Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

«Τα πάντα έχουν κάποιου είδους θλίψη»

 

Στην ταινία «Shame» (2011) του Στιβ Μακ Κουίν, η πρωταγωνίστρια, λίγα λεπτά πριν κόψει τις φλέβες της, αφήνει στον τηλεφωνητή του αδελφού της το εξής μήνυμα: «Δεν είμαστε κακοί άνθρωποι. Απλώς είμαστε από ένα κακό μέρος».

Οι φράσεις αυτές θα μπορούσαν να βρίσκονται στην προμετωπίδα του σπαρακτικού μυθιστορήματος του Γουίλιαμ Μπόιλ. Γεννημένοι στο Gravesend, μια θλιβερή γειτονιά στην περιοχή του Μπρούκλιν, σε ένα μέρος που θα τους στείλει μια ώρα αρχύτερα στον τάφο, ένα μέρος που μοιάζει εγκαταλελειμμένο από κάθε ηθικό, θεσμικό ή θεϊκό νόμο, οι ήρωες του Μπόιλ αποδεκατίζουν τις ψυχικές τους δυνάμεις σε επάλληλες αποτυχίες. Η τοπιογραφία αποκαρδιώνει. Βρώμικοι δρόμοι, σκουπίδια που ανασαλεύουν στον βαρύ από την υγρασία αέρα σκορπίζοντας την απόπνοια της αποσύνθεσης, ψόφιοι αρουραίοι πάνω σε γλιτσιασμένες πλάκες, κουλουριασμένες σκιές, τσακισμένες λίγο πάνω από τα πεζοδρόμια, χορταριασμένες αυλές όπου στέκουν σαν παροπλισμένα ξόανα αγάλματα της Παρθένου, σκουριασμένα σιδερικά και σαπισμένα ξύλα στα σκαλιά των εισόδων. Τα σπίτια είναι φέρετρα. Κυτία ταριχευμένου χρόνου. Άμα μπεις, δεν βγαίνεις. Κανένα από τα πρόσωπα του βιβλίου δεν καταφέρνει να δραπετεύσει από το σπίτι του.

Γεννημένος το 1978 στο Μπρούκλιν, Ιταλοαμερικανικής καταγωγής, ο Γουίλιαμ Μπόιλ, συγγραφέας ήδη τριών μυθιστορημάτων και μιας συλλογής διηγημάτων, έκανε αίσθηση, ιδιαίτερα στο γαλλικό αναγνωστικό κοινό, με το «Gravesend», το πρώτο του βιβλίο, το οποίο εκδόθηκε το 2013 και έπειτα κυκλοφόρησε στη Γαλλία στο χιλιοστό τεύχος της συλλογής Rivages/Noir και το οποίο το 2016 ήταν υποψήφιο για το Μεγάλο Βραβείο Αστυνομικής Λογοτεχνίας (Grand Prix de Littérature Policière). Πέρα από τα γαλλικά, το «Gravesend» έχει επίσης μεταφραστεί στα γερμανικά και πρόσφατα στα ελληνικά υπό την αξιανάγνωστη φροντίδα της Άλκηστης Τριμπέρη.

Το μυθιστόρημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί νουάρ, αν δεν ενδιαφερόταν τόσο πολύ να καταλύσει τα κλισέ του είδους. Από την άλλη, δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο νουάρ. Ακόμα και όταν βγαίνει ο ήλιος, το φως του διαχέεται στο Gravesend διαθλασμένο μέσα από ερεβώδη νέφη. Στο Gravesend δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, δεν υπάρχουν θύτες και θύματα, ει μη μόνον θηράματα. Οι κάτοικοί του κινούνται σε μια μεθοριακή ζώνη, όπου ακυρώνεται κάθε είδους μανιχαϊσμός. Όλοι εμφανίζονται εξαρχής ηττημένοι, τσακισμένοι. Οποιαδήποτε προσδοκία αυτοϋπέρβασης, απονομής δικαιοσύνης ή επιβολής μιας αυθαίρετης, αυτόδικης εξουσίας, αποδεικνύεται αυταπάτη. Όλοι τελικά γκρεμίζονται από το ύψος των ψευδαισθήσεών τους. Ο συγγραφέας αίρει τάχιστα κάθε υποψία επικρεμάμενης απειλής. Απειλή είναι η ίδια η πόλη και έχει προ πολλού ενσκήψει. Εμείς είμαστε οι μάρτυρες των συνεπειών της. Η προσχηματική, εγκατεσπαρμένη με υπαινιγμούς πλοκή στοχεύει στην ανάδειξη ενός περίγυρου απονενοημένου και αποσυνάγωγου, αποκλεισμένου από κάθε προοπτική. Κάθε επιλογή είναι συνάρτηση της πόλης. Η βούληση του καθενός ναρκοθετείται από ένα πλέγμα συλλογικών καταναγκασμών. Στα όνειρά τους όλοι είναι ήρωες και τα χέρια τους τα μίσθαρνα όργανα της θέλησής τους. «Τα πράγματα δεν ήταν τόσο ξεκάθαρα στην πραγματική ζωή».

Προοικονομώντας την τραγική ειρωνεία που θα κυριαρχήσει στις σελίδες, ο συγγραφέας ξεκινά την ιστορία του από μια αποφυλάκιση, η οποία προοδευτικά σηματοδοτεί τον εγκλωβισμό των βασικών προσώπων στις ιδιωτικές τους, αναπόδραστες περιχαρακώσεις. Ο Ρέι Μπόι βγαίνει από τη φυλακή μετά από κάθειρξη δεκαέξι ετών με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας. Ο Κόνγουεϊ, ο αδελφός του θύματος, πηγαίνει να τον συναντήσει με σκοπό να τον σκοτώσει. Την παταγώδη αποτυχία της εκδίκησής του προδικάζει η εναρκτήρια σκηνή όπου βλέπουμε τον Κόνγουεϊ να εξασκείται στη σκοποβολή. Οι σφαίρες του ίσα που τρυπούν τις χάρτινες φιγούρες που σημαδεύουν, μετά βίας πετυχαίνουν «το εξωτερικό περίγραμμα του στόχου». Ο Κόνγουεϊ είναι ένας απρόθυμος θύτης, απροετοίμαστος, εν ολίγοις ακατάλληλος για την αποστολή που επωμίζεται. Ωστόσο, ένας άλλος, άδηλος σκοπός τον επιστρέφει διαρκώς στα ίχνη του Ρέι Μπόι. Ενδόμυχα ελπίζει πως ο Ρέι Μπόι παραμένει ο θρυλικός νταής της γειτονιάς, ο φόβος και ο τρόμος των αδύναμων, το ίνδαλμα των συμμοριών, ο γόης του λυκείου, ένας «γαμημένα κακός». Ο Κόνγουεϊ ελπίζει πως στην αναμέτρησή τους ο Ρέι Μπόι θα καταφέρει να τον σκοτώσει. Δεν είχε τα κότσια να πατήσει τη σκανδάλη. «Ποτέ δεν είχε τα κότσια». Κάθε απόπειρα ήταν άλλη μία ευκαιρία να αποτύχει.

«Ο Κόνγουεϊ ήταν πάντα ένας αποτυχημένος πρώτης γραμμής. Η ανυπαρξία ελπίδας και θάρρους ήταν ένας σάπιος συνδυασμός. Και ο τρόπος που αντιμετώπισε όλη αυτή την κατάσταση με τον Ρέι Μπόι ήταν πέρα από κάθε λογική. Για χρόνια ονειρευόταν να εκδικηθεί τον Ρέι Μπόι, αλλά δεν έκανε τίποτα για να προετοιμαστεί. […] Νόμιζε πως δεν είχε σημασία. Ίσως αυτό που ήθελε πραγματικά ήταν ο Ρέι Μπόι να έχει παραμείνει ο Ρέι Μπόι. Ίσως αυτό που ήθελε πραγματικά ήταν να πεθάνει από τα χέρια του Ρέι Μπόι, να έχει υπερισχύσει εκείνος, και η δική του αποτυχία να είναι απόλυτη και τελειωτική».

Ο Κόνγουεϊ φαντάζεται τον Ρέι Μπόι να βγαίνει από τη φυλακή ανήμερος, με μια αγριότητα «χιλιάδες φορές σκληρότερη από πριν». Στη ζωή του Κόνγουεϊ «όλα σχετίζονταν με τον Ρέι Μπόι». Ήταν το «διαβολικό μυαλό» που κυβερνούσε τον κόσμο του, «όχι ένας απλός νταής της γειτονιάς». Όταν, ωστόσο, ο Κόνγουεϊ τον βλέπει μπροστά του, καταλαβαίνει πως εκείνος ο τύπος έψαχνε κάποιον να βάλει τέλος στη μιζέρια του. «Αυτό έκανε τα πράγματα κάπως χειρότερα. Ο Κόνγουεϊ πάντα οραματιζόταν μια πάλη». Μια πάλη στην οποία θα έχανε και όχι μια εκτέλεση, προαποφασισμένη μάλιστα από το ίδιο το θύμα.

Ο Μπόιλ βιάζεται να καταστρέψει ακόμα και την παραμικρή υπόνοια σασπένς οδηγώντας πολύ νωρίς το μυθιστόρημα σε μια επίφοβη αποκλιμάκωση, που ασφαλώς ερεθίζει το ενδιαφέρον. Όταν αποσύρεται η δράση, μένουν τα πρόσωπα, δηλαδή ο συγγραφέας. Και εδώ ο συγγραφέας, υιοθετώντας την κοινωνιολογική οπτική της νεότερης αστυνομικής λογοτεχνίας, αποτυπώνει βραδυφλεγώς, εστιάζοντας από κεφάλαιο σε κεφάλαιο σε διαφορετικές γωνίες, ένα συλλογικό σώμα σε αποσύνθεση, διάτρητο από μεμονωμένες κηλίδες ψυχικής σήψης. Φέρνοντας στη σκηνή τον Ρέι Μπόι, ο Μπόιλ μας παρουσιάζει έναν νεκρό, ένα φάντασμα. Τίποτε στη μορφή του δεν ανακαλεί τις ένδοξες ημέρες του. Ένα μόνο πράγμα θέλει και ζητάει: «Απλώς αφήστε με πεθαμένο».

Εκτός από τον Κόνγουεϊ, εκείνος που ελπίζει πραγματικά ο Ρέι Μπόι να έχει παραμείνει ο Ρέι Μπόι είναι ο Γιουτζίν, ο ανιψιός του. Ο Γιουτζίν είναι το νεαρότερο μέλος του μυθιστορήματος και έχει τον θείο του για θεό. Τον γνωρίζει μόνο από τους μύθους της γειτονιάς. Χαζεύει με τις ώρες την ηρωική μορφή του σε παλιές φωτογραφίες. Ο Ρέι Μπόι, το σκληρό καρύδι, και κορίτσια με δερμάτινα μπουφάν στην αγκαλιά του. «Φωτογραφίες από μια εποχή που δεν έμοιαζε καν αληθινή. Αρχές της δεκαετίας του ’90». Ο Γιουτζίν ονειρεύεται να κάνουν μαζί βόλτες και ο θείος του να του δείχνει τα κόλπα και τα κατατόπια, «να ζούνε από μοτέλ σε μοτέλ, από έγκλημα σε έγκλημα. Του φαινόταν παράδεισος».

«Πάντα φανταζόταν τον θείο του να επιστρέφει στη γειτονιά φορώντας γυαλιά ηλίου, με ξυρισμένο κεφάλι, τσαντισμένο που μπήκε φυλακή, έτοιμο να ξεσπάσει σε όλο τον κόσμο».

Για τον Γιουτζίν ο Ρέι Μπόι ήταν ο δρόμος που θα τον έπαιρνε μακριά από το Gravesend, μακριά «από αυτή τη γαμημένη πόλη». Χωλός εξαιτίας μιας προβληματικής ανάπτυξης των οστών, δηλαδή ανάπηρος λόγω κακής ανατροφής, ο Γιουτζίν προχωρούσε στον δρόμο με τα μάτια χαμηλά στο έδαφος, μετρώντας τις ρωγμές στα πεζοδρόμια και τους ποδοπατημένους αρουραίους, καταγράφοντας τα γκράφιτι στο τσιμέντο. Σκεφτόταν πως παλιά, στην εποχή του θείου του, τα γκράφιτι θεωρούνταν τέχνη. «Τώρα ήταν απλώς μαλακία». Από το άλλο μέρος, όταν ο Κόνγουεϊ περπατούσε στη γειτονιά, κοιτάζοντας και αυτός κάτω στο πεζοδρόμιο, σκεφτόταν πως «αυτή η γειτονιά δεν τον άφησε ποτέ να κάνει κάτι σωστό».

 Ο Γιουτζίν γεννήθηκε ενόσω ο θείος του ήταν στη φυλακή. Γι’ αυτό όταν τον βλέπει μπροστά του με σάρκα και οστά, δεν μπορεί να πιστέψει πως ο Ρέι Μπόι, ένας άνθρωπος κουρασμένος, τσακισμένος, ένα ζόμπι, είχε την παραμικρή σχέση με τον άνδρα που ενορχήστρωνε στο μυαλό του ξέφρενους παραβατικούς παροξυσμούς. «Ήταν διαλυμένος χωρίς καμία πιθανότητα να συνέλθει».

«Εκείνος ο τύπος που τον λάτρευαν οι πάντες είναι νεκρός».

Ο Ρέι Μπόι ενσαρκώνει τον πόνο, τις προσδοκίες και τις διαψεύσεις μιας ολόκληρης κοινότητας. Ο Κόνγουεϊ βλέπει στο πρόσωπό του τη μόνη δικαίωση που αξίζει στον νεκρό αδελφό του, ο Γιουτζίν έναν αιματοβαμμένο θρίαμβο που θα έκανε τους άλλους να ξεχάσουν πως ήταν σακάτης, η όμορφη Αλεσάντρα έναν ενδιαφέροντα εραστή, που θα εκπλήρωνε τις ερωτικές φαντασιώσεις της του λυκείου. Όταν συναντά τον Ρέι Μπόι στην παλιά της γειτονιά, η Αλεσάντρα δεν έχει ξεχάσει πως στο λύκειο ήθελε κι εκείνη να τη γουστάρει αυτός ο σκληρός τύπος που ήταν πάντα περιτριγυρισμένος από κορίτσια με δερμάτινα μπουφάν.

«Αυτό που κυριαρχούσε στις αναμνήσεις της για τον Ρέι Μπόι ήταν η αυτοπεποίθησή του, ο τρόπος που καθόταν στο καπό του αυτοκινήτου, λες και τίποτα δεν μπορούσε να τον πειράξει. Ήταν ένας τύπος που απλώς εξέπεμπε το μην-τολμήσεις-να-τα-βάλεις-μαζί-μου. Ο κόσμος υποκλινόταν στο πέρασμά του. Οι μητέρες του μαγείρευαν. Τα κορίτσια του άνοιγαν τα πόδια τους. Το αμάξι του δεν χαλούσε ποτέ. Είχε πάντα τέλειο κούρεμα, τσιγάρα, φορούσε φτηνή κολόνια που ωστόσο δεν ήταν πολύ έντονη».

«Χύσια πάνω σε όλο το παρμπρίζ».

«Αυτός ήταν ο τύπος που ήθελε να γνωρίσει ο Γιουτζίν».

Μόνη της στο παιδικό της δωμάτιο η Αλεσάντρα κατεβάζει το εσώρουχό της μαλάζοντας μια εφηβική φαντασίωση. Στο μυαλό της έρχεται ξαφνικά η φωτογραφία της σήμανσης, δημοσιευμένη στις εφημερίδες όταν συνέλαβαν τον Ρέι Μπόι για τη δολοφονία του Ντάνκαν. Είδε ξανά μπροστά της την εωσφορική του όψη, «το πρόσωπο του Ρέι Μπόι με τραβηγμένα χαρακτηριστικά, τα μάτια του βαθουλωμένα, σαν να τον ρουφούσε ο ίδιος του ο εαυτός». Κοιτάζοντας τη φωτογραφία της σήμανσης, «ήταν σαν να αντίκριζε τον ίδιο τον Σατανά». Σκέφτηκε τότε πως στην ερωτική επιθυμία δεν υπήρχαν πολλές βαθμίδες χαμηλότερες από έναν πρώην κατάδικο. Παραδόξως, ο ερεθισμός και η αίσθηση της ταπείνωσης δεν αλληλοαποκλείονταν αλλά αλληλοτροφοδοτούνταν. Γι’ αυτό η Αλεσάντρα συνέχισε να ονειρεύεται τον Ρέι Μπόι όπως ήταν στο λύκειο, παραδομένη σε εκείνη τη φασματική μορφή, «που την έβαζε σε πειρασμό γιατί δεν υπήρχε τίποτα καλύτερο».

Σε μια κοινότητα με εκκλησία αλλά χωρίς θεό, ο Ρέι Μπόι αναλαμβάνει, ερήμην του, να αποκαταστήσει την πίστη του ποιμνίου σε επίγειες επαγγελίες. Έχει ενδιαφέρον πως όλοι αντιμετωπίζουν τη θρησκεία σαν συναλλαγή, μια αγγαρεία που πρέπει να φέρουν εις πέρας για να αποφύγουν τις συνέπειες της ολιγωρίας τους. Μετέχουν αυτιστικά στη θεία κοινωνία, παραμένοντας αδιανόητα μόνοι και αβοήθητοι. Ο Κόνγουεϊ και η Αλεσάντρα πηγαίνουν τους πατεράδες τους στην εκκλησία, ανταποκρινόμενοι σε ένα αταβιστικό χρέος. Ο Γιουτζίν πηγαίνει σε καθολικό σχολείο, αλλά μόνο στον θείο του ομνύει. Όταν ακούει τον διευθυντή του σχολείου να του μιλάει για την Ημέρα της Κρίσεως, δεν παύει να φαντασιώνεται την κρίση του ίδιου και του Ρέι Μπόι που θα επιπέσει στην ανθρωπότητα σαν καταιγισμός πυρών.

Στα περβάζια των παραθύρων αγαλματάκια της Παρθένου Μαρίας κοιτάζουν προς τα έξω, σε ένα ρημαγμένο, εγκαταλελειμμένο από την πρόνοια, θεϊκή και εγκόσμια, τοπίο. Η Αλεσάντρα σκέφτεται πως στο Gravesend η Κυριακή, η μέρα του Κυρίου, είναι η πιο ζοφερή ημέρα της εβδομάδας. Αυτή η «αίσθηση της Κυριακής».

Η καθολική πίστη στο Gravesend είναι ένα απολίθωμα φυτεμένο σε σάπιο χώμα, ένα απομεινάρι του χρόνου, όπως η σκουριά, η μούχλα, η βρώμα και η θλίψη· προσομοιάζει στους μαρμάρινους σταυρούς και αγγέλους σε ένα νεκροταφείο. Περισσότερο φόβητρο, πολύ λιγότερο φυλαχτό, στην καλύτερη περίπτωση ένας διάκοσμος για να πολεμά την ασχήμια. Όταν η Στέφανι αναλογίζεται την ταπεινωτική της συνεύρεση με τον Κόνγουεϊ, αναρωτιέται έντρομη: «Πώς θα μπορέσω να ξαναπάω στην εκκλησία; Πώς θα μπορέσω να αντικρίσω τον μονσινιόρ;»

Μια άλλη φορά, βλέποντας τον Κόνγουεϊ σε άθλια ψυχική κατάσταση, του προτείνει τη μόνη θεραπεία που εμπιστεύεται, αν και δουλεύει σε φαρμακείο. «Γιατί δεν μιλάς στον πατέρα Βιλάνι; Είναι καλός άνθρωπος, μπορείς να του μιλήσεις. Εξομολογήσου. Ξεκίνα από την αρχή».

Από την άλλη, ο Κόνγουεϊ πασχίζοντας να επενδύσει ηθικά τη δειλία του, θεωρώντας την σαν την έμφυτη αντίστασή του στο κακό, συλλογίζεται τα λόγια ενός φίλου του ο οποίος, μολονότι του μάθαινε σκοποβολή, τον προειδοποιούσε πως κάθε σφαίρα «παίρνει κάτι από σένα, είτε είναι σωστό είτε λάθος». Ενθαρρύνοντάς τον να σκοτώσει τον Ρέι Μπόι για να εκδικηθεί τον θάνατο του αδελφού του, του έλεγε την ίδια στιγμή «ότι το να αφαιρείς μια ζωή παίρνει κάτι από σένα, όποια κι αν είναι η αιτία». Και πρόσθετε: «[…] θα ζεις με την Κόλαση να βράζει μέσα σου. Θα σε κυριεύσει. Χωρίς καθαρτήριο. Κόλαση, με Κ κεφαλαίο».

Ακούγοντας τον φίλο του ο Κόνγουεϊ ένιωθε ανακουφισμένος, «σαν να υπήρχε κάποιος λόγος που δεν ήταν σε θέση να τα καταφέρει»· ένιωθε σαν ο Ντάνκαν να του ένευε από τον ουρανό, προστατεύοντάς τον από την πράξη που δεν μπορούσε να κάνει. Ωστόσο, μπορεί ο Κόνγουεϊ να αισθανόταν υπόχρεος απέναντι σε έναν τιμωρητικό θεό που θα τον ελεούσε για τη δειλία του, αλλά δεν μεριμνούσε ιδιαίτερα να διασώσει τον εαυτό του από το αμάρτημα της αυτοκτονίας που υφάρπαζε από τον Θεό αφενός τη ζωή, το μονάκριβο δώρο του, και αφετέρου τον θάνατο, το αποκλειστικό του προνόμιο.

Στο κορμί του Ρέι Μπόι, διάστικτο από τατουάζ και σφυρηλατημένο από τη γυμναστική της φυλακής, ξεχωρίζει μια σκανδαλώδης δερματοστιξία, το όνομα και η ημερομηνία θανάτου του Ντάνκαν. Όταν ο Κόνγουεϊ βλέπει το τατουάζ, συνειδητοποιεί πως διάλεξε λάθος θύτη. Ο Ρέι Μπόι δεν θα τον σκότωνε. Εκείνα τα στίγματα από μελάνι πάνω στο δέρμα του ούρλιαζαν μια μεταμέλεια που ξεκούφαινε τον Κόνγουεϊ. Όμως, και πάλι έκανε λάθος. Ο Ρέι Μπόι δεν ικέτευε για άφεση, αλλά για δικαιοσύνη. Πίστευε πως ήταν χρέος του Κόνγουεϊ να τον σκοτώσει. Συνεπώς όχι μόνο κυριαρχούνταν και οι δύο από την ίδια ιδέα περί δικαίου, αλλά και επιθυμούσαν να αναθέσουν την τήρησή της ο ένας στον άλλο. Δεν πρόκειται για υπεκφυγή, αλλά για ατόφια απόγνωση. Ο Κόνγουεϊ αγωνιά να εναποθέσει την ψυχή του στον Σατανά που στην επικράτεια του Gravesend τον υποστασιοποιεί ο Ρέι Μπόι, ο έκπτωτος διάβολος. «Ένα από τα πράγματα που νόμιζε πως ήταν ικανός να κάνει ο Ρέι Μπόι ήταν να καταστρέψει την αποστολή του Κόνγουεϊ, να τον σκοτώσει, να τον κάνει φάντασμα, όπως τον Ντάνκαν».

Στην πρώτη τους συνάντηση στις σελίδες ο Κόνγουεϊ οδηγεί τον Ρέι Μπόι, δεμένο μες στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου, στην παραλιακή οδό όπου είχε σκοτωθεί ο Ντάνκαν. «Η σιωπή του μεταμελημένου Ρέι Μπόι που εκλιπαρούσε για συγχώρηση κόντευε να κάνει τα αυτιά του να εκραγούν». Όταν φτάνουν στην παραλία, ο Κόνγουεϊ σημαδεύει με το όπλο του τον Ρέι Μπόι, ελπίζοντας οι σφαίρες να αφανίσουν το πρόσωπό του. «Το να έχει έναν Ρέι Μπόι χωρίς πρόσωπο στην ακτή, με την παλίρροια να τον παίρνει μέσα στο σκοτάδι, ήταν αυτό που του έδινε δύναμη».

Όμως, εδώ και πολύ καιρό δεν είχε καθόλου δύναμη. Ήταν αντιμέτωπος με ένα πρόσωπο που δεν ζητούσε έλεος, αλλά δικαιοσύνη και εκείνος ήταν ανίκανος να την απονείμει. Δεν μπορούσε. «Δεν είχε τα κότσια να πυροβολήσει. Δεν είχε την απαραίτητη δύναμη στα χέρια ώστε να το κάνει να συμβεί, ο δείκτης του πάνω στη σκανδάλη είχε παραλύσει, τα κόκαλά του έλιωναν κάτω από τη σάρκα. Ένας δειλός, αυτό ήταν στην ουσία».

Αργότερα, την ίδια νύχτα, ο Κόνγουεϊ επιστρέφει στην έρημη πια ακτή και σωριάζεται πάνω στα ίχνη του Ρέι Μπόι, ο οποίος ακόμη διαφεύγει τον τάφο του. «Ο Κόνγουεϊ έμεινε καθισμένος εκεί, στηριγμένος στους αγκώνες του, κοιτάζοντας ψηλά τον βρώμικο, δίχως αστέρια ουρανό».

Ο Μπόιλ εξυφαίνει μαεστρικά την ταύτιση των δύο χαρακτήρων, το καταστροφικό τους πλησίασμα που προοικονομεί την απόλυτη ερημία. Μέσα από διαρκείς αντιμεταθέσεις, τους βλέπουμε να εναλλάσσονται στις δύο, αθέατες η μία από την άλλη, πλευρές ενός παραμορφωτικού καθρέφτη. Η αγωνία μας είναι πότε επιτέλους το γυαλί θα σπάσει ανάμεσά τους και θα κοιταχτούν κατάματα, φτάνοντας στη ρίζα μιας οδυνηρής αυτοσυνειδησίας. Όταν κανονίζουν τη δεύτερη συνάντηση θανάτου, ο Ρέι Μπόι εμφανίζεται πιο διεκδικητικός. Δεν αφήνει κανένα περιθώριο στον Κόνγουεϊ να σκεφτεί «την ηθική αυτής της συνάντησης». Του απαγορεύει να αποτύχει. «Μπορείς να αποτύχεις σε ό,τι άλλο θέλεις, αλλά δεν μπορείς να αποτύχεις σ’ αυτό».

Ο Ρέι Μπόι υποδεικνύει στον εξαναγκασμένο θύτη το πού, το πότε και το πώς. Τώρα αυτός είναι που κατευθύνει τον Κόνγουεϊ στο πατρογονικό του σπίτι στα προάστια, μια καλύβα μέσα στο δάσος. Φτάνουν εκεί σαν συνεργοί, σαν μονοιασμένοι συνένοχοι. Ο Ρέι Μπόι ως οικοδεσπότης αναλαμβάνει να απαλλάξει μια και καλή τον φιλοξενούμενό του από κάθε ανασταλτική αυταπάτη. Του δίνει μια καραμπίνα και ένα φτυάρι, του δείχνει πώς να οπλίζει και να πυροβολεί, του τονίζει πόσο βάθος πρέπει να έχει ο λάκκος, χωρίς να παραλείψει να του ξεκαθαρίσει:

«Νόμιζες πως είμαι ακόμα ο ίδιος άνθρωπος. Ήθελες να πεθάνεις με τον ίδιο τρόπο που θέλω να πεθάνω κι εγώ. Κρυφά. Ίσως όχι και τόσο κρυφά. Είπες ψέματα στον εαυτό σου ονομάζοντάς το εκδίκηση. Αλλά ήταν αυτοκτονία, με τη σκέψη στο μυαλό σου ότι ήμουν αρκετά δυνατός για να σε σκοτώσω, με το να έρχεσαι απροετοίμαστος».

Αντί για την απολογία του Ρέι Μπόι, τον αυτοεξευτελισμό ενός παρακαλετού εξιλέωσης που θα όπλιζε με θυμό το χέρι του, ο Κόνγουεϊ βρίσκεται εκτεθειμένος μπροστά σε μια απρόσμενη στρατηγική πειθούς. Η στραγγισμένη από ελαφρυντικά ρητορική του Ρέι Μπόι, ο οποίος επιχειρούσε να του αποσπάσει τη θανατική του καταδίκη, τον αφόπλιζε, τον ταπείνωνε. Τον παρότρυνε να αναλάβει έναν ρόλο στον οποίο είχε ήδη αποδειχθεί ανεπαρκής.

«Δεν μπορείς να το κάνεις, νιώθεις ότι δεν μπορείς να το κάνεις, το καταλαβαίνω. Δεν είσαι φτιαγμένος γι’ αυτό. Εντάξει. Προσποιήσου πως είσαι. Απλώς για ένα λεπτό. Τριάντα δεύτερα. Λιγότερο. Τόσο χρειάζεται μόνο. Προσποιήσου ότι το έχεις μέσα σου».

Ο Ρέι Μπόι δεν έχει καμία πρόθεση να αθωώσει εκείνο το παιδί που υπήρξε κάποτε και το οποίο ευθυνόταν για τον θάνατο ενός άλλου παιδιού. Όπως ομολογεί στον Κόνγουεϊ, μετά από έξι χρόνια στη φυλακή έπαψε να πιστεύει πως είχε αδικηθεί. Ο ίδιος ήταν το λάθος και τίποτα, ούτε ο χρόνος ούτε η μετάνοια ούτε κανένα άλλο είδος εξιλέωσης ή αυτοτιμωρίας, δεν μπορούσε να το διορθώσει. «Τον έκτο χρόνο περίπου, άρχισα να το βλέπω και, όταν άρχισα να το βλέπω, άρχισα να καταλαβαίνω ότι εσύ, ότι εσύ ήσουν η λύση, εσύ θα ήσουν το τέλος μου».

Απομονωμένος μες στο σκοτάδι του δάσους, γυμνός απέναντι στα λόγια του Ρέι Μπόι, ο Κόνγουεϊ αντιλαμβάνεται πως ήταν εξαρχής το μέσο στη λύση που προσδοκούσε το θύμα του. Πυροβολώντας θα εκπλήρωνε μια ευχή που νόμιζε για δική του, αλλά που στην ουσία ήταν η ευχή του εχθρού του. Είχε εντέλει υποταχθεί στη θέληση του Ρέι Μπόι, όχι όμως με τον τρόπο που φανταζόταν. «Έπαιζε απλώς τον ρόλο του μέσου, τώρα το καταλάβαινε».

Ο Κόνγουεϊ σχεδιάζει να αυτοπυροβοληθεί αμέσως μόλις θάψει τον Ρέι Μπόι. Όμως, αλλάζει γνώμη. Σκέφτεται πως μάλλον δεν ήθελε πια να πεθάνει. «Δεν είμαι κανένας δειλός», λέει στον Ρέι Μπόι και εκείνος του απαντά: «Εγώ είμαι δειλός». «Πάντα ήμουν».

Η σφαίρα φεύγει από την καραμπίνα και καρφώνεται στο στήθος του Ρέι Μπόι. «Στο μυαλό τού Κόνγουεϊ ήρθε το τατουάζ του Ρέι Μπόι για τον Ντάνκαν και αναρωτήθηκε αν θα χρειαζόταν να κάνει και ο ίδιος ένα με το όνομα και την ημερομηνία θανάτου του Ρέι Μπόι».

Η εκπυρσοκρότηση του όπλου επισφραγίζει τη συντριπτική εξομοίωση των δύο προσώπων. Είναι και οι δύο νεκροί. Ο Κόνγουεϊ θα ζήσει μερικές ώρες ακόμη μέχρι κάποια άλλη σφαίρα να τον βγάλει από το δίλημμα της αυτοκτονίας. Θα πεθάνει πάνω από τον τάφο του Ρέι Μπόι, πάνω στον λάκκο που μαζί έσκαψαν.

Τη σφαίρα που σκοτώνει τον Κόνγουεϊ τη ρίχνει ο Γιουτζίν, ο οποίος φτάνει στην καλύβα στο δάσος αναζητώντας τον Ρέι Μπόι για να ξεκινήσουν επιτέλους τη θριαμβική τους πορεία ενάντια στον κόσμο. Γρήγορα, όμως, συνειδητοποιεί τον ολοσχερή εξευτελισμό του ήρωά του, ο οποίος μπήκε από μόνος του στον λάκκο που έσκαψε με τα ίδια του τα χέρια και χάθηκε στο χώμα. Ο Γιουτζίν βρίσκεται μεμιάς έρημος μες στο στερέωμα των αυταπατών του, εγκαταλελειμμένος από τον μοναδικό θεό στον οποίο απεύθυνε τα όνειρά του. «Ο Γιουτζίν ευχήθηκε να είχε πεθάνει χρόνια πριν ο θείος Ρέι Μπόι. Θα ήταν καλύτερα για εκείνον. Δεν θα υπήρχε περίπτωση να ξεφτιλιστεί. Ο Γιουτζίν θα μπορούσε να τον διατηρήσει ως πρότυπο στο μυαλό του».

Ο Γιουτζίν αδημονεί να πυροβολήσει την πραγματικότητα. Τον παθιάζει η ψευδαίσθηση πως αν έκανε τον θείο του να ορθοποδήσει ώστε να πάρει ξανά τον στραβό δρόμο, τότε θα στεκόταν και ο ίδιος γερά στα πόδια του. Αν «θα έφτιαχνε τον θείο του Ρέι Μπόι, τότε ίσως ο κόσμος να σταματούσε να τον θεωρεί σακάτη». Ο Γιουτζίν δεν καταλαβαίνει ότι αναζητά τον θρίαμβο σε έναν κατερειπωμένο θύλακο. Όταν φτάνει στην καλύβα του θείου του, βλέπει πως το σπίτι ήταν χάλια, τρομακτικό. «Ξεφλουδισμένη μπογιά. Σαπισμένο ξύλο. Τσακισμένη σκεπή. Βρώμικες κουρτίνες στα παράθυρα. Στην αυλή ένα βαρέλι για κάψιμο σκουπιδιών. Χαλασμένα φορτηγά σκεπασμένα με μουσαμά».

Κρυμμένο μες στο δάσος, ο Γιουτζίν δεν βρίσκει ένα κρησφύγετο, αλλά το κουφάρι ενός μυθικού τέρατος που λυσσομανούσε στο μυαλό του.

Αφού σκοτώσει τον Κόνγουεϊ, ο Γιουτζίν πηγαίνει να κάνει ντους «στο μουχλιασμένο μπάνιο της εξοχής», νιώθοντας τσιμπούρια να σέρνονται σε όλο του το κορμί. Ανοίγει τη βρύση. «Το χέρι που είχε κρατήσει το όπλο και είχε τραβήξει τη σκανδάλη ήταν μουδιασμένο. Το κοίταξε και το έτριψε με την παλάμη του άλλου του χεριού». Το νερό δεν είχε αρκετή πίεση για να τον καθαρίσει. Μισούσε εκείνο το μπάνιο. «Ήταν σκατά συγκριτικά με αυτό που είχαν στο Μπρούκλιν».

Η οικτρή, χθαμαλή φαντασιοπληξία του Γιουτζίν, ένδειξη μιας ασυνείδητης, ίσως και αθέλητης, αθωότητας, που θέλγεται από το κακό, δεν τον γλιτώνει από τη συντριβή. Μπορεί μέχρι τέλους να ελπίζει πως θα ξεφύγει και πως από διωκόμενος θα αναδειχθεί διώκτης, αλλά όταν η Αλεσάντρα διακρίνει στην τελευταία σελίδα του μυθιστορήματος το χωλό του σώμα πεσμένο στις ράγες του τρένου, της φαίνεται «σαν ένας σωρός σκουπίδια».

Η αδυναμία των κεντρικών προσώπων να ανταποκριθούν στις πιο στοιχειώδεις υποχρεώσεις της ενηλικίωσης, η απροθυμία τους να επωμιστούν την ευθύνη του θανάτου τους, αλλιώς της ζωής τους, υποδηλώνει την αγκύλωσή τους στους ακκισμούς της ανηλικότητας. Είναι χαρακτηριστικό πως κανένας δεν έχει φύγει από το πατρικό του. Ο Κόνγουεϊ ζει με τον πατέρα του και κρύβεται από την απελπισία του ακούγοντας στη διαπασών μουσική στο παιδικό του δωμάτιο. Μετά τον θάνατο του Ντάνκαν και την εξαφάνιση της αλκοολικής μητέρας τους, ο πατέρας του είχε χτίσει «ένα φρούριο θλίψης στο σπίτι», «ένα ρημαγμένο σπίτι, γεμάτο αποτυχίες και τύψεις», από το οποίο δεν έβγαινε σχεδόν ποτέ. «Σπίτι. Εκκλησία. Τίποτα παραπάνω». Αντιθέτως, ο Κόνγουεϊ προσπαθούσε, εξαντλώντας τα όρια της αυθυποβολής, να αντιμετωπίζει το πατρικό του σαν σκοτεινό πέρασμα που οδηγούσε κάπου αλλού, κάπως καλύτερα. «Το ένιωθε σαν έναν σταθμό του μετρό στις τέσσερις τα ξημερώματα». Βλέποντας τον πατέρα του «στο θλιβερό τους σαλόνι με τον σκονισμένο εσταυρωμένο στον τοίχο», σωριασμένο στην ανακλινόμενη πολυθρόνα, φοβόταν πως ήταν έτοιμος να δώσει τέλος στη ζωή του. «Όχι να αυτοκτονήσει. Απλώς να παραιτηθεί σιωπηλά. Να σταματήσει να ανασαίνει μπροστά στην ανοιχτή τηλεόραση».

Αν επιμένουμε να αναζητάμε άδηλες σημασιοδοτήσεις σε μια μυθοπλασία που εντέχνως παραμερίζει την πλοκή, θα παρατηρήσουμε πως η φυγή του Κόνγουεϊ από το πατρικό του προϋποθέτει μια συμβολική πατροκτονία. Τα ψηφία του συναγερμού που ασφάλιζαν το σπίτι αντιστοιχούσαν στην ημερομηνία γέννησης του πατέρα του. Πριν πάει να σκοτώσει τον Ρέι Μπόι που τον περιμένει καθισμένος στα σκαλιά της εισόδου, ο Κόνγουεϊ βάζει φωτιά στο σπίτι, όπου κείτεται και κυριολεκτικά πια νεκρός ο πατέρας του. Μόνο όταν το κάνει όλο στάχτες, ο Κόνγουεϊ καταφέρνει να εγκαταλείψει το σπίτι του, τον οίκο του πατρός του. Περιλούζει με βενζίνη τα πάντα, όλα τα πράγματα με ονόματα χωρίς νόημα που ούρλιαζαν απώλεια, το σαλόνι, το χαλί, τη λάμπα, την τηλεόραση, την πολυθρόνα, την κουζίνα, το μπάνιο, τον νεροχύτη, τις κουβέρτες, τις κουρτίνες, τα ρούχα του, το στερεοφωνικό του, τις κασέτες και τους δίσκους του, το άψυχο σώμα του πατέρα του, θέλοντας να αφανίσει διά παντός τα φαντάσματα που κατοικούσαν εκεί μέσα. «Ράντισε το φάντασμα της μητέρας του και το φάντασμα του Ντάνκαν και το φάντασμα αυτού που ήταν κάποτε ο πατέρας του και θέλησε να ραντίσει και τον εαυτό του γιατί ένιωθε φάντασμα και ο ίδιος, αλλά δεν το έκανε».

Όταν ο Κόνγουεϊ τον παρατάει ζωντανό στην ακτή, ο Ρέι Μπόι επιστρέφει στο σπίτι των γονιών του για λίγες ημέρες, μέχρι να το εγκαταλείψει οριστικά για να πάει στο δάσος να πεθάνει. Ο Γιουτζίν, από την άλλη, στον μακρύ κατάλογο των πραγμάτων που μισούσε, επιφύλασσε προνομιακή θέση στα πράγματα που συνιστούσαν την οικιακή του καθημερινότητα. Μισούσε το ξυπνητήρι αλλά και το γελοίο ρολόι της κουζίνας που έπαιζε κάθε που άλλαζε η ώρα παιδικά τραγουδάκια, μισούσε να κουτσαίνει ώς το μπάνιο, τα βήματά του να σέρνονται ανάμεσα σε μπάλες σκόνης κολλημένες πάνω στο φθαρμένο χαλί, αλλά μισούσε και το ίδιο το μπάνιο, τη σκοτεινή ντουσιέρα, τη δυνατή πίεση του νερού που την αισθανόταν σαν γυαλόχαρτο πάνω στο δέρμα του· «όταν έκλεινε τα μάτια του, το νερό ακουγόταν σαν την καταιγίδα». «Ο Γιουτζίν μισούσε τα περισσότερα πράγματα με ένα μίσος που είχε την αίσθηση σπασμένου γυαλιού».

Φορώντας τα ακουστικά του και αφήνοντας την χιπ-χοπ να εκραγεί στα αυτιά του για να τα διαγράψει όλα, ο Γιουτζίν πίστευε πως σύντομα θα έφευγε από αυτό το μισητό σπίτι, αλλά καθώς είναι ανήλικος, ο συγγραφέας τού επιτρέπει τα φαντασιοκοπήματα.

«Η κάπνα από το σπίτι του Κόνγουεϊ εξακολουθούσε να διακρίνεται στον αέρα και να αιωρείται πάνω από τη γειτονιά σαν μια παρέα μαύρων φαντασμάτων».

Αντικρίζοντας τις φλόγες να υψώνονται από το σπίτι του Κόνγουεϊ, ο Γιουτζίν ενθουσιάζεται. Ήταν σαν επιφάνεια, σαν να έβλεπε τη μυθική μορφή του θείου του να αναθρώσκει μέσα από τις σπίθες που βρώμιζαν τον ουρανό. «Είχε την αίσθηση ότι ο θείος Ρέι Μπόι είχε βάλει φωτιά στο σπίτι, ότι όλη του η συμπεριφορά κορυφωνόταν σε αυτή την πράξη». Η φωτιά επαλήθευε στο μυαλό του Γιουτζίν την ελπίδα του ότι ο θείος του δεν είχε πάψει ποτέ να είναι ο εαυτός του. «Ο Γιουτζίν χαιρόταν που είχε δει το σπίτι να καίγεται. Ένιωθε αισιόδοξος». Τρελός από ενθουσιασμό πήγαινε να βρει τον θείο του στο δάσος.

Η Αλεσάντρα, η ωραία της γειτονιάς, που στα δεκαοχτώ της έφυγε στο Λος Άντζελες για να γίνει ηθοποιός, επιστρέφει στο σπίτι της στο Μπρούκλιν για να περιθάλψει τον καταρρακωμένο πατέρα της, αναπληρώνοντας έτσι την απουσία της κατά τον θάνατο της μητέρας της. «Όλο το σπίτι μύριζε σαν βρώμικο σφουγγάρι». Και η ίδια όζει αποτυχίας. Όταν μπαίνει στο μπάνιο να πλυθεί και βλέπει τις πλαστικές κουρτίνες που είχε κρεμάσει ο πατέρας της για να αναχαιτίσει τη μούχλα που αναπτυσσόταν στον σοβά, σκέφτεται πως αυτό το σκοτεινό, υγρό, αποπνικτικό καθαρτήριο ήταν «το έργο ενός άντρα που αποτύγχανε πολύ συχνά στη ζωή του και δεν θα επέτρεπε και στη μούχλα να τον νικήσει».

Αν ο Ρέι Μπόι και ο Κόνγουεϊ λειτουργούν στο μυθιστόρημα σαν αντικριστά κάτοπτρα, το ίδιο ισχύει για την Αλεσάντρα και τη Στέφανι, μολονότι εδώ η ταύτιση δεν είναι προφανής. Η κραυγαλέα απόκλιση των δύο νεαρών γυναικών δεν είναι παρά εξωτερική. Η πανέμορφη, φινετσάτη Αλεσάντρα μοιάζει να μην μοιράζεται τίποτα με την αξιοθρήνητη, ανέραστη Στέφανι, η οποία ήταν σαν να είχε γραμμένη πάνω της τη λέξη «καταστροφή». Όσο περισσότερο, όμως, πλησιάζει η μία στην άλλη τόσο πιο καθαρά παρατηρούμε πως και οι δύο είναι εξίσου ηττημένες, βαθιά εγκλωβισμένες στα ενδοοικογενειακά τους συντρίμμια. Η μία αποκαρδιώνεται, από την πρώτη κιόλας ημέρα της επιστροφής της, από την ολοκληρωτική παραίτηση του πατέρα της, μονίμως βουλιαγμένου στην ανακλινόμενη πολυθρόνα του μπροστά στην τηλεόραση, ενώ η άλλη υπομένει τις υστερίες της σαλεμένης μητέρας της, άβουλη σαν ανοϊκή έφηβη. Τις συγκαταβατικές νουθεσίες και παρηγοριές της Αλεσάντρα προς τη Στέφανι, τις διατρέχει μια υπόκωφη ειρωνεία, μια τραγική ειρωνεία που τη σημαδεύει καταπρόσωπο. Μπορεί η Στέφανι να είναι όντως κατεστραμμένη, αλλά την Αλεσάντρα την παραμονεύει η συντριπτική καταστροφή της απογοήτευσης. Στέκεται ακόμη στο χείλος της ελπίδας. Περιμένει. Πιστεύει ακόμη ότι την περιμένουν σπουδαίοι ρόλοι να υποδυθεί. Η προσμονή, η ελπίδα και η πίστη συνιστούν το μαρτύριο που προηγείται της προδιαγεγραμμένης απογοήτευσης, της απώλειάς τους. Η αναμονή μάς φυλάει από το αναπόφευκτο. Δεν είναι όμως παρά αναστολή.

Στην πιο κρίσιμη στιγμή της, η ελεεινή και τρισάθλια Στέφανι φανερώνει μια γενναιότητα που κανένα πρόσωπο του βιβλίου δεν διαθέτει. Ο μεγάλος της, ανεκπλήρωτος έρωτας είναι ο Κόνγουεϊ, ο οποίος από το γυμνάσιο ακόμα έκανε, όπως ο ίδιος έλεγε στο εξομολογητήριο, «βρώμικες σκέψεις για την Αλεσάντρα Μπιατζίνι». Μετά από παρακάλια και πολύ ποτό, ο Κόνγουεϊ πείθεται να της κάνει το χατίρι. Η σκηνή του σεξ είναι αναμενόμενα απελπιστική. Το φύλο της Στέφανι αποκαλύπτεται αξιολύπητο. «Έμοιαζε με εκείνους τους αφρόντιστους κήπους της γειτονιάς. Τα μόνα που έλειπαν ήταν σκουπίδια που τα είχε μεταφέρει ο αέρας και πλαστικά αγαλματίδια της Παρθένου».

Μετά το σεξ ο Κόνγουεϊ «[…] ένιωθε σαν νεκρός εγκληματίας, χωμένος στο χώμα εδώ και χρόνια, σαν τα θαμμένα απορρίμματα, κόκαλα που έγιναν στάχτη και που δεν θα ήθελες ούτε να τα φτύσεις».

Έχει σημασία να προσέξουμε την προτροπή της Στέφανι, η οποία ενθαρρύνει τον Κόνγουεϊ να κλείσει τα μάτια του ώστε να μπορέσει να φαντασιωθεί την Αλεσάντρα. Με αυτοκαταστροφικό, ανάλγητο κυνισμό η Στέφανι δηλητηριάζει την πολυπόθητη εκπλήρωση του ονείρου της, αναγνωρίζοντας πως αυτό μόνο στη φαντασία της γινόταν να ευοδωθεί. Η ίδια δεν έχει το περιθώριο για αυταπάτες, ελπίζει όμως ο Κόνγουεϊ να το έχει. Με γενναιότητα που στρέφεται εναντίον της, αναγνωρίζει την αδήριτη αναγκαιότητα της φαντασίωσης, την επιτακτική ανάγκη υποκατάστασης της πραγματικότητας με μια καλύτερη εκδοχή.

Περιγράφοντας αργότερα τη σκηνή στην Αλεσάντρα, η Στέφανι δεν της κρύβει την επίμαχη αντιμετάθεση, αλλά επιτήδεια την εξωραΐζει, παρουσιάζοντάς την σαν την ευτυχή υποκλοπή του περιούσιου προσώπου της. Άλλωστε, όπως της λέει, και η ίδια είχε φροντίσει να κλείσει τα μάτια. «Ένιωσα σαν εσένα. Ένιωσα σαν εκείνος να είναι μαζί σου και εγώ να ήμουν εσύ». Η χαζοχαρούμενη επίφαση της απελπισίας της δεν ξεγελά ούτε την ίδια ούτε την Αλεσάντρα. Όταν η τελευταία θέλησε να επιβεβαιώσει εάν όντως η Στέφανι έπεισε τον Κόνγουεϊ να υποκριθεί πως πήγαινε με την ίδια, εκείνη αποκρίθηκε με ένα καταφατικό νεύμα. «Η Στέφανι κούνησε το κεφάλι της και υπήρχε κάτι σε εκείνο το νεύμα που έκανε όλο τον αναθεματισμένο κόσμο να φαντάζει δυο φορές πιο φρικτός για την Αλεσάντρα».

Η Αλεσάντρα μάλλον θα φρικιούσε και αν ποτέ μάθαινε τις σφοδρές φαντασιώσεις του συμμαθητή της στο γυμνάσιο και το λύκειο. Μόλις μερικά εκατοστά τούς χώριζαν στη σχολική αίθουσα, αλλά η κοπέλα δεν ήξερε πως όταν το αγόρι που καθόταν ακριβώς από πίσω της επέστρεφε στο σπίτι, ζωγράφιζε ξανά και ξανά το πρόσωπό της, αποκαλύπτοντας στο χαρτί ανύποπτες, τρομακτικές όψεις ενός σκιάχτρου, που κατόπιν τις κομμάτιαζε και τις σκορπούσε στους σκουπιδοτενεκέδες της γειτονιάς. Εικονικές δολοφονίες, εγκλήματα πάθους. Χάρτινες αποτυχίες, σαν εκείνες τις χαρτονένιες ανθρώπινες φιγούρες που πάσχιζαν να σκοτώσουν οι σφαίρες του στην πρώτη σελίδα. Ο εφηβικός του έρωτας είχε μετατρέψει τον Κόνγουεϊ σε σίριαλ κίλερ, στον θύτη ενός κατ’ επανάληψη θύματος. Μόνο μια φορά μετά την επιστροφή της στο Gravesend, η Αλεσάντρα ήρθε απότομα αντιμέτωπη με τον ανεκπλήρωτο πόθο του Κόνγουεϊ, και αυτή η φορά ήταν αρκετή για να την κάνει να σκεφτεί πως ίσως ο παλιός της συμμαθητής να ήταν επικίνδυνος και «όχι απλώς ένας άκακος, μίζερος βλάκας με έναν νεκρό αδελφό».

Όταν η Αλεσάντρα επισκέπτεται στο νοσοκομείο τη Στέφανι μετά από την απόπειρα αυτοκτονίας της, κάνει μια μάλλον παράξενη σκέψη. Φαντάζεται τη Στέφανι στο μπάνιο, μια στιγμή πριν πάρει τα χάπια. «Η σκέψη αρρώσταινε την Αλεσάντρα. Η κακόμοιρη κοπέλα πιθανότατα κοιτούσε τον εαυτό της στον καθρέφτη, αναλογιζόταν τι έκανε ο Κόνγουεϊ και σκέφτηκε γιατί όχι;»

Το χειρότερο για την Αλεσάντρα δεν είναι ότι η φίλη της θέλησε να πεθάνει, αλλά ότι την απόφασή της να πεθάνει τη στήριξε το είδωλό της στον καθρέφτη. Μολονότι η ίδια περνάει αρκετές ώρες μπροστά στον καθρέφτη, επιθεωρώντας το χολιγουντιανό της φτιασίδωμα, είναι βέβαιο πως απέφευγε επιμελώς παρόμοια βλέμματα ακραίας αυτοσυνειδησίας που εγκυμονούν αφόρητη οδύνη, αν όχι και θάνατο. Τέτοια βλέμματα υποθάλπουν επικίνδυνες προβολές του εαυτού σε αποκρουστικές όψεις. Δεν είναι τυχαίο πως από τους κεντρικούς ήρωες μόνο η Αλεσάντρα επιβιώνει αλώβητη μέχρι την τελευταία σελίδα του βιβλίου.

Ο Γουίλιαμ Μπόιλ εγκλείει τους ήρωές του σε μια ζοφερή, δυσοίωνη εικονοποιία που προοιωνίζεται την πνιγμονή τους μέσα στα ασφυκτικά όριά της. Ήδη από την πρώτη σελίδα όλοι δείχνουν εξουθενωμένοι, σωριασμένοι στο χώμα, τσακισμένοι από ένα αίσθημα ανημπόριας, σαν σημαδεμένοι από ένα στίγμα εκ γενετής, ανεξάλειπτο· έρμαια μιας χωλότητας που τους κρατά χαμηλά στο βρώμικο έδαφος. Η γειτονιά βαραίνει σαν ιλυώδες ίζημα στον πυρήνα του ψυχισμού τους. Το βάρος της καταγωγής μοιάζει να τους αποκόβει από κάθε προορισμό, να τους αποκλείει από κάθε δίοδο διαφυγής, παγιδεύοντάς τους σε αβάσταχτες νομοτέλειες και άφευκτες διαψεύσεις. Η συλλογική παθογένεια κερματίζεται σε καθημαγμένες ατομικότητες. Η αλληλοεισδοχή του εγώ και του άλλου, η βαθμιαία σύντηξη παραπληρωματικών πεπρωμένων κινδυνεύει να καταλήξει σε μακελειό. Αναδιπλωμένοι μες στην απαραβίαστη ιδιωτικότητα του πόνου τους, οι ήρωες διαφεύγουν τον αυτοεγκλεισμό τους φαντασιώνοντας απλησίαστους ορίζοντες. Όμως, ούτε ο Γιουτζίν καταφέρνει να τρυπήσει το χαλί στο γραφείο του διευθυντή του σχολείου και να ξεφύγει, όπως τόσα παιδιά σαν τον ίδιο ονειρεύονταν, «σε έναν υπόγειο κόσμο», και να τριγυρνάει από μοτέλ σε μοτέλ και από έγκλημα σε έγκλημα στο πλευρό του θείου του, ούτε ο Κόνγουεϊ αποτολμά να δραπετεύσει στη Νέα Σκωτία του Καναδά για να δει τη γη που ονειρευόταν, μια γη στην άλλη άκρη του κόσμου, όπου ίσως θα προσπαθούσε να ζήσει.

«Έβλεπε γη. Απέραντη. Ο άνεμος να φυσάει στο ψηλό χορτάρι. Γκρεμούς. Γκρίζα νερά. Γκρίζους ουρανούς. Κανείς άλλος τριγύρω. Αντίκριζε μίλια και μίλια γαλήνης». Μόνο όταν μπήκε στο σπίτι του Ρέι Μπόι, αφότου τον έθαψε στο δάσος, ανακάλυψε ένα ανέλπιστα ήσυχο μέρος, προφυλαγμένο από τους τραχείς θορύβους της πόλης, τον ορυμαγδό της γειτονιάς. «Δεν είχε ποτέ την εμπειρία ενός τόσο ήσυχου κόσμου».

Στην τελευταία σελίδα του βιβλίου η Αλεσάντρα, εκ γενετής ένα κορίτσι του Μπρούκλιν, ατενίζει τη γειτονιά της από ψηλά, από την αποβάθρα του τρένου, και θυμάται όλες εκείνες τις στιγμές της παιδικής της ηλικίας που τις πέρασε στην ίδια αποβάθρα αγναντεύοντας πέρα μακριά μια θέα που πίστευε πως κάποτε θα έβλεπε στ’ αλήθεια. «Καθόταν εκεί και ρέμβαζε και συλλογιζόταν όλα εκείνα τα πράγματα που συλλογίζεσαι όταν είσαι παιδί και πιστεύεις ότι θα μπορέσεις να ξεφύγεις».

Σελίδα τη σελίδα το Gravesend παρασύρει τον αναγνώστη σε έναν αποπνικτικό κλοιό, σε έναν τόπο σπαρακτικό και σπαρασσόμενο, όπου αντιβοούν οι στοναχές των δεσμωτών του· ανατριχιαστικό πρελούδιο στον ρόγχο του θνήσκοντος σώματος, συλλογικού και ατομικού. Πάνω από την εφιαλτική τοπιογραφία επιβάλλεται μια στριγγή αντήχηση, σαν τον συριγμό της σφαίρας που εγκαταλείπει τη θαλάμη. Οι στεναγμοί των κατοίκων του Gravesend τρυπούν τα αυτιά, όπως ακριβώς ξεκούφαινε τον Κόνγουεϊ η μεταμέλεια που αρνούνταν να ξεστομίσει ο Ρέι Μπόι.

Lina Pantaleon

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular