Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

 

Είμαι ένας σκύλος που παριστάνει ότι έχει πεντιγκρί.  

 

Η γραφή του Πατρίκ Μοντιανό εκδιπλώνεται σαν ένα όνειρο της μνήμης. Θραύσματα βιωμάτων προβάλλουν στο χαρτί σκιασμένα από το ημίφως του περασμένου χρόνου, εξορυγμένα από τα συντρίμμια του φαντασιώδους τόπου της παιδικής ηλικίας, για να διαχυθούν ύστερα σε αναπεπταμένα τοπία που σβήνουν σε έναν αδιόρατο ορίζοντα. Ο Μοντιανό είναι ένας αριστοτέχνης του χαμένου χρόνου, ένας τεχνουργός του θνησιγενούς ελάχιστου. Η ελλειπτική, συνειρμική θέαση του παρελθόντος απολήγει σε σπαρακτική ονειροπόληση, απ’ όπου όμως δεν αντηχεί ο παραμικρός λυγμός. Η γραφή αποδύεται στην ιχνηλασία ενδότατων τοπίων, τοπίων αδειανών από την παλιά τους όψη, φυλλομετρώντας μια εσωτερικευμένη μυθολογία, ένα παλίμψηστο από θρυμματισμένες ενθυμήσεις, και ανασκαλεύοντας ερείπια, κατεδαφισμένα καταφύγια και ερειπωμένες μορφές που χάνονται σαν σκιές μες στο διάπυρο φως του ενεστώτα χρόνου. Οι μνημονικές αναπαραστάσεις αναθάλλουν μέσα σε οραματικές τοπιογραφίες. Ο πόνος του αφανισμού, το βάρος της απώλειας, η επιβολή της απουσίας, λυτρώνονται από το δραματικό τους φορτίο χάρη στο ευφραντικό αποθησαύρισμα των λέξεων που διασώζουν καθετί χαμένο, κρυσταλλώνοντάς το σε μια άυλη υπόσταση διά της σμίλης της επινόησης.

«Είμαι ένας σκύλος που παριστάνει ότι έχει πεντιγκρί», γράφει ο Μοντιανό στις εισαγωγικές σελίδες. Αν μείνουμε στον τίτλο, θα μείνουμε με την εντύπωση πως το χρονικό το κινητοποιεί η αναζήτηση μιας καλής γενεαλογίας, μιας έγκριτης γενεαλογικής προέλευσης. Με θλιμμένη ειρωνεία το υποτιθέμενο αντικείμενο της αναζήτησης αποσύρεται από την πρώτη κιόλας σελίδα.

Στο Ένα πεντιγκρί οι σελίδες συνυφαίνονται σε ένα αμάλγαμα ονομάτων, στιγμιοτύπων, τόπων, χρονολογιών και οδοσήμων. Οι λέξεις ανασαλεύουν, τη μια στιγμή λιγοθυμισμένες και την άλλη αφυπνισμένες, μες στις αναθυμιάσεις ενός ενθυμητικού αιθέρα, που άλλοτε λιγώνει τον πόνο και άλλοτε ξυπνά την πληγή. Γράφει ο Μοντιανό: «Ο αιθέρας έχει αυτή την περίεργη ιδιότητα να μου θυμίζει τον πόνο, αλλά και να τον εξαφανίζει αμέσως. Μνήμη και λήθη». Μνήμη και λήθη, και ανάμεσά τους ένας πόνος που αρνείται να μεταστοιχειωθεί σε ποίημα. Γιατί αυτό προσδοκούν οι λέξεις, ελπίζουν σε έναν πεποιημένο χρόνο. Ο συγγραφέας αντιστέκεται στη λυρική προσδοκία τους. «[…] εδώ υπήρχε πόνος για το τίποτα, ένας πόνος που δεν μπορούσε καν να γίνει ποίημα».

Η επιδεικτικά σχολαστική καταλογογράφηση ονομάτων και τοπωνυμίων, που ο συγγραφέας φέρει εις πέρας με τον ζήλο ληξίαρχου, έρχεται να συνδράμει το αποδραματοποιημένο βλέμμα. Ο Μοντιανό γράφει για τα πρώτα είκοσι χρόνια της ζωής του σαν να παρατηρεί από το πλάι τη ζωή ενός άλλου, με τον οποίο δεν τον συνδέει κανένας συναισθηματικός δεσμός. Το πρώτο ενικό κυριαρχεί στον αφηγηματικό λόγο, απαλλαγμένο ωστόσο από κάθε επιτονισμό αυθεντίας και αδιαλλαξίας. Το εγώ του αφηγητή υπονομεύει κάθε βεβαιότητα, απορεί και αμφιβάλλει, διαρκώς αναρωτιέται. Όταν, λόγου χάριν, ξαναβρίσκεται σε κάποιο μέρος της μνήμης, αναρωτιέται τι στο καλό γύρευε εκεί. Και τότε αλλά και τώρα.

«[…] η ζωή συνεχιζόταν χωρίς να ξέρω καλά καλά γιατί βρισκόμουν τη μια στιγμή με κάποια συγκεκριμένα άτομα και όχι με κάποια άλλα, σε συγκεκριμένα μέρη και όχι αλλού, και αν η ταινία αυτή ήταν στην πρωτότυπη βερσιόν ή ντουμπλαρισμένη. Σήμερα, μου έχουν μείνει στη μνήμη μόνο σύντομες σεκάνς».

«Αναρωτιέμαι αν όλα αυτά τα νεκρά χρόνια που ανακαλώ στη μνήμη μου εδώ αξίζουν τον κόπο».

Ο Μοντιανό παραβάλλει τη διπλή ταχύτητα της μνήμης του στην ιδιαίτερη κινηματογραφική τεχνική της γραφής του. Ο πρωταγωνιστής ακινητεί σε μια επίπλαστη στασιμότητα, ενόσω πίσω του, στο φόντο, σε ένα σκηνικό σαν ψεύτικο, που μοιάζει με στούντιο, οι σύντομες σεκάνς εναλλάσσονται σε μια αλληλουχία παράλογη όσο και αδιάκοπη. Βραδυκινησία και ίλιγγος, αυτή η αντίστιξη χρονομετρεί τον μνημονικό παραδαρμό. Όλα κυλούσαν ερήμην του, ενόσω ο ίδιος ανέβαλλε να ζήσει τη ζωή του. Κάνει βόλτες στη γειτονιά Πιγκάλ, «όχι και τόσο επαρχιώτικη όσο η Σαιν-Ζερμαίν-ντε-Πρε, και λίγο πιο κακόφημη από τα Ηλύσια Πεδία». Και κάπου εκεί γύρω, «[…] ξεκίνησα, χωρίς καλά καλά να το καταλάβω, να ονειρεύομαι τη δική μου ζωή».

Ονειροπολήσεις και αναμνήσεις, σκιές και οράματα, ένας υπνωτιστικός, ληθαργικός βηματισμός πάνω στον διανυσμένο χρόνο. Η γραφή του Μοντιανό απομιμείται τη ραθυμία του ρεμβασμού, αναλιγώνει μες στην ανάταση της ενατένισης μακρινών τοπίων, αλλά η υποτονικότητά της είναι παρελκυστική. Η μνημονική ανάκληση στον Μοντιανό δεν είναι παραμυθητική διαδρομή, αλλά ισορροπία σε ηλεκτροφόρο καλώδιο. Η ηρεμία των λέξεων απορρέει από επίμοχθη προσποίηση χάριν της αισθητικής. Ο Μοντιανό γράφει με κομμένη την ανάσα. Στις επιλογικές σελίδες, οι λέξεις του ασθμαίνουν σε μια ιλιγγιώδη εναλλαγή κοφτών σεκάνς, αγωνιώντας να ξεκουραστούν στην τελευταία τελεία.

«Θα συνεχίσω να ανασκαλεύω αυτά τα χρόνια, χωρίς νοσταλγία, αλλά με βιάση. Δεν είναι δικό μου λάθος αν οι λέξεις μπερδεύονται. Πρέπει να βιαστώ, αλλιώς θα χάσω το κουράγιο μου».

Οι δύο μορφές που επιστρέφουν επίμονα στο φόντο της σκηνής είναι η μητέρα και ο πατέρας. Ο Μοντιανό γράφει μετά τη συγχώρεση. Δεν θα μπορούσε αλλιώς να γράψει για αυτούς τους γονείς που δεν ήθελαν να έχουν παιδιά. Καμία απολύτως φόρτιση δεν ταράζει τις μορφές τους στο χαρτί. Ούτε θυμός ούτε πόνος. Μόνο ένα ελαφρότατο χιούμορ που σκεπάζει με τακτ τα τετελεσμένα. Ακόμα και μετά την αληθινή τους ζωή, οι γονείς παραμένουν και κατά τη λογοτεχνική τους μετοικεσία περίκλειστοι σε έναν αδιάρρηκτο, απαραβίαστο εγωτισμό. Εμφανίζονται στην πρώτη παράγραφο του βιβλίου, ο Εβραίος πατέρας και η Φλαμανδή μητέρα, για να αποκτήσουν στις 30 Ιουλίου του 1945 τον Πατρίκ Μοντιανό, την ευθύνη του οποίου με κάθε τρόπο αποποιούνται. Οι δύο γονείς ακολουθούν ασύμπτωτες χρονιές, ο ένας ξεχνώντας τον γιο του απορροφημένος καθώς είναι σε ύποπτες δοσοληψίες και συνεργασίες, ενώ η άλλη τον ξεχνούσε γιατί ήταν αφοσιωμένη σε μια καριέρα στο θέατρο, που ποτέ δεν ευδοκίμησε. Οι δυο τους γνωρίστηκαν στο Παρίσι τον καιρό της Κατοχής και γρήγορα θύμωσαν ο ένας στον άλλο.

«Σε περιόδους μεγάλης αναταραχής συμβαίνουν συχνά αναπάντεχες συναντήσεις, κι αυτός είναι ο λόγος που δεν αισθάνθηκα ποτέ νόμιμος γιος, πόσο μάλλον κληρονόμος».

Παρεισδύοντας στο εναρκτήριο άνυσμα της ζωής του, ο Μοντιανό σταχυολογεί στιγμιότυπα σαν λαθρόβιος διαρρήκτης. Κοιτάζει λάθρα από τις ρωγμές του χρόνου, καταζητώντας ένα πρόσωπο, το οποίο δυσκολεύεται να οικειοποιηθεί. Ενδεχομένως για να καταφέρει να διηγηθεί σε πρώτο πρόσωπο την προϊστορία του αυτοειδώλου του, έπρεπε εξαρχής να το υποβάλει στη δοκιμασία της ανοικείωσης. Ίσως μόνο με έναν εαυτό που τον αντικρίζουμε σαν ξένο μπορούμε να συνδιαλεχθούμε. Από την άλλη, ο εαυτός ως ξένος, μεταφέρεται στο πεδίο της λογοτεχνίας υπό τη μορφή αισθητικού ζητήματος. 

«Διάφορα ασήμαντα συμβάντα διαδέχονται το ένα το άλλο και γλιστρούν μέσα από τα δάχτυλά μας σχεδόν χωρίς ν’ αφήνουν ίχνη. Έχει κανείς την εντύπωση ότι δεν μπορεί ακόμη να ζήσει την πραγματική του ζωή και ότι είναι λαθρεπιβάτης. Απ’ αυτή τη λαθραία ζωή, ξανάρχονται στη μνήμη μου μερικά ξέφτια».

Το πικρότερο βλέμμα, συνάμα το πιο συμπονετικό, ο γιος το επιφυλάσσει στον πατέρα του. Ήδη στην πρώτη παράγραφο αναρωτιέται τι άραγε να σήμαινε για εκείνον το γεγονός ότι ήταν Εβραίος στην κατοχική Γαλλία. Η σκληρότητά του, η αδιαφορία του, η ανερμάτιστη αυταρχικότητά του, οι έκτυπες μειονεξίες του ως πατρικής φιγούρας, στοιχίζονται με την εβραϊκή του ταυτότητα. Ο Μοντιανό δεν ψάχνει για άλλοθι. Άλλωστε, όπως ο ίδιος ομολογεί, ποτέ δεν του θύμωσε. Όταν φέρνει στον νου του τον πατέρα του, παραμερίζει το δυσάρεστο για να σταθεί στο δυσεξιχνίαστο, σε αυτό που του φαίνεται μυστήριο και σκοτεινό και γι’ αυτό ενδιαφέρον. Αναρωτιέται πώς να ένιωθε μέσα στην κλούβα, όταν τον συνέλαβαν τον Φεβρουάριο του 1942 και αργότερα, τον χειμώνα του 1943. Αναρωτιέται αν αισθανόταν τον φόβο του κυνηγημένου ζώου, «επειδή κάποιος τον κατέταξε σε μια συγκεκριμένη κατηγορία θηράματος». Αναρωτιέται ποιο Ελντοράντο αναζητούσε στα βάθη της μαύρης αγοράς. Αναρωτιέται γιατί δεν μπορούσε να βρει τις λέξεις για να εκμυστηρευτεί στον γιο του τα σκοτάδια της συναρπαστικής του ζωής· γιατί ήταν πάντα τόσο απρόθυμος να δώσει εξηγήσεις, τις ελάχιστες απαντήσεις. «Είναι άραγε απαραίτητο να αναρωτιέμαι;»

Η μητέρα του φαίνεται πολύ λιγότερο ενδιαφέρουσα. «Ήταν ένα όμορφο κορίτσι με στεγνή καρδιά». Στο βιβλίο εμφανίζεται σαν μια μορφή που ολοένα απομακρύνεται, χρεοκοπημένη, απισχνασμένη από τις περιστάσεις. Κάποτε είχε ένα σκυλί που το παρατούσε εδώ κι εκεί, όπως θα έκανε αργότερα και με τον γιο της. Το σκυλί «αυτοκτόνησε πηδώντας από το παράθυρο». Ο Μοντιανό δεν της κρατάει κακία, παρ’ όλα αυτά κρατάει αποστάσεις. «Την έβλεπα σπανίως. Δεν θυμάμαι καμιά πραγματικά τρυφερή ή προστατευτική χειρονομία εκ μέρους της. Μπροστά της ένιωθα πάντα λίγο σε επιφυλακή».

«Μερικές φορές, σαν σκύλος χωρίς πεντιγκρί που τον άφησαν πολύ καιρό μόνο του, αισθάνομαι την παιδιάστικη παρόρμηση να γράψω στο χαρτί, με κάθε λεπτομέρεια, αυτά που μ’ έκανε να υποστώ εξαιτίας της σκληρότητάς της και της ασυνειδησίας της. Σιωπώ. Και τη συγχωρώ. Όλα αυτά είναι τόσο μακρινά τώρα…» Και εκείνος ο σκύλος της, δεν υπάρχει εδώ και πολύ καιρό.

«Αυτός ο σκύλος εμφανίζεται σε κάνα δυο φωτογραφίες και πρέπει να ομολογήσω ότι με συγκινεί πάρα πολύ και ότι αισθάνομαι μια βαθιά συγγένεια μαζί του».

«Είμαι ένας σκύλος που παριστάνει ότι έχει πεντιγκρί», γράφει ο Μοντιανό στις εισαγωγικές σελίδες. Αν μείνουμε στον τίτλο, θα μείνουμε με την εντύπωση πως το χρονικό το κινητοποιεί η αναζήτηση μιας καλής γενεαλογίας, μιας έγκριτης γενεαλογικής προέλευσης. Με θλιμμένη ειρωνεία το υποτιθέμενο αντικείμενο της αναζήτησης αποσύρεται από την πρώτη κιόλας σελίδα. Το συγγραφικό εγώ προβάλλει καταβυθισμένο σε έναν σωρό αναμνηστικών ψηφίδων, ετερογενών και αυτοαναφορικών, οι οποίες αντανακλούν αποσπασματικά το πρόσωπό του. Ο Μοντιανό δεν ενδιαφέρεται καθόλου να διερευνήσει την ιδιοσυστασία της αυτοπροσωπογραφίας του σε συνάρτηση με καταγωγικές νομοτέλειες. Με όλη την ευγένεια και τη συστολή της φιλαυτίας του υπονοεί πως το δικό του πεντιγκρί επαφίεται στις ατομικές του δυνάμεις και δυνατότητες, καθώς μόνον εκείνος έχει τη δικαιοδοσία να το απονείμει στον εαυτό του. Ούτε νόμιμος γιος, ούτε κληρονόμος, συνεπώς ένας γιος απαλλαγμένος από γενεαλογικά άγη και κλέη. Το ιζηματώδες υπέδαφος όπου εκκολάφθηκε η ύπαρξή του, δεν είναι παρά ένα «ευτελές κράμα», στο οποίο αδίκως κανείς θα έψαχνε για ρινίσματα χρυσού. «Αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό· σ’ ετούτο το χώμα –ή την κοπριά- φύτρωσα».

Η τελευταία παράγραφος αποκαλύπτει αυτό που ήδη ξέρουμε, πως αυτή η ελλειπτική, αφαιρετική και εν πολλοίς ονειρώδης αυτοβιογραφία δεν είναι παρά το χρονικό μιας προαναγγελθείσας νίκης. Ένα απόγευμα του Ιουνίου του 1967, ο Μοντιανό μαθαίνει πως θα εκδοθεί το πρώτο του βιβλίο. «Εκείνο το βράδυ, αισθάνθηκα ανάλαφρος για πρώτη φορά στη ζωή μου. Η απειλή που κρεμόταν πάνω μου όλα αυτά τα χρόνια, που με κρατούσε σε διαρκή αγωνία, διαλύθηκε μέσα στον αέρα του Παρισιού. Άνοιξα πανιά πριν βυθιστεί το σαρακοφαγωμένο σκαρί. Ήταν καιρός».

Αν για τα πρόσωπα που στροβιλίστηκαν στον περίγυρο της εφηβικής του ζωής, ο Μοντιανό εκδηλώνει μια περιέργεια που δείχνει ακόμη άσβεστη, τους γονείς τους τούς πλησιάζει με προσοχή, διστακτικά, διανύοντας επιφυλακτικά τις αποστάσεις (ασφαλείας) που χάραξε ο χρόνος. Συναντώντας τους ξανά μέσα στον άπλετο, αφύλαχτο χωροχρόνο της μνήμης, φοβάται μήπως διαταράξει τη σιωπή τους, γιατί γνωρίζει πως δεν έχει το δικαίωμα να αφηγηθεί ιστορίες που ποτέ δεν του εξιστόρησαν. Κάποιες στιγμές ακόμα και η φαντασία, ακόμα και αν σπαράζει για το άδηλο και το ανείπωτο, οφείλει να αυτολογοκρίνεται.

«Δεν πρέπει […] να μιλάμε για λογαριασμό των άλλων, και πάντοτε ένιωθα αμηχανία όταν διέκοπτα τις σιωπές, ακόμη κι όταν με πλήγωναν».

«Η μητέρα και ο πατέρας μου δεν ανήκαν σε κανέναν σαφώς προσδιορισμένο κύκλο ανθρώπων. Τόσο σκόρπιοι, τόσο ανερμάτιστοι, που αγωνίζομαι να βρω κάποια ίχνη, κάποια σταθερά σημεία μέσα σ’ αυτή την κινούμενη άμμο, σαν αυτούς που προσπαθούν να συμπληρώσουν με γράμματα μισοσβησμένα μια ληξιαρχική πράξη ή τα προσωπικά στοιχεία σ’ ένα ερωτηματολόγιο».

Ο Μοντιανό δεν παραχωρεί ούτε ίχνος από τη γλωσσική του ευαισθησία στην εκβιαστική συναισθηματική επαιτεία του μελοδραματισμού. Η γραφή του παραμένει ασυγκίνητη, αντιδραματική, περίτεχνα απεριποίητη, επιπόνως αστόλιστη, διατηρώντας αριστοτεχνικά την εύθραυστη αποστασιοποίησή της. Στην πρόδηλη καταστολή του συναισθήματος σοβεί η απειλή της έκρηξης· απειλή, βέβαια, που ουδέποτε υπερβαίνει την υπόνοια. Η αβρότατη ειρωνεία είναι σαν να απευθύνει ένα νεύμα καταλλαγής στη γιατρεμένη οδύνη. Το συγκινησιακό φορτίο της γλώσσας φυλάσσεται στις αποσιωπήσεις. Μέσα από αυτές τις πεφυλαγμένες αποκρύψεις αποστάζονται οι λέξεις στις σελίδες.

Εκείνο που κυρίως δυσκολεύει τις μνημονικές ανακλήσεις δεν είναι τόσο οι δυστυχίες που ανακαλούν, όσο η ίδια η ματαιότητα των αναδρομών, οι οποίες σκιαμαχούν με την ερμητικότητα του παρελθόντος. Σαν να θέλει να αναμετρηθεί καταμέτωπο με την αγωνία της ματαιοπονίας της, η γραφή του Μοντιανό αποδελτιώνει και αρχειοθετεί με αυτοσαρκαστικό σχολαστικισμό τον χαμένο χρόνο, σωρεύοντας κάθε λογής πλεοναστικές λεπτομέρειες, ονοματεπώνυμα προσώπων που πηγαινοέρχονται ανάμεσα στις χρονολογίες χωρίς κανέναν ειρμό, συναντήσεις, συναλλαγές, μυστικοσυμβούλια, μετακινήσεις, μετακομίσεις, ονόματα πόλεων, οδών και σταθμών· ένα σκηνογραφικό συνονθύλευμα όπου κρύβονται πολύτιμα κοιτάσματα, που όμως πρέπει να μείνουν ανέγγιχτα, καλά φυλαγμένα μες στο επουσιώδες. Ο συγγραφέας φαίνεται σαν να πασχίζει να κρατηθεί από τα πιο στέρεα σημεία αναφοράς για να μην παρασυρθεί στις φρεναπάτες της μνήμης, όπου βυσσοδομούν σκιές και φαντάσματα.

Αίφνης διαβάζουμε: «Τον Φεβρουάριο του 1957 έχασα τον αδερφό μου». Υπάρχουν γεγονότα που ούτε η μνήμη ούτε η λήθη μπορούν να αντιπαλέψουν. Οι λέξεις απλώς τα μαρτυρούν. Όχι από ηθικό χρέος, αλλά από καθαρή αδυναμία. Ο Μοντιανό δεν θα γράψει τίποτα περισσότερο για αυτή την απώλεια. Έπειτα από την κατάθεση της ληξιαρχικής πράξης θανάτου του αδερφού του σε μία και μόνο πρόταση, του αρκεί να προσθέσει: «Εκτός από τον αδερφό μου τον Ρουντί, εκτός από τον θάνατό του, πιστεύω ότι τίποτε άλλο απ’ όσα αναφέρω εδώ δεν με αφορά ουσιαστικά. Γράφω αυτές τις σελίδες όπως θα ’γραφε κανείς μια αναφορά ή ένα βιογραφικό, ως αποδεικτικό στοιχείο και αναμφίβολα για να τελειώνω με μια ζωή που δεν ήταν η δική μου. Είναι μόνο μια απλή ταινία με γεγονότα και χειρονομίες. Δεν έχω τίποτα να εξομολογηθώ ή να ξεκαθαρίσω και δεν έχω καμία διάθεση ενδοσκόπησης και αυτογνωσίας. Αντίθετα, όσο πιο σκοτεινά και μυστηριώδη παρέμεναν τα πράγματα, τόσο πιο ενδιαφέροντα μού φαίνονταν».

Διαπλέοντας ανάστροφα τον ρου του χρόνου, ο Μοντιανό διακρίνει στην αντίπερα όχθη πρόσωπα θολά που ψυχομαχούν «μέσα στην κρύα νύχτα της λήθης». Σκιές που μάλλον θα υπέμειναν έναν βίαιο θάνατο. Σκιώδεις περαστικοί, «ύποπτοι ταξιδιώτες που διασχίζουν την αίθουσα του σιδηροδρομικού σταθμού», πρόσωπα φαντάσματα που φεύγουν προς κάποιον αδιευκρίνιστο προορισμό, παγιδευμένα εσαεί «μέσα στο χάος και τη σύγχυση του παρόντος τους». Ό,τι απέμεινε είναι τα ονόματά τους· οτιδήποτε άλλο από την ύπαρξή τους χάθηκε στον άνεμο. Διότι «[…] τα ονόματα αποχωρίζονται τελικά από τους φτωχούς θνητούς που τα έφεραν και λάμπουν στη φαντασία μας σαν αστέρια μακρινά».

Τα πρόσωπά τους, όμως, «έμειναν βαθιά θαμμένα στη σκιά, μαζί με τη μυρωδιά τους, μυρωδιά σάπιου δέρματος».

«Όσο προχωράω με αυτή τη λίστα ονομάτων, κάνοντας προσκλητήριο σε ένα άδειο στρατόπεδο, το κεφάλι μου γυρίζει και η ανάσα μου κόβεται όλο και πιο πολύ».

«Ίσως όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που τους συνάντησα κατά τη δεκαετία του 1960 και δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να τους ξαναδώ, συνεχίζουν να ζουν σ’ ένα παράλληλο σύμπαν, απόρθητο από τον χρόνο, με τ’ αλλοτινά τους πρόσωπα. Το σκεφτόμουν αυτό πριν λίγο, σ’ έναν έρημο δρόμο, κάτω από τον ήλιο».

Περιτριγυρισμένος από μορφές φασματικές, ο Μοντιανό περπατάει στους έρημους δρόμους του Παρισιού, κάτω από τον ήλιο. Στις αναμνήσεις του είναι πάντα καλοκαίρι. Τα αποκαρωμένα από τη θερινή νάρκη βήματά του βούλιαζαν σε έναν ρευστό, ανάερο χωροχρόνο. Την εγρήγορση του βλέμματος πολεμούσαν σταθερά η εξάντληση της αγρύπνιας, οι μεθυστικές φωτοσκιάσεις των ονειροπολήσεων. Κάτω από τον ήλιο, η διαύγεια έγερνε προς την παραίσθηση. Ο χρόνος διαστελλόταν και τα τοπία συστρέφονταν μέσα σε ψευδαισθητικές παραμορφώσεις. «Περνούσα τις μέρες μου στη Μονμάρτρη σε ένα είδος ονείρου σε εγρήγορση».

«1963.1964. Τα όρια ανάμεσα στα χρόνια συγχέονται. Μέρες που κυλούν αργά, μέρες βροχής… Ωστόσο, μερικές φορές ήμουν σαν υπνωτισμένος, και δραπέτευα απ’ αυτή την κατήφεια, αυτό το μείγμα μέθης και λήθαργου, όπως όταν περιπλανιέται κανείς στους δρόμους την άνοιξη, μετά από μια νύχτα δίχως ύπνο».

Στο ημίφως των κοιτώνων των οικοτροφείων, σε καφέ, σε εστιατόρια, σε πάρκα, σε νυχτερινά τρένα, σε άγνωστα διαμερίσματα, σε εφήμερα καταφύγια, στη Μονμάρτρη, στην Αριστερή Όχθη, σε δρομάκια που οδηγούν ολόισια στον Σηκουάνα, σε επαρχιακές πόλεις, ο Μοντιανό φαντασιώνεται το ξεκίνημα της ζωής του. «Και πάντα αυτή η ελαφριά μέθη ανάμεικτη με υπνηλία, μέσα στους δρόμους του καλοκαιριού, όπως μετά από μια άγρυπνη νύχτα».

«Οι θόρυβοι και οι φωνές έσβηναν σε μια ηχώ», ενόσω το φως της πόλης κατάκαιγε τους δρόμους. «Η μυρωδιά της σκιάς και της βενζίνης. Το ημίφως». «Σκιά και ήλιος στο πεζοδρόμιο». «Κάτω από τον ήλιο του καλοκαιριού, μυρωδιά από γρασίδι και άσφαλτο».

Περιδιαβάζοντας τις γειτονιές του Παρισιού, ο Μοντιανό χαρτογραφούσε την προσωπική του, ιδιόχειρη μυθολογία, τη βιωματική του μυθοπλασία. Με τη σύντηξη των αισθήσεων αναδυόταν στο βλέμμα μια καινοφανής, κατάφλεκτη τοπιογραφία.

«Ανάμεσα στα σημεία αναφοράς της ζωής μου, τα καλοκαίρια θα μετράνε πάντα, ακόμη κι αν καταλήγουν να συγχέονται, εξαιτίας του αιώνιου μεσημεριού τους».

Αν ο Μοντιανό κατάφερε να εγγράψει στη λογοτεχνία του τους δρόμους του Παρισιού, είναι επειδή η λογοτεχνία τού αποκάλυψε από νωρίς την ανύποπτη ρυμοτομία της πραγματικότητας, την πολεοδομία του βιωμένου χώρου. Χάρη στα βιβλία ανακάλυψε «τον φανταστικό χαρακτήρα των δρόμων». Σε ένα από τα οικοτροφεία όπου εσωκλείστηκε η παιδική και η εφηβική ηλικία του, ένας ιερέας του πρότεινε να διαβάσει το μυθιστόρημα του Φρανσουά Μωριάκ Les chemins de la mer (Οι δρόμοι της θάλασσας). Ενδεχομένως είχε διαισθανθεί την ανάγκη του αγοριού να επινοεί τους δρόμους που ονειρευόταν να περπατήσει. Ένα βράδυ, μερικά χρόνια αργότερα, ο δεκαεφτάχρονος Μοντιανό δραπετεύει από ένα άλλο οικοτροφείο στο Μπορντώ και μέσα στο νυχτερινό τρένο για το Παρίσι μετανιώνει που δεν είδε καλύτερα την πόλη των Δρόμων της θάλασσας του Μωριάκ. Θα του ήταν αδύνατον τότε να φανταστεί πως κάποτε (το 2014) θα βραβευόταν και εκείνος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, με το οποίο είχε τιμηθεί ο Μωριάκ το 1952.

Αξίζει να παρατηρήσουμε στο παρακάτω αφηγηματικό ψήγμα, στην επιτήδεια αλληλοδιαδοχή των τηλεγραφικών φράσεων, πώς οι δρόμοι διαπερνούν τις σελίδες: «Το Δάσος της Βουλόνης. Ανακαλύπτω Το ταξίδι στην άκρη της νύχτας του Σελίν. Απολαμβάνω να περπατάω μόνος στους δρόμους του Παρισιού».

Όταν αναθυμάται τις ευφορικές διαφυγές του σε ένα αγαπημένο καταφύγιο, σε ένα σπίτι στο Σαιν-Λο όπου συχνά επέστρεφε, ο Μοντιανό δεν ξεχνά τους λογοτεχνικούς του τρόπους. Ο τόπος είναι ουτοπία, η πόλη αλληγορία. «Η πόλη που ονόμαζαν “πρωτεύουσα των ερειπίων” είχε ισοπεδωθεί από τους βομβαρδισμούς κατά την απόβαση στη Νορμανδία και πολλοί από τους επιζώντες έχασαν κάθε ίχνος και κάθε απόδειξη για την ταυτότητά τους».

Ως επιζήσας της παιδικής του ηλικίας αλλά και συλλέκτης των αποδεικτικών τεκμηρίων της ύπαρξής του, ο Μοντιανό έχει κάθε λόγο να επιστρέψει για ακόμη μία φορά στο Σαιν-Λο.

Στην επαρχία, στο Σαιν-Λο, «ήταν ακόμη η εποχή όπου όλα τα όνειρα και οι νυχτερινές βόλτες κατέληγαν μπροστά στον σταθμό απ’ όπου έφευγε το τρένο για το Παρίσι».

Έχει κανείς την αίσθηση πως καθετί που ακουμπά το βλέμμα του Μοντιανό μεταμορφώνεται σε λογοτεχνία, ακόμη και τα χαρτονομίσματα. Η γραφή του, απαλλαγμένη πια από βιοτικές μέριμνες, μετατρέπει τη μόνιμη αγωνία που του προκαλούσε εκείνο τον καιρό η έλλειψη χρημάτων, σε ανθολόγημα λογοτεχνών. Ο νεαρός Μοντιανό επιβίωνε στο Παρίσι με χαρτονομίσματα των πέντε φράγκων που έφεραν την εικόνα του Βικτόρ Ουγκό και σπανιότερα με χαρτονομίσματα των πενήντα φράγκων όπου εικονιζόταν ο Ρακίνας. Ωστόσο, η δοσοληψία αυτοσυντήρησης και λογοτεχνίας ήταν αμφίδρομη. Για ένα διάστημα η μεταπώληση κλεμμένων βιβλίων τού εξασφάλιζε μερικά χαρτονομίσματα.

Ακόμα και όταν μιλάει για την αλλοτινή του ένδεια, ο Μοντιανό φροντίζει να είναι διακριτικός με τον αναγνώστη του και ξεγλιστρώντας από την κοινοτοπία και τον δυνάμει συναισθηματισμό της ανέχειας, επιστρέφει και πάλι στη λογοτεχνία. Η συγγραφική του αξιοπρέπεια τον παρωθεί να απολογηθεί για την αναφορά παθών που έχουν προ πολλού θεραπευτεί, με την επίκληση ενός ομοιοπαθούς ομότεχνου.

«Ας μη μου θυμώσει κάποιος για τέτοιες λεπτομέρειες, αλλά μου προκάλεσαν έγνοιες, που όμως μου έφυγαν γρήγορα, γιατί πίστευα στα θαύματα κι έχανα τον εαυτό μου μέσα σε όνειρα σαν κι αυτά που έκανε ο Μπαλζάκ, ν’ αποκτήσω περιουσία».

Η σχολαστική αποδελτίωση του χαμένου χρόνου, η μεθοδική συλλογή και συσσώρευση ντοκουμέντων, εγγράφων, φωτογραφιών και παντοειδών αποδεικτικών στοιχείων, δεν αρκούν για να στοιχειοθετήσουν μια ζωή. Η ζωή τεκμαίρεται σε χρόνο αόριστο και στο πρώτο ενικό πρόσωπο. Μπορεί να νοηθεί μόνο εκ των υστέρων, επέκεινα του σαρωτικού παρόντος. Ή και εκ των προτέρων, αν κανείς θελήσει να τη φανταστεί μόνο και μόνο για να εξαπατηθεί. Εν ολίγοις, η ζωή εγγράφεται στη σκέψη εκείνου που την έζησε και την ονειρεύτηκε. Κάθε αυτοβιογραφία είναι μια νοητική κατασκευή. Σε καμία περίπτωση, αποδεικτικό στοιχείο.

«Μερικές φορές, θα ήθελα να γυρίσω πίσω και να ξαναζήσω αυτά τα χρόνια καλύτερα απ’ ό,τι τα έζησα. Πώς όμως;»

Σίγουρα όχι γράφοντας βιβλία, γιατί οι λέξεις πάσχουν από αμνησία, εγκυμονούν πλάνες, διαπρέπουν στην παραχάραξη, ενώ επίσης ρέπουν στην πολυσημία,  και ο Μοντιανό αρνείται στη γραφή του να υποπέσει στην οίηση του εξωραϊσμού, πολλώ δε μάλλον στην αυταπάτη της αντικειμενικότητας. Η ελάχιστη συγγραφική παραχώρησή του διαφαίνεται στην αμφίβολη πίστη του πως η αφηγημένη ανάμνηση δεν είναι εξ ορισμού επινόηση.

«Κι όμως, η ζωή μου δεν ήταν ακριβώς αυτή», γράφει στην τελευταία σελίδα.

Μπορεί πράγματι η ζωή να μην είναι ποτέ, αλλά η λογοτεχνία μπορεί να είναι, όπως στις σελίδες του Πατρίκ Μοντιανό, ένα κομψοτέχνημα ύφους, μια μινιατούρα ατόφιας ομορφιάς. 

 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular