Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

“Αναζήτησε το υψηλό μένοντας πάντα γειωμένος”

Για τις αναστατικές Εκδόσεις  “Βασάντα”   και    “Το Αϊβαλί η πατρίδα μου”   του  Φώτη Κόντογλου   από τις Εκδόσεις του Μεταιχμίου

υπό την επιμέλεια και την αμέριστη φροντίδα  του Σταύρου Ζουμπουλάκη

 

 

“Ως στρουθίον μονάζον επί δώματος” τιτλοφορείται η παλιά εκείνη έκδοση που περιλαμβάνει σαν σε κεφάλαια τις απόψεις του εμβληματικού για την ελληνική ζωγραφική και την γενικότερη αισθητική του νέου ελληνισμού, Γιάννη Τσαρούχη. Μια σειρά από μαρτυρίες του μεγάλου δημιουργού συστεγάζονται με την βιογραφία και τις μαρτυρίες. Στα κεφάλαια που συνθέτουν το μοναχικό πορτραίτο του Πειραιώτη ζωγράφου που έμελε να αναμορφώσει πλάι σε άλλους δημιουργούς το ελληνικό θέατρο, δεν θα μπορούσε να λείπουν τα ονόματα των δασκάλων και όσων με τις νουθεσίες και την αφοσίωσή τους έδωσαν φωνή και όψη στα θαύματα του Τσαρούχη. Ο Φώτης Κόντογλου, αυτός ο Μικρασιάτης που εκφράζει μετά τον Θεόφιλο το πνεύμα και το γράμμα της παράδοσής μας, συνιστά μια προσωπικότητα με αποφασιστική επίδραση στο έργο του Τσαρούχη. Ο ίδιος στις απομαγνητοφωνήσεις που περιλαμβάνονται σε αυτήν την έκδοση, αναφέρει. “Είμαι ευτυχής και περήφανος που υπήρξα μαθητής του Κόντογλου. Όχι μόνο μαθητής αλλά και συνεργάτης. Ούτε η φιλία ούτε η συνεργασία έμεινε παντοτινή, μετά τέσσερα χρόνια πήραμε διαφορετικό δρόμο, μα αυτό είναι μια συμβατική φράση που δεν μπορεί να εκφράσει την πλούσια πραγματικότητα”. Και λίγο αργότερα ο Τσαρούχης συμπληρώνει. “Η προσφορά του Κόντογλου είναι μεγάλη και σε πολλές περιοχές. Βίαιος και υπερβολικός θέλησε να βάλει στην θέση τους ένα σωρό πράγματα που η αμάθεια, η νωχέλεια και η βλακεία ήθελε να το αφήσει σε μια καλλιτεχνική ακαταστασία. Η γλώσσα του”, επισημαίνει ο κορυφαίος ζωγράφος της νεοελληνικής, καλλιτεχνικής μας έκφρασης, “που πήρε πολλούς στον λαιμό της, για μένα ήταν ένα μεγάλο μάθημα αλήθειας και όχι ύφους. Το συντακτικό είναι η γλώσσα και όχι οι λέξεις μόνο. Το βαθύ νόημα της ζωής μας και όχι ο φανατισμός των ομάδων. Έβλεπα πέρα από τα ελαττώματά του και τη διαφορά του τικ. Ένα δέντρο που οι ρίζες του συγκοινωνούσαν με την μητέρα γη”. Ο Τσαρούχης κλείνει την σύντομη αναφορά του στην προσφορά του Φώτη Κόντογλου στην ελληνική τέχνη με τα εξής λόγια. “Η ποιητική του ψυχή έχει κάθε δικαίωμα να βρίσκεται σε τόπο αναψύξεως ένθα απέδρα πάσα θλίψη και στεναγμός. Πέρα από το παράδειγμα του έργου του και τις τεχνικές γνώσεις, μερικές φράσεις του μου άνοιξαν τεράστιες προοπτικές και δυνατότητες. Αυτές οι φράσεις που λέμε σαν Σίβυλλες χωρίς καν να τις σκεπτόμαστε και που κλείνουν μέσα τους ό,τι καλύτερο έχουμε να προσφέρουμε στον άνθρωπο”.

 

Με την αναφορά στις διδαχές του Γιάννη Τσαρούχη, με την παράθεση, την σύντομη και περιεκτική, αυτήν που σφυρηλατήθηκε ολάκερη  μες στον σεβασμό και την ζωντανή ανάμνηση, ετούτο το σημείωμα έρχεται για να ανασύρει από το βάθος της ελληνικής συνείδησης τα έργα και τις ημέρες του Κόντογλου. Γεννημένος στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας, ο σπουδαίος αυτός σκαπανέας της λαϊκής παράδοσης που ήρθε για να θέσει και πάλι στο προσκήνιο της συνείδησής μας την ατμόσφαιρα ενός χαμένου κόσμου, κοσμεί σήμερα το μεγάλο τέμπλο της ελληνικής τέχνης. Μορφή χερουβική και σεβάσμια, διασώζει και ενσαρκώνει την ιδιότυπη μεταφυσική, την βαθιά, θρησκευτική σχέση του ανθρώπου με την πλάση και τον κόσμο γύρω του. Φθάνει από τις ακτές της Σμύρνης με την αιώνια θλίψη του διωγμού και την γραφικότητα του βυζαντινού πολιτισμού για να καταστήσει υλικό του στοχασμού του αυτήν την κληρονομιά, που συμπληρώνει την αρχαία δόξα του ελληνισμού με το ψηφί και το μαργαριτάρι της βυζαντινής τεχνοτροπίας. Διαλέγει την μοναξιά του ερημίτη, στέκει με δέος απέναντι στο υλικό που καλείται να ζωντανέψει με τα γραπτά και με τις ζωγραφιές του. Κρατιέται μακριά από την εποχή και τους ανθρώπους της, κρατά το βλέμμα του στυλωμένο στον κόσμο που σφαλίζει για πάντα τα μάτια του. Παίρνει το στερνό φιλί του και το κουβαλά ως την καινούρια του πατρίδα. Αναγνωρίζει στην γλώσσα τόσα φαινόμενα κοινωνικά, πολιτιστικά, κοινωνικά, μπολιάζει τα τοπία της καρδιάς του με την πικρή άχλυ της ζωής που συνεχίζει για τους διωγμένους του ιωνικού πολιτισμού, αυτής της κοιτίδας που αφήνει τον τελευταίο της σπασμό το μακρινό 1922, σφραγίζοντας έναν σπουδαίο, ιστορικό κύκλο. Με κάθε του λέξη χρωματίζει την απόσταση που μηδενίζεται από τον αποχαιρετισμό και την νοσταλγία. Ο Κόντογλου χαιρετά τους ανθρώπους, τα τοπία, τους ανέμους, τις πέτρες και τα ρουμάνια του Αϊβαλιού, ζωγραφίζοντας πρωτόγονες μορφές και ιερές. Με τις ζωγραφιές και με τις λέξεις του φέρνει κοντύτερα τις ακτές της πατρίδας του, μες σε εκείνα τα σύνορα κατορθώνει να χωρέσει την αλήθεια του, δίχως τίποτε το επιτηδευμένο. Ο κόσμος που λάτρεψε ο Κόντογλου χαρίζει το άσυλο που γυρεύει η πονεμένη του ψυχή και μια δόξα παλιά, μνημειακή πια. Οι αισθήσεις του μετατρέπονται στο στόχαστρο που έχει στο βάθος του την Ιωνία και πρόσημό της την βαθιά και άδολη συγκίνηση. Αυτά είναι τα στοιχειά που κατοικούν το έργο του Κόντογλου, αυτά σμιλεύουν τις μορφές και γράφουν τις λέξεις του. Εκείνα που είδε, που έλαβε και κουβαλά πεταρίζουν όπως λευκές πεταλούδες πάνω στα χαλάσματα. Ο Φώτης Κόντογλου εφευρίσκει στην εσχατιά αυτού του κόσμου την αλήθεια των ανθρώπων, την ίδια που γέννησε τους ρυθμούς, που θερμαίνει τους παγετώνες στο μέτωπο του αλλοτινού χάρτη. Δεν πρόκειται για πεδία μάχης χαμένα, αλλά για την πατρίδα που τον περιέχει, προτού εκείνος με το έργο του, ζωντανέψει τους ελληνικούς θεούς της, αυτούς που βίαια συντρίφτηκαν μες στο όνειρο που ξεφυλλίζει η ιστορική μνήμη. Μια λαμπερή, κατάμαυρη θάλασσα συγκρατεί μετέωρο τον Κόντογλου. Εκείνος σαν άγγελος πάνω στα μαδέρια αγναντεύει την Σμύρνη και το Κορδελιό, τόπους που εμποδίζουν δρόμοι χλωμοί και μυστικοί πια. Μια κιτρινωπή σκοτεινιά σκεπάζει εκείνες τις αναμνήσεις που στα επιδέξια χέρια του Φώτη Κόντογλου δίνουν ζωή σε φρέσκο υπέροχα, φορτωμένα κάμποσους, σπουδαίους αιώνες και δοξασίες λαϊκές, καμωμένες να ευγνωμονούν την ζωή και την πικρή εκεχειρία της.

Είναι τόσα πολλά εκείνα που γράφτηκαν για τον Κόντογλου. Τόσες κριτικές και δοκίμια και προσεγγίσεις του έργου του που καθιστούν αυτό εδώ το σημείωμα σχεδόν δίχως επιχείρημα. Σχεδόν, μια και οι καινούριες αναστατικές επανεκδόσεις των έργων του Κόντογλου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο ανανεώνουν το ενδιαφέρον του κοινού για αυτόν τον ξεχωριστό δημιουργό που οδηγήθηκε από στοιχεία ψυχικά για να καταγράψει το αποτύπωμα ενός πολιτισμού που διαμορφώθηκε κάτω από το γράμμα της πίστης, την δοξασία, την ανάγκη και την εκούσια συμμετοχή στο μυστήριο αυτού του κόσμου. Βασάντα τιτλοφορείται ένα από τα έργα που επαναφέρει στην πρώτη γραμμή του αναγνωστικού ενδιαφέροντος το Μεταίχμιο και ο Σταύρος Ζουμπουλάκης. Με ζωγραφιές και με πλουμίδια από το χέρι του ζωγράφου, όπως επισημαίνει στις πρώτες της σελίδες η έκδοση, η Βασάντα έρχεται με τις ιστορίες της να φανερώσει την τεράστια, λογοτεχνική αξία του Κόντογλου. Αυτήν που ενσωματώνει στις αφηγήσεις του, τρόπους και φερσίματα της δακρυσμένης του πατρίδας. Την αξία που εξαργυρώνουν αντιήρωες και αναδεικνύουν τα ερημικά, γεμάτα από ελληνικά, αφαιρετικά τοπία των μοναστηριών του Άθω. Μοναστήρι Καρακάλου, μοναστήρι Ξηροπόταμου και άλλα τοποσήματα αυτού του μοναστικού περιβολιού μοιάζουν να περιέχουν εντός τους την χροιά από τον καιρό του σιγάν του Πάτρικ Λη Φέρμορ. Κείμενα αφιερωματικά με συνοδευτικά σχέδια από το ίδιο το χέρι του Κόντογλου μοιάζουν να δικαιώνουν από την αρχή τις καινούριες εκδόσεις του Μεταιχμίου. Στο επίμετρο του Σ. Ζουμπουλάκη που έχοντας μελετήσει σε βάθος το έργο του Κόντογλου περιλαμβάνονται όλες εκείνες οι αφορμές που διαμορφώνουν την ιστορία των έργων του Μικρασιάτη δημιουργού αλλά και την επίκαιρη αξία τους. Η φωτομηχανική επανέκδοση της Βασάντα και της γιομάτης από νοσταλγία μαρτυρίας με τίτλο Το Αϊβαλί η πατρίδα μου, η πιστή αναβίωση των πρώτων εκδόσεων με τις οποίες καθιερώθηκε ο Κόντογλου στην νεοελληνική συνείδηση, τα σκίτσα του, που δεν στερούνται τις πολεμίστρες, τις πιστές αναπαραστάσεις των ανθρώπων και την λεπτομερή, γεωφυσική απεικόνιση των τόπων και του μεγαλείου τους, συνιστούν δίχως αμφιβολία ένα γεγονός μείζονος εκδοτικής σημασίας. Αυτή η δεοντολογία της ζωής που αναβλύζει το έργο του Φώτη Κόντογλου συνταιριάζεται με την αμεσότητα της αφήγησης και μια θλιμμένη γαλήνη που χτυπά σαν φλέβα υπόγεια κάτω από τους τίτλους που ξεχωρίζουν. Πώς Πέθανε ο Ληστής Ιγνάτιος Φόβος, Ο κούκος, Ο έρωτας, Δαυίδ, Σαίξπρη, Ωσσανά!, μερικοί από τους τίτλους που η πρώτη έκδοση του 1923 περιείχε και που σχεδόν έναν αιώνα μετά προφέρονται ολοκαίνουριοι από τα τα νεοελληνικά χείλη. Μεταφράσεις και συναξάρια και βίοι αγίων, δοσμένοι με την ντοπιολαλιά και την προφορικότητα που τις διασώζει ο λαός. Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης που υπογράφει εκτός των άλλων, το επίμετρο στην Βασάντα, επισημαίνει πόσο σπουδαία κληρονομιά θα αποτελούσε ένα ευαγγέλιο καμωμένο από τα χέρια του Κόντογλου. Λογαριάζει τούτη την ασυνέπεια ωε μια έλλειψη που δεν βρίσκει δικαίωση τώρα που ο Κόντογλου γίνηκε αστέρι στο ελληνικό στερέωμα. Με ολοφάνερη την αγάπη του για τους ανθρώπους, ο συγγραφέας διαλέγει να αγαπήσει από την αρχή τις μορφές της μνήμης του. Τους κοιτάζει πίσω από το πανόραμα των λέξεων του. Μοιάζουν με σαραντάπηχους ήρωες βγαλμένοι ποιος ξέρει από ποιες Ορέστειες. Μορφές αδιόρατες, ξένες για τα εγκόσμια, ταγμένες σε έναν σκοπό μεγαλύτερο της ύπαρξής τους διασχίζουν τις σελίδες των εκδόσεων που το Μεταίχμιο επαναφέρει σε μια σπουδαία, εκδοτική χειρονομία. “Διά την λίαν φιλότητα των βρωτών” λέει ο Προμηθέας και με αυτήν ακριβώς την χειρονομία χαρίζει ο Κόντογλου μια δεύτερη, ευλογημένη ζωή σε όσα σβήστηκαν σαν χαμόγελα. Τραγουδά τις πηγές και τα καθάρια νερά, ψιθυρίζει τον μέγα πόνο που στάθηκε συνοδοιπόρος του καθ’όλη την διάρκεια της ζωής και του έργου του. Φύλλα του Αϊβαλιού, θλιμμένη δόξα και ανθρωπιά. Αυτά κρατούν το ίσο στο τραγούδι του Φώτη Κόντογλου που ξαναγράφει το πώς και το γιατί της χαμένης του πατρίδας, σμιλεύοντας πάνω στο νερό έργα υφαντά με σύρμα και αίσθηση λεπτή. Με τούτα τα εφόδια οι γραφές του Κόντογλου που ξανάρχονται στο ανέσπερο φως αυτού του ολοκαίνουριου αιώνα φθάνουν ως την άλλη πλευρά, εκείνη που έχει σκεπάσει η σκοτεινιά και η καταστροφή. Κείμενα που στέκουν ως επιθαλάμια,  πρόσωπα ποιητικά και η λαγγεμένη ζωή, μάτια του Ορφέα γιομάτα από την αίσθηση της στιγμής, έξω από τον χρόνο παρελαύνουν στις σελίδες των εκδόσεων αυτού του πιστού και αποσυνάγωγου δημιουργού που στις χθαμαλές βιογραφίες και τις μαρτυρίες ανακαλύπτει την γοητεία, το βίωμα και την τροπή των μικρών, μεγάλων του ηρώων. Αϊβαλιώτες θαλασσινοί, παλληκάρια, ο μπάρμπα Κατακουζηνός και ο Κωνσταντίνος Μπρούζας κερδίζουν την αθανασία μέσα από τα σωσμένα γραπτά του Κόντογλου. Πάντα ανθρώπινοι και ανομολόγητα, σχεδόν ανεξήγητα θεϊκοί οι ήρωες του Κόντογλου φέγγουν στο φόντο των έξοχων σκίτσων του που ξαναδίνουν έστω για λίγο, ζωή στο μέσα μπουγάζι, στην Τρύπια Πέτρα και το Χοντρόβουνο. Πρόκειται για νησιά, τόπους δοσμένους με την χάρη της παραμυθίας και την θερμή καρδιά του νόστου. Ο Κόντογλου κάνει να λάμπει και πάλι αυτό ξεροπέτρι που μες στις σελίδες των εκδόσεων του Μεταιχμίου αποκτά την σημασία ενός ιερού που όλη την πλάση χωρά. Καρδιές συντετριμμένες και τεταπεινωμένες, άνθρωποι σκαριά και ράτσες που αναβλύζουν διδαχή και μεγαλείο, λάθος και δικαιοσύνη αστείρευτη, κερδίζουν μια γενναία ποσότητα αθανασίας. Μια Κίρκη με χρώματα ελληνικά διαφεντεύει το θέαμα ενός ευτυχισμένου παραδείσου που καθαγιάζεται έξω από τον χρόνο, πυκνώνοντας το θαύμα του απλού που πάντοτε ενσάρκωσε. Άγγελοι γεννημένοι μέσα από τις σκηνές κάποιου Ευαγγελισμού παίρνουν πίσω τα παιδικά τους χρόνια, αυτά που τους στέρησε η ιστορία. Στα χέρια του Κόντογλου τα πρόσωπα και τα τοπία επαναφέρουν την βιαιότητα και την ενεργητικότητα με την οποία η ζωή κυρίευσε την πατρίδα του. Ο Κόντογλου πολεμάει την αδράνεια, την ύλη και το βάρος, τα βάζει με τον χρόνο και καταθέτει έναν αιώνα πίσω ένα έργο τρυφερό, γεμάτο από δραματικά πια τοπωνύμια. Φαντάζει ίδιος με τον Δαυίδ του σαν κρατά την σφεντόνα. Μονάχα που ο Κόντογλου κρατεί το δοξάρι, καθιστά τις μορφές του πνευματικότερες και παίρνει την θέση του μες στον καιρό του χρόνου.

Δεν τα αγγίζει τα άδυτα ο Φώτης Κόντογλου. Τον ρυθμό τού τον χαρίζει ο κρότος από τις τροχαλίες της μνήμης που όλο σαλεύουν και αλλού μας πηγαίνουνε. Δεν αφήνει την ρυτίδα του θανάτου να κατακτήσει τον κόσμο που αγάπησε και δεν αποχωρίστηκε ποτέ. Τα σκίτσα του διαθέτουν όσο χρώμα χρειάζεται ο ζωγράφος για να ζωντανέψει τα ασημένια στήθη της σελήνης. Και είναι οι λέξεις που μες στις σελίδες της Βασάντα και της ανθολογίας των αναμνήσεων που συνθέτουν το περιεχόμενο του έργου Το Αϊβαλί η Πατρίδα μου μεταβάλλονται στον ορθοστάτη που συγκρατεί όρθια την στιγμή και την ανάμνηση. Παύουν να αποτελούν ψηφίδες ενός σπουδαίου έργου, μεταφέρουν τον χρόνο σε τόπους μακρινούς και διέπονται από τους νόμους μιας ζωής μυστικής, κατάμεστης από τις βιογραφίες των άλλων και του ονείρου το αποτύπωμα. Οι αναστατικές εκδόσεις που επιμελείται το Μεταίχμιο διαθέτουν όλη την νοσταλγία και όλη την νιότη που απαιτείται για να παραμείνει ζωντανή  η  ατμόσφαιρα εκείνου του καιρού. Ο μύθος, το καθημερινό και η ιστορία παίρνουν τον λόγο και μέσα από το στόμα του πιστού, μέσα από τα χέρια του τεχνίτη Άμλετ, βρίσκουν την λαμπρή εφαρμογή τους στις καινούριες πολύτιμες εκδόσεις του Μεταιχμίου.

Διαβάζω ξανά τα ονόματα. Αββατώ και Γενημασμώ, θυγατέρες Γετασίου. Ο Κόντογλου κάπου τις μνημονεύει στην αφιερωματική έκδοση για το Αϊβαλί που δαπανήθηκε μες στις σελίδες της φωτιάς και της ιστορίας. Και είναι να σκέφτεται κανείς πόση από την τρυφερότητα του Κόντογλου δανείζονται αυτά τα κορίτσια που ξαναζούν, θυγατέρες της μοίρας μες στις σελίδες του Αϊβαλιού του. Τα κείμενα που περιλαμβάνονται στις έξοχες εκδόσεις του Μεταιχμίου αναβλύζουν βραδινές μυρωδιές περιβολιών και φρεσκοποτισμένων ροδώνων. Διασώζουν ένα μερίδιο της νιότης που ο Κόντογλου δεν άφησε ποτέ να δαπανηθεί. Τα έργα, οι τόποι οι μαρτυρικοί και τα ονόματά τους, ο Άη Γιώργης ο Χιοπολίτης και όλοι εκείνοι που ανασύρονται από τα βάθη της παλιάς τους ζωής συνθέτουν την θημωνιά που κρατιέται ζωντανή, σχεδόν αλώβητη κυκλωμένη από κρίνους. Και είναι άσμα ασμάτων αυτός ο θρυλικός κόσμος που στις σελίδες του συγγραφέα, αναρρώνει από την ακέρια, την βαθιά ζωή.

“Βασάντα”, “Το Αϊβαλί η πατρίδα μου” και “Πέδρο Καζάς” συνθέτουν την πολύτιμη προσφορά του Μεταιχμίου στην αναβίωση και την προβολή του έργου ενός σημαντικού δημιουργού που συνέβαλε όσο ελάχιστοι στην διαμόρφωση της σύγχρονης, ελληνικής, καλλιτεχνικής έκφρασης.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular