Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

 «Ένα κομμάτι της μοίρας των Παλαιστινίων ικανό να μπερδέψει ακόμη και τον βασιλιά Σολομώντα» 

 

Φράσεις που πλέκονται σε αραβουργήματα, που περιδινούνται σε στροβίλους και ελίσσονται γύρω από ιστορίες ελλειπτικές για να παρεισδύσουν σε μια άλλη, ομόκεντρη αφήγηση. Φράσεις σαν κομήτες, που έλκονται αλλά και εξωθούνται από τη βαρύτητα της κάθε ιστορίας. Συγχορδίες φράσεων που συσσωρεύουν «διάφορους και διαφορετικούς μεταξύ τους επιτονισμούς». Λέξεις που πέφτουν στη σελίδα θρυμματίζοντας τις άλλες λέξεις και σκορπίζουν σε επάλληλες αντανακλάσεις. Λέξεις που πέφτουν στη σελίδα σαν να κατρακυλούν στον πάτο ενός πηγαδιού και από το φως συνθλίβονται στο σκοτάδι. Λέξεις που φτεροκοπούν σε αργούς, φαύλους κύκλους πάνω από αρχαία τοπία και επτασφράγιστους θησαυρούς. Αφηγήσεις της μνήμης και της φαντασίας, που αγγίζονται και απωθούνται, που εκβάλλουν η μία στην άλλη, που σχηματίζουν κυκλοτερείς τροχιές και ξεψυχούν σε ατέρμονους κυματισμούς· αφηγήσεις που άλλοτε αναδιπλώνονται στη σιωπή και άλλοτε ξετυλίγονται αλλοπαρμένες και φαντασιόπληκτες, αρνούμενες να τελειωθούν, παγιδευμένες σε μία ημιτελή, αλυσιτελή πραγματικότητα που γέρνει προς το παραλήρημα. Αφηγηματικοί κλοιοί, που άλλοτε συστέλλονται κι άλλοτε διαστέλλονται ώς το όνειρο. Το μυθιστόρημα του Αντόν Σαμάς θα μπορούσε να είναι ένα όνειρο της γραφής, ένα όνειρο που μερικές φορές εκπληρώνεται σαν εφιάλτης. Η περίτεχνη γραφή μοιάζει να συντονίζεται με έναν υπνωτιστικό ρυθμό, με το βραδυκίνητο βλέμμα της ονειροπόλησης, με το αποκάρωμα του βλέμματος που στρέφεται προς τα πίσω για να αγναντέψει τον χαμένο τόπο. Εκτυφλωτικές εικόνες εκρήγνυνται αιφνιδίως στο χαρτί, σαν παραισθήσεις, ενόσω η φευγαλέα τους, οδυνηρή, λάμψη σβήνει μες στο ημίφως του αναστοχασμού, μες στην καταλλαγή της μνήμης.

Ο Αντόν Σαμάς, γεννημένος το 1950 στο αραβικό χωριό Φασούτα της Γαλιλαίας, σε μια γειτονιά χριστιανών Αράβων, εκδίδει το 1986 το διασημότερο μυθιστόρημά του Αραμπέσκ, γραμμένο απευθείας στα εβραϊκά. Χάρη στην ανά χείρας πρώτη μετάφραση στα ελληνικά (αξίζουν οπωσδήποτε συγχαρητήρια στη Χρυσούλα Παπαδοπούλου) το αναγνωστικό κοινό έχει την ευκαιρία να απολαύσει μια εξαιρετική έκδοση του έργου. Η Γαλιλαία των παιδικών χρόνων του συγγραφέα προβάλλει στις σελίδες μυθώδης και μαγευτική, αλλά και ανελέητα σημαδεμένη από την Ιστορία. Ο ιστορικός παραλογισμός που σαρώνει αυτή τη γωνιά της πολύπαθης Μέσης Ανατολής, μεταστοιχειώνεται στη γραφή του Παλαιστίνιου συγγραφέα στη μύχια αγωνία μιας ταυτότητας σε εκκρεμότητα, υπό ανεύρεση. Αρχαίοι θρύλοι και παραδόσεις συνυφαίνονται με τις κατοπινές ιδεοληψίες Ισραηλινών και Αράβων για να σμίξουν σε ένα εκρηκτικό αμάλγαμα μέσα στο οποίο κυοφορείται η προσωπογραφία του συγγραφέα. Η μορφή του τελευταίου διασπάται σε επιμέρους όψεις, που αντικατοπτρίζουν θραυσματικά την πολυσυλλεκτική του ταυτότητα.

Ο Σαμάς γράφει για την οδύσσεια της διασποράς, αλλά και για τη διασπορά της μνήμης, τη διασπορά της νοσταλγίας, όπως και για τις άοκνες περιπλανήσεις της φαντασίας. Το μυθιστόρημά του είναι μια αριστουργηματική σύνθεση ψηφίδων ζεματισμένων από το καύμα της Ιστορίας. Οι ιστορίες της οικογένειάς του διασκορπίζονται μέσα στον ιστορικό χρόνο του τόπου και σφραγίζονται από τις λαίλαπες που τον συντάραξαν. Στον αμφιβληστροειδή του αναγνώστη χαράσσονται εικόνες απερίγραπτης έντασης και ομορφιάς, που εναλλάσσονται στο χαρτί σχηματίζοντας καθηλωτικά αραβουργήματα. Μέσα από τα λεπτουργικά κεντίδια των λέξεων επανέρχεται το αρχέγονο μοτίβο του θανάτου και της αναγέννησης, του μαρασμού και της θαλερότητας. Οι λέξεις διαγράφουν στο χαρτί «τρελά σχέδια», σαν εκείνα που είχε αποτυπώσει η σκουριά ενός ψαλιδιού στα ρούχα που είχε φέρει από την Αργεντινή ο πατριάρχης της οικογένειας, ο οποίος πέθανε στη Φασούτα στις αρχές της δεκαετίας του ’30 σε βαθιά γεράματα, έχοντας ταξιδέψει και περιπλανηθεί στα πέρατα της γης.

Στη δεύτερη σελίδα πεθαίνει ο πατέρας του συγγραφέα, ο Χάνα Σαμάς. Όταν φρόντιζε τον πατέρα του στο νεκροκρέβατό του, ο γιος άνοιγε το δαμασκηνό ξύλινο κουτί με τα ένθετα σεντέφια, το οικογενειακό σεντούκι, και έπαιρνε το ψαλίδι για να κουρέψει εκείνον που ήταν άλλοτε κουρέας. Η αγάπη τους είχε ζεσταθεί κάτω από το φως της λάμπας κηροζίνης, τις μακριές νύχτες στο χωριό, προτού εγκατασταθούν οικογενειακώς στη Χάιφα το 1947, λίγο πριν τον καταιγισμό των σφαιρών, που προανήγγελλαν το Κράτος του Ισραήλ. Ο γιος θυμόταν ακόμα την τελετουργία του καθαρισμού της λάμπας κηροζίνης, τις τελετουργικές κινήσεις του πατέρα του που επωμιζόταν τη φροντίδα του φωτός με τη δέουσα προσήλωση.

«Τώρα η μακριά νύχτα του αργού θανάτου απλώνεται μπρος τους, σαν ξεθωριασμένη λάμπα κηροζίνης ντροπιασμένη από την ηλεκτρική».

Ενώ συμπαραστεκόταν στον άρρωστο πατέρα του, ο γιος έγραφε στη Σλομίτ, μια Εβραία με κόκκινα μαλλιά, γράμματα στα εβραϊκά. Οι επιστολές του ήταν ο επίλογος της σχέσης τους ή, αλλιώς, το προοίμιο του χωρισμού τους. «Αφού συνόδευσε τον πατέρα του στην ταφή του στο χωριό και επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ, ανακάλυψε πως είχε κοπάσει η λαχτάρα».

Ωστόσο, είμαστε ακόμη στη δεύτερη σελίδα και ο πατέρας του ακόμη πεθαίνει. Μια πεταλούδα φτερουγίζει πάνω από το ετοιμοθάνατο σώμα, πάνω από το «στόμα που ανοιγόκλεινε κάθε λίγα δευτερόλεπτα κι ελευθέρωνε, ολοένα και πιο ξέπνοα, τα χρόνια που είχαν σωρευτεί μέσα στο σώμα που κειτόταν κάτω από το πέταγμα της πεταλούδας». Ενόσω ο παπάς ικέτευε τον Θεό «να ανοίξει την πύλη της ευσπλαχνίας για τον μελλοθάνατο», η πεταλούδα πέταξε από τη μισάνοιχτη, όσο μια χαραμάδα, πόρτα και χάθηκε.

Ένας άλλος άντρας, ο Μαχμούντ Ελ-Ιμπραχίμ, ίδιος η ενσάρκωση του πνεύματος της Αραβικής Εξέγερσης, που όλοι οι χωρικοί της Φασούτα τον φοβούνταν, καθώς τα μακριά του χέρια «μπορούσαν να απλωθούν και να τους αρπάξουν ακόμη κι από το τέλος του κόσμου», κρέμεται από ένα κοντάρι στην αυλή του σπιτιού του. Το σώμα του που μόλις μια στιγμή νωρίτερα είχε κλοτσήσει το σκαμνί, «τώρα φτερουγίζει με τις τελευταίες πνιχτές ανάσες ενός ανθρώπου που δεν μπόρεσε να αντέξει τον εξευτελισμό της εξορίας και την ντροπή της περιπλάνησης». Το πρόσωπό του φωτίζεται για λίγο στο αχνό φως μιας μοναχικής πυγολαμπίδας κι έπειτα βυθίζεται πάλι στο σκοτάδι. Τα χέρια του, «που έχουν δει καλύτερες μέρες από αυτές, που ήξεραν να πατούν τη σκανδάλη και να σφίγγουν το χέρι, που ήξεραν το άγγιγμα του διωγμού και το άγγιγμα της εξουσίας», είναι σφιγμένα σε γροθιές ώστε να μην αποτολμήσουν το χαλάρωμα της θηλιάς. Το σχεδόν ξέπνοο σώμα ταλαντεύεται στον κρύο αέρα του Νοεμβρίου. Από τα μάτια που κλείνουν, σβήνει κάθε λάμψη. «Μόνο τα παπούτσια θα συνεχίσουν να λάμπουν κάτω από το φως των πυγολαμπίδων που φτερουγίζουν γύρω από το σώμα που ξεψυχάει και το συνοδεύουν στο τελευταίο του ταξίδι στο σκοτάδι».

Τα παπούτσια τα είχε φτιάξει ο Χάνα Σαμάς, την εποχή που από κουρέας είχε γίνει τσαγκάρης. Κλεισμένος στο κελάρι του σπιτιού του στη Χάιφα, ενόσω οι σφαίρες του εβραϊκού στρατού γάζωναν τον ουρανό τού έξω κόσμου, δούλευε επί μήνες το αριστούργημα της ζωής του, εκείνο το ζευγάρι παπούτσια που θα έλαμπαν κάποτε στο φως των πυγολαμπίδων, ενώ το σώμα του Ελ-Ιμπραχίμ θα κρεμόταν από το κοντάρι. Τα παπούτσια υλοποιούσαν την ιδέα του κορυφαίου, του απόλυτου παπουτσιού. Ήταν φτιαγμένα «για κάθε περίσταση και κάθε χρήση», για περπάτημα «στη βροχή και στη ζέστη, σε πέτρες και σε στάχτες, πέρα-δώθε». Ήταν ιδανικά για γιορτές και δεξιώσεις, αλλά και για «περπάτημα μέχρι την τελευταία σκηνή στο πιο μακρινό κι απομονωμένο στρατόπεδο προσφύγων του κόσμου». Θα συνέχιζαν να περπατούν ακόμα και μετά τον θάνατο του ιδιοκτήτη τους. Κατεργαζόμενος εκλεκτά υλικά κάτω από το φως του φαναριού στο ξεχασμένο κελάρι, ο πατέρας του συγγραφέα αντιμετώπιζε τα εργαλεία της δουλειάς του «σαν να ήταν αρχαία τελετουργικά σκεύη καθώς τα προετοίμαζε για την ύψιστη αποστολή που είχε αναλάβει με μεγάλη αφοσίωση».

Όταν το έργο του άστραψε μες στο φως της δημιουργίας, ο τσαγκάρης βγήκε από τη μαγεμένη σπηλιά του και επέστρεψε στην ηρεμία του λεηλατημένου σπιτιού του, που μόνο ο ήχος των μακρινών εκρήξεων την τάραζε. «Κατέρρευσε πάνω στο μοναδικό σκαμνί που είχε απομείνει στο σπίτι κι ακούμπησε την πλάτη του στον τοίχο, και στο όνειρό του είδε ένα υπέροχο πορφυρένιο φτερό πάνω στο περβάζι του παραθύρου με το πρώτο φως της αυγής».

Ήταν το φτερό του θρυλικού πετεινού Αρ-Ρασάντ που φτεροκοπούσε στη συλλογική μνήμη των χωρικών της Φασούτα. Μόνο τις ημέρες που τα ισραηλινά αεροσκάφη εμφανίστηκαν στον ουρανό του χωριού και οι κάτοικοι έτρεχαν να προφυλαχτούν από τις βόμβες αναζητώντας καταφύγιο στις σπηλιές γύρω από το χωριό, ξέχασαν πως μία από τις σπηλιές αυτές ήταν το βασίλειο του Αρ-Ρασάντ, που φυλούσε το χρυσάφι των Σταυροφόρων, σφραγισμένο μες στον βράχο. Με τις βόμβες το παραμύθι που επιζούσε για αιώνες στη φαντασία του χωριού, έκανε φτερά. Κρυμμένοι στις σπηλιές, οι χωρικοί δεν έτρεφαν ελπίδες πως μυθικά πλάσματα είχαν επωμιστεί την προστασία τους.

Ο μύθος του Αρ-Ρασάντ, ωστόσο, είχε κινδυνεύσει και τις ημέρες της Αραβικής Εξέγερσης, το 1937, όταν τα μυαλά των χωρικών άρχισε να τριβελίζει η υποψία πως έφταιγαν οι αντάρτες που ο φύλακας της σπηλιάς αρνιόταν να τους φανερωθεί και να λύσει τα δεσμά του βράχου και μαζί του θησαυρού. Ο Αρ-Ρασάντ κρυβόταν προστατεύοντας το επτασφράγιστο μυστικό του, «[…] εξαιτίας της παρουσίας κάποιων δυνάμεων που ήταν αποφασισμένες να εξαπολύσουν τον Αρ-Ρασάντ στα βάθη του μύθου, δηλαδή των ανταρτών που είχαν ξεσηκωθεί να αψηφήσουν τις αρχές και να αλλοιώσουν τη μοίρα που είχε σφυρηλατηθεί στα ουράνια δώματα και που κανένα ανθρώπινο χέρι δεν θα μπορούσε να την αλλάξει. Κι έτσι έβλεπαν τους αντάρτες ως εχθρούς του Αρ-Ρασάντ που ήταν επιφυλακτικός μαζί τους και δεν τους έδειχνε την άκρη της ουράς του από φόβο μήπως θελήσουν να αποσπάσουν τους θησαυρούς του διά της βίας».

«Η τελευταία ανάμνηση που πέρασε από το μυαλό του Μαχμούντ Ελ-Ιμπραχίμ ήταν η ανάμνηση της γριάς γιαγιάς του να λέει σε αυτόν και στα αδέλφια του την ώρα που έπεφταν για ύπνο μια καλοκαιρινή νύχτα πάνω στην ταράτσα του ίδιου σπιτιού που τώρα του κάνει την τελευταία χάρη, πώς οι πυγολαμπίδες έρχονται από τα πέρατα της γης, ακόμη και τις πιο βροχερές μέρες του χειμώνα, για να συνοδεύσουν στο τελευταίο του ταξίδι όποιον βάζει ο ίδιος τέλος στη ζωή του».

Το σώμα του αναριγούσε πιασμένο στο δόκανο της θηλιάς και τα πόδια του αναπηδούσαν στην επαφή με τα κλεμμένα παπούτσια, σαν να ήταν οι σόλες τους πλεγμένες με αγκάθια, όμοια με εκείνα που ήταν εγκατεσπαρμένα στο αυτοσχέδιο αλώνι του αστυνομικού τμήματος το καλοκαίρι του 1937 για να τιμωρήσουν τους υπόπτους της Αραβικής Εξέγερσης. Ο Ελ-Ιμπραχίμ θυμόταν καθώς ξεψυχούσε την ιστορία της γιαγιάς του και το ρίγος που είχε διαπεράσει την πλάτη του και που τον είχε κάνει να αγγίξει ασυναίσθητα με το μικρό του χέρι τον λαιμό του, που έλαμπε στο φως της πανσελήνου. «Κρεμόταν από το βλέμμα της γιαγιάς του όπως κρέμεται ένα παιδί από το σχοινί που είναι δεμένο γύρω από τη μέση του και τον τραβά με σταθερές κινήσεις από τα βάθη του πηγαδιού».

Τώρα, παρά την ψύχρα του Νοεμβρίου, το αλώνισμα του καλοκαιριού του 1937 καίει τις πατούσες του Μαχμούντ Ελ-Ιμπραχίμ «καθώς κρέμεται από το σχοινί και τα πόδια του είναι χωμένα στα παπούτσια που μερικές μέρες πριν είχε αφαιρέσει από τα πόδια ενός νεκρού άντρα που είχε βρει σε μια ρεματιά κοντά στα σύνορα με τον Λίβανο».

Σκόρπιες εικόνες που τρεμοφέγγουν στο σκοτάδι σαν θνησιγενείς ακτίνες φωτός, διαστίζουν το βλέμμα που σβήνει. «Και μετά είναι και πάλι το μικρό αγόρι στην ταράτσα, μια νύχτα με πανσέληνο, και ακούει τις ιστορίες της γιαγιάς του για τις πυγολαμπίδες που έρχονται να συνοδεύσουν αυτούς που αποφασίζουν να βάλουν οι ίδιοι τέλος στη ζωή τους, να απαλύνουν το τελευταίο σκοτάδι».

«Και τα παπούτσια, που είχαν φτιαχτεί για ατέρμονες περιπλανήσεις, χορεύουν στον κρύο αέρα».

Ένα μικρό αγόρι ονειρεύεται το πορφυρό φτερό του θρυλικού πετεινού Αρ-Ρασάντ, του άγρυπνου φύλακα της σπηλιάς με τον θησαυρό, κρυμμένο στα σπλάχνα του βράχου που δέσποζε στο χωριό της παιδικής του ηλικίας, ενός βράχου που λαμπύριζε τις νύχτες με πανσέληνο και τον οποίο ανείπωτες μαγικές λέξεις, που κανείς δεν ήξερε να ψελλίσει, θα κατάφερναν κάποτε να τον ξεσφραγίσουν. Μια φορά κι έναν καιρό ο Γιούσεφ είχε σταθεί μαζί με το αγόρι, τον ανιψιό του, πάνω στον βράχο και του αφηγήθηκε την ιστορία του ονόματός του, αλλά και την ιστορία του θησαυρού που φρουρούσε ο Αρ-Ρασάντ. Μολονότι το παιδί ήξερε πως μόνο τα τζίνια, που είχαν σφραγίσει το στόμιο της σπηλιάς και είχαν αναθέσει τη φύλαξή της στον Αρ-Ρασάντ, μπορούσαν να δουν το φτερό που άφηνε πίσω του ο θρυλικός πετεινός, λαχταρούσε να αντικρίσει αυτή την πορφυρή σπίθα που άστραψε στο βλέμμα του πατέρα του όταν δημιούργησε το αριστούργημα της ζωής του.

Κάποτε, κάπου αλλού, στο νεκροταφείο Περ Λασέζ στο Παρίσι, ένα άλλο αγόρι θα δει έναν πετεινό με μια υπέροχη ουρά στο χρώμα της πορφύρας να απομακρύνεται από κοντά του με αυτοκρατορικό βηματισμό. Το θρυλικό πουλί άφησε τρεις αιμάτινες χαρακιές στο πρόσωπό του και ένα άλικο φτερό στο χέρι του. Γράφοντας σε ένα καφέ στο Παρίσι, μεταγράφοντας στα εβραϊκά σκέψεις επίσης μεταφρασμένες στα εβραϊκά, ο συγγραφέας συλλογίζεται: «Ίσως να υπάρχει εδώ κάποια ιδέα. Ίσως».

Ένα μικρό αγόρι, έχοντας ένα σχοινί περασμένο γύρω από τη μέση του, κατεβαίνει στον πάτο του πηγαδιού στην αυλή του σπιτιού του. Διυλισμένος από τον μεγεθυντικό φακό της παιδικής φαντασίας, ο καθαρισμός του λασπωμένου πάτου του πηγαδιού μεταμορφώνεται σε κατάδυση σε έναν μαγικό κόσμο, στο βασίλειο των σκιών. Το σχοινί ταλαντεύει το σώμα του ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, ανάμεσα στην επιφάνεια και το βάθος. Το βράδυ, πριν την κατάβαση στα μουχλιασμένα τοιχώματα του πηγαδιού, το αγόρι ονειρευόταν.

«Στα όνειρά μου έβλεπα πως κατέβαινα στο σκοτάδι κι έπειτα ανέβαινα στο φως και ξανακατέβαινα για να ανέβω πάλι στο φως, αμφιταλαντευόμουν ανάμεσα στην αγωνία μου και την απόλαυση της ανακάλυψης αυτού που καραδοκούσε στον πάτο του πηγαδιού».

Γράφοντας στο γραφείο του στην Ιερουσαλήμ, χτυπώντας στα πλήκτρα της εβραϊκής του γραφομηχανής τη μυθιστορηματική του αυτοβιογραφία, ο συγγραφέας ανακαλεί την αίσθηση της πέτρας στις πατούσες του, τη γλιτσερή υφή της πέτρας που ήταν καλυμμένη με βρύα, ακούει ξανά τον απειλητικό ήχο του σχοινιού που ελευθερώνεται στο στόμιο του πηγαδιού, ζαλίζεται ξανά από τον στροβιλισμό ανάμεσα στα κυλινδρικά τοιχώματα, ανασαίνει ξανά την υγρασία της μούχλας, την αρχαία μυρωδιά της πέτρας και τη σκοτεινή μυρωδιά της λάσπης που αναδίδεται από τον πάτο. Το πλησίασμά του στον πυθμένα τού δημιουργεί μια ακαθόριστη προσμονή, που τον τυλίγει «σαν πέπλο σκοτεινής παρηγοριάς». Στο ιλυώδες ίζημα του βάθους διακρίνει το είδωλό του να ανεβαίνει προς εκείνον που έντρομος κατέβαινε.

«Η παγωνιά της πέτρας κι η πρασινωπή ολισθηρότητά της έκαναν το σώμα μου να αναριγήσει με τρόπο που δεν είχα ξανανιώσει ποτέ».

Καθώς το τετράγωνο φωτός στο στόμιο του πηγαδιού απομακρύνεται από το κεφάλι του, βυθίζεται σε ένα πρωτόγνωρο σκοτάδι, όπου λιμνάζουν λάσπες και θολά, στάσιμα νερά. «Τα μάτια μου συνήθισαν στο σκοτάδι και βλέπω τον αντικατοπτρισμό μου ανάποδα, να ανεβαίνει προς το μέρος μου μέσα από τον σκοτεινό καθρέφτη της δεξαμενής. Και τότε με ένα τράνταγμα του σχοινιού, τα πόδια μου βυθίζονται μέσα στον καθρέφτη, που θρυμματίζεται σε μυριάδες θραύσματα που λαμποκοπούν μέσα στο σκοτάδι κι έπειτα αρχίζει να σχηματίζει εκ νέου την αντανάκλαση του τετραγώνου φωτός πάνω από το κεφάλι μου. Τα πόδια μου βουλιάζουν μέχρι τα τρεμάμενα γόνατά μου σε αυτό το μείγμα από λάσπη, καλάμια κι απόνερα που υπάρχει κάτω από το καθάριο νερό που αντλούσαμε από το πηγάδι τη χρονιά που πέρασε».

Προφανώς το στιγμιότυπο, από τα πιο εμβληματικά του μυθιστορήματος, είναι κατάφορτο με αλληγορίες. Η εγκατάλειψη της παιδικότητας για τη διερεύνηση ενός επίφοβου, άγνωστου κόσμου. Η διάχυση του αυτοειδώλου σε απρόσμενες, θολές αντανακλάσεις που σπάνε σε εύθρυπτα θραύσματα. Η ψευδαίσθηση μιας μοναδικής, αναντικατάστατης ατομικότητας. Ο φόβος της απώλειας του φωτός που μετατρέπεται στην αδημονία ενός εξαίσιου σκότους. Η διάψευση της προσμονής και η συντριβή σε έναν μουχλιασμένο, λασπωμένο πάτο. Ο δαμασμός της απογοήτευσης με καινούργιες, επίσης αίολες, τέρψεις.

Μπορεί το βασίλειο που ανακάλυψε το αγόρι στον πάτο του πηγαδιού να μην ήταν και τόσο μαγευτικό, αλλά τουλάχιστον του επέτρεψε να απολαύσει για πρώτη φορά την «ευδαιμονία της μοναξιάς». Μια ευδαιμονία, ωστόσο, που αποδείχθηκε παροδική όταν στον πάτο καταδύθηκε η κόρη του γείτονα για να τον βοηθήσει στο καθάρισμα.

«Δεν ήταν όμως αυτή η απογοήτευση που με είχε πληγώσει, αλλά η αίσθηση πως όλος αυτός ο μαγευτικός κόσμος όπου μόνο εγώ κατοικούσα, ένας κόσμος όπου φανταζόμουν πως κανείς άλλος εκτός από μένα δεν είχε πατήσει το πόδι του, θα έπαιρνε τέλος, τη στιγμή που, παρά τη θέλησή μου, θα έπρεπε να τον μοιραστώ με κάποιον άλλο».

Με την παρουσία του κοριτσιού «λιγόστευε το βασίλειο των σκιών» του, αλλά ήταν αυτό ακριβώς το αθέλητο σώμα που τον έκανε να αναριγήσει με τρόπο που δεν είχε ξανανιώσει ποτέ. Ένα ηδονικό τρέμουλο διέτρεχε το κορμί του, που ακουμπούσε στην τεντωμένη σαν τόξο πλάτη του κοριτσιού, ενόσω οι παλάμες του είχαν «κλειδώσει γύρω από τους σφιγμένους γλουτούς» του.

Χρόνια μετά ο αφηγητής βυθίζει το πρόσωπό του μέσα σε ένα άλλο σώμα, που είχε αρχίσει να γερνά. Σκύβοντας πάνω από το κορμί της Σουραγιά Σαΐντ ήταν σαν να προσκυνούσε ευλαβικά την τρελή ιστορία του τόπου του. Τη συνάντησε στην αυλή του σπιτιού της σε ένα αραβικό χωριό, στην περιοχή της Ραμάλα, για πάντα εκδιωγμένη από τη Φασούτα, εξόριστη για πάντα μέσα στην πατρίδα της. Σε ηλικία δέκα ετών εκτοπίστηκε από το σπίτι της και άρχισε να περιπλανιέται στη χώρα των κέδρων, στη Βηρυτό, «κι όταν θέλησε να επιστρέψει στον τόπο της παιδικής της ηλικίας, το απρόβλεπτο χέρι της μοίρας την πέταξε σε τόπους που έμελλε να αγγίξει και πάλι το ίδιο απλωμένο χέρι –η ιστορία άλλωστε αρέσκεται να επαναλαμβάνεται-, ανακόπτοντας και πάλι την πορεία της ζωής της το 1948 και εξορίζοντάς την για πάντα μέσα στην πατρίδα της». Το 1948 δούλευε σαν υπηρέτρια στο σπίτι της οικογένειας Αμπιάντ, στη γειτονιά των πλουσίων της Βηρυτού. Όταν επιχείρησε να επιστρέψει στη γενέτειρά της, «βρέθηκε σε ένα φορτηγό γεμάτο ανθρώπους από τα γύρω χωριά που δεν είχαν καταφέρει να ξεγελάσουν τη μοίρα τους ως περιπλανώμενοι». Πέρασε δύο χρόνια σε ένα στρατόπεδο προσφύγων στη Ραμάλα και έπειτα άλλαξε το όνομά της, παντρεύτηκε τον γιο ενός ήρωα της Αραβικής Εξέγερσης και ασπάστηκε το Ισλάμ χωρίς να χρειαστεί κανείς να την προσηλυτίσει. Έζησε τη ζωή της σαν να στεκόταν στο πλάι και να την κοιτούσε να κυλάει, ερήμην της.

Όταν ο συγγραφέας πηγαίνει να τη συναντήσει, αναζητά μια άλλη γυναίκα, τη Λάιλα Χούρι, τη γυναίκα η οποία μεταμορφώθηκε από μίσος για τους χριστιανούς συγχωριανούς της που την κατέδωσαν στον εβραϊκό στρατό, σε Σουραγιά Σαΐντ. Τη βλέπει στην αυλή του σπιτιού της, μια γυναίκα γύρω στα πενήντα. «Φορούσε μαύρα και τα ατημέλητα μαλλιά της στο χρώμα της στάχτης ανέμιζαν στο ελαφρύ αεράκι του Απριλίου, που έκανε και τον καπνό από τον αυτοσχέδιο τσίγκινο φούρνο στην είσοδο του σπιτιού να ανεμίζει. Η γυναίκα τσάκιζε κλαδιά με τα χέρια και τα έριχνε μέσα στον φούρνο».

Η εικόνα, φυλακισμένη σε μια τρεμάμενη ακινησία, επανέρχεται στις σελίδες. Ο καπνός που αναδίδει τυλίγει τα διαφορετικά τοπία του βιβλίου, τις επάλληλες αντανακλάσεις του συγγραφικού προσώπου, το ελικοειδές ανασάλεμα της μνήμης.

Ήταν οι ημέρες της Αραβικής Εξέγερσης, το 1936, όταν ο πατέρας του συγγραφέα πήγε στο σπίτι της οικογένειας Μπιτάρ στη Βηρυτό για να θέσει υπό την προστασία της ένα δεκάχρονο ορφανό κορίτσι από τη Φασούτα, τη Λάιλα Χούρι. Τότε η Ιλέιν Μπιτάρ είδε για πρώτη φορά τον Χάνα Σαμάς, τον οποίο παντρεύτηκε το 1940 στα περίχωρα της Βηρυτού, σε μια μαρωνίτικη εκκλησία, παίρνοντας ως δώρο γάμου ένα δαμασκηνό ξύλινο κουτί με ένθετα σεντέφια. Το νεαρό ζευγάρι καθολικών εγκαταστάθηκε στη Φάσουτα και η Ιλέιν Μπιτάρ εγκατέλειψε για πάντα τη χώρα των κέδρων για «να ενώσει τη μοίρα της με τη μοίρα αυτού του ξεροκέφαλου κουρέα-τσαγκάρη από ένα χωριό στους λόφους της Γαλιλαίας, που μέχρι τότε κανείς δεν το είχε ακουστά».

Η Λάιλα Χούρι δεν ξέχασε ποτέ το χέρι του Χάνα Σαμάς που κρατούσε σφιχτά το δικό της, καθώς την οδηγούσε από τη Φασούτα στη Βηρυτό. «Το χέρι μου μούδιασε κι αυτός δεν το άφηνε για να μη χαθώ. Τελικά όμως χάθηκα αργότερα».

Αφήνοντας τη Σουραγιά Σαΐντ καθισμένη στο κρεβάτι της για να επιστρέψει στην Ιερουσαλήμ, ο συγγραφέας σκέφτεται «[…] πως θα ήταν καλύτερα να είχε παραμείνει η ιστορία κουβαριασμένη, σαν κάμπια μέσα στο κουκούλι της σιωπής, για πάντα. Μα τώρα που το κουκούλι είχε ανοίξει κι η πεταλούδα της ιστορίας, με ένα μαγικό πετάρισμα των φτερών της, είχε ταράξει τους ιστούς πολλών ετών λήθης, ο δρόμος του γυρισμού είχε κλείσει τόσο για μένα όσο και για την πεταλούδα». Κι ύστερα θυμήθηκε τον θείο του τον Γιούσεφ, ο οποίος έλεγε, «καλύτερα να μην ειπωθεί μια ιστορία, γιατί άμα ειπωθεί, είναι σαν πόρτα μισάνοιχτη».

Όταν έφτασε στο σπίτι της, η Σουραγιά Σαΐντ τον ακούμπησε απαλά στο μπράτσο, προσκαλώντας τον έτσι να διαβεί τη μισάνοιχτη πόρτα. «Μια λευκή πεταλούδα της άνοιξης πετούσε έξω από το σπίτι, φτερουγίζοντας με χάρη, και μετά εξαφανίστηκε». Ο συγγραφέας δεν ήξερε να αποκρυπτογραφεί τους οιωνούς, αλλά θυμόταν την πεταλούδα που είχε εξαφανιστεί από τη μισάνοιχτη πόρτα, ενώ ο πατέρας του κειτόταν στο νεκροκρέβατό του. Η Σουραγιά Σαΐντ τον επέστρεφε στο χωριό του. Στο ηχόχρωμα της φωνής της είχε αναγνωρίσει αμέσως την ντοπιολαλιά της Φασούτα. Οι λέξεις της έφεραν το ιδιόλεκτο του γενέθλιου τόπου σαν σημάδι εκ γενετής.

Η ιστορία που αναδιφούσε ο συγγραφέας ήταν η ιστορία του Αντόν Σαμάς, η ιστορία του ονόματός του την οποία του είχε εκμυστηρευτεί παλιά ο θείος του ο Γιούσεφ, πάνω στον μαγεμένο βράχο. Πηγαίνοντας, όμως, να βρει τη Σουραγιά Σαΐντ δεν έψαχνε τον εαυτό του. Πήγαινε να ψηλαφίσει με τα ίδια του τα χέρια «τους σταλακτίτες της αμφιβολίας» που για χρόνια απαγόρευε στον εαυτό του να αγγίξει. Εκείνη η γυναίκα κατείχε «το κλειδί για κάποια μυστήρια του οικογενειακού παρελθόντος» και ήθελε να της το αποσπάσει. Με το πέρασμα του χρόνου κάτι από τη βασανισμένη ψυχή τής Λάιλα Χούρι είχε σταλάξει μέσα στη συνείδησή του «σαν λείψανα αμφιβολιών», που ήξερε πως έπρεπε να μείνουν ανέγγιχτα. Και τώρα ταξίδευε προς τη Ραμάλα καταζητώντας την άκρη του νήματος στα στημόνια και τα υφάδια της ζωής του προκειμένου να υφάνει ένα πιο στέρεο αφηγηματικό πλέγμα, για να πιαστεί εντέλει, όπως εξαρχής φοβόταν, στο δίχτυ που με τα χέρια του έπλεκε.

«Ακόμη κι αφού είχα κοιτάξει μέσα από τη μισάνοιχτη πύλη, είχα δει τι υπήρχε από την άλλη πλευρά κι είχα ενδώσει στον πειρασμό να την ανοίξω, δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό πως θα βρω τον εαυτό μου, σαν τους ήρωες στις Χίλιες και Μία Νύχτες, που βρίσκονταν μπροστά σε αμέτρητες πόρτες και κάθε πόρτα έκρυβε πίσω της κι άλλες πόρτες. Από την πύλη της φαντασίας είχα μπει μέσα στις σήραγγες και στα κρυφά μέρη του παρελθόντος, και στη φαντασία μου το διαχωριστικό ανάμεσα σε αυτό που είναι και σε αυτό που ήταν κρυμμένο είχε ήδη πέσει. Και τώρα ανακάλυπτα πως αυτό που φανταζόμουν ότι ήταν απλώς ένας ιστός που είχα υφάνει πάνω στα στημόνια της πραγματικότητας με τα υφάδια της φαντασίας, δεν υπάκουε πλέον στον δημιουργό του και πως το δίχτυ της μνήμης που έπεσε έπιασε τον ίδιο τον ψαρά».

Ήταν ποτέ δυνατόν ο Αντόν Σαμάς που είχε πεθάνει το 1929 στη Βηρυτό σε ηλικία ενός έτους, να ζούσε ακόμα; Κι άραγε τελικά ο ίδιος δεν έφερε εκ γενετής το όνομα ενός νεκρού, όπως του είχε πει ο Γιούσεφ, νεκρός κι αυτός πια εδώ και χρόνια, πάνω στον βράχο;

«Αυτή είναι η αβεβαιότητα που αποτελεί το πλεονέκτημα των νεκρών έναντι των ζωντανών, των νεκρών που ανασταίνονται για να σε ταρακουνήσουν όταν αδιαφορείς παντελώς για τα σκαμπανεβάσματα του παρόντος, αλλά παραμένεις ανοχύρωτος κι ευάλωτος στα καπρίτσια του παρελθόντος».

Προτού κοιτάξει μέσα από τη μισάνοιχτη πύλη, ο συγγραφέας ανησυχούσε πως η συνάντησή του με τη Σουραγιά Σαΐντ θα παραβίαζε την ιδιωτική της ζωή, ήδη βίαια παραβιασμένη, αλλά και θα προκαλούσε «τη διασπορά ενός παρελθόντος σφραγισμένου ήδη από τη λήθη». Ανησυχούσε πως αναγκάζοντας τη γυναίκα να ξεθάψει το μακρινό παρελθόν μέσα από «τη σκόνη από θύμησες που όλα τα χρόνια της μακράς εξορίας της είχε απωθήσει στα βάθη της λήθης», θα διαπερνούσε «με την αιχμηρή σαν ξίφος περιέργειά» του «το έγκλειστο παρόν της», ελευθερώνοντας την πικρία τόσων ετών. Η ανησυχία του «δεν ήταν παρά η άκρη μιας αμυδρής, αρχέγονης γνώσης» πως ήταν προτιμότερη η άγνοια. Τραβολογώντας τα υφάδια μιας μνήμης που είχε κουβαριαστεί στη σιωπή, κινδύνευε να μπλεχτεί σε γόρδιους κόμπους.

«Σαν υφαντής, τραβώ αυτό το νήμα και πιάνω τον εαυτό μου να αναλογίζεται για την ευκαιρία που μου παρουσιάστηκε, ως αποτέλεσμα της νέας έκβασης των γεγονότων, και πριν υπολογίσω καλά καλά τα επόμενα βήματά μου, χτενίζω το ξηλωμένο νήμα, το ξαίνω από την αρχή και του δίνω μια εντελώς διαφορετική απόχρωση για να το υφάνω άλλη μια φορά στο ξεφτισμένο χαλί, μπαλώνοντας ό,τι είχε ξηλωθεί. Ποιος μου εγγυάται πως αυτή δεν είναι μια πράξη διακήρυξης της ελευθερίας αυτού του νήματος, από τη στιγμή που ξετυλίχτηκε; Μεμιάς, η ιστορία που, καθώς φαίνεται, είχε φτάσει σε τέλμα, βρίσκεται εκτεθειμένη στις ιδιοτροπίες ενός νήματος, που θα τη σύρει σε απρόσμενα εδάφη, σε μια περιπέτεια το τέλος της οποίας δεν μπορούμε να προβλέψουμε».

Στις παραπάνω γραμμές εγκλείεται η μείζων φιλοδοξία του μυθιστορήματος, η επιθυμία του να εκτυλιχτεί σαν νήμα ανυπότακτο σε μία και μοναδική ιστορία, σε μία και μόνη αδιάψευστη πραγματικότητα. Στον αργαλειό της μυθοπλασίας στημόνι και υφάδι διαπλέκονται σε τρελά σχέδια, ξηλώνοντας και ξαναπλέκοντας τον ιστό των παλιών ιστοριών. «Από μια ιστορία που έφτανε στο τέλος της, ξετυλίγεται ένα καινούριο, απείθαρχο νήμα και στρέφει τη ροή της ιστορίας σε μια απρόσμενη κατεύθυνση».

Ο Τζίριες, ο άλλος θείος του συγγραφέα, που είχε κληρονομήσει από τον πατριάρχη της οικογένειας τη «λόξα στο μυαλό», το πάθος της περιπλάνησης, είχε φύγει στην Αργεντινή, απ’ όπου δεν επέστρεψε ποτέ. Στα γράμματά του έστελνε στους οικείους του «χίλιους και έναν χαιρετισμούς», παρατείνοντας με αυτό το γραπτό πειστήριο της νοσταλγίας του την ιστορία της φυγής του.

Η Αλμάζα είχε δει το πλοίο με το οποίο ο άντρας της, ο Τζίριες, απέπλευσε από το λιμάνι της Βηρυτού για την Αργεντινή, κρατώντας στην αγκαλιά της τον γιο τους, τον Αντόν, αλλά δεν είδε ποτέ τον γιο της νεκρό. Το φυλαχτό που είχε κρεμάσει πριν το ταξίδι του ο άντρας της στον λαιμό του μωρού, δεν κατάφερε να το προστατεύσει. Έναν χρόνο αργότερα το αγόρι αρρώστησε και πέθανε. Στο νοσοκομείο της Βηρυτού της είπαν πως το παιδί είχε πεθάνει και έπρεπε να το θάψουν. Δεν είδε ποτέ το πτώμα του. Της έδωσαν μόνο το μαξιλάρι, όπου ακουμπούσε το κεφαλάκι του τις τελευταίες του ημέρες στη ζωή. «Από τότε κρατούσε το μαξιλάρι στην αγκαλιά της και του τραγουδούσε νανουρίσματα στους δρόμους της Βηρυτού». Με αυτό το μακάβριο λάφυρο επέστρεψε στη Φασούτα. «Όταν η Αλμάζα περπατάει στους δρόμους του χωριού, κρατάει στα χέρια της το πουπουλένιο μαξιλάρι που κοιμόταν ο Αντόν».

Παρά το διαπεραστικό κρύο του χειμώνα της Γαλιλαίας, η Αλμάζα δεν φορά παρά ένα λεπτό γκρίζο φόρεμα. Τα αδύνατα μαλλιά της σκεπάζουν το κεφάλι της «με ένα λεπτό μαντίλι λογικής». Η κάτισχνη, σχεδόν διάφανη, φιγούρα της την κάνει να μοιάζει «σαν σταλακτίτης πόνου που εισχώρησε και στάλαξε από την οροφή της ζωής της μέσα στη σιωπή».

Ένα ζευγάρι που ανήκε στην αριστοκρατία του παλιού αραβικού οικισμού της Χάιφας, ονειρεύεται να αποκτήσει το πρώτο του παιδί. Το 1928 το άτεκνο ανδρόγυνο πηγαίνει στη Βηρυτό, όπου υιοθετεί ένα αγόρι, μόλις μερικών ημερών. Έναν χρόνο αργότερα επιστρέφει στη Χάιφα και προσλαμβάνει για υπηρέτρια την Αλμάζα, η οποία μεγαλώνει το παιδί σαν να ήταν ο νεκρός γιος της, ο Αντόν. Το 1948 η τριμελής οικογένεια διέφυγε στη Βηρυτό και η Αλμάζα την ακολούθησε.

Ο Μισέλ Αμπιάντ μεγάλωσε ακούγοντας την Αλμάζα να του μιλάει για τον νεκρό γιο της, που πέθανε προτού γίνει ενός έτους. Το νεκρό αγόρι κατοικούσε δεσποτικό την παιδική του ηλικία, ενώ εκείνος κοιμόταν στο μαξιλάρι του και ίσως να έμπαινε και στα νεογιλά όνειρά του. Στα είκοσί του ο Μισέλ Αμπιάντ φυγαδεύεται στην Αμερική, γιατί το μυστικό της οικογένειας, η κρυφή υιοθεσία, κινδύνευε να αποκαλυφθεί. Στην Αμερική ο νεαρός άντρας μετονομάζεται σε Μάικλ Αμπιάντ και γίνεται συγγραφέας. Αργότερα θα γράψει τη μυθοπλαστική αυτοβιογραφία του, όπου αναλογίζεται την πιθανότητα να ήταν όντως ο γιος της Αλμάζα.

Το 1949 η Άμπλα η τρελή, η μαύρη νύφη, επέστρεψε στη Φασούτα από το ορφανοτροφείο της Χάιφας, όπου την είχαν κλείσει, και τριγυρνούσε στους δρόμους του χωριού άλλοτε ολολύζοντας και μοιρολογώντας και άλλοτε εξαπολύοντας στον αέρα το ανατριχιαστικό της γέλιο, «που έκανε όλα τα τζίνια να ξυπνήσουν από τον ύπνο τους». Φορούσε ένα κουρελιασμένο μαύρο σατέν φόρεμα και η λευκή γύμνια που πρόβαλλε από τα κουρέλια της έστηνε «παγίδες αποπλάνησης στα μάτια των αντρών». Τα παιδιά του χωριού την περιγελούσαν «κι αυτή, με χέρι αδιάφορο και μάτια αδειανά, ανασήκωνε τον ποδόγυρο του φορέματός της κι αποκάλυπτε μπροστά στα σκληρά μάτια των παιδιών ένα εκπληκτικά ακριβές τρίγωνο που θα χαρασσόταν για πάντα στη μνήμη τους». Με τον καιρό η Άμπλα υποτάχθηκε στη μελαγχολία. «Το ηχηρό της γέλιο έγινε υπόκωφος θρήνος και το σώμα της κατέρρευσε και συρρικνώθηκε μέσα στα κουρέλια της με μια σπαρακτική παράδοση». Η μάνα της την καταριόταν και μαζί τους Εβραίους, που με τον ερχομό τους της είχαν φέρει πίσω την κόρη της, για χρόνια παρατημένη στο ορφανοτροφείο. «Ανάθεμά τους, που μας έφεραν αυτή την επιδημία τρέλας».

Στα μέσα της δεκαετίας του ’50, ο συγγραφέας τελείωνε την πρώτη του χρονιά ως μαθητής του δημοτικού. Ο διευθυντής του σχολείου θέλοντας να κάνει καλή εντύπωση στον Εβραίο επιθεωρητή, οργάνωσε μια πανηγυρική τελετή λήξης, όπου δέσποζε ένα πελώριο άστρο του Δαβίδ καλυμμένο με κλαδιά δάφνης. Οι μαθητές έβγαιναν έντρομοι στη σκηνή για να απευθύνουν ευγενικά καλωσορίσματα στα αραβικά, καθώς φοβούνταν πως το απειλητικό άστρο θα έπεφτε πάνω στα κεφάλια τους. Το άστρο δεν έπεσε, αλλά η Άμπλα, η μαύρη νύφη, κατέπεσε σαν θύελλα στη σκηνή και ξεσπώντας σε έναν τρελό ολολυγμό ανασήκωσε τον ποδόγυρο του φορέματός της, θραύοντας το χαμόγελο ικανοποίησης στο πρόσωπο του επιθεωρητή.

Όταν ο συγγραφέας συνάντησε τη Σουραγιά Σαΐντ αισθανόταν να πλησιάζει επικίνδυνα τον χαμένο του ξάδερφο, τον Μισέλ Αμπιάντ, τον γιο του θείου του Τζίριες, ένα αποκύημα της φαντασίας του που ολοένα αποκτούσε υπόσταση. Πηγαίνοντας προς τη Ραμάλα είχε την αίσθηση πως εισερχόταν σε έναν κόσμο όχι μόνον αρχαίο, αλλά και μυθικό, φωλιασμένο σε μια εσοχή του χρόνου. Ο δρόμος, πνιγμένος στη σκόνη της λατομημένης πέτρας, αντιλαλούσε στον χτύπο της σφύρας των λιθοξόων. «Τυλίγουν τη σκηνή με το μυστηριώδες πέπλο ενός αρχέγονου ρυθμού καθώς ξεπροβάλλουν κι από τις δύο πλευρές σε όλο το μήκος του δρόμου». Στην προαιώνια πέτρα αυτού του τόπου λαξεύονται οι πιο τρελές, οι πιο σκληρές ιστορίες.

Το υποβλητικό ηχόχρωμα της σκηνής θυμίζει την εναρκτήρια σκηνή του μυθιστορήματος, όπου αντηχεί θρηνητικά η πλάνη του ξυλουργού, καθώς μετέτρεπε τις σανίδες μιας παλιάς ντουλάπας σε φέρετρο. Ο τετράχρονος συγγραφέας παρακολουθεί τόσο μαγεμένος το πλάνισμα του ξύλου, που ξεχνά τον θάνατο της γιαγιάς του και μόνο όταν ο πατέρας του ακούμπησε πάνω στην πρησμένη κοιλιά της μητέρας του ένα δρεπάνι, απέσπασε τα μάτια του από την πλάνη του ξυλουργού.

Πηγαίνοντας από την Ιερουσαλήμ στη Ραμάλα για να συναντήσει τη Σουραγιά Σαΐντ, ο συγγραφέας φέρνει στον νου του τις παλιές οικογενειακές θρηνωδίες για τις εκρήξεις στο κοντινό λατομείο που έκαναν το σπίτι στο χωριό να σείεται συθέμελα. Οι τοίχοι τραντάζονταν σωριάζοντας τα κατσαρολικά στο πάτωμα, ενώ κάτω από τα τρεμάμενα θεμέλια του σπιτιού ακουγόταν ολοκάθαρα ο βρόντος της έκρηξης που έβγαινε μέσα από τον φλοιό της γης. Οι τρομαγμένοι ένοικοι δεν μπορούσαν τότε να φανταστούν πως σε μερικά χρόνια η γη τους θα έτρεμε κάτω από τα πόδια τους με τριγμούς πολύ πιο απειλητικούς από τον απόηχο της πέτρας που εξορύσσεται.

Ο άρχων του λατομείου, αφέντης της ψυχής της πέτρας, φιλοδοξούσε να ανατινάξει τον βράχο, που λαμπύριζε τις νύχτες με πανσέληνο, και να εξορίσει διά παντός τον θρυλικό πετεινό Αρ-Ρασάντ από τη μαγεμένη του επικράτεια, εξορύσσοντας συνάμα μια και καλή τον μύθο από την πέτρα, αλλά θα χρειαστεί να περιμένει μέχρι το τέλος του μυθιστορήματος την εκπλήρωση του θαύματος.

Η Σουραγιά Σαΐντ δεν ξέχασε ποτέ τον Μισέλ Αμπιάντ. Όταν η Αλμάζα, η ηλικιωμένη υπηρέτρια του σπιτιού των Αμπιάντ στη γειτονιά των πλουσίων της Βηρυτού έφυγε, εκείνη πήρε τη θέση της. Αγαπούσε και φρόντιζε τον Μισέλ. Ήταν ερωτευμένη. Τον πρόσεχε «σαν το φυλαχτό που ήταν κρεμασμένο στον λαιμό του και που δεν έβγαζε ποτέ από πάνω του, ούτε για μια στιγμή». Τις νύχτες ονειρευόταν πως θα ερχόταν στο δωμάτιό της. Ένα πρωινό του ’48 βρήκε το φυλαχτό στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι της. Ο Μισέλ Αμπιάντ είχε φύγει για την Αμερική και τώρα ο συγγραφέας αγωνιούσε να δει το φυλαχτό του στον λαιμό της Σουραγιά Σαΐντ.

Καθώς το μαυροντυμένο σώμα της γυναίκας γυμνώνεται μπροστά του, ο Αντόν Σαμάς, φυλώντας στον νου του έναν άλλον Αντόν και εκπληρώνοντας για λογαριασμό του μια επιθυμία που είχε μείνει μετέωρη, αντικρίζει το φυλαχτό, ασφαλισμένο μέσα σε ένα «μαύρο δερμάτινο τρίγωνο» και ρίχνεται σύγκορμος στο σώμα απέναντί του. «Το μαύρο φόρεμα πέφτει και το δωμάτιο γεμίζει με φως». «Αυτό ήταν το σώμα που θα ’πρεπε να επισκέπτεται τα όνειρα του άλλου Αντόν στη Βηρυτό, αυτό είναι το σώμα που θα ’πρεπε να τον σκεπάσει με την αγνότητά του».

Αγγίζοντας την «αλαβάστρινη λάμψη» της Σουραγιά Σαΐντ, ο συγγραφέας ξαναγίνεται το αγόρι που έπεφτε στον πάτο του πηγαδιού, αφήνοντας την ηχώ που ερχόταν από κάτω να τον τυλίξει «μέσα σε μια αχνή παρηγοριά».

«Γονατίζω και χουφτώνω τους δύο λευκούς γλουτούς της, κρύβω το πρόσωπό μου μέσα στο τρίγωνό της κι ανασαίνω την ψύχρα της μούχλας, την αρχαία μυρωδιά της πέτρας και το σκοτεινό άρωμα της λάσπης που αναδίδεται από τον πάτο του πηγαδιού, καλύπτοντας τον χώρο γύρω μου με την αίσθηση του πορώδους εδάφους, που περιμένει να αγγίξει τις πατούσες μου. Πέφτω ολοένα και πιο χαμηλά».

Το παρελθόν ξεσπά στη σκέψη σαν κραυγή «κι η κραυγή σπάει σε μυριάδες θραύσματα».

«Το σώμα της Λάιλα Χούρι, το σώμα μιας γυναίκας που δεν έχει κλείσει ακόμη τα είκοσι, πέφτει πάνω μου και το σώμα μου πιάνεται στο άγκιστρο του φυλαχτού, με εξαιρετική συγκατάβαση και απεριόριστη συμπόνια που μου λένε πως το τρίγωνο του μαύρου φυλαχτού θα μείνει ανάμεσα στα στήθη της για πάντα».

«Και είμαι και πάλι το εννιάχρονο αγόρι βαθιά μέσα στο πηγάδι, μόνος μέσα στο αχνοφωτισμένο, μαγεμένο μου βασίλειο, απολαμβάνω τις σκοτεινές μυρωδιές και το μαγευτικό θέαμα, και τώρα η σκιά της Λάιλα Χούρι, καθώς προβάλλει μέσα από το τετράγωνο φωτός στην επιφάνεια του πηγαδιού, μου ρίχνει τον άλλον Αντόν Σαμάς κι αφήνει το σχοινί».

Το προσκύνημα του συγγραφέα στη Λάιλα Χούρι προετοιμάζει το πολυπόθητο αντάμωμά του με τον Μάικλ Αμπιάντ, δηλαδή τον Αντόν Σαμάς. Η συνάντησή τους λαμβάνει χώρα πέρα από την άκρη του κόσμου, στις Μεσοδυτικές Πολιτείες της Αμερικής, σε ένα αμιγώς συγγραφικό σκηνικό, όπου κάθε μύθος υπόσχεται μια δυνητική πραγματικότητα. Κάθε επινοημένη ιστορία πλησιάζει στην επαλήθευσή της. Ωστόσο, η επαλήθευση μπορεί να τραυματίσει τη φαντασίωση. Πλησιάζοντας τον Μάικλ Αμπιάντ ο συγγραφέας προχωρά προς μια μισάνοιχτη πόρτα που δεν ξέρει αν έχει το θάρρος να διαβεί. Ο άγνωστος άντρας ενεδρεύει στη ζωή του σαν παράπλευρο είδωλο. Και μολονότι ο ίδιος βρισκόταν στην Άιοβα ως «Άραβας ποιητής από το Ισραήλ», στο πλαίσιο ενός διεθνούς προγράμματος συγγραφής, παρέμενε παγιδευμένος πάνω στον μαγεμένο βράχο του χωριού του που λαμπύριζε τις νύχτες με πανσέληνο, δίπλα στον θείο του Γιούσεφ που του μιλούσε για αρχαίους θησαυρούς και σπηλιές που άνοιγαν στο άκουσμα αποκρυφιστικών γραμμάτων, αλλά και για έναν άλλο Αντόν Σαμάς ο οποίος είχε περασμένο στον λαιμό του ένα φυλαχτό, που ήταν το άλλο μισό του φυλαχτού που φυλούσε την οικογένειά του. Το μυαλό του συγγραφέα στοίχειωνε αυτό το ημιτελές φυλαχτό που μόνο αν έβρισκε το άλλο του μισό θα έλυνε τα δεσμά του βράχου και θα ελευθέρωνε τη γλώσσα των πνευμάτων, ενόσω ιχνηλατούσε «την πορεία των ελικοειδών αραβουργημάτων» που σχημάτιζαν οι ιστορίες του Γιούσεφ, κυκλώνοντας ελλειπτικά «μία ημιτελή, ανολοκλήρωτη πραγματικότητα».

«Οι ιστορίες του ήταν πλεγμένες η μία με την άλλη, αγκαλιάζονταν και αποχωρίζονταν, στριφογυρνούσαν και περιπλέκονταν μέσα στο ατέρμονο αραβούργημα της μνήμης». Έρεαν η μία μέσα στην άλλη και ενώνονταν «σε μια δίνη ψευδαισθήσεων που συνέδεε την αρχή με το τέλος, το εσωτερικό με το εξωτερικό, την πραγματικότητα με τον μύθο».

Οι κληροδοτημένες ιστορίες επιβάρυναν τον συγγραφέα με το χρέος της αναδιήγησής τους, με το καθήκον να εναποθέσει τη συλλογική μνήμη της οικογένειας σε μια ιδιόχειρη αφήγηση, που ωστόσο θα ήταν, όπως κάθε άλλη, ελλιπής και ατελής, γιατί καμία ιστορία δεν είχε «τη δύναμη να επαναφέρει τη γη που τράβηξαν κάτω από τα πόδια μας και που χάθηκε για πάντα». Ο θείος του ο Γιούσεφ δεν του είχε δώσει παρά μόνο ένα μικροσκοπικό κλειδί για να αναζητήσει τον δρόμο του «μέσα από τους ελικοειδείς θαλάμους του αραβουργήματος», μέχρι να σταθεί «μπροστά στη μισάνοιχτη πύλη, πίσω από την οποία υπάρχει μια άλλη ιστορία που δεν θα υπακούσει στους παλιούς κανόνες».

Ο Μάικλ Αμπιάντ που καιροφυλακτούσε στην Αμερική, τον επέστρεφε και πάλι στον μαγεμένο βράχο, μπροστά στην είσοδο της σπηλιάς με τον θησαυρό. Στεκόταν πάνω εκεί, ολομόναχος, αγωνιώντας να ψελλίσει ολόκληρη τη μαγική λέξη, χωρίς να παραλείψει ούτε μία συλλαβή. Ο συγγραφέας επαναλαμβάνει την ιστορία στον εαυτό του μόνο για να νιώσει τον κίνδυνο που εγκυμονεί η εξιστόρησή της. «Υπάρχει κάποιος άλλος που έχει το ίδιο όνομα με το δικό σου και κρατάει στα χέρια του την άλλη μισή σου ταυτότητα, το άλλο μισό του φυλαχτού, που άμα το ενώσεις με το μισό που έχει η οικογένεια στην κατοχή της, θα ανοίξει την πόρτα της σπηλιάς και θα μπορέσεις να βρεις τον θησαυρό. Και αν αυτό εμπεριέχει κάποια υπόσχεση, εμπεριέχει και κάποια απειλή, αφού είναι πιθανό να βρεις το μαγικό ξόρκι που θα λύσει το στόμα του άγριου θηρίου και μπορεί να συνειδητοποιήσεις ξαφνικά πως το αστραφτερό χρυσάφι δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι ουρές των αρσενικών πυγολαμπίδων που φτερουγίζουν μέσα στη σκοτεινή νύχτα».

Συνιστούν δείγματα εξαιρετικής αφηγηματικής τεχνικής οι σελίδες όπου περιγράφεται η απόκτηση του μισού φυλαχτού, ενός χαρτιού σημαδεμένου με κόκκινα, αλλόκοτα γράμματα, κρυμμένου μέσα σε ένα σκουριασμένο τσίγκινο κουτί γεμάτο χρυσά νομίσματα. Σε αυτό το αριστοτεχνικό κομμάτι του μυθιστορήματος η αφήγηση διαμοιράζεται σε δύο εσωτερικούς μονολόγους, τα θραύσματα των οποίων διασταυρώνονται σε έναν αγωνιώδη λόγο, που συναιρεί δύο διαφορετικούς τρόμους.

Είναι νύχτα, θυελλώδης και κατασκότεινη, ο Μαχμούντ Ελ-Ιμπραχίμ έχει γλιτώσει από το σχοινί, όχι όμως και από τον διωγμό, και στέλνει έναν νεαρό άντρα, συγγενή του συγγραφέα, να πάει κρυφά στο σπίτι του, στην κατεχόμενη πια περιοχή, για να του φέρει το πολύτιμο κουτί που είχε θάψει σε έναν τοίχο. Ο άντρας προχωρά προς το σπίτι του Ελ-Ιμπραχίμ τρέμοντας τις απειλές της νύχτας, τις σφαίρες που καραδοκούν στο σκοτάδι. Αισθάνεται μπλεγμένος σε μια ιστορία που πιθανότατα είναι παγίδα. «Γιατί να αναμειχθώ σε πολέμους που δεν είναι δικοί μου; Δεν είναι δικός μου αυτός ο πόλεμος; Ίσως είναι τελικά δικός μου και δεν το ήξερα κι ήρθε ο καιρός να το μάθω». Αναρωτιέται αν ο δικός του φόβος μπορεί να συγκριθεί με τον φόβο του Ελ-Ιμπραχίμ όταν κλότσησε το σχοινί, αλλά και αν ο ίδιος έπρεπε να βοηθήσει αυτόν τον άντρα, ο οποίος όχι μόνον είχε τακτοποιήσει αρκετούς προσωπικούς λογαριασμούς στο όνομα της εξέγερσης, αλλά και είχε γίνει, ήδη από το 1936, συνεργάτης των Εβραίων. Αυτός ο περιβόητος αντάρτης και στρατιωτικός διοικητής, είχε φορέσει στο κεφάλι ένα σακί από λινάτσα και προστατευμένος από Εβραίους στρατιώτες είχε καταδώσει υποτιθέμενους υποστηρικτές του Απελευθερωτικού Στρατού.

Από την άλλη, ο θησαυρός στο τσίγκινο κουτί ήταν το αντίτιμο που είχαν πληρώσει οι χωρικοί για να «δέσουν το στόμα του άγριου θηρίου της εξέγερσης και να σωθούν από αυτό». Θα μπορούσε να κρατήσει τον χρυσό για τον εαυτό του και να μην δώσει τίποτα στον Ελ-Ιμπραχίμ. «Όμως δεν πρέπει να χτυπάς έναν νεκρό. Κι ο άνθρωπος μου φαίνεται νεκρός, ακόμη κι αν κατάφερε να γλιτώσει από την κρεμάλα. Είναι σαν να είσαι νεκρός, όταν χάνεις το σπίτι σου μέσα σε μια νύχτα, μια μαύρη νύχτα σαν αυτή, κι είσαι καταδικασμένος να περιπλανιέσαι ένας Θεός ξέρει πού».

Την ίδια στιγμή, καθισμένος δίπλα στο τζάκι ενός ξένου σπιτιού, ο Ελ-Ιμπραχίμ μονολογεί κι αυτός νοερά, σε πρώτο πρόσωπο. Συλλογίζεται όλα όσα είχε αφήσει πίσω του μέσα στο χάος της φυγής. Είχαν χαθεί όλα, «εκτός από την ντροπή της ήττας» και ένα γιαταγάνι που θα προσπαθούσε πάντα να επιστρέψει στο θηκάρι του, «και το θηκάρι του ήταν η Παλαιστίνη, όχι τα στρατόπεδα προσφύγων». Κουλουριασμένος κοντά στη φωτιά, ο Μαχμούντ Ελ-Ιμπραχίμ έμοιαζε με «λαβωμένο λιοντάρι». «Μου λένε πως θα επιστρέψουμε, αλλά μέσα μου βαθιά ξέρω πως έχουμε πιαστεί από ένα σαθρό, σάπιο καλάμι. Πρόσφυγες, έτσι έχουν αρχίσει να μας αποκαλούν, και σε όποιον κόλλησαν αυτό το όνομα δεν θα μπορέσει να το βγάλει ποτέ από το πετσί του. Σαν σημάδι εκ γενετής».

Αναρωτιέται πού θα τον πάνε τα παπούτσια που είχε κλέψει από τον νεκρό άντρα που είχε βρει σε μια ρεματιά κοντά στα σύνορα με τον Λίβανο. Σίγουρα δεν θα περπατούσαν τον δρόμο της επιστροφής για το σπίτι του. Ποτέ ξανά δεν θα έβλεπε τις παπαρούνες να ανθίζουν στο χωριό του, «κόκκινες σαν το αίμα όσων αγωνίστηκαν για την Παλαιστίνη». «Στις δικές μου φλέβες όμως κυλάει διαφορετικό αίμα τώρα, αίμα αραιωμένο με ήττα και συμβιβασμό. Και στις υποχθόνιες φλέβες της γης ρέει ήδη διαφορετικό αίμα. Οι παπαρούνες θα έχουν άλλο χρώμα πια, εβραϊκό κόκκινο».

Ανησυχεί μήπως ο νεαρός το σκάσει με το χρυσάφι. Αργούσε πολύ να γυρίσει. «Μακραίνει άραγε ο δρόμος προς το σπίτι όταν αυτό δεν είναι πλέον το σπίτι σου και τον δρόμο τον περπατούν ξένοι;»

«Μάρτυράς μου ο Αλλάχ. Κοιτάζει από ψηλά και καθορίζει τη μοίρα μας. Αν η μοίρα σου είναι να περιπλανιέσαι, θα περιπλανιέσαι, κι αν η μοίρα σου είναι να μείνεις πίσω, θα μείνεις όσο θελήσει η χάρη Του, μέχρι να ξαναγυρίσει ο τροχός της τύχης γι’ άλλη μια φορά».

Έπειτα η σκέψη του πηγαίνει στους χριστιανούς της Φασούτα, που κατά τη γνώμη του την είχαν γλιτώσει φτηνά. Ήταν καλότυχοι, γιατί «βρίσκονταν πάντα στο τέλος του δρόμου, εκεί που πάει ο πολεμιστής να ξεκουραστεί. Οι νικητές δείχνουν πάντοτε έλεος σε κάποιο χωριό στο τέλος για να τους θυμίζει ό,τι έχουν καταστρέψει. […] αυτοί οι χριστιανοί ήξεραν πάντα πώς να παραμερίζουν και να στέκονται στην πίσω πόρτα, όπου οι κατακτητές γέρνουν κι αναλογίζονται όλες τις πόρτες που έσπασαν».

Ο Ελ-Ιμπραχίμ δεν εμφορούνταν από τη χάρη του Αλλάχ. Η «καλοτυχία» των χριστιανών της Φασούτα ερέθιζε τη μνησικακία του. «Αυτοί οι άνθρωποι της Φασούτα δεν πρόσφεραν ποτέ ολόψυχα τη βοήθειά τους, ούτε όταν μας συνέδραμαν, ελάχιστα έστω, κατά καιρούς. Η εξέγερση και ό,τι ακολούθησε πέρασε κάτω από τις ανασηκωμένες μύτες αυτών των χριστιανών που δεν κούνησαν ούτε το μικρό τους δαχτυλάκι. Κι όταν είχαν την ευγενή καλοσύνη να συνδράμουν, το ’καναν ολόκληρο θέμα και αρκετά επιδεικτικά».

Ο Ελ-Ιμπραχίμ αισθανόταν θύμα των καιρών. Ο άντρας που προχωρούσε μες στη νύχτα προς το σπίτι του, το οποίο ο ίδιος δεν θα ξαναέβλεπε, θα μπορούσε να του κλέψει ό,τι είχε απομείνει από τη ζωή του. Δεν θα έπρεπε όμως να το κάνει, ιδίως αν ήταν στ’ αλήθεια χριστιανός. «Δεν μπορείς να πάρεις εκδίκηση από θύματα των καιρών».

Διαπλέοντας το αφηγηματικό αραβούργημα που με δόλο και τέχνη είχε υφάνει ο θείος του ο Γιούσεφ, ο συγγραφέας καταδύεται σε έναν λαβύρινθο ιστοριών, ενώ συνάμα εμβαπτίζεται στις αντιφάσεις της πίστης του. Ο πατέρας του είχε έναν σουγιά, τον οποίο κάποιες φορές ο θείος του δανειζόταν «για να δέσει τα στόματα των άγριων θηρίων». Κρατώντας τη λεπίδα ψέλλιζε ένα ακατάληπτο ξόρκι γητεύοντας τα ήμερα και ανήμερα ζωντανά. «Μετά από καιρό ανακάλυψα πως το ξόρκι δεν ήταν παρά το “Πιστεύω” που ψέλλιζε ο θείος μου ανάστροφα πάνω από τη λεπίδα του σουγιά».

Χριστιανισμός και παγανισμός μπλέκονταν στην πίστη του θείου Γιούσεφ. «Από τη μια ήταν ένας αφοσιωμένος καθολικός, που, όπως ο Άγιος Αυγουστίνος, ήταν απόλυτα σίγουρος, σαν να τον είχε διαβεβαιώσει γι’ αυτό η ίδια η Παρθένος, πως τα χρόνια της ζωής του δεν ήταν παρά κρίκοι μιας αλυσίδας που οδηγούσε στη σωτηρία. Από την άλλη, ίσως για να διατηρήσει ανοιχτή για τον εαυτό του μια έξοδο διαφυγής, σε περίπτωση που η μόνη αλήθεια ήταν “χους εις χουν” και τα σαγόνια του άγριου θηρίου του κενού έχασκαν ορθάνοιχτα, πίστευε ακόμη πως το κυκλικό, το ελικοειδές και το φευγαλέο είχαν τη δύναμη να αντισταθούν στο κενό».

Δεν προσπαθούσε να συναιρέσει τις αντιφάσεις, αλλά αντιθέτως τις εκλάμβανε «ως μία ολότητα, μέσα στην οποία ο Αρ-Ρασάντ των πνευμάτων κι ο πετεινός που λάλησε την αυγή όταν ο άγιος Πέτρος απαρνήθηκε τον Ιησού τρεις φορές ήταν ένα και το αυτό».

Εκείνος, ο συγγραφέας, δεν έπαιρνε μέρος στις θρησκευτικές έριδες. Προτιμούσε να προχωρά στο ενδιάμεσο, διατηρώντας τις αμφιβολίες του. Βάδιζε με επιφύλαξη «σε ξένα χωράφια», προσπαθώντας αφενός να αποδεσμευτεί «από την κυκλική, παγανιστική αντίληψη του χρόνου του θείου Γιούσεφ» και αφετέρου να ακολουθήσει «τη γραμμική οδό του χριστιανικού χρόνου, που υποτίθεται πως οδηγεί στη σωτηρία, στη ρήξη των φαύλων κύκλων». Με άλλα λόγια, ο ίδιος, ένας Άραβας χριστιανός, στερημένος το θάλπος της πίστης, νοσταλγούσε τον χαμένο του ξάδερφο, τον Μάικλ Αμπιάντ, τον οποίο είχε δει σε μια φωτογραφία του 1982 να θρηνεί τους σφαγιασμένους μουσουλμάνους στη Σάμπρα και τη Σατίλα.

Ο Άραβας ποιητής από το Ισραήλ προτού ακόμη φτάσει στην Άιοβα, είχε αρχίσει να αισθάνεται τις λέξεις να ρέουν κι ένα «τρέμουλο στα ακροδάχτυλά» του, «το τρέμουλο του τέλους της σιωπής». Ένιωθε τα πρώτα νήματα της ιστορίας του να υφαίνονται γύρω του «σαν από μόνα τους». Γι’ αυτό πήρε μαζί του στην Αμερική την εβραϊκή του γραφομηχανή στην οποία εμπιστευόταν την αραβική του φαντασία, μεταφρασμένη στα εβραϊκά. Στην Άιοβα δεν τον παραμόνευε μόνο ο Μάικλ Αμπιάντ, αλλά και ένας Εβραίος συγγραφέας που ήθελε να τον μεταμορφώσει σε ήρωα της μυθοπλασίας του. Ο εκλεπτυσμένος Άραβας από την Παλαιστίνη ήταν για εκείνον τον Εβραίο μια λογοτεχνική λύση. Η εμφάνιση στο βιβλίο του Γεοσούα Μπαρ-Ον, ενός προσώπου φανταστικού, καθότι πρόδηλα συμβολικού, επιτρέπει στον Σαμάς να απολαύσει τη δεκτικότητα της αυτοαναφορικότητας στην ειρωνεία. Το πρώτο πρόσωπο μεταμφιέζεται στο τρίτο και έτσι ο συγγραφέας γίνεται ο ήρωας της δικής του μυθοπλασίας, ένας Εβραίος-Άραβας που πρωταγωνιστεί σε ένα αραβικό βιβλίο, γραμμένο στα εβραϊκά. «Ο Εβραίος μου θα είναι ένας καλλιεργημένος Άραβας. Όχι όμως διανοούμενος». «Μιλάει και γράφει έξοχα εβραϊκά, αλλά εντός των ορίων του επιτρεπτού». Θα οριοθετηθούν ζώνες απαγορευμένες, απαραβίαστες, που ο συγγραφέας επ’ ουδενί δεν θα επιτρέψει στον ήρωά του να καταπατήσει. «Γιατί αν το κάνει, μπορεί να βγει εκτός ελέγχου. Και ποιος ξέρει πώς συμπεριφέρεται ένας Άραβας σε μια απαγορευμένη ζώνη;»

«Ένας γεροδεμένος Άραβας, ανθρώπινος και ζεστός». Ακόμα καλύτερα, ο «Εβραίος του» θα ήταν ένας υπερήφανος Παλαιστίνιος-Άραβας-Ισραηλινός. Προπάντων, «μια σφαιρική μορφή», έτσι ώστε να μη βρεθεί κανένας περισπούδαστος κριτικός να τον κατηγορήσει πως «[…] ο Άραβάς μου δεν είναι παρά η λύση στα προσωπικά μου προβλήματα κι όχι στα προβλήματα της μυθοπλασίας».

«Πραγματικό ναρκοπέδιο».

Και αλλού σκέφτεται: «Πρέπει να υπάρξει ένας Άραβας αυτή τη φορά, σαν ένα είδος λύσης για κάποιο είδος σιωπής. Ένας Άραβας που μιλάει τη γλώσσα της χάρης, όπως την αποκαλούσε κάποτε ο Δάντης. Τα εβραϊκά, η γλώσσα της χάρης, σε αντίθεση με τη γλώσσα της σύγχυσης που επικράτησε στον κόσμο μετά την κατάρρευση του Πύργου της Βαβέλ. Ο Άραβάς μου θα χτίσει τον πύργο της σύγχυσής του στην πλοκή του έργου μου. Στη γλώσσα της χάρης. Αυτή είναι κατά τη γνώμη μου η μοναδική του λύτρωση. Εντός των ορίων του επιτρεπτού, φυσικά».

«Θα γράψω για τη μοναξιά του Παλαιστίνιου-Άραβα-Ισραηλινού που είναι η μεγαλύτερη όλων». Αλλά, φυσικά, θα έδινε και μεγάλη προσοχή στην «αισθητική απόσταση», χάριν της αντικειμενικότητας. Όπως επίσης θα φρόντιζε ο ήρωάς του να είναι άξιος να διεκδικήσει μια σεβαστή θέση «στις μελέτες που γίνονται σχετικά με τη μορφή του Άραβα στη σύγχρονη εβραϊκή λογοτεχνία». Το σημαντικότερο, θα ήταν ένα βιβλίο γραμμένο σε τρεις γλώσσες, «εβραϊκά, αραβικά και θάνατο».

Αφού θα ανταποκρινόταν στο πολυσύνθετο μυθοπλαστικό του χρέος, ο Άραβάς του θα ερωτευόταν μια Εβραία με κόκκινα μαλλιά, παντρεμένη, «με κάποιον στρατιωτικό ίσως». Ο έρωτάς τους θα κυοφορούσε από την αρχή «τον σπόρο της αυτοκαταστροφής του». Καθώς ο πατέρας του θα πέθαινε, θα της έγραφε γράμματα στα εβραϊκά και όταν θα πήγαινε στην Άιοβα δεν θα νοσταλγούσε μόνο τον Μάικλ Αμπιάντ, που κρατούσε την άλλη άκρη του νήματος της ζωής του, αλλά και τη Σλομίτ, που τον καταδυνάστευε ναρκοθετώντας την απουσία της με τις κόκκινες τρίχες της, «αιφνίδιες φωτιές», που πύρωναν την ανάμνησή της. Από τα αραβικά του πνευμόνια θα έβγαιναν αναστεναγμοί νοσταλγίας. «Η Σλομίτ από τη μια πλευρά, ο Μάικλ Αμπιάντ από την άλλη κι εγώ στη μέση να κοιτάζω από απέναντι το μέλλον, να κοιτάζω από απέναντι το παρελθόν».

«Αυτός ο Μάικλ Αμπιάντ είχε μπλεχτεί σιωπηρά στον ιστό της ζωής μου, όταν το μαγικό νήμα της Σλομίτ ξετυλιγόταν και γλιστρούσε μέσα από τα χέρια μου κάνοντας θόρυβο, σαν το σχοινί που σου γλιστρά μέσα από τα χέρια με τον γεμάτο κουβά, χτυπά στον λαιμό του πηγαδιού και βυθίζεται στον πάτο. Κι η επιφάνεια του νερού κυματίζει για λίγο μέχρι να επανέλθει στη βουβή γλώσσα των καθρεφτισμάτων».

Ο Αντόν Σαμάς συνάντησε τη Σλομίτ σε μια δανειστική βιβλιοθήκη της Ιερουσαλήμ και πηγαίνοντας προς το μέρος της ήξερε πως «αυτό ήταν το πάρτι που του είχαν υποσχεθεί». Κάποτε, όταν είχε πρωτοπάει στη Χάιφα, περπατούσε στους δρόμους της πόλης αμέριμνος, «κουβαλώντας τον μικρό κόσμο του χωριού μέσα στις τσέπες και στο κεφάλι του». Ξαφνικά σταμάτησε δίπλα του ένα αυτοκίνητο με μια χαρούμενη παρέα και ένα κορίτσι τον ρώτησε στα εβραϊκά: «Μήπως θέλεις να έρθεις μαζί μας σε ένα πάρτι;». Και έπειτα το αυτοκίνητο εξαφανίστηκε, αφήνοντάς τον μπερδεμένο σε «υποσχέσεις για έναν διαφορετικό κόσμο πίσω από τον φράχτη και για μαγικά πράγματα που τον περιμένουν πέρα από τη γωνία». Τώρα η Σλομίτ ερχόταν να εκπληρώσει την αθετημένη υπόσχεση του κοριτσιού. Όταν, όμως, ο έρωτάς τους άρχισε να φθίνει, ο συγγραφέας δεν δίστασε να παραδώσει την αγαπημένη του στο έλεος των καπρίτσιων του Μπαρ-Ον, επινοώντας για χάρη της μυθοπλασίας του έναν δραματικό χωρισμό με την κοκκινομάλλα Εβραία.

Στο Διεθνές Πρόγραμμα Συγγραφής της Άιοβα δεν ήταν επίσημη η γλώσσα της χάρης. Η οκταώροφη φοιτητική εστία στο Μέιφλαουερ ήταν ένας Πύργος της Βαβέλ, όπου αντιβοούσαν η σύγχυση, η ακαταληψία και η παρανόηση. Ήταν «ένας Πύργος της Βαβέλ συγκεχυμένης χάρης». Το παράξενο ζεύγος Αντόν Σαμάς και Γεοσούα Μπαρ-Ον δεν γινόταν να μην εξάψει την περιέργεια των προσκεκλημένων συγγραφέων. Οι δυο τους είχαν κουβαλήσει στην Αμερική την πυριτιδαποθήκη της Μέσης Ανατολής. Ένας Ολλανδός συγγραφέας λέει στον Σαμάς πως θα ήθελε πολύ να συζητήσει μαζί του «γι’ αυτή τη σχιζοφρένεια», «την ισραηλινοαραβική σχιζοφρένεια», για εκείνον και τον Μπαρ-Ον, «που δεν είμαστε παρά ένα και το αυτό πρόσωπο». Μια γυναίκα προσθέτει: «Δεν έχουν αποφασίσει ακόμη ποιος είναι ο εγγαστρίμυθος τίνος». Ωστόσο, μετά από λίγες ημέρες ο Ολλανδός αλλάζει γνώμη και ζητά να διαγραφεί από τα πρακτικά το σχόλιό του για τη σχιζοφρένεια, «αφού οι καταστάσεις είναι πιο πολύπλοκες απ’ ό,τι πίστευε».

Ο Ιρλανδός της παρέας απομακρύνεται διακριτικά από το ναρκοπέδιο και διαλύοντας με μια κίνηση του χεριού του την περιρρέουσα σύγχυση, λέει: «Για κάτι τέτοια, ξέρεις, έφυγα από την Ιρλανδία. Έλα, πάμε να πιούμε κάτι».

Ένα βράδυ, κάτω από το ψιλόβροχο που έσταζε ανάμεσα στα κλαδιά των σφενδαμιών, ο Ιρλανδός συγγραφέας βγάζει το πουκάμισό του και αρχίζει να πλένει τον κορμό του με ένα σαπούνι. Στεκόταν κάτω από το ψιλόβροχο, σε ένα μονοπάτι στρωμένο με κόκκινα φύλλα, «εκεί, στο τέλος του κόσμου, μακριά από την Ιρλανδία», και εξαγνιζόταν με κινήσεις που χορογραφούσαν τον καθαρό αέρα, διαγράφοντας αέναους, ανεξίτηλους κύκλους. Ο ιλαρός σαρκασμός της κάθαρσης, αλλά και η ομορφιά της μυσταγωγίας καταπαύουν τις υποβόσκουσες εχθροπραξίες.

Ο Μπαρ-Ον, ο οποίος από το αεροπλάνο ακόμα καταδίωκε τον Σαμάς κραδαίνοντας το ετοιμοπόλεμο σημειωματάριό του, χάνει γρήγορα το ενδιαφέρον του για αυτόν τον Παλαιστίνιο που φαινόταν απρόθυμος να ανταποκριθεί στο στερεότυπο του εχθρού, καθώς δεν είχε καμία διάθεση να αυτοπροσδιοριστεί ως εχθρός του, «τουλάχιστον όχι με τη συνήθη έννοια του όρου». Εν ολίγοις, δεν ήταν ενδιαφέρων μυθοπλαστικά. Από την άλλη, ο Μπαρ-Ον δεν πίστευε λέξη απ’ ό,τι του έλεγε ο Άραβας ποιητής από το Ισραήλ μόνο και μόνο για να τον ξεφορτωθεί.

Όταν ο συγγραφέας διασκέδαζε με τις πανουργίες της παραπλάνησης ενόσω φαντασιωνόταν τη μυθοπλαστική του ζωή, δεν διανοούνταν πως αυτή η φανταστική αυτοβιογραφία που πλάσαρε σε θραύσματα στον Μπαρ-Ον για να προστατευθεί από την αδιακρισία του σημειωματαρίου του, ήταν ήδη γραμμένη από τον Μάικλ Αμπιάντ, το άλλο μισό της αντανάκλασής του. Τον συναντά λίγο πριν τον επίλογο του μυθιστορήματος για να δίνει δέκτης του χειρογράφου του. Ο Μάικλ Αμπιάντ του παραδίδει τη μυθοπλαστική του αυτοβιογραφία, με ήρωα έναν άντρα ονόματι Αντόν Σαμάς, και μαζί τού παραχωρεί κάθε ελευθερία για την αναδιήγηση της ζωής αυτού του άντρα. Το χειρόγραφο, ακουμπισμένο πάνω σε ένα τραπέζι, παγιδευμένο στον αχνό κύκλο φωτός της επιτραπέζιας λάμπας, φανερώνεται ανάμεσα στους δύο ομοούσιους άντρες σαν ξόρκι και φυλαχτό, ενώνοντάς τους για πάντα εντός των συνόρων μιας πλασματικής γης, μιας επικράτειας αλωτής μόνο από τη φαντασία και το όνειρο.

Είναι φθινόπωρο του 1947 και ο Χάνα Σαμάς, κρυμμένος στο κελάρι του σπιτιού του στη Χάιφα, ακούει τους πυροβολισμούς που σκίζουν τον ουρανό και τον καταιγισμό από σφαίρες που διαγράφουν αμφίδρομες τροχιές ανάμεσα σε Εβραίους και Άραβες, και ονειρεύεται ένα ζευγάρι παπούτσια που θα περπατούσαν πέρα από τον θάνατο. Οι σφαίρες τρυπούσαν «το ύφασμα των ονείρων του», αλλά εκείνος, «σαν τον ονειροπόλο που τον ξυπνούν από το όνειρο ταρακουνώντας τον κι αυτός προσπαθεί να κλείσει πάλι τα μάτια και να ξαναγυρίσει στα δωμάτια των ψευδαισθήσεων», έκλεισε τα μάτια, κλείστηκε στο κελάρι και δημιούργησε το αριστούργημα της ζωής του.

Ο Ελ-Ιμπραχίμ κρέμεται από το κοντάρι και καθώς τα μάτια του κλείνουν, ονειρεύεται τη γιαγιά του. «Ήμουν ήδη μπροστά στην πόρτα της γιαγιάς μου, χτυπούσα ήδη τις πύλες του ελέους της, με τις πυγολαμπίδες να με περιτριγυρίζουν με τα λαμπυρίσματά τους, σαν γαμπρός τη μέρα του γάμου του, δεν περπατούσα πια ξυπόλυτος σε εκείνο το αλώνι με τα αγκάθια…»

Τις νύχτες ο Γιούσεφ «εξόριζε όλες τις ιστορίες» και επέτρεπε μόνο τα όνειρα. «Παραπονιόταν πως δεν είχε αρκετές ώρες ξύπνιος για να απαριθμήσει τα όνειρα που τον επισκέπτονταν στον ύπνο του ή που σκόνταφταν μέσα στα πέπλα του ύπνου του».

«Σαν κάποιος που ονειρεύεται και αισθάνεται ότι το συνειδητό του αρχίζει να ροκανίζει τον ύπνο του και να αποκαλύπτει την άκρη του ονείρου του στην παγωνιά του ξύπνου και προσπαθεί να το αποτρέψει βυθιζόμενος και πάλι στον ύπνο για να βρει ξανά καταφύγιο στο όνειρό του», η Αλμάζα είχε βυθίσει την καρδιά της στο μαξιλάρι που κοιμόταν ο Αντόν.

Όταν ο Αντόν έγραφε στη Σλομίτ ονειρευόταν το σπίτι του στη Φασούτα. Στα γράμματά του αγνάντευε το τέλος του κόσμου της παιδικής του ηλικίας, τον ορίζοντα που περιέκλειε τον χαμένο χρόνο. Αναρωτιέται: «Πώς να περιγράψεις ένα σπίτι σε κάποιον που αγαπάς;»

Πώς να περιγράψεις την ακινησία του τοπίου που αργόσυρτα ζωντανεύει από το βλέμμα που το κοιτάζει από το παράθυρο; Την αίσθηση της παγωνιάς στις παλάμες που ακουμπούν στο περβάζι; Την υφή του ξύλου στο δαμασκηνό ξύλινο κουτί με τα ένθετα σεντέφια; Τη μυρωδιά από τα ροκανίδια που άφηνε πίσω του ο θρήνος της πλάνης του ξυλουργού καθώς πλάνιζε ένα φέρετρο; Τις φωτεινές κηλίδες που έμπαιναν στο δωμάτιο μέσα από το φύλλωμα της βερικοκιάς που σκίαζε το πηγάδι; Πώς να περιγράψεις το περίτεχνο χαλί που ύφαιναν στο τσιμεντένιο πάτωμα οι ακτίνες του ήλιου που διηθούνταν μέσα από το τζάμι του παραθύρου; Τον πίδακα της κηροζίνης που σχημάτιζε ένα χαρούμενο τόξο στον αέρα; Πώς να περιγράψεις το χρώμα της ελιάς στην εντοιχισμένη βιβλιοθήκη που έκρυβε βιβλία και ένα πιάτο πάντοτε γεμάτο με γλυκά; Το βαρύ, ερμητικό άρωμα της ελιάς που διαχέεται στον κυκλικό πέτρινο χώρο του ελαιοτριβείου, τυλίγοντας «τις αισθήσεις σου με ένα είδος πληρότητας κι αφθονίας κι έπειτα αποσύρεται όταν φυσάει ένα αεράκι που το άγγιξε η δροσιά του τέλους του φθινοπώρου»; Τον πατέρα σου, ο οποίος, όντας «απορροφημένος, ψυχή τε και σώματι, στη διαδικασία της έκθλιψης», αρπάζει το χερούλι του πιεστηρίου συνθλίβοντας τις ελιές μέσα από κόσκινα που αναστενάζουν και απ’ όπου στάζει το λάδι μέσα στη στέρνα, περιμένοντας να μουλιάσει ψωμί φρεσκοψημένο στον τσίγκινο φούρνο, που ακόμη αναδίδει το αραβούργημα του καπνού του; Πώς να περιγράψεις τις προφητείες που ανασάλευαν πάνω σε μια κηλίδα λαδιού, προφητείες την αρχέγονη, σιβυλλική γλώσσα των οποίων μόνο οι μάγοι της μαντικής μπορούσαν να μεταφράσουν; Πώς να περιγράψεις το ποδήλατο που ποτέ δεν ήρθε από τη Ναζαρέτ, «αυτή την πόλη των θαυμάτων», ένα ποδήλατο φτιαγμένο από ζαχαρωτά, που θέριευε την προσμονή ενός αγοριού στη Φασούτα; Δεν είναι μόνο εικόνες, είναι κάτι παραπάνω, αγγίγματα. Η αίσθηση του γενέθλιου σπιτιού, γράφει ο Αντόν Σαμάς, αγγίζει το δέρμα από μέσα. Πιθανότατα η Σλομίτ δεν έλαβε ποτέ το γράμμα με την περιγραφή του σπιτιού του, γιατί ο αγαπημένος της χρειάστηκε να γράψει ένα ολόκληρο μυθιστόρημα για να το περιγράψει.

Την εποχή που έβρισκε στο μαξιλάρι του τις αιφνίδιες φωτιές των μαλλιών της Σλομίτ, τον συγγραφέα βασάνιζε ένας μόνιμος εφιάλτης. Κοιμόταν στο κρεβάτι του, στο διαμέρισμά του στην Ιερουσαλήμ, και προσπαθούσε να ξυπνήσει από τον εφιάλτη. Θέλει να φωνάξει βοήθεια στα εβραϊκά, αλλά ξέρει πως η λέξη που σκέφτεται δεν είναι η σωστή. «Ανοίγει το παράθυρο, ελπίζοντας ακόμη ότι θα θυμηθεί τη λέξη». Γιατί ποιος θα τον βοηθούσε, αν φώναζε στα αραβικά; Όσο κρατούσε ο ύπνος, στεκόταν μπροστά στο παράθυρο θέλοντας να φωνάξει βοήθεια, αλλά ποτέ δεν θυμόταν τη σωστή λέξη ούτε ήξερε σε ποια γλώσσα να την προφέρει.

Ο Αντόν Σαμάς μεταγράφει τους εφιάλτες της πραγματικότητας σαν όνειρο της γραφής· μια φρεναπάτη της γλώσσας. Οι λέξεις του έλκουν την καταγωγή τους από το «αλφάβητο της λαχτάρας». Ο συγγραφέας διασκορπίζει την καρδιά και τον νου του στο παλίμψηστο των οικογενειακών μύθων, διαπλέει σαν υπνοβάτης τη σκόνη αλωμένων τοπίων, παρεισδύει σαν φασματική φιγούρα μες στον κονιορτό που σηκώνουν οι σφύρες λιθοξόων που παλεύουν με την προαιώνια πέτρα της Παλαιστίνης, εξορύσσοντας μύθους και αρχαία λείψανα, ανασύροντας από τις ονειροφαντασίες της μνήμης τις ψηφίδες που θα στολίσουν το πανέμορφο αραβούργημά του. Μπορεί πράγματι η μόνη αλήθεια να είναι «χους εις χουν», αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να δει να αναθάλλει μέσα από το ρημαγμένο χώμα της πατρίδας του το πορφυρό φτερό του θρυλικού Αρ-Ρασάντ. Ανάμεσα σε σβόλους χώμα φτεροκοπά το όνειρο, ανεμίζοντας σε αργούς, ατέρμονους κύκλους μέσα στον διάτρητο από τις σφαίρες αέρα. 

Lina Pantaleon

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular