Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

«ούτε ένα ουρλιαχτό παρά τα τόσα ουρλιαχτά» 

 

Ένα σπαρακτικό, αβάσταχτο ημερολόγιο, ένα χρονικό οδύνης, το μαρτύριο ενός σώματος που καταρρέει, αφήνοντας αφύλαχτο τον νου. Ο σπουδαίος Πορτογάλος συγγραφέας και ψυχίατρος Αντόνιο Λόμπο Αντούνες (Λισαβόνα, 1942) μεταστοιχειώνει το βίωμα της ασθένειας σε καθηλωτικό λογοτέχνημα. Τον Μάρτιο του 2007, διαγνωσμένος με καρκίνο, υπεβλήθη σε εγχείρηση και έμεινε δεκαπέντε ημέρες στο νοσοκομείο. Στο βιβλίο του μεταφέρει την εμπειρία της νοσηλείας μέσα από ένα κοίλο πρίσμα, σαν να διαρρέει τις λέξεις του ένα ηλεκτροφόρο ρεύμα παραισθήσεων. Η συγκλονιστική, παραλυτική γλώσσα, γλώσσα απερίγραπτης ομορφιάς, που μοιάζει να αιμορραγεί από τα σπλάχνα, παρανοεί ενθυμούμενη την αγωνία του πάσχοντος σώματος, τη συντριπτική, εν σώματι συνειδητοποίηση της θνητότητας. Η γραφή ενθυλακώνει ασθματικά ένα περίτεχνο σύμφυρμα εικόνων, μετατρεπόμενη σε τρομακτικό καλειδοσκόπιο, όπου στροβιλίζονται σε δίνες θρύμματα του χαμένου χρόνου. Κείμενος στο κρεβάτι του νοσοκομείου, ο αφηγητής διαλέγεται εν είδει αποχαιρετισμού με τους ανθρώπους και τους τόπους των άλκιμων χρόνων του. Από το νοσοκομείο στη Λισαβόνα μεταφέρεται στην κωμόπολη της παιδικής ηλικίας και παρεισδύει σε προ πολλού βιωμένα στιγμιότυπα, ανασταίνοντας αγαπημένους νεκρούς και μαζί το δικό του θνήσκον σώμα.

Οι γαλήνιες στιγμές που αναθάλλουν στο μυαλό, κλονίζονται από υπόγειες, αλγεινές δονήσεις. Φτυαριές χώματος απειλούν να θάψουν τις όλβιες εκλάμψεις. Ο αφηγητής, δέσμιος της αρρώστιας, ολισθαίνει προς τη νύχτα, υποταγμένος στην «κατάντια του κορμιού του στο σκοτάδι». Είναι έγκλειστος «στη μέση της νύχτας, παρότι οι νύχτες έχουν πια τελειώσει»· «αν τουλάχιστον κατάφερνε να βγάλει ένα δάκρυ μέσα στο σκοτάδι από το οποίο ήταν φτιαγμένος». Μες στο σκοτάδι αχνοφέγγουν εαρινές εικόνες. Τη μυρωδιά του νοσοκομείου διώχνει η μυρωδιά των μαρμελάδων της γιαγιάς του. Ο παππούς του του δίνει ένα σοκολατένιο ποντικάκι για να αντέξει τον πόνο. Η οικονόμος του κυρίου βικάριου του προσφέρει ένα τσαμπί από την κληματαριά. Η ντόνα Ιρένε μπλέκει τα δάχτυλά της στις χορδές της άρπας της, στολίζοντας με αρπίσματα τη σιωπή του δωματίου. Ο κύριος Λιμπέρτο, ο σταθμάρχης, με τη σημαία στο χέρι και τη σφυρίχτρα στο στήθος, περιπολεί στην αποβάθρα, καλωσορίζοντας τα τρένα που ποτέ δεν σταμάτησαν να ταξιδεύουν. Ο θείος του φεύγει από το πηγάδι και φτάνει στην Ισπανία. Ο φίλος του ο Βιρζίλιο οδηγεί το κάρο του σε ένα μονοπάτι με βατόμουρα. Οι τροχοί του κάρου ζορίζονται στο κακοτράχαλο μονοπάτι, σκεπάζοντας με τους τριγμούς τους τα μεταλλικά βογκητά των φορείων και των τροχήλατων καροτσιών στον διάδρομο. Μια ελαττωματική ρόδα ταλαντευόταν και στη συνέχεια «αλουμινένιοι δίσκοι που χτυπούσαν μεταξύ τους». Ο Βιρζίλιο προσπερνά «διάφορες μονάδες, παραβάν, μια αναπηρική καρέκλα», το κάρο δεν βρίσκει σε χαντάκια και πέτρες και «ο γάιδαρος πιο αργός πάνω στο λινόλεουμ». Ο φαρμακοποιός τού «τακτοποιεί τη γλώσσα στην τσεπούλα του σαγονιού», βεβαιώνοντάς τον πως «θα ζήσει τουλάχιστον εκατό χρόνια». Η μητέρα του σκύβει πάνω από τη ραπτομηχανή και αρχίζει το τραγούδι. Ο πατέρας του τον περιμένει στην πηγή του Μοντέγκο για να τον συντροφεύσει μέχρι τις εκβολές του ποταμού.

Ο αφηγητής δραπετεύει από τα νεκρικά σεντόνια του νοσοκομείου και αρμενίζει στα πέρατα της καρδιάς και της μνήμης, με την απώτερη προσμονή να απαντηθεί με φασματικές μορφές, μορφές που εδώ και χρόνια κατοικούσαν σε κορνίζες. Ο χρόνος λιγοστεύει, το σώμα του λιγοστεύει, ενώ ο φόβος μεγαλώνει, ο φόβος πως σύντομα θα γίνει και εκείνος «μια φωτογραφία μ’ έναν στεναγμό για κορνίζα». Ο θάνατος θαμπώνει τις αναμνήσεις. Η άναρθρη, απεγνωσμένη γλώσσα πασχίζει να διαφυλάξει όλα αυτά που φεύγουν μέσα από το σώμα που φεύγει. Ο άηχος, εξιτήριος λόγος, παγιδευμένος σε ένα αποστομωμένο κορμί, αρθρώνεται σε δύο χρονικότητες, στο παρόν και το παρελθόν. Οι φράσεις αρχίζουν από το νοσοκομείο στη Λισαβόνα και τελειώνουν στα υπαίθρια τοπία της κωμόπολης. Ατελεύτητα, ασύντακτα ρυάκια φράσεων ξεχύνονται από τα σπλάχνα και διαρρέουν ποταμηδόν τον άνθρωπο στο κρεβάτι. Μια ελάχιστη υγρασία, σαν δάκρυ, δροσίζει το πρόσωπό του, «η υγρασία από τα βρύα του Μοντέγκο που αναγεννιέται διαρκώς σε μια σχισμή των βράχων». Σε κάθε ανάμνηση ο ποταμός κέρδιζε σε ορμή, διχοτομούνταν σε παραπόταμους που απομακρύνονταν και μετά ενώνονταν, σπρώχνοντας τη ζωή του, λιτανεύοντάς την στις όχθες όπου κάποτε εκτυλίχθηκε.

Μόνος σε ένα «μισοσκόταδο που αναστέναζε ακόμα», πυκνό από μουρμουρητά και βλέμματα, ο αφηγητής παρατηρεί τη βροχή του Μαρτίου στο παράθυρο, συλλογίζεται πως τα χελιδόνια θα αργούσαν και παραμόνευε τον πόνο, στον οποίο δεν είχε βυθιστεί ακόμα, αγρυπνώντας για να αναγνωρίσει το προμήνυμα της τελεσίδικης παύσης· «[…] ο άμωμος πόνος πριν βυθιστούμε σ’ αυτόν, καθώς βυθιζόμαστε ένα τίναγμα που σχεδόν δεν το αντιλαμβανόμαστε και στη συνέχεια επιπλέουμε ελεύθεροι στην πυκνότητα της γαλήνης, η μπουκάλα του οξυγόνου κλειστή, ο ορός που κυλάει στο ακίνητο μπράτσο μας, η απόλυτη κωφότητά μου ενόσω τα δάχτυλα της ντόνα Ιρένε ακινητοποιούνται στην άρπα και ο ιδιοκτήτης του φαρμακείου καπνίζει στο κατώφλι, ο Βιρζίλιο πέθανε πριν από μένα, τον Φλεβάρη, η στεφάνη των νεφών τον χώρισε απ’ το βουνό […]».

Ο λόγος του αφηγητή ψηλαφεί κάθε απόηχο, κάθε επιτονισμό, κάθε μετρική και αρμονική του φόβου. Οι σκέψεις και οι λέξεις του είναι αποκυήματα ενός σώματος που οδυνάται. Δεν μπορεί να συλλάβει τη δριμύτητα αυτού που του συμβαίνει· «δεν φανταζόταν ότι θα χωρούσαν τόσα δάκρυα μέσα σ’ αυτό». Είναι ολοσχερώς υποταγμένος σε μια περίτρομη οδύνη, εξουθενωμένος από την προσπάθεια να αποκρυπτογραφήσει τη φωνή της σάρκας που σπαράζει. Ο παραμικρός διανοητικός μόχθος κατατροπώνεται από τον όλεθρο του κορμιού. Δεν έβγαζε ούτε λέξη, «κι όμως τόσες λέξεις μέσα του». Στη σιωπή του αντιβοούσαν ουρλιαχτά, γιατί ήταν αδιανόητα δύσκολο «να κρύψεις αυτόν τον φόβο». Η αρρώστια έμπηγε

«[…] ένα νύχι στην καρδιά του όλο τρόμο και δάκρυα, δύσκολη η ισορροπία στα κρυφά, ούτε ένα ουρλιαχτό πάρα τα τόσα ουρλιαχτά μέσα του, κάθε κίνηση που δεν έκανε ούρλιαζε, κάθε κίνηση του κεφαλιού του ούρλιαζε, κάθε κομμάτι επιδερμίδας που άγγιζε το σεντόνι ούρλιαζε […]».

Η «μυρωδιά της νευρικότητάς του ακύρωνε τη μυρωδιά του νοσοκομείου χωρίς να ακυρώνει τη μυρωδιά από τις μαρμελάδες». Ο αφηγητής δεν αποτολμά να διαπλεύσει ολομόναχος τα αχερόντεια ύδατα. Μες στην ερημία του πόνου τον κατακλύζουν μορφές, που ξαναζωντάνευαν και ταλαντεύονταν μπροστά στο κρεβάτι του, «μορφές από λέξεις», «μορφές από θορύβους», από γεύσεις και μυρωδιές, «κι άλλες μορφές από λάμπες». Αδημονεί για τη φωνή των φαντασμάτων, γιατί ήδη γνώριζαν να πεθαίνουν. Δεν τον φτάνουν, όμως, παρά θραύσματα πολυκαιρισμένων λέξεων και ίχνη εγκαταλελειμμένων αντικειμένων. Μια διάφανη κουρτίνα, που δεν κατάφερνε να παραμερίσει, τον χώριζε από τις μορφές. Θα χρειαζόταν να ανακτήσει ένα ορατό, ομιλούν σώμα, για να πετύχει το πολυπόθητο αντάμωμα. Θα χρειαζόταν να επινοήσει ένα στόμα, «με γλώσσα και δόντια αληθινά, φτύμα, ούλα», «έπρεπε να μάθει σ’ αυτό που αποκαλούσε στόμα να είναι στόμα», γιατί μόνο μιλώντας, ακόμα και αν δεν καταλάβαινε ακριβώς τις φράσεις, «είχε τη βεβαιότητα ότι υπήρχε»· «αν σωπάσω δεν υπάρχω». Όμως, εκείνος ήταν σκόρπια όργανα ριγμένα σε ένα σεντόνι, ήταν ένα σχήμα χωμένο μέσα σε άλλα σχήματα, μια μορφή που εξαχνωνόταν ανάμεσα σε σκιές, «ήταν μια χλωμάδα παραθύρου», δίχως φωνή· «ούτε ένα ουρλιαχτό παρά τα τόσα ουρλιαχτά». Ένας αναστεναγμός, ένας ψίθυρος και «μια χούφτα χόνδροι». Είχε κομματιαστεί σε παράλογα όργανα, «που ξυπνούσαν το καθένα με την ψυχή του και τη χροιά της φωνής του». Ένα μαχαίρι τού άνοιξε την κοιλιά «στον ρυθμό του πασοντόμπλε του τσίρκου». Τα ουρλιαχτά του πνίγονταν από το στριγκό γέλιο ενός παλιάτσου. Δεν υπήρχε τίποτα που να δίνει νόημα στο σώμα του που εξανεμιζόταν, όπως εξανεμιζόταν και «το νόημα του κόσμου που πάντα του διέφευγε». Και έτσι απλησίαστος και διαφυγών, έβλεπε ολόγυρά του τις μορφές, «και στο κέντρο των μορφών η μητέρα του».

«Μορφές, μορφές. Μορφές που έφευγαν, έρχονταν και ξανάφευγαν, κάλυπταν η μια την άλλη και απομακρύνονταν, στριφογύριζαν αργά ή υψώνονταν κι έπεφταν απότομα, έμοιαζαν να συγκεκριμενοποιούνται κι αντί να συγκεκριμενοποιηθούν διαλύονταν, η ψευδαίσθηση ότι φωνές κι όμως όχι φωνές, παρουσίες κι όμως όχι παρουσίες, αυτή της μητέρας του παραδείγματος χάρη που ως και στον ύπνο της άκουγε την ουρά της γάτας».

Μορφές, σκιές, συρσίματα, παραμιλητά, ουρλιαχτά και χαχανητά και ένας αδιάκοπος χτύπος από σόλες, υπόκρουση στην ενάλια νεκρώσιμη ακολουθία. Όλα αυτά που υπήρχαν και πια δεν υπάρχουν, κυλούσαν πάνω στα ποτάμια του Μοντέγκο, επέπλεαν πάνω στα νερά, φεύγοντας μακριά. Τυφλωμένος από τη νάρκη του πόνου, ο άρρωστος βημάτιζε σε μια στοιχειωμένη ομίχλη, χανόταν κι έπεφτε, αλλά δεν ήξερε πού, ίσως στην άλλη πλευρά, όπου φλοίσβιζε «η θάλασσα του πρωινού», «στην άλλη πλευρά κύματα κι ένα κρεβατάκι στην άμμο». Μες στο σκοτάδι, «το γέλιο του παλιάτσου τον περικύκλωνε με την οξεία ευθυμία του». Τις νύχτες παρατηρούσε το παράθυρο, προσεκτικός στους θορύβους του νοσοκομείου, και έβλεπε κάτω από τον «απειλητικό ουρανό, σόλες κι άλλες σόλες στον δρόμο» για το νεκροταφείο. Ο θάνατος τον κύκλωνε με έναν κλοιό από σόλες που αδιάκοπα προχωρούσαν, έφταναν στο νοσοκομείο και συνέχιζαν αναζητώντας την εκκλησία που πια δεν υπήρχε· «παντού σόλες κι άλλες σόλες κάτω από τον ήχο μιας καμπάνας που διακόπηκε εδώ και αιώνες». Η ατελείωτη πομπή περνούσε πάνω στους λευκούς τοίχους του δωματίου, «και μετά την πομπή και τις καμπάνες η παντοτινή ησυχία». «Επιτέλους εν ειρήνη».

«[…] ποιος θα σημάνει την καμπάνα γι’ αυτόν και θα τον συνοδεύσει στο μέρος της οικογένειάς του όπου συσσωρεύονταν στάχτες που έχουν χάσει το όνομά τους πίσω από τα κάγκελα στο χώμα […]».

Δεν νοείται μαρτύριο του σώματος απαλλαγμένο από ψυχική δοκιμασία. Το σώμα που θνήσκει αντιδικεί με τον Θεό. Ο αφηγητής υποφέρει κάτω από έναν άδειο ουρανό, έρημος σε ένα κενό νοήματος. Η ακατανοησία του μαρτυρίου του τον αποκλείει από κάθε δυνατότητα παρηγοριάς. Δεν αποζητά το έλεος στην εγγύτητα του Θεού, αλλά στη γειτνίαση του θανάτου. Ο σταυρός μάς μισεί, συλλογίζεται, «γιατί γεννιόμαστε και πεθαίνουμε κάτω από το μίσος του Θεού». Ο Θεός «δεν ενδιαφερόταν για τους ανθρώπους, αρκέστηκε να τους δημιουργήσει». Κανένας λυγμός δεν εισακούεται από τον ουρανό. Καλείς σε βοήθεια, αλλά καμία υπερκόσμια μέριμνα δεν σε συντρέχει. Η μυστική τελετουργία του κατευνασμού της υπαρξιακής αγωνίας συντελείται ανάμεσα στην ανάγκη και την άρνηση της προσευχής. Η προσευχή είναι η προσδοκία που ταλαντεύεται ανάμεσα στην υπόσχεση και την αθέτησή της. «Δεν πειράζει άσ’ το», «τελικά αμφιβάλλεις αν υπάρχει Θεός κι αν υπάρχει δεν τον νοιάζει». Ο αφηγητής θυμόταν «τα λατινικά του κυρίου βικάριου να τρεκλίζουν από αμφιβολία», ενόσω υμνούσε τη δόξα του Κυρίου, και γύρω από την καμπάνα την «αταξία των κορακιών». Στα καντηλάκια των αγίων που άναβε η γιαγιά του, «δεν ήταν η φλόγα που κουνιόταν, ήταν οι τοίχοι και το ταβάνι, όταν σωνόταν το λάδι ο κόσμος διαλυόταν κι έσβηνε μυρίζοντας φιτίλι». Μες στη νοσοκομειακή παραζάλη έβλεπε ξανά τη γιαγιά του να κοινωνεί, βγάζοντας τη γλώσσα της για να δεχθεί την όστια του ιερέα, σαν να «δεχόταν τη μύγα της με την απόλαυση της σαύρας». Κι ύστερα, καθώς επέστρεφε στο κάθισμά της «με μια μύγα στο στόμα και μια έκσταση αγίας έτοιμης να αναληφθεί στους Ουρανούς», την άκουγε: «Θέλεις να κοινωνήσεις Αντονίνιο;», τείνοντάς του ένα ξύλινο κουτάλι που είχε βγάλει από ένα βάζο με μαρμελάδα. Την ίδια στιγμή ο βικάριος του νοσοκομείου «μ’ έναν σταυρό στο πέτο», τον ρωτούσε: «Θέλετε να εξομολογηθείτε;»

Κάθε φορά που πήγαινε για εξομολόγηση, ο κύριος βικάριος της κωμόπολης τον έδιωχνε μ’ ένα βιαστικό σταυροκόπημα: «Είσαι έτοιμος για τον ουρανό φύγε».

Ο αφηγητής, μια σταγόνα στον ωκεανό, «ένας ελάχιστος αφρός» πάνω σε ένα πελώριο κύμα, ορμητικό από τα χρόνια που το έσερναν, ξεγλιστρά από τον θάνατο παρεισφρέοντας σε μια πομπή νεκρών που συνέχιζαν να περπατούν τον γενέθλιο τόπο του. Είναι όλοι εκεί στην αγρυπνία του. Αμίλητοι και ασώματοι τον κατευοδώνουν, μεταφέροντάς τον στις εκβολές, ενορχηστρώνοντας με τις άσαρκες σόλες τους την εξόδιο πορεία τους. Οι μεταλλωρύχοι με τα άρρωστα πρόσωπα, που δηλητηριάζονταν στο ορυχείο του βολφραμίου, γριές μοχθηρές, τυλιγμένες στο σάλι τους, που περιδιάβαιναν στον καταυλισμό των τσιγγάνων, η όμορφη ξανθιά ξένη, που η μορφή της ταλαντευόταν στον νου του «σαν ένα μυστικό καντηλέρι», ο ιδιοκτήτης του εργοστασίου με τη θηλιά στον λαιμό, ο θείος του, που ξέλυνε το σκοινί και γινόταν μια σταγόνα στην άκρη του, ο παππούς του, που άνοιγε την εφημερίδα στον ίσκιο του μπαλκονιού, η γυναίκα του κτηνίατρου, που «στο κεφάλι της συμπυκνωνόταν ο ήλιος», ο ανάπηρος άντρας, που έκανε τον ήλιο να δύει, «γιατί η δύση άρχιζε πάνω του, τα χαρακτηριστικά του σκοτείνιαζαν και το απόγευμα τον μιμούνταν, οι πρώτες νυχτερίδες έβγαιναν από τις τσέπες του», ο Βιρζίλιο, που ζόριζε το κάρο του στο μονοπάτι με τα βατόμουρα, ο κύριος Έλιο, που με κόπο ανέβαινε τα σκαλοπάτια κι έπειτα θυμόταν την κηδεία του και κουτρουβαλούσε στα σκαλιά, ο χορδιστής, που περίμενε το λεωφορείο της γραμμής μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από νότες, η ντόνα Αρμάντα, που τις αργίες έμενε στο σπίτι της και μετρούσε τις μαργαρίτες της ταπετσαρίας, η Άλντα, που είχε χάσει τις λέξεις και έψαχνε το νόημά τους στα θρύψαλα της μνήμης και δεν δρασκέλιζε κατώφλια, γιατί όσο και αν τα αναζητούσε στον εγκέφαλό της δεν τα έβρισκε, η ντόνα Αναμπέλα Σόουζα Φερέιρα, που έσπαζε τις κιμωλίες στον πίνακα στο όνομα της προπαίδειας και της γραμματικής, «ο γιατρός πίσω από το σχολικό αναλόγιο να διστάζει να της απαντήσει», η Μαρία Λουσίντα, που του χαμογελούσε, τα μαλλιά της «είχαν τη δική τους ζωή και γύρω τους η κηλίδα των κορακιών που έφευγε και ξαναγυρνούσε», ο πατέρας του, που τον πλησίαζε κρατώντας ένα μπαλάκι του τένις, η μητέρα του, που έβαζε μπρος τη ραπτομηχανή, με την ουρά της γάτας να σαλεύει στα αυτιά της, ήταν όλοι εκεί, «δεν έλειπε κανένα πρόσωπο δόξα Σοι ο Θεός», και όλοι μαζί κατέβαιναν πάνω στα ποτάμια που κυλούσαν· «και ο Αντονίνιο να κυλάει στην επιφάνεια του νερού μαζί με τις λάσπες και τα κλαδάκια». «Όλα ζωντανά μέσα του εκτός από τον ίδιο». Το χέρι της Μαρία Λουσίντα ακουμπούσε στο πρόσωπό του, «όχι το πρόσωπο του νοσοκομείου, το αλλοτινό του πρόσωπο», τα μαλλιά της ανακατεύονταν με τα δικά του, «κι αυτός να γλιστράει πάνω στα ποτάμια κύμα κι αυτός ανάμεσα στα κύματα».

Ωστόσο, καμία παραίσθηση δεν διασώζει τον άρρωστο από την αναξιοπρέπεια του σώματος που νοσεί. Το σώμα που υποφέρει και χρήζει ίασης, υφίσταται μια αδυσώπητη ταπείνωση. Είναι ανήμπορο και συνάμα έκθετο, είναι παθητικό και καθόλου ενεργητικό. Περιγελά, θαρρείς, με την αδυναμία του, κάθε προσπάθεια ή αξίωση της ύπαρξης. Όσο αποξενωμένος και αν αισθάνεται με το πάσχον σώμα του, ο αφηγητής δεν μπορεί να απαλλαγεί από την αίσθηση της ταπείνωσης. Ήταν «ανυπεράσπιστος μέσα στη γύμνια του», όπως ήταν κάποτε ο Αντονίνιο μέσα στην παιδικότητά του, μικρός, καχεκτικός και υποταγμένος. Και τώρα στη μονάδα «μικρός, καχεκτικός και εκ νέου υποταγμένος». Στο νοσοκομείο καθετί απόκρυφο γινόταν ορατό, ετίθετο υπό εξέταση και κρίση. Έχει την εντύπωση πως οι ιατρικές φροντίδες γελοιοποιούσαν το αρραγές «εγώ» που μέχρι τότε ταύτιζε με το σώο σώμα του. Οι νοσοκόμοι του έδιναν φάρμακα και εντολές, τον γύμνωναν, τον πονούσαν, του έβαζαν πάνες, του άλλαζαν τα σεντόνια γυρνώντας τον δεξιά κι αριστερά, «τον καθάριζαν μ’ ένα πανί και τα γεννητικά του όργανα κουνιούνταν άχρηστα»· «μου καθαρίζουν τους γλουτούς, όχι ένας άντρας, μια νοσοκόμα που με ταπεινώνει […] στεγνώνοντας τα απόκρυφά μου μέρη με μια γρήγορη αποτελεσματικότητα, ποια απόκρυφά μου μέρη άλλωστε, κουρέλια που πέφτουν με μια φριχτή μαλθακότητα». Η μητέρα του τον στέγνωνε μετά το μπάνιο στη σκάφη, δίπλα στην αντλία του πηγαδιού, «σαράντα χρόνια που δεν τον στέγνωνε η μητέρα του». Η αρρώστια κατάπινε το σώμα του και μαζί κάθε νόημα που απέδιδε στον εαυτό του· «ο Αντονίνιο στο νοσοκομείο με το συκώτι του και τις πομπώδεις ρητορείες του που άρχιζαν να χάνουν λέξεις».

Καθυποταγμένος από την αρρώστια, ο άρρωστος σκέφτεται: «πόσο τρομερός και κωμικός ο θάνατος, σε κοροϊδεύει, σε περιφρονεί». Στο ταπεινωμένο του σώμα έπρεπε μια φαιδρή ταφή. Μετά τον θάνατο θα έπρεπε «να του φορούσαν λουστρινένια παπούτσια, ριγέ κάλτσες και μια κόκκινη μύτη», να τον έντυναν σαν παλιάτσο και να του έδιναν ένα σαξόφωνο για ένα πασοντόμπλε. Θα πρωτοστατούσε περιχαρής και γελοίος στον ενταφιασμό του. Μολονότι στο δωμάτιο άκρα του τάφου σιγή, «ούτε ένας θόρυβος ή αυτοί οι θόρυβοι των θορύβων που συνοδεύουν το τίποτα», ανάμεσα στους λευκούς τοίχους αντιλαλούσε υπόκωφα μια μουρμουριστή συμφωνία από μπερδεμένες ηχητικές, τις οποίες διαπερνούσαν τα στριγκά χαχανητά του παλιάτσου. Οι ευκάλυπτοι συλλάβιζαν, οι καστανιές ψιθύριζαν, η τροχαλία του πηγαδιού κροτάλιζε κάτω από το βάρος του θείου του, τα βαγονέτα του μεταλλείου χοροπηδούσαν, η άρπα αναρριγούσε, οι φράξοι θρόιζαν, οι κουρτίνες ανατρίχιαζαν, οι σόλες περπατούσαν, το πιάνο της σοφίτας έπαιζε «μια μυστική πόλκα», ο χορδιστής διόρθωνε με την πένσα μια τελευταία καβίλια, ένα πιάτο στον τοίχο με διάκοσμο μια Παναγία ξεκολλούσε κι έπεφτε, η καμπάνα της εκκλησίας χτυπούσε, ο Μοντέγκο πάφλαζε, η σιωπή ούρλιαζε, τα χαχανητά στρίγκλιζαν, ενόσω εκείνος «προχωρούσε με τα ποτάμια χωρίς τίποτα να τον εμποδίζει, συνοδευόμενος από το πασοντόμπλε ενός μακρινού σαξόφωνου, στην κατεύθυνση της θάλασσας».

Η προσπάθεια του αφηγητή να διαφύγει τον πόνο και την οριστική κατάλυση του σώματός του, τον μεταφέρει σε μια εφιαλτική γλωσσική φαντασμαγορία. Η γραφή κλίνει σε κάθε πιθανή εκδοχή «την εκκεντρικότητα του πεθαίνω». Ο γλωσσικός παραδαρμός αντιπαρατάσσεται στο σώμα που σωπαίνει. Μέσα στο δωμάτιο ήταν «όλα τόσο σταματημένα», που «ούτε η ουρά της γάτας δεν ακουγόταν». Η γραφή αφρίζει, παραφρονεί και ολοφύρεται για να ριχτεί στη διαπάλη με τη νεκρική σιγή. Οι φράσεις άλλοτε επιμηκύνονται, λιγώνοντας από τις λέξεις της μνήμης, κι άλλοτε θραύονται από αποσιωπητικά, σαστισμένες από την αντίστροφη, ανεπίστρεπτη ροή του χρόνου. Αντιμέτωπος με τη λιποταξία του σώματος, ο αφηγητής αφήνεται να παρασυρθεί από έναν ποταμό λέξεων, έναν στύγιο ποταμό, όπου ρέουν ακατάσχετα οι στιγμές, οι σταγόνες της ζωής του. Η αφήγηση διαθλάται στις σελίδες σαν φρεναπάτη, σαν οι λέξεις να τρεμίζουν στην επιφάνεια ταραγμένων υδάτων. Ο αφηγητής ατενίζει τον χαμένο χρόνο μέσα από το πρίσμα της αρρώστιας, που είχε «την καθαρότητα ενός μικροσκόπιου». Η παραισθησιογόνος γραφή διαστέλλει τα θραύσματα της ζωής του, προβάλλοντας τα στιγμιότυπα εκτυφλωτικά, φοβερά μεγεθυσμένα· «πώς ο κόσμος αλλάζει όταν του δίνουμε προσοχή, όλα διεγείρονται, μουρμουρίζουν, μεταμορφώνονται».

Ανάμεσα στις θροΐζουσες σκιές του δωματίου και τους λευκούς τοίχους που πάλλονταν από το χαχάνισμα του παλιάτσου, σύριζε «το μουρμουρητό του ερέβους που τον προειδοποιούσε». Την αφόρητη πραγματικότητα της αρρώστιας αντιμάχεται «ένα είδος ονείρου ασυνάρτητο», φωταγωγημένο από «μια ομίχλη φωτός». Ο αλλόφρων από απελπισία λόγος παραμορφώνει ακόμα και τα πιο ανέμελα βιώματα, τα οποία μαυρίζει ένας θανατερός ζόφος. Τα ερέβη «αναπαράγονται μέσα στον πυρήνα του φωτός», κάτω από τρεις λάμπες που καρφώνουν το σώμα στο κρεβάτι. Τα σύννεφα του Μάρτη, οι σταγόνες της βροχής στο παράθυρο του νοσοκομείου, οι σταγόνες του ορού που έπεφταν μέσα του αργά, σταλάζοντας θάνατο στον ρυθμό του πόνου που πλησίαζε κι απομακρυνόταν, αφήνοντας πίσω του άλλους πόνους, διευρύνονται μέχρι να πνίξουν σε χειμέρια καταχνιά την αυγουστιάτικη κωμόπολη της παιδικής ηλικίας. Με έκπληξη και τρόμο ο αφηγητής κοιτάζει τις σταγόνες στο τζάμι και φοβάται πως ο θάνατος θα επέλθει σαν ριπή από σταγόνες, «σταγόνες πάνω στα τζάμια και μετά απ’ αυτόν σταγόνες κι άλλες σταγόνες και καινούριες σταγόνες πάνω σ’ άλλες σταγόνες σ’ έναν διαρκή χειμώνα». Ίσως «η βροχή να του έριχνε ένα οριστικό σάβανο στην κομματιασμένη κοιλιά του». Όμως, αιφνίδια ένα διακριτικό μικρό άρπισμα κέντριζε τον πόνο και, μολονότι ούτε εκείνο το βράδυ η ντόνα Ιρένε θα άγγιζε την άρπα της, «κάτω από τις κορφές των δέντρων που δεν βουβαίνονται ποτέ, μια βροχή από νότες». Η μουσική της άρπας περιέτρεχε «μηχανήματα, ακτινογραφίες και επιχρωμιωμένα εργαλεία», αφυπνίζοντας τις μυρωδιές της άνοιξης, το άρωμα των ευκαλύπτων, τη γεύση των μαρμελάδων. Φαίνεται πως ο χορδιστής είχε έρθει τελικά με το λεωφορείο της γραμμής για να κουρδίσει την άρπα της ντόνα Ιρένε «και για ώρες σ’ ένα μόνο ακόρντο να σφίγγει και να ξεσφίγγει με μια μικρή πένσα λανθασμένες μελαγχολίες ώσπου η ζωή στο ηχόχρωμα που της ανήκε».

Με μια αδιόρατη κλίση του καλειδοσκοπίου του ονείρου, ο πόνος μαλακώνει από έναν ευεργετικό καταιονισμό. Ένα παυσίλυπο ρίγος ζεσταίνει το κορμί του αφηγητή, καθώς η άρπα της ντόνα Ιρένε «[…] μεταμορφώνεται σ’ ένα σιντριβάνι από σταγόνες που πέφτουν πάνω του κι εκείνος ζωντανός κάτω από τις σταγόνες, εύθυμος, μπορεί να έχεις καρκίνο και να ’σαι εύθυμος, πώς γίνεται, ο θάνατος δεν τον έβρισκε στο εσωτερικό της μουσικής γιατί οι σταγόνες τον έκρυβαν όπως έκρυβαν τις καστανιές και το σπίτι το τυλιγμένο στον κισσό […]».

Και ήταν καλό που τα αρπίσματα έκρυβαν τις καστανιές, γιατί πια οι καστανιές και οι σαν αχινοί καρποί τους δεν βρίσκονταν στην αυλή του παλιού σπιτιού, αλλά μέσα του. Ο γιατρός ονόμασε τον αχινό της καστανιάς καρκίνο και έκανε μια τομή στην κοιλιά του. Η λέξη καρκίνος επέφερε μια ακολουθία από «εικόνες ασυνάρτητες». Από τη στιγμή που η καστανιά άρχισε να μεγαλώνει μέσα του, έξω από το παράθυρο του νοσοκομείου στη Λισαβόνα η τοπιογραφία της γενέτειρας πρόβαλλε στρεβλή και παράδοξη, διαβρωμένη, απογυμνωμένη από τους καθησυχασμούς της μνήμης. Οι «ευκάλυπτοι συλλάβιζαν τον άνεμο» και οι «συλλαβές που λένε οι κορφές των δέντρων» δύσκολα γίνονται λέξεις. Δύσκολο να σχηματίσεις με φύλλα τη λέξη τρόμος. Τα όργανα φυλλορροούσαν κάτω από το δέρμα, θυμίζοντάς του τα δέντρα του φθινοπώρου, που έχαναν τα φύλλα τους μέχρι να μείνουν σκέτα κλαδιά. Όμως δεν ήταν φθινόπωρο, ήταν Μάρτιος και ο άρρωστος δεν μπορούσε να καταλάβει τι ανάγγελλαν οι συλλαβές των ευκαλύπτων, ούτε τι έλεγαν οι καστανιές που άνθιζαν μουρμουρίζοντας. Πέρα από τα πεύκα, τα βράχια, τα βατόμουρα, τους φράξους και το βουνό στο βάθος, φτεροκοπούσε ένα παράξενο πουλί· «ήταν το πουλί του φόβου του χωρίς κλαδί για ν’ ακουμπήσει τρέμοντας τα χείλη των φτερών του». Έτσι, «το πουλί του φόβου του εξακολουθούσε να κάνει κύκλους» ανάμεσα στις ρίζες των ποδιών του και τα δάχτυλα που έσφιγγαν το σεντόνι. Αλλά και να υπήρχε κλαδί, ας πούμε το κλαδί μιας καστανιάς, ο γιατρός δεν θα κατάφερνε να ξεκολλήσει από πάνω του «τον αχινό της αρρώστιας». Τον είχαν ξεκοιλιάσει και τα αγκάθια του αχινού τον έκαναν κομμάτια. Τον είχαν κόψει, όπως την καστανιά, «και ένα κενό σαν γκρεμός ανάμεσα στη γρανιτένια κολόνα και στο σπίτι».

Αναρίθμητοι κίνδυνοι τον καταδίωκαν. Κοράκια ήθελαν «να του τρυπήσουν το στήθος», κουρούνες τον τσιμπολογούσαν, το κεντρί ενός σκορπιού «στόχευε το δηλητήριό του καταπάνω του», ένας «γύπας τον μετέφερε στα φτερά του κολλημένο σαν έναν χωμάτινο σβόλο», φίδια τον παραμόνευαν, λύκοι παραφύλαγαν «στο χορτάρι μπροστά του στον διάδρομο του νοσοκομείου», η αντλία της καρδιάς ίδια η αντλία του πηγαδιού, που στον πυθμένα του λίμναζαν λάσπες, μαλλιά, υπολείμματα ρούχων και το παπούτσι ενός παλιάτσου. Οι άνθρωποι δεν ήταν άνθρωποι, αλλά «σόλες κι άλλες σόλες», μια πομπή που προχωρούσε στο τέμπο ασώματων παπουτσιών προς την κατεύθυνση του νεκροταφείου. Φρικτά παπούτσια, φτιαγμένα για κηδείες, φθαρμένα από «χιλιόμετρα συμφορών»· «διαρκούμε μέχρις ότου η καμπάνα σημάνει και το νεκροταφείο κλείσει, ο νεωκόρος κλείδωνε την πόρτα και το κλειδί μέσα στη σκουριασμένη κλειδαριά εξακολουθούσε να γυρίζει». «Όλα την ίδια στιγμή πολύ μακριά και όμως αποτελώντας μέρος του κορμιού του». Και καθώς το φέρετρο ολοένα προχωρούσε, το χώμα ανέδιδε τη μυρωδιά από τις μαρμελάδες στο κελάρι της γιαγιάς του· «ασφαλώς και ήταν ζωντανός, δεν ήταν γι’ αυτόν οι σόλες ούτε η καμπάνα ούτε το ανοιχτό φέρετρο». Όμως, αυτή η βεβαιότητα αμέσως ρευστοποιούνταν στον νου και κυλούσε μακριά, σπρωγμένη από τον φόβο, που σταγόνα τη σταγόνα τον έπνιγε.

Κυλώντας πάνω στο φορείο, ο άρρωστος παρατηρεί τις σόλες να τον προσπερνούν, σαν ποτάμι που ρέει αδιατάρακτο προς τις εκβολές του, και σκέφτεται πως κανένας δεν θα τον προστατεύσει, ούτε ο Θεός ούτε οι πεθαμένοι. Κανείς «δεν έκλαιγε γι’ αυτόν, η μοναδική αλήθεια ήταν ο αχινός που μεγάλωνε». Μια αλήθεια σκληρή, άθραυστη. Κανένας δεν θα έστεργε να πάρει τον αχινό από τα σπλάχνα του και να τον συνθλίψει ανάμεσα σε δυο πέτρες, να τον λιανίσει με ένα σφυρί. Ούτε ο χορδιστής της άρπας θα τον γιάτρευε από τα αγκάθια με τις πένσες του. Κάποιος έσπρωχνε το φορείο του στον διάδρομο και εκείνος σκεφτόταν: «Σπρώχνουν το φέρετρό μου». Μέσα στο σκοτάδι του δωματίου δεν υπήρχε κανείς «για να τον βοηθήσει να σωθεί απ’ τη νύχτα». Με έκπληξη και τρόμο ακολουθούσε «σόλες κι άλλες σόλες» στο νεκροταφείο της κωμόπολης.

Το κορμί που λιγόστευε πάνω στο κρεβάτι, περίμενε το σεντόνι που θα το σκέπαζε. Αίφνης, από το βάθος του χρόνου η μητέρα αναφωνούσε: «Τρία κιλά διακόσια». Ένα βρέφος, τυλιγμένο σε μια λινή πετσέτα, ατάραχο από τα κρωξίματα των κορακιών. Τι θα απογίνονταν εκείνα τα «τρία κιλά διακόσια»; Ο Αντονίνιο θυμόταν τη γιαγιά του να περιμένει για πολύ καιρό τα οστά ενός αγαπημένου της προσώπου που είχε πεθάνει στην Ινδία. Στεκόταν στην αποβάθρα του σταθμού «με το ροζάριο στο στήθος κι ένα χαμόγελο ελπίδας». Όμως, το μόνο που της επιστράφηκε ήταν ένα κουτί με «καμιά δεκαριά κάρβουνα που τα μάζεψαν στην τύχη άγνωστο τίνος». Η μητέρα του, ζυγίζοντας στα χέρια της το κασελάκι, την παρηγορούσε: «Η Ινδία μικραίνει τα λείψανα μαμά». Και εκείνος μίκραινε κάτω από το σεντόνι, πολιορκημένος από το φτεροκόπημα των κορακιών και τα χαχανητά του παλιάτσου, και θα μίκραινε μέχρι να γίνει σκόνη και να σκορπιστεί στα περίχωρα της Λισαβόνας, «έκανε λάθος στα χελιδόνια μιας και η βροχή συνέχιζε», θα γινόταν σκόνη κάτω από μια βροχή που ποτέ δεν θα έπαυε. Όλες οι μορφές ολόγυρά του «κάρβουνα σ’ ένα κασόνι χωρίς φωνή».

Τις στιγμές που δραπετεύει από τον τρόμο του θανάτου, ο αφηγητής επιστρέφει παροδικά στην αμεριμνησία της παιδικότητας. Κατεβαίνει τον Μοντέγκο, πηδώντας εδώ κι εκεί πάνω στο χορτάρι, ανάμεσα σε νερά, θάμνους, δέντρα και μικροσκοπικά ζωάκια, πλαγιάζει μέσα στις δαντέλες που έντυναν το στέρνο της μητέρας του, «προστατευμένος μέσα σ’ ένα κουκούλι» στο οποίο θα ήθελε να ζήσει για πάντα, βάζει το χέρι του στις γυάλες με τα ζαχαρωτά του κυρίου Καζιμίρο, μαζεύει πέτρες, ξεραμένες αλογόμυγες, στραβά καρφιά, μπαλάκια του τένις, «θαύματα με τα οποία έφτιαχνε τον κόσμο», χαμογελάει στα τρένα που περνούσαν, κάνει με το ποδήλατο οχτάρια γύρω από την καστανιά, κάνει βόλτες πάνω στο κάρο του Βιρζίλιο, παίζει με κουμπιά και κουβαρίστρες, «κάθε κουμπί ένα ζωντανό πλάσμα και κάθε κουβαρίστρα μια ψυχή», παρατηρεί τη γιαγιά του να φοράει τη δαχτυλήθρα και να στρέφεται προς το φως για να ράψει, έχοντας τη γεύση της μαρμελάδας της πάνω στα ούλα του, νιώθοντας ξανά «ένα συναίσθημα αιωνιότητας και μια ευτυχισμένη γλυκύτητα».

Όμως, δεν βρισκόταν στο σπίτι των καλοκαιριών τον Αύγουστο, «βρισκόταν στη Λισαβόνα όπου δεν υπάρχει ούτε Μοντέγκο ούτε βράχια ούτε βρύα, αλλά αχινοί και δεν αισθανόταν τα αγκάθια παρότι ήξερε ότι εξακολουθούσαν να είναι μέσα του κρυμμένα στα σπλάχνα του […]». Τον είχαν εγκαταλείψει σε ένα δωμάτιο με οθόνες, που κατέγραφαν την ανορθογραφία των οργάνων του. Η καρδιά, τα νεφρά, οι πνεύμονες, το πάγκρεας και το συκώτι αποθρασύνονταν στις οθόνες, περιφρονώντας τη γραμματική της ιατρικής. Όλα του τα όργανα έγραφαν «με τον φόβο μήπως δεν καταφέρουν να τελειώσουν αυτό που είχαν να πουν». Ο γιατρός διαπίστωνε την αναστάτωση της καρδιάς και ο άρρωστος σκεφτόταν: «η καρδιά όλο ψέματα, φράσεις διάσπαρτες σ’ ένα υπόλειμμα μνήμης». Ο γιατρός εκνευριζόταν με τις οθόνες, «όπου κανένα όργανο δεν έγραφε μια λογική φράση». Περίληψη φράσεων, χωρίς λογική και συνοχή. Έκαναν διαρκώς ορθογραφικά λάθη και παραλογίζονταν. Η καρδιά επέμενε να γράφει «ένα παράπονο χωρίς τέλος», η υπόφυση έδειχνε «τα φθινοπωρινά απογεύματα όταν φεύγουν οι πελαργοί», το αίμα μιλούσε «για ένα ποδήλατο γύρω από μια καστανιά». Και ο άρρωστος κάτω από τρεις ακίνητες λάμπες περίμενε στην οθόνη την τρομερή συνεχή γραμμή. Την ευθεία που θα έβαζε τελεία στην ανορθογραφία.

Τα ιερογλυφικά των οργάνων στις οθόνες αφηγούνταν τα πάθη ενός ξένου σώματος. Οι ακανόνιστες γραμμές διέγραφαν και τον Αντονίνιο και τον κύριο Αντούνες. Έβλεπε το βραχιολάκι που είχε στον καρπό του, αλλά φανταζόταν πως ήταν χωρίς σώμα, αυτή η πιτζάμα και αυτό το πρόσωπο δεν του ανήκαν. Ούτε Αντονίνιο ούτε κύριος Αντούνες, «το όνομα που νόμιζε δικό του ενός ξένου, το σώμα που νόμιζε δικό του ανήκε σε άλλον, δεν βρισκόταν εκεί και τίνος ήταν τα πόδια χωρίς δύναμη και τα μπράτσα που δεν κατάφερναν μια κίνηση, τον ρωτούσαν πώς αισθανόταν αλλά σιωπηλός αδύνατον να απαντήσει». Στα διαλείμματα του ύπνου αναζητούσε ποιος ήταν και το πρωί μπορούσε να πει «Είμαι εγώ», αλλά «μια περίεργη αίσθηση» φώλιαζε σ’ αυτές τις λέξεις, διότι ξαφνικά είχε σώμα «και μαζί μ’ αυτό αδιαθεσίες, κούραση, η έκπληξη να του δίνουν ένα όνομα και να του μιλάνε».

«[…] και τι παράξενες οι λέξεις που αναφέρονται σε ό,τι κατοικεί κάτω από την προστασία της επιδερμίδας, νεφρά, πνευμόνια, πάγκρεας απορροφημένα με καθήκοντα που δεν τον αφορούσαν αυτόν που φανταζόταν ότι ήταν από μια και μόνο ύλη […]».

Οι τεθλασμένες γραμμές που κατέγραφαν τα μηχανήματα, δεν ήταν η δική του υπογραφή. Του ήταν αδύνατον «να διαγνώσει εκείνη την υπογραφή που επαναλαμβανόταν ατελείωτα». Ήταν μια ομιλία αλλόκοτη και μονότονη, «[…] μ’ έναν παράξενο γραφικό χαρακτήρα, κάθε μέρος του μια διαφορετική γλώσσα και όλες ακατανόητες γι’ αυτόν, το γεγονός ότι ήταν πολλοί τον τρόμαζε, πώς μπορεί να υπάρχει τόση φρενίτιδα σ’ ένα μόνο κορμί και πώς καταφέρνουν να κατοικούν σ’ ένα τόσο μικρό μέρος, ποια η φωνή της αρρώστιας που δεν την είχε ανακαλύψει, προσπαθούσε να συλλάβει τον θάνατό του και δεν ήταν ικανός να τον φανταστεί ούτε το τι θα αισθανόταν […]».

Από τις μορφές που τον περιέβαλλαν, έλειπε ένα πρόσωπο και φοβόταν πως ήταν το δικό του. Δεν ήταν ούτε ο Αντονίνιο ούτε ο κύριος Αντούνες. Ο Αντονίνιο συνέχιζε να παίζει σε μια παιδική χαρά, επέκεινα του παρόντος, ενώ ο κύριος Αντούνες πάλευε να συνθλίψει έναν αχινό. Χρειαζόταν να επινοήσει ένα άλλο πρόσωπο «για να γιατρευτεί και να φύγει από κει». Το πρόσωπο στο μαξιλάρι έσβηνε μες στο πηχτό ημίφως του δωματίου, θάμπωνε από θάνατο, αφήνοντας μια ελάχιστη υγρασία πάνω στα σεντόνια. Είδε «ένα γόνατο αδυνατισμένο και μια γάζα στην κοιλιά του που θα άρμοζε σ’ έναν πιο μεγαλόσωμο άνθρωπο απ’ αυτόν» και αποφάσισε: «Αυτό το γόνατο δεν είναι δικό μου».

Στις οθόνες αναγράφονταν «καταστροφικά μυστήρια» που του έδειχναν, με τρόπο σιβυλλικό εξού και τρομακτικό, «την ακατανόητη ουσία» από την οποία ήταν φτιαγμένος. Με έκπληξη και τρόμο ο άρρωστος διαπίστωνε πως ήταν «γεμάτος πραγματάκια που γεννήθηκαν μετά απ’ αυτόν που εκτός του ότι τον κατοικούσαν χαλούσαν», «φανταζόταν τον θάνατο σαν μια πομπή από σόλες στον δρόμο», αλλά

«[…] ήταν μόνο αυτός που πέθαινε, όχι το μονοπάτι με τα βατόμουρα ή η πηγή του Μοντέγκο, πώς να ζήσει κανείς χωρίς ένα στήριγμα, ούτε καν τους ευκαλύπτους, η μοναξιά του τέλους και η απώλεια των φτωχών θησαυρών που φύλαγε».

Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ήθελε τόσο να επιστρέψει εκεί απ’ όπου είχε οριστικά φύγει. Από τότε που αρρώστησε, η κωμόπολη τον κατοικούσε, εξίσου τυραννική με τη δυσλεξία των οργάνων του, αλλά δεν ήξερε γιατί αγωνιούσε να τη φέρει μέχρις εκείνον. Δεν ήξερε «σε ποιο μέρος βρισκόταν και προς τα πού θα μπορούσε να φύγει», ίσως γι’ αυτό περπατούσε σε τοπία που πια δεν υπήρχαν· «τι με δένει μ’ αυτό και με κάνει να επιστρέφω, χωρίς να το καταλαβαίνω, σ’ αυτό που νόμιζα ξεχασμένο». Μακριά από τη Λισαβόνα, αναζητούσε έναν τόπο δίχως πόνο, ένα σώμα δίχως χρόνο. Ο πόνος, «ακανόνιστος με ακίδες, σχεδόν κάτω από το δέρμα και βαθύς», τον διέστιζε χωρίς να τον κατασπαράζει. Τον έκοβε σε κομμάτια, αλλά δεν τον αφάνιζε, τον άφηνε να παλινδρομεί πάνω στο κρεβάτι ανάμεσα στη μανία και την αδυναμία της φυγής. Ακόμα και όταν δεν υπέφερε, έμενε ο φόβος, γιατί ήξερε πως δεν θα γλίτωνε «αυτό που σε λίγες ώρες θα γινόταν πόνος». Με κάθε γύρισμα της σελίδας του ημερολογίου, έχανε κι από κάτι· «δεν είχε στην κατοχή του απολύτως τίποτα εκτός από απουσίες και τον πόνο που διασχίζοντας το κορμί του μ’ ένα στιγμιαίο σπινθηροβόλημα του θύμισε αυτό που ήθελε να ξεχάσει», το επικρεμάμενο σεντόνι. Τότε έπαιρνε το ποδήλατο και έκανε γρήγορα πεντάλ, όμως παρά τις φωνές του θείου του, η γρανιτένια κολόνα δίπλα στην καστανιά ολοένα πλησίαζε. Φανταζόταν πως κάποια στιγμή, όταν κανείς δεν θα τον έβλεπε, θα σηκωνόταν από το κρεβάτι και θα έφευγε. Δεν υπήρχε ούτε μια γρανιτένια κολόνα για να εμποδίσει τη φυγή του.

«[…] και παύουν να μας προσέχουν ώστε χωρίς να μας πάρουν είδηση βγάζουμε τη βελόνα απ’ τον ορό, τις πάνες, τον καθετήρα, ψάχνουμε τα ρούχα μας, σκαρφαλώνουμε στον σταθμό όπου στοίβες από εφημερίδες πολλών μηνών περιμένουν να τις διαβάσει ο παππούς μου και δεν θα τις διαβάσει, προσπερνάμε τους πρόποδες του βουνού, οι σφήκες μάς κυνηγούν μια στιγμή κι ύστερα παραιτούνται και ακόμα κι αν ο πατέρας μας στην πηγή του Μοντέγκο […] δεν καθόμαστε μαζί τους, ανοίγουμε τα μπράτσα μας σαν τους γύπες και στριφογυρνάμε, χωρίς βάρος, σ’ έναν κύκλο χωρίς τέλος».

Όμως, ο πόνος, ακόμα και ο σχεδόν πόνος, «που δεν έφτανε να γίνει πόνος», μετέτρεπε το σώμα σε άθυρμά του. Τον παραμόνευε κάτω από τα φάρμακα, διεγειρόταν με την πρώτη νότα της άρπας. Σαν παλίρροια αποσυρόταν και επανερχόταν, θυμίζοντάς του «τη θάλασσα όταν εγκαταλείπει ξοπίσω της καθώς αποτραβιέται», αφήνοντάς τον να αναλογίζεται «τις χίλιες γλώσσες των κυμάτων». Ο άρρωστος απομακρυνόταν από τον εαυτό του, «οπισθοχωρώντας σε μια συγκεχυμένη σήραγγα», «μπαινόβγαινε στο σώμα του μέσα σε μια αχλή από μνήμες αλλοιωμένες». Ένας νοσοκόμος του έδινε ένα χάπι, «μετά από το χάπι το μαξιλάρι πάλι κι εκείνος εξαντλημένος», βυθισμένος «σε μια νάρκη κατοικημένη από ξεθωριασμένες μορφές», δεν ήταν κούραση, ήταν «ο αχινός που μεγάλωνε». Η έκπληξη και ο τρόμος διέτρεχαν το κορμί του και ύστερα αποτραβιούνταν, «όπως η άμπωτη αφήνοντας πετρούλες όξινες κι ένα παράπονο φυκιού πριν το καταπιούν οι γλάροι».

Πόνοι, «που δεν ήξερε με σιγουριά σε ποιον ανήκαν σπαρταρούσαν σιγά σιγά». Η θλίψη, «μια οδύνη χωρίς κηλίδες», έσταζε μέσα του με κάθε σταγόνα του ορού, τα όργανα «συνέχιζαν να γράφουν στην κωδικοποιημένη γλώσσα τους», ενώ «οι λεκέδες στην ακτινογραφία», μια ακόμη ασυνταξία. Η ακτινογραφία γεμάτη κενά, ακατανόητα στον γιατρό. Κάτω από το δέρμα φωτεινοί λεκέδες σ’ ένα σκούρο φιλμ. Δυσανάγνωστο το σκοτάδι των σπλάχνων. Ο «γιατρός έβαλε τις ακτινογραφίες στο παράθυρο όπου γερνούσε η χτεσινή βροχή». Στην οθόνη «η καρδιά με πολύ μικρά γράμματα». «Τα όργανα εγκαταλείπουν», αποφαινόταν ο γιατρός και την ίδια στιγμή ο άρρωστος πάλευε να κρατηθεί από τον πόνο, διότι μόνο αυτός ακόμη αντιστεκόταν· «αφού έχασα ό,τι είχα τουλάχιστον ας μη χάσω τον πόνο». Ήθελε τον πόνο του εκεί, «να νιώθει ζωντανός μέσα από την οδύνη». Ο σπλήνας, ο μυελός των οστών, τα νεφρά υποχωρούσαν, «τι υπήρχε ακόμα, το πάγκρεας που η αφοσίωσή του τον έκανε περήφανο, η καρδιά που της χρωστούσε ευγνωμοσύνη, ο πόνος που τον συντρόφευε […] κι αυτός ευχαριστημένος από τη συντροφιά του πόνου που τον παρηγορούσε». Και τελικά, «ο σφυγμός εξακολουθούσε να τον σπρώχνει μπροστά χωρίς να υπάρχει το μπροστά».

Τα σωθικά του έσκιζε ένας αχινός που ολοένα διογκωνόταν, τα αυτιά του διέλυε το υστερικό γέλιο του παλιάτσου, ενώ το μυαλό του λεηλατούσαν μυστήρια που θα έμεναν αδιερεύνητα. Ο συνδυασμός των μυστηρίων και των φασματικών αρμονικών με τον πόνο τον παραζάλιζαν, σε σημείο που σκεφτόταν πως «ίσως ο θάνατος είναι να ζεις με άλλο τρόπο», αφού και οι νεκροί παρέμεναν τόσο δραστήριοι ολόγυρά του. Το σώμα του στις οθόνες ένας παραλογισμός, ενόσω τα νερά ολοένα ανέβαιναν για να πνίξουν το δωμάτιο. Κάπου στο βάθος τον περίμενε ο πατέρας του για να περπατήσουν μαζί «προς την κατεύθυνση των εκβολών». Κάπου μακριά η θάλασσα φούσκωνε και τους πλησίαζε με τα κύματά της· «ποιος σκύβει προς την αντλία του νερού φέρνοντας τα κύματα μαζί του, ποιος ρυθμίζει τις πλημμύρες και επινοεί τη σιωπή που σχεδόν δεν υπάρχει τη στιγμή που ο αφρός εξατμίζεται και ανακαλύπτουμε ένα ημερολόγιο που διδάσκει τα χρόνια στα ψάρια».

Το βιβλίο του Αντούνες είναι ένα ψευδαισθητικό ημερολόγιο, οι σελίδες του οποίου σκορπίζονται σε ένα ανελέητο, αγωνιώδες, οδυνηρό φυλλορρόημα. Η αρρώστια μετατρέπει το παρελθόν σε ύστατο καταφύγιο. Ο «χρόνος των παλιών ρολογιών» είναι παρηγορητικός, «γιατί οι ώρες ήταν άλλοτε μεγαλύτερες». Κάτω από τις ημερομηνίες του παρόντος που επιμερίζουν την αφήγηση, γλιστρούν οι αλλοτινές ημέρες, σαν ανάχωμα για την επόμενη σελίδα του ημερολογίου, όπου ενεδρεύει το τέλος των ιστοριών. Ο αφηγητής γνωρίζει ότι «κάποιες φορές κοιτάζοντας το παρελθόν χαμογελάμε σαν το παρελθόν να ήταν ευτυχισμένο», αλλά ποτέ δεν ξεγελιόμαστε εντελώς, δεν ξεχνάμε πως δεν ήταν ακριβώς έτσι. Το παρελθόν του το επινοούσε για να τον σώσει «από τον γκρεμό στην άκρη του στρώματος». Και καθώς επινοούσε τη ρυμοτομία και τους κατοίκους της παιδικής του ηλικίας, κερματιζόταν σε πολλαπλά είδωλα, σκιές στον καθρέφτη όπου αντάμωναν οι πεθαμένοι· «και τι περίεργο που είχε υπάρξει άλλος και πάλι άλλος και πάλι άλλος μέχρι τον άντρα που είναι σήμερα».

Ορθός κάτω από τα φώτα του δωματίου, ένας άντρας τον εξέταζε με αυστηρό βλέμμα. Δεν καταλάβαινε αυτή την αυστηρότητα. Μπορεί ο άγνωστος άντρας που τον κοίταζε σιωπηλός, να σκεφτόταν το ίδιο με αυτόν, πως τίποτα δεν διαρκεί, και να ήταν αυτό ακριβώς που του καταλόγιζε, «το να μη διαρκεί παντοτινά». Ίσως ο άντρας που έμοιαζε να τον περιφρονεί, κατοικούσε ήδη στο δικό του σπίτι. Ίσως με την εισαγωγή του στο νοσοκομείο, ο άρρωστος να εξορίστηκε ανεπίστρεπτα από το σπίτι του. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι, στεκόταν στο κατώφλι, στο χαλάκι της εισόδου, με τα κλειδιά στις τσέπες του και παρατηρούσε τα οικεία πράγματα με τα οποία τόσα χρόνια ζούσε και τα οποία του όφειλαν μια ευγνωμοσύνη που δεν τη διέκρινε πάνω τους, αλλά το σπίτι έδειχνε διαφορετικό χωρίς αυτόν. «[…] όλα τού φαίνονταν αλλαγμένα, τα έπιπλα, το χρώμα των τοίχων, ως και το σχήμα του σαλονιού περιμένοντας κάποιον που δεν θα αργούσε να έρθει, ποιος ξέρει αν δεν ήταν ήδη στην κουζίνα ή στο δωμάτιο και πράγματι η εντύπωση βημάτων και συρταριών που ανοιγοκλείνουν, όλα αυτά στην όχθη της σιωπής αλλά παρόντα, ζωντανά, δίσταζε να μπει από φόβο μην τον διώξουν και γι’ αυτό έμενε στο χαλάκι επίσημος, λυπημένος […]».

Ξαφνικά ένιωσε τα κλειδιά ξένα στις τσέπες του και τα πέταξε ένοχος σε έναν από τους σκουπιδοτενεκέδες του δρόμου, αμέσως, όμως, μετάνιωσε και ξαναγύρισε πίσω για να ψάξει στον σκουπιδοτενεκέ, «αλλά δεν βρήκε τα κλειδιά, βρήκε τα πράγματα ενός ξένου, θέλησε να θυμηθεί το βουνό και κανένα βουνό στον νου του, καμιά κωμόπολη, κανένα ποτάμι, κανένας λυγμός άρπας, κανένας κύριος Καζιμίρο να βάζει τον αγκώνα του στο δοχείο με τις καραμέλες».

Λυπόταν εκείνον τον άντρα («είχε την εντύπωση πως αυτός που τον κοίταζε ήταν ο ίδιος») που τον αντικαθιστούσε στη ζωή, «γιατί ένας κουβάς κάτω από τον σπασμένο σωλήνα του νιπτήρα που έσταζε παρά το σφουγγαρόπανο που είχε βάλει γύρω του». Δεν θα επέστρεφε, αλλά αν παρ’ όλα αυτά επέστρεφε, «τα ράφια θα οπισθοχωρούσαν παραξενεμένα» και αυτός θα ήταν «ανίκανος να προσανατολιστεί στα αλλαγμένα δωμάτια, ένας καναπές στη θέση της κονσόλας, το τραπεζομάντιλο μ’ έναν λεκέ που τον έκρυβε ένα βάζο και το τηλέφωνό του που χτυπούσε για τους παρείσακτους».

Είναι παράξενο με πόσα πολλά πράγματα γεμίζει μια ζωή, τη στιγμή που το σώμα «χωρίς σχεδόν κανέναν όγκο» κάτω από το σεντόνι. Έπρεπε να θυμάται τα πράγματα, γιατί όσο θυμόταν δεν πέθαινε. Η αταραξία των αντικειμένων κατεύναζε τον τρόμο. Θυμόταν πως όταν πέθανε ο παππούς του, «τον συγκίνησαν τα αντικείμενα στο κομοδίνο του, ιδίως ένα λαγοπόδαρο για να φέρνει τύχη στο δωμάτιο, ο καθρέφτης που δεν ήξερε πια τι να κάνει», «το λαγοπόδαρο στον κρίκο των κλειδιών, αυτός να φαντάζεται τι θα άνοιγε και φοβόταν να γυρίσει το κλειδί, ίσως πίσω από τις κλειδαριές ο παππούς». Πάνω απ’ όλα, φοβόταν να γυρίσει το κλειδί στην πόρτα πίσω από την οποία τον περίμενε ο εαυτός του. Δεν μπορεί να ήταν τόσο εύκολο. «Τόσο εύκολο», τελικά· «τι φανταζόμαστε πριν συμβούν τα γεγονότα και τελικά τόσο εύκολο».

«Θα πεθάνω» σκεφτόταν ο άντρας στο κρεβάτι και την ίδια στιγμή αντιμιλούσε στη σιωπή φωνάζοντας: «Είμαι εγώ» και εκλιπαρούσε για λίγο χρόνο ακόμα, έστω έναν μήνα, «γιατί ένας μήνας είναι αιώνιος». Παρενοχλούσε τους πεθαμένους αναζητώντας ό,τι άφησε πίσω του, αλλά «γιατί να αναζητάς αφού δεν βρίσκεις τίποτα, ό,τι σου ανήκε χάθηκε ή αποσυντίθεται στην αποθήκη», όπως το πιάνο και η παιδική κούνια που πέθαιναν στη σοφίτα. Κι όμως, ικέτευε τα φάσματα του μυαλού του: «[…] δώστε μου πίσω αυτό που μου ανήκει και με βοηθάει να συνεχίζω δίνοντας ένα νόημα στον πόνο, αν σας χάσω όλα αυτά μια φάρσα, οξυγόνο, σωληνάκια, ο καθετήρας όπου το σώμα αποβάλλει τα υπολείμματά του κι αυτός που τον κοίταζε σιωπηλός αναρωτήθηκε αν η θάλασσα πάνω ή κάτω απ’ τα σύννεφα αλλά τι τον ενδιέφερε η θάλασσα και ποια η χρησιμότητα των κυμάτων […]».

Η επιθανάτια αγωνία επιδεινώνεται από τη βία της ακαταληψίας. Τον αφηγητή τρομοκρατεί η εντύπωση ότι «βρισκόταν στο κέντρο ενός πράγματος που δεν ήξερε τι ήταν και από το οποίο εξαρτιόταν η ζωή του». Το μυαλό του στράγγιζε από άλαλα αναφιλητά, ενώ «η ψυχή αδυνατούσε να βρει τη φωλιά της και να ηρεμήσει». Φοβόταν πως δεν αποτελούσε πια μέρος της ζωής και προσπαθούσε να σκεφτεί τον θάνατο σαν ένα «κλειδί ικανό να γυρίσει στην πόρτα που οδηγούσε στον εαυτό του και στην ηρεμία της γαλήνης». Ένιωθε «κοντά σ’ εκείνο που δεν ήξερε τι ήταν και ευτυχισμένος που ήταν κοντά, η πόρτα που οδηγούσε στον εαυτό του δίπλα του, μπορούσε να την αγγίξει με το χέρι». Όμως, τον συνέτριβε ο τρόμος για αυτό το χερούλι, που ήταν τόσο κοντά του. Τον φόβιζε, όπως το χερούλι που ξεψυχούσε μέσα σε ένα συρτάρι του παλιού σπιτιού, ένα χερούλι «που δεν άνοιγε δωμάτια, άνοιγε περισσότερο κενό στο κενό». Στο ίδιο συρτάρι-λειψανοθήκη, ένα χαρτί που κήδευε τον κύριο Έλιο. Η μητέρα του είχε γράψει στον παππού του, με μολύβι και στραβά κεφαλαία γράμματα, την είδηση του θανάτου του και είχε φυλάξει το χαρτί στο συρτάρι «από σεβασμό για τον θάνατο»· «πώς να γράψεις τον θάνατο αν όχι με στραβά κεφαλαία γράμματα». 

Ναυαγισμένος στο κρεβάτι του νοσοκομείου, ο άρρωστος νιώθει να αδειάζει, τα σπαράγματα του κόσμου του και του κορμιού του χάνονταν σε ατέρμονες, αβυσσώδεις, κατασκότεινες δίνες· «[…] μια μαυρίλα από το πουθενά τον έβαψε από μέσα περιορίζοντας τη ζωή του σε αποσαρθρωμένα χρώματα και διάχυτες μορφές που εξαφανίζονταν μέσα από ένα σιφώνι στο εσωτερικό του εαυτού του που δεν φανταζόταν ότι υπήρχε […]». Αναρωτιόταν: «Ποιος είμαι;» και το αυτονόητο «εγώ» γλιστρούσε κι αυτό με τη σειρά του μέσα στο σιφώνι, την ίδια στιγμή που η καμπάνα της εκκλησίας ξανάρχιζε να χτυπά.

Δεν ανέπνεε, ακολουθούσε σιωπηλός τα ρεύματα του πόνου, δεν είχε σώμα, «τελικά αυτός ένα ψάρι που κουνιέται πού και πού όχι ένα μπράτσο ή ένα πόδι, ένα ακαθόριστο πτερύγιο», το στόμα του χωρίς ούτε μια λέξη, οι λέξεις του πνιγμένες, ούρλιαζαν μέσα σε «βουβές φυσαλίδες», και εκείνος επέπλεε σε ένα φασματικό, στοιχειωμένο ημίφως, «περιτριγυρισμένος από ξαφνιάσματα που το νόημά τους του ήταν απαγορευμένο και θα πέθαινε αγνοώντας το». Ο κόσμος του έρρεε μακριά του και εκείνος, βυθισμένος σε ένα πυκνό νερό, μόλις που κατάφερνε να διακρίνει στην επιφάνεια την «αντανάκλαση των φώτων να αποσυντίθεται και να ανασυντίθεται για να αποσυντεθεί εκ νέου». Οι τρεις λάμπες από πάνω του ματαιοπονούσαν να διαρρήξουν το σκοτάδι του σώματος. Σαν ποτάμι κι αυτός, φούσκωνε και άδειαζε με επώδυνο ρυθμό, «κάθε κύτταρο ένα στοματάκι λυπημένο, κάθε νεύρο ένα αργό ρίγος». Το σώμα είχε μεταβληθεί σε έναν παράξενο τόπο που ολοένα μίκραινε. Πώς ένα τόσο μικρό μέρος χωρούσε τόσα πολλά; Το εσωτερικό του σώματος ήταν ένα σπίτι «που αν και το γνώριζε δεν του ανήκε». Ο τρόμος εκμηδένιζε τον νου, «ο κόσμος παράξενος τριγύρω του και μέσα στο μυαλό του».

Από ψηλά, στην πηγή του Μοντέγκο, ο πατέρας του τον ρωτούσε «Ξέρεις;», αλλά δεν έδινε εξηγήσεις, διότι «δεν υπάρχουν εξηγήσεις για το οτιδήποτε». Και όμως εκείνος, ο Αντονίνιο, όχι ο κύριος Αντούνες, αναρωτιόταν τι να ήταν άραγε αυτό που του έκρυβε ο πατέρας του και τον παρακαλούσε, «πάρτε με μαζί σας να περπατήσω πάνω στα ποτάμια, μη με παρατάτε έτσι», όμως μετά το «Ξέρεις;» σκέτη σιωπή, διότι δεν υπάρχει απάντηση. Υπάρχει μόνο η «έλλειψη απαντήσεων στις ερωτήσεις που κάνουμε χωρίς να λέμε τίποτα». Άλλωστε, «δεν υπήρχε πια τίποτα για να ξέρει», «έμενε σ’ έναν τάφο ανάμεσα σε πεθαμένους», έναν τάφο που ήταν «ένα λευκό δωμάτιο υπό βροχή». Η ακαταληψία του πεθαίνω σάρωνε κάθε ερώτηση.

«Γιατί διάλεξαν εμένα;»

«[…] δεν πιστεύω πως θα πεθάνω, δέχομαι τις πάνες, τον καθετήρα, τους πόνους, τον αχινό αλλά δεν έχει κανένα νόημα να πεθάνω και καθώς δεν έχει νόημα παραμένω […]».

Ο αφηγητής μαστίζεται από αναχρονισμούς. Τις αναμνήσεις του χρονομετρούν αποτρελαμένα ρολόγια. Τον κατοικούσαν πολλά παρελθόντα. Προσπαθούσε να καταλάβει πόσοι κόσμοι υπήρχαν στο εσωτερικό του και ποιος τους κατοικούσε που δεν τον έβλεπε. Στο δωμάτιο του νοσοκομείου δεκάδες πλάσματα τον τριγύριζαν, πλάσματα που έρχονταν κι έφευγαν, αφήνοντας σημάδια με τα χέρια τους που έπιαναν τα πράγματα, αλλά η μοναξιά του σώματος που υπέφερε, παρέμενε αδιάρρηκτη, ανίκητη τόσο από τα φάρμακα του γιατρού όσο και από τις πένσες του χορδιστή. Μόνο σκοτάδι υπήρχε εκεί μέσα, ανίκητο από τις τρεις λάμπες από πάνω του.

«[…] η ζωή του γεμάτη παρελθόντα και δεν ήξερε ποιο απ’ αυτά ήταν το αληθινό, μνήμες που κάλυπταν η μία την άλλη, αναμνήσεις αντιφατικές, εικόνες που δεν γνώριζε και δεν φανταζόταν ότι θα μπορούσαν να του ανήκουν και την ίδια στιγμή, απροειδοποίητα, άρχισε να έχει πόνους στη σπονδυλική στήλη και στον ώμο κι αυτός μόνο σπονδυλική στήλη και ώμος, τα υπόλοιπα δεν είχαν σημασία, αυτιά προσεκτικά όχι στους εξωτερικούς θορύβους, στη συζήτηση του πόνου όπου μια φωνή επαναλάμβανε την ίδια φράση χωρίς να του αποκωδικοποιεί το νόημά της […]».

Αψηφώντας τη φορά των ρολογιών, οι ημέρες συνωθούνταν στο μυαλό του σε μια αλλόκοτη, φρενήρη αλληλοδιαδοχή, που αγνοούσε κάθε έννοια ειρμού και χρονικού ορθολογισμού· «στο νοσοκομείο τόσες νύχτες η νύχτα». Παραδομένος ολότελα στο γκροτέσκο θέαμα του νου του, ο αφηγητής κατακρημνιζόταν στην ιδιωτική του, υποδόρια συντέλεια. Καταδυόμενος στον βυθό του σώματός του συντριβόταν από μια κοσμογονική συμφορά, που εκλυόταν από το αιμάσσον σκότος των σπλάχνων. Δεκάδες αχινοί συνθλιμμένοι ανάμεσα σε δυο πέτρες, «κι εγώ με την κοιλιά γεμάτη να κάνω εμετό τον ίδιο μου τον εαυτό προσπαθώντας να ξεριζώσω τα σπλάχνα μου και μαζί με τα σπλάχνα η αηδία και οι κολικοί», παρόλο που η γιαγιά του τον είχε προειδοποιήσει: «Δεν υπάρχει πιτσιρίκι που να την έχει γλιτώσει απ’ τα χλωρά κάστανα».

Αλλά και πέρα από το σπίτι, τίποτα δεν είχε γλιτώσει. Οι πέτρες στα περίχωρα της κωμόπολης έκλαιγαν, ο κισσός βυσσοδομούσε στα χαλάσματα, «μόνο πεθαμένοι στις πλαγιές και τα φώτα στο σκοτάδι ό,τι απομένει από τα ερημωμένα χωριά», στη σχισμή των βράχων «μια γραμμούλα νερό», «τόση οδύνη στα βράχια για λίγες σταγόνες», «ο Μοντέγκο μια μελαγχολία βαριά που πάλευε για να εκφραστεί», τα χωριά δεν ήταν παρά «κεριά που έσβηναν», οι λύκοι παραμόνευαν το σχολείο, οι εστίες είχαν χηρεύσει, «δεκάδες ποδιές στα καρφιά, μια ορφάνια στα πράγματα», «κανένα αεράκι πάνω στα πράγματα», οι ίσκιοι δίσταζαν πάνω στις έρημες καρέκλες, στα έπιπλα μούχλιαζαν ρούχα άδεια από σώματα, στις ντουλάπες μόνο κρεμάστρες, σ’ ένα μπαούλο «η ανάσα της μητέρας του μέσα στην ανάσα των νεκρών», «το μονοπάτι με τα βατόμουρα ένας δρόμος με μετανάστες που είχαν επιστρέψει», τα χαλινάρια του Βιρζίλιο στραγγαλίζονταν σ’ ένα καρφί, στην αποθήκη η αλυσίδα του ποδηλάτου σπασμένη, από το βουνό ένα σμήνος κοράκια έφευγαν κρώζοντας, στις κοιλάδες απλώνονταν ερέβη, τα κυπαρίσσια σείονταν ατελείωτα, συμπαρασύροντας την καμπάνα της εκκλησίας, τα μπουμπούκια της καστανιάς άνθιζαν σε αγκάθια, πίσω από τα τζάμια των λεωφορείων «μόνο καθίσματα διαλυμένα», αδίκως ο χορδιστής περίμενε το λεωφορείο της γραμμής «κάτω από ένα πανδαιμόνιο από νότες», αδίκως υπέθετε ότι «προχωρούσε κατά μήκος του δρόμου»· ο κύριος Λιμπέρτο, «με τη σημαία τυλιγμένη ανάμεσα στο στήθος και στο μπράτσο», δεν είχε αυταπάτες, είχε προ καιρού αποχαιρετήσει τους τελευταίους επιβάτες, δεν υπήρχαν πια τρένα ή δεν σταματούσαν εκεί, «τα δρομολόγια των τρένων ξεθωριασμένα στον τοίχο», τα βαγόνια σκούριαζαν «κάτω από θάμνους κάθε φορά ψηλότερους σε μια δευτερεύουσα γραμμή με σταθμούς που αγνοούμε τα ονόματά τους», τρένα «τρυπούσαν τη νύχτα καμωμένα από σκιά και παράθυρα», «σύννεφα από ατμό χωρίς βαγόνια κι ένα σφύριγμα χωρίς προέλευση που έκανε τα πεύκα να ριγούν», ο κύριος βικάριος πλησίαζε στο κρεβάτι του με μια σταγόνα ευχέλαιο· «ο ιδιοκτήτης του εργοστασίου έδεσε το σκοινί στο κουρτινόξυλο, έναν πρώτο κόμπο, έναν δεύτερο, το κούνησε, το δίπλωσε, κρεμάστηκε απ’ αυτό και άντεξε, έφτιαξε μια θηλιά και βεβαιώθηκε ότι γλιστρούσε, πέρασε τον λαιμό του».

Ο θείος του, αφότου μάζεψε τη δική του θηλιά από το δοκάρι, έφτιαξε τη βαλίτσα του για να ταξιδέψει στην Ισπανία, «ο ανόητος, κανείς δεν γλιτώνει από την κωμόπολη». Μέχρι το πηγάδι έφτασε και έπεσε, «η λάσπη του πηγαδιού τον κάλεσε». Ο θείος του είχε «συνείδηση της οδύνης των πραγμάτων» μέχρι που έγινε «μια σταγόνα στην άκρη ενός σκοινιού» και πια τα πόδια του ήταν ικανά να περπατούν μόνο «σε αβύσσους λάσπης». Αναζήτησε τη σωτηρία στον πυθμένα, όπου σάπιζαν χώματα, απόνερα, σκοτάδια και το παπούτσι ενός πνιγμένου παλιάτσου. Οι χωρικοί γυρνάνε τη μανιβέλα «και ο θείος να φτάνει με τινάγματα, ένα από τα παπούτσια του χωρίς σόλα», «στην άκρη του σκοινιού μια σταγόνα από ρούχα και μαλλιά». Τον βρήκε μια μέρα στη σοφίτα να ξεκρεμάει το σκοινί από έναν γάντζο. Του έλειπε το θάρρος. Θα έφευγε με το τρένο στην Ισπανία. Έβαλε τη βαλίτσα του πάνω στο κάλυμμα του κρεβατιού «κι έβγαζε τα ρούχα από την ντουλάπα προκειμένου να πάει στην Ισπανία». Ο Αντονίνιο τον φανταζόταν να σέρνει τη βαλίτσα στην κατεύθυνση του σταθμού, να κρύβεται εκεί γύρω μέχρι το ξημέρωμα και έπειτα, πριν γίνει εντελώς πρωί, να επιστρέφει, «όχι στο σπίτι, στο πηγάδι». Ο Αντονίνιο έκανε οχτάρια με το ποδήλατο γύρω από την καστανιά, αλλά ο θείος του δεν ήταν εκεί για να τον κρατήσει από τη σέλα. Η γρανιτένια κολόνα ολοένα πλησίαζε· «η γρανιτένια κολόνα ερχόταν καταπάνω του υποχρεώνοντάς τον να κάνει πεντάλ πιο γρήγορα και τόσο μυστήριο τριγύρω». Ο θείος άφησε το χέρι του από τη σέλα, έμεινε πίσω και τον έχασε και το αγόρι στο ποδήλατο που κινδύνευε να συντριβεί πάνω σε μια γρανιτένια κολόνα, ούρλιαζε: «μην πάτε στο πηγάδι θείε, μην πάτε στην Ισπανία».

Ο κύριος Λιμπέρτο ακροαζόταν «την ανάσα του βουνού ελπίζοντας ότι μαζί με την ανάσα μια ατμομηχανή που έχασε τον δρόμο της», μέχρι που γέμισε το κυνηγετικό του όπλο, ακούμπησε το κοντάκι στο έδαφος και το σαγόνι πάνω στο στόμιο και πάτησε τη σκανδάλη. Οι χωρικοί χρειάστηκαν πολύ καιρό για να τον μαζέψουν· «ο μισός κύριος Λιμπέρτο στο νεκροταφείο, ο άλλος μισός να θρέφει την περιέργεια των σκύλων».

Οι νεκροί βγάζουν ρίζες και διακλαδώνονται μες στο διάτρητο από σωληνάκια και βελόνες σώμα του αφηγητή. Τον παγιδεύουν στο πλέγμα των ίσκιων τους. Έπλεε μαζί τους, ακολουθώντας τους στην ανυπαρξία. Η ντόνα Ιρένε χτένιζε «με τις άκρες των δαχτύλων ένα κενό χωρίς χορδές»· «κάθε χορδή ένα δικό του νεύρο που το πλήγωνε τραυματίζοντάς το». Η πένσα του χορδιστή επέμενε «σ’ ένα νεύρο ρυθμίζοντάς το στα οξέα χωρίς τέλος», «τα οξέα στη βάση του κρανίου» του παροξύνονταν, όλα λευκά γύρω από το σεντόνι. Τόσο λευκό ολόγυρά του και στον πάτο του σώματος το μαύρο του αχινού· «πόσο λευκό είναι αυτό το δωμάτιο και πόσο ανησυχητικό το λευκό που το μαύρο του αχινού κυρίευε με τα αγκάθια του». Το λευκό και το μαύρο προμήνυαν την άνοιξη, τα χελιδόνια. Όμως, αν και Απρίλης πια, στο παράθυρο αργούσαν να φανούν τα χελιδόνια. Στο βλέμμα του φτερούγιζε μια σκιά πουλιού, παραμορφωμένη από τη βροχή. Μια μέρα νόμισε ότι είδε ένα χελιδόνι να χαρακώνει το παράθυρο του νοσοκομείου, «αποδεικνύοντας ότι ο Απρίλης έπαιρνε μορφή», αλλά μάλλον ήταν το χελιδόνι «ενός παλιού Απρίλη»· «η άνοιξη κράτησε μερικά λεπτά το πολύ και τέλος». Τα χελιδόνια κουρέλια, όπως τα σεντόνια και το σώμα αποκάτω. Η ζωή σκορπιζόταν σε «υπολείμματα από ένα στρώμα και κουρέλια, τα σεντόνια πάνω στα οποία ξάπλωνε στο νοσοκομείο επίσης κουρέλια, τα φώτα κουρέλια, ο πόνος ένα κουρέλι σ’ ένα σώμα από κουρέλια και τα χελιδόνια του επόμενου μήνα κουρέλια που δεν θα κατάφερνε να δει».

Ξυπνούσε μετά από δύσκολα όνειρα στη μέση της νύχτας, παρότι οι νύχτες είχαν πια τελειώσει, και αντίκριζε κατάματα τους χαμένους. Η Μαρία Οτίλια, κι αυτή εδώ και χρόνια «ένας ίσκιος στον καθρέφτη», η γυναίκα που με τη φυγή της άνοιξε έναν γκρεμό στο σαλόνι του, εμφανίστηκε στην άκρη του στρώματος, αλλά «ο αγανακτισμένος αγκώνας» της απέκλειε κάθε προσμονή αγγίγματος. Στο παλιό τους κρεβάτι η Μαρία Οτίλια ξάπλωνε στην άκρη του στρώματος με την ελπίδα να μην την αγγίξει. Και εκείνος, «στο κέντρο του κρεβατιού» όπου τον έβαλαν οι νοσοκόμοι, την κοιτούσε περιμένοντας να τον αγγίξει. Η απουσία της το ίδιο αιχμηρή με το αγκάθι του πόνου. Από την ανάμνησή της ανέβλυζε ένας «μακρόσυρτος λυγμός». Και τώρα την έβλεπε και πάλι κοντά του, αλλά δεν τολμούσε να την αγγίξει, διότι δεν θα άντεχε να τη δει ξανά να προσπαθεί να ξεφύγει από το αγκάλιασμά του. Θα περνούσε τη νύχτα μαζί της, αλλά δεν θα της το έλεγε. Το άρωμα της επιδερμίδας της ανακατευόταν «με την οξύτητα των ούρων» της δικής του και ανάμεσά τους ο φόβος του πλησιάσματος.

Ο παππούς του δεν του πρόσφερε σοκολατένια ποντικάκια για να διώξει τον πόνο, δεν τον τάιζε ανοίγοντας το στόμα του και τείνοντάς του το κουτάλι του μεσημεριανού φαγητού, δεν περπατούσε στο αμπέλι και δεν διάβαζε την εφημερίδα του στο μπαλκόνι. Οι εφημερίδες στοιβάζονταν στον κατερειπωμένο σταθμό, πέφτοντας σπαρταρώντας μέσα από τα χαίνοντα βαγόνια· «τον παραξένευε που συνέχιζαν να κουνιούνται στο δάπεδο με σπασμούς στα σπλάχνα τους». Κι έπειτα μες στο δωμάτιο ακούγονταν ο βήχας και τα βήματα του παππού του, «κάτω από τον βήχα οι παντόφλες και ανάμεσα στον βήχα και στις παντόφλες κενό».

Η μητέρα του δεν τον έπαιρνε αγκαλιά για να τον κρύψει ανάμεσα στις δαντέλες της. Το στήθος της δεν ήταν, όπως άλλοτε, το μέρος όπου αγκυροβολούσε τον φόβο του για τον κόσμο. Στο βάθος του στέρνου, η «ψυχή γεμάτη νυχτερίδες». Τα μάτια της μητέρας «τυφλά παρατηρώντας αυτό που δεν είναι ορατό». Δεν τον έβλεπε. Πριν πεθάνει, έμεινε τυφλή. Όσο και να την πλησίαζε, δεν θα τον αναγνώριζε. Ένα ερωτηματικό το βλέμμα της, τα ακροδάχτυλά της αναζητούσαν την απάντηση αγγίζοντας το πρόσωπό του: «Ποιος είσαι εσύ;»

Μας βλέπουν οι νεκροί; Όποιος επιμένει «ότι οι νεκροί δεν ζουν δεν γνωρίζει τον κόσμο». Μπορεί να αρνιόμαστε την ύπαρξη των φαντασμάτων, όμως αυτά μας περικυκλώνουν, μας παραμονεύουν, μας περιμένουν. Ο αφηγητής βλέπει τους νεκρούς να εκβλασταίνουν από το σώμα του και να ριζώνουν στο κρεβάτι του στο νοσοκομείο. Ήταν παράξενη η συντροφιά τους· «γεννήθηκα από σας, πέθανα μαζί σας, τελείωσα, όλα με εγκαταλείπουν, με αδειάζουν, με αφήνουν κι ωστόσο». Στο χείλος τού «ωστόσο» έσταζε μια ισχνή ελπίδα. Ήταν ακόμα εκεί, ένα «εγώ» που ανάσαινε πνιχτά σε ένα πηχτό ημίφως και χόρδιζε τη φωνή του στις μετρικές της φαντασίας. Τα δάχτυλα των νεκρών δεν τον έφταναν, τα μάτια τους δεν τον αναγνώριζαν· «όταν ανοίγουν τα μάτια δεν βρίσκονται μαζί μας, επιστρέφουν από ένα μέρος που δεν ξέρουμε πού βρίσκεται, αργούν να μας αναγνωρίσουν και όταν μας αναγνωρίζουν», συγκεχυμένα, ασύντακτα λόγια, φράσεις σπασμένες, φωνές φραγμένες, σταγόνες στην άκρη του σκοινιού.

Ο πατέρας του ερχόταν στο δωμάτιο και διασάλευε το σκοτάδι έχοντας «την άλω του βουνού στο βάθος», για να ρωτήσει: «Ξέρεις;» Όμως, δεν υπήρχαν πια μυστήρια να απαντηθούν. Και εκείνος είχε πάψει από καιρό να είναι γιος. Ο πατέρας του «ήδη φωτογραφία χωρίς αναστεναγμό για κορνίζα». Είχε αφήσει το βουνό και πίσω του ο Μοντέγκο μόνο σκλήθρες, βράχια, σπάρτα, πουλιά, έντομα και βρύα γεμάτα αγκάθια αχινών. Ο άρρωστος ένιωθε το μάγουλό του βρεγμένο. Δεν ήταν δάκρυ, ήταν η «υγρασία της πηγής του Μοντέγκο στους κροτάφους». Ο πατέρας σώπαινε μετανιωμένος για εκείνη την ερώτηση στην οποία δεν τόλμησε να δώσει απάντηση, ενώ ο άντρας στο κρεβάτι τον παρακαλούσε, από την αντίπερα όχθη του στρώματος, να μιλήσει, προτού πέσει ανέκκλητα ανάμεσά τους «ένα κουρέλι νύχτας». Ήθελε διακαώς να τον ρωτήσει: «Δεν ήταν δύσκολο ε;», όμως ήξερε την απάντηση, «τελικά τόσο εύκολο». Δεν θα περπατούσαν ποτέ ξανά μαζί μέχρι τη σχισμή των βράχων, στις απαρχές του Μοντέγκο, για να οδηγηθούν προς την κατεύθυνση των εκβολών. Θα μπορούσαν ίσως να ονειρευτούν την πηγή του Μοντέγκο και να χαθούν «μαζί με τα ποτάμια σε μια ομίχλη φωτός».

Για να μεταπλάσει σε λογοτεχνία το βίωμα της ασθένειας, ο συγγραφέας διχοτομείται σε δύο πρόσωπα, που υποβοηθούν την αποστασιοποίησή του από τον τραυματικό αντίκτυπο της νοσηλείας. Από τη μία ξαναγίνεται Αντονίνιο και από την άλλη παραμένει ο κύριος Αντούνες. Όμως, στο κρεβάτι του νοσοκομείου ξαπλώνει ένα σώμα δίχως όνομα, δίχως χρόνο. Τα ονόματα ανήκουν στον χρόνο, τον παρελθόντα, τον παροντικό και τον μέλλοντα. Το σώμα στο κρεβάτι κείται πέρα από χρονικότητες, ονοματοθεσίες και νοηματοδοτήσεις. Ενσαρκώνει την απόλυτη ερημία. Η μοναξιά του είναι ακατάλυτη, η γυμνότητά του σαρωτική. Κάτω από τρεις λάμπες υπομένει ένα άλεκτο, άλογο μαρτύριο. Κάτω από το σεντόνι που το σκεπάζει, οι λέξεις εκπνέουν, η ψυχή ρημάζεται, ο νους σιγεί. Το σώμα που πονάει είναι η απόγνωση χωρίς τη λέξη.

Το βιβλίο του Αντούνες πέρα από κάθοδος στον πόνο, καταβύθιση στα έγκατα του σώματος και αναμέτρηση, μέχρις άκρας ταπείνωσης, με τον θάνατο, είναι ένα απαύγασμα γλωσσικής ομορφιάς. Μόνο η λογοτεχνία, στην υψηλότερη μορφή της, μπορεί να προσδώσει στον θάνατο μια απαράμιλλη, σπαρακτική, μεγαλειώδη ομορφιά.

Lina Pantaleon

 

 

 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular