Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

«Μας κυβερνούν παλίρροιες που δεν μπορούμε να ελέγξουμε· όμως, πού και πού, το κύμα ξεβράζει ένα ξύλο,το αίνιγμα του οποίου φαίνεται να έχει τη δύναμη να αλλάξει τον κόσμο».

separator

Είμαστε αποκυήματα ανεκπλήρωτων αφηγήσεων. Εναποθέτουμε τις ζωές μας στο όνειρο και τη φαντασία μήπως και κάποτε μπορέσουμε να αποπλεύσουμε από την πραγματικότητα που μας συνέχει. Όσοι διαβάζουμε, είμαστε ακόμα πιο ευεπίφοροι στα έλλογα, έντεχνα ψέματα, στις μαγγανείες της ποίησης. Γυρίζουμε σελίδες αναζητώντας ή αναγνωρίζοντας τις ζωές που κάποτε θελήσαμε για τον εαυτό μας και που ποτέ δεν εκτυλίχθηκαν πέρα από τη ράχη του βιβλίου. Όμως, παρ’ όλα αυτά, κάθε μέρα, ανεπίγνωστα ή αθέλητα, μέσα ή και μετά τις σελίδες, προσθέτουμε ακόμη ένα κομμάτι στο «τερατόμορφο κολάζ από αποσπάσματα, από πράγματα που έχουμε δει και αναγνώσματα που έχουμε ξεχάσει, από παιδικούς φόβους που επιστρέφουν και ενώνονται με τη νύχτα για να σχηματίσουν νησιά και μαύρες ηπείρους. Είναι προγραμματισμένη τυχαιότητα· τα πάντα είναι κίβδηλα».

Ο Αρνώ Μενέστ κλείνοντας το μυθιστόρημα που διάβαζε στην Ντυλσί, «νιώθει για πρώτη φορά πόσο αμείλικτη, αλλά και απεγνωσμένη, μπορεί να είναι η ματαιότητα ενός βιβλίου». Μετά το τελευταίο κεφάλαιο δεν υπήρχε παρά σιωπή και ήταν πλέον αδύνατον να ζήσει εκεί. Η Ντυλσί, για χάρη της οποίας φαντάστηκε μια θηριώδη, φαντασμαγορική πλοκή, όπου εγκιβωτίζονταν οι μύθοι των καλύτερων συγγραφέων, δεν αναστήθηκε. Ο Αρνώ δεν κατάφερε να γίνει για εκείνη ό,τι υπήρξε ο αβάς Φαρία για τον Εντμόντ Νταντές, ο οποίος σώθηκε από την αυτοκτονία και το έρεβος αντλώντας ζωή από τη βιβλιοθήκη, που έκρυβε στο μυαλό του ο συγκρατούμενός του στο Château d’If. Μάταια ο Αρνώ προσπάθησε να την επαναφέρει «στη ζωντανή καρδιά των πρώτων αναγνώσεων, τη μοναδική μήτρα όπου θα μπορούσε να ξαναβρεί τη διάθεση να επιστρέψει στον κόσμο». Η Ντυλσί κοιμόταν τον αξύπνητο ύπνο της βουλιαγμένη σε λέξεις, που είχε ακούσει ή διαβάσει, και ο Αρνώ βγάζοντάς της τα σωληνάκια και τους ορούς, «την ανατομική προστασία της», λύνοντας «έναν έναν τους κάβους» που συγκρατούσαν το σώμα της στην από δω όχθη, και καταπίνοντας τρεις πλακέτες υπνωτικών, έσμιξε μαζί της σε έναν ονειρώδη πλου, σ’ ένα ατέρμονο αρμένισμα πολύ πέρα από τον επίλογό τους. Ενδεχομένως, αυτή η δεύτερη λογοτεχνική ζωή να τους χαρίστηκε, επειδή με τον θάνατό τους εκπλήρωναν τον όρκο, που είχαν δώσει παλιά μπροστά στο εγκαταλελειμμένο σπίτι του Στέφαν Τσβάιχ, εκεί όπου αυτοκτόνησε μαζί με τη γυναίκα του.

Ο Αρνώ είναι ταυτόχρονα ο συγγραφέας και ο αναγνώστης του μυθιστορήματος του Ζαν-Μαρί Μπλας ντε Ρομπλές. Ο τελευταίος ανάγει σε μυθοπλασία ένα ασύλληπτο σύνθεμα λογοτεχνικών έργων μέσα από το οποίο αποθεώνεται ο γραπτός λόγος. Η ζέουσα ευφορία της αφήγησης, η πυρέσσουσα ορμή της, η αδηφαγία της, η εξωφρενικότητά της, η κλεπτομανία της και πρωτίστως η αμέριστη αγάπη της για ιστορίες, όλες οι υπερθετικές της πτυχές απολήγουν σε έναν λογοτεχνικό θρίαμβο, σε ένα μυθοπλαστικό υπερθέαμα. Η στίλβουσα ευφροσύνη του μυθιστορήματος δεν έρχεται απλώς να παρηγορήσει την απελπισία τού Αρνώ, είναι το γέννημά της. Η αβάσταχτη βαρύτητα της ύπαρξης, που τον λυγίζει και τον σωριάζει στο σκληρό έδαφος της αληθινής ζωής, θεραπεύεται χάρη στην αβάσταχτη ελαφρότητα των πλασμάτων της φαντασίας του, που, πιο ελαφριά και από τον αέρα, πετούν και ξεμακραίνουν από τη γη, από τη γήινη ύπαρξη, ελευθερώνονται από την πραγματικότητα και γιορτάζουν πασίχαρα την ασυδοσία της ελευθερίας τους, την απόλυτη συμφωνία τους με τη νεφώδη ύπαρξή τους.

Η λύπη και η αγάπη μεταμορφώνουν τον Αρνώ από αναγνώστη σε συγγραφέα. Το βιβλίο που διαβάζει στην Ντυλσί, το επινοεί μόνο για εκείνη, την ιδεατή αποδέκτρια. Οι λέξεις που της απευθύνει είναι δάνειες από αναγνώσματα δικά του και δικά της, οδόσημα μιας αχαρτογράφητης επικράτειας, την οποία και οι δύο κατοίκησαν για λίγο. Νανουρισμένος από τα υπνωτικά και τον απόηχο των λέξεων που σωπαίνουν, ο Αρνώ επιστρέφει στη μυθοπλασία και εκεί τον περιμένει ολοζώντανη η Ντυλσί, η οποία κρατώντας χειρόγραφες σελίδες ανεβαίνει σε ένα αναλόγιο καταμεσής του μύθου και συνεχίζει την ιστορία τους.

«Είναι μια μαύρη Ίσιδα, μια ιέρεια της Εκάτης συγκεντρωμένη στον εξορκισμό που ετοιμάζεται να προφέρει. Είναι τώρα σειρά της να σταθεί στο πλευρό του Αρνώ, να επικυρώσει την πίστη του στην ήπια δύναμη των ραψωδών».

Ο Αρνώ ξέρει ότι γράφοντας ρισκάρει τη ζωή του, γνωρίζει εκ των προτέρων πως μετά την τελευταία λέξη είναι το τέλος του. Η πραγματικότητα καραδοκεί για να του επιδώσει μια ειλημμένη καταδικαστική απόφαση. Ο Αρνώ ξέρει ότι όταν σταματήσει να διαβάζει αυτά που γράφει, θα πεθάνει. «Όχι εξαιτίας της νοσηρής κατάργησης του παρόντος όταν γράφουμε, αλλά εξαιτίας της αποστεωμένης σκιάς που διαβάζει διαρκώς το κείμενο πάνω από τον ώμο μας, και της βεβαιότητας πως απόψε θα περάσει στη δράση».

Ένα παρόμοιο στοιχειό μοιάζει να καταδιώκει τα πρόσωπα του βιβλίου. Μια σκιά που τα παραμονεύει για να τα επαναφέρει στον χρόνο που λιγοστεύει, μακριά από τον χρόνο που αενάως επωάζει η φαντασία. Ίσως γι’ αυτό να είναι όλα τόσο υπερκινητικά. Όλοι μαζί τρέχουν από τη μία άκρη της γης στην άλλη, αφενός για να υπηρετήσουν το διογκούμενο μυστήριο μιας δαιμονικής, αλλόφρονος πλοκής και αφετέρου για να βοηθήσουν τον Αρνώ να ξυπνήσει την αγαπημένη του. Φυσικά δεν έχουν χρόνο να διαβάσουν, αλλά ακόμη και αν είχαν δεν θα μπορούσαν, καθώς ζουν σε έναν κόσμο κενό από βιβλία. Τη λαχτάρα τους για ιστορίες ικανοποιούν ταμπλέτες ανάγνωσης διαφόρων τεχνοτροπιών, ενώ όσοι εργάζονται στη B@bil Books, στο εργοστάσιο του Κινέζου Γουάνγκ-λι Γουόνγκ, όπου κατασκευάζονται τέτοιου είδους συσκευές, μυούνται εξ ακοής στην παγκόσμια λογοτεχνία, μέσα από τις αναγνώσεις βιβλίων, που συνοδεύουν την ημερήσια παραγωγή. Ο Μπλας ντε Ρομπλές δανείζεται το εν λόγω επιχειρησιακό τέχνασμα για την αύξηση της αποδοτικότητας του υπαλληλικού προσωπικού από τα καπνεργοστάσια της Κούβας, στα οποία προβλέπονταν εξέδρες για αναγνώστες, που διασφάλιζαν την προσήλωση των εργατών τόσο στο έργο που παρήγαγαν όσο και στο έργο που άκουγαν. Φτιάχνοντας τα πούρα «είχαν μεταδώσει στον καπνό το πάθος τους για τα αναγνώσματα, τις περιπέτειες και το όνειρο, ώστε η άλλη μεγάλη απόλαυση της ζωής, το κάπνισμα, να μετατραπεί σε υπέρτατη έκσταση».

Επηρεασμένος από τις αφηγήσεις της Ντυλσί, η οποία είχε δουλέψει σε ένα από εκείνα τα βιβλιοφιλικά καπνεργοστάσια της Καραϊβικής και «δεν κουραζόταν να του αφηγείται το ήρεμο έπος των καπνεργατριών του παλιού καιρού», ο Αρνώ έφτιαξε στη γη των παιδικών του χρόνων, στο Περιγκόρ, ένα πρότυπο εργαστήριο παρασκευής πούρων, στο περιτύλιγμα των οποίων διέκρινε το σύνολο των μύθων, που ανασάλευαν σαν στρόβιλος στο μυαλό της Ντυλσί. «Τι μένει στη μνήμη μας, εκτός από μια αμυδρή και σκονισμένη περίληψη, από τα βιβλία που έχουν συνταράξει την ύπαρξή μας; Η Ντυλσί, όμως, θυμόταν τα πάντα». Όπως ο αβάς Φαρία, που έσωσε τον Κόμη Μοντεχρήστο μιλώντας του για τα βιβλία που θρόιζαν στη μνήμη του.

Είναι αλήθεια πως αν κανείς δει κουτιά πούρων, ακουμπισμένα το ένα πάνω στο άλλο πίσω από προθήκες, θα φέρει στον νου του ράχες σκληρόδετων τόμων, εκλεπτυσμένης βιβλιοδεσίας. Ο Αρνώ κοιτάζοντας τα πούρα της συλλογής του, έβλεπε να ξετυλίγονται πάπυροι, που μνημόνευαν, «σε θαυμαστή αταξία», τις εμπνεύσεις των πιο ετερόκλητων πνευμάτων. Αγγίζοντας τις ετικέτες με τα λογοτεχνικά ονόματα που στόλιζαν τα πούρα του, ένιωθε πως τα δάχτυλά του διέτρεχαν «χιλιάδες βιβλία τοποθετημένα ξαπλωτά κατά μήκος των τοίχων του υπογείου» του.

«Πώς να μη διακρίνει, τυλιγμένες μαζί με τα φύλλα καπνού, σαν αρχειοθετημένες μέσα σε κυλίνδρους σφραγισμένους με δαχτυλίδια, τις χιλιάδες σελίδες που διαβάστηκαν φωναχτά όλα αυτά τα χρόνια μέσα στην υγρή ατμόσφαιρα των καπνεργοστασίων;»

Όταν η βιοτεχνία χρεοκόπησε και η έκτασή της εξαγοράστηκε από τον κύριο Γουάνγκ για να ιδρυθεί η B@bil Books, ο Αρνώ ανέβαινε κάθε μέρα στην εξέδρα του εργοστασίου και διάβαζε στους υπαλλήλους προκειμένου να ενισχύσει την παραγωγή ψηφιακών συσκευών ανάγνωσης. Η Ντυλσί ήδη κοιμόταν, απαρηγόρητη για τον χαμό του χαρτιού και του καπνού, και ο Αρνώ τα βράδια, δίπλα στο γυμνό της σώμα, σκεφτόταν ιστορίες, αναδιπλωμένες μέσα σε άλλες ιστορίες, ελπίζοντας πως ο Μαρσιάλ Καντερέλ, ο Γκριμό ντε Λα Ρενιέρ, ο Τζον Σάιλοκ Χολμς, η Λαίδη Μακ Ρέι και η Μις Σέρινγκτον θα κατάφερναν κάποτε να την παρασύρουν σε μια ζωή που θα έμοιαζε περισσότερο με ζωή.

Δεν της μιλούσε για τη φρίκη που απειλούσε τον κόσμο, για την επικείμενη πτώση του, για τους επικηδείους του χαρτιού, για τις ερειπωμένες εξέδρες των καπνεργοστασίων, για την ανάγνωση, που είχε περιέλθει σε κατάσταση διάσωσης και πλέον περιλαμβανόταν στους επιθανάτιους καταλόγους της Ουνέσκο για την προστασία της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας, δεν της μιλούσε για το αίσθημα της εγκατάλειψης που τον συνέτριβε ούτε για τη μοναξιά που κατασπάραζε την πίστη του. Της μιλούσε μόνο για τα πλάσματα της φαντασίας του και τα πάθη τους, γιατί κάθε τους περιπέτεια ήταν σαν μαγική επίκληση και προσευχή. «Ονειρεύτηκε για χάρη της, ταξίδεψε σε άγνωστες χώρες και συνάντησε όντα και πράγματα από τα οποία κατείχε μέχρι τότε μόνο την ποίηση, την πυρηνική τους γόμωση και τίποτε άλλο».

Όμως, παρά την πίστη του στη μαγεία της ποίησης, η Ντυλσί δεν αναστήθηκε και ο Αρνώ δεν μπορούσε να αντέξει αυτή την αδιανόητη ματαίωση. «Μα ποιος είχε ποτέ πιστέψει περισσότερο από εκείνον στη δυνατότητα αναγέννησης, ποιος είχε πραγματοποιήσει την καθημερινή τελετουργία της έλευσής της με μεγαλύτερη αγάπη και σιγουριά;»

«Ο Αρνώ ανάβει ένα Montecristo και κοιτάζει τα δαχτυλίδια του καπνού να ανεβαίνουν σχηματίζοντας σπείρα και έπειτα να μένουν μετέωρα στη μέση του δωματίου. Ονειρεύεται τον ατέλειωτο εφιάλτη της κοιμισμένης γυναίκας του· με την πένα στο χέρι, πλάθει ιστορίες, νιώθοντας πάντα τον ίδιο ίλιγγο της απουσίας».

Κρυμμένος από τον κόσμο σε ένα σπήλαιο, το οποίο οι μόνες σκιές που το διερρήγνυαν, ήταν η φωνή και η φαντασία του, ο Αρνώ δοκιμάζει τις αντοχές του λόγου και της αγάπης. Και από τα δύο περιμένει ένα θαύμα, ένα πηγαίο ανάβλυσμα ζωής. Ανασαίνει στον ρυθμό των λέξεων που τείνει προς την Ντυλσί, αλλά κάθε του λέξη εποστρακίζεται στη σιωπή της.

«Της διηγείται τις εντυπώσεις και τους φόβους του, της μιλά για τον πόθο του που παραμένει ακέραιος, για την ελπίδα να τη δει να ξυπνάει μια μέρα από τον ταραγμένο ύπνο που είχε γίνει η ζωή της. Τις μυθοπλασίες που προορίζονται για την ανάγνωση της επομένης, τις συνθέτει μόνο για εκείνη· είναι η ιατρική της αγάπης, μια απελπισμένη θεραπευτική αγωγή που της χορηγεί, σελίδα σελίδα, μέσα στη σιωπή του σπηλαίου: δίνοντας ονόματα στα πράγματα, τους δίνει μια ευκαιρία να υπάρξουν».

Αν, όμως, «το όνομα είναι σήμα της ψυχής» (Μίλαν Κούντερα), τότε εκείνος ενταφίαζε ανεπίγνωστα, κάθε βράδυ και από λίγο, με κάθε του μυθοπλασία, τη ζωή τους στην ονοματοποιία της φαντασίας του. Η εφήμερη ψυχή που εμφυσούσε στα πράγματα, αποκρυσταλλωνόταν σε μνημείο της απουσίας τους.

Ο Αρνώ ξέρει ότι θα πεθάνει μόλις σταματήσει να αφηγείται, γιατί εκείνη ακριβώς τη στιγμή θα έχει χαθεί το νόημα των ιστοριών του, η πίστη του στην ανταπόκριση του μονάκριβου αποδέκτη των προσευχών του, αλλά και η πίστη του στη δύναμη των λέξεων και στην ικανότητά τους να νικούν την πραγματικότητα, να καθυποτάσσουν τον φόβο, που υποδαυλίζει την ανάγκη να λέμε και να μας λένε ιστορίες. Ο Αρνώ είναι το πιο λυπημένο πρόσωπο του βιβλίου, γιατί μόνο εκείνος βιώνει σπαρακτικά την αποτυχία της παραμυθίας. Βρίσκεται εξαρχής εκτός της πλοκής, στο μέτρο που ο ίδιος είναι η πλοκή. Μόνο μετά τον θάνατό του ευτυχεί μυθοπλαστικά, καθώς μετουσιώνεται σε ήρωα της δικής του μυθοπλασίας. Άλλωστε, όλοι εκείνοι οι περιβόητοι και διαβόητοι χαρακτήρες που συναντήσαμε σε σελίδες είναι πλάσματα νεκρά, που ζουν μια φασματική, και γι’ αυτό αιώνια, ζωή απομυζώντας βλέμματα, όπως οι ζωντανοί απομυζούν κενό. Αναγνώστες και μυθιστορηματικοί ήρωες κοιτάζονται κατάβαθα από δύο μη αντικριστές όχθες.

Ο ίδιος ο Αρνώ «δεν είναι παρά μια φωνή, μια στενή γέφυρα ανάμεσα σε δύο όχθες». Πεθαίνοντας δρασκέλισε αβίαστα αυτό το στενό και η Ντυλσί τον οδήγησε στοργικά στην ενδοχώρα της φαντασίας, ενός κοινού πια ονείρου. Αν εκείνος είχε φτιάξει για χάρη της έναν Ναυτίλο, που διέπλεε ωκεανούς λογοτεχνίας, εκείνη τον προσκάλεσε από το αναλόγιο του Ναυτίλου του, όπου την επιβίβασε στο τέλος της αφήγησής του, σε έναν κόσμο μετά τη ζωή, στα πρόθυρα της δημιουργίας, έτοιμο να αναγεννηθεί μέσα από λεξικά, τα μόνα βιβλία που ενθυλακώνουν «το άπειρο όλων των πιθανών λογοτεχνικών έργων». Τον κάλεσε, με άλλα λόγια, να τη συναντήσει σε μια απέραντη βιβλιοθήκη.

«Αν το σκεφτείτε λίγο, κάθε βιβλίο είναι ο αναγραμματισμός ενός άλλου. Ίσως μάλιστα πολλών άλλων. Μόνο το λεξικό έχει την ιδιότητα να είναι ο αναγραμματισμός όλων των υπόλοιπων».

Ο Αρνώ αποκοιμιέται και πεθαίνει και ενόσω η ύπαρξή του σβήνει σε έναν ίλιγγο, παραδομένη στην επιθυμία της να εκμηδενιστεί, εκείνος ποντίζεται στα βένθη του ωκεανού και «με αισθητική οξύτητα που δεν οφείλεται στα όργανά του», «με εκατό βλέμματα που δεν είναι τα δικά του μάτια», νιώθει και βλέπει τη Ντυλσί να σκύβει πάνω από το κορμί του και «τον εαυτό του μέσα στον ναυτίλο σε διατομή, σαν αποχαυνωμένο θεό ανάμεσα στα πλάσματά του που αυξήθηκαν και πληθύνθηκαν». Εκεί μέσα, «σε μια αίθουσα με τοίχους σκεπασμένους με βιβλία, δώδεκα χιλιάδες ράχες που μοιάζουν με πολύχρωμα κι επιχρυσωμένα κουτιά πούρων στη σειρά», θα ενέδιδε επιτέλους ολοκληρωτικά στην αρρώστια της γραφής, απότοκη της αναγνωστικής του έξης. Από εδώ και στο εξής θα ήταν μόνο συγγραφέας, καθώς μπορεί δώδεκα χιλιάδες λεξικά να εμπεριέχουν άπειρες ιστορίες, αλλά δεν αφηγούνται ούτε μία.

Ο Μπλας ντε Ρομπλές εντοπίζει οξεία συμπτώματα της νόσου της γραφής στους αναγνώστες των καπνεργοστασίων της Κούβας. Οι πιο χαρισματικοί από αυτούς δεν συγκρατούσαν κατά την ανάγνωση τις θυμικές τους αντιδράσεις, ενώ οι πλέον ευαίσθητοι παρασύρονταν στην παραχάραξη του κειμένου που διάβαζαν, εμπλουτίζοντάς το με συγκινητικές κορυφώσεις, παρηγορητικές εκβάσεις, λειάνσεις της τραγικότητας και της βίας. «Από το πολύ διάβασμα, μερικοί άρπαζαν τελικά την αρρώστια της γραφής». Και όταν διάβαζαν τα δικά τους έργα, το ακροατήριο αιχμαλωτιζόταν από την περιπάθεια της φωνής τους, γιατί μόνο η φωνή τους αφουγκραζόταν στην εντέλεια τη μουσική του λόγου τους «και μπορούσε να αναδείξει ενστικτωδώς όλα της τα ηχοχρώματα».

Προτού προκρίνει τη θεραπευτική αγωγή της φαντασίας, ο Αρνώ αναζητούσε τη μυθοπλασία στην πραγματικότητα. Αναδιφώντας τη στοίβα με εκατοντάδες παλιές εφημερίδες, που του είχαν κληροδοτήσει ο πατέρας του και ο παππούς του, «οι οποίοι ήταν ανίκανοι να αποχωριστούν ένα γραπτό κείμενο», συλλογιζόταν κάτι που κάθε συγγραφέας, αλλά και αναγνώστης, οφείλει να έχει στον νου του, πως συχνά «η πραγματικότητα παράγει περισσότερη μυθοπλασία από όση μπορεί να απορροφήσει η λογοτεχνία». Κάποιες φορές, ωστόσο, «οι όροι αντιστρέφονται ανησυχητικά, δείχνοντας ξεκάθαρα πως, αντιθέτως, η πραγματικότητα αντικατοπτρίζει υπάκουα ό,τι έχει ήδη συμβεί στα μυθιστορήματα. Ένας τρομακτικός καθρέφτης, από κάθε άποψη».

Διαβάζοντας, για παράδειγμα, ένα άρθρο που μιλούσε για την πυρκαγιά, που κατέστρεψε ολοσχερώς το θαυμαστό Μουσείο Μπάρνουμ (ένα θηριοτροφείο, όπου συγκατοικούσαν τα πιο παράξενα όντα τού μέχρι τότε κόσμου, ένα εξωτικό πανόραμα της ανθρωπότητας) στις 13 Ιουλίου του 1865, ο Αρνώ στάθηκε καχύποπτος σε μια λεπτομέρεια της καταστροφής. Ένας Ινδιάνος της φυλής των Πίκουοτ, ο λοχαγός Αβιγαήλ Χαμπ, θέλοντας να σώσει από τις φλόγες το θηριώδες ενδιαίτημά του, προσπάθησε να σπάσει τη δεξαμενή, όπου κολυμπούσε μια λευκή φάλαινα, αλλά καθώς το γυαλί θρυμματιζόταν από τα απανωτά χτυπήματα του καμακιού του, το κήτος τον παρέσυρε μαζί με την ορμή του νερού στην καρδιά της πυρκαγιάς. Ο Αρνώ είναι δύσπιστος. Φαντάζεται πως κάτι πολύ πιο τρομερό συνέβη στον δεύτερο όροφο του μουσείου. Διότι «δεν είναι δυνατόν να εξοντώνει μια λευκή φάλαινα έναν λοχαγό ονόματι Α. Χαμπ με ξύλινο πόδι και ουλή στο πρόσωπο, χωρίς να αναγνωρίσουμε την παρείσφρηση κάποιου εξωτερικού παράγοντα στα όσα συμβαίνουν. Δεν γίνεται, όταν δεν έχουν περάσει ούτε δεκαπέντε χρόνια από τότε που γράφτηκε ο Μόμπι Ντικ, κι ενώ παραμένει ζωντανή η ανάμνηση του φοβερού ναυαγίου του Πίκουοντ».

Πριν γίνει συγγραφέας για χάρη της Ντυλσί, ο Αρνώ, ήδη κατ’ επάγγελμα αναγνώστης, περνούσε τα βράδια του σταχυολογώντας από τα κιτρινισμένα φύλλα των εφημερίδων τέτοιες περίεργες ειδήσεις του χαμένου χρόνου, για να τις διηγηθεί την επομένη συντομογραφημένες εν είδει τηλεγραφημάτων στους υπαλλήλους τής B@bil Books. Στα «νυχτερινά τηλεγραφήματα» του Αρνώ, που θυμίζουν το υπονομευμένο αφοριστικό ύφος των ημερολογιακών σημειώσεων του Ελεάζαρ (Ζαν-Μαρί Μπλας ντε Ρομπλές, Εκεί που ζουν οι τίγρεις), εσωκλείεται η καθημερινότητα στις πιο έξαλλες στιγμές της. Ο Μπλας ντε Ρομπλές περιγελά την επινοητική ένδεια της λογοτεχνίας προικίζοντας την αληθινή ζωή με απαράμιλλο μυθοποιητικό οίστρο. Αυτά τα δελτάρια εξαιρετικών παθημάτων, συσσωρευτές κάθε λογής παραδοξοτήτων, που παρεμβάλλονται στο κύριο σώμα της μυθοπλασίας, απεσταλμένα στις σελίδες μαζί με την επίσης παρέμβλητη παρουσία του Αρνώ, εξεικονίζουν σε λιγοστές λέξεις τη φαιδρότητα της ανθρώπινης φύσης, την αθεράπευτη ροπή της στην κωμωδία, αλλά και την αβάσταχτη ελαφρότητα της διάνοιας, που μασκαρεύει με σοφιστείες τον ανορθολογισμό της.  

Τα κεντρικά πρόσωπα του μυθιστορήματος (δηλαδή τα πλάσματα που αυξάνονται και πληθύνονται στη φαντασία του Αρνώ) υφίστανται τη ζωή στην πιο αλλόκοτη, την πιο αλλοπαρμένη εκδοχή της. Ως φάσματα λέξεων παραβιάζουν τα σύνορα του ορθού λόγου και εισδύουν σε φανταστικά τοπία, όπου αντιμετριούνται με απίθανες περιπέτειες, που όλες συντείνουν στο πλάτωμα της πλοκής, μέχρι να χαρτογραφηθεί μια ωκεάνια επικράτεια, κατοικημένη από σημεία και τέρατα. Αν και οι λογοτεχνικοί ήρωες του μυθιστορήματος ούτε διαβάζουν ούτε γράφουν λογοτεχνία, μάχονται μέχρις εσχάτων υπέρ αυτής. Διόλου παράξενο που σταθμός της αεικινησίας τους είναι ένα λογοτεχνικό νησί ή, αλλιώς, μια νησίδα λογοτεχνίας. Το Νησί του Σημείου Νέμο, πολύ μακριά από κάθε έμψυχο ανθρώπινο ον, μια άγνωστη γη που μόνο τρελοί και ονειροπόλοι την επισκέπτονται, ένα διαυγές σαν όραμα όνειρο, μια «ορθολογική ουτοπία», έχει για τοπωνύμια βιβλία και ήρωες, γιατί, όπως ξέρει ο Αρνώ, «κάθε πραγματικότητα έχει τις ρίζες της σε κάποια προϋπάρχουσα μυθοπλασία». Το Νησί του Σημείου Νέμο ήταν μια μεταφορά στον παγκόσμιο χάρτη, μια πλωτή αλληγορία για τη ρυπογόνο ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά και για τον αλυσιτελή της αγώνα της κάθαρσης. Ήταν χωματερή, αλλά και θύλακος μιας ευγενέστερης, λογιότερης ζωής. Άλλωστε, το χθαμαλό και το ευγενές είναι οι δύο πόλοι ανάμεσα στους οποίους διαδραματίζεται η ανθρώπινη ιστορία.

Στις συντεταγμένες του νησιού συσπειρώνεται η οδύσσεια των μυθιστορηματικών προσώπων, απανταχού της λογοτεχνίας. Έπλεε στην υδρόγειο σαν σπείρα, όπου συστρέφονταν τα απορρίμματα κάθε ανθρώπινου διάπλου, αλλά και οι εκλάμψεις κάθε μικρής κοσμογονίας, που συντελέστηκε εν μέσω σελίδων. Όπως τα μυθιστορήματα, το νησί ήταν και αυτό «μια συρρικνωμένη πραγματικότητα». Στην απόμερη ρότα του άλλαζε σχήματα, επινοώντας από την αρχή τη γεωγραφία του.

Ας σημειωθεί, επίσης, πως μέχρι να στρέψει τον οίακα στις ακτές του, ο πλοίαρχος Γουώρντ ακολουθούσε μια επική αγωγή, την «ομηρίνη». Πάσχοντας από το σύνδρομο Gilles de la Tourette, δεν μπορούσε να συγκρατήσει τις παρεκτροπές της γλώσσας του, που σε στιγμές έντασης ξεχνούσε την πολιτισμική ορθότητα και, τρελαμένη από ανεξέλεγκτες συσπάσεις των φωνητικών μυών, επέστρεφε στις κραυγές και τα γρυλίσματα του πρωτόγονου, αναλφάβητου φόβου, μεταφρασμένου σε κοπρολαλία. Ο δόκτωρ Μαρντρύς έκρινε αναγκαία τη «δυνατή ομηρίνη» και του πρόσφερε ένα κουτί με κέρινες ωτοασπίδες, που θα φίμωναν τις σειρήνες της νόσου του και θα του έδιναν άφεση για την ύβρη του λόγου του.   

Ξεκινώντας από το Μπιαρίτζ, κάνοντας μια στάση στη Σκωτία, μετά στο Λονδίνο και από εκεί στο Παρίσι, απ’ όπου παίρνουν την αμαξοστοιχία για την Αγία Πετρούπολη για να επιβιβαστούν κατόπιν στον Υπερσιβηρικό με προορισμό τη Σιβηρία και την Άπω Ανατολή, οι ήρωες έχουν άφθονο χρόνο και πολλές ευκαιρίες να στοχαστούν την ανορθολογική φύση του ανθρώπου μέχρι να φτάσουν στην Κίνα και να συνεχίσουν από εκεί την αναζήτηση ενός πράγματος, το οποίο ουδέποτε βρίσκουν.

Όπως γράφει ο Μίλαν Κούντερα στην Αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης (μτφρ. Γιάννης Η. Χάρης, Εστία, 2016): «Αυτό που δίνει νόημα σε κάθε μας κίνηση μας είναι απολύτως άγνωστο». Οι ήρωες του Μπλας ντε Ρομπλές πιστεύουν ακράδαντα πως υπάρχουν απαντήσεις στα ερωτήματά τους. Διαφορετικά δεν θα πήγαιναν πουθενά. «Μια ερώτηση που δεν έχει απάντηση είναι ένας φράχτης πέρα από τον οποίο δεν υπάρχει πια δρόμος. Μ’ άλλα λόγια: ακριβώς οι ερωτήσεις που δεν έχουν απάντηση χαράζουν τα όρια των ανθρώπινων δυνατοτήτων, ορίζουν τα σύνορα της ύπαρξής μας» (ό.π.). Ο Μαρσιάλ Καντερέλ, ο Τζον Σάιλοκ Χολμς, ο Γκριμό ντε Λα Ρενιέρ και η Λαίδη Μακ Ρέι δρασκελίζουν χωρίς δυσκολία αυτά τα σύνορα, βγαίνουν έξω από τη ζωή και περιπλανιούνται σε μια έκταση καλλιεργημένη από εικόνες, μεταφορές και λεξιλόγια, που στο πλησίασμά τους η μουσική τού ενός διαχέεται στη μουσική του άλλου. Στις ψευδαισθήσεις των λέξεων ανακαλύπτουν την ομορφιά, που είχε προδώσει η πραγματικότητα. Και όταν το ταξίδι τους φτάνει στο τέλος του, εκείνοι συνεχίζουν τον πλου τους, απλώς και μόνο επειδή έχουν όλο τον χρόνο να φανταστούν τις απαντήσεις που τους διαφεύγουν.

Επιστρέφοντας στον συρμό του Υπερσιβηρικού, βλέπουμε τον ντετέκτιβ Χολμς και τον πιστό του μπάτλερ Γκριμό να περιφέρονται με έξαψη στα βαγόνια για να συναναστραφούν φρενόπληκτα άτομα, «την ύπαρξη των οποίων μόνο υποπτεύονταν ώς τότε, όπως υποπτεύεται κανείς την ύπαρξη των αγρίων που, απ’ ό,τι λένε, κατοικούν σε ορισμένα νησιά». Μέσα σε αυτή τη σκαλωμένη σε ράγες Βαβέλ είδαν συνεπαρμένοι με πόσους εκπληκτικούς τρόπους μπορούσε να εκτροχιαστεί ένα μυαλό.

Παρ’ όλα αυτά, οι συνταξιδιώτες τους εγείραν, ανάλογα ο καθένας με τη σοβαρότητα των ιδεοληψιών, των νευρώσεων, των παθών και των πόθων του, κρίσιμα φιλοσοφικά και θεολογικά ζητήματα. Τα τελευταία, που πολύ απασχόλησαν όσο και διασκέδασαν τον Μπλας ντε Ρομπλές στο Εκεί που ζουν οι τίγρεις, αποδεικνύονται εκρηκτικά, όταν οι ήρωες δέχονται επίθεση από τα διασταυρούμενα πυρά των Επιστήμιων και των Θεούσιων, «Σπορέων τρόμου». Οι αιμοσταγείς υποστηρικτές των δύο ανταγωνιστικών ιδεολογιών πολεμούσαν σε ένα «θηριόμορφο σύμπαν», όπου οι μεν Επιστήμιοι, δεινοί στους ελιγμούς στους μαιάνδρους της ρητορικής, «υπερασπίζονταν την οριστική και αδιαμφισβήτητη ανυπαρξία κάθε θεότητας», οι δε Θεούσιοι αντέτειναν πως «μόνο ένας θεός μπορούσε να έχει φέρει στον κόσμο το σύμπαν μας». Παρά τις θεόπνευστες εξαγγελίες τους, όλοι τούς έτρεμαν, καθώς οι Θεούσιοι «είχαν την τάση να ανατινάζονται δίπλα σε όποιον τους προκαλούσε τον παραμικρό εκνευρισμό». Αλλά και η επιδεικτική αδιαφορία των Επιστήμιων για τον θάνατο, τους καθιστούσε ιδιαίτερα επικίνδυνους. Ήταν, όπως σκέφτεται ο συγγραφέας, «η σιβηρική εκδοχή των παράλογων κι απρόβλεπτων εκρήξεων που είχαν αρχίσει να καταστρέφουν τον κόσμο».

Ο Μαρσιάλ Καντερέλ και η παρέα του διασώζονται από την αιματηρή σύρραξη χάρη στην πολύκροτη επέμβαση του στρατηγού Ούλριχ, ο οποίος αναδύθηκε μέσα από τα δώδεκα τεθωρακισμένα τρένα του, με τα οποία όργωνε τη στέπα περιφρουρώντας τα προσωπικά του ολοπόρφυρα ιδεώδη, «φορώντας κόκκινη στολή Μογγόλου αξιωματούχου, με τον σταυρό του Αγίου Γεωργίου καρφιτσωμένο στο στήθος, το σπαθί στο πλευρό του και μια θήκη για περίστροφο κρεμασμένη στο θιβετιανό κομποσκοίνι που είχε περασμένο πάνω από τη ζώνη του». Αυτός ο φαντασιόπληκτος πολέμαρχος ονειρευόταν να κατακτήσει τη Σιβηρία και έπειτα ολόκληρο τον δυτικό κόσμο, για να ιδρύσει μια «οικουμενική λαμαϊστική αυτοκρατορία». Μπορεί να μην είχε καμία ελπίδα, εξακολουθούσε, όμως, «να εμπνέεται από τα πυρετώδη οράματά του, και να επινοεί για τον εαυτό του ένα ολοένα και πιο μυθιστορηματικό πεπρωμένο».

Ακόμα και η φύση αποφεύγει να δώσει λύση σε αυτή την προαιώνια διχοστασία της ανθρώπινης διάνοιας, προκρίνοντας μάλλον την ισοπαλία, γι’ αυτό και μέσα από «το οστεοφυλάκιο του ωκεανού», πάνω από το οποίο επέπλεαν οι ήρωες, ανασύρεται ο Δαρβίνος (ένας χιμπαντζής βαφτισμένος έτσι λόγω της ομοιότητάς του με τον περίφημο φυσιοδίφη), σπαραγμένος από τα σκότια πλάσματα του βυθού και κρατώντας στο δεξί του χέρι «ένα στραγγαλισμένο περιστέρι». Ο χιμπαντζής, το εκμαγείο του ανθρώπου, και το πτερόεν πνεύμα, η ανέφικτη ανόρθωσή του, αποδείχθηκαν εξίσου βροτά. 

Προτού έλθει αντιμέτωπη με την πύρινη διαλεκτική των «Σπορέων του τρόμου», δηλαδή προτού βρεθεί στο κέντρο του μετώπου της περιπέτειας, η Λαίδη Μακ Ρέι ή, επί το φιλικότερο, Κλώντια, είχε θελήσει να προσεγγίσει φιλολογικά την έννοια της περιπέτειας πληκτρολογώντας στη συσκευή ανάγνωσης του τρένου την επίμαχη λέξη. Το ευφυές μέσο ψυχαγωγίας αναγνώρισε αμέσως τη βαθύτερη λαχτάρα τής χρήστριας και της πρότεινε ταχύτατα το τελευταίο κεφάλαιο του Μόμπι Ντικ, εικονογραφώντας παράλληλα σε δύο πίνακες, που πλαισίωναν την οθόνη, «την καταδίωξη της καταραμένης φάλαινας» με πλάνα από την ομώνυμη ταινία, καθώς και με ντοκιμαντέρ για «τις ολέθριες συνέπειες της βιομηχανικής αλιείας γι’ αυτά τα δύστυχα ζωντανά». «Η συσκευή έμπαινε αμέσως στην ουσία» και η Λαίδη υποτάχθηκε στη σοφία της αφήνοντας τον εαυτό της να απορροφηθεί «περισσότερο από τις εικόνες παρά από το κείμενο».

Παρόλο που ο Μαρσιάλ και η Κλώντια μοιράζονταν ένα ερωτικό παρελθόν, καρπός του οποίου υπήρξε μια κόρη, ο Μαρσιάλ έδειχνε πιο εγκεφαλικός τύπος. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού με τον Υπερσιβηρικό καταπολεμούσε τη μονοτονία των εναλλασσόμενων εικόνων των παραθύρων διατελώντας υπό την κατασταλτική επήρεια του οπίου και άλλων ναρκωτικών. Για εκείνον, «το τοπίο ήταν κι αυτό διανοητική υπόθεση». Από την άλλη, η δεξιοτεχνία του στην επίλυση γρίφων και κρυπτογραφημάτων, μολονότι δεν όφειλε απολύτως τίποτα στην επαγωγική λογική, χρωστούσε τα πάντα στη διαίσθησή του, που αναρριπιζόταν από συνειρμούς και εικασίες. Θεωρούσε τον εαυτό του έναν εξαιρετικά ευαίσθητο δέκτη στην ποίηση της πραγματικότητας. Είχε πολλάκις διαπιστώσει πως ακόμα και τα πιο περίπλοκα αινίγματα δεν αντιστέκονταν εντέλει στην απουσία λογικής. Ο ιδιότυπος μηχανισμός του μυαλού του τού επέτρεπε να αντιλαμβάνεται την τάξη που κρυβόταν «κάτω από τη φαινομενική επιπολαιότητα των λέξεων». Ο ίδιος, προσπαθώντας να εξορθολογίσει τον παράλογο τρόπο με τον οποίο σκεφτόταν, μας λέει: «Αν δεν φοβόμουν το οξύμωρο, θα έλεγα ότι πρόκειται για τη λογική του ανορθολογικού, μια νοητική διαδικασία η οποία διαπίστωσα πως αντλεί τη μαγεία της λειτουργίας της από το περιθώριο, τις τυχαίες συναντήσεις και, κατά κάποιον τρόπο, την καθαρή ποίηση».

Όταν ένα κωδικοποιημένο μήνυμα, τόσο ερμητικό που φάνταζε αδιαπέραστο από τη φαντασιοπληξία της σκέψης του, διηθήθηκε μέσα από τον αποστακτήρα ενός σφαιρικού καθρέφτη, τίποτα δεν έκρυβε πλέον. «Διορθωμένη από την καμπυλότητα του κατόπτρου, η εικόνα εμφανιζόταν σε όλη της την τελειότητα στην επιφάνεια του γυαλιού». Γι’ αυτό οι υπερβολικά καθαρές εικόνες ενοχλούσαν τον Καντερέλ. Προτιμούσε να κλείνει τα μάτια ή να διακρίνει τις όψεις των πραγμάτων μέσα από το κοίλο κάτοπτρο της νάρκης. Μια «εικόνα ελάχιστα πιστή στο πρωτότυπο» μπορούσε να αντικατοπτρίζει σε μικρογραφία, καθαρά και ξάστερα, τα δυσυπέρβατα ιερογλυφικά της πραγματικότητας.

Μετά τη θριαμβευτική διάσωσή τους από τον στρατηγό Ούλριχ, οι ήρωες ανέβηκαν σε έλκηθρα και ξεχύθηκαν στην παγωμένη Βαϊκάλη για να συναντήσουν το «Τέρας της Κασπίας», ένα Εκρανοπλάνο (τροποποιημένο μοντέλο, επονομαζόμενο «Τολστόι 1239», όσες και οι σελίδες στη συντομευμένη έκδοση του Πόλεμος και Ειρήνη) με το οποίο σάλπαραν προς Πεκίνο και από εκεί μεταφέρθηκαν με ατμόπλοιο στο λιμάνι της Σαγκάης, όπου αισθάνθηκαν σαν είχαν επιστρέψει στο Παρίσι. «Σε έναν κυκλικό κόσμο, δεν υπάρχει άλλη λύση από το να κάνουμε διαρκώς κύκλους», θα σκεφτόταν ο Καντερέλ, όμως, όπως και να ’χει, του φαινόταν παράξενο που περπατούσε «κάπου ανάμεσα στην πλατεία Ετουάλ και το Τροκαντερό». Δεν ήξερε πως εκείνη τη στιγμή περπατούσε στην ονειρεμένη πολιτεία του κυρίου Γουάνγκ, ο οποίος αδημονούσε να επιστρέψει στην Κίνα για να ζήσει στο Παρίσι. Σε ένα Παρίσι, ωστόσο, πολύ καλύτερο από το αληθινό. «Είναι το Παρίσι, αλλά ένα Παρίσι χίλιες φορές καλύτερο, ένα Παρίσι που έχει ξεφορτωθεί τα προάστιά του και τους Παριζιάνους του».

Οι Κινέζοι είχαν φτιάξει «την ουράνια πολιτεία», ένα ιδανικό αντίγραφο της Πόλης του Φωτός, σχεδιάζοντας τη ρυμοτομία της έτσι ώστε να εκπληρώνει «την επιθυμία του κουρασμένου τουρίστα που ονειρεύεται τη σύμπτυξη της πόλης». Κάθε γωνιά πρόβαλλε σαν παρισινή καρτ ποστάλ: «η λεωφόρος των Ηλυσίων Πεδίων έδινε τη θέση της στα σκαλιά της Μονμάρτρης, το Πεδίο του Άρεως έβλεπε στο Παλέ Γκαρνιέ», στο Ντε Μαγκό «ένας μέθυσος με πλατύ μέτωπο έγραφε ποιήματα μπροστά σε ένα ποτήρι αψέντι· σε ένα τραπέζι του Καφέ ντε Φλορ, μπορούσε κανείς να πιάσει κουβέντα μ’ έναν φιλόσοφο, τον οποίο αναγνώριζε εύκολα από τον αποκλίνοντα στραβισμό του». Συναντούσε κανείς μέχρι και «ψεύτικους αναγνώστες γύρω από ψεύτικους καχεκτικούς βιβλιοπώλες που τακτοποιούσαν στοίβες από ψεύτικα βιβλία». Ήταν παρωχημένες σκηνές, που αναπαριστούσαν εκείνα τα παλιά καταστήματα «που υπήρχαν πριν από την ψηφιακή ρήξη που είχε οδηγήσει στην οριστική τους εξαφάνιση».

Αν ποτέ ο κύριος Γουάνγκ κατάφερνε να μετοικήσει σε αυτό το φανταστικό Παρίσι, ενδεχομένως να προσπερνούσε ενοχλημένος τις αναχρονιστικές αναπαραστάσεις βιβλιοπωλείων. Ήταν ιδαλγός του νεωτερισμού. Σε έναν κόσμο που υπήρχε Παρίσι χωρίς Παριζιάνους, δεν καταλάβαινε για ποιο λόγο έπρεπε να υπάρχουν ακόμα συγγραφείς, έστω και αν δεν έβλεπαν ποτέ τα έργα τους τυπωμένα. Η επιχειρησιακή λογική τής B@bil Books εδραζόταν στην «αναπαραγωγή του κενού». Οραματιζόταν να αναχθεί σε ψηφιακή βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, απ’ όπου οι συγγραφείς δεν θα απουσίαζαν απλώς, όπως άλλωστε συνέβαινε σε κάθε άλλη βιβλιοθήκη του παλιού κόσμου, αλλά βαθμιαία θα εξορίζονταν. Το ζήτημα ήταν η πώληση και όχι η προστασία της λογοτεχνικής κληρονομιάς, γι’ αυτό η B@bil Books μεθόδευε ένα σχέδιο που «αποσκοπούσε στην οριστική απαλλαγή από τους συγγραφείς» (σφοδρή επιθυμία αρκετών εκδοτών). Οι φιλαναγνώστες της νέας εποχής θα αγόραζαν τα ηλεκτρονικά βιβλία που θα τους ενδιέφεραν περισσότερο από όλα τα άλλα και τι θα μπορούσε να τους ενδιαφέρει περισσότερο από το ψηφιακό φύλλο, που θα γέμιζαν με τις δικές τους ιστορίες; Ο κύριος Γουάνγκ δούλευε πάνω σε ένα λογισμικό, «ένα θαύμα τεχνητής νοημοσύνης που συνδύαζε τους δοκιμασμένους με επιτυχία μηχανισμούς του storytelling και διάφορες γεννήτριες κειμένων, καταστάσεων ή προσώπων, στο επιθυμητό ύφος». Οι πιο σίγουροι αγοραστές θα ήταν εκείνοι που θα ήθελαν να διαβάζουν μόνο ό,τι θα έγραφαν οι ίδιοι, ό,τι αναμφίβολα θα τους κολάκευε. Ας μην ξεχνάμε, βέβαια, πως ακόμα και στον δικό μας παλιομοδίτικο κόσμο πολλοί είναι οι συγγραφείς που δεν διστάζουν να ομολογήσουν πως γράφουν τα βιβλία, που θέλουν να διαβάσουν.

Φεύγοντας από το Παρίσι της Σαγκάης, οι ήρωες συνεχίζουν την περιήγησή τους στη μυθοπλασία με ένα τεράστιο αερόπλοιο, που έμοιαζε με υπερμέγεθες πούρο, «με ελικοφόρο Montecristo εξωφρενικών διαστάσεων», το οποίο τους μεταφέρει στο Σίδνεϊ. Αν στον Υπερσιβηρικό είχαν την ευκαιρία να συλλογιστούν, έστω έντρομοι και βαλλόμενοι, την κρισιμότητα της θρησκείας για τη σωματική ακεραιότητα, στο αερόπλοιο διαπίστωσαν πως ακόμα και η ξεγδαρμένη σάρκα μπορεί να είναι υψηλή τέχνη. Καμιά δεκαριά αγάλματα κοραλλί χρώματος, ανθρώπινα πλάσματα γυμνωμένα από το δέρμα τους, ταριχευμένα και πλαστικοποιημένα, εγκαταβίωναν ακινητοποιημένα σε «μια γαλήνια κόλαση». Η έσχατη γύμνια ταπείνωνε την κρεουργημένη υπόστασή τους. Αποτροπιασμένοι από τα γλυπτά, που κοσμούσαν το σαλόνι του σκάφους, οι ήρωες πλησίασαν τον καλλιτέχνη προκειμένου να κατανοήσουν τη φιλοσοφία της τέχνης του. Ο διάσημος Γκέρχαρντ Ρόιτλινγκερ τους εξήγησε πως η γλυπτική του τεχνοτροπία στόχευε στην εξιδανίκευση του ανθρώπινου προσώπου, στην απαλλαγή του από το πλανερό περίβλημα του δέρματος και στην ανάδειξη της πιο μύχιας αλήθειας του.

Όταν το μοιραίο Montecristo καταποντίστηκε στον ωκεανό, η Κλώντια βρέθηκε να πνίγεται ανάμεσα σε εφιαλτικά, οιδαλέα κορμιά, διαμελισμένα και αγρίως κακοποιημένα, και μες στον πανικό που την παρέλυε μπροστά σε αυτό τον λαό κολασμένων, που άπλωναν τα χέρια τους προς το μέρος της, δεν κατάλαβε πως κολυμπούσε μαζί με τα ιδεαλιστικά σώματα του Γκέρχαρντ Ρόιτλινγκερ. Αρκετές σελίδες αργότερα, όταν θα δει πάλι με τρόμο από τα φινιστρίνια του Ναυτίλου, που καταδυόταν στον πυθμένα του μυθιστορήματος, ένα αποτρόπαιο σύμφυρμα ανθρώπινων λυμάτων να πλέει εγκλωβισμένο σε μια δίνη, πίσω από «το μαύρο παραπέτασμα της αβύσσου», το μυαλό της θα πάει αυτόματα στην τέχνη. «Ήταν ένα πλέγμα βγαλμένο από την κόλαση του Δάντη». «Μπροστά στα μάτια τους αποκαλύπτονταν μία μία οι πυρετώδεις πινελιές ενός εφιαλτικού πίνακα του Μπρέγκελ, μια γέεννα από βασανισμένα κορμιά, μέσα στην οποία ξεχώριζαν πρασινωπά καρκινώματα, γδαρμένα κρανία, αδιανόητα ξεκοιλιασμένα λείψανα, ξετυλιγμένα εντόσθια». Τα σάρκινα απορρίμματα πλέκονταν με πλαστικά σκουπίδια σε έναν αηδιαστικό πολτό, που δεν ήταν παρά τα απομεινάρια της πλεύσης του ακάθαρτου ανθρώπου στον κόσμο. «Πού και πού, κάποιο πλαστικό θραύσμα ξέφευγε από το γλαυκό ζοφερό μόρφωμα –στην άχρωμη απόχρωση της απουσίας- και άρχιζε να αναδύεται αργά».

Προτού ο Αρνώ αποπλεύσει μαζί με τους ήρωες της μυθοπλασίας του για τα πέρατα της αβύσσου, έσπευσε να σώσει τη λογοτεχνική τους ζωή από την πτώση του αερόπλοιου, ξεβράζοντάς τους στις ακτές της νήσου Μέλβιλ και εγχειρίζοντάς τους μέσω ενός κρυπτογραφήματος τις συντεταγμένες του Σημείου Νέμο, για να τους ενθαρρύνει να συνεχίσουν το ταξίδι τους μέχρι την άκρη του κόσμου. Έτσι, η παρέα, οδηγημένη από τον Αρνώ και τον ανήκοο πλοίαρχο Γουώρντ, έβαλε πλώρη «για ένα νοητό σημείο στον Ειρηνικό», το πιο απομακρυσμένο σημείο της υδρογείου από κάθε στεριά, όπου ήλπιζαν να βρουν τον προορισμό που αποζητούσαν, ένα στίγμα φανταστικό που θα έφερνε «στις ψυχές μια αόριστη υπόσχεση ελπίδας». Το Νησί του Σημείου Νέμο ήταν «η υπόσχεση μιας όασης». Ήταν ένας παράδεισος, όπου οι ήρωες θα μπορούσαν να απολαύσουν αναμάρτητοι τη φανταστική τους ζωή. «Η νοσταλγία του Παραδείσου είναι η λαχτάρα του ανθρώπου να μην είναι άνθρωπος» (Κούντερα).

Όταν εμφανίζεται για πρώτη φορά στην αφήγηση η επωνυμία της εταιρείας του κυρίου Γουάνγκ, ο μεταφραστής (Δημήτρης Δημακόπουλος) σημειώνει στο πίσω μέρος του βιβλίου: «Λογοπαίγνιο με τη λέξη “babil”, που παραπέμπει ηχητικά στη Βαβέλ και, ενδεχομένως, συνειρμικά στη Βιβλιοθήκη της Βαβέλ του Χ.Λ. Μπόρχες, αλλά δηλώνει επίσης τα χαριτωμένα ψελλίσματα ενός νηπίου, τον ήχο των κελαρυστών φωνών μιας παρέας κοριτσιών ή την ακατάσχετη φλυαρία μιας κουτσομπόλας».

Το πρόσωπο του μυθιστορήματος που συναρθρώνει στον λόγο του την ιλαρή γλωσσική ακαταληψία ενός βρέφους και τη βαρυθυμία ενός καταβεβλημένου μυαλού, είναι η Βέριτυ. Η αλήθεια μπορεί να βρίσκεται στα χείλη ενός παιδιού, ενός τρελού, ενός σοφού. Η Βέριτυ είναι και τα τρία. Όταν η περιπέτεια αρχίζει να αναφλέγεται, εκείνη ξυπνάει (σε αντίθεση με την Ντυλσί που βρίσκεται εκτός πλοκής, ανέγγιχτη από τη θαυματοποιό φαντασία) από τον χρόνιο ύπνο της, αλλά στη γλώσσα της δεν έχει εγγραφεί ο παρελθών χρόνος. Οι φράσεις της ηχούν σπασμένες, σαν να κρυπτογραφούν τη λογική ακολουθία της σκέψης, από την οποία φαίνεται ότι προέκυψαν. Και οι σκέψεις της πρέπει να ήταν τρομερές, γιατί η θρυμματισμένη διατύπωσή τους υπαινισσόταν μια μισοειπωμένη τραγωδία, ένα μαρτύριο που μόνο ο λόγος της υπέμενε. Στη γλώσσα της ούρλιαζε το έρεβος. Το παραμικρό που ξεστόμιζε η αλήθεια προκαλούσε είτε απορία είτε απελπισία. Ο Καντερέλ και η Κλώντια, που είναι οι γονείς τής Βέριτυ, φοβούνται τη φωνή της, που μοιάζει να αποσιωπά φρικτούς οιωνούς. Είναι, οπωσδήποτε, ευφυές που ο Μπλας ντε Ρομπλές σε ένα μυθιστόρημα που αποτίει φόρο τιμής στις επιφανέστερες συλλήψεις του είδους, εμφανίζει την αλήθεια πάσχουσα. Μένοντας μάλιστα πιστός στον σαρκασμό, που διαπνέει τον θεολογικό του σκεπτικισμό, μας πληροφορεί πως η Βέριτυ σε ηλικία επτά ετών «αποκοιμήθηκε στο στασίδι της εκκλησίας και δεν ξύπνησε ποτέ ξανά». Πάντως μετά την αφύπνισή της στα ψελλίσματά της αντηχούσε όντως ένα θεόληπτο ηχόχρωμα.

Βγαίνοντας από τον λήθαργό της, η Βέριτυ, μολονότι (ή επειδή ακριβώς) στερούνταν την ορθοέπεια της λογικής, μπορούσε να γίνεται αβίαστα κοινωνός του λόγου των άλογων όντων. Για οκτώ χρόνια η ζωή της ήταν ένα παρατεταμένο όνειρο και όταν ξύπνησε τη συνεπήρε η δυνατότητα μέθεξης με τον κόσμο. Τη συγκινούσε η πολυφωνία του, ακόμα και όταν διέκρινε αντίλαλους βαθύτατης αγωνίας και θρηνητικής απόγνωσης. Πλέοντας στον ωκεανό μαζί με τους γονείς της με προορισμό ένα ανύπαρκτο στον χάρτη νησί, διαλεγόταν εκστατική με τους υπόκωφους βρυχηθμούς, τις ζοφερές ανάσες, τα αβυσσαλέα τραγούδια, τον υπερφυσικό γόο των ενοίκων του βυθού. Μπορεί να βρίσκονταν αρκετές λεύγες «πάνω από τη μυστική δεξαμενή των φόβων» τους, η Βέριτυ, όμως, άκουγε καθαρά τον συριγμό του άναρθρου παραπόνου των απόκοσμων πλασμάτων της αβύσσου. Σε ανυπολόγιστο βάθος, σε ένα άπλευστο σκοτάδι, απλωνόταν «ένα σύμπαν εφιαλτικό, ένα μαύρος και παγωμένος χυλός από νευρώνες σε κατάσταση παραίσθησης». Κάτω από την επιφάνεια, που προστάτευε την ανθρώπινη ύπαρξή τους, σάλευαν όντα, που κυοφορούνταν σε «απόλυτο σκοτάδι, ένα έρεβος τόσο πυκνό, τόσο υπερβολικό που δεν μπορούμε καν να το συλλάβουμε». Ίσως πρόκειται για «το ανεστραμμένο είδωλο του κόσμου μας», σκέφτεται η Κλώντια. Ίσως, πάλι, «έτσι θα μοιάζει, αφού θα έχουμε εξωθήσει στα άκρα την ανόητη επιθυμία μας για δύναμη».

Η Βέριτυ μπορούσε να παρηγορήσει τα αβυσσαία πλάσματα, γιατί ήξερε πως και εκείνη είχε αναδυθεί από τον βυθό και από τότε περιέπλεε μία και μοναδική ιστορία, μία αφήγηση, πτυχές της οποίας αποκαλύπτονταν ελικοειδώς, «μέσα από επαναλαμβανόμενα μοτίβα, επίμονα και μυστηριώδη», καθώς προσέγγιζε, αρμενίζοντας στον χρόνο και τον λόγο, τη σκοτεινή καρδιά, όπου παλλόταν η ζωή της. Όταν στο τέλος του βιβλίου η Ντυλσί ανεβαίνει στο αναλόγιο για να συνεχίσει τη μυθιστορία του Αρνώ, μόνο η Βέριτυ «αναγνωρίζει το κείμενο» και «συνειδητοποιεί την αναδίπλωση που συντελείται».

Σαν να απευθυνόταν εκ βάθους ψυχής στα βύθια τέρατα που μοιρολογούσαν, η Βέριτυ ψέλλισε: «Εσείς έχετε πλεονέκτημα· εμείς είμαστε λιγότερο από την πραγματικότητα».

Μολονότι κανείς, ούτε ο συγγραφέας ούτε ο αναγνώστης, δεν ξέρει με σιγουριά αν ένας μυθοπλαστικός χαρακτήρας είναι λιγότερο ή περισσότερο από την πραγματικότητα, τόσο η Βέριτυ όσο και ο πατέρας της, ο Καντερέλ, έχουν πρόβλημα με την πραγματικότητα. Νιώθουν ότι υστερούν απέναντί της. Διαισθανόμενος τον προβληματισμό του, ο δόκτωρ Μαρντρύς συμβουλεύει τον Καντερέλ: «Η πραγματικότητα σας αντιστέκεται; Θα πρέπει να γίνετε πιο πραγματικός από εκείνη· αυτό είναι το μυστικό της επιτυχίας». 

Γι’ αυτό εκείνος αποποιούνταν τις επαγωγές της λογικής και πάσχιζε να νικήσει την πραγματικότητα αντιτάσσοντάς της την ισχυρότερη άμυνα, τη φαντασία, που ενδεχομένως ήταν απλώς ο αναδιπλασιασμός της πραγματικότητας.

Στο σιβυλλικό ύφος τής Βέριτυ διέλαθαν αναλαμπές επιφοίτησης. Η γλώσσα της είχε την ερμητικότητα της ποίησης, αλλά στο όνομά της ενσάρκωνε την αλήθεια. Η ίδια είναι πλάσμα του ονείρου, αλλά και του ζωικού κόσμου. Η αντινομία της υπόστασής της παραπέμπει στους αναγνώστες των καπνεργοστασίων. Από τις εξέδρες τους διάβαζαν στους εργάτες κλασικά έργα της λογοτεχνίας και η ευλαβική σιωπή, που τους αποσπούσαν, «μέτρο της προσήλωσής τους», «μετέτρεπε το αναλόγιο του αναγνώστη σε βωμό της αλήθειας».

Η Ντυλσί, που αγαπούσε τον Αλέξανδρο Δουμά για τον Κόμη Μοντεχρήστο, αντιλαμβανόταν πόσο βαθιά επαναστατική πράξη είναι η ανάγνωση. Είχε δει στα καπνεργοστάσια της Καραϊβικής πώς η λογοτεχνία αφύπνιζε τις συνειδήσεις των εργατών. Ταξίδευε το μυαλό τους, ανασκάλευε τη μνήμη τους και τους παρωθούσε να ονειρευτούν μια καλύτερη ζωή. «Από τη στιγμή που οι εργάτες θα δραπέτευαν στη λογοτεχνία, κανείς δεν θα μπορούσε πια να τους συγκρατήσει, […] επειδή θα έβλεπαν να καθρεφτίζεται στα αναγνώσματα το είδωλο της δικής τους αθλιότητας».

«Ο Φαμπρίς είναι αντιστασιακός· οι αποστολές που εκτελεί είναι θεμιτές πράξεις δολιοφθοράς». Δεν διαβάζει, επαναστατεί, ωστόσο, μπροστά στην ψηφιακή φλυαρία τής B@bil Books. Ως ειδήμων στην τεχνολογία καταστρέφει τα λογισμικά του κυρίου Γουάνγκ και μετατρέπει το όνειρο της Αλεξάνδρειας σε εφιάλτη. Ύστερα από τις δολιοφθορές του, ο Ζολά, ο Ουγκώ, ο Μπαλζάκ, ο Φλωμπέρ, ο Μωπασάν, ο Μονταίν και άπειροι άλλοι της ιδίας συνομοταξίας, άρχιζαν να μιλούν όλοι μαζί μες στις συσκευές ανάγνωσης, διακόπτοντας και παραφράζοντας ο ένας τον άλλο, σαν να μιμούνταν τη μυθοπλαστική τακτική τού Ζαν-Μαρί Μπλας ντε Ρομπλές.

Ο Φαμπρίς, που μόνο στα όνειρά του έβρισκε τις κατάλληλες λέξεις και ο οποίος τα μόνα κείμενα που έγραψε ποτέ ήταν τα ανορθόγραφα γράμματα που έστελνε στην άφαντη μητέρα του, δεν φαντασιώνεται έναν κόσμο με βιβλιοθήκες. Οι λέξεις ουδέποτε τον παρηγόρησαν ούτε οι ιστορίες, που έπλαθε στο μυαλό του για να εξηγήσει την απουσία της μητέρας του. Τα λιγοστά της γράμματα, αποκαρδιωτικά φειδωλά σε λόγια, τα έκαψε όταν έκλεισε τα δεκαέξι, ενώ κάθε φορά που ξαναδιάβαζε τις σημειώσεις του από τις επιστολές που της είχε στείλει, του έρχονταν δάκρυα στα μάτια. Παρά τη μοναξιά του, επέμενε να σώσει το μέλλον του κόσμου.

«Χίλιες δυο εξεγέρσεις συνωστίζονται πίσω από τα μάτια του, σαν κινούμενη ομίχλη», όταν σκέφτεται πόση κακοφωνία, απληστία και πλησμονή έπρεπε να εξαλειφθούν προκειμένου η ανθρώπινη ζωή να ανακτήσει το νόημά της. Θέλει να ανασάνει, «να ζει χωρίς την έγνοια πως πρέπει να πληρώνει απλά και μόνο το γεγονός ότι ζει», «να γεμίζει τα πνευμόνια του με την ομορφιά του κόσμου, να είναι έτοιμος, σε επιφυλακή, ηρωικός», «να ξαναδώσει νόημα σε κάθε του χειρονομία». Δεν ξέρει, όμως, πού θα μπορούσε να ζήσει μια τέτοια ζωή. «Σ’ έναν πλωτό φάρο, αγκυροβολημένο στα διεθνή ύδατα; Σε μια μακρινή γη, σ’ ένα νησί;»

Εξαφανισμένη σε μια κόγχη της αληθινής, ανελέητης ζωής, η Μαρτ, η μητέρα τού Φαμπρίς, διαπλέει τα τρομακτικά γηρατειά της γραπωμένη από το ημερήσιο αφήγημά της. Εκείνο που την κρατάει στη ζωή δεν είναι παρά η διαολεμένη ανάγκη να εξιστορεί, παραληρώντας από τον τρόμο, το συφοριασμένο έπος της καθημερινότητάς της.

Ο Φαμπρίς δεν ταξίδεψε ποτέ στη μακρινή, άβατη γη, όπου έθαλλε η ζωή που επιθυμούσε. Οι υπόλοιποι, όμως, ήρωες του μυθιστορήματος αποπλέοντας από το Νησί του Σημείου Νέμο, καταδύθηκαν στη σκοτεινή καρδιά, που έστελνε αίμα στις αρτηρίες του έναρθρου λόγου για να ζωογονήσει τα έντεχνα ψεύδη του. Ποντισμένοι στην καρδιά του Ναυτίλου, σε μια βιβλιοθήκη λεξικών, κυκλώνονταν από άπειρες εκδοχές δυνητικών αφηγήσεων. Άγραφες σελίδες τούς περίμεναν να ξαναρχίσουν την ιστορία τους, καλύτερα αυτή τη φορά, γιατί θα ήταν αγκυροβολημένη σε λέξεις. Γύρω τους τεχνίτες καταπιάνονταν με το δέσιμο βιβλίων, με φόντο τη θάλασσα. Η περίτεχνη βιβλιοδεσία πρόσφερε «στο βιβλίο την πανοπλία του, το διαβατήριό του για να ταξιδέψει στον χρόνο».

Το μυθιστόρημα του Ζαν-Μαρί Μπλας ντε Ρομπλές είναι μια ελεγεία στον γραπτό λόγο και ακριβέστερα στη μυθοπλασία. Οι εξωφρενικές, εξόχως απολαυστικές περιπέτειες των ηρώων παρατείνουν ένα φαντασμαγορικό παραμύθι, που παρηγορεί το πένθος του αφηγητή (του Αρνώ) για τα χαμένα βιβλία. Στην προοπτική της απώλειας που θα τον συντρίψει, όταν θα στερηθεί το δικό του, ιδιωτικό (ανεπανάληπτο όμως;) αφήγημα, ο Αρνώ συνθέτει έναν εορταστικό, πανηγυρικό αποχαιρετισμό στα έπη, ενθέτοντας στα ήδη εξιστορημένα τον μικρό του μύθο, όπου η υμνωδία πλέκεται με τον θρήνο.

Ο Μπλας ντε Ρομπλές, με την αρωγή του Αρνώ, μοιάζει να ξορκίζει ένα μέλλον, που δεν θα έρθει ποτέ, γιατί όσο και αν αυξάνονται εκείνοι που θα θέλουν να ξεχνιούνται με ένα ηλεκτρονικό Bradbury 451, όσο και αν απομειώνονται εκείνοι που θα μπορούν να διακόπτουν τον χρόνο φυλλομετρώντας σελίδες, τα χάρτινα βιβλία, θα μένουν, κάπου κοντά μας ή μακριά μας, να θυμίζουν πως υπάρχουν στιγμές που αγωνιάς να κρατηθείς, κυριολεκτικά και μεταφορικά, από μια ιστορία.

Οι ήρωες του μυθιστορήματος ζουν αναχρονιστικά σε έναν πολύ μοντέρνο κόσμο. Παραμερίζουν μπροστά στην ιλιγγιώδη βιασύνη του χρόνου, για να δοκιμάσουν χειρονομίες γραμμένες στα φυλλοκάρδια τους. Αν η αληθινή ζωή είναι τσίρκο και μαζί μαρτύριο, εκείνοι διεκτραγωδούν και διακωμωδούν τα άλματα και τις πτώσεις τους στα παρασκήνιά της, στο ημίφως που γνέθει ονειροφαντασίες και όλβιες ειμαρμένες. Και καθώς δεν είναι παρά αποκυήματα θρύλων, νοσταλγούν την πρωταρχική μήτρα, όπου εκκολάφθηκε η ιστορία τους, τις λέξεις που τους έφεραν στη ζωή. Ο νόστος τους, όμως, θα παραμένει ανευόδωτος, όσο θα ανακαλύπτουν την Ιθάκη τους κερματισμένη σε σελίδες. Ο Καντερέλ, η Κλώντια, η Βέριτυ είναι πλάσματα παρωχημένα, που επιμένουν να αποζητούν σελίδες σε ένα σύμπαν αφηγημένο σε οθόνες. Είναι τέτοια η επιμονή τους που τελικά αναγνωρίζουν το κρυπτογραφημένο νόημα των υπάρξεών τους σε σπαράγματα λογοτεχνίας, που τους επιτρέπουν να ζουν την πληθυντική ζωή της ανάγνωσης, την άληκτη ζωή των αμύθητων όντων των μύθων. Νοσφίζονται της άτερπνης πραγματικότητας για να ονειρευτούν την αρμονία της ομορφιάς, όπως ο Αρνώ, που αρνήθηκε την ύπαρξή του και αποκοιμήθηκε, για να ξυπνήσει μέσα σε μια άρια του Μοντεβέρντι, που μελωδούσε την κάθοδό του στη μυθοπλασία.

«Κάθε γραπτή φράση είναι οιωνός. Αν τα γεγονότα είναι επαναλήψεις, ανασυνθέσεις, περισσότερο ή λιγότερο πιστές, ιστοριών που άλλοι έχουν ονειρευτεί πριν από εμάς, τότε ποιο είναι το ξεχασμένο βιβλίο, ο πάπυρος, η πήλινη πινακίδα που ξεπατικώνουν οι ζωές μας μορφάζοντας απειλητικά;»

Μακάρι να το ξέραμε. Ίσως τότε οι ζωές μας να μην έμοιαζαν με αδέξια πρόβα, που δεν θα γίνει ποτέ ένα τελείως περατωμένο έργο. «Αλλά τι αξία μπορεί να έχει η ζωή, εάν η πρώτη πρόβα της ζωής είναι η ίδια η ζωή;» αναρωτιέται ο Κούντερα στην Αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης. Ούτε καν σκαρίφημα δεν είναι, καθώς ένα σκαρίφημα προοιωνίζεται την τελείωση. Μόνο η μυθοπλασία μπορεί να προσδώσει την επίφαση προμελετημένου σχεδίου στην τυχαιότητα, στους ιλίγγους και τους δύσληπτους αντίλαλους του απέραντου, ασυνάρτητου κόσμου, που δονούν την ανθρώπινη ύπαρξη. Η ζωή που ζούμε είναι ένα σκιαγράφημα, σκιά, ένα ανάερο, ευεξάλειπτο στίγμα, «αβάσταχτα ανάλαφρη, ανάλαφρη σαν πούπουλο, σαν μόριο σκόνης που πετά στον αέρα, σαν ένα κάτι που αύριο θα εξαφανιστεί».

Ο πλανερός ορθολογισμός, που διέπει τη γλωσσική καθυπόταξη της φαντασίας, μπορεί για λίγο, για όσο βαστούν οι σελίδες ενός βιβλίου με το ένυλο βάρος του, να μας λυτρώσει από τον πόνο, τη ματαιότητα και την ασημαντότητα των λέξεων.

Η Τερέζα αγάπησε τον Τόμας, όταν τον είδε να έχει ακουμπισμένο μπροστά του ένα ανοιχτό βιβλίο. Τα βιβλία και η μουσική ήταν για εκείνη «η εικόνα του κόσμου “της άλλης πλευράς”». «Απέναντι στον κόσμο της χοντροκοπιάς που την περιέβαλλε ένα μόνο όπλο είχε στην πραγματικότητα: τα βιβλία που δανειζόταν από τη δημοτική βιβλιοθήκη· ιδίως μυθιστορήματα». Της άρεσε να περπατά στον δρόμο με ένα βιβλίο παραμάσχαλα. Ένιωθε ξεχωριστή και δεν καταλάβαινε πως αυτό το διακριτικό σημάδι την έκανε «πλάσμα παρωχημένο».

Η Τερέζα δεν ήξερε πως ο Τόμας την ερωτεύτηκε, επειδή του θύμιζε τον μύθο του Οιδίποδα. «Η Τερέζα είχε προσαράξει στην όχθη του κρεβατιού του, σαν παιδί μέσα σ’ ένα καλάθι αφημένο στο ρεύμα του νερού».

Ο Τόμας ενέγραψε την Τερέζα στην ποιητική του μνήμη, σχηματίζοντας την ιδέα πως του την είχαν στείλει μέσα σ’ ένα καλάθι με το ρεύμα του νερού, γιατί δεν άντεχε στην ιδέα πως η παρουσία της πλάι του ήταν τυχαία, αποτέλεσμα έξι κωμικών συμπτώσεων. Αν κάπου τον περίμενε το άλλο του μισό, τότε γιατί είχε προτιμήσει τη γυναίκα που βρέθηκε μέσα σ’ ένα καλάθι από την ιδεατή γυναίκα του πλατωνικού μύθου; Ωστόσο, προτού αρχίσουν να αντιδικούν το μυαλό και η καρδιά του, ο Τόμας έβαλε την Τερέζα στη ζωή του το ίδιο βράδυ που την είδε να στέκεται στο κατώφλι του σπιτιού του, έχοντας παραμάσχαλα την Άννα Καρένινα του Τολστόι. Δεν ήξερε πώς να την αγαπήσει, γιατί δεν είχε ποτέ ξαναγαπήσει την Τερέζα. Ήταν κρίμα. «Όταν έχεις να ζήσεις μόνο μία ζωή, είναι σαν να μη ζεις καθόλου».

«Η Τερέζα με τον Τόμας πέθαναν στον αστερισμό της βαρύτητας».

polis_robles

Lina Pantaleon

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular