Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

Εμείς οι εξωφρενικότεροι των παλαβών της Γης, Τάκης Θεοδωρόπουλος, Εκδόσεις Μεταίχμιο 

Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος στο τελευταίο του βιβλίο «Εμείς οι εξωφρενικότεροι των παλαβών της Γης» επιχειρεί να ανασύρει από τα «αζήτητα» το έργο, ορθότερα τη διανοητική, γλωσσική και αισθητική χειρονομία του Περικλή Γιαννόπουλου, που «περιφέρεται στη ζώνη του λυκόφωτος» εδώ και δεκαετίες. Και καθώς έργο και δημιουργός είναι μεγέθη αδιάλυτα συνδεδεμένα, αν όχι ταυτόσημα, ο συγγραφέας συνομιλεί με το πρόσωπο του Περικλή Γιαννόπουλου. Τον γλωσσομαθή αστό, που «δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητος», τον κομψό και εντυπωσιακά  ωραίο άνδρα –  όπως «le dieu Apollon» -, τον ηθοποιό που σκηνοθετεί τον εαυτό και τη ζωή του «ως παράσταση» διαρκή, τον νάρκισσο. Αυτόν που σκύβοντας στη λίμνη ερωτεύτηκε στον αντικατοπτρισμό του την Μεγάλη Ιδέα. Το απόλυτα κυρίαρχο ιδεολογικό ρεύμα της εποχή του, που στην προσπάθειά του να μεταφράσει στη «γλώσσα της καλλιτεχνικής δημιουργίας», κατέστη ο ίδιος «τραγικός ήρωας του εαυτού του», τελειώνοντας τη ζωή του με «μια χειρονομία υπαρξιακή». Την αυτοκτονία του την Πέμπτη 8 Απριλίου 1910 στο «μυχό της θάλασσας της Σαλαμίνας» στον Σκαραμαγκά.

Το βιβλίο του Θεοδωρόπουλου δεν αποτελεί, βέβαια, δοκίμιο. Η προσέγγιση, όμως, του έργου και η επιλογή των στιγμών της ζωής του Γιαννόπουλου που πραγματοποιεί ο συγγραφέας φωτίζουν ευκρινέστερα από οποιοδήποτε δοκίμιο το «φαινόμενο Περικλής Γιαννόπουλος» και αναδεικνύουν τη διαχρονικότητά των κειμένων του, θέτοντάς τα στην υπηρεσία των δικών μας επερωτήσεων. Για να συμβεί, όμως, κάτι τέτοιο, απαιτείται αργή και προσεκτική ανάγνωση, όπως υπόρρητα αλλά σαφώς δηλώνεται στο βιβλίο. Δηλαδή το αντίθετο απ’ ό,τι συνηθίζεται σήμερα και επιβάλουν τόσο ο ρυθμός της καθημερινότητας μας όσο και οι ευκολίες του διαδικτύου.

Εξάλλου, ανάλογη ανάγνωση – αργή, απολαυστική, ενίοτε και επαναληπτική – αποζητά και το ίδιο το κείμενο του Θεοδωρόπουλου. Κάτι που είναι ήδη γνωστό  σ’ όσους τον παρακολουθούν εδώ και χρόνια ως χρονογράφο  – δοκιμιογράφο αλλά και ως μυθιστοριογράφο του υβριδικού είδους «της μυθιστορηματικής βιογραφίας», όπου κατατάσσει ο ίδιος το βιβλίο του. Είδος εντελώς διάφορο του ιστορικού μυθιστορήματος που στην ουσία ίδρυσε ο ίδιος και δύσκολα μπορεί να μιμηθεί άλλος,  για τις ανάγκες της δικής του φωνής ήδη από το 2004 με το Μυθιστόρημα του Ξενοφώντα  και στη συνέχεια υπηρέτησε με συνέπεια στο Αριστερό χέρι της Αφροδίτης, όπου «μιλά» για την ανακάλυψή της στην Μήλο, στη Σελάνα, τη βιογραφία του Ικτίνου και ιδιαίτερα στο Βερονάλ, όπου αναμετρήθηκε και πάλι με τον άλλον αυτόχειρα του 20ου αιώνα, τον Ιωάννη Συκουτρή.

Ο μέσος Έλληνας αναγνώστης γνωρίζει τον Περικλή Γιαννόπουλο από την μυθική εικόνα της έφιππης αυτοκτονίας του. Ενδεχομένως έχει ακούσει και κάτι επιπλέον για την επιρροή που άσκησε στη γενιά του ’30 το έργο του. Όποιο υποσύνολό του, δηλαδή, διασώθηκε, αφού ο ίδιος έκαψε την Αρχιτεκτονική του (πιθανώς και άλλα κείμενα), πριν αυτοκτονήσει. Την γενιά του ’30,  που αναζητώντας τα στοιχεία συγκρότησης της ελληνικής ταυτότητας και κυρίως πώς αυτή θα μετεγγραφεί στις Τέχνες και το Λόγο, βρέθηκε να αναμετριέται υποχρεωτικά με τα κείμενά του. Έτσι, θα διαβάσει την Ελληνική Γραμμή και το Ελληνικό Χρώμα και, όπως σημειώνει ο Ελύτης, σταδιακά «πίσω από την υπερβολή» του, θα ανιχνεύσει «το αιώνιο και υγιές μέρος που έκλειναν οι απόψεις [του]». Μάλιστα ο Κ.Θ Δημαράς όχι μόνο θα εντάξει τον Περικλή Γιαννόπουλο στην τριάδα που «διακοσμεί» την ελληνική ιδεολογία (Χαιρέτης, Γιαννόπουλος, Δραγούμης), αλλά θα επισημάνει ότι «στο ξεκίνημα του Ι. Δραγούμη και του Άγγελου Σικελιανού, η σκέψη και η φαντασία του Γιαννόπουλου έπαιξαν ρόλο βασικό».

Στις μέρες μας, είναι περισσότερο γνωστό από το ίδιο το έργο του Περικλή Γιαννόπουλου, το γεγονός ότι η αφελής και εκτός πλαισίου κοινωνιολογίζουσα σκέψη του καιρού μας τον έχει κατατάξει στα «μαύρα συντηρητικά κατάστιχά της», συμβάλλοντας από τη μεριά της στο να παραδοθεί βορά στην εθνικιστική ρητορική της ακροδεξιάς. Αμφότερες αδυνατούν να κατανοήσουν ότι ο Γιαννόπουλος, με το παραληρηματικό ύφος γραφής και σκέψης του, που διαφεύγει ψυχαναλυτικών και κοινωνιολογικών προσεγγίσεων, δεν έψαχνε τρόπους «για να διαφυλάξει την ‘’ανεπισκεύαστον παράδοσιν» μας, ούτε επιθυμούσε να «ντύσει τους συγκαιρινούς του με χλαμύδες και σανδάλια». Αστεία πράγματα. Εξάλλου, ο ίδιος ήταν ένας κομψευόμενος Ευρωπαίος, κοσμοπολίτης. Μπορεί ο λόγος του να ηχεί «αντιευρωπαϊκά», αλλά στην εποχή του κάνει ό,τι και οι Γάλλοι εμπρεσιονιστές: στέφει το βλέμμα στο ελληνικό τοπίο. Ή, όπως του έγραψε η αγαπημένη του Σοφία Λασκαρίδη από το Μόναχο, ως απάντηση στα κεφάλαια του έργου Αρχιτεκτονική που επιθυμούσε διακαώς να ολοκληρώσει και  της είχε στείλει ως άλλη μια ανοιχτή ερωτική επιστολή, κάνει όλους να «καταλάβουν πως η Ελλάδα είναι γλώσσα και τοπίο».

Παρεξηγημένος και λησμονημένος σήμερα ο Περικλής Γιαννόπουλος, δεν είχε πολύ καλύτερη τύχη όσο ζούσε. Οι θαμώνες του Ζαχαράτου όπου σύχναζε, συχνά τον αντιμετώπιζαν ως απλά «περίεργο», ενώ η αδιαφορία για τα γραπτά του, τον πλήγωνε περισσότερο από την  πιθανή απορριπτική κριτική τους, που ουδέποτε ήρθε. Αυτή τουλάχιστον θα αποτελούσε μια κάποια αντίδραση. Όπως τον πλήγωσε η μεγάλη του αγάπη, η Σοφίας Λασκαρίδου. Όταν αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές της μετά τη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου πρώτη εκείνη έγινε δεκτή ως γυναίκα φοιτήτρια, με υποτροφία στο Μόναχο. Θέτοντας σε εκκρεμότητα την πρότασή του να παντρευτούν και αγνοώντας πρακτικά τις αισθητικές του προτροπές, παρά την αγάπη και τον απέραντο θαυμασμό που είχε στο πρόσωπο και στη σκέψη του.

Βέβαια, το να αναζητά κανείς λόγους και να αθροίζει αιτίες, συμπεραίνοντας ότι ως σύνολο επαρκούν για να ερμηνεύσουν μια αυτοχειρία, αποτελεί αφέλεια κι ο Τάκης Θεοδωρόπουλος αποφεύγει έστω και κατ’ ελάχιστον να κάνει κάτι παρόμοιο. Ξεκινά, λοιπόν, το βιβλίου του από το «τέλος», χωρίς καμιά εκ των προτέρων έτοιμη ερμηνεία, ως μια χειρονομία ανοιχτού διαλόγου με τον Περικλή Γιαννόπουλο. Καλώντας μας να φανταστούμε «τον ορίζοντα μουντό, μπουκωμένο στα σύννεφα, την υγρασία να κεντρίζει τη σάρκα, να μαγκώνει τις κλειδώσεις» εκείνη τη μέρα στο μυχό της Σαλαμίνας. Ταυτόχρονα και σε διάλογο με τα κείμενα ανατρέπει τον αστικό μύθο του γυμνού, έφηβου Γιαννόπουλου, που μάλλον προέκυψε ως αποτέλεσμα της εξομολόγησής του λίγες μέρες πριν την αυτοκτονία στον φίλο του Έφορο της Εθνικής Βιβλιοθήκης, Δημήτρη Καμπούρογλου. Όχι ο Περικλής Γιαννόπουλος δεν αυτοκτόνησε γυμνός, αλλά λειτουργώντας πάντα ως σκηνοθέτης του εαυτού του στολίστηκε άψογα, φορώντας περικνημίδες αγγλικού τύπου, «άσπρα γάντια γκλασέ, γιλέκο και σακάκι. Ο απαραίτητος λαιμοδέτης στερεωμένος με χρυσή καρφίτσα». Στο χέρι κράτησε το περίστροφο που του χάρισε η αγαπημένη του Σοφία φεύγοντας για το Μόναχο και «στην τσέπη του μαύρου παντελονιού του, το πορτομονέ του έχει ένα δεκάλεπτο. Το αντίτιμο του εισιτηρίου για τον περατάρη Χάροντα».

Και στη συνέχεια χτίζει συστηματικά την απολαυστική διήγησή του σμιλεύοντας τις λέξεις και τις προτάσεις, παρουσιάζοντας μέσα από γεγονότα και αποσπάσματα κείμενων τον Χρόνο της Ζωής του Περικλή Γιαννόπουλου εν συνόλω. Την εύρεση του σώματός του λίγες μέρες μετά την αυτοκτονία, την Σοφία, που έχοντας φτάσει καθυστερημένα στην Αθήνα δεν μπόρεσε να αποτρέψει το μοιραίο, να παρακολουθεί συντετριμμένη με τη συνοδεία μιας φίλη από μακριά το ξόδι του. Τυλιγμένη η σωρός του με λινομέταξο σεντόνι και περιτριγυρισμένη από κοπέλες της Ελευσίνας, που ως άλλες Χοηφόροι θα χύσουν νερό από μια υδρία στον τάφο του, θα ενταφιαστεί στην Αττική Γη που τόσο αγάπησε. Παρά την επιθυμία του να αποδοθεί το σώμα του στη Θάλασσα, τον ορίζοντα του Ελληνισμού που δεν τελειώνει, που τα ήθη της εποχής απέτρεψαν.

Μετά το άνοιγμα της αυλαίας του βιβλίου, που περιγράφει το κλείσιμο της αυλαίας της ζωής του Περικλή Γιαννόπουλου, ο συγγραφέας πιάνει το νήμα της αφήγησης από την αρχή. Στην Πάτρα, όπου γεννιέται το 1871, στις σπουδές στην Ιατρική στην Αθήνα, που εγκαταλείπει για να φύγει στο Παρίσι. Εκεί όπου «η κομψότητα και η ομορφιά του κατοχυρώνουν τον ναρκισσισμό του». Εν συνεχεία και πάλι στην Αθήνα όπου επιστρέφει, γιατί όπως δηλώνει σε κάποια κυρία όταν εκείνη απορεί με την απόφασή του, δεν άντεχε να ζήσει «χωρίς τας μοναχικάς ακάνθους της Αττικής Γης».

Είναι ο καιρός των πρώτων Ολυμπιακών αγώνων. Συμμετέχει στους εορτασμούς και διακρίνεται μέσα στο πλήθος, «δηλώνει παρών και κάποια στιγμή αποσύρεται. Πάντα αποσύρεται». Ακολουθεί η πανωλεθρία του 1987 και η κατήφεια που τη συνοδεύει. Αποσύρεται από τα σαλόνια και τη Νομική και αρχίζει τις περιπλανήσεις του στο τοπίο της Αττικής. Κάθεται στον Λουμπαρδιάρη και αρχίζει τον διάλογό του με τον «Γέροντα», ενώ «ψάχνει τις λέξεις για να αποδώσει τη λεπτή επιφάνεια του Φαλήρου και του Σαρωνικού… Σκέφτεται με το βλέμμα του, όμως δεν είναι ζωγράφος… Τον αγαπάει τον εαυτό του ο Περικλής. Τυπικός Έλληνας. Και επειδή τον αγαπάει, αγαπάει τη γη που τον γέννησε».

Το ιδεολογικό ταξίδι του Γιαννόπουλου, ως αισθητική αναζήτηση, έχει αρχίσει και μαζί του  η τραγική του αγωνία να το μεταφράσει σε λέξεις. Κατά καιρούς αποσύρεται στο τσιφλίκι του φίλου του Χαλκιόπουλου στη Θεσσαλία. Εκεί, αρνούμενος να αποδεχθεί την πρόθυμη φιλοξενία του, εργάζεται ως επιστάτης για το καρβέλι, τις ελιές και το τυρί του – τον επιούσιου-, ντυμένος τη «στολή» του χωριάτη Θεσσαλού, έχοντας το σώμα του τυλιγμένο σε μια χοντρή, χωριάτικη καπότα. Το ένδυμα που φέρει αιώνες παράδοσης στην ύφανσή του.

Πίσω στην Αθήνα, σ΄ έναν από τους περιπάτους θα φτάσει μέχρι την μακρινή Καλλιθέα. Εκεί, σ΄ ένα χωματόδρομό με λεύκες, διασταυρώνεται με το πρόσωπο που θα τον διαμορφώσει όσο το τοπίο και η γλώσσα, την Σοφία Λασκαρίδου. Στο ημερολόγιό της εκείνη διηγείται: «Τον κύτταξα αχόρταγα, μα κι αυτός δεν ξεκολλούσε τα μάτια του από τα δικά μου». Αμοιβαίος έρωτας, θυελλώδης. Με τη διαφορά ότι η είκοσι τετράχρονη Σοφία «έχει βρει τον εαυτό της» ήδη. «Θέλει να γίνει ζωγράφος» και για να το κάνει θα υπερνικήσει με θαυμαστό τρόπο κάθε εμπόδιο που έθετε η εποχή της σε μια γυναίκα. Ενώ αυτός ακόμα ψάχνει τον Γιαννόπουλο. Και θα τον ψάχνει, μέχρι εκείνη την φθινοπωρινή μέρα στον Σκαραμαγκά…

Θα την επισκεφθεί την επόμενη κιόλας Κυριακή – τότε δέχεται η οικία Λασκαρίδη – και την επίσκεψη γνωριμίας με τη Σοφία και την οικογένειά της θα στεφανώνει η κατακλείδα των λεγομένων του εκείνη τη μέρα:

«Η ελληνική γλώσσα είναι σαν το ελληνικό τοπίο. Όπως ο ζωγράφος στρέφει το βλέμμα του γυμνό στο τοπίο, έτσι κι εμείς στρέφουμε το βλέμμα μας γυμνό στη γλώσσα. Τα υπόλοιπα είναι για τους αόμματους».

Οι αόμματοι δεν είναι άλλοι από τους «φραγκοπίθηκους», που αντί να στρέψουν το βλέμμα στο ελληνικό τοπίο, μιμούνται τη ζωγραφική της σχολής του Μονάχου. Έτσι, αρχίζει να γράφει το Σύγχρονος Ζωγραφική, ως «ερωτική επιστολή» προς τη Σοφία. Θα ακολουθήσει το Ελληνικό Χρώμα. Δεν θα αποτρέψουν, όμως, τη Σοφία από το να φύγει για το Μόναχο. Γιατί, ενώ η Σοφία κατανοεί την ανάγκη των πειθαρχιών για να κατακτήσει την τέχνη της, ο Περικλής Γιαννόπουλος ανοίγει τους δρόμους για να ακολουθήσουν όσοι περιγράφουν τις πειθαρχίες. Εξάλλου αυτός ήταν κι ο λόγος που η Σοφία έθεσε σε διαρκή εκκρεμότητα την πρόταση γάμου του. Προέχει το έργο και των δυο και μετά η γήινη ευτυχία τους.

Όσα συμβαίνουν γύρω του δεν μοιάζει να τον απασχολούν. Ούτε οι εκλογές, η «υπαρξιακή ανάγκη» των Ελλήνων πολιτικών και πολιτών, ούτε τα «Ευαγγελικά» και τα «Ορεστειακά» που συγκλονίζουν την Αθήνα. Εκείνος εξακολουθεί τη «Μελέτη της ελληνικής γης: Δηλαδή, της αριστοτεχνίας της γραμμής, προς την οποίαν μόλις προσήγγισεν η  αρχαία Τέχνη». Γιατί «Πατρίς δεν θα πη τίποτα χωρίς ιδικήν της Ζωγραφικήν, Γλυπτικήν. Αρχιτεκτονικήν, Φιλολογίαν, Μουσικήν και τόσα άλλα». Με δυο λόγια έχει καθορίσει το έπαθλο της αγωνίας του κι αυτό είναι αδύνατο να το κατακτήσει ο ίδιος. Πρέπει να το κάνουν στη θέση του άλλοι, αυτοί που θα τον ακούσουν.

Η απουσία της Σοφίας στο Μόναχο του υπαγορεύει κάποιες απεγνωσμένες χειρονομίες. Μπορεί και η αγωνία του να εκφράσει με λέξεις το συναίσθημά του για τον τόπο. Έτσι, καλεί αναίτια σε μονομαχία έναν αγαθό Γερμανό θαμώνα του Ζαχαράτου, του  Βάλτερ φον Γκρος, και κάνει πρόταση γάμου στην ευνοούμενή του Έλενα, ένα από τα κορίτσια του «σπιτιού» της κυρίας Μίνας. Γιατί ποιος μπορεί με βεβαιότητα να πει πώς ακριβώς σκεπτόταν ο Περικλής;

Θα αποτύχει και στις δυο. Η μονομαχία δεν πραγματοποιείται λόγω κρίσης ελονοσίας του αντιπάλου του, ενώ η πρόταση γάμου θα απορριφθεί, αφού μάλλον πληγώσει αντί να ικανοποιήσει την Έλενα. Επιπλέον το κείμενο που του ζητά ο φίλος του επίλαρχος Κρίτσας με σκοπό να καταστεί σημαία της αναγέννησης του έθνους που ευαγγελίζεται ο «Στρατιωτικός Σύνδεσμος» (1909) μένει στα αζήτητα. Έτσι, ενώ εμπλέκεται ευχαρίστως στην περιπέτεια και επιστρέφει εσπευσμένα στην Αθήνα από τη Θεσσαλία, όπου και πάλι είχε καταφύγει για να προστατεύσει τον εαυτό του από τον κόσμο, γράφοντας στη Σοφία έμπλεος ενθουσιασμού: «Πάω για να γλιτώσω από τη μοίρα του θείου Βάνια. Έτοιμος να αναλάβω δράση», η δράση που τόσο επιθυμεί δεν θα έρθει ποτέ. Γιατί «τα παντελόνια της πολιτικής του πέφτουν στενά» κι η γλώσσα του Περικλή Γιαννόπουλου δεν ταιριάζει στην πολιτική.

Γράφει, όμως, την ‘Εκκλησις προς το Πανελλήνιον κοινόν, το «πιο παρερμηνεύσιμο» για τον Θεοδωρόπουλο κείμενό του, όπου και μόνο η έκφρασή του «ανατίναξις και απελευθέρωσις του ένδοξου χωραφιού», αρκεί για να αναλογιστούμε εμείς σήμερα τη σχέση μας με τον τόπο και τη γλώσσα. Το «ένδοξο χωράφι». Μια τόσο απλή φράση του περιέχει όλη την  μεγαλοσύνη και ταπεινότητα του τόπο μας…

Προς το τέλος του βιβλίου του ο Τάκης Θεοδωρόπουλος παρατηρεί:

«Ο Γιαννόπουλος προσπάθησε να οικοδομήσει μιαν αισθητική∙ όμως επειδή αυτήν την αισθητική τη συνέδεσε με την ειλικρίνεια της αίσθησης, η χειρονομία του απέκτησε ηθική αξία». Δεν πιστεύω ότι κάποιος άλλος μπορούσε να περιγράψει με μεγαλύτερη ακρίβεια τη χειρονομία του Περικλή Γιαννόπουλου, αυτού του τρελού «σαν όλους τους Έλληνες», του  εξωφρενικότερου των παλαβών της Γης.

Σημείωση: οι φράσεις και προτάσεις εντός εισαγωγικών είναι από το βιβλίο           

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular