Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

(09:14) Αυτονόμηση των σημείων

Οι ράγες οδηγούν στο χολ.
Δυο φράσεις ηλιαχτίδας στην επίπεδη σάλα 
γεμίζουν το κενό μηνών χωρίς επίσκεψη
με το εναιώρημα βουβών συμβολισμών.
Ο νους καταδύεται
σε δυο διπλούς καθρέφτες

της μνήμης
και της ζωής
που σβήνουν στην ηλιόσκονη

δείχνοντας ο ένας
πως δεν υπήρξε ο άλλος.

 

Πέρασαν ήδη πέντε χρόνια από την έκδοση της ποιητικής σύνθεσης «Το ξυράφι του Όκαμ», το δεύτερο βιβλίο ποίησης του Αλέξιου Μάινα. Ο τίτλος αναφέρεται στη μεθοδολογική αρχή που διατύπωσε ο Γουλιέλμος του Όκαμ, άγγλος φραγκισκανός μοναχός και φιλόσοφος, ο οποίοςτο 1324 καταδικάστηκε από το παπικό δικαστήριο της Αβινιόν ως αιρετικός. Στην απλούστερη διατύπωσή του, το Ξυράφι του Όκαμ εκφράζεται ως εξής: Δεν πρέπει να προβαίνουμε σε περισσότερες εικασίες από όσες είναι απαραίτητες, που σημαίνει πως όταν δύο θεωρίες παρέχουν εξίσου ακριβείς προβλέψεις, πάντα επιλέγουμε την απλούστερη, έως ότου έχουμε λόγους να μην το κάνουμε. Ο ποιητής και το υποκείμενό του ακουμπώντας στην επάρκεια της φιλοσοφικής γνώσης καταπιάνονται με όσα τους απασχολούν: το συναίσθημα, τη μνήμη, την άσκηση της ποιητικής.  

Ανοίγοντας το βιβλίο, «πριν ο αλέκτωρ λαλήσει», πέφτουμε πάνω στην πρώτη εικασία: «Αν μόνο το ψέμα/ είναι ευτυχία/ τότε ας είναι αλήθεια/ μόνο ό,τι μας κάνει ελεύθερους». Τι σημαίνει «ελευθερία» για τον ποιητή; Σίγουρα για αυτήν καθαυτήν την πράξη της συγγραφής, αν και για να ελευθερωθεί η αφήγηση, ο ποιητής χρειάζεται κάποιον να σκοτώσει. Καλείται να ξαναγράψει αυτά που διάβασε, να συντελέσει δηλαδή μέσα του μια διαδικασία μετουσίωσης και απόσταξης, ώστε να μεταφερθούν όσα διάβασε και επεξεργάστηκε στη δική του πένα («Γράφω σημαίνει ξαναγράφω, ομολογώ τι διάβασα»). Ο Μάινας δημιουργεί ένα ποιητικό υποκείμενο που καταφέρνει να γίνει εξωποιητικό και να μας προσφέρει «αφήγημα». Προφανώς, η συγγραφή έχει ορμητήριο τον εαυτό, αλλά ο ποιητής δεν ταυτίζεται πάντοτε με το ποιητικό υποκείμενο. Δεν γράφουμε όλοι για τον βούρκο μας, έλεγε ο Σαχτούρης (ή τουλάχιστον έτσι νομίζουμε, θα απαντούσε ο Φρόυντ). Αλλά ας προσπαθήσουμε να μην κάνουμε περισσότερες εικασίες από όσες είναι απαραίτητες. Το βέβαιο είναι πως στο βιβλίο υπάρχει ένα ποιητικό σύμπαν μέσα στο οποίο λειτουργεί η ποιητική περσόνα και ο ποιητής ασκεί την ποιητική (τον στοχασμό περί ποιητικής). Μια περσόνα που χαρακτηρίζεται από αυτοπεποίθηση και ενίοτε μοιάζει να γνωρίζει περισσότερα από αυτούς στους οποίους απευθύνεται· που εκφράζεται με αξιώματα, τα οποία, όμως, ακυρώνονται κατ’ εξακολούθηση από τον συχνότατο εσωτερικό αντίλογο, που προέρχεται από τον ίδιο τον ποιητή ή από άλλα πρόσωπα που έχει εγκιβωτίσει στην πολυεπίπεδη γραφή του.

Με συχνές φιλοσοφικές διακειμενικές αναφορές, το Ξυράφι του Μάινα είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα έργο του μοντερνισμού.[i] Μια ποιητική σύνθεση γραμμένη κυρίως σε ενεστώτα χρόνο, όπου εκφράζονται σκέψεις και συναισθήματα ενός εικοσιτετράωρου, δύσκολα δεν θα μας παραπέμψει στον Οδυσσέα του Τζόυς. Η τεχνική του εσωτερικού μονολόγου, η προσεκτική δόμηση, τα λογοπαίγνια («Ιστορία ή στόρια;») οι παρωδίες («Σα βγεις στον πηγαιμό για την Μπενάκη») οι υπαινιγμοί («Έτσι είναι, ναι μωρό μου, καταλαβαίνω») η πλούσια χαρακτηροποίηση (Μάρκος και Ελιάννα, ο Μάκης της Βίκυς), το χιούμορ («Καινούρια αρχή; Όχι σήμερα ντάρλινγκ») αποτελούν κοινά χαρακτηριστικά με τον Οδυσσέα. Κυρίως, όμως, τα πυκνά νοήματα, που επιβάλλουν την επανάληψη της ανάγνωσης. Ιδέες, αναφορές, αξιώματα («Ακόμα κι ό,τι βλέπεις είναι αόρατο»), φράσεις που σε κάθε ανάγνωση ανακαλύπτεις κάτι που διέφυγε στην προηγούμενη. Όσο προχωράει η σύνθεση, το υποκείμενο αφήνει να διαφανεί συναισθηματισμός, πάντοτε χέρι χέρι με τη φιλοσοφική διάσταση, ενώ το τρίπτυχο πίκρα-θλίψη-ματαίωση («Νιάτα είναι αυτά που δε συνέβηκαν») κλιμακώνεται, και το συλλογικό αγγίζει τη σφαίρα του ατομικού.

Το βιβλίο γράφτηκε στην καρδιά της κρίσης. Η ανεργία και το προσφυγικό (αν και δεν είχε λάβει ακόμη τόση έκταση) θίγονται υπό το πρίσμα της φιλοσοφικής σκέψης. Επιπλέον, θίγεται το θέμα πώς και πού στέκεται η ποιητική τέχνη σε σχέση με το κοινωνικό γίγνεσθαι. Η ποίηση ως αντίδοτο στην ασχήμια του κόσμου, αντίδοτο στα πολιτικά αδιέξοδα. Αμέτρητη η ομορφιά της ποίησης, αλλά η άσκηση της τέχνης ως συστηματική απασχόληση δεν προσφέρει πρακτικές απολαβές. Ένα μήλο δεν αρκεί να σε χορτάσει. Η ποίηση και η αμοιβή. Ή η έλλειψή της. Η ποίηση ως τάμα. Η ποίηση που αναδύεται ως εσωτερική ανάγκη –μόνο τότε είναι άξια–, άρα  γνήσια και αληθινή, που ξεκινάει από τον δημιουργό, πάει στο κοινό και επιστρέφει διαφορετική για να τροφοδοτήσει περεταίρω δημιουργία. Η ποίηση φιλοσοφούσα, εντέλει. Που θέτει ερωτήματα ενώ συγχρόνως απαντάει: «Δεν υπάρχει τέχνη/ υπάρχουν μόνο καλλιτέχνες./ Τους αναγνωρίζεις απ’ τον τρόπο/ που περιφρονούν/ τις πλαστικές καρέκλες μπαλκονιού». Ίσως να ’ναι κι έτσι. Αλλά τα ποιήματα του Μάινα δεν εξαντλούνται μόνο σ’ αυτό. Εκεί που αρχίζει η υπερπλήρωση από τις αυταπόδεικτες αρχές, αναδύεται το συναίσθημα, και το ενδιαφέρον για τη δυστυχία του άλλου που έρχεται να κουμπώσει με την προσωπική θλίψη: «Μετά τα σαράντα η ευθυμία είναι θέμα συγκυριών».

Ο Μάινας είναι ένας ιμπρεσιονιστής της ποίησης με ζωντανά χρώματα, με συνθέσεις σε εξωτερικούς χώρους υπό ασυνήθιστες οπτικές γωνίες, που δίνει έμφαση στην αναπαράσταση του φωτός. Αναζητά το φως με κάθε κόστος. Τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιεί παρέχουν έντονη εικονοποιία (π.χ στις 14:08, όπου το υποκείμενο και ο αντίλογος-ο Μάρκος, ξεκινούν από την Ομόνοια, περνούν στον Κεραμεικό και φτάνουν στο Θησείο). Όλ’ αυτά, ενώ δεν τα βλέπουμε, ο ποιητής μας οδηγεί να τα δούμε, και αλλού να τα δούμε και να τα αισθανθούμε: «Άρωμα καπουτσίνο, ταπετσαρία απαλής μουσικής/ και μονόλογος με καυτές βελόνες σαν τηγανόλαδο./ Έξω παρατηρώ το χαμένο στη λάμψη του μεσημεριού κορίτσι/ να χουχουλιάζει στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου/ όπως η κρίση (που συγκεντρώνει τα ταξί στο κέντρο)». Εκτός από τη σκέψη, κινητοποιεί την όσφρηση, την όραση και την ακοή μας.

Ο Μάινας αποφασίζει να χειριστεί, κατά τόπους, τη γλώσσα με δικό του τρόπο, απαλλαγμένο από κανονιστικούς περιορισμούς (το νιώσιμο/ το σκέψιμο/ το γράψιμο) προκειμένου να δώσει το προσωπικό του στίγμα.  Απ’ όσο ξέρω, είναι δίγλωσσος. Όποια γλωσσολογική θεωρία και αν ενστερνιστούμε, από τις παλαιότερες και τις πιο αυστηρές, ως τις νεότερες που ενσωματώνουν με ηπιότερο τρόπο τη διγλωσσία, δεν γίνεται να αρνηθούμε τον εσωτερικό διχασμό που προκαλεί. Από τη μια προσφέρει στον ποιητή τη δυνατότητα να συνθέτει ποίηση με παραπάνω λεκτικά σύνολα –έστω και άρρητα αφού ήδη κατοικούν στην περιοχή του εγκεφάλου– σε σχέση μ’ εκείνους που  χρησιμοποιούν μόνο μια γλώσσα. Από την άλλη, πιθανόν να μεταφέρει την αντίφαση στη γραφή. Ασφαλώς, αποτελεί παραπάνω πλούτο να σκέφτεται κανείς σε δύο γλώσσες που τις χρησιμοποιεί σχεδόν εξίσου, έστω κι αν η μία προπορεύεται ελάχιστα. Του προσφέρει τη δυνατότητα να ονειρεύεται διπλά. Αλλά δύο γλώσσες, δύο πατρίδες, δύο εαυτοί στο κάτοπτρο. Ο ένας με λάθη, ο άλλος χωρίς, ο ένας με το αριστερό, αδύναμο χέρι, ο άλλος με το δεξί δυνατό. Η μνήμη και η ζωή αυτονομούνται, η μία υπάρχει δίχως την άλλη. Στην περίπτωση αυτή, ο ποιητής οφείλει κάποιον να σκοτώσει.     

 

[i] «Ο μεταμοντερνισμός σε ό,τι αφορά τη λογοτεχνία δεν είναι μια λογοτεχνική έκφραση μετά (δηλαδή πέρα από) τον μοντερνισμό, γιατί δεν μπορεί να υπάρξει λογοτεχνία πέρα από το σημείο στο οποίο οδήγησε τη λογοτεχνία ο μοντερνισμός. Κι αυτό γιατί ο μοντερνισμός (με την ευρύτερη έννοια του όρου, εκείνη που περιέχει και τις λεγόμενες πρωτοπορίες) έχει περιλάβει και έχει εξαντλήσει όλες τις λογοτεχνικές αναζητήσεις και όλες τις λογοτεχνικές δυνατότητες· έχει οδηγήσει τη λογοτεχνική μορφή ως τα ακρότατα όριά της, έχει, ακόμη, υπερβεί αυτά τα όρια φτάνοντας ως και την κατάλυση της οργανικότητάς της. Διότι τι άλλο είναι οι εκφράσεις του ντανταϊσμού και οι ακραίες εκφράσεις του φουτουρισμού και του υπερρεαλισμού παρά εκφράσεις που έχουν βγει έξω από το πεδίο της λογοτεχνικότητας, εκφράσεις που ανήκουν στην ιστορία της λογοτεχνίας περισσότερο παρά στην ίδια τη λογοτεχνία; Δεν υπάρχει μεταμοντέρνα λογοτεχνία με μιαν έννοια και με χαρακτηριστικά που να δικαιολογούν το πρώτο συνθετικό του επιθετικού της προσδιορισμού, δηλαδή που να τη διαφοροποιούν ουσιωδώς από τη μοντερνιστική λογοτεχνία, έτσι ώστε να μπορούμε πραγματικά να μιλάμε για ρήξη. Υπάρχει μόνο μια θεωρητική αντίληψη της λογοτεχνίας η οποία μπορεί πραγματικά να ονομαστεί μεταμοντέρνα ή μεταμοντερνιστική, γιατί, παρότι στην πραγματικότητα αποτελεί μιαν ακόμη φάση, την πλέον πρόσφατη, της παλαιάς διαμάχης ανάμεσα στη φιλοσοφία και την ποίηση, προσεγγίζει τη λογοτεχνία με τρόπο εντελώς διαφορετικό από τους τρόπους με τους οποίους προσεγγίζει η λογοτεχνική θεωρία και κριτική ως τον μοντερνισμό». 

Νάσος Βαγενάς, Μεταμοντερνισμός και λογοτεχνία,

Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2002, σελ. 83.     

 

Το ξυράφι του Όκαμ

Αλέξιος Μάινας

εκδ. Μικρή Άρκτος, 2014, σελ. 80

ISBN 978-960-8104-59-4

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular