Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

Simone de Beauvoir,  Σιμόν ντε Μποβουάρ

Γύρω από τη γνωστή έκφραση της Simone de Beauvoir «on ne naît pas femme, on le devient» (γυναίκα δεν γεννιέσαι, γίνεσαι) πλαισιώθηκαν και διαφοροποιήθηκαν τρία τουλάχιστον φεμινιστικά κύματα με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος της ανθρώπινης δραστηριότητας του εικοστού αιώνα να βρεθεί προσανατολισμένο γύρω από τα λεγόμενα gender issues, ζητήματα δηλαδή φύλου.

Στρουκτουραλιστικές και ουσιοκρατικές αντιλήψεις των εννοιών του σώματος και του έμφυλου υποκειμένου δέχθηκαν ισχυρή κριτική από ένα μεταδομιστικό κίνημα που αμφισβήτησε τις έντονα δυϊστικές θέσεις του παρελθόντος και έθεσε μία νέα βάση ερμηνείας και νοηματοδότησης.

Δεδομένης της επίδρασης από την ντερριντιανή θεωρία του νοήματος ως συμβάντος που λαμβάνει χώρα εντός ενός δικτύου σημασιών, η μεταδομιστική θεωρία υποστηρίζει πως δεν υπάρχει ένα «φυσικό» φύλο που προηγείται ενός πολιτισμού, αλλά αντίθετα κάθε έμφυλο σώμα de facto κείται εντός του ευρύτερου κανονιστικού πλαισίου παραγωγής νοημάτων μιας κοινωνίας (βλ. Judith Butler). Έτσι, η αναγνώριση του έμφυλου διπόλου ως στερεοτυπικής κοινωνικοπολιτικής κατασκευής σε συνδυασμό με την ανάγκη συσπείρωσης και εξάπλωσης του γυναικείου κινήματος, οδήγησε σε γόνιμες και πολυεπίπεδες φεμινιστικές θεωρήσεις· αυτή με την οποία θα ασχοληθούμε αφορά στη σύνδεση του φεμινιστικού κινήματος με τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και κατ’ επέκταση τη μετάφραση.

Σε αδρές γραμμές, θα μπορούσαμε να πούμε πως η περιγραφική εξήγηση της σχέσης φεμινισμού και γλώσσας συνίσταται στην παρουσίαση δύο βασικών και αντιθετικών προσεγγίσεων: της ρεφορμιστικής και της ριζοσπαστικής προσέγγισης. Σύμφωνα με την πρώτη, η συμβατική γλώσσα γίνεται αντιληπτή ως σύμπτωμα της κοινωνίας εντός της οποίας γεννήθηκε και γαλουχήθηκε· υφίσταται, επομένως, a priori η δυνατότητα αλλαγής αρκεί να υπάρχουν οι κατάλληλες προθέσεις και να πραγματωθούν οι επιμέρους τροποποιήσεις. Η δεύτερη, ωστόσο, προσέγγιση θεάται τη γλώσσα ως βασική αιτία της γυναικείας καταπίεσης εν γένει, ως μέσο με το οποίο ο υποδεέστερος ρόλος του γυναικείου φύλου διδάσκεται και εμπεδώνεται εντός του κοινωνικού γίγνεσθαι (βλ. Luise von Flotow). Με άλλα λόγια, η ρεφορμιστική ομάδα στέκεται κριτικά ως προς το δια της γλώσσας μεταδιδόμενο μήνυμα, ενώ η ριζοσπαστική ως προς την ίδια τη γλώσσα. Για την πρώτη, το φεμινιστικό κίνημα πρέπει να αγωνιστεί για την εδραίωση ενός μη-σεξιστικού λεξιλογίου σε όλα τα πεδία του λόγου, ενώ η δεύτερη θεωρεί πως η εκ θεμελίων αναδόμηση της γλώσσας συνολικά αποτελεί conditio sine qua non για την ελευθέρωση του γυναικείου πληθυσμού. Έτσι, η συμβατική γλώσσα θεωρούμενη εγγενώς επικίνδυνη για το γυναικείο κίνημα, κρίνεται ως γλώσσα πατριαρχική, ελεγχόμενη και χειραγωγούμενη από «malestream» θεσμούς και φορείς.

Parler n’est jamais neutre γράφει το 1985 η Luce Irigaray καθώς ενισχύεται σταδιακά η άποψη πως ο τρόπος γλωσσικής έκφρασης και νοηματοδότησης επιδρά ενεργά στην εξωγλωσσική πραγματικότητα και στη θέση που αυτή λαμβάνει στη συλλογική συνείδηση:

Si nous continuons à nous parler le même langage, nous allons reproduire la même histoire. Recommencer les mêmes histoires.
(Irigaray 1997)

Καθώς η παραπάνω άποψη αναζητά πεδία εκδήλωσης και εφαρμογής, διαμορφώνεται τις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα μία σχολή πειραματικής λογοτεχνικής γραφής από γαλλόφωνες Καναδές φεμινίστριες. Θεωρώντας πως η πατριαρχική γλώσσα, μία γλώσσα όμοια με τη Newspeak στον δυστοπικό μυθιστορηματικό κόσμο του Orwell, περιορίζει τη γυναικεία δημιουργικότητα, πειραματίζονται έντονα με τις υπάρχουσες γραμματικές δομές και οδηγούνται σε απροκάλυπτους νεολογισμούς, οι οποίοι βέβαια παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και κατά τη διαγλωσσική και διαπολιτισμική μεταφορά τους. Ενδεικτικά αναφέρουμε τη χρησιμοποίηση του κεφαλαίου M στη φράση huMan rights, την αφαίρεση του άφωνου e από ορισμένες λέξεις όπως το laboratoir-e για να δειχθεί ο γυναικείος αποκλεισμός, την προτίμηση (μεταξύ άλλων) των όρων auther και translatress όταν γίνεται αναφορά σε γυναίκα συγγραφέα και μεταφράστρια και την απόδοση του γαλλικού Amantes ως Lovhers.

Δεδομένης της έντονης επιρροής της μεταδομιστικής θεωρίας στη γαλλική ριζοσπαστική γραφή, παρατηρείται επίσης εκ μέρους των συγγραφέων η διάθεση θόλωσης των ορίων μεταξύ των άκρων. Έτσι, η ποίηση και η πρόζα συναντώνται, η στίξη ενίοτε απουσιάζει, η τυπογραφική διάταξη του κειμένου είναι κάποιες φορές αλλόκοτη, ενώ προβάλλεται η παιγνιώδης λειτουργία του γλωσσικού ενεργήματος. Μάλιστα, το ταίριασμα ομόηχων λέξεων γίνεται σε τέτοιο βαθμό που κατά ορισμένους συσκοτίζει το νόημα του μηνύματος και καθιστά αναγκαία την ύπαρξη επεξηγηματικών σχολίων και υποσημειώσεων είτε εκ μέρους του συγγραφικού είτε του μεταφραστικού υποκειμένου (π.χ. η πειραματική γραφή της Nicole Brossard). Άλλες φεμινίστριες όπως η Αμερικανίδα Mary Daly επικέντρωσαν την αναζήτησή τους στο έτυμον, το αληθινό δηλαδή περιεχόμενο λέξεων που έχουν καταστεί πλέον υποβιβαστικοί χαρακτηρισμοί γυναικείων φιγούρων.

Η ανάγκη διεύρυνσης του φεμινιστικού κινήματος δεν άργησε να συνδέσει τους πρωτοποριακούς λογοτεχνικούς πειραματισμούς με τη μετάφραση. Το μεταφραστικό έργο πραγματοποιήθηκε με εξίσου πειραματικό τρόπο από φεμινίστριες που μεταχειρίστηκαν ελεύθερα τα πρωτότυπα κείμενα και υπογράμμισαν την ευρεία και συχνά προκλητική συμμετοχή τους στην ανάπλαση του νοήματος. Η έντονα παρεμβατική μεταφραστική πρακτική συνιστούσε άλλωστε και μία μορφή αντίδρασης στην καθιερωμένη αντιμετώπιση της μετάφρασης ως αντιγραφής, ως διεργασίας κατώτερης από την πρωτότυπη λογοτεχνική γραφή και, συνεπώς, κατάλληλης για το «ασθενέστερο» φύλο.

Οι συνθήκες, βέβαια, έδειξαν πως η έμφυλη ταυτότητα και η κοινή εμπειρία της καταπίεσης δεν δύνανται να λειτουργήσουν ως ενοποιητική δύναμη για ολόκληρο τον γυναικείο πληθυσμό ακριβώς επειδή δεν τον επηρεάζουν με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό. Παράγοντες όπως η φυλή και η τάξη, που κατά ένα μεγάλο βαθμό επισκιάστηκαν από μία ολιστική θέαση της γυναίκας, επιβεβαιώνουν τον ετερόκλητο και πολυδιάστατο χαρακτήρα του κινήματος, ο οποίος άλλωστε φαίνεται και κατά τη δυσκολία μεταφοράς ορισμένων έργων στη γλώσσα και τον πολιτισμό άλλων λαών. Μολονότι η καναδική φεμινιστική γραφή διακρίνεται ως η κατ’ εξοχήν πειραματική, πληθωρική και δύσβατη, κοινά σημεία εντοπίζονται και στη γραφή άλλων λογοτέχνιδων του εικοστού αιώνα· χαρακτηριστικά παραδείγματα ελληνικής σύνθεσης είναι το ποίημα Ο Βασιλιάς Φαλλός της Ιωάννας Ζερβού καθώς και το ποίημα Η Άνθρωπος της Ζωής Καρέλλη.

Τέλος, οι πειραματικές φεμινιστικές δοκιμές υπενθύμισαν τον κατ’ αρχήν πολιτικό χαρακτήρα της γλώσσας και την ευθύνη του γράφοντος υποκειμένου για την πραγμάτωση μιας επιλογής, τη λήψη μιας θέσης. Ασφαλώς, από τον αφορισμό της Beauvoir μέχρι σήμερα το φεμινιστικό κίνημα έχει λάβει πολλές αντιφατικές διαστάσεις των οποίων η κριτική παρουσιάζει, από ερευνητική τουλάχιστον άποψη, ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Σε κάθε περίπτωση, ο μεταδομιστικός φεμινισμός επηρέασε τον τρόπο που το υποκείμενο θεάται τη λογοτεχνία τόσο ως διεργασία όσο και ως επιτέλεσμα· το έργο τέχνης δεν στέκεται αγέρωχα στο χωροχρόνο αλλά δημιουργείται, ερμηνεύεται και μεταφράζεται συναρτήσει της (εξω)γλωσσικής κουλτούρας αφετηρίας και αφίξεως.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular