, παρασυρμένος σε εξωφρενικές εικοτολογίες, που μπλέκουν τη δικαιοσύνη με τη σύμπτωση και την ειρωνεία, δεν αποκλείει το σαρανταπεντάρι που σκότωσε τον γιο να ήταν το ίδιο με αυτό που φέρεται να είχε κλέψει ο πατέρας του από έναν ναύτη, προτού μπει σε μια παράγκα και ζητήσει σεξ. Όπως και αν έχει, και στις δύο δολοφονίες, πατέρα και γιου, επικράτησε η λογική του λιντσαρίσματος.

«Επικράτησε η λογική του λιντσαρίσματος, ό,τι ίσχυε στον Νότο. Όλοι οι έγχρωμοι αρσενικοί είναι ένοχοι γιατί ποθούν να βιάσουν λευκές γυναίκες, άρα όποιον έγχρωμο στρατιώτη έστελναν οι πράκτορες στην αγχόνη αποκλείεται να ήταν αθώος».

Όπως το μαύρο αίμα καταδίκασε από την κούνια του τον Λούις Τιλ, έτσι συνέβη και με τον γιο του. Η μοίρα του πατέρα δεν απέχει διόλου από εκείνη του ζώου που προορίζεται για σφαγή. Το αίμα του πρέπει εξάπαντος να χυθεί. «Ένα άγριο ζώο για να το μαντρώσεις, να το δαμάσεις, να το ξεπατώσεις, να το μακελέψεις. Η μοίρα του γιου ελάχιστα διαφέρει. Παρεξηγήσιμη αθωότητα το έγκλημά του. Το αίμα διάλεξε τον Έμετ Τιλ. Ο χρόνος του κόπηκε πριν από την ώρα του για να δείξει τι πρέπει να είναι πρόθυμο να κάνει το λαμπερό αίμα, αν θέλει να συνεχίσει για πάντα να είναι λαμπερό. Να θεριεύει, να θριαμβεύει άφθαρτο».

Ο τρελόγερος που τρώει τον γιο του, το διαβολικό μαύρο κουνέλι που κρυβόταν στο διαβολικό λευκό καπέλο, ξεπηδά στον φάκελο μέσα από μια ημερομηνία, 14 Οκτωβρίου 1955. Τότε αποχαρακτηρίστηκαν τα έγγραφα του φακέλου, προκειμένου το λερωμένο ποινικό μητρώο του πατέρα να απαλλάξει από τις κατηγορίες τους δολοφόνους του γιου του. «Κάθε φορά που η ημερομηνία 14 Οκτωβρίου έκανε την εμφάνισή της, αναρωτιόμουν μήπως έβλεπα τον καπνό που σήμαινε φωτιά». Λίγο μετά τη δίκη στο Μισισίπι, τον Οκτώβριο του 1955, ο απόρρητος φάκελος της στρατιωτικής υπηρεσίας του Τιλ αποχαρακτηρίζεται, επιτρέποντας την παραβίαση των προσωπικών δεδομένων του στρατιώτη Λούις Τιλ, έτσι ώστε στους δολοφόνους του γιου του να μην απαγγελθεί ούτε η κατηγορία της απαγωγής. Η εξουσία είχε βγάλει τον φάκελο σε κοινή θέα για να τον εκμεταλλευτεί. Είχε μεταμορφώσει τη λέξη «Εμπιστευτικό» σε φάντασμα. Στις 14 Οκτωβρίου 1955 ο φάκελος Λούις Τιλ, θαμμένος για δέκα χρόνια μετά τον απαγχονισμό του σε κάποιο αρχείο, «ξεθάφτηκε, ανακατώθηκε και τα υπολείμματά του διοχετεύτηκαν από το γραφείο του προϊσταμένου στρατοδίκη στον Τύπο και στους συνηγόρους των δολοφόνων του Έμετ Τιλ». Στην ημερομηνία ο Γουάιντμαν ανιχνεύει μια συνωμοσία, ίχνη της οποίας εντοπίζει κατόπιν σε πολλά σημεία του φακέλου.

Η λέξη «Εμπιστευτικό», διαγραμμένη αλλά ακόμη ευδιάκριτη σε αρκετές σελίδες, είναι, σκέφτεται ο Γουάιντμαν, μια «λέξη-φάντασμα, νεκρή και ζωντανή, αόρατη και παρούσα. Μια λέξη ειρωνική. Μια λέξη που σημαίνει κάτι και τίποτα. Μια λέξη παντού και πουθενά μέσα στον φάκελο. Που σίγησε και μιλάει όπως ο απαγχονισμένος Λούις Τιλ». Δεν έχει καμία αμφιβολία πως ο φάκελος, όπου μεθοδικά αποσιωπάται η φωνή του Λούις, είναι «μολυσμένος, προβληματικός από τη στιγμή που το δικαίωμα του Τιλ στο απόρρητο διαγράφηκε από το εξώφυλλο δέκα χρόνια αφότου το ντοκουμέντο είχε σφραγιστεί με όλους τους τύπους, το 1945».

Η ειρωνεία «παραείναι πικρή. Παραείναι τελεσίδικη». Οι συντάκτες του φακέλου με τις «εκνευριστικές ασυνέχειές» τους, «τη φύρδην μίγδην χρονολόγηση», «το ποτ πουρί από χειρόγραφα στρατιωτικά μηνύματα και δακτυλογραφημένη αλληλογραφία, όλα ανακατεμένα χωρίς εμφανή λόγο και αιτία», ειρωνεύονταν τόσο την αλήθεια όσο και τον αναγνώστη Γουάιντμαν. Η ειρωνεία επιτείνεται, όταν ο παντογνώστης αφηγητής του φακέλου εισάγει τον όρο «σύντμηση» για να προσδιορίσει τον τρόπο επανεγγραφής των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων. Οι καταθέσεις είναι στα αγγλικά, άρα μεταφράστηκαν από τα ιταλικά. «Μετάφραση. Μετατροπή. Σύντμηση. Η κάθε διαδικασία μεταμορφώνει τα λόγια του μάρτυρα». Τα όσα ειπώθηκαν, πρώτα μεταφράστηκαν και έπειτα συντμήθηκαν. Οι αισθητικές επιλογές του αφηγητή, μια σειρά παραμορφώσεων του αληθινού λόγου, εντείνουν τον εκνευρισμό του Γουάιντμαν. Η αναγνωστική του ευθιξία διεγείρεται και πάλι. Την κραυγαλέα σιωπή του Λούις Τιλ στις σελίδες του φακέλου, καγχάζουν οι όχι μόνον μεταφρασμένες, αλλά και συντετμημένες καταθέσεις των μαρτύρων. Η θανατική καταδίκη του Λούις Τιλ σφραγίστηκε από το αφήγημα των πρακτόρων του Τμήματος Ανακρίσεων Εγκλημάτων, ένα αφήγημα σημαδεμένο από την ανέκκλητη έκβασή του, την οποία διασφαλίζει η επίβουλη κατεργασία τόσο της δομής όσο και του περιεχομένου του, διάστικτο από ασυνέχειες, παραλείψεις, αποσιωπήσεις, παραχαράξεις, μετά βίας αληθοφανές. Ακόμη και αν ήταν διατεθειμένος να παραχωρήσει στους πράκτορες «το προνόμιο της αμφιβολίας», ο συγγραφέας πιστεύει ότι δεν χωρά καμία αμφισβήτηση στο ότι «η μετάφραση, η μετατροπή, η σύντμηση δίνουν στην καλύτερη περίπτωση μια προβληματική και στη χειρότερη μια αναξιόπιστη, αλλοιωμένη απεικόνιση των συζητήσεων».

Ο Γουάιντμαν έχει την αίσθηση πως ως αναγνώστης δέχεται επίθεση από ένα «ανελέητο παραμύθι» που σκάρωσαν τρεις ανακριτικές επιτροπές, οι οποίες επιφορτίστηκαν με την επανάληψη μιας ιστορίας με προδικασμένη έκβαση. Υποπτεύεται πως οι μαρτυρίες υπαγορεύονται από το λεξιλόγιο των ανακριτών, οι οποίοι πατρονάρουν, χειραγωγούν, λογοκρίνουν και πειθαναγκάζουν τους μάρτυρες. Ο τρόπος διενέργειας των ανακρίσεων που παραμένει δυσεξιχνίαστος από τα έγγραφα του φακέλου, υποβάλλει στον συγγραφέα την υποψία πως οι αξιωματικοί του Τμήματος Ανακρίσεων Εγκλημάτων «καθόρισαν το λεξιλόγιο που θα έδινε την τελική μορφή και σημασία στην κατάθεση όπως θα παρουσιαζόταν στο στρατοδικείο». Η αναγνωστική ετυμηγορία του Γουάιντμαν είναι κατηγορηματική: «Όλοι μέσα στον φάκελο Τιλ λένε ψέματα».

«Οι φωνές που έχουν καταγραφεί στον φάκελο έχουν ενορχηστρωθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να συμμετέχουν σε μια συζήτηση αποκλειστικά μεταξύ τους, μια συζήτηση που καταδικάζει τον Τιλ με το να αποκλείει τη φωνή του, μια συζήτηση που δεν αναγνωρίζει ούτε βέβαια προβληματίζεται με το νόημα της σιωπής του Τιλ».

Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τον φάκελο, ο συγγραφέας πασχίζει να άρει το φίμωτρο που επιβλήθηκε στη φωνή του Λούις Τιλ. Φυλλομετρώντας τις σκονισμένες, αποχαρακτηρισμένες, αποχρωματισμένες σελίδες, καιροφυλακτεί για να ακούσει τη φωνή του. «Μια φωνή που θα αναδυόταν από το σύμφυρμα των απόκοσμων φωνών που είχαν κατακαθίσει σαν σκόνη στις γκριζοκίτρινες σελίδες του φακέλου που διάβαζα και ξαναδιάβαζα, η σκόνη στα δάχτυλά μου, στα μάτια μου, στα ρουθούνια μου καθώς περνούσα από ψιλό κόσκινο το αντίγραφο, παρακαλώντας τη σκόνη να κάνει αυτό που δεν μπορεί να κάνει η σκόνη, να πάρει σχήμα, ουσία, ν’ ανασάνει και να μιλήσει ξανά».

Ο Λούις Τιλ απαγχονίστηκε στις 2 Ιουλίου 1945 κοντά στην Αβέρσα της Ιταλίας, με την κατηγορία του βιασμού δύο Ιταλίδων και του φόνου μιας άλλης γυναίκας. Τη νύχτα της 27ης Ιουνίου 1944 φέρεται να εισέβαλε μαζί με άλλους τρεις στρατιώτες σε μια παράγκα στην Τσιβιταβέκια, όπου βιάστηκαν από τους μασκοφόρους εισβολείς δύο γυναίκες. Αργότερα την ίδια νύχτα, μια γυναίκα που έμενε εκεί κοντά, σκοτώθηκε από πυροβολισμό στην κοιλιά. Οι αυτόπτες μάρτυρες και τα θύματα, παρά το σκοτάδι, το σοκ, τον πανικό και το χάος, αναγνώρισαν το μαύρο χρώμα των εγκληματιών. Μες στην παράγκα μόνο οι βραχύβιες λάμψεις δυο τριών σπίρτων σπίθιζαν στο σκοτάδι. Αρκετό φως για να φανεί το μαύρο. «Τα θύματα αναπτύσσουν λεπτομερώς πώς είναι σε θέση να διακρίνουν τις διάφορες αποχρώσεις του έγχρωμου δέρματος παρά το σκοτάδι της Στυγός». Ο Γουάιντμαν παραμένει καχύποπτος, διότι αναλογίζεται «τον εντυπωσιακά δυσανάλογο αριθμό των έγχρωμων στρατιωτών που παραπέμπονταν, καταδικάζονταν και εκτελούνταν με την κατηγορία του βιασμού». Από την άλλη, λαμβάνει υπόψη του το γεγονός ότι «οι συστηματικές δυσμενείς διακρίσεις περιόριζαν τον αριθμό των έγχρωμων στρατιωτών στις τάξεις των αξιωματικών και έτσι ελάχιστοι ήταν διαθέσιμοι για να επανδρώσουν στρατοδικεία και ανακριτικές επιτροπές».

Αλλά και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι έγχρωμοι πολίτες της Αμερικής, που οδηγούνταν ενώπιον του Νόμου, βρίσκονταν αντιμέτωποι με δικαστικές αρχές αρνητικά διακείμενες απέναντί τους. Ο Γουάιντμαν δεν κρύβει τον θυμό του, καθώς αναρωτιέται «γιατί οι έγχρωμοι άντρες συνεχίζουν σήμερα είτε με τις συνοπτικές διαδικασίες είτε με την απουσία κάθε έννοιας απονομής δικαιοσύνης να έρχονται αντιμέτωποι με ένα τρομακτικά δυσανάλογο μερίδιο ισόβιων καθείρξεων ή εκτελέσεων».

Ο Γουάιντμαν ενδίδει και πάλι στην έλξη που του ασκεί η θυματοποίηση του Λούις Τιλ, την οποία εκλαμβάνει σαν προπατορικό στίγμα. «Το έγκλημα του Τιλ είναι έγκλημα ύπαρξης», αποφαίνεται. Η γραφή δεν παύει να οδύρεται σε μια δακρυρροούσα ηχητική ρομαντικού παραληρήματος, για τη στυγνή ειμαρμένη του Λούις Τιλ, ο οποίος δεν είχε στην κατοχή του παρά μονάχα το όνομά του. Το όνομά του ήταν όλες κι όλες οι ρίζες του. «Γεννήθηκε ως έγχρωμο ορφανό και έτσι πεθαίνει. Ένας Κανένας. Ούτε φωνή ούτε χώρος για τον Τιλ είτε μέσα είτε έξω από τις σελίδες του φακέλου». Ο Τιλ ήταν ένοχος «γιατί υπήρξε ο Κανένας πολύ πριν τον δικάσει, τον καταδικάσει και τον στείλει στην αγχόνη ένα στρατοδικείο». Ο Τιλ οδηγήθηκε στον θάνατο επειδή είχε «το λάθος χρώμα στο λάθος μέρος τη λάθος ώρα». Η δολοφονία του ήταν ένα έγκλημα ανάμεσα σε αναρίθμητα άλλα φυλετικά εγκλήματα, που σωρεύονται στις σκοτεινότερες σελίδες της αμερικανικής ιστορίας. «Ένα έγκλημα το οποίο στην πορεία του έθνους μας μετέτρεψε αμέτρητους αθώους έγχρωμους σε ενόχους».

Ο Γουάιντμαν φτάνει στο σημείο να αμφισβητήσει ακόμα και τη διάπραξη των βιασμών (από όποιους και αν διαπράχθηκαν), επισημαίνοντας πως εκείνη η περιοχή στην Τσιβιταβέκια ήταν διάσπαρτη με παράγκες, «όπου νύχτα-μέρα σύχναζε ο αμερικανικός στρατός όλων των χρωμάτων για να ψωνίσει γυναίκες και κρασί». Και προσθέτει: «Σε καμιά κατάθεση θύματος δεν έχει καταγραφεί αν το εν λόγω βράδυ υπήρξε προσφορά για σεξ ή αν κάποιος ζήτησε σεξ και υπήρξε ανταπόκριση».

Ένας συγκατηγορούμενος του Λούις Τιλ, ένας ακόμη έγχρωμος στρατιώτης, που απαγχονίστηκε και αυτός στις 2 Ιουλίου 1945, υποστήριξε στην κατάθεσή του ότι ο Τιλ και δύο άλλοι στρατιώτες έκαναν συμφωνία με τις γυναίκες της παράγκας για «φίκι φίκι». Ωστόσο, ο Γουάιντμαν εκφράζει τη δυσπιστία του στις αλληλοκατηγορίες των κατηγορουμένων. Ίσως, πάλι, να τον ενοχλεί στην προαναφερθείσα κατάθεση το όνομα του Τιλ. Όσο για τον φόνο της γυναίκας σε παραδιπλανό σπίτι, κανείς δεν έμαθε το παραμικρό. Μάλλον και εκεί θα πήγαν μερικοί μεθυσμένοι στρατιώτες και θα άνοιξαν τρύπες στην πόρτα «καποιανού που δεν τους δίνει ούτε κρασί ούτε μουνί». Πίσω από την πόρτα μια γυναίκα δέχεται μια σφαίρα στην κοιλιά.

Όπως ήδη τόνισα, το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του μυθιστορήματος είναι η προσπάθεια του συγγραφέα να αντιμιλήσει στη σιωπή, η αγωνία του να ιχνηλατήσει «την κρυψώνα» του Τιλ μέσα στις σελίδες του φακέλου, ανάμεσα «στα αμέτρητα επίπεδα των λέξεων μέσα στο ντοκουμέντο». Κάθε μυθοπλασία γεννιέται από την έλξη και την άπωση μεταξύ γλώσσας και πραγματικότητας. Η σιωπή του Τιλ επιτάσσει την επινόηση μιας γλώσσας. Η διερεύνηση του άδηλου, υπόρρητου νοήματος της σιωπής του, γίνεται η θρυαλλίδα της γραφής του Γουάιντμαν. Ο τελευταίος δεν ξεχνά πως ο ίδιος και μόνον ο ίδιος είναι ο συγγραφέας του βιβλίου, που φέρει τον υπότιτλο «Ο φάκελος Λούις Τιλ». Γράφοντας νέμεται την εξουσία των πρακτόρων της ανακριτικής επιτροπής. Επειδή και εκείνος, ποιητική αδεία, καταφεύγει σε ψέματα για να ακούσει τη φωνή του Τιλ, προβληματίζεται πάνω στη μηχανική του ψεύδους, την οποία δεν αποποιείται. «Δύσκολο να δεχτείς ότι ανάμεσα σ’ εσένα και στην αλήθεια υπάρχει ένα κουβάρι εγωπαθείς πλάνες».

«Τα έγχρωμα ψέματα (ή η αλήθεια ή η μυθοπλασία) τίθενται εκτός διαδικασίας, εκτός κι αν στηρίζουν λευκά ψέματα».

Παρά την αφοριστική διαπίστωση, ο συγγραφέας αναγνωρίζει πως ορισμένες φορές επικρατούν ιδιαίτερες, ακραίες συνθήκες που «αμβλύνουν τα ψέματα». Κάποιες φορές μάλιστα τα ψέματα αποδεικνύονται πρόσφορα για την αλήθεια. Αναρωτιέται μήπως σε ακραίες συνθήκες μια συλλογή από ψέματα επιτρέπει την πρόσβαση στην αλήθεια. Τέτοιες συνθήκες είναι τόσο η σύνταξη και η αρχειοθέτηση του φακέλου Λούις Τιλ από τους πράκτορες της ανακριτικής επιτροπής, όσο και η επανεγγραφή του από τον συγγραφέα. Ο τελευταίος συλλογίζεται, επίσης, πως η σιωπή δεν καταδικάζει πάντα την αλήθεια, αλλά μπορεί και να την προστατεύει, να την κρατά σε απόσταση από το ψέμα. Από την άλλη, μη ειλικρινείς αποκρίσεις ενδέχεται να αποκαλύψουν το βαθύτερο νόημα μιας ερώτησης ή μιας απόκρυψης. Σε τελική ανάλυση, ο Γουάιντμαν παραδέχεται πως και εκείνος έχει επενδύσει στο προσωπικό του «μικρό χαρτοφυλάκιο των ψεμάτων», το οποίο έχει «βάλει στην άκρη για ώρα ανάγκης». Όπως κάθε άλλος σε αυτή τη ζωή, έχει και εκείνος σκαρώσει «έναν φάκελο με τα δικά του τα ψέματα». Τα ψέματά του «είναι τόσο αληθινά» όσο και όλα τα άλλα που αρχειοθετούνται στον φάκελο.

«Ο φάκελος γράφει μυθιστόρημα. Για να μιμηθεί την πραγματικότητα, ο φάκελος Τιλ γράφει μυθιστόρημα».

Ο Γουάιντμαν μεταγγίζει τις δικές του ιστορίες στην ιστορία του Τιλ, αφήνει τη δική του ιστορία «να εισχωρήσει στις αληθινές ιστορίες των άλλων». «Και για να μην αδικήσω κανέναν, αφήνω τις αληθινές ιστορίες των άλλων να επωφεληθούν από τη δική μου». Η μνήμη των ματιών του είναι που δίνει όψη στους νεκρούς που πάει να συναντήσει. Τη δική του μητέρα θυμάται όταν στις 2 Σεπτεμβρίου 1955 βλέπει τη Μέιμι Τιλ να περιμένει στον σταθμό της Δωδεκάτης Οδού στο Σικάγο το τρένο που θα της έφερνε πίσω τον δολοφονημένο της γιο.

Ο σταθμός του τρένου ανεγείρεται αστραπιαία στον νου του συγγραφέα από τη σύνθεση των πλάνων ενός ντοκιμαντέρ. Στο ντοκιμαντέρ ο σταθμός έχει πια ερημώσει, επικρατεί σκοτάδι. Βαγόνια παρατημένα στις γραμμές, «γιγάντια κυλινδρικά μεταλλικά κοντέινερ στοιβαγμένα μπροστά σ’ έναν τοίχο, απροσδιόριστα υλικά σκόρπια παντού, να μαζεύουν σκόνη και σκουριά στο μισοσκόταδο». Από μια ρωγμή της θολωτής οροφής εισβάλλουν «δέσμες εκτυφλωτικό φως που άχνιζε καθώς ξεχυνόταν στα σκοτάδια από κάτω, σκοτάδια που ελάχιστα μετριάζονταν εδώ στον σταθμό από το φως μερικών πενταβρόμικων πάνελ σε μια οροφή μίλια μακριά». Σιωπή και σκοτάδι. Ο αχανής σκοτεινός χώρος καταπίνει ακόμη και τους ψιθύρους των νεκρών. Το είδωλο του σταθμού σιωπηλό. «Σιωπηλό σαν σιωπές μέσα στις σιωπές του πιάνου του Θελόνιους Μονκ».

Τα πλάνα της ταινίας βοηθούν τον Γουάιντμαν να στήσει στο μυαλό του τη σκηνογραφία του σταθμού, τον καιρό της ακμής και της αιχμής του, τότε που τα «τρένα της ελευθερίας, γεμάτα έγχρωμους μετανάστες από τον Νότο, κατέφταναν πολλές φορές τη μέρα στο Σικάγο». Ο ήχος των τρένων που καταφθάνουν μπλέκεται με τις μελωδίες των γκόσπελ και των μπλουζ· «κι εγώ στήνω αυτί ν’ ακούσω το τρένο του Τιλ να μπαίνει στον σταθμό». «Η Μέιμι Τιλ αφουγκράζεται όλο ένταση ν’ ακούσει πρώτη το τρένο του Τιλ».

«Η Μέιμι Τιλ βυθισμένη στην απύθμενη σιωπή μέσα της, αφουγκράζεται, περιμένει, ελπίζει να ξεχωρίσει μέσα από το πνιχτό μουγκρητό των τρένων που φτάνουν, των τρένων που φεύγουν, το σφύριγμα του τρένου που θα ζωντανέψει το δολοφονημένο της αγόρι».

Κοντά της στέκεται ο συγγραφέας, ανήμπορος να αγγίξει τα φαντάσματα που τον κυκλώνουν, ακινητοποιημένος από μια αίσθηση ματαιότητας. «Όσο επιδέξια και αν κινούμαι μέσα στον φάκελο, δεν πρόκειται να βρω τον Λούις Τιλ. Δεν κοιμάται εκεί μέσα ο Τιλ περιμένοντας το μαγικό ραβδί μου».

Ωστόσο, ο πόθος της αλήθειας αναμοχλεύει τον τρόμο του γεγονότος. Το γεγονός του θανάτου επιτάσσει την αλήθεια, επιτείνοντας το επείγον της τρομερής αναζήτησής της, της επανεπινόησής της. Ο Γουάιντμαν φαντάζεται τη Μέιμι Τιλ να παραδέρνει οιμώζοντας στην ερημία του πένθους της, να υποφέρει και να ματώνει, τη βλέπει εξαντλημένη από την προσπάθεια να ανασάνει, ρημαγμένη από τις ανάσες που κρατάει μέσα της, να περιμένει μάταια «να τελειώσει το χειρότερο πράγμα στον κόσμο, γιατί δεν τελειώνει ποτέ, ολοένα περισσότερος τρόμος και αλήθεια, μετά κι άλλο». Η κυρία Τιλ «θα πρέπει να σκέφτεται ότι ο τρόμος δεν έχει τέλος. Ο τρόμος είναι αλήθεια και η αλήθεια είναι τρόμος και δεν τελειώνει ποτέ, σκέφτεται η κυρία Τιλ».

Μια φωτογραφία σε ένα παλιό οικογενειακό άλμπουμ επιστρέφει αίφνης τον συγγραφέα στον σταθμό της Δωδεκάτης Οδού. Μέλη της ευρύτερης οικογένειάς του που ζούσαν στο Πίτσμπουργκ, απαθανατίζονται σε δρόμο του Σικάγου. «Ποιοι είναι αυτοί οι άγνωστοι που διαβαίνουν με βήμα ανάλαφρο, πολύχρωμος κόσμος, όμορφος κόσμος με τα γουναρικά τους και τα ακριβά πανωφόρια τους, η στιβαρή μαύρη φάρα μου περνάει αέρινη σαν να ’ναι φαντάσματα».

«Μια σκηνή, μια φωτογραφία, πολλά σύμπαντα διαλύονται, τσαλαβουτάνε πάντα το ένα μέσα στο άλλο».

Τα πλάνα ενός ντοκιμαντέρ, μια φωτογραφία σε οικογενειακό άλμπουμ, η φωτογραφία ενός νεκρού αγοριού σε μια σελίδα σκισμένη από περιοδικό.

Ο Γουάιντμαν βλέπει τον Λούις Τιλ να φοράει λευκό πουκάμισο και θυμάται τον πατέρα του. Τα πάλλευκα, ατσάκιστα πουκάμισά του που όριζαν τη ζωή του ως σερβιτόρου. «Η σκληράδα και η απουσία του πατέρα μου έτριζαν μέσα σ’ εκείνα τα λευκά πουκάμισα που απαιτούσε να είναι πάντα χωρίς τον ελάχιστο λεκέ, χωρίς την παραμικρή ζάρα». Ο δικός του τρελόγερος δεν τον έφαγε, όπως έφαγε ο Λούις τον Έμετ, γιατί παρόλο που και ο Γουάιντμαν είχε να αντιμετωπίσει μεγαλώνοντας έναν φευγάτο πατέρα, κατάφερε να σπουδάσει στην Οξφόρδη, κατόπιν να διδάξει σε επιφανή πανεπιστήμια της Αμερικής και να τιμηθεί με σημαντικά βραβεία για το λογοτεχνικό του έργο. Ωστόσο, υπήρξαν βράδια που άκουγε τους γονείς του να καβγαδίζουν στην κάμαρά τους, παραλύοντας από τρόμο για «το λευκό πουκάμισο που θα γυάλιζε μέσα στο σκοτάδι του διπλανού δωματίου». Υπήρξε και εκείνη η νύχτα, «το κακό βράδυ», που η μητέρα του άργησε να επιστρέψει σπίτι. Παρίστανε τον κοιμισμένο, ενόσω αφουγκραζόταν τον θεριεμένο θυμό του πατέρα του μέσα στο σκοτεινό σαλόνι. Άκουγε «την ανασεμιά του, τους παλμούς του, το σφυροκόπημα των σκέψεων, τα μεγάλα χέρια του να σφίγγουν τα γόνατά του. […] Την αδημονία και την οργή του να πλημμυρίζουν τη σιωπή με αδιανόητες πράξεις, αδιανόητες κουβέντες, σκληρές και βαριές σαν γροθιές». Αργότερα άκουσε μες στη νύχτα τον κρότο που αντήχησε στο σπίτι όταν το σώμα της μητέρας του σωριάστηκε στο πάτωμα.

Ο Λούις Τιλ εξασκούνταν στο μποξ. Κανείς δεν τολμούσε να τα βάλει μαζί του. Οι σφιγμένες γροθιές του γρονθοκοπούσαν τον αέρα, τον έκαναν κομμάτια, μερικές φορές εποστρακίζονταν στο κορμί της Μέιμι Τιλ. Και ο πατέρας του Γουάιντμαν ήταν καλός στο μποξ. Ο συγγραφέας τον φέρνει μπροστά στα μάτια του, να βαράει γροθιές στον αέρα. «Οι γροθιές πάνε σύννεφο. Τόσο κοφτές, τόσο κοντά στο πρόσωπό μου, στο πρόσωπο της μητέρας μου, που δεν αφήνει αέρα ούτε για ανάσα».

«Πατέρες και γιοι. Γιοι και πατέρες. Ένας αέναος κύκλος νοσταλγίας και απουσίας. Φωτεινές φτερούγες φτεροκοπούν, σαν σκοτεινό δωμάτιο που το φωτίζει ξαφνικά ένα σπίρτο».

Όπως ήδη αναφέρθηκε, στην αρχή του βιβλίου ο Γουάιντμαν πληροφορεί τον αναγνώστη πως το κείμενό του δεν έγινε τελικά το μυθιστόρημα για τη ζωή του Έμετ Τιλ, που φιλοδοξούσε να γράψει, για να διευκρινίσει αμέσως μετά τον ουσιωδέστερο χαρακτήρα της αφήγησης: «Όλες οι λέξεις που ακολουθούν είναι η λαχτάρα μου να βγάλω κάποια άκρη από το αμερικανικό σκοτάδι που απομονώνει τους έγχρωμους πατέρες από τους γιους, ένα σκοτάδι που μέσα του γιοι και πατέρες χάνουν κάθε επαφή μεταξύ τους».

«Πολύ καιρό μετά το καλοκαίρι του ’55 κι εγώ ακόμη πασχίζω να κατανοήσω επακριβώς τον δικό μου βαθύ φόβο, τη βαθιά οργή του πατέρα μου, τον βαθύ φόβο του πατέρα μου, […] τους γιους και τους πατέρες που φοβούνται οι μεν τους δε».

Ο συγγραφέας εύχεται να μπορούσε να πει, έστω και τραγικά ετεροχρονισμένα, στον πατέρα του: «Είσαι πάντα κι εσύ μέσα στο κάδρο, μπαμπά». Κάθε χειρονομία πλησιάσματος του Λούις Τιλ, ενός οιονεί προπάτορα, υπαγορεύεται από ένα θεμελιώδες υιικό χρέος. «Την υποχρέωση του γιου να τιμάει τον χώρο του πατέρα του».

Σε κάποιο σημείο ο Γουάιντμαν φαντάζεται τον Λούις Τιλ να πηγαίνει στον κινηματογράφο και να αποτολμά να ζητήσει από την ταμία ένα εισιτήριο «στο τμήμα όπου υποτίθεται ότι μόνο λευκοί μπορούν να κάθονται και να κοιτάζουν την οθόνη». Για να εξυπηρετηθεί απευθύνεται στη νεαρή λευκή που κάθεται στο ταμείο, έχοντας δανειστεί «την πολύ ευγενική φωνή του σερβιτόρου», όπως τη χρησιμοποιούσε στη δουλειά ο πατέρας του συγγραφέα. Η ταμίας διστάζει και σηκώνει τα μάτια «για να ρίξει πάλι μια ματιά στο πρόσωπο, πρόσωπο σκούρο σαν του πατέρα μου ή το δικό μου».

Ο Γουάιντμαν βλέπει τη Μέιμι Τιλ κουλουριασμένη σε μια θεοσκότεινη γωνιά του σπιτιού της να παραμονεύει τον ερχομό του Λούις. Ο Έμετ μεγαλώνει μέσα της. Ο Λούις τη χτύπησε άσχημα και εκείνη καραδοκεί μες στο σκοτάδι για να αντεπιτεθεί. Έχει κολλήσει στον τοίχο, όλη ένα κουβάρι, τα γόνατα μαζεμένα, το πιγούνι της ακουμπάει στα πρησμένα στήθη της και στην τεράστια κοιλιά της, έχει κοντά της ένα χασαπομάχαιρο και μια κατσαρόλα βραστό νερό. Θα τον ζεματίσει τον Λούις.

«Η Μέιμι Τιλ έχει κουλουριαστεί μέσα της, ήσυχα ήσυχα, το είναι της μπάλα σκληρή και μαλακιά, στρογγυλή και παραγεμισμένη μ’ εκείνο το τρομαγμένο μωρό μέσα της, και περιμένει. Με το δίκιο της δεν κρατιέται, γιατί για να σώσει το παιδί της πρέπει να σώσει τον εαυτό της. Πρέπει ν’ αντεπιτεθεί και να πετάξει έξω τον Λούις Τιλ».

Ο Γουάιντμαν χρειάζεται όλο το απόθεμα της συγγραφικής του φαντασίας για να αθωώσει τον Λούις Τιλ. Η αθώωσή του προϋποθέτει την επινόηση της αλήθειας. Ερευνά σχολαστικά τα πραγματικά γεγονότα, έχοντας όμως την πρόθεση να τα εκχωρήσει στη μυθοπλασία. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Ο σκοπός του είναι αγαθός, αλλά η μεθοδολογία του νοθεύεται από το βλέμμα του. Ο τρόπος που διαβάζει τον φάκελο Λούις Τιλ δεν είναι πιο αμερόληπτος από τον τρόπο που συνέταξαν το αρχείο οι πράκτορες της ανακριτικής επιτροπής. Πιστεύει πως τα πράγματα συνέβησαν έτσι και όχι αλλιώς. Όμως, τόσο το έτσι όσο και το αλλιώς είναι αναπόδεικτα, εξαρτώμενα από το ποιος τα έχει υπό τον έλεγχό του. Αν τα έγγραφα προοικονομούν την προηλειμμένη απόφαση της ενοχής, ο Γουάιντμαν συνθέτει την αφήγησή του στον αντίποδα του φακέλου, μέχρι να παραδώσει τον Τιλ πλήρως αθωωμένο στον αναγνώστη. Η κατακλείδα διαφαίνεται από την πρώτη σελίδα. Ακόμα και αν ο Λούις Τιλ τη νύχτα της 27ης Ιουνίου 1944 έκανε στην Τσιβιταβέκια της Ιταλίας κάποια άσχημα πράγματα, όχι χειρότερα απ’ αυτά που έκαναν οι λευκοί στρατιώτες, τίποτα δεν μπορεί να αντισταθμίσει «τη βαρύτητα του αδικήματος που είναι καταγεγραμμένο στον φάκελο Τιλ».

Η αναντίρρητη μυθιστορηματική αξία του βιβλίου εκπηγάζει από την πολύτροπη, πολυμήχανη προσπάθεια του συγγραφέα να προσεγγίσει μια αλήθεια απλησίαστη, καταδικασμένη να μείνει αδιερεύνητη. Η αλήθεια συνέβη, αλλά κανείς πέρα από τους νεκρούς δεν γνωρίζει πώς και γιατί συνέβη. Για να δώσει αληθοφανή υπόσταση στην αλήθεια που επινοεί, καταφεύγει σε εικασίες, υποθέσεις, θεωρίες, πιθανολογίες, προαισθήματα, διαισθήσεις και φαντασιακά στιγμιότυπα. Ο Γουάιντμαν αισθάνεται ενοχή για τα ψέματά του. Αλλά ποιος θα διανοούνταν ποτέ να καταλογίσει σε έναν συγγραφέα τη ροπή του στην ψευδορκία;

«Δεν ήμουνα εκεί. Δεν είμαι ο Λούις Τιλ. Ούτε η Μέιμι Τιλ. Είμαι ένοχος για τις εικόνες που σκαρώνω με τη φαντασία μου, τους ήχους, τις λέξεις. Μόνος μου τα φτιάχνω. Θα μπορούσε να είναι έτσι ή και όχι έτσι. Συνέβη. Η αλήθεια».

Ο Γουάιντμαν γνωρίζει πως δεν πλησιάζει τον Λούις Τιλ παρά «με ευσεβείς πόθους». «Με μια γλώσσα που εκθέτει την ασυγκάλυπτη πείνα μου, τον ωμό πόθο των ματιών μου να βλέπω, ν’ ακούω, να μιλώ, να μαθαίνω». Με μια γλώσσα πρωτεϊκή ξιφουλκεί ενάντια στις σιωπές και τις απουσίες, ενάντια στις χαμένες, τις σβησμένες και τις αποσιωπημένες λέξεις. Αδημονεί να εφεύρει τους γλωσσικούς τρόπους που θα του επιτρέψουν να μιλήσει στον Λούις Τιλ. Κάθε γλωσσική τροπικότητα προσδοκά τη φανέρωση του ειδώλου του. Η αναζήτηση του προσώπου του Τιλ περνά μέσα από τη διερεύνηση διαφορετικών τρόπων απεύθυνσης σε εκείνον που πεισματικά σιωπά. Ο Γουάιντμαν παλεύει να μετατρέψει τις σιωπές σε συναλλαγές· «γλώσσες που δεν ξέρω λέξη τους κυλούν σαν μισοξεχασμένα συμβάντα μέσα στο κεφάλι μου».

«Πρέπει να βρω τους τρόπους ν’ απευθυνθώ στον Λούις Τιλ κατά πώς ο Λούις Τιλ μιλάει σ’ εμένα».

Πολλές από τις φράσεις του Γουάιντμαν θέτουν ερωτήματα χωρίς να απολήγουν σε ερωτηματικά. Η απαλοιφή του προσήκοντος σημείου στίξεως και η αντικατάστασή του από τελείες, υποδηλώνουν την απουσία απάντησης, το ανέφικτο της απάντησης. Μόνο στη φαντασία μπορεί να πληρωθεί η ημιτελής ζωή του Λούις Τιλ. Η φωνή του μπορεί να ακουστεί μόνο μέσα από τους ήχους και τις λέξεις της μυθοπλασίας. Ο Γουάιντμαν δοκιμάζει διάφορες υφολογικές εναλλαγές (που με αξιέπαινη γλωσσική ευχέρεια προσαρμόζει στη γραφή της η Αθηνά Δημητριάδου) προκειμένου να ανακαλύψει το ηχόχρωμα του Τιλ. Οι μεταμφιέσεις της γλώσσας απορρέουν από την αγωνία του να προφέρει σωστά το όνομα του Λούις Τιλ. Ο Λούις Τιλ δεν έχει παρά το όνομά του. Ο άωρος θάνατός του τελειώνει βίαια τη μοναδική του ιστορία. «Till» στα αγγλικά σημαίνει «ώσπου», ένας χρονικός σύνδεσμος που σπάει πρώιμα, κόβοντας απότομα το νήμα και το νόημα της ζωής του Τιλ. «Ώσπου να μην είναι Τιλ. Ώσπου δεν έχει ώσπου. Ου χρόνος. Ουκ άνθρωπος».

«Τα παλιά ονόματα ξεχάστηκαν προτού ανακαλύψουμε πώς να τα προφέρουμε». 

Η ενόχληση της ενοχής για τα ψεύδη που εφευρίσκει, απομειώνεται από τη σπουδή του συγγραφέα να αποδώσει δικαιοσύνη στην ιστορία του Τιλ. Η αποκατάσταση της δικαιοσύνης είναι μέλημα σοβαρότερο από την τήρηση των προσχημάτων της αντικειμενικότητας. «Η δικαιοσύνη ακυρώνεται και διαψεύδεται κάθε φορά που κινείται αδιάφορα και επιπόλαια αδικώντας τον Λούις Τιλ». Αντιθέτως, τα μυθοπλαστικά ψεύδη δικαιώνουν την ύπαρξή του. Και αυτό για τον Γουάιντμαν είναι και δίκαιο και θεμιτό. Σύμφωνα με αυτή τη συλλογιστική, τα γεγονότα της φαντασίας καθίστανται ισότιμα με την πιο απαραχάρακτη πραγματικότητα.

«Δίκαιο. Πότε χαρακτηρίζουμε δίκαιο ένα γεγονός. Σ’ έναν κόσμο που δεν είναι δίκαιος, όπου το γεγονός είναι μυθοπλασία, πώς γίνεται να είναι δίκαιο ένα γεγονός. Γιατί να θέλει να είναι. Ακόμη κι αν το προσπαθήσει. Σε πείσμα αυτών των ερωτήσεων αρχίζω από την αρχή. Διαβάζω άλλη μια φορά τον φάκελο. Για να είμαι δίκαιος. Για να αναζητήσω γεγονότα. Για να αναμείξω γεγονότα και μυθοπλασία σε κάτι αρκούντως πιστευτό».

Ο Γουάιντμαν προτάσσει την ακλόνητη πεποίθησή του πως δεν του χρειάζεται καμία δικαιολογία για τη «στρέβλωση των γεγονότων, την επινόηση της αλήθειας». Αντιμέτωπος με τις ψευδολογίες του φακέλου, έχει κάθε δικαίωμα να προβεί σε ιδιόχειρες παραχαράξεις. Βέβαια, η ομολογία της μυθοπλαστικής αυθαιρεσίας δεν είναι εντελώς απαλλαγμένη από το αίσθημα της ενοχής. Η ομολογία κλίνει προς απολογία. Ακόμα και όταν παραφέρεται συγγραφικά, ο Γουάιντμαν δεν νιώθει αποδεσμευμένος από την αφηγηματική δεοντολογία. Ακόμα και όταν απευθύνεται στον αναγνώστη, μοιάζει να στέκεται σε εδώλιο.

«Μεταδίδω το φανταστικό σαν γεγονός. Χωρίς αναστολές όπως ο οποιοσδήποτε ένστολος ανακριτής. Κι ακόμη χειρότερος, διότι ισχυρίζομαι ότι έχω καλύτερη γνώση των πραγμάτων. Θέλω να είναι δίκαιες και έντιμες οι ιστορίες μου. Θαρρείς κι αυτή η επιθυμία με απαλλάσσει από το να λέω την αλήθεια και μόνο την αλήθεια».

Παρά την πρόδηλη συναισθηματική του φόρτιση, ο Γουάιντμαν σε γενικές γραμμές παραμένει αφηγηματικά νηφάλιος. Στις περισσότερες σελίδες του βιβλίου το ύφος απομιμείται την ψυχρότητα, κακέκτυπο αντικειμενικότητας, του αρχείου. Η ειρωνεία της απομίμησης διαλύεται από την παρείσφρυση άλλοτε λυρικών ιντερμέδιων, που εικονογραφούν ενορατικές στιγμές του ήρωα, και άλλοτε από την τραχύτητα του προφορικού λόγου, που ενσωματώνει ιδιωματικούς τύπους της αργκό σε διάφορους επιτονισμούς του κυνισμού. Για παράδειγμα, δεν θα μπορούσαν να διαφέρουν περισσότερο οι σελίδες όπου παρακολουθούμε τον Τιλ να ρεμβάζει σε μια αποβάθρα και οι σελίδες της φανταστικής επιστολής που ο συγγραφέας εσωκλείει στον φάκελο.

Στην πρώτη σκηνή ο συγγραφέας εξεικονίζει τον ήρωα παραδομένο σε μια αναστοχαστική στιγμή. Είναι είκοσι χρονών και ήδη αιχμάλωτος του πολέμου. Το περιβάλλον, μια σκοτεινή αποβάθρα σε μια ακτή της Καζαμπλάνκα, το μαύρο νερό, οι πνιχτοί παφλασμοί, το ανατρίχιασμα της άμμου, συντρέχουν την ψυχική καταβύθιση του Τιλ, η ερμητική νύχτα φωταγωγεί τη συντριπτική ερημία του. «Σιωπηλός σκοτεινός ουρανός, βουερή σκοτεινή θάλασσα». Ο βόμβος των μακρινών κυματισμών εισχωρεί σαν απόηχος στα πιο μικρά, κοντινά κύματα, ο Τιλ τα ακούει «να γλείφουν και να βυζαίνουν τη θάλασσα, είναι στ’ αλήθεια πολύ κοντά», η θάλασσα όμως είναι «τόσο μακρινή όσο είναι απόψε το φεγγάρι της Καζαμπλάνκα, κρυμμένο πίσω από τα σύννεφα, ύστερα από μια μέρα αχνού ουρανού κι αχνιστής ζέστης».

«Είναι νύχτα, δεν έχει αστέρια. Κάπου κάπου μια αστραπή μακριά, πολύ μακριά, η απροσδόκητη λευκή στιλπνότητα στην ανταύγεια ενός κύματος φευγαλέα ορατή προτού την καταπιεί το επόμενο κύμα, μαύρο κατάμαυρο κι ύστερα το επόμενο, αόρατο, αν δεν σπιθίζει εδώ κι εκεί, αν δεν βλεφαρίζει εδώ κι εκεί σαν κάποιον που κάτι γυρεύει, που χτενίζει τη μαύρη θάλασσα με τη δέσμη του φακού».

Σε κανένα άλλο σημείο του βιβλίου ο Λούις Τιλ δεν δείχνει περισσότερο αθώος. Είναι ένας άνθρωπος ξεβρασμένος σε μια ακτή πέρα από τον χρόνο, πέρα από τον θάνατο. Είναι απόλυτα έγκλειστος στην ύπαρξή του και την ίδια στιγμή διαπερατός από το σύμπαν ολάκερο. Το σκοτάδι τον πυρπολεί σύγκορμο, βάζει φωτιά στη σάρκα του και σπέρνει τις στάχτες στην άμμο. Ο Λούις Τιλ είναι ένα φάντασμα που κυματίζει στον βαθύ μπλε αφρό μιας μαύρης θάλασσας.

Ενδεχομένως το λυρικό αυτό στιγμιότυπο όπου τοποθετεί ο Γουάιντμαν τον ήρωα, να αναπαράγει μια δική του στιγμή ρέμβης, όταν προς το τέλος του βιβλίου, καθώς περιδιαβαίνει μια παραλία της Βρετάνης, τον συντροφεύει, αφυπνισμένη από τον φλοίσβο, η νεκρή του μητέρα. «Στήνω αυτί και τη θυμάμαι όπως θυμάται κανείς τη θάλασσα από τα σχήματα, από τα διάφορα είδη ύλης που είναι σπαρμένα στην άμμο». Στον περίπατό τους μητέρα και γιος βιώνουν μια θαυμαστή μέθεξη με τη φύση ολόγυρά τους. Ο συγγραφέας έχει την εντύπωση πως αναγνωρίζει θρύμματα του ειδώλου του σε κάθε μικροστοιχείο της ακρογιαλιάς, σε κοχύλια, σε χαλίκια, σε τούφες φύκια, σε διάφανες ψόφιες μέδουσες. Σε αυτή τη θρυμματισμένη σε κομμάτια οφθαλμαπάτη βλέπει και τη μητέρα του να απομακρύνεται και να επιστρέφει κοντά του στον αρχέγονο, ατέρμονο ρυθμό της παλίρροιας.

«Πολλοί, πάρα πολλοί χωρισμοί και επιστροφές περίκλειστα στο σκοτάδι, το βαθύ μπλε μαύρο σκοτάδι της νύχτας που περιέχει τη θάλασσα, λευτερώνει τη θάλασσα, κρύβει τη θάλασσα. Η θάλασσα μακριά κι ας είναι κοντά. Μέσα μου, όπως κι η μητέρα μου τώρα, αόρατη, θάλασσα μεταμορφωμένη. Πιο κοντά μου δεν πρόκειται να την έχω ποτέ πια».

«Ταξίδι στη ζωή σε τούτες τις ακτές μέσα από τον θάνατο. Θάνατος, ζωή, σκοτάδι, φως, τόσο αρχαία όλα τους, πώς γίνεται ν’ ανήκουν σε ανθρώπους, όποιο κι αν είναι το χρώμα τους».

Άτρωτος και ανέγγιχτος μες στην ασέληνη νύχτα της Καζαμπλάνκα, ο Τιλ συλλογίζεται: «Κανένας δεν μπορεί να με βλάψει. Είμαι ήδη νεκρός». Ποτέ δεν θα μπορούσε να ξαναγίνει ζωντανός, ποτέ δεν θα μπορούσε να ξαναγυρίσει στη γη, και η κατάστασή του στην αποβάθρα εκείνη τη νύχτα κατοπτρίζει αυτό ακριβώς: «Την αποτυχία της κάθε μορφής να γίνει αυτό που δεν είναι». Σε ένα πανέμορφο κομμάτι, ποιητικής υφής, που προσιδιάζει σε χορικό, ο Γουάιντμαν μελωδεί την αποτυχία της μορφής να διαφύγει από την εγγενή της ύλη.

«Θα μπορούσε να κάθεται σαν τον σκύλο σαν τη γάτα και να χαζεύει όλη μέρα όλη νύχτα πώς το νερό ζυγώνει κι ύστερα πάλι τραβιέται και κυλάει στην παραλία λες και το νερό είναι κάτι και θέλει να είναι κάτι άλλο λες και το νερό θέλει να είναι γη και το νερό όλο και ζυγώνει τη γη σκαρφαλώνει απ’ άκρη σ’ άκρη της όμως το νερό δεν είναι γη είναι νερό και η γη κάθεται εκεί που κάθεται αφού είναι γη δεν σαλεύει πόντο είναι γη όπως ήταν προτού ανέβει το νερό και θα μείνει γη όταν το νερό θα έχει πια φύγει και το νερό πάντα νερό όσες φορές κι αν ανέβει σερνάμενο στη γη όλο εκείνο το νερό εκεί πέρα πάντα νερό γιατί ξαναγυρίζει στη γη ίσα που την αγγίζει και μετά ξαναγυρίζει στο νερό ενόσω εσύ κάθεσαι εκεί δα και παρακολουθείς».

Στη δεύτερη περίπτωση, της φανταστικής επιστολής, ο Γουάιντμαν υιοθετεί τη γλωσσική τραχύτητα ενός άξεστου πράκτορα, ο οποίος με την κατάθεσή του αναλαμβάνει να θέσει απερίφραστα τα πράγματα ως έχουν. «Η υπόθεση αυτή θεωρείται λήξασα», ενημερώνει τους ανωτέρους του ο ανώνυμος πράκτορας. Ο Τιλ είναι ένοχος «όσο και ο σατανάς». Ένα άγριο θηρίο που του αξίζει η κρεμάλα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ούτε λόγος καθυστέρησης της αυτονόητης ετυμηγορίας.

«Δεν υπάρχει λόγος να περιπλέξουμε τα πράγματα προσφέροντας επιχειρήματα σε κάποιον φιγουρατζή ή σε κανένα σαΐνι ή σε καμιά ευαίσθητη καρδιά που δεν θ’ αφήσει πρόφαση για πρόφαση προκειμένου να παρατείνει τη δίκη. Μια εξεταστική επιτροπή μετά χαράς θα επικυρώσει την ετυμηγορία της ενοχής ακόμη και στην περίπτωση που η ετυμηγορία θα παρεκκλίνει κατ’ ελάχιστον του νόμου».

Ο Γουάιντμαν οδηγεί τη γραφή στα όρια της χυδαιότητας και του κυνισμού για να υπερασπιστεί και πάλι την παγιωμένη πεποίθησή του πως η έκβαση της υπόθεσης Λούις Τιλ είχε προαποφασιστεί, κάτι που, όπως πιστεύει, βεβαιώνεται «τόσο απ’ ό,τι διαχέεται ανεπίσημα όσο και απ’ ό,τι τεκμηριώνεται δι’ εγγράφων». Παροξύνοντας το γλωσσικό ιδίωμα ενός σκληροτράχηλου αξιωματικού, τρυπώνει στους σκιώδεις μηχανισμούς του στρατοδικείου που καταδίκασε σε θάνατο τον Τιλ. Τον παρωθεί, όπως και σε κάθε άλλη χειρονομία της γραφής του, η ανάγκη της δικαιοσύνης. Γι’ αυτό θεωρεί δίκαιο από πλευράς του την πλαστογράφηση αυτού του χυδαίου γράμματος. «Δίκαιο διότι αργά ή γρήγορα θα χάσω τον έλεγχο και θα γλιστρήσω πάλι εκεί όπου υποτίθεται ότι πρέπει να βρίσκομαι. Δίπλα στον Τιλ. Εγώ κι ο Λούις. Ο Λούις κι εγώ. Μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος». Till.

«Το φοβάμαι ότι μπορεί να τον κουβαλάω μέσα μου τον Λούις Τιλ».

Όσο και αν αυτοαναλύεται με οξυδέρκεια αλλά και ειρωνεία, η γραφή του Γουάιντμαν δεν διαθέτει ισχυρές αντιστάσεις έναντι του μελοδραματισμού, διότι υποβόσκουσα πρόθεσή της είναι η συγκινησιακή ανταπόκριση του αναγνώστη. Ωστόσο, η αδιάκοπη διαπάλη της με τη σιωπή την επιστρέφει στη δίνη καίριων διερωτήσεων. Ο Γουάιντμαν γνωρίζει ασφαλώς πως η επιστολή που πλαστογραφεί, δεν θα μπορούσε ποτέ να περιληφθεί στα επίσημα πρακτικά ενός στρατοδικείου. Παρ’ όλα αυτά, αναρωτιέται μήπως η επιστολή του υπήρχε ήδη αθέατη ή κρυπτογραφημένη σε κάποια σελίδα, «γραμμένη με συμπαθητική μελάνη στα συμφραζόμενα των επιστολών που ο φάκελος Τιλ αντιμετωπίζει ως ορθώς ανεπηρέαστα, επιστολές ρουτίνας, αμερόληπτες. Επιστολές που προωθούν τις συνήθεις εργασίες ενός στρατοδικείου».

«Περιλαμβάνω τη φανταστική επιστολή ενός πράκτορα προκειμένου να δώσω ζωή σε μια σιωπή φορτισμένη με σημασία, να γεμίσω έναν σημαντικό χώρο που ο φάκελος αφήνει κενό».

Είναι προφανές πως ο Γουάιντμαν προσδίδει ιδιαίτερη σημασία στη σιωπή του Λούις Τιλ. Δεν θεωρεί τη σιωπή του αδήριτη μόνο για τη ζωογόνηση της γραφής του, αλλά κυρίως για τη διαφύλαξη και δικαίωση της δικής του ζωής. Ο Τιλ με τη σιωπή του ορθώνει το ηθικό του ανάστημα. Σιγεί ενώπιον ενός εξαχρειωμένου λόγου. Η παντοδύναμη γλώσσα των αξιωματικών παροπλίζει τη δική του. Καμία απόκριση, κανένας αντίλογος, δεν θα κατέρριπτε την ετυμηγορία της ενοχής. Η σιωπή του υποδεικνύει, κατά τον συγγραφέα, την περιφρόνησή του για τις λέξεις και την επιρρέπειά τους στην ψευδορκία. Σιωπώντας χαρτογραφεί «ένα εσωτερικό τοπίο», το οποίο προκαλεί πλαγίως και άλλους να το διασχίσουν, αν επιθυμούν να διακρίνουν κάποιον ελάχιστο απόηχο της φωνής του. Αρνούμενος να μιλήσει για να αντικρούσει έναν «κόσμο που έχουν επινοήσει αλλουνού ανθρώπου οι λέξεις», μοιάζει να υπονοεί πως «η σιωπή αποδίδει καλύτερα από τον λόγο», όταν παλεύεις να διασώσεις τη δική σου, άφατη, απαραβίαστη αλήθεια.

Ο Γουάιντμαν παρατηρεί πως η σιωπή του Τιλ ενώπιον των ανακριτών του, «δεν ήταν ούτε άγνοια ούτε φόβος παρά απόδειξη της απερίγραπτης διαύγειάς του». «Μέρα με τη μέρα αφουγκράζεται την προφητεία της ενοχής του όλο να σιμώνει, άλλωστε δεν αμφέβαλλε πως έτσι θα γινόταν». Και συνεχίζει να σωπαίνει. Η φωνή του θραύεται σε ακατάληπτα φωνήματα, σε αντηχήσεις άσαρκες σαν σκιές. Με όσες γλώσσες και αν τον πολιορκεί ο Γουάιντμαν, ο Λούις Τιλ δεν σπάει τη σιωπή του. «Η σιωπή είναι το άβατο του Λούις Τιλ. Το δικό του σημείο μηδέν».

Κάθε απόπειρα του συγγραφέα να προσεγγίσει το πραγματικό πρόσωπο του Λούις Τιλ, διαμεσολαβείται από άλλα κείμενα, από ετεροειδείς αφηγήσεις, από ντοκουμέντα, ντοκιμαντέρ, φωτογραφίες, άρθρα και βιβλία. Σε ένα βιβλίο ανακαλύπτει τον τάφο του Τιλ και λίγο καιρό αργότερα μεταβαίνει από τις σελίδες σε ένα συμμαχικό νεκροταφείο της Γαλλίας, όπου κάτω από μια πλάκα με τον αριθμό 73 είχαν ενταφιαστεί τα απομεινάρια του επονείδιστου στρατιώτη Λούις Τιλ. Ο τάφος του Τιλ βρισκόταν στο Τμήμα Ε του Αμερικανικού Νεκροταφείου και Μνημείου των Πεσόντων στο Ουάζ-Αιν, ένα τμήμα απόμερο και δυσπρόσιτο, όπου κείτονταν ενενήντα έξι επονείδιστοι νεκροί κάτω από ισάριθμες «όμοιες επίπεδες λευκές πέτρες, δέκα επί δέκα εκατοστά η καθεμιά, τοποθετημένες σε παράλληλες σειρές, η κάθε πέτρα μ’ έναν αριθμό πάνω της». Σε αυτό το απόκρυφο κομμάτι του νεκροταφείου θάφτηκαν «τα λείψανα των Αμερικανών στρατιωτών οι οποίοι είχαν εκτελεστεί από τον αμερικανικό στρατό για επονείδιστες πράξεις στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και είχαν μεταφερθεί εδώ, κάπου γύρω στο 1949, από τους τόπους ταφής τους στις διάφορες χώρες που κάποτε είχαν, για να το πούμε απλά, απαρτίσει τα θέατρα επιχειρήσεων Μεσογείου και Ευρώπης στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, προκειμένου να ενταφιαστούν εκ νέου».

Στην ανεπίληπτη τάξη της τοποθέτησης των επιτάφιων πλακών καθώς και στο «άψογα διατηρημένο γρασίδι» ολόγυρα, ο Γουάιντμαν διακρίνει τη μνησίκακη ειρωνεία της εξουσίας, την εμμονή της στη λεπτομέρεια, την αδιαλλαξία της, την επιμονή της να επισωρεύει «κι άλλη προσβολή, κι άλλη ατίμωση» στο σώμα των νεκρών. Ακόμη και μετά θάνατον ο Λούις Τιλ διαπομπευόταν από τους εχθρούς του. Από τη ζωή στον στρατό, από το στρατοδικείο στην αγχόνη, από την ταφή στην εκταφή και κατόπιν στην εκ νέου ταφή, το σώμα του Τιλ υφίστατο μια μεθοδευμένη, εξακολουθητική σύληση.

«Προς τι τόση χυδαιότητα, τόση παράνοια, τόση ειρωνεία μιας ειδικής μεταχείρισης, τόση δαπανηρή φροντίδα για έναν άνθρωπο που δεν είναι πια παρά ένα κομμάτι ψόφιο κρέας».

Μέσα στην ασφυκτική σιωπή του Τμήματος Ε, πέρα από το φρεσκοκουρεμένο γρασίδι, πάνω από τη γαλήνια πράσινη απόμερη έκταση, ανάμεσα στις ενενήντα έξι πέτρες, δέσποζε η «απουσία του Τιλ», αλλά και η δυναστική, επιμελής προσπάθεια της εξουσίας να εξαλείψει την ύπαρξή του. Η απρόσωπη, στυγερή, απροσμάχητη, πανταχού παρούσα εξουσία, είχε επιβάλει την αρχιτεκτονική αυτού του παραρτήματος του μνημείου των πεσόντων, την περιθωριοποίηση των κακών νεκρών στα όρια μιας ταπεινωτικής χωροταξίας. Μετά από έναν ατιμωτικό θάνατο, το όνομα του Τιλ αμαυρωνόταν από μια εντάφια αδικία. Τα απομεινάρια του είχαν παραχωθεί σε μια τρύπα πιο κατάλληλη «για να θάψεις μεγαλόσωμο σκύλο παρά άνθρωπο».

«Στον καθέναν από τους ενενήντα έξι έχει παραχωρηθεί περίπου η μισή έκταση σε σχέση μ’ αυτήν που παραχωρήθηκε στον καθέναν από τους 6.012 τάφους των τιμημένων νεκρών στην απέναντι πλευρά του δρόμου».

«Κανένας Λούις Τιλ. Κανένας άντρας κάτω από την πέτρα 73. Ενήλικοι άντρες, κανονικής σωματικής διάπλασης, που τοποθετούνται κανονικά, ύπτιοι, θα ήταν αδύνατον να στριμωχτούν στην έκταση που καθορίζεται από το πέτρινο πλέγμα του Τμήματος Ε».

Ο Γουάιντμαν αδυνατεί να καταλάβει «τι στο διάβολο βρίσκεται κάτω από την κάθε πέτρα». Κουλουριασμένα έμβρυα; Λιανισμένα πτώματα; Κρέας και κόκαλα σε κατάσταση αποσύνθεσης; Σκελετοί με σάρκινα ράκη; «Ένα βουναλάκι χώμα, μαλλιά, δόντια. Μια σακούλα σκουπιδιών με στάχτη. Απομεινάρια. Ό,τι απόμεινε». 

«Πλησίασα τη μαρκαρισμένη πέτρα του Λούις Τιλ, τόσο ώστε να μπορέσω να του μιλήσω ιδιαιτέρως σ’ αυτή την πρώτη μας συνάντηση, αυτή την πρώτη ευκαιρία να του πω γεια σου, αντίο, οτιδήποτε. Σιωπηλή ανταλλαγή, βέβαια».

Στην κραυγή που έπνιξε μέσα του ο συγγραφέας καθώς στεκόταν πάνω από την πλάκα με τον αριθμό 73, προστέθηκαν το υπόκωφο βουητό του χυμένου αίματος, του αίματος από τα εγκλήματα στην Τσιβιταβέκια, από τα εγκλήματα στο Μισισίπι, και οι χθόνιες κραυγές των επονείδιστων, ντροπιασμένων νεκρών. «Σιωπηλές κραυγές των επονείδιστων νεκρών που βρίσκονται ταξινομημένοι σε κουτιά κάτω από τα πόδια μου. Χαμένα ονόματα. Χαμένα πρόσωπα».

Στο νεκροταφείο του Ουάζ-Αιν δεν διημείφθη καμία συζήτηση ανάμεσα στον συγγραφέα και τον Λούις Τιλ. «Δεν υπήρχε περίπτωση να προσποιηθώ ότι ο Λούις Τιλ άκουσε τον χαιρετισμό μου, μια ευχή ρητή ή άρρητη. Ούτε να προσποιηθώ ότι η σιωπή του Τιλ σηματοδοτούσε οτιδήποτε άλλο εκτός από την απουσία του Τιλ».

«Μήπως πρέπει ν’ αφήσω τα κόκαλα του Τιλ στην ησυχία τους. Δεν είχα κανένα σινιάλο πως ο Λούις Τιλ χάρηκε όταν επισκέφτηκα τον τάφο του. Δεν τσουγκρίσαμε τις παλάμες μας στον αέρα αντί για ένα γεια. Δεν αγκαλιαστήκαμε. Δεν χαμογελάσαμε πλατιά».

Όταν στην Αμερική δεν υπήρχε πια κανένα άλλο ίχνος του Λούις Τιλ πέρα από αυτά που εφεύρισκε ο συγγραφέας σε αντίστιξη ενός ψευδεπίγραφου φακέλου, ο Γουάιντμαν πηγαίνει στη Γαλλία, επισκέπτεται το κοιμητήριο στο Ουάζ-Αιν και έπειτα αποσύρεται μερικές ημέρες σε ένα εξοχικό σπίτι στη Βρετάνη. Εκεί, στην ειδυλλιακή, παραθαλάσσια ησυχία της γαλλικής υπαίθρου, το μυθιστόρημα μετατρέπεται σε βιβλίο ποιητικής. Η γραφή γίνεται εσωστρεφής, στοχαστική, μια δοκιμή αυτοαναφορικότητας. Ο μυθοπλαστικός λόγος απομακρύνεται από τους εξωγενείς λόγους που ορίζουν τη φωνή του Λούις Τιλ και αναδιπλώνεται στους εσώτερους μηχανισμούς του. Ο Γουάιντμαν, βυθομετρώντας «τη μοναξιά και το σκοτάδι μέσα» του, παύει να θέτει ερωτήματα στον Τιλ και μεταφέρει τις αμφιβολίες, τις απορίες και τους ενδοιασμούς του στο πεδίο της γλώσσας. Δεν αντιδικεί πλέον με τη σιωπή, αλλά με τη δυνατότητα της γλώσσας να σημαίνει. Προσπαθώντας να αντιτείνει με το βιβλίο του «μια ξεκάθαρη και συμπαγή επιχειρηματολογία» που θα αναιρεί την επίσημη θέση που καταγράφεται στον φάκελο Λούις Τιλ, προβληματίζεται από τους κανόνες, οι οποίοι θα πρέπει να διέπουν την ανασύνθεση των γεγονότων.

«Προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου να είναι ικανοποιημένος με την περιορισμένη σκοπιά μου πάνω στο θέμα, με τον ελλιπή τρόπο που το προσεγγίζω».

Ο Γουάιντμαν αναγνωρίζει πως η ελλειπτικότητα του βλέμματός του επηρεάζει δραστικά τον ίδιο τον σχεδιασμό του βιβλίου του. Γράφοντας δρασκέλιζε κενά, τα οποία η γλώσσα θα έπρεπε να πληρώσει με τρόπο, αν μη τι άλλο, πειστικό. Τα χάσματα που έχαιναν στην ιστορία του Τιλ, παρεμπόδιζαν τον βηματισμό της γραφής. Η διαδικασία της συγγραφής μοιάζει με τη διάσχιση ενός ναρκοπέδιου, όπου οι νάρκες ήταν οι λέξεις που έλειπαν και έμενε να εγκατασπαρθούν.

«[…] βάδιζα βάσει ενός σχεδίου, το οποίο δεν είχα ξεκαθαρισμένο στο μυαλό μου, ούτε τι μορφή θα είχε ούτε πού στόχευε, ένα σχέδιο το οποίο εξελισσόταν βήμα το βήμα επινοώντας από μόνο του την εξέλιξή του, με εμένα σε επιφυλακή. Τα βήματα ήταν προφανώς απαραίτητα, έτσι όπως τα έκανα, παρότι δεν τα είχα προεξοφλήσει ούτε είχα προετοιμαστεί συνειδητά για να τα κάνω ούτε μπορούσα να μαντέψω ποιο θα μπορούσε να είναι το επόμενο βήμα και πού θα οδηγούσε».

Βέβαια, οι γλωσσικές αναρωτήσεις εκκινούν από την ανάγκη του συγγραφέα να αποδώσει δικαιοσύνη στη ζωή του Λούις Τιλ. Η συγγραφική του προσδοκία είναι εξαρχής καταδικασμένη να μείνει ανεκπλήρωτη, στο μέτρο που καμία λέξη δεν έχει τη δύναμη να αποσπάσει τον Τιλ από τον θάνατο. Όσο δεξιοτεχνικά και αν μαλάξουν τη φαντασία, οι λέξεις του δεν θα αναπλάσουν ποτέ την αλήθεια που διαδραματίστηκε τη νύχτα της 27ης Ιουνίου 1944 στην Τσιβιταβέκια. Όσες γλωσσικές δοκιμές και αν μετέρχεται, ο Γουάιντμαν δεν έχει την αυταπάτη πως οι λέξεις έχουν τη θαυματουργή δύναμη να δημιουργήσουν περισσότερη ζωή από εκείνη που χάθηκε. «Δεν μπορώ να τον γλιτώσω τον νεκρό Λούις Τιλ από τη φυλακή και τον δήμιο».

«Δεν μπορώ να τον σώσω εγώ τον Τιλ. Ούτε τον πατέρα ούτε τον γιο. Είναι πολύ αργά για τους Τιλ».

Παγιδευμένος ανάμεσα στη σιωπή του Τιλ και την ανεπάρκεια της γλώσσας, ο Γουάιντμαν φοβάται πως αρχίζει να μετεωρίζεται πάνω από ένα κενό λόγου.

«Θα καταλήξω σαν τον Τιλ. Να αιωρούμαι στο κενό. Ξεκρέμαστος. Με το να καταθέτω εναλλακτικά σενάρια μπορώ απλώς να τους δίνω σχήμα ως αχαρακτήριστες απουσίες. Η εσώτερη σκέψη του Τιλ αδειανό δωμάτιο όπου ο αντίλαλος αναπαράγει μάταιες ερωτήσεις. Ο Τιλ ακούει και ξανακούει ερωτήσεις που δεν έγιναν ποτέ. Πώς ν’ απαντήσει σε ερωτήσεις που δεν τις κάνει κανείς. Μόνο με σιωπή θ’ αποκριθεί σε ερωτήσεις που αποσιωπήθηκαν».

Ένα βράδυ, μόνος του στο εξοχικό σπίτι της Βρετάνης, ξεκίνησε να γράφει ένα δοκίμιο για τα αποτυπώματα των νεκρών ζώων πάνω στην άσφαλτο, σπρωγμένος από την επιθυμία να εξετάσει «τι είχαν αυτά τα σχήματα δίπλα στον δρόμο που με έσπρωχνε να κοιτάζω και ν’ αποστρέφω το βλέμμα μου, να τα κοιτάζω εξωτερικά και να κοιτάζω μέσα απ’ αυτά». Είχε την αίσθηση πως αυτά τα σκοτεινά, ασαφή, πεπλατυσμένα ίχνη έμοιαζαν «με παράθυρα ή με καθρέφτες», εσώκλειαν «τις ιδέες της θνητότητας και του χρόνου». Παρά την αρχική έξαψη, ο Γουάιντμαν δεν κατάφερε να προχωρήσει το δοκίμιο.

«Οι λέξεις που κατόρθωνα να βγάλω με τα χίλια ζόρια μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού δεν κατάφερναν να εκφράσουν το πώς τα σκοτεινά σχήματα ώρες ώρες θαρρείς και σε καλούσαν σαν τάφος που έχασκε».

Δεν ήξερε πού έπρεπε να αποδώσει την αποτυχία του με το δοκίμιο, στο «πολύ μυαλό» ή «στη μισή καρδιά». Τη μια κατέληγε στο συμπέρασμα πως είχε κακώς ακολουθήσει «τον δρόμο της σκέψης και όχι της διαίσθησης» και την άλλη παλινωδούσε συλλογιζόμενος πως η υπερχείλιση της καρδιάς ήταν που είχε μπει εμπόδιο στη γραφή. Η αμφιθυμία του Γουάιντμαν σχετικά με την ευεργετική συμβολή του κεφαλιού ή της καρδιάς στη συγγραφή του δοκιμίου, είναι ένα πρόσχημα για να θίξει τον μετεωρισμό του όσον αφορά την επανεγγραφή του φακέλου Λούις Τιλ. Πράγματι, η γραφή του Γουάιντμαν αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στη σκέψη και το συναίσθημα. Την ψυχρή, βαθύτατη διεισδυτικότητα του λόγου του, που συχνά διαπνέεται από την αυστηρότητα της ακαδημαϊκής διαλέκτου, αντιπαλεύουν διαρκώς οι σφοδρότατοι αναπαλμοί της καρδιάς του. Όμως, ούτε το κεφάλι ούτε η καρδιά μπορούν να αποτρέψουν την αποτυχία, όταν η γλώσσα διαλέγεται με την απουσία.

«Καμιά εξήγηση. Καρδιά. Κεφάλι. Δεν εξηγείται η αποτυχία. Όπως δεν εξηγείται η γέννηση του Λούις Τιλ ή ο θάνατος του γιου του, του Έμετ».

Βαδίζοντας στην ακρογιαλιά, σε μια ακτή παραδαρμένη από τις παλίρροιες, ο συγγραφέας αφήνεται να καταβυθιστεί σε επάλληλους στροβίλους συνειρμών. Ανιχνεύοντας με ονειροπόλα διάθεση τη σημειολογία του τοπίου, το μυαλό του πλημμυρίζει από αλληγορίες. Μέσα από αυτές τις αλληγορίες, συνθέματα από φευγαλέα ερεθίσματα της στιγμής και μνημονικά θραύσματα, διαφαίνεται αδρά το περίγραμμα μιας μυθοπλαστικής αυτοβιογραφίας. Έτσι, ο αυτοαναφορικός λόγος μεταστοιχειώνεται σε αυτοβιογραφικό. Οι βιωματικές εκμυστηρεύσεις φτάνουν στην κορύφωσή τους όταν ο Γουάιντμαν ομολογεί πως το σχέδιο Λούις Τιλ έχει ως θέμα του «το πώς θα σώσω τον εαυτό μου». Η ζωή, την οποία θέλει να σώσει γράφοντας, δεν είναι παρά η δική του. Ο άλλος, ο Λούις Τιλ, γίνεται για τον συγγραφέα το μέσο προσέγγισης του εαυτού του, της εξωτερίκευσης της μοναδικής του ιστορίας. Μιλώντας για τον άλλο, φανερώνουμε μοιραία όψεις του δικού μας προσώπου.

Ο Λούις Τιλ είναι το πετραδάκι που ο Γουάιντμαν ρίχνει στα ακύμαντα νερά της ζωής του με την προσδοκία να την αναπάλλουν, καθώς οδεύει προς το τέλος της, λιγοστοί, ζείδωροι ωστόσο, κυματισμοί. Η ζωή του προφέρει το όνομα του Τιλ αδημονώντας για το ρίγος που θα ταράξει την άπνοια, θα αρδεύσει τη ρηχία και θα ανεβάσει τη στάθμη στη φυρονεριά της.

«[…] μια ζωή που τώρα πια είναι πολύ πιο κοντά στο τέλος, ό,τι ήταν, ό,τι είναι και ό,τι μένει να έρθει συμπιέζονται σ’ έναν χώρο που δεν αφήνει περιθώρια στη φαντασία, εκτός κι αν ένα όνομα, μία στιγμή πέφτουν σαν πέτρα σ’ ακίνητη λίμνη κι εγώ είμαι το βαρίδι της πετονιάς, η τρύπα, τα δαχτυλίδια που ρυτιδώνουν το νερό, απλώνονται, εξαφανίζονται».

Τελικά η αφοσίωση του Γουάιντμαν στον Λούις Τιλ δεν είναι κανένας σπουδαίος γρίφος, στον βαθμό που εκρέει από την επιθυμία του να πει μια ακόμα ιστορία. Ο Λούις Τιλ είναι ένας καθρέφτης ή ένα παράθυρο, απ’ όπου κρυφοκοιτάζει τον εαυτό του.

«Ο φάκελος Λούις Τιλ δεν είναι δα κανένας γρίφος. Μια απλή ιστορία έχει όλη κι όλη. Αβέβαιη. Αμετάβλητη. Αδιάφορη».

Περπατώντας στην άμμο, ο συγγραφέας συνομιλεί με τη νεκρή μητέρα του και συλλογίζεται πως η παρουσία της δίπλα του οφείλεται στο γαλλικό ηχόχρωμα της λέξης θάλασσα (mer=θάλασσα, mère=μητέρα). Ενόσω μιλάει στη μητέρα του, ανακαλεί στον νου του το σώμα της, μετωνυμία μιας απαγορευμένης θηλυκότητας. Θυμάται να κρυφοκοιτάζει από την κλειδαρότρυπα του μπάνιου το γυμνό της σώμα, ακούει ξανά την κοφτή επίπληξή της και συνειδητοποιεί και πάλι, όπως όταν ήταν αγόρι, πως έγινε εντέλει ο τέλειος κληρονόμος του πατέρα του, είχε αποδεχθεί στην εντέλεια την κληρονομιά των έγχρωμων αρσενικών με τα ατσαλάκωτα λευκά πουκάμισα, που έκλειναν την πόρτα πίσω τους και έβγαιναν έξω, σε έναν κόσμο που τους μισούσε. Ο πατέρας του, που του προκαλούσε απερίγραπτο τρόμο και ακατασίγαστο θυμό, του είχε ενσταλάξει λίγη από τη δύναμη, την οποία όταν ήταν μικρός ζήλευε και εποφθαλμιούσε στα τρίσβαθα της ψυχής του.

«Πολύ αργά για να αρνηθώ ό,τι κληροδοτεί ο πατέρας στον γιο. Το μίζερο, το ισοπεδωτικό του δώρο. Την παγερή απόσταση που με τρόμαζε σ’ αυτόν. Την απόσταση που με απομόνωνε, με εξόριζε. Που με έκανε ικανό να πληγώνω όσους με αγαπούσαν».

Από την άλλη, η ενθύμηση της μητέρας του τού φέρνει ξανά στον νου τη Μέιμι Τιλ. Εκ των υστέρων αισθανόταν πως οι δύο γυναίκες μοιράζονταν έναν κοινό τρόμο και μια κοινή απόγνωση για τους οικόσιτους αρσενικούς θεούς τους. Τους λάτρευαν, αλλά δεν μπορούσαν να τους σώσουν ούτε να σωθούν από αυτούς. Όταν αυτός, σύζυγος ή γιος, ο έγχρωμος αρσενικός που υπεραγαπούσαν, έφευγε και η πόρτα έκλεινε πίσω του, ήξεραν ότι υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να μην επιστρέψει ποτέ, ότι υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να πέσει σε βαθύ λάκκο, «σε λάκκο με σκατά». «Τότε ακόμη δεν ήξερα τίποτα για τον Λούις Τιλ ή για τον βαριόμοιρο τον συνομήλικό μου γιο του, τον Έμετ. Ούτε η μητέρα μου είχε ακούσει ποτέ της το όνομα Τιλ. Παρ’ όλα αυτά μεγαλώνοντας εξελίχθηκε σε κάτι σαν αδερφή της Μέιμι Τιλ, προσαρμόστηκε στην ίδια παραλυτική κατάσταση που αντιμετωπίζουν όλες οι Μέιμι Τιλ του κόσμου».

Από τη στιγμή που αυτός, ο έγχρωμος αρσενικός, κλείνει την πόρτα πίσω του και «οδεύει σε έναν κόσμο που δεν τρέφει καμιά αγάπη γι’ αυτόν, δεν υπάρχει η παραμικρή εγγύηση για οτιδήποτε».

«Μόνο από θαύμα τού τυχαίνει να φεύγει για χρόνια στη σειρά και να επιστρέφει κανονικά από μια σταθερή δουλειά και να είναι ζωντανός, περίπου. Θαύματα που να τον κάνουν να γυρίζει χωρίς καμιά αλλαγή δεν γίνονται. Και οι αλλαγές αυτές παραείναι συχνές και προς το χειρότερο σ’ έναν κόσμο ο οποίος αρνείται να τον καλοδεχτεί. Κι ακόμη χειρότερα. Πολύ χειρότερα. Σ’ έναν κόσμο που αντιμετωπίζει την παρουσία του μόνο σαν χάος. Που του αρνείται το όνομά του, την αξιοπρέπειά του. Για να μείνει ζωντανός γίνεται πολύ, μα πολύ εγωιστής. Πολύ σιωπηλός. Λες και τίποτα δεν μπορεί να τον αγγίξει ούτε να τον πληγώσει ούτε θα το μπορέσει ποτέ».

Αναλογιζόμενος τη σκληρή, εγωπαθή σιωπή του πατέρα του, ο Γουάιντμαν βρίσκεται και πάλι αντιμέτωπος με την επίφοβη σιωπή του Λούις Τιλ με την οποία συζούσε έντρομη η Μέιμι Τιλ.

«Η μητέρα μου και η κυρία Τιλ συμμερίζονταν κάποιες ακλόνητες αλήθειες για τους άντρες τους, γι’ αυτόν, τον πατέρα γιο σύζυγο, άγιο πνεύμα. Αλήθειες που η μητέρα μου τις φοβόταν σε μένα».

«Η σκληρότητα και ο εγωισμός είναι το μέσο για την επιβίωση από τη στιγμή που αυτός δρασκελίζει το κατώφλι τους. Που βγαίνει έξω. Αυτός είναι ο κανόνας επιβίωσης στον οποίο πρέπει να προσαρμοστούν οι γυναίκες σαν τη μητέρα μου και τη Μέιμι Τιλ».

Ο εγωιστής έγχρωμος αρσενικός, ο Γουάιντμαν, δεν μπόρεσε να δαμάσει την περιέργειά του για εκείνο που του ήταν απαγορευμένο να δει. Γονατισμένος στον σκοτεινό διάδρομο έξω από το μπάνιο, κρυφοκοιτούσε τη μητέρα του που πλενόταν. Λαχταρούσε να διεισδύσει στον «ολόφωτο κόσμο από την πίσω πλευρά της πόρτας». «Όχι για να κατασκοπεύσω τη μητέρα μου. Για να κατασκοπεύσω, χάρη στη μητέρα μου, το γυμνό κορμί μιας γυναίκας, γονατίζοντας και κρυφοκοιτάζοντας από την κλειδαρότρυπα».

Ωστόσο, ο γιος δεν είναι ο πατέρας, στον οποίο η απύθμενη, δίχως όρους αγάπη της μητέρας «εξασφάλιζε ανοσία από τις συνέπειες του εγωισμού του». Όταν η μητέρα του τού είπε: «Φτυστός ο πατέρας σου», ο γιος δεν άκουσε στα λόγια της παρά μόνο απόρριψη και περιφρόνηση. Δεν διέθετε το ένθεο χάρισμα να είναι αρσενικός με τον τρόπο που ήταν ο πατέρας του. «Στάλα γλυκιά ανοσία για μένα».

«Τη μέρα που με κατηγόρησε ότι είμαι φτυστός ο πατέρας μου, τα λόγια της δεν αποδοκίμαζαν αυτόν, εμένα αποδοκίμαζαν. Το θανάσιμο ελάττωμά μου. Ελαττωματικός σαν αυτόν όμως χωρίς τη σωτήρια χάρη να είμαι αυτός».

Η μητέρα του καταδαπανούσε όλη της την αγάπη στον άγιο-άσωτο σύζυγο, στερώντας από τον πρωτότοκο την προσοχή που του όφειλε. Γι’ αυτό ο γιος αγωνιούσε να ακούσει τον βρόντο της πόρτας, που σηματοδοτούσε την παροδική απαλλαγή του σπιτιού από τον μοναδικό δυνάστη και αφέντη του.  «Η καλύτερη στιγμή μου μέσα στη μέρα – η στιγμή που αυτός έφευγε. Η πόρτα βροντούσε πίσω του».

Στην πρώτη σελίδα του βιβλίου ο Γουάιντμαν αναπολεί το άσυλο που του πρόσφεραν οι φαρδιές πλάτες του παππού του, από τη μεριά της μητέρας του, όταν ο πατέρας του εξαφανιζόταν για μέρες από το σπίτι. Ανεβασμένος στους ώμους του παππού του, ατένιζε τον κόσμο, τη μαύρη συνοικία στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβανίας, με ένα παραλυτικό αίσθημα ασφάλειας. «Έβλεπα όλο τον κόσμο ειρηνικό από εκεί πάνω και δεν το λησμόνησα ποτέ μου». Ωστόσο, μια μέρα, έτσι όπως ήταν καβάλα στους ώμους του παππού του, αντίκρισε έξω από το κουρείο της γειτονιάς έναν άνθρωπο με απαίσιο πρόσωπο. Το «τεράστιο μούτρο» του ήταν «τόσο άσχημο που φάνταζε τρομακτικό», ακόμη και από εκεί ψηλά, στην ασφαλή κούρνια του. Με το που αντίκρισε το φριχτό πρόσωπο που έφερε το όνομα Κλέμεντ, το αγόρι κατάλαβε πως αυτό το μορμολύκειο θα κατοικούσε για πάντα στους εφιάλτες του. Έκτοτε θα αρκούσε μόνο το άκουσμα του ονόματός του για να του κόψει τη χολή. Το βλέμμα του Κλέμεντ καρφώθηκε πάνω του σαν κακός οιωνός. «Ένα βλέμμα που μου έλεγε ότι το καθετί που γνώριζα καλά μπορούσε από τη μια στιγμή στην άλλη να έρθει το πάνω-κάτω, να διαλυθεί».

Το 1955, εννιά χρόνια μετά από εκείνο το δυσοίωνο συναπάντημα, αντίκρισε σε ένα περιοδικό τη φωτογραφία με το παραμορφωμένο πρόσωπο του νεκρού Έμετ Τιλ, ο οποίος μπήκε στη ζωή του «με την ίδια αιφνίδια, ανεξίτηλη ακρίβεια όπως ο Κλέμεντ». Ο τελευταίος, δραπετεύοντας από τα σκότη των εφιαλτών και τα τενάγη του χρόνου, ήρθε να τον παραμονεύσει ξανά σε έναν από τους παραθαλάσσιους περιπάτους του στη Βρετάνη. Πάνω στη νοτισμένη άμμο, κάτω από έναν ουρανό συννεφιασμένο απ’ όπου δεν έφτανε κανένα φως, σωροί και πλεξούδες φύκια ήταν σκόρπια παντού, «σαν σκιές». «Σαν τούφες ανθρώπινα μαλλιά στο πάτωμα του κουρείου». Μες στο άδειο κουρείο, όπου πύκνωνε η «σιωπή φαντασμάτων από τα μαλλιά τόσων και τόσων», ο Κλέμεντ μάζευε αργά με τη σκούπα του τις κομμένες τούφες σε όλο και πιο ψηλούς σωρούς. Καθώς θυμήθηκε τον Κλέμεντ να σαρώνει σωρούς μαλλιών από το πάτωμα του κουρείου, ο Γουάιντμαν ένιωσε πως τα βήματά του «εκείνο το μολυβένιο απόγευμα στη Βρετάνη θρηνούσαν τους νεκρούς».

«Θρηνούσαν για το κάθε όνομα, τον κάθε άνθρωπο που χάθηκε. Ονόματα που γεννήθηκαν μία φορά, έζησαν μία φορά, συζητήθηκαν μία φορά. Στα αζήτητα τώρα πια. Ονόματα που μόνο η θάλασσα θυμάται, όπως θυμάται να κρατάει λογαριασμό για την κάθε πλημμυρίδα και την κάθε άμπωτη της παλίρροιας».

Όπως όταν περίμενε μαζί με τη Μέιμι Τιλ στον σταθμό της Δωδεκάτης Οδού στο Σικάγο το τρένο που θα της επέστρεφε τον δολοφονημένο γιο της, άκουσε μέσα από τον τριγμό των σιδηροτροχιών την αντήχηση από μπλουζ και γκόσπελ, έτσι και τώρα στη Βρετάνη μέσα από τους οδυρμούς των φυκιών και των μαλλιών, ανέθαλλαν οι ίδιες μακρινές μουσικές.

«Τα μπλουζ και τα γκόσπελ, τα γκόσπελ και τα μπλουζ, ο ρυθμός και τα μπλουζ μέσα στο κεφάλι μου σταμάτησαν απότομα κι έπιασα τον εαυτό μου να μετράει σιωπηλά με το κάθε βήμα τον αριθμό των νεκρών που θα χρειάζονταν για να μαζευτούν σωροί, πυκνές μάζες, λόφοι από μαλλιά. Ανθρώπινα μαλλιά μέσα σε μια αποθήκη, μαλλιά στο ίδιο χρώμα με τις μάζες τα φύκια που βλέπεις παντού στην παραλία».

Η εικόνα παραπέμπει στις εφιαλτικές προθήκες του Άουσβιτς, όπου απίστευτοι σωροί μαλλιών στραγγαλίζουν το βλέμμα των ζωντανών μέχρι που στα μάτια τους δεν μένει ανάσα για να κοιτάξουν. Το όνομα του Κλέμεντ, «όλο κραυγαλέες σιωπές», που ξεβράστηκε στην ακτή της Βρετάνης, προκαλεί τον συγγραφέα να αφουγκραστεί τους λυγμούς που τυλίγονταν γύρω από τα φύκια. «Σιωπηλές μπάλες που σωρεύτηκαν για να φτάσουν μέχρι τα ταβάνια αχανών δωματίων».

Καθισμένος στην καρέκλα του κουρείου, ο Γουάιντμαν υπέμενε με απέραντη απόγνωση το πρώτο του κούρεμα. Λίγο παραπέρα ο εφιάλτης του, ο Κλέμεντ, ανάδευε με τη σκούπα του θυσάνους μαλλιών, μέσα στους οποίους το αγόρι ένιωθε να βουλιάζει. Πνιγόταν μέσα στους σπηλαιώδεις σωρούς. Τα μαλλιά αναρίθμητων ανθρώπων σκέπαζαν το πρόσωπό του. Τύφλωναν τα μάτια του.

«Με τύφλωναν τα πυκνά, σεινάμενα μέτρα, χιλιόμετρα σιωπηλά μαλλιά των ανθρώπων. Τα ξυρισμένα, πεθαμένα μαλλιά των ανθρώπων σαν τα σκοινιά και τα βουνά τα φύκια, θα μπορούσαν να ’ναι και φύκια, ατέλειωτα χιλιόμετρα στη σειρά σκοτεινά θαλασσινά σκουπίδια αυτά που έβλεπα με τη φαντασία μου, αν και σ’ εκείνη την ηλικία δεν είχα βρεθεί κοντά στον ωκεανό, δεν είχα ιδέα για τα φύκια που θα αντίκριζα μια μέρα στη Βρετάνη και που θα μιμούνταν τα κλεμμένα μαλλιά».

Ανάμεσα στα σκόρπια φύκια της παραλίας περιδιάβαζε ένα πουλί. Όταν κάποτε άνοιξε τα φτερά του και υψώθηκε, «γοργό, αυτοκρατορικό, μεγαλόπρεπο», στον ουρανό, ο συγγραφέας διέκρινε «μια σβάστικα στο στήθος του με πορφυρό θυρεό, μια δέσμη αστροπελέκια αγκιστρωμένα στο ένα πόδι. Ο Λούις Τιλ αγκιστρωμένος στο άλλο». Όπως τα φύκια έτσι και το πουλί, ενεργοποιούν μια σειρά συνειρμών. Ο Γουάιντμαν φαντάζεται μια σβάστικα στο στήθος ενός πουλιού και διαμιάς κατέχεται από τη φρίκη του Ολοκαυτώματος. «Ναζιστικός πολεμικός αετός στον γκρίζο ουρανό της Βρετάνης». Ο Τιλ τι σχέση είχε; Δεν τον σκότωσαν οι ναζί. Δεν έχει σημασία, καταλήγει ο Γουάιντμαν. «Δεν ήταν η Ναζιστική Γερμανία που ανακάλυψε τον πόλεμο ή την έννοια της φυλής ή τη γενοκτονία».

Πάνω στην άμμο σήπονταν νεκρές μέδουσες. Τα διάφανα άψυχα ζελατινώδη πλάσματα πηγαίνουν το μυαλό του συγγραφέα, μέσα από μια δαιδαλώδη συνειρμική διακλάδωση, στο Κέντρο Πειθαρχικής Εκπαίδευσης, μια αμερικανική φυλακή στο υπό κατάκτηση ιταλικό έδαφος, όπου εγκλείστηκε ο Λούις Τιλ για τα εγκλήματα στην Τσιβιταβέκια. Οι έγχρωμοι τρόφιμοι του στρατοπέδου, υποχείρια της σκαιότητας των λευκών αξιωματικών, επέστρεφαν στο καθεστώς της δουλείας. «Η συμπεριφορά των λευκών φρουρών στο Κέντρο ήταν κτηνώδης απέναντι στους σκλάβους σ’ αυτή την παραμόρφωση του χρόνου». Το Κέντρο Πειθαρχικής Εκπαίδευσης ανήκε στο Θέατρο Επιχειρήσεων Μεσογείου του Στρατού Ξηράς των ΗΠΑ και τα αρχικά του, MTOUSA, σκέφτεται ο Γουάιντμαν, έκαναν ρίμα με τη Μέδουσα. Η μυθική Μέδουσα πάλι, που απολίθωνε όποιον τολμούσε να αντικριστεί με την τρομερή της όψη, κάνει το βλέμμα του να στραφεί στις πέτρες της παραλίας.

«Στη Βρετάνη πιάνω κουβέντα με τις πέτρες». Οι πέτρες φλυαρούσαν κάτω από τα παπούτσια του. Το μουγκρητό και το βογκητό τους γίνονταν ένα με το υπόκωφο βουητό της θάλασσας. Αμέτρητες πέτρες, η καθεμιά τους αλλιώτικη, ανέδιδαν μια «ατέρμονη ροή πληροφοριών». Μιλούσαν για «έναν κόσμο σκληρό σαν πέτρα». Αλλά και για τη ντροπή που απολήγει στη σκληράδα του εγωισμού. Μιλούσαν για τους μετανάστες από τον Νότο που συνέχιζαν να φοβούνται στον Βορά και να ντρέπονται συνάμα για τον φόβο τους. «Είναι ντροπαλές οι πέτρες. Απομάκρυνε μια βρεγμένη πέτρα από το περιβάλλον της και θα δεις ότι καθώς στεγνώνει χάνει το χρώμα της. Αναψοκοκκίνισμα από την ανάποδη. Οι πέτρες χλωμιάζουν σαν τη μητέρα μου, σαν την Ελένη της Τροίας μετά την απαγωγή και τη μεταφορά της σε τόπο μακρινό».

«Και τότε χαμογελώ. Μια οικογένεια είμαστε όλοι εδώ. Ορφανά όλοι. Οι πέτρες. Εγώ. Εσείς. Όλοι μας, λέω στις μέδουσες που σαπίζουν εκεί που τις ξεβράζει η παλίρροια».

Ξαπλωμένος στην άμμο, απολαμβάνοντας μια γλυκιά εξάντληση, λίγες μέρες αφότου είχε επισκεφθεί τον τάφο του Λούις Τιλ, ο συγγραφέας έχει επίγνωση της μελοδραματικής υπερβολής των στοχαστικών του συσχετισμών. «Ρέμβαζα βλέποντας σατανικά πουλιά μπροστά στα μάτια μου». Μια παρόμοια αίσθηση διανοητικού παροξυσμού τον είχε κεντρίσει όταν ανακάλυψε μισοθαμμένο στα χαλίκια της παραλίας ένα πορτοκαλί γάντι. Του φάνηκε πως τα λαστιχένια δάχτυλα «κρατούσαν κάτι αόρατο ή σαν να άφησαν κάτι να φύγει και να διατήρησαν το σχήμα του». Άρχισε τότε να φαντάζεται ένα ζωντανό χέρι «με δάχτυλα που κάποτε τυλίχτηκαν γύρω από κάτι που δεν βάστηξαν ποτέ τους, που όμως το επιθυμούσαν ή αυτό ή κάτι μυριάκριβο που το κράτησαν μια φορά και λαχταρούν να το αδράξουν πάλι». Ωστόσο, τόσο έκτυπες αλληγορίες ενοχλούν τη συγγραφική του αισθητική. Η αυτοειρωνεία αποκαθιστά την παρεκτροπή.

«Δεν είναι σαπουνόπερα, ένα γάντι είναι μονάχα, ένα πορτοκαλί λαστιχένιο γάντι, μπορεί και από λάτεξ, ούτε σάρκα ούτε κόκαλα από μέσα, ούτε επιθυμίες ούτε αναμνήσεις ότι κάποτε ήταν ζωντανό ή είναι τώρα ζωντανό, ένα αντικείμενο είναι μονάχα, ένα πορτοκαλί κατιτίς, ένα αντικείμενο που έφερε η παλίρροια και που δεν θ’ αργήσει να το πάρει πίσω».

Ο Γουάιντμαν δεν παραιτείται εύκολα από την πρόθεσή του να αθωώσει τον Λούις Τιλ. Και τελικά το κατορθώνει πλαγίως, μέσα από μια παράπλευρη οδό, τον Κλέμεντ. Στις τελευταίες σελίδες ο εφιάλτης εξαγιάζεται, από στοιχειό μεταμορφώνεται σε άγιο. Ο συγγραφέας θυμάται ένα φυλαχτό που είχε κάποτε. Ήταν ένα μικρό ξύλινο ομοίωμα του Αγίου Μαρτίνου ντε Πόρες, «του αγίου που προστάτευε τους φτωχούς, τους ταπεινούς, τα χαμένα κορμιά». Σε ένα βιβλίο ανακάλυψε μια αναθηματική κάρτα που απεικόνιζε τον Σαν Μαρτίν και έτσι έμαθε περισσότερα για τον βίο και την αγιοποίησή του.

«Ο Άγιος Μαρτίνος ντε Πόρες […] πασίγνωστος για την ευλάβεια, τη σεμνότητα, την ανεξικακία και τη μακροθυμία του, τη σπλαγχνική ματιά του, έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ως δόκιμος μοναχός, νοσοκόμος και άνθρωπος για όλες τις δουλειές σε μονή Δομινικανών στη Λίμα».

Ο πατέρας του Μαρτίν δε Πόρες τον είχε πάρει βοηθό στη δουλειά του, που ήταν να κουρεύει μαλλιά, «και μια από τις υποχρεώσεις του παιδιού ήταν να σκουπίζει το πάτωμα του κουρείου». Μέσα από την υποδηλούμενη ταύτιση του Κλέμεντ με τον Σαν Μαρτίν, ο εφιάλτης αίρεται και ο Λούις Τιλ μπορεί πλέον να αναπαυτεί σε έναν ειρηνικό κόσμο, έστω και μόνο μύθο. Η επινόηση της αθωότητας αποθεώνεται μέσα από την επίκληση μιας αγιογραφίας.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Γουάιντμαν είναι ένας εξαιρετικός συγγραφέας, ο οποίος έχει κάθε στιγμή απόλυτη συναίσθηση του τι συμβαίνει στη γραφή του, την οποία δεν διστάζει να κατευθύνει προς τις πιο απομακρυσμένες μεταξύ τους ατραπούς. Οι πολλαπλές όψεις της μυθοπλασίας μαρτυρούν την έγνοια του να προσεγγίσει κάθε δυνατή πτυχή του θέματος. Από την άλλη, το ίδιο το θέμα της αφήγησης μεταβάλλεται εντός των αφηγούμενων ενώ κάθε  θεματική μεταβολή υποδηλώνεται από τις υφολογικές εναλλαγές. Η αθώωση του Λούις Τιλ περνά μέσα από τους ιδιωματισμούς των υπηρεσιακών εγγράφων, των ντοκουμέντων, της ιστοριογραφίας, του δικανικού λόγου, της αργκό, της λυρικής ποίησης, της ενόρασης, του εσωτερικού μονολόγου. Γράφοντας για τον Τιλ, ο Γουάιντμαν αποδύεται στη σύνθεση μιας κερματισμένης αφήγησης. Η απουσία, στην οποία επιχειρεί να δώσει υπόσταση μέσω της γραφής είναι κομματιασμένη σε επιμέρους στοιχεία, σε απομεινάρια, τα οποία αλιεύει από τα πιο απίθανα μέρη, διακρίνοντάς τα στο μεταίχμιο σκοταδιού και φωτός, στο σύνορο κεφαλιού και καρδιάς.

«Δεν έχω πού να τα βάλω όλα μαζί, δεν έχω τρόπο να τα ενώσω, να δέσω μεταξύ τους σκόρπια κομμάτια και θραύσματα. Να τα παραδώσω ζωντανά, χρήσιμα ή, ακόμη καλύτερα, να τα ελευθερώσω από το σκοτάδι που τα περιβάλλει και τα κατατρώει. Να ελευθερώσω τη δύναμη που κλείνουν μέσα τους όλα εκείνα τα σταχυολογήματα, οι λεπτομέρειες, τ’ απομεινάρια».

Αν κάθε συγγραφική αυθαιρεσία του Γουάιντμαν είναι εξαρχής νομιμοποιημένη, είναι επειδή, επί της ουσίας, γράφει για τη δική του ζωή. Με κάθε του λέξη οριοθετεί την ιδιωτική του, βύθια μυθοπλασία. Οι λέξεις που αναζητά για να απεικονίσει μια ζωή, του Λούις Τιλ, τη δική του, όλες, καταγεγραμμένες και μη, θα καταλήξουν σε έναν φάκελο, αρχειοθετημένο, αργά ή γρήγορα, στις άπειρες πτυχές της σιωπής, αποσυντεθειμένο ανάμεσα στα αίολα ιερογλυφικά της σκόνης. Η θνητότητα των λέξεων έγκειται στη σιωπή που τις διεκδικεί. Ο Γουάιντμαν γράφει προτού σωπάσει. Είναι ο αρχειοθέτης μιας ιστορίας που, όπως κάθε ζωή, όσο προχωρά τόσο εγγύτερα πλησιάζει στη νεκρική της σιγή. «Ποιος θα τον ανοίξει τον φάκελο. Θα διαβάσει τις λέξεις. Τι θα με κάνουν εμένα, εμάς, αφότου σωπάσω κι εγώ, όπως κι εσύ, Λούις Τιλ».

«Οι λέξεις σε τούτες τις σελίδες. Ο δικός μου φάκελος, η δική μου ιστορία».

Στον «Φάκελο Λούις Τιλ» ψευδολογίες και αλήθειες, λέξεις και σιωπές, κραυγές και αποσιωπήσεις, αίματα και θάλασσες, νεκροί και ζωντανοί, θύτες και θύματα, εφιάλτες και ρεμβασμοί, γκόσπελ και μπλουζ, γη και νερό, φως και σκοτάδι, κεφάλι και καρδιά, συγκεράζονται σε μια υπέροχη πολυφωνία που διατρανώνει τη μαεστρία του Γουάιντμαν στην εκτέλεση παράτολμων δακτυλισμών.  

 

Lina Pantaleon

 

 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular