Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Ήταν Γενάρης του 1997, όταν πρωτοδιάβασα -γιατί μέχρι σήμερα έχουν επακολουθήσει άλλες δύο αναγνωστικές επιστροφές- τον Μαριάμπα του Χαλκιδαίου αιρετικού και πρωτοπόρου Γιάννη Σκαρίμπα. Εκείνη την εποχή μαζί με τα Μυστήρια του Κνουτ Χάμσουν και τους εξίσου γοητευτικούς ήρωές του τον Γιόχαν Νάγκελ και τον τρελό Πεταχτούλη συναντούσα στην πεζογραφία εκείνους τους ιδιαίτερους τύπους της λογοτεχνίας που ούτε ακριβώς τρελούς τους λες ούτε και γραφικούς. Ήταν θαρρείς ανάλογοι με εκείνους που πρωτοσυνάντησα να κυκλοφορούν στην ποίηση των μετασυμβολιστών του Μεσοπολέμου και αναφέρομαι φυσικά στον «Πιερότο» του Ρώμου Φιλύρα και στα «Ανδρείκελα» του Κώστα Καρυωτάκη. Ένιωσα λοιπόν ότι σ’ αυτή την ιδιόρρυθμη παρέα των τραγικών φυσιογνωμιών τόσο της ποίησης όσο και της πεζογραφίας ερχόταν τώρα να προστεθεί και ο Χρυσοβαλάντης του Μάκη Τσίτα. Ένας αντιήρωας που αναλάμβανε να αποδώσει τη νοοτροπία μίας ολόκληρης γενιάς, να σκιαγραφήσει και να αποτυπώσει στα χαρακτηριστικά της δικής του συμπεριφοράς την ψυχή του μέσου νεοέλληνα, όπως αυτή προκύπτει και προβάλλεται αφτιασίδωτη στα μάτια του ίδιου ή μάλλον στις μύχιές του σκέψεις. Ποιος είναι λοιπόν αυτός που δε θα τον έλεγα άνθρωπο της διπλανής πόρτας αλλά θα τολμούσα να τον αποκαλέσω κατοικίδιο ον, κρυμμένο στην αριστοτεχνικά φτιαγμένη ιδιωτική μας καταπακτή.

 ” Ο Μάκης Τσίτας με τρόπο μοναδικό μέσω των ηρώων του αποτυπώνει τη νοοτροπία μίας ολόκληρης γενιάς, σκιαγραφώντας τα χαρακτηριστικά της ψυχής του μέσου νεοέλληνα, όπως αυτή προκύπτει και προβάλλεται αφτιασίδωτη στα μάτια του ήρωά του ή μάλλον στις μύχιές του σκέψεις. ”

Τον έχουμε μέσα μας λοιπόν τον ήρωά μας; Μήπως γι’ αυτό και με τόση άνεση επιλέγει να μας μιλά, θαρρείς και ακούμε μια φωνή απωθημένη, πότε δική μας, πότε κάποιου κοντινού μας συγγενή, μια φωνή που δεν τολμήσαμε, γιατί εμείς -όσο να πεις- ε… είμαστε αλλιώς πεπαιδευμένοι. Όμως, κακά τα ψέματα. Ο Χρυσοβαλάντης διαθέτει συγκεντρωμένα σε αλλεπάλληλες επιστρώσεις ενός παλίμψηστου όλα εκείνα που σκεφτήκαμε, νιώσαμε κι απωθήσαμε. Μόνο που η γνήσια φιγούρα του δεν ψεύδεται και ούτε τρέφει αυταπάτες. Προπάντων, δεν μπαίνει στον κόπο να κρυφτεί από τον ίδιο τον εαυτό της. Ένα ακατέργαστο πέτρωμα, γήινο και αβάσταχτα ειλικρινές τολμά και παραδέχεται:

«Ο υποφαινόμενος είναι ‘κλάψε με, μάνα, κλάψε με’. Η ζωή μου απλωμένη πάνω σ’ ένα απέραντο χωράφι γεμάτο κόκκινες καυτερές πιπεριές. Όταν πέφτω (πάντα με τα μούτρα) ζεματίζομαι. Αυτή είναι η ζωή μου. Μονίμως προσγειώνομαι μέσα στις παγίδες, μέσα σε εκτάσεις με αγκάθια και τσουκνίδες και ξεχνάω ότι είμαι ξυπόλητος. Πάντα ξεχνάω να φορέσω παπούτσια. Ούτε καν παντόφλες, ενώ ξέρω εκ των προτέρων πού πηγαίνω. Δυστυχώς αυτός είμαι».

Ως εκ τούτου, όλη την ώρα της ανάγνωσης έχεις την αίσθηση πως κάποιος σε έχει επιλέξει τελείως αυθαίρετα και για δικούς του λόγους φυσικά για ακροατή του, πως ένας άγνωστος σού εξομολογείται τα εσώψυχά του. Μόνο που είναι ταραγμένος και φοβισμένος και αγανακτισμένος, ίσως γι’ αυτό κι ο λόγος του εξίσου ταραγμένος, ασθματικός. Ένα άτυπο θα λέγαμε κυνηγητό του ίδιου από τον εαυτό του.

Ένας πενηντάρης άνεργος, πρώην λιθογράφος -που έμαθε την τέχνη από έναν ιερωμένο- χοντρός, με σάκχαρο και πάρεση, σε μιαν Αθήνα προ των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, ζει με τις αδελφές και τους γονείς του και γενικά ταλαιπωρείται και καταπιέζεται από όλους. Την οικογένεια, τους εργοδότες και φυσικά απ’ τις γυναίκες της ζωής του. Άνθρωπος φιλήσυχος, που ζει με την αυταπάτη πως, μια και κανέναν ο ίδιος του δεν ενοχλεί, ούτε κι οι άλλοι λογικά πρέπει να τον πειράζουν. Μια απλοϊκή και αφελής εξίσωση, που το μόνο που του εξασφαλίζει είναι τη συμπάθεια και συγκατάβασή μας, μια αδικαίωτη παιδική αφέλεια, που ίσως κρύβει μέσα της την καλοκάγαθη προαίρεση του αδύναμου, καθώς, όπως ο ίδιος λέει: «Πάντοτε υπήρξα ο σάκος του μποξ και ποτέ το γάντι του μποξέρ».

Ένας ρόλος που οπωσδήποτε ο ίδιος έχει επιλέξει για τον εαυτό του, από αδυναμία να έρθει σε αντιπαράθεση και να διεκδικήσει τα δεδουλευμένα της ύπαρξης, με την ευρύτερη πάντοτε έννοια. Ο Χρυσοβαλάντης, που πήρε το όνομα της γιαγιάς του, έχει μία μητέρα άγιο άνθρωπο αλλά αρκούντως τρομαγμένη, μια αδελφή καθηγήτρια θεολογίας, που κάνει διδακτορικό στα πενήντα της, μία μικρή αδελφή φιλάσθενη στα σαράντα τέσσερα, που προσπαθεί να αναρρώσει από ένα εγκεφαλικό και έναν πατέρα στρατιωτικό, μέθυσο και με πάρκινσον, που ουκ ολίγες φορές διεκδίκησε εκείνος αντί για τον ίδιο το τσαλαπατημένο δίκαιο του γιου του. Είναι θεοφοβούμενος, με την κυριολεκτική σημασία του όρου, καθώς η σχέση του με τον Θεό είναι σχέση  υποτέλειας και ενοχής, σχέση με άλλα λόγια υπηκόου και δύστροπου αφέντη, ανάλογη με την επώδυνη και άκρως εξευτελιστική σχέση με τον εργοδότη του ή τους διάφορους πνευματικούς που τον καθοδηγούν μα και τον επιπλήττουν.

Πιστεύει λοιπόν σ’ έναν Θεό εκδικητή, μια Δύναμη που καιροφυλακτεί χαιρέκακα το πρώτο γλίστρημά μας, για να μας τιμωρήσει.

«Του μπαμπά μου η μητέρα, η Χρυσοβαλαντία, ήταν κουτσή – την τιμώρησαν οι Άγιοι Μάρτυρες. Είχε πάρει δύο λαμπάδες για να τις ανάψει από μία (υπέρ υγείας του πατέρα μου, που εκείνη την εποχή ήταν ράκος γιατί τον ξήλωσαν απ’ το στρατό) στις εκκλησίες της Θεοτόκου και των Αγίων Μαρτύρων. Ξεχάστηκε και άναψε και τις δύο στην πρώτη εκκλησία. Με το που βγήκε στο προαύλιο, κατάλαβε τι είχε κάνει και γύρισε πίσω για να πάρει τη μία. Οι Άγιοι όμως την τιμώρησαν: έπεσε μπροστά στην εικόνα τους κι έμεινε για πάντα κουτσή».

Θεοφοβούμενος λοιπόν, με τους διάφορους πνευματικούς να τον καθοδηγούν και να τον επιπλήττουν, μια φύση συντηρητική και φοβική στη βάση της, που δέχεται και υπομένει στωικά τα πάνδεινα από τους εργοδότες, την οικογένεια και τις γυναίκες της ζωής του: την Ευμορφία, τη Ρωρώ, το Μαρινάκι, την Ουκρανέζα.

Γράφει ο Σκαρίμπας στον Μαριάμπα: «Σε τούτη τη μικρή πολιτεία -τη Χαλκίδα- απ’ τον προπερσινό χειμώνα ακόμα είχε παρουσιαστεί ένας άνθρωπος, ένας χριστιανός άλλου είδους. Ήταν ένα πρόσωπο μάλλον έως 35 χρονών και άσκημος…» και συνεχίζει αναφέροντας μία εμμονή του: «Οτιδήποτε κι αν έλεγε δεν τελείωνε, χωρίς να πει δυο φορές: ‘ακριβώς’, κι άλλη μια: ‘το τοιούτον’».

Κάτι ανάλογο θα συναντήσουμε και στον Χρυσοβαλάντη του Τσίτα, ο οποίος ως κατάληξη και σφραγίδα των σκέψεών του επαναλαμβάνει το επιβεβαιωτικό μόριο: «Ναι». Γράφει λοιπόν:

Ίσως χρειαστεί να χάσω μερικά κιλά. Ναι.

Αλλά πιστεύω ότι θα βοηθήσει ο Θεός να φτιάξουν τα πράγματα. Μόνο ο Θεός μπορεί. Ναι.

Μου λένε οι αδερφές μου «γίνεσαι υπερβολικός». Κι εγώ απαντάω «γίνομαι προσεκτικός». Ναι.

Ο Χρυσοβαλάντης, ρομαντικός και ονειροπόλος, αντιδρά στην προσποίηση των αισθημάτων και αντιτάσσει στον κοινωνικό κομφορμισμό τη δική του ευαισθησία. Τι κάνει λοιπόν; Χαρίζει απλόχερα, πότε ένα οπτικό χάδι, πότε ένα τρυφερό κομπλιμάν, κι ας κινδυνεύει, όπως λέει, να χαρακτηριστεί ο ίδιος ντεμοντέ. Χαρίζει, για να του χαριστεί και αυτού μία ανθρώπινη προσέγγιση. Θα πει με σπαραγμό για την απαξίωση και αδιαφορία που εισπράττει:

«Κι εγώ ο ταπεινός Χρυσοβαλάντης, αντιτίθεμαι σε όλα αυτά με τις μικρές μου δυνάμεις και γίνομαι ένας ζογκλέρ, ένας ευαίσθητος, γλυκός ζογκλέρ που προσπαθεί να πλησιάσει τον κόσμο».

Στο σημείο αυτό έρχεται ο ήρωάς μας να προστεθεί και να συμπλεύσει με τις αμέτρητες φιγούρες μιας ευρύτερης clownerie, τους κάθε λογής ζογκλέρ της Commedia dell’ Arte, που προκαλούν το ομηρικό «δακρυόεν γελάν», τον γνωστό μας κλαυσίγελο. Αναζητώντας οι φιγούρες αυτές την ταυτότητά τους μέσα από το δίπολο του δράματος και της κωμωδίας, εντέλει φανερώνουν την τέλεια ήττα της ελεύθερης βούλησης, αφού με έναν τρόπο μοναδικό επιδεικνύουν σε όλους μας τους σπάγκους που κινούν ύπαρξή τους. Τους σπάγκους τους κρατούν φυσικά πάντα οι άλλοι. Μια αποκάλυψη δραματική, καθώς υπενθυμίζει και σ’ εμάς την κατ’ επίφαση συχνά ελευθερία μας. Εκείνοι απλώς αρκούνται να είναι ευγνώμονες, αν τύχει οι άλλοι και τους φερθούν ευγενικά, αν έχουν την καλοσύνη δηλαδή να μην τους ρίξουν στο κενό. Μια συντριβή ανεξέλεγκτη που, προκειμένου να μην την υποστούν, γίνονται ηθελημένα των άλλων οι βαστάζοι κι οι υποτακτικοί. Ο Χρυσοβαλάντης ζώντας μέσα σ’ αυτό το δίπολο, βιώνει το δίλημμα: Ηρωική επανάσταση ή μοιρολατρική αυτοθυσία και υποταγή στο προδιαγεγραμμένο; Μα η επιλογή είναι γι’ αυτόν μονόδρομος. Ακυρώνει την ατομικότητά του θυσιάζοντας την όποια θέλησή του στο βωμό της εξυπηρέτησης των άλλων.

” Ο Χρυσοβαλάντης του Μάκη Τσίτα έρχεται να προστεθεί στους σημαντικούς αντιήρωες, στην ιδιόρρυθμη παρέα των τραγικών φυσιογνωμιών τόσο της ποίησης όσο και της πεζογραφίας, δίπλα στον Μαριάμπα του Χαλκιδαίου αιρετικού και πρωτοπόρου Γιάννη Σκαρίμπα αλλά και τους εξίσου γοητευτικούς ήρωες του Κνουτ Χάμσουν, τον Γιόχαν Νάγκελ και τον τρελό Πεταχτούλη. ”

Ο Τσίτας, μέσα από την πολλαπλότητα των αφηγήσεων του ήρωά του, στρέφεται σε έναν ψυχολογικό ρεαλισμό που έλκει τον δυναμισμό του από τα άμεσα δεδομένα της συνείδησης. Αρνούμενος λοιπόν οποιουδήποτε ρεαλιστικού υπόβαθρου τη διαμεσολάβηση, καταφεύγει στο ιδιόμορφο αφηγηματικό είδος του εσωτερικού μονολόγου, του οποίου πειραματικές απόπειρες πρωτοσυναντήσαμε στη γραφή του Στέλιου Ξεφλούδα, του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη και του Γιάννη Μπεράτη. Στα πλαίσια αυτού του εσωτερικού μονολόγου ένας καταιγισμός συνειρμικών εικόνων, σκέψεων και αναμνήσεων μας δίνει την ψευδαίσθηση ότι απουσιάζει παντελώς ο ίδιος ο συγγραφέας. Κι αυτό συμβαίνει, καθώς φαίνεται πως κάποτε αδυνατεί να βάλει μια υποτυπώδη έστω τάξη στη χειμαρρώδη σκέψη του ήρωά του, που ανοργάνωτη μες στην αυθορμησία της δίνει την εντύπωση μιας παραληρηματικής ασυνέχειας. Συνεπώς, η συντακτική οργάνωση του λόγου είναι αριστοτεχνικά και εσκεμμένα υποτυπώδης, πετυχαίνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο δύο πράγματα. Αρχικά, να μας πείσει ότι ο ήρωάς μας μέσα από την ελλειπτικότητα και την αντιφατικότητα της έκφρασής του δεν ενδιαφέρεται ουδόλως να επικοινωνήσει με κανέναν από εμάς, απλώς ευελπιστεί να λυτρωθεί ανασύροντας στο φως το υποσυνείδητό του. Το δεύτερο στοιχείο στο οποίο αποβλέπει η άτακτη γραφή και η απουσία χρονικής και λογικής οργάνωσης είναι να καταργήσει κι αυτόν ακόμη τον συγγραφέα του, ο οποίος φαίνεται πως ούτε τη σύνταξη είναι σε θέση να ελέγξει, πόσο μάλλον την ακατάσχετη φλυαρία του ταραγμένου μυαλού του ήρωά του. Απουσία λοιπόν οποιασδήποτε γλωσσικής τακτοποίησης, ο χρόνος κατά κάποιον τρόπο μηδενίζεται και μετουσιώνεται σε ένα αέναο τώρα. Ο χρόνος, μ’ άλλα λόγια, συνθλίβεται από έναν ενεστώτα που εγκιβωτίζει στην αλληλοδιαδοχή των γεγονότων όλους τους αόριστους, τους παρατατικούς, τους παρακείμενους, καταλήγοντας μέσα από μιαν αξεδιάλυτη και κατακερματισμένη ροή να πείσει ότι όλα αιωρούνται μεταιχμιακά ανάμεσα στα ασαφή όρια πραγματικότητας και φαντασίας. Ο μετεωρισμός λοιπόν του ήρωά μας ανάμεσα στο φανταστικό και στο πραγματικό, στο όνειρο και στη σκληρή του μοίρα προκύπτει ως αποτέλεσμα της σύγκρουσής του με τον κοινωνικό περίγυρο. Πίσω απ’ όλα αυτά βέβαια σκιαγραφείται η άβολη θέση του ίδιου του δημιουργού μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο καθώς και η συγκρουσιακή σχέση με τον ίδιο τον εαυτό του. Ανάγκη επείγουσα ωστόσο ο ήρωάς μας να επιβιώσει. Τι επινοεί λοιπόν; Επινοεί μία ταλάντευση, ύστατη απόπειρα αυτοπροστασίας. Ανάμεσα στην οδύνη του ανέφικτου και στη ματαίωση τόσων και τόσων προσδοκιών, του τύπου: «αχ πού ’σαι νιότη που ’δειχνες πως θα γινόμουν άλλος», επιλέγει κάποια ανοίγματα του νου στο υπερβατικό, προκειμένου να αντέξει την ασφυξία του γήινου. Θα ήθελε λοιπόν να ζει στη δεκαετία του ’20 ή του ’30, στην εποχή του Διονύση Παπαγιαννόπουλου και του Βασίλη Λογοθετίδη, να είναι γείτονας ει δυνατόν με τη Γεωργία Βασιλειάδου. Πιστεύει άλλωστε σε μια κοινωνία όπως ήταν την εποχή του Ουγκώ, του Σαίξπηρ, των Λουδοβίκων και της Βικτωρίας. Αδύναμος και φοβισμένος οραματίζεται τον εαυτό του πρίγκιπα και τη μικρή του αδελφή πριγκιποπούλα. Άλλοτε πάλι θέλει διακαώς να γίνει Αθηναγόρας. Κι αυτό, γιατί μεγάλωσε με δεσποτάδες, με τα χρυσά τους άμφια, τα επιβλητικά και τα πολυτελή. «Μανούλα, φέρε το παλιό σου καπέλο με τις κλάρες», και το φορούσα, γράφει. Άτομο με αγχωτική διαταραχή που κατορθώνει να ανασύρει οικεία κακά μέσα απ’ το παραλήρημά του. Οι ισοπεδωτικές γενικεύσεις του που αφορούν στις γυναίκες, στην κοινωνία, στους gay και στους μετανάστες φανερώνουν ένα άτομο γεμάτο κόμπλεξ, ενώ οι κοινότυπες θυμοσοφίες του επί παντός επιστητού ξετυλίγουν μπροστά μας ένα πανόραμα βαρύγδουπων διαπιστώσεων, απλοϊκών μέσα στην ηχηρότητά τους.

  1. Ο χρεωμένος χειρότερος του πτωχού.
  2. Και πάλι δεν είναι η απόλαυση το πρόβλημα, αλλά η υπερβολή. Το παραπανίσιο.
  3. 3. Η γυναίκα αγαπά πολύ τα νόθα παιδιά της, όπως ο κλέφτης το προϊόν της κλοπής του.
  4. Η γυναίκα είναι σαν την πυροσβεστική. Όταν δει έναν άντρα μέσα στις φλόγες, οφείλει να ξέρει πώς να τον σβήσει, πώς να τον σώσει. Όμως συνήθως τον αφήνει να καεί.
  5. Αγάπα τον Έλληνα εκτός Ελλάδος, δε θα σου κάνει ζημιά. Και μίσησε τον Ρώσο εντός Ελλάδος –θα σου κάνει.

Ρατσιστής στο έπακρο, θεοφοβούμενος και βλάσφημος, θαμώνας τακτικός των οίκων ανοχής, με μία ειλικρίνεια αφοπλιστική καγχάζει την κοινωνική παθογένεια και εκστομίζει αλήθειες, που φωτογραφίζουν τον μέσο νεοέλληνα. Αγαθός και προδομένος, καταχρεωμένος και εξαπατημένος, φοβικός και δίχως φίλους, αγαπάει τις γυναίκες, θέλει να τραγουδήσει κάποτε στη Λυρική και είναι στη βάση του ρομαντικός. Υποταγμένος και ανασφαλής, υβρεολόγος και είρων, υπέρβαρος, ερωτύλος και αυτοσαρκαζόμενος, με πόθους κρυφούς, με κρίσεις πανικού και αυτολύπηση. Αλλά και αντιφατικός. Και αυτοαναιρούμενος. Με δόγμα του το τρίπτυχο: πατρίς, θρησκεία, οικογένεια. Μισεί τους μετανάστες, την ίδια ώρα που φαντασιώνεται Ρωσίδες και Ουκρανέζες στο κρεβάτι του. Πόρνες, παπάδες και πνευματικοί, μάνα, αδελφές και ερωμένες, ο Εξαποδώ εργοδότης του και ο Θεός. Το Άγιο Όρος, οι ψυχίατροι και τα πορνεία. Η άρρωστη καρδιά του, το σάκχαρο που τον ταλαιπωρεί, η πάρεση προσωπικού νεύρου, η Γαλλίδα ή και Αγγλίδα σύζυγος που ονειρεύεται να παντρευτεί, τα χάπια που παίρνει, οι πονοκέφαλοι που έχει, η στύση που δεν έχει, οι εμμονές κι η μισαλλοδοξία, το bullying και η λεκτική κακοποίηση, η αθωότητα και η αφέλεια, η μόνιμα απολογητική του στάση. Τέλος, η ψυχιατρική κλινική. Δέσμιος των κοινωνικών συμβάσεων και των εσωτερικών του αδιεξόδων, αποδεικνύεται παντού ανεπαρκής και ατελέσφορος.

Η κοινωνία μας, μία αρένα ανθρωποφαγική και σε σύγχυση, εξαναγκάζει και τον Χρυσοβαλάντη να τη μιμηθεί, μ’ αποτέλεσμα μέσα σ’ ένα λεκτικό παροξυσμό να κατασκευάζει λέξεις, ενώ πολύ συχνά αυτοπαρωδούμενος, σκαρώνει ακόμη και στιχάκια σκωπτικά, που κάποτε ευελπιστεί να τα εκδώσει.

Ο Τσίτας με τρόπο μοναδικό μέσω των ηρώων του αποτυπώνει τη νοοτροπία μίας ολόκληρης γενιάς, σκιαγραφώντας τα χαρακτηριστικά της ψυχής του μέσου νεοέλληνα, όπως αυτή προκύπτει και προβάλλεται αφτιασίδωτη στα μάτια του ήρωά του ή μάλλον στις μύχιές του σκέψεις. Ο Χρυσοβαλάντης του Τσίτα έρχεται να προστεθεί στους σημαντικούς αντιήρωες, στην ιδιόρρυθμη παρέα των τραγικών φυσιογνωμιών τόσο της ποίησης όσο και της πεζογραφίας, δίπλα στον Μαριάμπα του Χαλκιδαίου αιρετικού και πρωτοπόρου Γιάννη Σκαρίμπα αλλά και τους εξίσου γοητευτικούς ήρωες του Κνουτ Χάμσουν, τον Γιόχαν Νάγκελ και τον τρελό Πεταχτούλη.

Κλείνοντας τούτη τη συνομιλία μου με τον Χρυσοβαλάντη, και για να τον ευχαριστήσω για την τρυφερή παρέα που μου κράτησε, θέλω να του αφιερώσω ένα ποίημα κάποιου άλλου καταραμένου ποιητή, όχι μόνο για να βελτιώσει κάπως την τεχνική του στον στίχο, αλλά και για να διαπιστώσει πως η περίπτωσή του δεν είναι η μοναδική, πως άδοξοι και καταφρονεμένοι -όπως αυτός- υπήρξαν και υπάρχουνε πολλοί, από τα παλιά τα χρόνια μέχρι τώρα.

 

Κώστα Καρυωτάκη

ΑΝΔΡΕΙΚΕΛΑ

Σαν να μην ήρθαμε ποτέ σ’ αυτή τη γη,

σαν να μένουμε ακόμη στην ανυπαρξία.

Σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή.

Άνθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία.

Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό

ανδρείκελα, στης Μοίρας τα δυο τυφλά χέρια,

χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,

άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ’ αστέρια.

Μακρινή χώρα είναι για μας κάθε χαρά,

η ελπίδα κ’ η νεότης έννοια αφηρημένη.

Άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε, παρά

όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.

Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός.

Ω! κι αν δεν ήταν η βαθειά λύπη στο σώμα,

ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός

πόνος μας, για να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα…

Ο Μάκης Τσίτας είναι συγγραφέας και διευθυντής του ενημερωτικού site για το βιβλίο και τον πολιτισμό diastixo.gr. Γεννήθηκε το 1971 στα Γιαννιτσά. Πήρε πτυχίο δημοσιογραφίας και συνεργάστηκε με ραδιοφωνικούς σταθμούς στη Θεσσαλονίκη. Από το 1994 ζει μόνιμα στην Αθήνα και εργάζεται στον χώρο των εκδόσεων. Ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού Περίπλους (1994-2005) και συνεκδότης του περιοδικού Index (2006-2011). Λογοτεχνικά κείμενά του έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες, έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες κι έχουν μεταφραστεί στα γερμανικά, τα γαλλικά, τα ισπανικά, τα αγγλικά, τα εβραϊκά, τα αλβανικά, τα σουηδικά, τα φινλανδικά και τα ιταλικά. Έργα του παίχτηκαν στο «Θέατρο των Καιρών», σε σκηνοθεσία Έρσης Βασιλικιώτη και στο «Vault», σε σκηνοθεσία Σοφίας Καραγιάννη. Στίχους του μελοποίησαν ο Τάκης Σούκας, ο Γιώργος Σταυριανός και η Τατιάνα Ζωγράφου. Έχει εκδώσει δεκαεφτά βιβλία για παιδιά και τρία για ενήλικες. Το μυθιστόρημά του «Μάρτυς μου ο Θεός» απέσπασε το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2014 (European Union Prize for Literature) και πρόκειται να κυκλοφορήσει σε δέκα ευρωπαϊκές γλώσσες.

Η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου γεννήθηκε στο Μόναχο, κατάγεται από την Κωνσταντινούπολη και ζει στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασε στη Φιλοσοφική σχολή του Α.Π.Θ. Διδάσκει δημιουργική γραφή στη Θεσσαλονίκη και στην Κύπρο. Παράλληλα με την ποίηση ασχολείται με το δοκίμιο, με δημοσιεύσεις σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και συλλογικούς τόμους. Έχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές: Λυπημένες μαργαρίτες (εκδ. Εγνατία, 1986), Το τρίπτυχο του φέγγους (1993), Εν τη ρύμη του νόστου (εκδ. Αρμός, 1999), Ν’ ανθίζουμε ως το τίποτα (εκδ. Καστανιώτη, 2004), Όροφος μείον ένα (εκδ. Καστανιώτη, 2008, β΄ έκδ. 2009), Το επιδόρπιο (εκδ. Κέδρος, 2012, γ΄ έκδ. 2013), Αφόρετα θαύματα (εκδ. Κέδρος, 2017). Το επιδόρπιο ήταν υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο. Έχει επίσης εκδώσει τα μελετήματα: Εν αναμονή (Συμμετοχή στον συλλογικό τόμο Ακροατής Οριζόντων Προσεγγίσεις στην ποίηση του Ορέστη Αλεξάκη), εκδ. Γαβριηλίδης 2004. Συρραπτική του προσώπου – Επίσκεψη στην ποίηση του Ορέστη Αλεξάκη (εκδ. Νέος Αστρολάβος / Ευθύνη, 2012). Πέραν της γραφής – Δοκίμια για την ποίηση (εκδ. Κέδρος, 2015). 
Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά, αλβανικά, βουλγαρικά και περιέχονται σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, όπου διετέλεσε Γενική Γραμματέας, και του Κύκλου Ποιητών.

 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular