Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

Kαι στην ποίηση και στο παιδικό βιβλίο και σε οτιδήποτε γράφει η Ελένη Γκίκα, παρουσιάζει πάντα μια τρυφερή, διευσδυτική γραφή. Εχει τον τρόπο να παίζει με τις αναμνήσεις και με τις αισθήσεις. Έχει και την εμμονή να τις κρατήσει ζωντανές. Μετουσιώνει θαυμαστά τη Μνήμη σε Λογοτεχνία.

Η Ελενη Γκίκα είναι χείμαρρος και ήρεμη λιμνούλα ταυτόχρονα. Εύρος και αφαίρεση μαζί. Απλότητα …και μεγαλοπρέπεια συνάμα.

Το βιβλίο της «Υπέρ κεκοιμημένων, πενθούντων, οδοιπορούντων» κυκλοφορεί από τις ΑΩ Εκδόσεις σε μια καλαίσθητη έκδοση. Πρόκειται για 24 αφηγήματα με αφορμή  κυρίως προσωπικά της βιώματα του παρελθόντος, των παιδικών χρόνων, χωρισμένα σε  τέσσερις ενότητες που η καθεμία φέρει τον δικό της τίτλο, «Οι Κυριακές του μπαμπά»,«Οι Δευτέρες της μάνας μου», «Οι μεγάλες Παρασκευές μου», «Τα Σαββατόβραδα στη γειτονιά» «Ιστορίες σαν καντηλάκια για τους οικείους ζωντανούς και νεκρούς.»

Συχνά μένει ανεξίτηλο μέσα μας ό,τι το παρελθόν μας αφήνει ως αποσκευή και ό,τι η μνήμη μπορεί να διασώσει με το πέρασμα του χρόνου. Μερικά πράγματα παίρνουν άλλη μορφή, διασκευάζονται μοιραία, επειδή με τον καιρό μοιάζουν να ταλαντεύονται ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία. Συνέβησαν ή όχι; Συνέβησαν έτσι ή αλλιώς;

Mόττο του βιβλίου η φράση του Μπόρχες από το βιβλίο «Η απορία του Ιαβέρη» η οποία έχει ως εξής: «Αναλογίστηκε (χωρίς να το πολυπιστεύει) ότι αυτό αυτό που ψάχνουμε είναι συνήθως πολύ κοντά μας»

Πολύ κοντά μας και πολλές φορές δεν φανταζόμαστε πόσο θα μας επηρεάσει τα μετέπειτα χρόνια της ζωής μας.

Τι συνειρμούς έκανε όταν είδε ένα πρωί τον μπαμπά της να φεύγει ξυπόλητος; Περπατιέται δρόμος χωρίς παππούτσια; (Με αφορμή «τα παππούτσια»)

Από το διήγημα «η κάλπη-κρύπτη» όπου αναφέρεται στον «μπαμπά» της διαβάζω. Και είναι άκρως συγκινητικό αυτό το «ο μπαμπάς μου»(όχι ο «πατέρας»-που είναι κάπως πιο αποστασιοποιημένο). Η τρυφερή προσφώνηση διαπερνά τις σελίδες του βιβλίου, διαπερνά την καρδιά μας: «Άρχισα να υποχωρώ την εποχή που άρχισε κι αυτός να τα χάνει. Σχεδόν να ψηφίζω αντ΄αυτού. «Για τον μπαμπά μου», ψιθύριζα και ξεροκατάπινα. Δεν του είχα πει ποτέ ψέμματα, κι ούτε μπορώ να καταλάβω γιατί. Τσακωμό-τσακωμό, τον προτιμούσα! Αλλά ψέμμα,ποτέ! Τόση αλήθεια που για χρόνια προτιμούσα να λέω ψέμα σε μένα. Ειδικά όταν ρωτοούσε αν είμαι ή αν -περνώ μαζί του-καλά» (σελ.14-15)

Πολύ ιδιαίτερο είναι το σύντομο κείμενο (σημείωμα το αποκαλεί στο υ.γ. της, που το διέσωσε μια φίλη) του πρώτου μέρους με τίτλο «Είμαστε ό,τι αφήνουμε κι άφησε τόσα…» όπου αναφέρεται στον ηθοποιό Θανάση Βέγγο,τ ον οποίο έχει ταυτίσει με τον πατέρα της. Περιγράφει πώς τον γνώρισε και τι συναισθήματα της δημιούργησε. Παραθέτω εδώ τα εξής:« Ο Θανάσης Βέγγος ήταν για όλους ο καλός συγγενής της καρδιάς μας, το ζόρι που γίνεται γέλιο, καθημερινός νεομάρτυρας ανθρωπιάς. Το καθαρό βλέμμα του αυταπόδεικτου. Δεν διεκδίκησε, επιδίωξε, απέδειξε τίποτα, μονάχα ήταν και έτσι θα είναι: το καθ΄ομοίωσιν.…»(σελ.18)

Ο,τι υπήρξε στα παιδικά της χρόνια μας δίνει την αίσθηση πως για πάντα υπάρχει στη ζωή της και την καθορίζει. Αλλωστε, τα παιδικά βιώματα, τραύματα και θαύματα διαμορφώνουν τον χαρακτήρα του ατόμου, του υποβάλλουν ιδέες ή τον γεμίζουν στερεοτυπικές αντιλήψεις.

Δεν μπορεί ούτε και πρέπει να αγνοηθούν. Πόσο μάλλον από έναν συγγραφέα που αναζητά υλικό πρόσφορο για τα βιβλία του. Σαφώς και είναι όλα αυτά πάντα παρόντα ακόμα κι αν έχουν γίνει φαντάσματα που πάντα θα τον στοιχειώνουν. Τα όνειρα και η αναμνήσεις που συλλέγει η Γκίκα στοιχειοθετούν την πραγματικότητα του βιβλίου και μέσα στην οποία περιδιαβαίνει ανενόχλητος ο αναγνώστης της. Λιτή και απέριττη εξιστορεί την ιστορία μιας παιδικότητας.

Η σχέση με τη μητέρα γίνεται μόνιμο θέμα, πηγή έμπνευσης, αλλά και ερέθισμα μιας πολύ προσωπικής γραφής που όμως έλκει τον αναγνώστη. Κι αυτό συμβαίνει επειδή αυτός αισθάνεται ότι η Γκίκα τον έχει επιλέξει για να του εξομολογηθεί κάτι από την ζωή της. Αυτοβιογραφείται με γενναιοδωρία, με ειλικρίνεια, με διάθεση αφορισμού των πληγών και των ανασφαλειών της.  

Στη σελ.31 γράφει: «Η μαμά μου ήταν πολύ καλή ράφτρα. Και κεντήστρα ήταν. Αστραφτερή. Γελούσαμε και μαζί μας γελούσε και  η ράφτρα η Ρίτα. Απ΄το πρωί τα ξανασκέφτομαι με αφορμή τον Ντελίλο και το«περιθώριο των συγγραφέων». Τριάντα χρόνια δεν ήμουν τίποτα, ούτε βελόνα χρυσή ούτε και πένα μπικ. Μόνο πρόσφατα, που επιτέλους με ξεφορτώθηκε ή ξεφορτώθηκα ό,τι ποτέ μου δεν ήθελα, σκέφτηκα ότι, «που ξέρεις ρε μάνα, μπορεί και να εισακούστηκες», ναι τώρα πια είναι κάτι στιγμές που αισθάνομαι πως κάτι μπορεί και να γράφω, αφού πιο περιθώριο δεν γίνεται, με στυλό μπικ. Και το πιο κουλό; Ναι!είμαι επιτέλους-στην ησυχία μου και στη γωνιά μου-και ευτυχής!».

Περνάν οι ώρες, περνάν τα χρόνια, ο συγγραφέας κάνει τον απολογισμό του με θάρρος, με προσήλωση, με διάθεσηαναπόλησης συνάμα. Συχνά η Γκίκα γίνεται αυτοαναφορική αναφορικά με τα λογοτεχνικά της, όπως στο κείμενο της σελίδας 39 με τίτλο« Η γυναίκα που ονειρεύεται πως γράφει»:« Και στο γραφείο η λάμπα κι η ιστορία σαν ανοιχτή πληγή. Και επάνω της, όλοι οι αλλοι. Βάρος αβάσταχτο. Στ΄αυτιά της επίμονα μια «άλλη απόκρυφη περικοπή»:«Δύο είναι τα χρέη σου, αυτό που έχει κάθε άνθρωπος: να είσαι δίκαιος και να είσαι ευτυχισμένος. Μόνος σου πρέπει να σωθείς». Γυρίζει τη σελίδα,άλλη λύση δεν έχει μόνο που δεν ξέρει τι να γράψει«τέλος»ή «αρχή»;

Αρχή. Κι από φόβο εκπορευόμενη για ακόμα μια φορά στο τέλος. Τέλος. Δεν έχει ελπίδα,τι ελπίδα να έχει αφού έτσι φτάνει φτάνει στο τέλος εξ αρχής».

Δεν μπορεί να μην κινητοποιηθεί εσωτερικά ο αναγνώστης όταν διαβάσει για τον θείο Μίμη που πάει να συναντήσει τον μπαμπά της, που του έχει αδυναμία. Οικογενειακές ιστορίες, παλιές πληγές που τις ξύνει,αλλά θέλει κι απ΄αυτές να λυτρωθεί. Ή μήπως την ενδιαφέρει να αγαπήσει τις πληγές της και να ζήσει με αυτές; Kάθε φόβος να απαλυνθεί αλλά και τίποτα να μην χαθεί. Τίποτα από την ομορφιά και την ουσία του πόνου. Τίποτα να μην λησμονηθεί! Ολα να γίνουν λέξεις που θα διασώσουν την αγάπη, την συγκίνηση, τη θύμηση, τα βιώματα. H έμπειρη Ελένη Γκίκα ξέρει να ακροβατεί γενναία ανάμεσα στη χαρά και τη λύπη. Και πάντα με έντονη την τάση για μοίρασμα και επικοινωνία. Για να μπορεί να αντέχει. Η λογοτεχνία άλλωστε, όπως και κάθε τέχνη, βοηθά να αντέξουμε την πραγματικότητα. Κι αυτό είναι το παν.  

**** Η Ασημίνα Ξηρογιάννη γεννήθηκε το 1975 και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Kλασσική Φιλολογία και Θεατρολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Υποκριτική στο Θέατρο-Εργαστήριο. Το 2009 δημιούργησε το ιστολόγιο Varelaki – Σελίδες Τέχνης και Πολιτισμού. Ποιήματα, διηγήματα, κριτικές και άρθρα της δημοσιεύονται σε διάφορα έντυπα, ηλεκτρονικά περιοδικά και ιστολόγια. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, τα Γαλλικά και τα Ισπανικά.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular