Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.
Ανήσυχα άκρα, Νίκος Παναγιωτόπουλος, Εκδόσεις Μεταίχμιο

 

Ανήσυχα άκρα, Νίκος Παναγιωτόπουλος, Εκδόσεις Μεταίχμιο

 

Πνευματώδεις, αυτοσαρκαστικοί, περίλυποι, ερωτόληπτοι και με κάθε τρόπο κατεστραμμένοι, οι διηγηματογραφικοί ήρωες του Νίκου Παναγιωτόπουλου αναμετριούνται με τα δεινά του έρωτα. Το αντικείμενο του πόθου μετατρέπεται σε κόμπο στον λαιμό, όταν αρχίζει να εξομοιώνεται με τα υπόλοιπα αντικείμενα της καθημερινότητας. Η προσμονή της ηδονής, το φαντασιακό ιδεατό, καταπνίγεται στον ελεεινό συρφετό της αληθινής ζωής. Επέκεινα του ποθητού σώματος καραδοκεί το στόμα της αβύσσου. Παρ’ όλα αυτά, οι διανοούμενοι πρωταγωνιστές, εξοικειωμένοι με τα παραμυθητικά ψεύδη της τέχνης, επιμένουν να προσδίδουν στην ερωτική τους μιζέρια την οδύνη ενός εντέχνως δραματοποιημένου ολέθρου. Βιβλία και ταινίες παρηγορούν τον ανηδονικό τους βίο, προτείνοντάς τους διαφορετικές σκηνοθεσίες του πραγματικού.

Στο διήγημα «Ο λαιμός της Κασσάνδρας» ένα ζευγάρι υπομένει τον αξιοθρήνητο πενθήμερο παραθερισμό του σε ένα από τα αναγκαία νησιά του καλοκαιριού, κατασκοπεύοντας το χαρισάμενο ανδρόγυνο που κατοικεί στο διπλανό δωμάτιο του ξενοδοχείου. Τα γέλια τους στην άμμο και «το ρυθμικό σινιάλο στον τοίχο» κάθε που ξημέρωνε, επιτείνουν την ερωτική δυστυχία του αφηγητή, ο οποίος μέρα τη μέρα γίνεται το θήραμα της άτεγκτης αδιαφορίας της συντρόφου του. «Όσην ώρα κολυμπούσα, σκεφτόμουν πως το μόνο που θα μπορούσε να ειπωθεί ήταν πως ποτέ δεν θα είμαστε έτσι. Και πως, στην περίπτωσή μας, αυτές οι πέντε ταπεινές λεξούλες αποκτούσαν ασήκωτο βάρος». Αν και οι κινηματογραφικές οφειλές είναι αναμενόμενες στην πεζογραφία του Παναγιωτόπουλου, η εξέλιξη και η έκβαση του διηγήματος αντιγράφουν, θαρρείς, ή αλλοιώνουν δημιουργικά, την ταινία By the sea της Αντζελίνα Τζολί. Ταινία και διήγημα κάνουν την εμφάνισή τους το 2015. Και τα δύο είναι εξίσου καλά.

Ασήκωτο βάρος αποκτούν οι λεπτομέρειες για έναν άντρα, που αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο του χωρισμού, παλεύει να αποκρυπτογραφήσει τη «σημειολογία της καθημερινότητας». Ζόρικος και ψαγμένος καθώς ήταν, αντιλαμβανόταν ότι «καμιά φορά οι λεπτομέρειες δίνουν άλλη διάσταση στα πράγματα». Ζόρικο και το καλοκαίρι, διότι η συμβία προτιμούσε να πλατσουρίζει μακριά του, αρπαγμένη από το φάντασμα του επόμενου. Θέλοντας να διαλευκάνει το απώτερο νόημα αυτής της, όπως διαφαινόταν, τελεσίδικης απόστασης, καταφεύγει στα σιβυλλικά ή απλώς βαριεστημένα λόγια του φίλου του, ο οποίος μάλλον δεν διακατεχόταν από τον φιλοσοφικό ζήλο που του αποδιδόταν. «Αυτό το παιδί είχε ανέκαθεν μια ροπή στα βαθιά νοήματα, αλλά συχνά τον πρόδινε ο ανεπιτήδευτος λόγος του!»

Ο Παναγιωτόπουλος είναι από τους συγγραφείς (περιέργως όχι τόσο πολλούς) που χειρίζονται ευρηματικά τη μέριμνά τους για τις γλωσσικές μεταμφιέσεις. Όμως, στα δέκα διηγήματα της παρούσας συλλογής η υποκριτική της γλώσσας, τέχνη παλιά του συγγραφέα, τελεί υπό καταστολή. Κυριαρχεί ο ανεπιτήδευτος, απλός και αστόλιστος λόγος, καμιά φορά επιτηδευμένα προφορικός, κεντημένος πάνω στις αιχμές του εκτεταμένου σαρκασμού. Η πόζα των αφηγητών υποδηλώνεται στη μαγκιά της γλωσσικής τους ταυτότητας, που περιφρονεί τα πολιτικώς ορθά λόγια. Κάποιες φορές η επίπλαστη ατημελησία της γραφής καταλήγει σε άνευρη πολυλογία, όπως συμβαίνει στο εναρκτήριο πεζό, που κατακλύζεται από ένα γυναικείο, πανικόβλητο παραμιλητό, καθώς και στο διήγημα «Χώμα κι αέρας», όπου επίσης αντηχεί το κακόηχο ιδιόλεκτο της γυναικείας υστερίας.

Το καλύτερο με διαφορά διήγημα είναι το «Άμοιρο Μαράκι», όπου διεκτραγωδείται ένα συνοικιακό δράμα, το άτυχο παντρολόγημα της εν λόγω Μαρίας με τον μεσήλικο πια πρώτο της έρωτα. Ο γαμπρός καταφθάνει εξ Αμερικής και συνταράζει με τις διεθνείς του δάφνες, διάσημος νευρολόγος γαρ, τον γυναικείο πληθυσμό της μικρής κοινότητας, που κάνει ουρά στο ιατρείο του. Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής παρατηρεί πως σε κάποιον τρίτο, όπως ο ίδιος, η μικρή επαρχιακή πόλη θα φαινόταν σαν «ένα απέραντο πάρκο νευροχειρουργικών περιστατικών». Το ερωτικό ραντεβού της Μαρίας με τον πολύφερνο γαμπρό εκτυλίσσεται μεταξύ παρελθόντος και παρόντος. Ο τοτινός Γιάννης είχε εκτοπίσει, χάρη στην εξωραϊστική ευσπλαχνία της μνήμης, τον τωρινό. «Είχε εκτοπίσει τον κοντόχοντρο και φαλακρό τωρινό του εαυτό, τον είχε κατατροπώσει, και με τη χάρη των δεκαοκτώ του χρόνων τής έδινε ιατρικές συμβουλές, απολαμβάνοντας γλυκό γαρδένια φτιαγμένο απ’ τα χεράκια της […]». Το άμοιρο Μαράκι, όμως, «το αστέρι της ζαχαροπλαστικής», ήξερε πως δεν μπορούσε να επιστρέψει στο παρελθόν και έτσι περιόρισε τις φαντασιώσεις του στην τοπική ερασιτεχνική θεατρική λέσχη, εναποθέτοντας τα ερωτικά του απωθημένα στις φειδωλές παροχές του παντρεμένου σκηνοθέτη.

Η ζοφερή ετυμηγορία ενός νευρολόγου στοιχειώνει τα άνω άκρα ενός σκηνοθέτη, που συμμετέχει σε ένα θερινό σεμινάριο κινηματογραφικού σεναρίου. Το φάσμα της ανίατης ασθένειας αντισταθμίζει τον πρόσβαρο ναρκισσισμό. Διότι ο ήρωας είναι γοητευτικός, πανέξυπνος και αρκούντως φλεγματικός ώστε να αποπλανά, δίχως προσπάθεια, τα ωραιότερα θηλυκά του σεμιναρίου. Ήταν αναμφισβήτητα ο εκλεκτός της κινηματογραφόφιλης κοινότητας. Παρωθούμενος από την τόλμη που κέρδιζε από την εγγύτητα του θανάτου, διότι, όπως συλλογίζεται, «οι νεκροί είναι άτρωτοι απ’ όλα όσα τρομοκρατούν τους ζωντανούς», σφίγγει στην αγκαλιά του την καλλονή του καλοκαιριού, κάνοντας οίστρο ερωτικό τον φόβο του θανάτου.

Με ρημαγμένη αυταρέσκεια επιτίθεται ο «Διορθωτής» στον εραστή της πρώην του. Γράφοντας στο «μωρό του», με καθηγητική πρόθεση, του εξιστορεί λεπτομερώς το χρονικό της επίθεσής του, επιμένοντας στην παρενθετική ερμηνεία ορισμένων δύσκολων (για το πνευματικό επίπεδο ενός μωρού) λόγιων λέξεων. Παραβιάζοντας το σπίτι του αντεραστή του συνειδητοποιεί με φρίκη πως δεν υπήρχε ούτε ίχνος βιβλίου, ενώ η οικιακή ταινιοθήκη αποτελούνταν αποκλειστικά από πορνοταινίες. Παίρνοντας την πένα του και ανοίγοντας το σημειωματάριό του, απευθύνεται στο άμουσο μωρό, που βεβήλωσε με την οικτρή επιλογή του την πνευματικότητά του. «[…] οπλίζομαι για μία ακόμα -τελευταία- φορά με τα εξαρτήματα που πίστευα πως μ’ έκαναν ακαταμάχητο, μοναδικό, ανεπανάληπτο στα μάτια σου – ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να σου τύχει, μωρό μου!».

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος είναι συγγραφέας σπουδαίων έργων. Τα τελευταία χρόνια (συγκεκριμένα από Τα παιδιά του Κάιν, 2011, κι έπειτα) μοιάζει να έχει αυτοπεριοριστεί σε μια ρεαλιστική, ενίοτε εξομολογητική, πεζογραφία, που κατέλυσε την ευφορική επινοητικότητα που λάμπρυνε μυθιστορήματα όπως Ο Ζίγκι απ’ τον Μάρφαν (1998), Το γονίδιο της αμφιβολίας (1999) και η Αγιογραφία (2003). Ο ανεπιτήδευτος λόγος μαρτυρεί την τελμάτωση της φαντασίας, την παγίδευσή της σε ανέμπνευστες μυθοπλασίες. Παρά τη γλωσσική τους επιμέλεια, τα διηγήματα της συλλογής λιμνάζουν στην κοινοτοπία της πραγματικότητας, σε ένα «βουνό από ασήμαντες λεπτομέρειες», ενώ συχνά απομιμούνται τέλεια τον «αναλφαβητισμό» της προφορικής ομιλίας. Η προσπάθεια των ναρκισσευόμενων ηρώων να αναδείξουν την σπάνια πολυσημία της προσωπικότητάς τους μέσα από τη «σημειολογία της καθημερινότητας», επιδεινώνει αναπόφευκτα τη φιλαυτία τους. Ωστόσο, όσο πνευματώδεις και αν είναι, παραμένουν δέσμιοι άχαρων εκκρεμοτήτων, του εαυτού τους πρωτίστως.

Η «ωραία βουρκωμένη» που κλαίει κάτω από το Εκκρεμές του Φουκώ στο Πάνθεον, μολονότι διαθέτει ελκτική δύναμη αρκετή για να την πλησιάσει ο αφηγητής, δεν κατορθώνει να τον αποσπάσει από τον άξονα που τον στριφογυρνά στη ζωή του. Έτσι όπως στεκόταν δακρυρροούσα ανάμεσα σε μυθικούς τάφους, φάνταζε σαν «ένα σπάνιας ομορφιάς ανθρώπινο εκκρεμές, που τα δάκρυα το κάνουν ακόμα πιο ανθρώπινο κι ακόμα πιο εκκρεμές». Η ωραία, όμως, χάθηκε ανύμνητη από την περίλαμπρη νεκρόπολη και η απουσία της έμεινε στο μυαλό του αφηγητή «σαν υπενθύμιση, ας πούμε, μιας εκκρεμότητας με το απροσδόκητο, που μάλλον δεν θα διευθετηθεί ποτέ…». Και είναι σίγουρο πως μετά την τελευταία φράση ο ήρωας θα έτρεξε να χωθεί «στην ασφυκτικά ζεστή αγκαλιά του αναμενόμενου».

Στη «Σκοτεινή πλευρά της Αφροδίτης» ο ήρωας προσπαθεί να εντοπίσει στις ιδιαιτερότητες του πλανήτη Αφροδίτη παραλληλισμούς με τις παλινδρομήσεις του έγγαμου βίου του, αλλά η ενατένιση των άστρων κατακρημνίζεται στον ορυμαγδό των οικοκυρικών διευθετήσεων. Κάτι ανάλογο συμβαίνει στα περισσότερα πεζά του βιβλίου. Κάθε παιγνιώδης εμβάθυνση, κάθε μυθοπλαστικό τέχνασμα, κάθε προωθημένο σκιαγράφημα, κάθε λοξό κοίταγμα, κάθε υπόνοια διπλοτυπίας, κάθε κλείσιμο του ματιού, κάθε νυγμός αυτοϋπονόμευσης, ατονούν, αργά ή γρήγορα, από τη σαρωτική επέλαση μιας απομαγευμένης, κατάκοπης γραφής, όπου κανένα θαύμα δεν ευδοκιμεί. Βέβαια, το δράμα θριαμβεύει, αλλά αν η κωμωδία είναι η δυστυχία στο τέρμα, η αυτολύπηση φέρνει την αυταρέσκεια ώς το τέρμα της. Κάτι ξέρει ο ήρωας του διηγήματος «Ο θάνατος και η κόρη», που υποψιάζεται ότι η νεαρή που έπεσε στα πόδια του, καταγοητεύτηκε από το προσωπικό του δράμα που ήταν σε όλους γνωστό στη σχολή κινηματογράφου.

Ανήσυχα άκρα, Νίκος Παναγιωτόπουλος, Εκδόσεις Μεταίχμιο

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular