Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

«Οι δρόμοι της Αθήνας μού θυμίζουν τα ζευγάρια παπούτσια που έχω φορέσει στη ζωή μου. Ορισμένοι είναι στενοί, άλλοι γλιστράνε, κάποιοι μ’ ενθουσιάζουν, άλλοι θέλουν μπαλώματα και μερικοί με ταξιδεύουν πολύ πίσω».

Ένας αλλόκοτος περίπατος. Μια παράξενη διερεύνηση της αθηναϊκής πολεοδομίας, σίγουρα εσωστρεφής, που όμως επιζητά την εξωστρέφεια, τη συνάντηση. Ένα σεργιάνισμα στην αστική τοπιογραφία, που ιχνηλατεί ονειρικές διαδρομές. Εντέλει, μια βόλτα στην Αθήνα του σήμερα, αλλά και πολύ πιο πέρα. Τα ονόματα των οδών τα ξέρουμε, οι γειτονιές φαίνονται γνώριμες, η όψη των σπιτιών είναι εγχαραγμένη στο βλέμμα μας, οι άνθρωποι επίσης, τους έχουμε ξανασυναντήσει, τους έχουμε προσπεράσει, η πικρία, η κούραση και η οργή, που κουβαριάζονται στο βήμα τους, σκαρφαλώνοντας προς τις σφιγμένες τους ωμοπλάτες, φορτίζουν και τους δικούς μας ψυχισμούς. Όμως ο περιπατητής των σελίδων ανήκει μάλλον σε έναν κόσμο νουάρ παρά στην αθηναϊκή ρυμοτομία. Μοιάζει να υποδύεται τον εαυτό του με την ελπίδα να παρεισδύσει κάποτε στο έργο, που θα τον αποθεώσει. Η ματιά του διαλέγεται με τοπία και πρόσωπα, φιλτραρισμένη μέσα από την υφολογία της νουάρ φιλμογραφίας και λογοτεχνίας. Καθώς διέρχεται από παραμελημένες πολυκατοικίες, τσακισμένα πεζοδρόμια, λυμφατικά δενδρύλλια, νεοκλασικά ρημαγμένα από άσχημα γηρατειά και σπαράγματα ανθρώπινων δραμάτων, που σβήνουν μες στη λήθη της πόλης, ξεδιπλώνει την ιδιωτική, αντιηρωική του μυθοπλασία, νιώθοντας, παρ’ όλα αυτά, «ήρωας νεοελληνικού νουάρ, χωρίς πλοκή, χωρίς μοιραίες γυναίκες, χωρίς κοινό. Επειδή, όμως, για το κοινό δεν ήμουν και απόλυτα σίγουρος, έστρωσα το μαλλί με το δεξί μου χέρι».

Ο Παύλος Καρτίνης αποζητά το χειροκρότημα, αλλά η αυταρέσκειά του δεν είναι ενδοτική σε αυταπάτες. Έχει επίγνωση πως οι θεατρινισμοί του θα καταλήξουν στην καλύτερη περίπτωση σε φάρσα και στη χειρότερη σε πανωλεθρία. Η γελοιότητα παραμονεύει στο τέλος. Ένα στραβοπάτημα, ένα γλίστρημα, μια επιπόλαιη χειρονομία, αρκούν για να καταντήσεις «προδομένος και περίγελος των πάντων». Οι άγνωστοι συνοδοιπόροι του στην Αθήνα είναι και αυτοί «ακροβάτες στο ίδιο τσίρκο, χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Και όταν κάποιος από μας δεν αντέχει το απαιτητικό κοινό και βουτά στο κενό, ίσα που στεκόμαστε λίγο για να κοιτάξουμε κάτω, κι έπειτα συνεχίζουμε τα ακροβατικά μας. Ρισκάρουμε τα πάντα για λίγο χειροκρότημα. Και δεν βλέπουμε ότι μέσα στις παλάμες τους μας συνθλίβουν σαν τα έντομα που τα σκοτώνουν στον αέρα».

Η σκηνοθεσία επιδέξια, τα ακροβατικά επίσης, όχι όμως τόσο που να εξουδετερώνουν τις νάρκες της πραγματικότητας. Ο αφηγητής μπορεί να αποδύεται σε ένα «ατάλαντο ηθοποιηλίκι», μηρυκάζοντας «ανόητες ατάκες», μετατρέποντας την περιοριστική «γεωμετρία των ανθρώπινων συναντήσεων» σε ανοιχτό θεατρικό δρώμενο,  μπορεί να φαντασιώνεται ότι καβαλάει το άλογο του Κολοκοτρώνη στη Σταδίου καλπάζοντας προς μάχες ιδιωτικές, μπορεί να ακούει μες στη σιωπή του εργένικου διαμερίσματός του, όπου τις φωτοσκιάσεις επιμελείται το πιάνο του Thelonious Monk, τον διακόπτη του θερμοσίφωνα να αντηχεί «σαν σήκωμα κόκορα εξάσφαιρου σε ασπρόμαυρο γουέστερν» και τα σιδερικά στα καροτσάκια των μεταναστών να βροντούν σαν μπάντα, που σφυροκοπά στην άσφαλτο το «ελληνικό χέβι μέταλ», μπορεί πράγματι κάποια απογεύματά του να τελειώνουν με τρόπο κινηματογραφικό, δηλαδή, σε ένα συνοικιακό dvd-club, αλλά κανένα ξεγέλασμα δεν πιάνει απέναντι στην αληθινή ζωή. Δεν υπάρχει κανένα κόλπο για να αναβληθεί η αναμέτρηση μαζί της. Οι πληκτικές και εξουθενωτικές εργάσιμες ώρες υποσκελίζουν τις στιγμές της ονειροπόλησης, καταποντίζοντάς τις σε μια αίσθηση ταπείνωσης. Το επιτακτικό υπερνικά σταθερά το επιθυμητό. Η τελευταία φράση των παραμυθιών, επαγγελία μιας συμπαντικής ευτυχίας («και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα»), παραμένει αμετάφραστη στη ζωή. Στην κατακλείδα τής εν λόγω αθηναϊκής ιστορίας το μόνο που μπορεί να ελπίζει ο ήρωάς της είναι να ζήσει λίγο καλύτερα από τους άλλους, που δεν ζουν καλά. «Διότι, μη νομίζεις: Και τα παραμύθια ξεθωριάζουν όταν ένας ήρωας δειλιάζει, χάνουν το νόημα της ύπαρξής τους και μεταμορφώνονται σε βαρετά μεσημέρια, καταδικασμένα στη λήθη και έτοιμα να εκδικηθούν».

Η πόλη σφύζει από ένα εξαιρετικά επείγον «τώρα», που παραμερίζει ανήμερο και αγχώδες τον μέλλοντα χρόνο της προσδοκίας. Ο αφηγητής αντιστέκεται στην αρπάγη της στιγμής και βραδυπορώντας σε δρόμους διάστικτους με ανυπόμονους βηματισμούς, αφήνεται να χαθεί στις ατραπούς των παρορμήσεών του. Σαν ένα σκάνδαλο στην αμείλικτη χρονική ροή («Ποιος δίνει σημασία στο ημερολόγιο όταν όλα γύρω γκρεμίζονται με πάταγο;»), δολιχοδρομεί ακολουθώντας τα οδόσημα των συνειρμών και των επιθυμιών του, καθυστερώντας την επιστροφή στα λιγοστά τετραγωνικά της αφετηρίας του. Διότι τότε θα μετρά «ήδη μια μέρα λιγότερη». Όλοι, άλλωστε, βραδυκίνητοι και γοργοπόδαροι, θα καταλήξουν νομοτελειακά στον αθέλητο προορισμό τους. Το δικό του χρονόμετρο είναι τα ανέστια βήματά του, που τον περιφέρουν στην πόλη, που τον επιστρέφουν και τον απομακρύνουν από τους τόπους και τα πρόσωπα των ονείρων του. «Το να μιλάς για τόπους και πρόσωπα είναι ένας ακόμα τρόπος να μιλάς για το χρόνο. Οι δρόμοι της Αθήνας είναι οι δικές μου κλεψύδρες».

Βέβαια, ο ένοικος του Ενυδρείου αντιλαμβάνεται πως όσο ελεύθερες και αν είναι οι κινήσεις του στην πόλη, την οποία γεωμετρεί αυτοσχεδιάζοντας, ελέγχονται αφανώς από υποδείξεις τρίτων, στους οποίους ποτέ δεν θέλησε να αντιταχθεί. Αυτοί οι σκιώδεις ελεγκτές είναι στην πραγματικότητα οι σηματωροί στον αστικό του διάπλου. Κλεισμένος σαν ψάρι σε γυάλα, που αγνοεί τις διαστάσεις της, καταφέρνει και ξεγλιστρά, υποταγμένος σε μια ανακλαστική αεικινησία, ξέροντας, όμως, πως κάπου εκεί γύρω καιροφυλακτεί το αγκίστρι. «Σιγά σιγά, σχεδόν χωρίς να το καταλάβω, δημιουργήθηκε γύρω μου, σαν δίχτυ, ένα αόρατο κοινό που έσκυβε από πάνω μου και αφαιρούσε με νυστέρι κάθε στιγμή που επιθυμούσα πολύ».

Ωστόσο, ο ήρωας του Γιώργου Κουτσούκου, ένας ήρωας, η δειλία του οποίου αποτρέπει τα θαύματα των παραμυθιών, δεν έχει ακόμα αποθαρρυνθεί. Με το χιούμορ για σωσίβιο επιπλέει στην επιφάνεια της αβύσσου. Εξακολουθεί να «ζουζουνίζει» σαν έντομο ανάμεσα σε παλάμες-συμπληγάδες, ανίκανο να προφυλάξει τη βραχύβια ύπαρξή του, αλλά και αρκετά ανάλαφρο για να πετάει. Υποδέχεται, λοιπόν, την κάθε ημέρα σαν παιχνίδι με απρόβλεπτη έκβαση, κρατώντας αποστάσεις τόσο από την ηττοπάθεια όσο και από την αισιοδοξία, άλλοτε απολαμβάνοντας μικρούς αναπάντεχους θριάμβους και μερικά κερδισμένα στοιχήματα και άλλοτε περιγελώντας την επιμονή της κακοτυχίας. Ο κυνισμός του είναι το νευραλγικό στοιχείο της θεατρικής του σκευής, ένα υποδόριο κοστούμι με το οποίο ανεβαίνει κάθε φορά στην αυτοσχέδια σκηνή του, κάθε φορά, δηλαδή, που κατεβαίνει στον δρόμο. Εκεί οι καγχασμοί που επιφυλάσσει στην κοινοτοπία της καθημερινότητας, κουκουλώνονται σε έναν μανδύα παλιομοδίτικου ρομαντισμού, το δόλωμα για τα θηράματά του. Ο Παύλος Καρτίνης είναι ένας ρομαντικός, που κάνει βόλτες στην Αθήνα αναζητώντας την ιδεατή αγαπημένη. Στην ονειροφαντασία του η συνάντησή τους θα γίνει υπό βροχή, ίσως σε έναν άγνωστο δρόμο, ίσως πάλι στο δωμάτιό του, στην εκπνοή ενός ονείρου, που θα τον ξυπνήσει «με σταγόνες στο μέτωπο»· η βροχή θα πέφτει ορμητικά πάνω τους, τυφλώνοντάς τους, αλλά δεν θα έχει σημασία, καθώς ένα μόνο άγγιγμα θα φτάσει για να αναγνωρίσει ο ένας την άλλη και να ζήσουν το ρομάντζο τους στην αιωνιότητα. Μέχρι τότε ο Καρτίνης θηρεύει θνητές, άνυδρες υπάρξεις, γυναίκες, που περπατούν μόνες στον δρόμο, ρίχνοντας σαν πετονιά στα πόδια τους ένα άδειο πορτοφόλι, αδημονώντας να τις ευχαριστήσει για την ευγένειά τους να του το επιστρέψουν.

Βέβαια, οι ευεργέτιδές του δεν είναι πάντοτε πρόθυμες να συμμετάσχουν σε αυτή την «παντομίμα της έκπληξης». Ιδίως από τη στιγμή που οι ευχαριστίες για την επιστροφή του πορτοφολιού συνοδεύονται από μια μαντική της πλάκας. Διότι ο Καρτίνης «νιώθει» τη θλίψη των θυμάτων του και αφήνει να εννοηθεί πως έχει κάθε διάθεση να την απαλύνει. Οι αντιδράσεις των γυναικών στην επιτόπια διάγνωση της θλίψης τους κυμαίνονται από την ειρωνεία και τον εκνευρισμό μέχρι τη συγκατάβαση και την πλήρη αποδοχή της πάθησής τους. Και αυτές είναι οι πιο επικίνδυνες, όπως, για παράδειγμα, η γυναίκα στην Υμηττού με τον χαρακωμένο καρπό. Ο σκορπιός όταν απειλείται από φωτιά αυτοκτονεί και εκείνη ένιωθε την πόλη να την περικυκλώνει σαν «φωτιά που δεν λέει να σβήσει». Ο Καρτίνης συνειδητοποιώντας την αποτυχία της συγκεκριμένης διανομής για το ερωτικό του μονόπρακτο, βιάζεται να αποσυρθεί για να μην καεί. «Πολλοί σε τέτοιες περιπτώσεις την πατάνε από τις αναθυμιάσεις και όχι από την ίδια τη φωτιά».

Ωστόσο, δεν είχαν όλες δηλητηριαστεί από τις αναθυμιάσεις της δυστυχίας στην πόλη. Κάποιες γυναίκες ανταποκρίνονται στην παιγνιώδη πρόκληση του νεαρού αγνώστου και αναδαυλίζουν με ευφυολογήματα την ερωτική φιλονικία, αμφίρροπη μεταξύ υποταγής και απώθησης μέχρι να μείνει μόνο ο ένας από τους δύο στο πεζοδρόμιο. Η εκδοχή της απόρριψης είναι επίσης αμφίπλευρη. Με αυτό το μυθοπλαστικό εύρημα ο Κουτσούκος μπορεί να μην διασφαλίζει την ερωτική ευτυχία του ήρωά του, αλλά, οπωσδήποτε, καταφέρνει να συγκεράσει έξυπνα την παρωδία με το δράμα. Σε μια εποχή ένδειας, κυριολεκτικής και συναισθηματικής, ένα άδειο πορτοφόλι γίνεται το δέλεαρ για την εκπόρθηση περίλυπων γυναικών. Ο Καρτίνης ακολουθεί τα ίχνη τους σαν «βρικόλακας της θλίψης», στοιχηματίζοντας στην επικαιρότητα της δυσθυμίας, αλλά συχνά βρίσκεται και ο ίδιος προσβεβλημένος από την αστική λύπη. «Έχει και η φρίκη τη ρουτίνα της» του λέει συνθηματικά μια κοπέλα στη Σκουφά, αλλά εκείνος, όντας κατά βάθος κοινότοπος, δεν έβλεπε παρά τη φρίκη της ρουτίνας. Κάποιες φορές η ισορροπία στο σχοινί, που τέντωνε νοερά πάνω από τα βάραθρα των ζωών των άλλων, ήταν εξόχως τρομακτική. «Το συρματόσχοινο της βίας και της μοναξιάς […] δεν άντεχε και το δικό μου βάρος».

Πέρα από τον σαρκασμό της γραφής, σπαρταριστό και πνευματώδη, στη νουβέλα του Γιώργου Κουτσούκου ξεχωρίζουν ορισμένα στιγμιότυπα, εξεικονισμένα με βλέμμα ποιητή και χέρι ζωγράφου. Αναμφίβολα εντυπωτική είναι, λόγου χάριν, η σκηνή, όπου ο ήρωας διακρίνει τον αντικατοπτρισμό του σε ένα μοβ μπαλόνι. «Το χάιδεψα τρυφερά κι έπειτα το άφησα ελεύθερο, στο ελαφρύ αεράκι, να φύγει προς τα πάνω. Αισθάνθηκα λες και είχα ελευθερώσει πουλί από κλουβί. Χαμογέλασα». Το πένθιμο χρώμα και η αναστάσιμη ανύψωση συνυφαίνονται σε ένα ενσταντανέ, που γοητεύει με τη χάρη της απλότητάς του. Εξίσου υπαινικτικά αποδίδεται η υπόκωφη βία της πόλης, όταν ο Καρτίνης περνάει μπροστά από ένα χασάπικο. «Ο μπαλτάς έπεφτε αποφασιστικά πάνω σε κόκαλα και κρέατα, τεμαχίζοντάς τα με άνεση». Όταν λίγο μετά συνεχίζει την πορεία του φαντάζει και ο ίδιος σφάγιο, που υπακούει ληθαργικά στον ρυθμό της κατακρεούργησής του.

Πυκνή σε παραδηλώσεις η αποτύπωση του αθηναϊκού παλίμψηστου, αποκαλύπτει εντέχνως τις άδηλες επιστρωματώσεις του. Η πόλη προτείνει στον μυθοπλαστικό σουλατσαδόρο τα αντιφατικά της προσωπεία, μεταγγίζοντάς του τον θυμό, την επιθετικότητα, τα τραύματα και την ομορφιά της. Ξένια και την ίδια στιγμή άξενη, δεξιώνεται μια φαντασμαγορική ανθρωπογεωγραφία. Η κρίση, όμως, την έχει αγριέψει πολύ και ολοένα και συχνότερα η Αθήνα λυσσομανά, μοιάζοντας «με γάτα κλεισμένη σε τσουβάλι, που ξέσκιζε όσους ήταν εγκλωβισμένοι μαζί της». Παγιδευμένος και ο Καρτίνης στην κυκλοθυμία της, εκτίθεται ανοχύρωτος στην πολυπροσωπία της, άλλοτε γαληνεμένος από την ευφραντική ησυχία της Μάρκου Μουσούρου, καίτοι όμορη του νεκροταφείου, άλλοτε ενθουσιασμένος από την ιλιγγιώδη απλωσιά της Συγγρού, άλλοτε αμήχανος μπροστά στην τρυφηλή ξιπασιά της Βουκουρεστίου, άλλοτε αποκαρδιωμένος από τα λουκέτα στα μαγαζιά της Χρεμωνίδου με τις βιτρίνες τους ντυμένες τα σάβανα των «ενοικιάζεται», άλλοτε παρασυρμένος από το ακατάβλητο κέφι της Σκουφά και άλλοτε κυνηγημένος από τα κυπαρίσσια της Δεκελείας, που έγερναν πάνω του, σαν απειλή ή υπόμνηση. Η προσωποποίηση των οδών υποδηλώνει την υποκειμενική πρόσληψη των ετερόμορφων όψεων της Αθήνας. Οι δρόμοι της μοιάζουν να ενσαρκώνουν απογοητεύσεις και εφιάλτες.

Σατωβριάνδου: «Οι δρόμοι γύρω από την Ομόνοια είναι η ψυχή της πόλης. Μοιάζουν με γριές γεροντοκόρες που βαρέθηκαν να περιμένουν τους γαμπρούς και αφήνονται πια ατημέλητες στο πέρασμα του χρόνου».

Σόλωνος: «Στη Σόλωνος ανεβοκατεβαίνουν εδώ και χρόνια οι δαίμονές μου, χωρίς ντροπή, χωρίς περίσκεψη. Χύμα μπουλούκια κουτρουβαλιάζουν με κραυγές και ουρλιαχτά από το Κολωνάκι στα Εξάρχεια, αναγκάζοντάς με να τρέχω πίσω τους με κομμένη την ανάσα».

Πίσω από τις θλιβερές προσόψεις των πολυκατοικιών, μέσα από τις βρόμικες εισόδους τους, πίσω από θολά τζάμια, στα έγκατα του τσιμέντου αλλά και σε απόμερες γωνίες, εκτυλίσσονται ανθρώπινες ιστορίες, καταδικασμένες, θαρρείς, σε ασύμπτωτες τροχιές μες στο αστικό χάος. Άραγε ούτε στο άπειρο δεν θα συναντηθούν αυτές οι αφηγήσεις, που ήταν σαν να «χάραζαν παράλληλες ευθείες»; Και τι μυστικά κρύβει, άραγε, η Ιπποκράτους; «Δράματα και έρωτες; Βαρεμάρα και πόνο; Ανεκπλήρωτους πόθους; Κατάθλιψη; Χαμόγελα ευτυχίας; Τζιν με τόνικ; Μικρές και μεγάλες χρεοκοπίες;»

Ποιες ματαιώσεις φιμώνουν τα χείλια μιας γυναίκας στο ταχυδρομείο του Συντάγματος, χείλια υπερβολικά λεπτά, «λες και της είχαν τελειώσει τα φιλιά»; Πόσες αθέατες θηλιές περιέσφιγγαν τον λαιμό μιας άλλης στην Αγίου Κωνσταντίνου, που το μαύρο λουράκι των παπουτσιών της έσφιγγε δυνατά γύρω από τους λεπτούς αστραγάλους της, απαγχονίζοντάς τους; Τι είδους παγωνιά κατέψυχε τα σωθικά μιας πόρνης στην Αθηνάς; Ο Καρτίνης τη φαντάζεται «να ανοίγει το στόμα της και να φυσάει παγωμένους ανέμους στην Αθηνάς. Να φυσάει μέχρι να της τελειώσει ο αέρας από τα σωθικά».

Ο Κουτσούκος δεν αφήνει τον νουάρ κυνισμό του αφηγητή να αποκρύψει την ψυχική πίεση που του ασκεί η πόλη. Οι λεπτομέρειες που σταχυολογεί το βλέμμα του, μαρτυρούν τις ρωγμές, που τον διατρέχουν κατάσαρκα. Είναι και εκείνος έρμαιο της γκρίζας φρεναπάτης. Και εκείνος τα πρωινά χρειάζεται να επιστρατεύσει κάθε απόθεμα θέλησης προκειμένου να αντιπαλέψει τη ματαιοπονία της διάνυσης της απόστασης μέχρι το βράδυ. Διότι συχνά νιώθει σαν «κατάδικος που ξεκίνησε να σκάβει με κουτάλι το τούνελ της απόδρασης, παρέα με χιλιάδες άλλους». Η μοναξιά της πόλης: «Κελί χωρίς επισκεπτήριο».

Το κωμικό του κυνήγι, τα απροσδόκητα αθηναϊκά του ταξίδια, οι ρομαντικές του καταδιώξεις, τα παιγνιώδη πλησιάσματα, οι ικεσίες για αβαρείς υποσχέσεις, οι διαψεύσεις των οποίων ξεχνιούνται διαμιάς με την εμφάνιση της επόμενης γυναικείας φιγούρας, οι συναντήσεις, που πρόωροι αποχαιρετισμοί τις άφησαν ημιτελείς, όλες εκείνες οι υπαίθριες στιχομυθίες, που μέσα τους περιελίχθηκαν εφήμερες επιθυμίες και προσδοκίες, συνωθούνται εντέλει σε ένα τοπίο ολικής απομάγευσης, στο πατρικό του. Και όμως, ο Καρτίνης για μία ακόμη φορά διαπιστώνει πως κανένα μέρος, οσοδήποτε οικείο και αν φαίνεται, δεν είναι ολοσχερώς εξερευνημένο ούτε κενό μαγείας. Εκεί τον περιμένουν μνησίκακες και εκδικητικές οι γυναίκες των αστικών του δρομολογίων, αλλά και ο κατακλυσμός, που θα προαναγγείλει, όπως το ονειρεύτηκε, την έλευση της μοναδικής αγαπημένης. Επιτέλους μαζί, θα καταδυθούν στον βυθό της Αθήνας, ναυαγισμένοι, αλλά όχι πνιγμένοι. Και με τη δύναμη της άνωσης θα ξαναδούν σε μια υποβρύχια βόλτα την ποντισμένη πόλη λίγο ψηλότερα από κάθε άλλη φορά, απαλλαγμένοι από τη βαρύτητα της πραγματικότητας.

Με τις ανόητες ατάκες του, προβαρισμένες για δυαδικό θίασο, χορογραφώντας σε «τζαζ πεζοδρομίου» τυχαία ντουέτα, ο Παύλος Καρτίνης μπόρεσε τελικά να αντικρίσει το πανόραμα, που χαρτογράφησε η πλάνης ματιά του. «Μ’ αρέσει να στριμώχνονται οι ζωές των ανθρώπων σε δυο τρεις φράσεις. Αισθάνομαι ότι κοιτάζω τη γη από ψηλά και χαλαρώνω».

enidrio

”Ενυδρείο”,  Γιώργος Κουτσούκος, Εκδόσεις Κίχλη

Lina Pantaleon

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular