Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

 

Ώσπου οι πέτρες να γίνουν ελαφρύτερες απ’ το νερό, Αντόνιο Λόμπο Αντούνες

 

Ο πολυγραφότατος και διακεκριμένος Πορτογάλος συγγραφέας Αντόνιο Λόμπο Αντούνες βρέθηκε στην Αγκόλα, ως στρατιωτικός γιατρός, για περίπου δύο χρόνια στις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν ακόμα μαινόταν ο αποικιακός πόλεμος εκεί (1961–1974) και πριν την επίτευξη της πολυπόθητης ανεξαρτησίας της  Αφρικανικής χώρας από τους Πορτογάλους, τον Νοέμβριο του 1975, μετά από πέντε περίπου αιώνες ανελευθερίας. Το βίωμα του συγκεκριμένου πολέμου διαπερνά τη συγγραφική παραγωγή του Αντούνες και οριοθετεί θεματικά και το πιο πρόσφατα εκδοθέν έργο του. Στο μυθιστόρημα «Ώσπου οι πέτρες να γίνουν ελαφρύτερες από το νερό» (μετάφραση Μαρία Παπαδήμα, εκδόσεις Πόλις, 2020) τίθενται στην αφήγηση οι συνέπειες της πολεμικής βίας στους μετέχοντες αυτής, ενώ έμμεσα στηλιτεύεται η σκληρή αποικιακή πολιτική της Πορτογαλίας, οι ευθύνες της για ό,τι συνέβη στην Αγκόλα.

Η ιστορία είναι απλή και μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: ένας στρατιωτικός μετέχων στον πόλεμο της Αγκόλας επιστρέφει στη Λισαβόνα φέροντας μαζί του ένα ορφανό παιδί, το οποίο εντάσσει στην οικογένειά του και αναθρέφει. Μετά από σαράντα χρόνια ο υιοθετημένος γιος σκοτώνει τον θετό πατέρα και σκοτώνεται. Μάλιστα, αυτή η κατάληξη δίνεται από τον συγγραφέα στο εισαγωγικό κεφάλαιο του μυθιστορήματος και κατ’ αυτόν τον τρόπο καθίσταται σαφές εξ αρχής πως στόχος του αφηγήματος δεν είναι η επίτευξη ενός σασπένς εκπορευόμενου από την εκτύλιξη των γεγονότων, αλλά η διερεύνηση μέσω της αφήγησης εκείνων των στοιχείων που, εδρεύοντας στον εσωτερικό κόσμο των πρωταγωνιστών, οδηγούν στο τραγικό τέλος ως αναπόφευκτο συμβάν.

Εικοσιτρία, λοιπόν, κεφάλαια στοιχειοθετούν το κύριο σώμα του κειμένου. Διαδοχικοί μονόλογοι κατά κύριο λόγο του πατέρα και του θετού γιου εναλλάσσονται, χωρίς να διασταυρώνονται. Η εσωτερικότητα της απεύθυνσής τους υπηρετεί με μοντερνιστικό πνεύμα τη στροφή εις εαυτόν, την παράθεση όσων έχουν αποτυπωθεί στη συνείδηση των προσώπων χωρίς λογική επεξεργασία, ως μία δοκιμή καταγραφής της εμπειρίας χωρίς σαφή αποτελέσματα, για να φανερωθεί εν τέλει η αδυναμία συγκρότησης ενός ολοκληρωμένου νοήματος που να αποτυπώνει τα βεβιωμένα. Υπό το πρίσμα αυτό μέσα από τους μονολόγους πατέρα και γιου μεταφέρονται με ανερμάτιστο, συνεχή, σχεδόν παραληρηματικό λόγο αποσπασματικές, ελλειπτικές, ανολοκλήρωτες και ασύνδετες μεταξύ τους σκηνές, τακτικά και σκοπίμως επαναλαμβανόμενες, οι οποίες με τη σειρά τους μεταφέρουν τον αναγνώστη στους προσωπικούς εφιαλτικούς «τόπους» των προσώπων, έναντι των οποίων η πάλη είναι συνεχής. Η έκθεση των σκηνών αυτών διακόπτεται από φράσεις ευθέως λόγου που έχουν στοιχειώσει τα πρόσωπα ακολουθώντας τα, ακόμα κι όταν αποσπώνται από το περιβάλλον έκφρασής τους, εντείνοντας με ζωηρότητα την αίσθηση εγκλωβισμού τους σε όσα έχουν βιώσει. 

Αφορμή για την έκθεση αυτών των εφιαλτικών «τόπων» αποτελεί ως κεντρικό γεγονός του αφηγηματικού παρόντος ο εορτασμός της τελετής των χοιροσφαγίων, διαδικασία που πατροπαράδοτα και ετησίως λάμβανε χώρα για την οικογένεια στο πατρικό σπίτι του πατέρα στην πορτογαλική επαρχία. Η εστίαση στη συγκεκριμένη τελετή δεν είναι τυχαία. Η εκπορευόμενη από αυτήν βία, που σηματοδοτούσε την επιβεβαίωση του ανδρισμού των μετεχόντων, φαίνεται να συνδέεται βαθύτατα και με συμβολικό τρόπο με τη βιωμένη από τα πρόσωπα κατά το παρελθόν βία και  η προσεχής πραγματοποίησή της τα οδηγεί με ακρίβεια ως φαίνεται στη μοιραία κατάληξη.

Για τον πατέρα η κατάληξη αυτή μοιάζει λυτρωτική. Ο πατέρας ζει εγκλωβισμένος στο παρόν. Δεν υπάρχει παρελθόν γι’ αυτόν. Όλα είναι παρόντα. Η στρατιωτική ζωή στην Αγκόλα και η ζωή στη Λισαβόνα συνυπάρχουν καθημερινά, εισχωρώντας η μία στην άλλη. Ο πόλεμος, ο φόβος, η βία, ο θάνατος, η αποκτήνωση, η προσωπική του συμμετοχή, οι ενοχές είναι μόνιμα παρόντα στην καθημερινότητά του  μέσω της μνήμης, στοιχειώνοντάς την. Τίποτα δεν είναι ίδιο γι’ αυτόν μετά την Αγκόλα. Το βίωμα του πολέμου και της βίας συνεχίζει να εισπράττεται μέσω όλων των αισθήσεων που η μνήμη ενεργοποιεί. Ο πατέρας ποτέ δε βγήκε από τον πόλεμο («…για πες μου πώς βγαίνει κανείς από τον πόλεμο, για πες, βγαίνει μόνο όποιος δεν μπήκε…»). Φέροντας μαζί του το μαύρο παιδί κουβαλά για πάντα την Αφρική, τη μυρωδιά της, τη φρίκη του πολέμου, προσωποποιώντας τις προσωπικές του ενοχές για ό,τι συνέβη εκεί, από τις οποίες δεν είναι δυνατόν να ξεφύγει. Δεν είναι βέβαια μόνο η βία του πολέμου που τον βασανίζει. Είναι και οι παρελθοντικές απώλειες που δεν έχουν ξεπεραστεί. Είναι ο γάμος του, η αλλοίωσή του και η προσπάθεια κατανόησής της, η αρρώστια της γυναίκας του που την οδηγεί στο θάνατο, η αποξένωση της κόρης του. Βιώματα ακόμη της παιδικής και οικογενειακής ζωής που επανέρχονται ξανά και ξανά ως συγκεχυμένες εικόνες, σε μία αναζήτηση μιας οριστικής διευθέτησης και κατανόησης των όσων συμβαίνουν στη ζωή.

Ο μαύρος γιος στον αντίποδα οδηγείται στα χοιροσφάγια για μια ακόμη φορά, γνωρίζοντας πως θα είναι η τελευταία. Έχοντας βιώσει στη νέα του πατρίδα από μικρό παιδί τον ρατσισμό, παρ’ όλες τις προσπάθειες των θετών του γονιών να ενταχθεί σ’ αυτήν ομαλά, έχει εμποτιστεί από ένα αίσθημα κατωτερότητας, που τον ωθεί σε μία υποτακτική στάση σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του, με κυριότερη τον γάμο του, απόρροια συναλλαγής, όπου εισπράττει σιωπηλά συνεχή ευτελισμό. Βιώνει ακόμη, ως απώλεια την απομάκρυνση της αδερφής του, ενός προσώπου με το οποίο είχε επιτύχει κατά το παρελθόν σύνδεση, ενώ πονά για τον επικείμενο θάνατο της άρρωστης μητέρας του, αναγνωρίζοντάς της σημαντικό ρόλο στην ανατροφή του. Η επαναληπτικότητα των αναφορών του σε όλα αυτά στους μονολόγους του επιβεβαιώνει για τον ίδιο τη δαιμονοποίησή τους. Οι βαθύτεροι, ωστόσο, προσωπικοί του δαίμονες έχουν τη ρίζα τους στην Αφρική, στη ζωή εκεί, όση πρόλαβε να βιώσει, στη βία  που υπέστη, στην απώλεια των φυσικών του γονιών, στον ρόλο του θετού του πατέρα στην κατεύθυνση της ζωής του. Οι εικόνες από τη γενέτειρα, αν και αποσπασματικές, δυσδιάκριτες, συγκεχυμένες, ενσωματωμένες στην καθημερινότητα του, τον οδηγούν  σε μία τελική αποτίμηση για τα εκεί γεγονότα. Γνωρίζει πως δεν μπορεί να αποποιηθεί την καταγωγή του και για να ξεφύγει από το βάρος της απώλειας είναι αναπόφευκτη η εκδίκηση. Θα σκοτώσει τον θετό του πατέρα ως ιθύνοντα του φονικού των δικών του στα πλαίσια του πολέμου. Απόφαση που λυτρώνει από τους παρελθοντικούς του εφιάλτες, αν και αντιτίθεται στα εσώτερα αισθήματά του («ήταν ο πατέρας μου και δεν ήθελα να του κάνω κακό, τ’ ορκίζομαι, με φρόντισε, τον αγαπούσα, δεν ήθελα, δεν ήταν ο πατέρας μου που σκότωσα, ήταν οι πυροβολισμοί και ο πόλεμος…»).

Τίποτα, λοιπόν, δε διασώζεται στο σύμπαν του Αντούνες από τη δίνη του πολέμου.  Μόνο ο θάνατος μπορεί να ελαφρύνει τους ήρωες από τις πέτρες που τους βαραίνουν. Η βία πληρώνεται με βία, επώδυνα αποδεκτή και από τον θύτη και από το θύμα, σε μία αντιστροφή του ρόλου τους αυτή τη φορά. Αν και ο πραγματικός θύτης εδώ είναι ο πόλεμος, η ζωή και τα παιχνίδια της, η μάταιη αναζήτηση της οριστικοποίησης της ταυτότητας των προσώπων, όπως προκύπτει από ό,τι έχει βιωθεί και βιώνεται. Και όλα αυτά αναδύονται μέσω μίας επίπονης για τον αναγνώστη αφήγησης, καθώς σ’ αυτήν η μορφή υπηρετεί και αναδεικνύει άριστα το περιεχόμενο.        

 

 

 

Lamprini Gleridou

 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular