Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

 

«… η σειρά των γεγονότων ήταν επίσης το άθροισμα όσων παραλείψαμε και απαρνηθήκαμε και δεν εκπληρώσαμε…»


Το μυθιστόρημα του Τανγκύ Βιέλ (Βρέστη, 1973) ξεκινά μετά την απονομή της δικαιοσύνης, μολονότι κατακλείδα του είναι μια ετυμηγορία, το άρθρο 353 του Ποινικού Κώδικα. Τρεις είναι οι δικαστές του βιβλίου. Ο δικαστής, ένα ανώνυμο πρόσωπο, κυρίως ένας ακροατής, με το προνόμιο της δικαστικής εξουσίας. Ο Εργουάν Κερμέρ, ένας γιος που επιχειρεί να αποκαταστήσει την αξιοπρέπεια του πατέρα του και ο Μαρσιάλ Κερμέρ, ο εν λόγω πατέρας και αφηγητής, ο οποίος εξιστορεί στον δικαστή τα γεγονότα που τον οδήγησαν στην καρέκλα απέναντί του.

Ο Βιέλ στήνει το δράμα σε μια έκταση είκοσι στρεμμάτων. Είκοσι στρέμματα σε έναν όρμο της Βρέστης, όπου από χρόνια ριζώνουν, πέρα από ακαλλιέργητα χωράφια, ένα κάστρο, «περισσότερο ένα μεγάλο σπίτι με πελεκητή πέτρα και παμπάλαιους σχιστόλιθους», και μια καλύβα σαράντα πέντε τετραγωνικών, όπου ζουν ο Μαρσιάλ και ο Εργουάν.

«Καταλαβαίνετε, είπα στον δικαστή, εμείς δεν ήμασταν η πόλη. Εμείς ήμασταν η χερσόνησος απέναντι».

Μια μέρα του 1990 ένας ουρανοκατέβατος μεσσίας, ονόματι Αντουάν Λαζενέκ, ήρθε να αγοράσει τα είκοσι στρέμματα στην χερσόνησο, υποσχόμενος στους κατοίκους την ανέγερση ενός παραθαλάσσιου θερέτρου. Οι κάτοικοι, κατάκοποι από την αδιάκοπη αναμέτρησή τους με τη γη και τη θάλασσα, τον αέρα, τη βροχή και τη μόνιμη καταχνιά, άρχισαν να ονειρεύονται τη θέα από τα παραθαλάσσια διαμερίσματά τους. Το ίδιο έκανε και ο Κερμέρ, μέχρι που υπέγραψε στον Λαζενέκ μια επιταγή 512.000 φράγκων. Η οικονομική του δυνατότητα έφτανε τα 400.000 φράγκα, όση ήταν η αποζημίωση της απόλυσής του από το ναυπηγείο. Όμως, το όνειρο της κοινωνικής αποκατάστασης υπερέβαινε το απόθεμα της κατάθεσης. Έτσι, ο Μαρσιάλ Κερμέρ αγόρασε ένα ανύπαρκτο διαμέρισμα σε μια ανύπαρκτη οικοδομή. Ο σοσιαλιστής του 1981, ο οποίος είχε πανηγυρίσει την ίδια ημέρα την εκλογική νίκη του Μιτεράν και τη γέννηση του γιου του, είχε επενδύσει όλα του τα χρήματα «σε ένα σχέδιο ανέγερσης πολυτελών κατοικιών». Ήταν ντροπή, την οποία ωστόσο δρόσιζε ένα ευάερο όνειρο, ένα τριάρι στον τέταρτο όροφο μιας εξαώροφης πολυκατοικίας.

Το μόνο θεμέλιο που μπήκε ποτέ στη φαντασίωση αυτής της κατοίκησης, ήταν η ελπίδα. Επενδύοντας σε ένα σχέδιο φτιαγμένο πάνω σε κινούμενη άμμο, ο Κερμέρ απλώς ανατόκιζε την ελπίδα πως κάποτε η ζωή του θα διέφευγε από την κανονική ροή, από ημέρες απαράλλαχτες που αραδιάζονταν και οξειδώνονταν αργόσυρτα δίπλα στην ακτή. Όταν ο δικαστής απόρησε με την επιμονή της πίστης του στις επαγγελίες του Λαζενέκ, ο δικαζόμενος του υπενθύμισε πως ακόμα και στο χείλος της συντριβής απομένει μέσα σου κάτι που σε εμποδίζει να σωριαστείς, κάτι παράξενο, ανεξιχνίαστο «[…] και, θα λέγατε, παράλογο, φυσικά, παράλογο, μα το χειρότερο είναι πως, για τούτο το παράλογο πράγμα που έχει απομείνει μέσα σου και σε εμποδίζει να τα παρατήσεις, έχουμε εφεύρει μια ωραία λέξη, και τούτη η ωραία λέξη είναι “ελπίδα”».

«Έτσι είναι, ακόμα κι όταν νιώθεις πως τα πάντα έχουν χαθεί, ακόμα κι όταν δεν κοιτάζεις πια προς το μέλλον, ακόμα και τότε, τα σκαλιά της απελπισίας τα κατεβαίνεις σιγά σιγά, ένα ένα, ποτέ όμως όλα μαζί. Σας τ’ ορκίζομαι πως κάτι μέσα στο μυαλό σου σε εμποδίζει να τα κατέβεις με φόρα».

Τη μέρα που ο Λαζενέκ παρουσίασε τη μακέτα της αναμορφωμένης χερσονήσου στη μεγάλη αίθουσα του δημαρχείου, όλοι οι παρευρισκόμενοι μοιράζονταν την εντύπωση πως γιόρταζαν τη μεγαλοπρεπή αναγγελία ενός μακάριου μέλλοντος. Ο Κερμέρ ανακαλεί την ευφροσύνη της μέρας, χωρίς βέβαια να μπορεί να σβήσει από το μυαλό του τα έξι χρόνια παρατεταμένης διάψευσης που ακολούθησαν.

«Για λίγη ώρα, εκείνο το πρωί, ζήσαμε όλοι σε αυτό το μέρος, μέσα στο γυάλινο ορθογώνιο όπου ούτε η βροχή ούτε η σκόνη θα έμπαιναν ποτέ. Και νιώθαμε μαγνητισμένοι, θαρρείς, από το μέλλον».

Ξαναβλέποντας τον εαυτό του και τους υπόλοιπους κατοίκους της χερσονήσου στην εορταστική ατμόσφαιρα του δημαρχείου, ο Κερμέρ επιλέγει μια παράξενη λέξη για να περιγράψει τους παριστάμενους· τους αποκαλεί «εμπλεκόμενους», σαν να αναγνωρίζει, με τη στερνή του γνώση, την ομαδική συνέργεια σε ένα έγκλημα.

«Όπως και ’χει, κάτι σκίρτησε μέσα μου βλέποντάς μας συγκεντρωμένους εκεί, όλους τους κατοίκους της χερσονήσου, μερικές εκατοντάδες μαζί και, κατά κάποιον τρόπο, εμπλεκόμενους, ναι, κάτι σκίρτησε μέσα μου».

Ο Μαρσιάλ Κερμέρ οδηγείται ενώπιον του δικαστή κατηγορούμενος για τη δολοφονία του Αντουάν Λαζενέκ. Έξι χρόνια μετά την υπογραφή της επιταγής, ο Κερμέρ πέταξε τον Λαζενέκ στη θάλασσα. Όπως λέει στον δικαστή, όλη η ιστορία δεν ήταν παρά «μια συνηθισμένη ιστορία απάτης», «τίποτα παραπάνω». Η απονομή της δικαιοσύνης ήταν μια άλλη ιστορία, η ευθύνη της οποίας επιμεριζόταν ανάμεσα σε έναν πατέρα και τον γιο του. Και δευτερευόντως σε έναν ανώνυμο δικαστή.

Κοιτάζοντας τα είκοσι στρέμματα που απλώνονταν κάτω από τα παράθυρα του μικρού του σπιτιού, ο Κερμέρ τα φανταζόταν «να συναρμολογούνται κάθετα» μέσα στο μυαλό του. Μόνο μέσα στο μυαλό του, γιατί καθώς περνούσε ο καιρός και οι μήνες της αναμονής αθροίζονταν σε χρόνια, έξω από τα παράθυρά του αντίκριζε μπάζα, ίχνη από ερπύστριες και εκσκαφείς και έναν ανοιγμένο λάκκο, «ένα κενό ορθογώνιο που θα σκιαγραφούσε ένα υποθετικό μέλλον – μα απλώς υποθετικό». Στη θέση της εξαώροφης πολυκατοικίας με κήπο στην ταράτσα και εσωτερική πισίνα, στη θέση του τριαριού στον τέταρτο όροφο με θέα στη θάλασσα, έχασκε μια «ορθογώνια τρύπα», καταμεσής είκοσι στρεμμάτων αναποδογυρισμένου χώματος μπροστά στη θάλασσα. Τη λεηλατημένη έκταση λόγχιζαν οι πάσσαλοι ενός φασματικού εργοταξίου και οι διαλυμένες διαφημιστικές πινακίδες «[…] που κρέμονταν στο κιγκλίδωμα και οι οποίες συνέχιζαν να υπόσχονται ένα λαμπρό μέλλον, ενώ πιο πέρα, από πίσω τους, υπήρχε όλη η ειρωνεία του γρασιδιού που έγινε λάσπη και τα ερείπια του κάστρου […]».

Αντί για πέτρα και τζαμαρίες όπου θα καθρεφτιζόταν ο ήλιος, αντί για μπετόν, τσουβάλια με κονίαμα και τσιμεντόλιθους που θα στερεώνονταν ο ένας πάνω στον άλλο για να μεταμορφώσουν τον όρμο σε παραθαλάσσιο θέρετρο, ο Κερμέρ έβλεπε τη λιγοστή επικράτεια της ζωής του να καταπλακώνεται από «εβδομάδες κι έπειτα μήνες κι έπειτα χρόνια» που στοιβάζονταν οριζόντια, «σαν μια συμπαγής κι όλο και πιο αδιαφανής μάζα». Και πάνω απ’ όλα έβλεπε ερείπια, «αν βέβαια μπορούμε να ονομάσουμε ερείπια τα σημάδια ενός πράγματος που ποτέ δεν υπήρξε».

Όπως ομολογεί στον δικαστή, ο γιος του ο Εργουάν τον κατηγορούσε συχνά πως είχε γεράσει πριν της ώρας του, πως τα αυτιά του κώφευαν στον άνεμο που εξακολουθούσε να φυσά πάνω από την χερσόνησο, «τούτο το είδος ανέμου» που τρικύμιζε από μέσα τον Εργουάν. Ο Κερμέρ, ωστόσο, θυμόταν πως κάποτε, τόσο ο ίδιος όσο και 5.000 άλλοι, ένιωσαν «λίγο τον άνεμο που φυσούσε». Ο Λαζενέκ είχε μπει μέσα του σαν τον άνεμο, από μια ρωγμή της ψυχής του που βρήκε αφύλαχτη.

«Υπήρξε μια ρωγμή μέσα μου και εκείνος μπήκε σαν τον άνεμο, διότι φυσούσε όσο κι ο άνεμος, πάντα έτοιμος να ορμήσει σε κάθε άνοιγμα ή σχισμή του ψεύτικου τοίχου που προσπαθούσα ωστόσο να παρουσιάσω ως φτιαγμένο από τούβλα, μα τέλος πάντων δεν είμαι από γρανίτη».

Οι κάτοικοι της χερσονήσου, θαμμένοι ο καθένας «μες στη σιωπή της παγίδας του», παρακολουθούσαν τον Λαζενέκ να περιδιαβαίνει χαμογελώντας στη χωματερή των είκοσι στρεμμάτων και να ποδοπατά ανέμελος τα παρτέρια τους, «[…] τα ίδια παρτέρια όπου όλοι εμείς είχαμε καλλιεργήσει τις ζωές μας χωρίς καν να γνωρίζουμε την ύπαρξή του, και όπου ασφαλώς δεν χρειαζόμασταν λίπασμα για να τις κάνουμε να μεγαλώσουν πιο γρήγορα».

Μιλώντας στον δικαστή, ο Κερμέρ παραδέχεται πως όλοι σχεδόν οι κάτοικοι της χερσονήσου συνέβαλαν στην καταστροφή της, πως οι περισσότεροι υπήρξαν μεν μπλεγμένοι, αλλά ήταν κυρίως εμπλεκόμενοι στην απάτη του Λαζενέκ. Και αν ο ίδιος βρέθηκε τελικά να είναι «πιο ένοχος ή πιο εμπλεκόμενος ή πιο νόμιμος αφηγητής», αν η ευθύνη που του αναλογούσε να αφηγηθεί την ιστορία, έμοιαζε «ελάχιστα μεγαλύτερη απ’ ό,τι για τους άλλους», ήταν επειδή κάτω από τα παράθυρά του δεν σωρεύονταν μόνο ερείπια, αλλά και τα πιο κοφτερά θραύσματα της ναυαγισμένης εικόνας της χερσονήσου. Τα θραύσματα επίσης του κομματιασμένου του ειδώλου, καθώς ο Λαζενέκ ήρθε και ταρακούνησε συθέμελα τον καθρέφτη όπου επί πενήντα χρόνια αναγνώριζε τον εαυτό του. Του ήταν αδύνατον να σταματήσει τον δαιμονισμένο θόρυβο που έκανε ο καθρέφτης καθώς κοπανιόταν στα τειχία του μυαλού του, μέχρι που από τον εαυτό του δεν έμειναν παρά «σπασμένα γυαλιά», τα οποία έσερνε μαζί του με κάθε του φράση. Και αυτός ο καθρέφτης, επειδή ήταν κάτι που έκοβε αλλά και έσπαγε, θα μπορούσε να ονομαστεί συνείδηση. Η αντανάκλασή του μας δυσκολεύει, αλλά ενίοτε μας τιμά.

Με τον ερχομό του Λαζενέκ στον όρμο, ο Κερμέρ υποχρεώθηκε να βγει έξω από το σπίτι του και να παραδώσει τον ελάχιστο κόσμο του σε ένα προμελετημένο μακελειό, που τον έκανε κομμάτια. Ο Λαζενέκ στέρησε ανέκκλητα από τον Κερμέρ «το φιλικό βλέμμα» που φυλούσε στην καρδιά του για τον εαυτό του.

Αφήνοντας τον Λαζενέκ να πνιγεί στη θάλασσα της χερσονήσου, ο Κερμέρ αισθάνθηκε σαν να αποκτούσε ξαφνικά πανοραμική θέα της πόλης, σαν να είχε μεταμορφωθεί σε γλάρο και μετεωριζόταν πάνω από το νερό, μέσα στην αχλή της καταχνιάς, αλλά ακόμα και τότε, παρά την πλεονεκτική οπτική γωνία, διέκρινε μια πόλη που έμοιαζε «γραμμένη σε μια γλώσσα» την οποία δεν κατανοούσε· «ένα αλφάβητο που αποτελείται από ανακατασκευασμένες πολυκατοικίες και ανοιχτά παράθυρα, και μόνο στα περβάζια βλέπω κάποια ψίχουλα που έχουν απομείνει».

Τη μέρα που είχε σταθεί πάνω από τη μακέτα, κοιτάζοντας τη γενέτειρά του κλεισμένη σε ένα γυάλινο κουτί που λαμποκοπούσε, είχε και πάλι την αίσθηση πως πετούσε και αγνάντευε τα γνώριμα τοπία από ψηλά. Τότε ακόμα ο Λαζενέκ θριάμβευε ολόστεγνος, γι’ αυτό ίσως ο Κερμέρ μπορούσε να απολαμβάνει, συντροφιά με τους άλλους εμπλεκόμενους, το αιφνίδιο πέταγμα.

«Μια απλή μακέτα, ναι, μα ο ήλιος μπορούσε κιόλας να αντανακλάται πάνω στα τζάμια και τις γραμμές από αλουμίνιο, λες και ξαφνικά, εξαιτίας της εναέριας θέας που είχαμε, εξαιτίας της παράλογης και πανάρχαιης μάχης που δίναμε σώμα με σώμα με την ακτή, για πρώτη φορά, βλέποντάς τη σε σμίκρυνση τέτοιας κλίμακας, βγαίναμε νικητές».

Από τα λόγια του Κερμέρ αναβλύζει όλη η κούραση της τοπικής κοινότητας, την οποία για έξι χρόνια αποκοίμισε ένα συλλογικό όνειρο ευτυχίας. Ο Λαζενέκ ήρθε να εξαγγείλει το λαμπρό πέρασμα του τόπου στη νέα χιλιετία. Δεν είχε μόνο σχέδια, αλλά και την απαιτούμενη ενεργητικότητα για να τα κάνει μοιάζουν εκτός από εφικτά, αναγκαία. Οι 5.000 κουρασμένοι κάτοικοι της χερσονήσου ένιωσαν τη Θεία Πρόνοια να πνέει από τη θάλασσα. Ένας πληθυσμός κλονισμένος από πολλαπλές αποτυχίες, κουρασμένος εδώ και χρόνια «από άπειρες οπτασίες και υποσχέσεις», από την παλιρροιακή αισιοδοξία των πρωτοσέλιδων των τοπικών εφημερίδων, ένας πληθυσμός κατά πλειοψηφία σοσιαλιστής, πίστεψε στο σωτηριολογικό όραμα του Λαζενέκ και άδειασε τις τσέπες του.

«Προφανώς οι καιροί άλλαζαν –έτσι δεν είναι;-, προφανώς κάτι πιο αστικό εξαπλωνόταν ώς εμάς, και το θεωρούσαμε φυσική εξέλιξη των πραγμάτων».

«[…] εδώ, δεν ξέρω αν ισχύει περισσότερο απ’ ό,τι αλλού, μα είχαμε τούτο το αίσθημα από καιρό, τον θυμό του ουρανού που πλάκωνε τον όρμο, εκεί, στα παραθαλάσσια μονοπάτια, στις αλέες της κωμόπολης και μέχρι τις συνεδριάσεις του δημοτικού συμβουλίου, είχαμε τούτο το αίσθημα, μια κόπωση».

Στο δικαστικό μέγαρο με τους ξεφτισμένους τοίχους, στο βάθος ενός σκοτεινού διαδρόμου, κλεισμένοι σε ένα δωμάτιο δεκαπέντε τετραγωνικών, δικαστής και δικαζόμενος επωμίζονται τους προκαθορισμένους ρόλους της αντιπαράθεσης. Ο ένας διαθέτει την εξουσία της απαλλαγής ή της τιμωρίας. Ο άλλος διατηρεί μέχρι τέλους την εξουσία της αφήγησης. Και οι δύο αναζητούν την αλήθεια της ιστορίας, εξίσου επιφυλακτικοί ως προς την κατ’ επίφαση μονοσήμαντη χροιά της. Η αφήγηση του Κερμέρ ασφυκτιά μέσα στα δεκαπέντε τετραγωνικά. Στο δωμάτιο επικρατούσε μια μυρωδιά φρέσκιας μπογιάς, η οποία δημιουργούσε στον αφηγητή την αίσθηση πως όλες οι δίκες και οι ετυμηγορίες του κόσμου, όλες οι αδικίες της γης, «όλες οι αδικίες της πόλης βρίσκονταν εκεί μέσα από αιώνες, παγιδευμένες θαρρείς, τώρα, κάτω από την καινούργια μπογιά και φυλακισμένες για καιρό».

Ο λόγος του Κερμέρ πολύ περισσότερο από απολογία συνιστά μια απόπειρα εξορθολογισμού, στον βαθμό που δεν τον απασχολεί τόσο να καταδείξει την αθωότητά του όσο να κατανοήσει τα γεγονότα που στοιχειοθετούν την ενοχή του. Η ενοχή του είναι αδιαπραγμάτευτη, τελεσίδικη. Κανένας νόμος δεν θα μπορούσε να απαλείψει τη δική του, αμετάκλητη ετυμηγορία. Όπως αναφέρει στον δικαστή, τη στιγμή που οι αστυνομικοί ήρθαν να τον συλλάβουν, δεν είχε πια το περιθώριο να ξαφνιαστεί. «Προφανώς, η ψυχή μου ήταν αρκετά ένοχη ώστε δεν ξαφνιάστηκα διαπιστώνοντας ότι ο νόμος χιμούσε πάνω μου σαν γεράκι και έμπηγε κιόλας τα νύχια στους ώμους μου».

Η «αδιαφάνεια» των γεγονότων τρομοκρατεί τον αφηγητή περισσότερο από την ενδεχόμενη ποινή. Ένιωθε ότι μια κουρτίνα απλωνόταν και σκέπαζε σαν σάβανο τα λείψανα του χρόνου, «μια απλή κουρτίνα που δεν σκίζεται με τίποτα και μας χωρίζει από τα πράγματα». Αντιμαχόμενος με κάθε του φράση την ακατανοησία που υπονόμευε τη φωνή του, πάλευε να ανασυντάξει την ακολουθία των γεγονότων, ρίχνοντας ένα κατά το δυνατόν αμερόληπτο φως στα ήδη πεπραγμένα, δηλαδή ανεπανόρθωτα, αλλά αμφέβαλλε αν όντως ακολουθούσε τη σειρά των γεγονότων, «αν η σειρά των γεγονότων ήταν επίσης το άθροισμα όσων παραλείψαμε και απαρνηθήκαμε και δεν εκπληρώσαμε, αν η σειρά των γεγονότων έμοιαζε με αλληλουχία λάθος απαντήσεων σε ένα μακρύ ερωτηματολόγιο».

Η μυθοπλαστική ευφυΐα του Βιέλ έγκειται στην επιλογή του να εμπιστευτεί την αφήγηση σε ένα πρόσωπο που δεν τρέφει καμία εμπιστοσύνη στην τελεολογία της αφηγηματικής άσκησης. Ο Κερμέρ θεωρεί πως οι πιο αλγεινές, οι πιο αδήριτες σκέψεις δεν εκφράζονται σε «μια γλώσσα που αποτελείται από λέξεις». Υπάρχουν στιγμές, στιγμές τεταμένης σιωπής, που η γλώσσα δεν είναι παρά μια «άχρηστη πολυτέλεια» και τότε το μόνο που μπορεί να πει κανείς είναι ακριβώς αυτό, πως δεν μπορεί να βγάλει λέξη. Ο Κερμέρ δεν ήλπιζε πως τα γεγονότα, ακόμα και τακτοποιημένα ένα ένα στη γραμμή του χρόνου, θα έβγαζαν μέσα από την αναδιήγησή τους οποιοδήποτε νόημα. Πίστευε πως για να καταλάβει κανείς πραγματικά τα γεγονότα, χρειαζόταν «μια νέα επιστήμη», ανεύρετη ακόμη από τον άνθρωπο, άγραφη ακόμη στα βιβλία. Όλα τα άλλα, οι λέξεις, οι σκέψεις, οι φράσεις και οι ατέρμονες επεξηγήσεις, ήταν σκέτη ματαιοπονία, μια αλυσιτελής προσπάθεια να καρφώσουμε τον χρόνο πάνω σε σαθρούς πασσάλους, προκειμένου να αντέξουμε «την κατωφέρεια των εποχών».

Καθώς μιλάει στον δικαστή, ο Κρεμέρ είναι πεπεισμένος ότι, σε αντίθεση με εκείνον, ο άντρας απέναντί του γνώριζε ήδη την πάσα αλήθεια και ήταν σε θέση να αποτιμήσει με ακρίβεια το αντίτιμό της, που θα απέβαινε ασφαλώς εις βάρος του. Όταν θα ερχόταν η σειρά του να μιλήσει, οι λέξεις του δικαστή θα ξεσπούσαν στο δωμάτιο «με τη δριμύτητα ενός μαστιγίου που πλαταγίζει στον αέρα».

Στρέφοντας τη ματιά του στη βιβλιοθήκη του δωματίου, «φορτωμένη με όλα αυτά τα χοντρά βιβλία με τα μπορντό ή βυσσινιά εξώφυλλα, τους δεκάδες Αστικούς ή Ναυτικούς Κώδικες που ξεθώριαζαν εκεί, στο έλεος των σπάνιων ακτίνων του ήλιου», ο Κερμέρ σκεφτόταν πως αυτά τα βιβλία «έμοιαζαν να περιέχουν όλες τις απαντήσεις της γης». Συλλογιζόταν επίσης πως αν ο δικαστής πετούσε, όπως ο ίδιος είχε κάνει κάποτε, πάνω από την πόλη, ανυψωμένος πάνω σε ένα αερόστατο, φουσκωμένο από την πύρινη γλώσσα της γνώσης, δεν θα αντίκριζε ένα ακατανόητο αλφάβητο, αλλά θα αναγνώριζε αμέσως «τους δεσμούς της πόλης με τον εαυτό της», θα διέκρινε καινούργιους δρόμους, οι οποίοι εκτείνονταν επέκεινα της αισθητής ρυμοτομίας, «εικονικές λεωφόρους», που έσκιζαν φαντασιακούς όσο και φαντασιόπληκτους χάρτες, λεωφόρους που χάρασσαν ρωγμές «βιαιότερες από εκείνες των αρχιτεκτόνων», και ανάμεσα σε όλα αυτά θα έβλεπε τον άνεμο να τρυπώνει στα σοκάκια, παρασύροντας «μυστικά λόγια, λόγια και χρήμα».

Ο ίδιος, όταν αποτολμούσε να ξεμυτίσει από το μικρό του σπίτι, που έμοιαζε αίφνης χτισμένο στο χείλος ενός λάκκου, ερχόταν σε μετωπική σύγκρουση με τη φύση που τον χλεύαζε καταπρόσωπο, διότι, όπως πάντα, διατηρούσε το ηθικό της πλεονέκτημα έναντι των ανθρώπινων λόγων και έργων. Εκείνος ήταν που είχε βρωμίσει το χορτάρι και συλήσει το χώμα. Εκείνος υπήρξε μάρτυρας των βιαιοτήτων που υπέστη η γη.

«[…] είχα την εντύπωση ότι τα δέντρα, μαύρα και πιο ροζιασμένα απ’ ό,τι συνήθως, έπεφταν πάνω μου και με πλάκωναν, και θα νόμιζε κανείς ότι κυκλοφορούσε ανάμεσά τους μια επίμονη φήμη, ένας χλευασμός που στριφογύριζε στον αέρα. Εγώ, ναι, είχα την αίσθηση ότι όλα τους, τα πεύκα και οι φτέρες και το παχύ χορτάρι των αμμόλοφων, ήξεραν ένα μυστικό και ψιθύριζαν κάτι εναντίον μου, κοντά μου, τόσο υπερήφανα που κατοικούσαν στον δικό τους κόσμο, τον κόσμο τους δίχως λόγια και πονηρές σκέψεις».

Ο Ποινικός Κώδικας που ήταν ακουμπισμένος πάνω στο γραφείο, τοποθετούσε τους δύο άντρες στους αντίποδες του νόμου. Όσο ο Κερμέρ μιλάει, δεν μπορεί να ξεχάσει ότι ο δικαστής καθόταν «από την άλλη πλευρά του Ποινικού Κώδικα». Δεν τολμούσε να ανεβάσει τα μάτια του ούτε ένα εκατοστό πιο πάνω από το εξώφυλλο, από φόβο μη συναντήσει το βλέμμα του δικαστή· «[…] λες κι ήταν ένα πολύ ψηλό τείχος όπου θα έπρεπε να σκαρφαλώσω για να δω τουλάχιστον τι υπήρχε από την άλλη πλευρά – λες κι από την άλλη πλευρά των νόμων, από την άλλη πλευρά των άρθρων και των παραγράφων, μέσα στο βλέμμα του βρίσκονταν ήδη, όχι τα αδικήματα και οι εντυπωσιακές σκηνές των αδικημάτων, αλλά μόνο οι τιμωρίες και οι ποινές, έτσι ώστε πιο πέρα από το βιβλίο, στο πρόσωπο του δικαστή το οποίο δεν ήθελα να κοιτάξω, ορθώνονταν, θαρρείς, ήδη οι διάδρομοι της φυλακής όπου με παρακολουθούσα να περπατώ, με σκυμμένο το κεφάλι και με χειροπέδες […]».

Ο Κερμέρ κάνει λάθος. Η απάντηση που έψαχνε βρισκόταν χαμένη μες στα δικά του λόγια και όχι στα χοντρά βιβλία του δικαστή. Είχε λάθος που πίστευε πως οι λέξεις του εποστρακίζονταν στην άλλη πλευρά του Ποινικού Κώδικα και επέστρεφαν άσφαιρες σε εκείνον. Ένιωθε πως επίτηδες ο δικαστής τον άφηνε μόνο του αντιμέτωπο με τις λέξεις, «με την αταξία των λέξεων και χιλιάδες σκέψεις που κατέληγαν στο στόμα σαν σε χωνί, τους εσωτερικούς νόμους διαλογής του οποίου προσπαθούσε ίσως να συλλάβει». Κάθε φορά που κοιτούσε κατάματα τον δικαστή, νόμιζε ότι διέκρινε μια μασέτα στα μάτια του με την οποία άνοιγε δρόμο μέσα του, λιανίζοντας «τα κλαδιά των συναισθημάτων», αραιώνοντας «την πυκνή βλάστηση» όπου ενδημούσαν, «[…] σημαδεύοντας θαρρείς ένα κεντρικό σημείο που δεν το γνώριζα ούτε εγώ, κάτι που ίσως θα αποκαλούσε απλώς “τα γεγονότα”, επειδή πίστευε ότι εκεί, “στα γεγονότα”, βρισκόταν η αλήθεια».

Ο Κερμέρ μιλούσε, ο δικαστής άκουγε και το δωμάτιο ολοένα σκοτείνιαζε.

«Εκεί, μέσα στις σκιές του δειλινού, τα λόγια σκοτείνιαζαν λίγο λίγο κι αυτά, θαρρείς και κάθε λεπτό είχε αποκτήσει τον όγκο του, την τραχιά του πυκνότητα που γινόταν τροχοπέδη, θαρρείς και το ότι βρισκόμουν εκεί και μιλούσα και σκεφτόμουν και έβλεπα τόσες εικόνες να ανακατεύονται μέσα στην απραξία ήταν ο ίδιος ο χρόνος, ο χρόνος που συσσωρεύτηκε και μπλέχτηκε με όλες τις περασμένες μέρες, θαρρείς και σιγά σιγά δεν αναγνώριζα πια τίποτα από τις απολιθωμένες μέρες – τίποτα εκτός από τη συμπαγή και, τελικά, σχεδόν άμορφη μάζα του παρελθόντος».

Στην ασάλευτη όψη του δικαστή, ο δικαζόμενος διέκρινε την παραίνεση, σχεδόν εντολή, να διαρρήξει τη συμπαγή μάζα των γεγονότων, να σκάψει βαθιά μέσα στον σωρό των ημερών, να περισυλλέξει τη σορό τους και να συνεχίσει, να ξεθάψει «τα πάντα μέχρι τη σκόνη των οστών». Οι φράσεις του ήταν φτυαριές στο λατομείο του μυαλού του, αλλά οι κοπιαστικές εξορύξεις έμοιαζαν να αφήνουν ασκόνιστο τον δικαστή.

«Όσες φορές κι αν εκτόξευσα φράσεις σαν βέλη στον αέρα, ψάχνοντας πού ακριβώς θα προσγειώνονταν, πάνω σε ποιο φάκελο θα καρφώνονταν ή θα αναπηδούσαν, για να απλωθούν ύστερα στην επιφάνεια του γραφείου του σαν άλλες τόσες μελλοντικές αφηγήσεις, όχι, δεν αντέδρασε».

Ωστόσο, κάποιες φράσεις του προσέκρουαν με σφοδρότητα στην απέναντι πλευρά. Κάποιες από τις παύσεις του Κερμέρ επιβάλλονταν από την εμφανή αναστάτωση του δικαστή στα λεγόμενά του. Κάποιες φορές «ο δικαστής έμοιαζε να σκληραίνει ολόκληρος από μέσα του, θαρρείς και είχα θέσει σε λειτουργία έναν ηλεκτρικό μετασχηματιστή του οποίου αύξανα αργά την ένταση». Τον δικαζόμενο τον τρόμαζε αυτός ο συναισθηματικός κλονισμός του δικαστή, ο οποίος υποτίθεται πως αντιπροσώπευε «την ηρεμία και την ψυχρότητα των νόμων». Δεν καταλάβαινε γιατί επέτρεπε στον εαυτό του να ταράζεται «για έναν τύπο τον οποίο σίγουρα θα οδηγούσε σύντομα στην πύλη μιας φυλακής». Βαθμιαία, όμως, αρχίζει να διαβλέπει στον εντεινόμενο εκνευρισμό του δικαστή ένα νεύμα συμπάθειας για την περίπτωσή του. Τέτοιες στιγμές, στιγμές εύγλωττης συνενοχής, δικαστής και δικαζόμενος μοιράζονταν έναν κοινό κόσμο, όπου το αίτημα της δικαιοσύνης δεν αντιδικούσε με τις αιτιάσεις της ηθικής. Τότε ο Κερμέρ μιλούσε έχοντας την αίσθηση πως ο δικαστής τον συντρόφευε στις σκέψεις του, ρίχνοντάς τους μια ευμενή σκιά. Κρυφά συγκινημένος από αυτή τη σύμπνοια δικαιικής τάξης, ο Κερμέρ κοιτούσε το ταβάνι, «το οποίο έμοιαζε να έχει γίνει ο ουρανός μας, έτσι που ο δικός μας κόσμος, ο δικαστής κι εγώ, χωρούσε ολόκληρος μέσα στο γραφείο».

Μες στην αμοιβαιότητα της σιωπής, τα λόγια του Κερμέρ και τα ερωτήματα του δικαστή ανακτούσαν τη σημασία τους και ήταν σαν να συμφιλιώνονταν.

«Κι ύστερα επικράτησε σιωπή ανάμεσά μας, στον δικαστή κι εμένα, σαν να θέλαμε να σκεφτούμε ένα λεπτό πώς θα τα αντιμετωπίζαμε όλα αυτά, όχι τα όσα συνέβησαν –γι’ αυτό ήταν πολύ αργά πια, εδώ και καιρό-, μα την αηδία που νιώθαμε μέσα στον γκρίζο ουρανό του παραθύρου».

Η αφήγηση του Κερμέρ προσκαλεί στο γραφείο του δικαστή πείσμονα φαντάσματα που αναθάλλουν από την ανθρωπογεωγραφία της χερσονήσου. Μες στο δωμάτιο των δεκαπέντε τετραγωνικών, που φρουρούνταν από τους τόμους της βιβλιοθήκης, ο Κερμέρ βλέπει σαν σε ολόγραμμα τον εαυτό του να ατενίζει τον όρμο από το παράθυρο του κελιού του, βλέπει και τον Εργουάν, φυλακισμένο στο δικό του κελί, πιο πραγματικό από το δικό του, ενώ δεν παύει να ακούει τον συριγμό της σφαίρας που φύτεψε στον κρόταφό του ο δήμαρχος Λε Γκοφ, ένα βράδυ του Νοεμβρίου, του ίδιου Νοεμβρίου που ο Εργουάν κατέστρεψε όλα τα σκάφη στην προβλήτα.

Όταν εκείνο το βράδυ του Νοεμβρίου ο Λε Γκοφ ήρθε στο σπίτι του για να επικυρώσει με λέξεις την καταστροφή της πόλης, ο Κερμέρ συνειδητοποίησε με φρικτή διαύγεια πως κάθε προηγούμενο βήμα οδηγούσε προς τα εκεί, «προς την κατάρρευση», κάθε παραπανίσιος κόκκος άμμου που έπεφτε στην κλεψύδρα προμηνούσε τη σύνθλιψη. Και μες στο σαλόνι όπου παραληρούσε από πόνο και οργή ο Λε Γκοφ, είδε τις λέξεις «Θεία Πρόνοια», «ραγισμένες από κάθε πλευρά, να κοπανιούνται πάνω στα τζάμια και να συνεχίζουν να θρυμματίζονται, να φθίνουν, θαρρείς και δεν θ’ αργούσαν να γλιστρήσουν κάτω από την κλειστή πόρτα, για να σκορπίσουν τη βρώμα τους σε όλο τον όρμο».

Μέσα από τον ορυμαγδό και τον όλεθρο που δονούσαν το σαλόνι, ξεπρόβαλε «το παραμορφωμένο περίγραμμα των γεγονότων […], δηλαδή το κάπως συγκεχυμένο σύνολο των ανύπαρκτων πολυκατοικιών, των ψεύτικων χαμόγελων και των χιλιάδων χαρτονομισμάτων».

Μετά την εκπυρσοκρότηση του όπλου, «ο χρόνος άρχισε να διαλύεται μέσα σε βροχερές μέρες» και να σβήνει μέσα σε ένα στρώμα ομίχλης «το οποίο δεν είσαι ποτέ σίγουρος πού πρωτοεμφανίστηκε, ούτε σε ποιο τμήμα του δρόμου κατέβηκε».

Ο Κερμέρ δεν καταλαβαίνει σε τι χρησιμεύει το εκ των υστέρων νόημα των γεγονότων. Δεν καταλαβαίνει σε τι χρησιμεύει η γλώσσα στην εκστόμιση της αλήθειας. Δεν καταλαβαίνει «τον δαίμονα στην καρδιά των ανθρώπων». Η δυναστική ακαταληψία, από την οποία υποφέρει ο λόγος του Κερμέρ, εκπηγάζει από την αποτυχία του να κατανοήσει το κακό. Αν ο Λαζενέκ τού έκανε κακό, ήταν επειδή εκείνος δεν κατάλαβε ποτέ πόσο ικανός ήταν για αυτό. Η σκέψη του παροπλιζόταν μπροστά στον απροσμάχητο παραλογισμό του κακού. Δεν άντεχε να σκεφτεί πως «το αληθινά κακό» ήταν συνειδητά γραμμένο βαθιά μέσα στο μυαλό του Αντουάν Λαζενέκ.

«Τα άτομα σαν κι εμένα χρειάζονται λογική, και η λογική θα έλεγε ότι ένας παλιάνθρωπος είναι παλιάνθρωπος διαρκώς, όχι μόνο κατά διαστήματα».

Όμως, ο Λαζενέκ δεν ήταν διαρκώς παλιάνθρωπος. Άλλωστε κινούνταν στην πόλη σαν τις κινήσεις του να τις νομιμοποιούσε ένα απαράβατο αξιακό σύστημα. Στο προσωπικό του δικαιικό σύστημα δεν ήταν άνομη η εξαπάτηση, στο μέτρο που δεν αδικούσε τον ίδιο. Ο Κερμέρ ήταν ανίσχυρος μπροστά στον παραλογισμό του Λαζενέκ· «κατά βάθος, όσο πιο παράλογες είναι οι πράξεις σου, τόσο μεγαλύτερα περιθώρια ελιγμών έχεις, διότι ο άλλος απέναντί σου, ο άλλος, όσο δεν το έχει βάλει αυτό μέσα στο δικό του κομπιουτεράκι για να δαμάσει τον παραλογισμό, είναι σαν να έχει παραλύσει».

Ο Κερμέρ είχε κατατροπωθεί από την κακία του Λαζενέκ. Όπως λέει στον δικαστή, άνθρωποι σαν τον Λαζενέκ «[…] καθηλώνουν τους πάντες γύρω τους με τόση μαυρίλα, δολιότητα ή κακία, δεν μπορώ να σας εξηγήσω πώς ακριβώς, μα καταφέρνουν να στραγγίξουν και τα τελευταία υπολείμματα αξιοπρέπειας ή, απλώς, λογικής που έχουν απομείνει στους άλλους».

Εκείνο που δεν δυσκολεύεται καθόλου να καταλάβει ο αφηγητής είναι η ενοχή· η ενοχή τον κάθισε απέναντι από τον δικαστή, όχι όμως για τον φόνο του Λαζενέκ, αλλά η ενοχή που τον καθήλωνε στη σκέψη του γιου του. Κάθε φορά που σκεφτόταν τον Εργουάν στο κελί της φυλακής, τον κέντριζε ένας δριμύς πόνος, κατάστηθα, «κάτω από το ηλιακό πλέγμα». Το να καταλάβεις προκαλεί πόνο και ο Κερμέρ πονούσε στα σωθικά του, καθώς αναλογιζόταν πως είχε εκθέσει τον Εργουάν στον θυμό που δηλητηρίαζε αργοκυλώντας αθέατος τα σαράντα πέντε τετραγωνικά του σπιτιού τους.

Όταν ο Εργουάν αποφάσισε να απονείμει δικαιοσύνη, αφήνοντας λυτό το σκάφος του Λαζενέκ στη θάλασσα που λυσσομανούσε, ο Κερμέρ κατάλαβε πως ήταν ανεπίτρεπτο, ενάντια σε κάθε περί δικαίου αίσθημα, ένας γιος να επωμίζεται την ευθύνη της σωτηρίας του πατέρα του, ακόμα και αν πρόκειται για σωτηρία ηθικής τάξεως. «Ένας γιος δεν είναι προγραμματισμένος για να σε λυπάται», επισημαίνει στον δικαστή. Δεν μπορούσε πια να παραθεωρεί το μέγεθος της ολιγωρίας του. Έπρεπε εδώ και χρόνια να έχει επιστρατεύσει όλη του την τρυφερότητα, όλη την παρηγορητική πειθώ που διέθετε, ώστε να καταπαύσει τον άνεμο που ανέπαλλε τον γιο του, να τον σώσει από τον θυμό και τον φόβο του.

Στα δεκαεφτά του ο Εργουάν είχε πάρει εκδίκηση στο όνομα του πατέρα του. Όταν ήταν μόλις εφτά χρονών είχε προσπαθήσει να τον τραβήξει από τον θάνατο. Ανακαλώντας τη σκηνή που εκτυλίχθηκε πριν δέκα χρόνια στη ρόδα ενός αυτοσχέδιου λούνα παρκ, ο Κερμέρ μπορούσε να νιώσει τα χέρια του Εργουάν να σφίγγουν ξανά τους καρπούς του, πασχίζοντας να τον γλιτώσει από τη μοιραία πτώση. Και σκεφτόταν πως ήδη από τότε έπρεπε να έχει πείσει τον γιο του πως δεν έφερε καμία ευθύνη για τη δική του επιβίωση, ούτε όμως και για την πτώση του. Όμως, ακόμη και τότε, ήταν ήδη πολύ αργά.

«Κατά κάποιον τρόπο, ήταν πολύ αργά για να του το εξηγήσω, να του το εγγυηθώ, ότι ασφαλώς θα ζούσε χωρίς εμένα, ότι οποιοδήποτε παιδί μπορεί να αντέξει και να μεγαλώσει χωρίς τον πατέρα του, και ίσως μάλιστα, κρίνοντας από τη σημερινή κατάσταση, ναι, θα ήταν καλύτερα».

Η δική του αδυναμία, η προθυμία του στην κατάνευση, η δειλία του μπροστά στον παραλογισμό του κακού, είχαν οπλίσει το χέρι του Εργουάν, ο οποίος βλέποντας τον πατέρα του να σκύβει τον σβέρκο «στον ήχο χιλιάδων μαχών», που θα όφειλαν να δώσουν από κοινού, ανέλαβε δράση και για λογαριασμό του. Καλό θα ήταν τα παιδιά να αντιλαμβάνονται εγκαίρως πως δεν είναι η προέκταση των πατεράδων τους, τονίζει ο Κερμέρ στον δικαστή.

«Πόσα χρόνια όμως χρειάζονται για να το συνειδητοποιήσει κανείς αυτό, ω, όχι τόσο εμείς αλλά εκείνα, πόσα χρόνια χρειάζονται για να καταλάβουν μια μέρα ότι δεν είναι το οπλισμένο χέρι των ονείρων μας και όλων όσα δεν πραγματοποιήσαμε στη ζωή, ναι, ότι δεν γεννήθηκαν για να καλύψουν τις βλακείες μας;»

Από την άλλη, ένας γιος δεν χρειάζεται λέξεις για να ερμηνεύσει «το κύρτωμα των ώμων ή την κίνηση του σβέρκου», όταν κάποιος κρατά τον πατέρα του και «τον συντρίβει με το ένα χέρι». Αντιμέτωπος με τη σιωπή του πατέρα του, ο Εργουάν αποσιωπούσε με τη σειρά του τη λύπηση και την ντροπή που τον στοίχειωναν για αυτόν τον ακηδή κηδεμόνα που μέρα τη μέρα σερνόταν όλο και χαμηλότερα, κατέρρεε και έπεφτε. Όπως ετεροχρονισμένα διαπιστώνει ο Κερμέρ, το μόνο που είχε καταφέρει κατασιγάζοντας τις μαύρες του σκέψεις, ήταν να χτίσει ένα στεγανό τείχος που απομόνωνε τον καθένα, στη μία και την άλλη πλευρά του κόσμου, «[…] δηλαδή εμένα όλο και περισσότερο μέσα στη λάσπη μιας οικοδομής που δεν προχωρούσε και εκείνον, απλώς, στην παιδική ηλικία».

Υπό αυτό το πρίσμα, η δολοφονία του Λαζενέκ συνόψιζε στην ουσία την όψιμη απολογία ενός πατέρα απέναντι στον γιο του.

Εκείνο που αναμφίβολα ξεχωρίζει στο βιβλίο είναι η εκπληκτική αφηγηματική δεξιοτεχνία του Βιέλ. Έχει σημασία να προσέξουμε ότι ολόκληρη η αφήγηση είναι μεταγενέστερη των αφηγούμενων και αρθρώνεται σε ελεύθερο πλάγιο λόγο που ενίοτε γίνεται ευθύς. Ο ενδοδιηγητικός-ομοδιηγητικός αφηγητής δεν απευθύνεται στον δικαστή, αλλά σε έναν τρίτο, ο οποίος τον ακούει (η αφήγηση περισσότερο ακούγεται παρά διαβάζεται) αρκετό καιρό μετά τη δικαστική του περιπέτεια. Συνεπώς από την αρχή της εξιστόρησής του, έχει επίγνωση όλων των επιμέρους εκβάσεων της ιστορίας του. Παρ’ όλα αυτά, ο λόγος του, μολονότι διατυπώνεται εκ των υστέρων, δοκιμάζεται από τη δυσλεξία της ακαταληψίας, απομιμείται με άλλα λόγια την πρότερη άγνοια.

Ο Κερμέρ βασανίζεται από την αίσθηση πως δεν διαθέτει τις κατάλληλες λέξεις για να περιγράψει τι ακριβώς του συνέβη. Έχει την εντύπωση πως ο δικαστής είναι θωρακισμένος με το δέον λεξιλόγιο, επαρκές για την αντιμετώπιση τόσο της βίας όσο και του δικαίου. Ένα λεξιλόγιο περιφρουρημένο άλλωστε από τον Ποινικό Κώδικα, που επιβάλλεται στο μέσον του γραφείου του. Εκείνος, όμως, οφείλει να επινοήσει λέξη τη λέξη τη γλώσσα της υπεράσπισής του, διαπλέοντας και πάλι άναυδος την άβυσσο ανάμεσα στο ηθικό και το δίκαιο. Στην ουσία ανακαλεί τη φωνή του, έτσι όπως ακούστηκε κάποτε στο γραφείο του δικαστή.

Η γραφή του Βιέλ μεταφέρει αριστοτεχνικά τη γλωσσική σύγχυση του αφηγητή. Ο διακοπτόμενος, επιφυλακτικός λόγος, διάστικτος από υπαναχωρήσεις και αμφιβολίες, υιοθετεί την αδεξιότητα της προφορικής ομιλίας. Ταυτόχρονα είναι λόγος εμφανώς πεποιημένος, που δεξιώνεται επάλληλες μεταφορές. Φαίνεται πως ό,τι δεν μπορεί να πει, ο αφηγητής το υποδεικνύει με εικόνες, εικόνες που αναδύονται ανάγλυφες μέσα από την κερματισμένη φωνή του. Κάθε ανάμνηση που ανασύρει ο Κερμέρ από τον πυθμένα του χρόνου, κουβαλά και μια εικόνα, κοφτερή σαν λάμα, που τον ξεσκίζει κατάσαρκα. Όσο ανατρέχει στα έξι τελευταία χρόνια της ζωής του, το μυαλό του γδέρνεται βαθιά, από πολύ μέσα, «λες κι ένα σιδερένιο πλαίσιο με ορθές γωνίες έσκιζε τον χρόνο».

«Ενδεχομένως η μνήμη να μην είναι τίποτε άλλο παρά μόνο αυτό, οι αιχμηρές άκρες των εσωτερικών εικόνων, εννοώ, όχι οι ίδιες οι εικόνες μα το κοφτερό σκαμπανέβασμα των εικόνων μέσα μας, σαν να είναι δεμένες με αλυσίδες που τις εμποδίζουν να ξεκολλήσουν, αλλά οι τριβές που τις τεντώνουν και τις συγκρατούν μοιάζουν με όρνιο που σου ξεσκίζει τις σάρκες, και τότε, αν δεν υπάρχει δαίμονας ή θεός για να σε ελευθερώσει, το μαρτύριο μπορεί να διαρκέσει χρόνια».

Πέρα από καταφανώς εικονοποιητικός, ο λόγος του Βιέλ είναι υποθαλάσσιος, σύμφυτος με το όνομα του αφηγητή, (cœur, καρδιά, mer, θάλασσα), που ακούγεται εμβαπτισμένο στην καρδιά της θάλασσας. Σε πολλές αποστροφές της εξιστόρησής του, ο Κερμέρ καταφεύγει σε υδάτινες μεταφορές. Στην αρχή του βιβλίου αισθανόταν σαν ένα πουλί, έρμαιο στις ριπές του αέρα, μετεωριζόμενο πάνω από τη θάλασσα, αναζητώντας «[…] την παραμικρή σκιά ή σπίθα που θα δικαιολογούσε μια βουτιά για να ανασύρω κάτι, οτιδήποτε, ώστε να καταλάβω από πού να αρχίσω – κάτι που θα άστραφτε ξαφνικά κάτω από το νερό, σαν λέπι ψαριού».

Αμήχανος μπροστά στην επιμονή του δικαστή, ο οποίος τον παρακινούσε να ανασκάψει στα ιζήματα του χρόνου για να ξεθάψει τα οστά των γεγονότων, τον σκελετό της αλήθειας, ο Κερμέρ αναρωτιόταν: «Λες κι εκείνη, η αλήθεια, θα αναδυόταν μόνη της από το νερό, στεγνή και ατσαλάκωτη. Κι έπειτα, γιατί όχι;».

Οι λέξεις του Κερμέρ τσαλαβουτούσαν και ανάδευαν ένα νερό άλλοτε διαυγές και γαλήνιο, το οποίο όμως τώρα θόλωνε η λάσπη που ανέβαινε στην επιφάνεια. Και έτσι επιβεβαίωνε τη σκέψη του πως η σιωπή ήταν ό,τι ακριβώς χρειαζόταν «για να δούμε στο βάθος των πραγμάτων», όπως τα νερά μιας λίμνης που τα στιλβώνει η ακινησία.

«Θα μπορούσα ευχαρίστως να αρκεστώ σ’ αυτό, σκέφτηκα συχνά, στην επιφάνεια μιας λίμνης κατά κάποιον τρόπο, αλλά ο δικαστής όχι, ήθελε να ψάξουμε πιο βαθιά, εκεί που τα πράγματα κοιμούνται και γλιστρούν ή συγκρούονται σαν τεκτονικές πλάκες, ήθελε να τρυπήσει για να διακρίνει το αιθέριο έλαιο ή κάτι τέτοιο».

Ο δικαστής τονίζει στον Κερμέρ πως η ιστορία, την ευθύνη της οποίας φέρει, είναι πάνω απ’ όλα η δική του ιστορία, συνεπώς μόνον στον ίδιο εναπόκειται ο τρόπος της αφήγησής της. Και μολονότι ο δικαζόμενος δυσκολεύεται να την αφηγηθεί, γιατί η ιστορία του είναι «σαν άγριο ποτάμι που ξεχειλίζει πότε πότε από την κοίτη του», υποψιάζεται πως όσο μιλάει, δεν κινδυνεύει πια από τα γεγονότα. Όσο μιλάει, τον γαληνεύει η ψευδαίσθηση της ασφάλειας, ένιωθε να επιπλέει πάνω στις λέξεις του. «[…] δεν ξέρω, αισθάνομαι μια ζεστασιά στην καρδιά μου, σαν να επιπλέω ή κάτι τέτοιο, λες και ποτέ δεν συνέβη τίποτε απ’ όλα αυτά, ή ακόμα, και κυρίως, λες και εδώ, όσο μιλώ, όσο δεν έχω πάψει ακόμα να μιλώ, ναι λοιπόν, ορίστε, εδώ, ακριβώς μπροστά σας, είναι αδύνατον να μου συμβεί οτιδήποτε […]».

Φυλλομετρώντας τις ημέρες, τους μήνες και τα χρόνια που συνωστίζονταν στην τελευταία δεκαετία του εικοστού αιώνα, ο Κερμέρ έχει συχνά την αίσθηση της αιώρησης, σαν να απέκτησε ξαφνικά «μια καθαρή και κάπως υπερφυσική θέα του χρόνου που περνά» και τότε η αφήγησή του έμοιαζε με χαρταετό, τους σπάγκους του οποίου τραβούσε «από μια παραλία».

Μπορεί οι ημέρες να γλιστρούν και να βυθίζονται «σαν ιζήματα τα οποία καθυστερούν τη ροή του νερού», όμως το νερό συνεχίζει να κυλά και να λειαίνει τις καταποντισμένες ημέρες και έτσι εκείνη η περίοδος, «η πικρή και νευρική και άυπνη», που ο Κερμέρ είδε τον γιο του να μπαίνει φυλακή, ακόμα και εκείνη η περίοδος «γίνεται λεία και στιλπνή σαν χαλί από βότσαλα σε ακρογιαλιά».

Ανάμεσα στον αφηγητή και την αφήγησή του παρεμβάλλεται η αδιαφάνεια των γεγονότων. Ο Κερμέρ είχε την εντύπωση πως ο Λαζενέκ με φράσεις επιτήδειες, ζυγισμένες και επακριβώς μετρημένες, είχε απλώσει και τεντώσει καλά πάνω από τα γεγονότα ένα αδιαφανές πέπλο. Τα λόγια του κάλυπταν τα έργα και τις ημέρες του στη χερσόνησο, «σαν ύφασμα πλεγμένο πολύ σφιχτά και του οποίου δεν διακρίνονται πια οι πόντοι», μέχρι που κατακάθονταν «σαν ιζήματα στον πάτο ενός ποταμού».

Όταν ο Λαζενέκ του είπε: «Κερμέρ, δεν θα σας πω εγώ τι να κάνετε, ξέρετε να κουμαντάρετε τη βάρκα σας μόνος σας», ο Κερμέρ δεν τρελάθηκε από υπερηφάνεια, παρά αργότερα, στον απόηχο της φράσης. Στη σκέψη ότι θα ήταν υποχρεωμένος να κουμαντάρει μόνος του τη βάρκα του, το μυαλό του σαρωνόταν από «κύματα τρία μέτρα, σαν τοίχοι από νερό μέσα στο κρανίο» του. Ωστόσο, η υπερηφάνεια υπερνίκησε την αρχική αντίσταση και ο Κερμέρ βιάστηκε να βεβαιώσει τον εαυτό του πως μπορούσε όντως να κουμαντάρει την εν λόγω βάρκα, που εντωμεταξύ την έβλεπε να παραδέρνει ακυβέρνητη στον ωκεανό, και έτσι παρέδωσε αμαχητί την ελεύθερη βούλησή του στις προμελετημένες φράσεις του Λαζενέκ.

«Από εκεί και πέρα, είπα στον δικαστή, ήταν λες κι ο καπετάνιος που υποτίθεται ότι ζούσε μαζί μου μες στο μυαλό μου, ήταν λες κι είχε εγκαταλείψει το πλοίο πριν καν αρχίσει το ναυάγιο. Και ίσως από έναν μακρινό βράχο, με βλοσυρό βλέμμα, ο καπετάνιος που κατοικούσε στο σώμα μου για πενήντα ολόκληρα χρόνια, δίχως να στραβοπατήσει ποτέ, ξαφνικά να εξαφανίστηκε και, από την όχθη, να παρακολούθησε το πλεούμενο να βυθίζεται».

Σαρκάζοντας την ευνοϊκή μεταχείριση που του επιφύλαξε ο Λαζενέκ στα διαδικαστικά της συναλλαγής, ο Κερμέρ παραδέχεται στον δικαστή πως τουλάχιστον γλίτωσε από ατελείωτες διαπραγματεύσεις «με ασήμαντους εμπορικούς αντιπροσώπους που πληρώνονται με προμήθεια και που όλες τους οι φράσεις μοιάζουν με κοχύλια κολλημένα στη ράχη μιας φάλαινας». Οι δοσοληψίες του με τον Λαζενέκ δεν απαιτούσαν επιχειρηματική λογοδιάρροια. Οι δυο τους συνεννοούνταν σε μια υψίσυχνη συχνότητα, που εξέπεμπε μια περίεργη μουσική, «με νότες που είμαστε ανίκανοι να τις ακούσουμε με τα αυτιά μας, με υπόκωφες και παράξενες νότες σαν το τραγούδι της καμπούρας φάλαινας, ναι, αυτό ήμασταν ο Λαζενέκ κι εγώ, καμπούρες φάλαινες, και τα κύματά μας διασταυρώθηκαν κάτω από τον ωκεανό».

Ακούγοντας τους αλλόφρονες ολοφυρμούς του Λε Γκοφ στο σαλόνι του, όπου την ίδια στιγμή θρυμματιζόταν με πάταγο η Θεία Πρόνοια, ο Κερμέρ κεραυνοβολήθηκε από την ετυμηγορία του, η οποία πλάκωνε τη χερσόνησο σαν ταφόπλακα. «Και τώρα είστε στην ίδια βάρκα μ’ εμένα, μου είπε ο Λε Γκοφ, και τούτη η βάρκα, με πληγώνει που το λέω, η βάρκα και των δυο μας, έστω κι αν ταξιδεύει ήσυχα κατά μήκος των ακτών μας εδώ και περίπου είκοσι πέντε χρόνια, τον τελευταίο καιρό έμπασε περισσότερο νερό απ’ όσο αντέχει, για να συνεχίσει να επιπλέει. Ίσως, μάλιστα, είναι ώρα να την εγκαταλείψουμε».

Στα μάτια του Κερμέρ ο Λε Γκοφ έμοιαζε με γέρο καπετάνιο που η παλίρροια, ο βιορυθμός της χερσονήσου, του είχε σακατέψει το μυαλό. Όταν προσπαθούσε να φέρει τη μορφή του στη μνήμη του, ήταν σαν να έβλεπε τον νου του σταματημένο, παγιδευμένο σε ένα πλέγμα από φύκια που σάπιζαν στα ρηχά· «τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται σήμερα ο Λε Γκοφ, με το μυαλό του μολυσμένο από βρώμικα, στάσιμα νερά».

Επιχειρώντας να αποτιμήσει τη μοίρα του Εργουάν, του Λε Γκοφ και τη δική του, ο Κερμέρ συλλογίζεται: «Για καιρό, ζούσαμε ο καθένας μόνος του, με ένα πηγάδι κάτω από τα πόδια μας, σφραγισμένο με ένα πολύ σαθρό πλέγμα».

Κάποια στιγμή ο Λε Γκοφ δεν άντεξε να κρέμεται στο χείλος του φρέατος και προτίμησε τα έγκατα. Λίγο αργότερα ο Εργουάν παραδόθηκε στη δίνη της οργής του. Και έπειτα ο Κερμέρ βγήκε στα ανοιχτά, αποφασισμένος να αποκαταστήσει την αμέλεια της θείας δίκης και μαζί την τυφλότητα της ανθρώπινης δικαιοσύνης. Κάθε φορά που αναλογιζόταν τις αμέτρητες ώρες σιωπής που επέβαλε στον γιο του, έβλεπε ξανά τους δυο τους μες στα σαράντα πέντε τετραγωνικά του σπιτιού τους, αισθανόταν και πάλι να τον πνίγει ο «πάντα τόσος φορτισμένος αέρας», που πύκνωνε ανάμεσά τους, «εξαιτίας της πορώδους ατμόσφαιρας» που αναδυόταν από τις σωρευμένες σιωπές και όλα αυτά ήταν τελικά «σαν υπόγεια ύδατα που δυσκολεύονται να βρουν μια πηγή να αναβλύσουν».

Ο Κερμέρ είχε εγκαταλείψει τον γιο του ολομόναχο στην παιδική του ηλικία και άργησε πολύ να αντιληφθεί πως ο Εργουάν είχε πάει από τα έντεκα στα δεκαεφτά με μια άβυσσο να χαίνει κάτω από τα πόδια του.

Ο τόπος που προβάλλει μέσα από τον ιμπρεσιονιστικό λόγο του αφηγητή είναι ένας τόπος κυριαρχημένος από τις δυνάμεις της φύσης και αργασμένος από τον επιούσιο μόχθο των κατοίκων του. Οι εξεικονίσεις του Κερμέρ παραπέμπουν σε νοτερή θαλασσογραφία, όπου μετά βίας διακρίνονται ανθρώπινες φιγούρες, μικροσκοπικές σαν τα πλαστικά ανθρωπάκια που κατοικούσαν στη μακέτα και ασφυκτιούσαν κάτω από σωρούς σκόνης. Ο Κερμέρ λέει στον δικαστή πως μετά την καταστροφή το σπίτι του ήταν «σαν τελευταίο συνοριακό φυλάκιο μιας χώρας σε πόλεμο». Θα έπρεπε να το επισκεφτεί ο ίδιος, για να καταλάβει πώς φαινόταν τώρα τούτο το σπίτι, «τόσο μόνο τώρα στη μέση ενός χωραφιού, λες κι έχει χαθεί μέσα στη λάσπη».

Σε εκείνον τον τόπο εύκολα μπορούσε κανείς να χάσει την ψυχή του, να τη δει να γλιστράει από μέσα του και να διαλύεται ανάμεσα στα πυκνά σύννεφα, στις φυλλωσιές των δέντρων που «μοιάζουν σαν να πέφτουν στη θάλασσα», στις «άπειρες αποχρώσεις του πράσινου που περιβάλλουν το νερό», να τη δει να φτεροκοπά «μέσα στην απέραντη πεδιάδα και τους ατέλειωτους πετρώδεις αμμόλοφους».

«Πρέπει να καταλάβετε το εξής, είπα στον δικαστή: μόλις περάσεις το στόμιο, δεν σου κόβει πια την ανάσα ο ωκεανός ούτε η δύναμη του ανέμου, αλλά μάλλον τα στάσιμα νερά, η μυρωδιά του βούρκου που βρίσκεται στα ποτάμια, ορίστε πώς είναι το τέρμα ενός όρμου. Ο όρμος είναι, σαν να λέμε, ο ωκεανός χωρίς τον ωκεανό».

Επιστρέφοντας στο βράδυ του Νοεμβρίου που ο Εργουάν έλυσε τους κόμπους στα παλαμάρια που συγκρατούσαν το σκάφος του Λαζενέκ και έπειτα και τους κάβους στα υπόλοιπα τριάντα σκάφη της προβλήτας, ώστε όλα μαζί να τσακιστούν μες στον μανιασμένο από την καταιγίδα άνεμο, ο Κερμέρ σκέφτεται πως έτσι γίνεται πάντα. Ένας κρίκος χαλαρώνει, η αλυσίδα σπάει, «και το πλοίο παρασύρεται κατά τη διάρκεια της νύχτας».

«Με λίγη τύχη, ξυπνάς στα ανοιχτά, την αυγή, κάτω απ’ το εκτυφλωτικό φως του ήλιου που ανατέλλει. Μα αμέσως μετά ακούγεται ο τρομερός θόρυβος της καρίνας που προσέκρουσε στα βράχια μέσα στη νύχτα, το νερό που πλημμυρίζει την καμπίνα, και στην καλύτερη περίπτωση, στην καλύτερη περίπτωση, επιστρέφεις στην ακτή κολυμπώντας».

Βλέποντας ξανά τον γιο του στην αίθουσα του δικαστηρίου, όρθιο στο εδώλιο, ο αφηγητής λέει στον δικαστή πως έτσι όπως κρατιόταν ο Εργουάν από το μεταλλικό διαχωριστικό ήταν σαν να στεκόταν «σε πλώρη πλοίου». Θέλοντας να μεταφέρει στον δικαστή τη θύελλα που ξεσήκωσε μέσα του η ομολογία του γιου του, τον παρακινεί να φανταστεί μαζί του εκείνο το βράδυ. «Ήταν σχεδόν μεσάνυχτα και δεν υπήρχε πια ψυχή πουθενά, μόνο τα κακά πνεύματα που αναδύονται από τα κύματα και ορθώνονται μπροστά σου σε κάθε κορυφή λευκού αφρού, ψιθυρίζοντας στο αυτί σου κάποια κακή πράξη. Φανταστείτε, ένα βράδυ του Νοέμβρη, μέσα στη βοή των οχτώ μποφόρ, όταν τίποτα πια δεν προστατεύει τίποτα, και τα σφυρίγματα του ανέμου μοιάζουν να τρέχουν γρηγορότερα κι από αρπακτικά που κραυγάζουν στον αέρα […]». 

Όταν η πρόεδρος του δικαστηρίου ανακοίνωσε την ποινή κάθειρξης δύο ετών, ο Κερμέρ ένιωσε τον συνολικό αριθμό των ημερών να τυλίγεται «σαν δίχτυ» γύρω από τον γιο του. Λίγο μετά, στον προθάλαμο του δικαστικού μεγάρου, καθισμένος σε έναν πάγκο δίπλα στην πρώην γυναίκα του, την ακούει να του λέει: «Εσύ φταις». Δεν το ξαναείπε. «Μία μόνο φορά ίσως, μα μία μόνο φορά φτάνει για έναν άνθρωπο σαν εμένα, για να τον ισοπεδώσει και να ενεργοποιήσει μέσα του τον στόλο της ενοχής».

Σκαλίζοντας με μαζοχιστική μανία την ανεπούλωτη πληγή της ενοχής του, ο Κερμέρ περιγράφει στον δικαστή τη χαρά που τον συνεπήρε, όταν μαζί με τον Λαζενέκ πήγαν στον συμβολαιογράφο για να υπογράψουν το πωλητήριο. Εκεί, μέσα στο γραφείο του συμβολαιογράφου, ένιωσε σαν να βρισκόταν «ενώπιον του νόμου αυτοπροσώπως». Ακόμη και τώρα, επαναλαμβάνοντας τις λέξεις «ενώπιον συμβολαιογράφου», είχε την εντύπωση πως ξεδίπλωνε την έκφραση «σαν παλιό ναυτικό χάρτη πάνω στο γραφείο του δικαστή».

Στην έξοδο του δικαστηρίου, όπου είχε εγκαταλείψει τον γιο του στα χέρια του νόμου, ο Κερμέρ, κυκλωμένος από «τον στόλο της ενοχής», προσπαθούσε να επανυπολογίσει τις συντεταγμένες της ζωής του, «όπως μετράμε με την πυξίδα σε έναν ναυτικό χάρτη τις αποστάσεις από τα σημεία αναφοράς και καταλήγουμε σε ένα σταυρουδάκι σημαδεμένο με μολύβι, “ορίστε, εδώ είμαι”». Όμως, έξω από το δικαστήριο, είχε πλέον σβηστεί κάθε σημάδι, λες και οι συντεταγμένες που όριζαν τη ζωή του ήταν υδροπερατές.

Λίγο πριν φύγει από το γραφείο του δικαστή και επιστρέψει σπίτι του, ο Κερμέρ θίγει το ζήτημα της δικαιοσύνης, βουτώντας και πάλι τα λόγια του στα νερά του όρμου της Βρέστης. Τη δικαιοσύνη, λέει στον δικαστή, «μόνο οι άνθρωποι μπορούν να την αποδώσουν». Οι άνθρωποι, ωστόσο, έχουν την τάση να αποδεικνύονται αναξιόπιστοι και ανεπαρκείς στον χειρισμό των υποθέσεών τους. «Κανείς δεν επιτρέπεται να αγνοεί τον νόμο», ανταπαντά ο δικαστής και ο Κερμέρ δεν έχει λόγο να διαφωνήσει. Σε μια κοινωνία όπου οι νόμοι θα είχαν χάσει κάθε δεσμευτικότητα και οι άνθρωποι θα θεωρούσαν θεμιτό να τους παραβαίνουν, σε μια κοινωνία όπου η ισχύς και η βία θα εγείραν αξιώσεις δικαιοσύνης, τα νομικά βιβλία στη βιβλιοθήκη του δικαστή δεν θα είχαν πια κανένα νόημα. Θα ήταν καλύτερο να τα πέταγε από το παράθυρο.

«Με λίγη τύχη, θα τα βλέπατε να επιπλέουν στα νερά του όρμου. Με λίγη τύχη, τα ψάρια θα τα διάβαζαν. Εκείνα όμως, τα ψάρια ή τα φύκια, θα συμφωνήσετε μαζί μου, δεν έχουν ανάγκη να διαβάσουν τέτοια βιβλία, αφού τους νόμους που τα αφορούν αποκλείεται να τους αγνοήσουν».

Περισυλλέγοντας τα χοντρά του βιβλία από τον βυθό όπου τα είχε καταποντίσει ο Κερμέρ, ο δικαστής παίρνει στα χέρια του έναν τόμο με κόκκινο εξώφυλλο και αρχίζει να διαβάζει το άρθρο 353 του κώδικα ποινικής δικονομίας, σύμφωνα με το οποίο ο νόμος του έδινε το δικαίωμα να αναρωτηθεί «μέσα στη σιωπή», να αναλογιστεί και να ερευνήσει, «με την ειλικρίνεια της συνείδησής» του, τι εντύπωση του έδωσαν «οι αποδείξεις που προσκομίστηκαν εναντίον του κατηγορουμένου, και τα μέσα της υπεράσπισής του». Ο νόμος τον προέτρεπε να σκεφτεί κατά πόσο ήταν προσωπικά πεπεισμένος για την ενοχή του Μαρσιάλ Κερμέρ.

Έτσι, με την ανάγνωση του άρθρου 353 του Ποινικού Κώδικα, ο δικαστής από απρόσωπος γινόταν πρόσωπο, με όλα τα στοιχεία της ατομικότητάς του ανακτημένα. Η αθώωση του Μαρσιάλ Κερμέρ ήταν αποκύημα της ηθικής του θεώρησης, καθώς και της υποκειμενικής του κρίσης. Έκανε λάθος ο δικαζόμενος που υποπτευόταν πως ο ανώνυμος άντρας απέναντί του παραμέριζε τα συναισθήματα για να εστιαστεί στα γεγονότα, πως επέμενε να αναζητά την αλήθεια στα γεγονότα, ενώ την πραγματική της προέλευση συσκότιζε το «εσωτερικό κύκλωμα των εικόνων και των ενοχών». Έκανε λάθος ο δικαζόμενος που νόμιζε ότι ο οδυνηρός άχθος που απαιτούσε ο προφορικός του λόγος, δεν θα έβρισκε ποτέ τη δικαίωσή του «στις λεπτές σελίδες ενός νομικού βιβλίου». Η υποκειμενική αξιολογική πεποίθηση του δικαστή εμπιστευόταν την ορθότητα της κρίσης του περί της αθωότητας του Κερμέρ, στο συναισθηματικό και όχι στο έλλογο κομμάτι της συνείδησης. Στο τέλος του μυθιστορήματος δικαστής και δικαζόμενος στέκονται από την ίδια πλευρά του Ποινικού Κώδικα.

Κάθε φορά που ατένιζε τη θάλασσα από το παράθυρό του, ο Μαρσιάλ Κερμέρ έφερνε στον νου του «τις αράδες του άρθρου 353» και τις απήγγελλε δυνατά, «σαν ψαλμό της Βίβλου που τον έγραψε ο ίδιος ο Θεός».

Ο Τανγκύ Βιέλ στήνει ένα δικαστικό δράμα δωματίου, όπου ο προφορικός λόγος του δικαζόμενου, λόγος ακραίας υποκειμενικότητας, απροσχεδίαστος, άτακτος και ατέχνως μακροπερίοδος, διάτρητος από αμφιβολίες και δισταγμούς, τρεμάμενος από συναισθηματική φόρτιση, αντιμετριέται με μια βιβλιοθήκη, βαριά από τόμους έγγραφου εξορθολογισμού. Το πτερόεν έπος του Κερμέρ δικαιώνεται από τη στιγμή που θεμελιώνεται ηθικά χάρη στον γραπτό λόγο που υπερασπίζει ο δικαστής. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να πούμε κλείνοντας πως ο Τανγκύ Βιέλ αναθέτει στους δύο πρωταγωνιστές του βιβλίου την υπεράσπιση της γραφής, και εν γένει του Λόγου, ως του μόνου μέσου που διαθέτει η ανθρώπινη διάνοια για να προσφέρει καταφύγιο στις λέξεις και τις σκέψεις που ανεμοδέρνονται μες στο μυαλό, παγιδευμένες στις σκιές και τις θύελλες των ωρών, των ημερών, των εβδομάδων, των μηνών και των χρόνων που κυλούν από μέσα μας ή από δίπλα μας, άλλοτε ερήμην μας κι άλλοτε εναντίον μας, και γλιστρούν χωρίς νόημα από τα χέρια μας. 

Lina Pantaleon

 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular