Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

Διασύρω, δηλαδή γελοιοποιώ δημοσίως, δηλαδή βλάπτω, εκθέτω, διαπομπεύω κάποιον ή την υπόληψή του, Διασυρμός, με τη λέξη πλήρως αποφορτισμένη από το αρνητικό της φορτίο, η εμμονική συγκέντρωση εμμονών, Διασυρμός, ένας ύμνος στις μνημειώδεις μαζώξεις ενός μυθιστορηματικού μνημονικού, Διασυρμός, η ρυθμική ροή ενός ρέοντα λόγου αναμφισβήτητα ανένταχτου σε απόπειρες αποσαφήνισής του.

Διασυρμός, λοιπόν, είναι ο τίτλος του νέου βιβλίου του Γιώργου Ικάρου Μπαμπασάκη (Εκδόσεις Εστία, 2012), πρώτο μέρος της Τριλογίας του Χάους, το οποίο, με τη λυρική δομή και τη δομική του λυρικότητα, προκαλεί, αν δεν επιβάλει, τη χρήση ενός αντίστοιχου λυρισμού στην περιγραφή του. Αυτό, αφενός, επιβεβαιώνεται με μια σύντομη ματιά στην πλειοψηφία της μέχρι τώρα κριτικογραφίας και, αφετέρου, αποτελεί ένα πρώτο τεκμήριο για τη δυναμική του βιβλίου.

Πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, μαζί με πολλάκις ομολογημένο alter ego του συγγραφέα, είναι ο Νίκος Βελής, συγγραφέας κι ο ίδιος, μανιώδης πότης και καπνιστής, Φίλος Φίλων με κεφαλαία αρχικά, ανταποκριτής μιας περιόδου της δικής του ζωής: με ύφος εξομολογητικό και παραληρηματικό, με προφορικότητα τέτοια που ο αναγνώστης μπορεί σχεδόν να νιώσει τις ανάσες του αφηγητή, με λόγο μακροπερίοδο που απευθύνεται ενίοτε στον αναγνώστη και πάντα στη «Γυναικογυναίκα» του, καλύπτει μια περίοδο τριάντα ετών, από το 1980 μέχρι τις μέρες μας. Τα κεφάλαια του βιβλίου είναι οργανωμένα χρονολογικά, σε μια γραμμική πορεία από το παρελθόν στο παρόν, ενώ το εναρκτήριο, με ημερομηνία γραφής 2012, ολοκληρώνει τον αναδρομικό κύκλο.

Η ζωή του Νίκου Βελή ισορροπεί και ταλαντεύεται από το κέντρο του περιθωρίου στο περιθώριο του κέντρου κι αντίστροφα. Πάντα βρισκόμενος εντός μιας παρέας, της δικής του παρέας, έχοντας απορρίψει τη μοναξιά σε κάθε της έκφανση, περιτριγυρισμένος, χωμένος ή εθισμένος σε βιβλία, μουσική και ταινίες, στο τρίπτυχο «Χαρτί/Βινύλιο/Σελινόιντ», σκεπασμένος από τους καπνούς των τσιγάρων και τις αναθυμιάσεις του αλκοόλ, άλλοτε σε δημιουργική έκσταση κι άλλοτε σε καθηλωτική οκνηρία, ερωτεύεται και χωρίζει, καβγαδίζει και συμφιλιώνει, θρηνεί και αποθεώνει. «[…] η ζωή κυλάει […] με ταχύτητες ιλιγγιώδεις, άσε, που να την προφτάσεις με τις λέξεις», αναφέρει σε κάποιο σημείο του βιβλίο ο Νίκος Βελής –κι όμως, το συγγραφικό αποτέλεσμα είναι τέτοιας συμπύκνωσης που, αναιρώντας τον αφηγητή του, ο Μπαμπασάκης έχει καταφέρει να την προλάβει και να την αποδώσει όχι απλά με τρόπο στατικά φωτογραφικό, αλλά, περισσότερο, εν κινήσει κινηματογραφικό.

Με τον τρόπο που παρουσιάζει τη ζωή και τις συγγραφικές προσπάθειες του Βελή ο Μπαμπασάκης αντικρούει μια καθιερωμένη συγγραφική σύμβαση: η εικόνα του αποξενωμένου ερημίτη συγγραφέα, που, όπως έχει επικρατήσει,  παρουσιάζεται σχεδόν σαν καρικατούρα να αποφεύγει την προσωπική εμπειρία και να αποζητά την απλή παρατήρηση τρίτων στην προσπάθεια συλλογής του υλικού του, στο Διασυρμό αντικαθίσταται από το πρόσωπο που, αντί να παρατηρεί, βιώνει, όχι μόνος, σα μια αδιόρατη και άγνωστη μεταξύ αγνώστων παρουσία, αλλά πάντα μεταξύ φίλων διαβάζει, ακούει, βλέπει, επηρεάζεται, αλληλεπιδρά και, τελικά και πάνω απ’ όλα, ζει, «κινούμενος εντός μιας Συλλογικότητας που αποθεώνει την Ατομικότητα»  –κάτι που στο βιβλίο συμπυκνώνεται στην εξής φράση: «Δεν καταδεχόμαστε να γράψουμε ό,τι δεν έχουμε ζήσει». Κι είναι ο πληθυντικός της φράσης που αποτυπώνει τη βαρύτητα του συλλογικού.

Ο τόπος του βιβλίου, προσκήνιο και παρασκήνιο του ταυτόχρονα, είναι η Αθήνα. Συγκεκριμένα, το «Τρίγωνο του Διαβόλου»,  το «Τρίγωνο της Λυτρωτικής Ακολασίας», όπως λυρικά χαρακτηρίζει ο συγγραφέας το τρίπτυχο Εξάρχεια/Κυψέλη/Κολωνάκι, μαζί με λίγο από Πατήσια και πολύ από Κολωνό. Είναι η Αθήνα όπως τη θυμάται, την καταγράφει και, κυρίως, την έζησε ο Μπαμπασάκης  –τα στέκια, τα καφενεία και τα μπαρ, τα ουζάδικα και οι ταβέρνες, οι δρόμοι και τα σοκάκια σα στοιχεία μιας Αθήνας όπως ήταν κάποτε και, κατ’ αντιστοιχία, όπως δεν είναι σήμερα.

Θα ήταν, βέβαια, τουλάχιστον ελλειμματικό κι ελαττωματικό, πέρα από το θέμα του Διασυρμού, να μην αναφερθεί κανείς στον τρόπο που αυτό μας δίνεται, στη μορφή του λόγου του Μπαμπασάκη: τα λογοπαίγνια, οι παρηχήσεις, οι επαναλήψεις λέξεων, ο τρόπος που η ίδια φράση, αφού γραφεί, διασπάται και επανατοποθετείται στον κορμό του κειμένου κι ο αντίστοιχος που μια λέξη περιέχεται στην επόμενη προσδίδουν στο κείμενο μια ιδιότυπη ακουστική, μια ζωντανή μουσικότητα που, τουλάχιστον στην πρώτη ανάγνωση, το μετατρέπει σχεδόν σε μουσική: προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα από τον ποιητικό λυρισμό, καταφέρνει να προκαλέσει στον αναγνώστη πρώτα την πρόσληψη του ηχητικού αποτυπώματος των λέξεων κι έπειτα αυτήν του νοήματός τους. Απλούστερα: πρώτα ακούει κανείς το κείμενο κι έπειτα το διαβάζει. Προς το τέλος του βιβλίου, στη σελίδα 179, σε μια αναφορά σ’ ένα φανταστικό έργο, διαβάζουμε: […] και εν προκειμένω είναι όντως άκου-να-δεις, που σημαίνει ότι με το land/langue συμβαίνει πρώτα να ακούς ήχους ξεφυλλίζοντας τις τριάντα δύο σελίδες του βιβλίου, και μετά βλέπεις, ναι, μετά βλέπεις γράμματα λέξεις παραγράφους εικόνες […]». Η αυτοαναφορικότητα του αποσπάσματος είναι προφανής.

Παράλληλα, η διακειμενικότητα του βιβλίου, ο τρόπος που ο Διασυρμός συνδέεται με προηγούμενα αναγνώσματα του συγγραφέα του, είναι εμφανής σε κάθε του σελίδα: άμεσες αναφορές σε συγγραφείς, τίτλους και χαρακτήρες ή έμμεσες σε μια σκηνή, έναν χαρακτήρα ή ένα απόσπασμα υπάρχουν από το εναρκτήριο παράθεμα του Mason & Dixon μέχρι τον τίτλο του τελευταίου κεφαλαίου, «Τίποτα δεν είναι αληθινό, Όλα επιτρέπονται», τη διάσημη ρήση του Hasan-i Sabbah και μια από τις αγαπημένες φράσεις του William Burroughs όπως την πρωτοάκουσε σε μια από τις διηγήσεις του Brion Gysin για τους θρύλους της Μέσης Ανατολής . Τα βιβλία κι οι χαρακτήρες τους δεν παρατίθενται απλά, αποτελούν συστατικά στοιχεία της γραφής: μια γουλιά μπορεί να είναι «δημητροκαραμαζοφική», ένα τσολάνι «γκινσμπεργκικό», η απογύμνωση μέσω της γραφής περιγράφεται ως «γίνομαι γεύμα γυμνό». Πέρα από τα βιβλία, βέβαια, δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει τις αναφορές σε ταινίες και μουσική: μία σκηνή από κάθε φιλμ είναι αρκετή για τη δημιουργία ενός trailer ενώ τα τραγούδια αρκούν για τη δημιουργία ενός ογκώδους, ποσοτικά και ποιοτικά, soundtrack.

Η απόλαυση της ανάγνωσης  στο Διασυρμό δε συνίσταται σ’ ένα αδιάκοπο γύρισμα των σελίδων, όπως τόσο ρηχά έχει επικρατήσει να ορίζεται η φράση, αλλά στο διάβασμα και ξαναδιάβασμα της ίδιας σελίδας, του ίδιου αποσπάσματος, του ίδιου συνδυασμού λέξεων· η απόλαυση της ανάγνωσης στο Διασυρμό είναι, ταυτόχρονα, και ανάγνωση της απόλαυσης, των απολαύσεων για την ακρίβεια, με την ευρύτερη έννοια του όρου, όλων εκείνων των στιγμών που όρισαν την πορεία μιας παρέας που έμαθε «να ρίχνει χλαπάτσα στον Dr Death και να λατρεύει λυτρωτικά τη Lady Life».

diasyrmos

 Διασυρμός, Γιώργος – Ίκαρος Μπαμπασάκης,  Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2012 

 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular