Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

Το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας είναι ένα βιβλίο που προκαλεί δέος

Προτάθηκε –κι εγκρίθηκε, σε πρώτο βαθμό- για το Πούλιτζερ του 1974, ένα χρόνο μετά την έκδοσή του. Απορρίφθηκε στη συνέχεια, καθώς, πέρα των συντηρητικών ηθών της εποχής, μέλη της επιτροπής χαρακτήρισαν την ανάγνωσή του αδύνατη –και κυριολεκτούσαν, 3 στα 7 μέλη της δεν κατάφεραν να γυρίσουν την τελευταία σελίδα. Έχει ειπωθεί ότι η ενέργεια που χρειάζεται κανείς για να το διαβάσει είναι μεγαλύτερη απ’ αυτήν που κατανάλωσε ο Πύντσον για να το γράψει. Ο μεταφραστής του βιβλίου στα ελληνικά, Γιώργος Κυριαζής, γράφει[1]:

«[…] Το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας [είναι] ένα βιβλίο που έχει πνίξει, ξεβράσει ή τσακίσει πάνω σε ξέρες ουκ ολίγους αναγνώστες».

Κι ο Γιώργος Μαραγκός δευτερολογεί[2]:

«Ένα βιβλίο σαν το Gravity’s Rainbow, όμως, είναι – στην πρώτη ανάγνωση – περισσότερο μια υπόσχεση, παρά μία άρτια και πλήρης εμπειρία. Είναι μια υπόσχεση ότι κάθε επιστροφή, κάθε πέρασμα δεν θα προσφέρει απαραίτητα κάτι καινούργιο (αν και αυτό είναι πολύ πιθανό ούτως ή άλλως), αλλά θα σου επιτρέψει να δεις το οικείο με διαφορετικό μάτι.»

Η δυσκολία των κειμένων του Πίντσον, βέβαια, δεν είναι κάτι καινούριο –ούτε αποτελεί σκόπελο μόνο του μέσου αναγνώστη. Ο JamesWood, ένας από τους σφοδρότερους (επι)κριτές του, γράφει για ένα απόσπασμα του Ενάντια στη Μέρα: «[…] αυτό επ’ ουδενί δεν είναι το μόνο απόσπασμα που ο Πίντσον ακούγεται σα να διάβαζε Κόμακ Μακκάρθυ· αν και, ποιος ξέρει, ίσως να τον παρωδεί». Όσο κι αν οι προσεγγίσεις του Wood στα έργα του Αμερικανού συγγραφέα αποτελούν περισσότερο ερμηνευτικά αντι-παραδείγματα[3], είναι αυτή η παραδοχή ανάμεσα στα κόμματα, who knows είναι η φράση που χρησιμοποιείται στο αγγλόφωνο κείμενο, που τονίζει δεικτικά τα διλήμματα που ορθώνουν για τους κριτικούς τα βιβλία του Τόμας Πίντσον. Κι αν μπορεί κανείς να εντοπίσει ένα απόσπασμα στο Ενάντια στη Μέσα όπου οι συγγραφικές προθέσεις αγνοούνται, είναι βέβαιο πως, στον πολλαπλάσιο ίσως βαθμό, μπορεί να κάνει το ίδιο και για το Ουράνιο Τόξο.

Και ποιος ξέρει; Η απάντηση είναι κανείς –ενίοτε, ίσως ούτε ο ίδιος ο Πίντσον: υπάρχουν στιγμές που λόγος του καθίσταται «τόσο σίγουρος, τόσο γεμάτος και τόσο πρόθυμος να ακολουθήσει το δικό του δρόμο μέχρι την πιο απόκρυφη άκρη του προορισμού του, τόσο δυνατός και τόσο κοφτερός ταυτόχρονα» που μοιάζει να’ χει αυτονομηθεί από τη συγγραφική συνείδηση ή, καλύτερα, ν’ αποκτά την αντίστοιχη δική του. Άλλος κριτικός, αναφερόμενος στο Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας και συγκεκριμένα σ’ ένα επεισόδιο που λαμβάνει χώρα στη Ζώνη, γράφει: «μερικές από τις αναφορές στην τελευταία παράγραφο απλώς με ξεπερνούν».

Τι είδους αναφορές είναι αυτές που «ξεπερνούν» έναν έμπειρο ακαδημαϊκό –σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που να τ’ ομολογεί ανοιχτά σ’ ένα κριτικό του κείμενο; Τι είναι αυτό που προκαλεί τέτοια σύγχυση σε κριτικούς κι αυτό το ανυπόφορο αίσθημα ανεπάρκειας στον αναγνώστη που, όχι λίγες φορές κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, είναι έτοιμος να εκσφενδονίσει το βιβλίο στον τοίχο; Ποια είναι τα στοιχεία που καθιστούν αυτό το βιβλίο ταυτόσημο με την έννοια της αναγνωστικής δυσκολίας, τόσο που σχεδόν να έχει κατηγοριοποιηθεί ως μη-αναγνώσιμο;

Το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας αρχίζει, προφανώς, in media res[4]:

«Ένα ουρλιαχτό διασχίζει τον ουρανό. Έχει ξανασυμβεί, αλλά τώρα δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτε.

Είναι πάρα πολύ αργά. Η Εκκένωση συνεχίζεται ακόμα, μα όλα είναι θέατρο. Δεν υπάρχουν φώτα μέσα στα αυτοκίνητα. Κανένα φως πουθενά. Από πάνω του υψώνονται σιδερένιοι δοκοί παλιοί σαν σιδερένια βασίλισσα, και γυαλί κάπου πολύ πιο πάνω που θα άφηνε να περάσει το φως της μέρας. Όμως είναι νύχτα. Φοβάται τον τρόπο που θα πέσει το γυαλί –σύντομα- θα είναι σπουδαίο θέαμα: η πτώση ενός κρυστάλλινου παλατιού. Που όμως θα γκρεμίζεται μέσα σε απόλυτη συσκότιση, χωρίς ούτε ένα λαμπύρισμα φωτός, μόνο μεγάλος αόρατος πάταγος.»

Όπως πρώτος τόνισε ο BrianMcHale[5], είναι ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του βιβλίου. Κυρίως για τις αντιδράσεις που προκαλεί στον αναγνώστη: ποιος είναι «αυτός» που η αφήγηση δείχνει με τη χρήση του τρίτου προσώπου; Που και πότε γίνεται αυτή η Εκκένωση; Ποιος ή τι ουρλιάζει διασχίζοντας τον ουρανό; Ο αναγνώστης καλείται να ανασκευάσει τα δεδομένα που του παρουσιάζονται –κι αν αυτό είναι διαδικασία εξ’ ορισμού απαιτητική, ο βαθμός δυσκολίας αυξάνει μόλις μαθαίνει ότι το παραπάνω απόσπασμα ήταν ένο όνειρο του Πειρατή Πρέντις. Τώρα, ο αναγνώστης καλείται, αφού έχει ήδη ανασκευάσει το παραπάνω απόσπασμα, όσο συνεχίζει την ανάγνωση –κι άρα εγγράφει νέες πληροφορίες που ίσως χρειάζονται τόση επεξεργασία όσο οι προηγούμενες- να το τοποθετήσει εκτός του πραγματικού –δηλαδή μυθιστορηματικού- κόσμου του βιβλίου. Ανάλογα σημεία μπορεί κανείς να εντοπίσει καθ’ όλη τη διάρκεια του κειμένου, και δεν αρκεί πάντα να γυρίσει μόνο δύο σελίδες, όπως στην παρούσα περίπτωση, για να μάθει τελικά πως πρόκειται για όνειρο, όραμα ή παραίσθηση. Ενίοτε, δεν είναι τόσο τυχερός ώστε αυτό να του δηλωθεί ξεκάθαρα: ο αναγνώστης θα πρέπει να ψάξει μια ήσσονος, με πρώτη ματιά, αναντιστοιχία μεταξύ μυθιστορηματικής παραίσθησης και πραγματικότητας για να καταλάβει σε ποιον από τους δύο κόσμους βρίσκεται.

Ο Πέκλερ αρχίζει να υποψιάζεται πως η κοπέλα που του παρουσιάζεται κάθε καλοκαίρι δεν είναι η κόρη του:

«Τη χτύπησε στο κεφάλι με την ανοιχτή παλάμη του, ένα δυνατό και φριχτό χτύπημα. Αυτό ανακούφισε το θυμό του. Και μετά, πριν προλάβει να κλάψει ή να μιλήσει, την τράβηξε δίπλα του πάνω στο κρεβάτι, και τα ζαλισμένα χεράκια της ήταν ήδη στα κουμπιά του παντελονιού του, και το λευκό φόρεμά της σηκωμένο πάνω από τη μέση της… αχ, πως σε ήθελα, του ψιθύρισε καθώς το πατρικό αλέτρι βρήκε το δρόμο του προς το θυγατρικό αυλάκι… και μετά από ώρες εκπληκτικής αιμομιξίας, ντύθηκαν σιωπηλά και βγήκαν έξω στην κόψη της αυγής που είχε το χρώμα της σάρκας […]»

Η περιγραφή συνεχίζεται με την αποχώρηση τους και μια ακόμα, μικρότερη ερωτική σκηνή. Το σημείο που ο αναγνώστης οφείλει να προσέξει, όμως, βρίσκεται στην επόμενη παράγραφο:

«Όχι. Ο Πέκλερ επέλεξε να πιστέψει ότι εκείνη ήθελε παρηγοριά εκείνη τη νύχτα, ήθελε να μην είναι μόνη.»

Η προηγούμενη σκηνή ήταν μια φαντασίωση του Πέκλερ. Πόσες οι πιθανότητες για τον αναγνώστη να κοιτάξει την αρχή της προηγούμενης παραγράφου δίχως ποτέ να τη διαβάσει; Να σύρει τα μάτια του ανάμεσα στις λέξεις όσο ακόμα θα προσπαθεί να εικονοποιήσει την προηγούμενη δυνατή αιμομικτική σκηνή; Και πως αντιδρά όταν πια αρχίζει να αμφιβάλλει πως έχασε μια λέξη, μια φράση ή μια νύξη που ξαφνικά, εδώ που βρίσκεται, αρκετές σελίδες παρακάτω, φαντάζει σημαντική; Το ξαναδιαβάζει –το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας είτε θα διαβαστεί επαναλαμβανόμενα, ξανά και ξανά, είτε καθόλου. Μοιάζει να είναι η μόνη ξεκάθαρη πλευρά του: ένα κείμενο που ισορροπεί διαρκώς μεταξύ του Ένα και του Μηδέν, ενίοτε –και φαινομενικά- πότε στη μία και πότε στην άλλη πλευρά, μα τελικά πάντα στο μεταξύ τους χώρο, έχοντας καταργήσει πλήρως κάθε διχοτόμηση μεταξύ αφηγηματικού προσκηνίου και παρασκηνίου, καθιστά απαγορευτική για την κατανόησή του την παραμικρή διολίσθηση στην παθητική του κατανάλωση. Κι ο αφηγητής του Πίντσον, ήδη, από την πολλή αρχή, μας έχει προειδοποιήσει: «’Οχι, αυτό δεν είναι απεμπλοκή, αλλά προοδευτική εμπλοκή».

Κι η εμπλοκή γίνεται περισσότερο φανερή όσο κανείς προχωρά την ανάγνωση. Οι χαρακτήρες που παρουσιάζονται στο βιβλίο είναι εκατοντάδες, κι ενίοτε εμφανίζονται, εξαφανίζονται κι επανέρχονται στο προσκήνιο με διαφορά εκατοντάδων σελίδων –ενδεικτικό της σύγχυσης που προκαλούν είναι ότι υπάρχουν σημεία στα οποία είναι δύσκολο να αποφανθεί κανείς ποιος χαρακτήρας προσδιορίζεται με τη χρήση της εκάστοτε δεικτικής αντωνυμίας. Οι τόσες διαφορετικές πλοκές δεν εξελίσσονται διαδοχικά, με τη μία να διαδέχεται την επόμενη, αλλά ταυτόχρονα. Το πλήθος και η –δυνητική σε κάποιες περιπτώσεις και ξεκάθαρη σε άλλες- διάδρασή τους εμποδίζει τον αναγνώστη από το να μπορέσει να τις εικονοποιήσει, να εγγράψει δηλαδή μέσω μιας γενικής εικόνας τα κύρια στοιχεία τους στο αναγνωστικό του υποσυνείδητο –ή, ακριβέστερα, κάθε τέτοια εικόνα που δημιουργεί, γιατί η δημιουργία της σε κάθε ανάγνωση μοιάζει αναπόφευκτη, έρχεται να αναιρεθεί μερικές –ή εκατοντάδες- σελίδες παρακάτω. Συνδέονται η μία με την άλλη; Κι αν ναι, σε ποιο βαθμό; Ακόμα σημαντικότερο: θέλουμε, σαν αναγνώστες, να συνδέονται; Η απάντηση στο τελευταίο ερώτημα, γιατί μόνο σ’ αυτό μπορεί να απαντήσει κανείς ξεκάθαρα, είναι ναι. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, είναι και μία από τις μεγαλύτερες δυσκολίες που καλείται να αντιμετωπίσει ο αναγνώστης –η πεποίθηση που θέλει τελικά την αφήγηση να τείνει προς ένα τελικό νόημα το οποίο θα συνδέσει όλα, ή τουλάχιστον τα περισσότερα, από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί, μια απάντηση που θα καταστήσει το βιβλίο μια λογική ακολουθία αιτίου κι αιτιατού είναι μια προσδοκία που ο Πίντσον οικοδομεί, αναβάλλει κι έπειτα επαναοικοδομεί. Μέχρι τελικά αυτή να καταρρεύσει πλήρως.

Πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα η τύχη του Τάιρον Σλόθροπ: μετά απ’ όλες τις περιπλανήσεις και τις περιπέτειές του, όσο η τελευταία σελίδα πλησιάζει, ο αναγνώστης περιμένει, φυσιολογικά, την τελική απάντηση. Περιμένει με αγωνία γιατί έχει ήδη ταυτιστεί με τον ήρωα, όχι με τη συμβατική έννοια της φράσης, ανησυχώντας δηλαδή για αυτόν, αλλά, πολύ διαφορετικά, ανησυχώντας όπως αυτός. Η αγωνία, τα ερωτηματικά, οι αμφιβολίες, οι φόβοι, η ανασφάλεια και η παράνοια του Σλόθροπ περνάνε, μεταδίδονται θα λέγαμε, και στον αναγνώστη. Αντί τελικών απαντήσεων, ο Πίντσον γράφει:

«Και υπάρχει και η αφήγηση για τον Τάιρον Σλόθροπ, που στάλθηκε στη Ζώνη για να είναι παρόν στη δική του συγκέντρωση –ίσως, έχουν ψιθυρίσει βαριά παρανοϊκές φωνές, στη συγκέντρωση του χρόνου του- και θα έπρεπε να υπάρχει κάτι αστείο εδώ, αλλά δεν υπάρχει. Το σχέδιο χάλασε. Αντί γι’ αυτό, κατακερματίζεται και σκορπίζεται.»

Μαζί με το Σλόθροπ βέβαια, κατακερματίζονται και σκορπίζονται και οι όποιες ελπίδες είχαν απομείνει για μια τελική, θεοκρατική σύνδεση των πλοκών που θα δώσει στο βιβλίο ένα τελικό νόημα, μια λύση σε κάθε αίνιγμά του.

Ο αναγνώστης λοιπόν ήδη δοκιμάζεται προσπαθώντας να συγκρατήσει ονόματα και χαρακτήρες, τα κανάλια των διάφορων πλοκών και τις κατευθύνσεις που αυτά ακολουθούν, καθώς και το κατά πόσο συμπλέουν ή όχι. Η δοκιμασία καθίσταται ακόμα δυσκολότερη αν αναλογιστεί κανείς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του λόγου του Πίντσον: ο μακροπερίοδος λόγος του δοκιμάζει, και συνήθως ξεπερνά, τη βραχύβια μνήμη του αναγνώστη που προσπαθεί να συγκρατήσει τις προηγούμενες πληροφορίες όσο διαβάζει τις επόμενες –συχνότατα κάθε τέλος μιας περιόδου τον βρίσκει να’ χει ξεχάσει το εναρκτήριο της σημείο. Αλλά και η περίπλοκη δομή της σύνταξης του, με τις δευτερεύουσες προτάσεις, τις παρενθετικές πληροφορίες και τα αποσιωπητικά που συχνά κλείνουν μια περίοδο, υπονοώντας ότι εκτός απ’ όσα ειπώθηκαν, κι ήταν ήδη αρκετά, υπάρχουν κι άλλα, περισσότερα που ο αναγνώστης οφείλει να φανταστεί, διακόπτουν τη ροή του λόγου του και αποσπούν την προσοχή του. Το κείμενο απαιτεί την πιο βαθιά συγκέντρωση η οποία σ’ ένα βιβλίο 1002 σελίδων δεν είναι πάντα εφικτό να διατηρηθεί.

Ένα απόσπασμα που συνδυάζει αμφότερα τα παραπάνω χαρακτηριστικά (σελ 623):

«Το βλέμμα της τώρα – αυτό το έντονο, καθηλωτικό βλέμμα- έχει ήδη κάνει κομμάτια την καρδιά του Σλοθροπ: την έχει κάνει και ξανακάνει κομμάτια, αυτό το ίδιο βλέμμα που αιωρείται γύρω του καθώς φεύγει, σπρωγμένο μέσα στο λυκόφως που σχηματίζεται από βάλτους και αποικίες που καταρρέουν, από λεπτές κυλινδρικές αντλίες αερίου, από διαφημίσει κουτιών Μόξι, γαλάζιες και γλυκόπικρες σαν τη γεύση που προωθούσαν κολλημένες πάνω στις επικλινείς πλευρές σιταποθηκών, που κοίταζες πολλές Τελευταίες Φορές στον καθρέφτη σου, όλες τους χωμένες μέσα στο μέταλλο και την καύση, επιτρέποντας στους στόχους της μέρας περισσότερη πραγματικότητα από οτιδήποτε μπορούσε να εμφανιστεί ξαφνικά, με το Νόμο του Μέρφι, όπου θα μπορούσε να βρίσκεται η σωτηρία… Χαμένος, ξανά και ξανά, πέρα από το δολοφονημένο και πνιγμένο αρχιεπίσκοπο Μπέκετ, πάνω-κάτω στις καφετιές πλαγιές, ενώ οι θημωνιές έπαιρναν το χρώμα της σκουριάς το απόγευμα, κι ο ουρανός γινόταν γκριζοπορφυρός, σκοτεινός σα μασημένη τσίχλα, και η ομίχλη άρχιζε να κατεβαίνει λευκή μέσα στον αέρα προς τη γη, με μικρές εφόδους, μισή ίντσα τη φορά… τον κοίταξε κάποτε, και βέβαια το θυμάται ακόμη, από την άλλη άκρη του πάγκου ενός βαγονιού-εστιατορίου, ενώ η τσίκνα κολλούσε πάνω στα παράθυρα όπως το λίπος στα παπούτσια για να προστατέψει από τη βροχή το καρό, κυρτό, τρύπιο μικρό εσωτερικό, από το τζουκ-μποξ ακουγόταν ένα παιχνίδισμα στο παράπονο ενός τρομπονιού, τα ξύλινα πνευστά έπαιζαν εμβόλιμες νότες ακριβώς στη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην ενδιάμεση σιωπή και το επόμενο μπητ, σαν πήδημα πα (μ) πα (μ) πα με τέτοια ακρίβεια που ξέρατε πως προηγείται αλλά νιώθατε πως έπεται, και οι δυο σας, στις δυο πλευρές του πάγκου, το νιώθατε, νιώθατε την ηλικία σας να μεταφέρεται σε ένα νέο είδος χρόνου που ίσως σας έχει επιτρέψει να χάσετε την επαφή με τα υπόλοιπα, με τις άκομψες προσδοκίες των γέρων που κοίταζαν , με διεστιακή εστίαση και βλεννώδη αδιαφορία, σας κοίταζαν να πέφτετε χαρωπά μέσα στο λάκκο κατά εκατομμύρια, όσα εκατομμύρια χρειάζονται… Και βέβαια ο Σλόθροπ την έχασε, και συνέχισε να τη χάνει –ήταν μια αμερικάνικη αξίωση- έξω από τα παράθυρα του Γκρέιχαουντ, περπατώντας πάνω σε λοξότμητους λίθους, πράσινη και τυλιγμένη σε τελιές, μπαίνει σε μια έλλειψη αντίληψης ή, κατά μια πιο καταχθόνια έννοια, έλλειψη θέλησης (κάποτε ήξερες τι σημαίνουν αυτές οι λέξεις), έχει φύγει, ατάραχη, και ανήκει πια σ’ Εκείνους, δεν υπάρχει περίπτωση να εμφανιστεί στο δικό της δρόμο κανένα μπεζ καλοκαιρινό φάντασμα…

Πρόκειται για ένα παράδειγμα εντροπίας στη θεωρία της πληροφορίας –μια υπερπληθώρα πληροφοριών που, αντί να βελτιώνουν, συσκοτίζουν την επικοινωνία. Παράλληλα, το απόσπασμα αναδεικνύει ακόμα μία αναγνωστική δυσκολία: σε πολλά επιμέρους αποσπάσματα η δυσκολία δεν έγκειται τόσο στην αυτόνομη κατανόησή τους, όσο στην τοποθέτησή τους εντός της του γενικότερου πλαισίου του βιβλίου –τι νέες πληροφορίες εισάγουν και ποιες ήδη υπάρχουσες ανατρέπουν. Κι ο εγκυκλοπαιδικός χαρακτήρας του βιβλίου, που παρεμβάλλεται διαρκώς μεταξύ αναγνώστη και κειμένου αυξομειώνοντας τη μεταξύ τους απόσταση, καθιστά τη δοκιμασία ακόμα δυσκολότερη: από το Λονδίνο του 1944 στη Γερμανία, την Ελβετία και την Αφρική· από τη παβλοβιανή ψυχολογία και τα φροϋδικά υπονοούμενα στα μαθηματικά, τη στατιστική και την πυραυλική τεχνολογία· από τις ακριβείς ιστορικές γνώσεις, τη στρατιωτική και οικονομική ειδίκευση σε ψυχοτρόπες παραισθήσεις και εξειδικευμένες γνώσεις σχετικά με τα ταρώ· από λυρικές, ερωτικές περιγραφές σε σαδομαζοχιστικά όργια ικανά να ταρακουνήσουν τον πιο σκληροπυρηνικό ρέκτη της πορνογραφίας.

Κι όλα αυτά δοσμένα με κάθε είδος λογοτεχνικής τεχνοτροπίας. Το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας έχει χαρακτηριστεί πολεμικό, ιστορικό και κατασκοπευτικό μυθιστόρημα, ένα μεγάλο λυρικό ποίημα με αυτοτελή επεισόδια, μετα-λογοτεχνία, πορνογραφία, επιστημονική φαντασία, παρανοϊκό μιούζικαλ, κόμιξ, ταινία και πολλά πολλά άλλα.

Το ίδιο το βιβλίο, όμως, αντιστέκεται και αποβάλλει κάθε απόπειρα κατηγοριοποίησης του. Ο πρώτος κανόνας για την ανάγνωσή του είναι η αποδοχή –αποδοχή πως κάτι θα χάσεις, κάτι θα ξεφύγει, κάπου θα χρειαστεί να επιστρέψεις. Αποδοχή πως η κατανόηση, αν έρθει, θ’ αργήσει –κι όπως γράφει ο Πίντσον (σελ 274):

«Κανείς δεν είπε ποτέ ότι η μέρα θα πρέπει να διαστρεβλώνεται έτσι ώστε να βγαίνει κάποιο νόημα στο τέλος της μέρας.»

Ο αναγνώστης, διαβάζοντας αυτό το αριστούργημα, περπατά σε τεντωμένο σκοινί, δίχως να μπορεί να σφυγμομετρήσει την απόσταση, ίσως ούτε και να το θέλει, ίσως να φοβάται να κατανοήσει πραγματικά πόσο μεγάλη είναι, κι έχει πάντα στο νου του, σαν προαπαιτούμενο ή σαν επακόλουθο, πως θα κουραστεί και θα μοχθήσει, ξέρει πως ίσως δε θα τα καταφέρει και, αν είναι αρκετά διορατικός, θα μπορέσει να διακρίνει, κοιτάζοντας τον εαυτό του έξω από το σώμα του, σαν ουδέτερος παρατηρητής, τη μορφή του να ακροβατεί με τα μάτια καρφωμένα μπροστά, ευθεία, σ’ αυτό που σχηματίζεται και μοιάζει με ουράνιο τόξο. Μα είναι πράγματι αυτό; Θέλει να μάθει, και συνεχίζει, πλησιάζει, μέχρι που είναι αρκετά κοντά, τώρα πια μένει μόνο να προεκτείνει το χέρι του, ο βλάκας, θέλει να τ’ αγγίξει, και το κάνει, μοιραία κίνηση, το ουράνιο τόξο δεν έχει μάζα, ενώ η βαρύτητα την τραβά, χάνει την ισορροπία του, το ουράνιο τόξο δεν είναι αισθητό, αλλά ορατό –και το βλέπει, η βαρύτητα δεν είναι ορατή, αλλά αισθητή –και τη νιώθει. Πέφτει, ή έχει πέσει ήδη.

[1] Γιώργος Κυριαζής, Η ζωτική ελαφρότητα του Pynchon, TheZone, Τεύχος 1

[2] Γιώργος Μαραγκός, Γιατί έκανα διδακτορικό στον Pynchon, TheZone, Τεύχος 3

[3] Για την κριτική που έχει ασκηθεί στον Woodσχετικά με τις προσεγγίσεις του στα έργα του Pynchonβλέπε JeffreyStaiger, JamesWood’sCaseAgainst “HystericalRealism” andThomasPynchon

[4] Όλες οι αναφορές και τα αποσπάσματα του Ουράνιου Τόξου της Βαρύτητας προέρχονται από την ελληνική έκδοση, μετάφραση Γιώργος Κυριαζής, Εκδόσεις Χατζινικολή

[5]Brian McHale, Modernist Reading, Post-Modern Text: The Case of Gravity’s Rainbow

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular