Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

«Το να χάνεσαι σημαίνει το να βρίσκεις κι αυτό που βρίσκεις να μην ξέρεις καν τι να το κάνεις» 

 

 

Η Α.Γ. δεν ξυπνά ένα πρωί μεταμορφωμένη σε κατσαρίδα. Ένα πρωινό βλέπει μια κατσαρίδα και μεταμορφώνεται. Ακριβέστερα, την αναπάλλει ακαριαία και σφοδρά ο πόθος της μεταμόρφωσης, της διαφυγής από την ανθρώπινή της κατάσταση. Η Κλαρίσε Λισπέκτορ (1920-1977) στοχάζεται με πάθος αυτή την ακραία και επώδυνη επιθυμία μεταμόρφωσης, που απειλεί να εξορίσει την αφηγήτρια του βιβλίου από τον κόσμο της, από την εγκόσμια καθημερινότητά της. Η συγγραφέας αναρωτιέται με στοχαστική δριμύτητα τι άραγε μπορεί να πει η ηρωίδα για αυτό που είδε μπαίνοντας ένα πρωί στο δωμάτιο υπηρεσίας. Συνεπώς η αφηγήτρια δοκιμάζεται σε κάθε της φράση με τη σιωπή. Η Α.Γ. αδυνατεί να πει, αλλά την ίδια στιγμή καίγεται να πει. Αν πει αυτό που είδε, ίσως το καταλάβει. Και λαχταρά να καταλάβει. Η αποτυχία της φωνής της την οδηγεί στο ανείπωτο, ένα μονάκριβο, ακατανόητο απόκτημα. «Μόνο εγώ θα ξέρω αν ήταν η αποτυχία που είχα ανάγκη».

Η Α.Γ. είναι μια ευκατάστατη κυρία που ζει σε ένα ρετιρέ στο Ρίο ντε Τζανέιρο και περιστασιακά ασχολείται με τη γλυπτική. Ποτέ δεν είχε αναρωτηθεί για την ύλη του εαυτού της, τα όρια του σχήματός του, ούτε για το νόημα αυτής της κατασκευής που αποκαλούσε εγώ. Ποτέ δεν είχε συλλογιστεί «τον μεγάλο μόχθο της κατασκευής που ήταν το να ζεις». Ποτέ δεν είχε νιώσει την ανάγκη του Θεού, ούτε του είχε απλώσει το χέρι της. Ποτέ, μέχρι εκείνο το πρωινό που μπήκε στο δωμάτιο υπηρεσίας. Η υπηρέτρια είχε φύγει και η κυρία του σπιτιού μπήκε στο δωμάτιο για να το καθαρίσει από τη βρωμιά και το σκουπιδαριό. Προς μεγάλη της έκπληξη κεραυνοβολήθηκε από ένα ορθογώνιο γυμνού, πάλλευκου φωτός· «τα μάτια μου αυτοπροστατεύονταν μισοκλείνοντας». «Έμενα έκπληκτη όπως εκπλήσσεται κανείς από ένα φως που έρχεται από το τίποτα». Πρώτη φορά στη ζωή της, εκείνο μόνο το πρωινό και ποτέ ξανά, ο ήλιος την είχε φτάσει ολοκληρωτικά. Ο ήλιος στο δωμάτιο ήταν αποκαλυπτικός. Αποκάλυπτε και την αποκάλυπτε. Ανάμεσα στους τοίχους κυριαρχούσε και επιβαλλόταν «μια ήρεμη και άδεια τάξη». Το δωμάτιο της φάνηκε απεριόριστο, αχανές. Εκεί μέσα την παραμόνευε μια ατέρμονη απεραντοσύνη, μια τρομακτική πληρότητα. Το δωμάτιο «δονούνταν σιωπηρά», ήταν «εργαστήριο κόλασης». Μπαίνοντας σε εκείνο το δωμάτιο, η Α.Γ. ένιωσε διαμιάς αποκλεισμένη, εκδιωγμένη από το σπίτι της. Ήταν σαν εκείνη, που πάντοτε ήθελε να είναι δέσμια, να είχε απολέσει ανέκκλητα τα δεσμά που την νοηματοδοτούσαν, σαν να είχε χάσει «τον ανθρώπινο σχηματισμό» της. Θαρρείς και η ίδια ήταν «το απώτατο σημείο της τακτοποίησης και του πρωινού».

«Το δωμάτιο έμοιαζε να βρίσκεται σε ένα επίπεδο ασύγκριτα ψηλότερο από το ίδιο το διαμέρισμα».

Ανοίγοντας το παράθυρο, την Α.Γ. κέντρισε η υποψία μιας αυτοκρατορίας, μιας ζωής επέκεινα της δικής της, όπου βασίλευε ο εαυτός της αστεφάνωτος από το σχήμα του, γυμνός από το όνομα. Ο εαυτός καθεαυτόν. Κάτι θεϊκό και μαζί δαιμονικό. Το εγώ προβαλλόταν έξω από το παράθυρο σαν το «ιερογλυφικό σπάραγμα μιας αυτοκρατορίας νεκρής ή ζωντανής». Η Α.Γ. ανοιγόταν προς το θεϊκό στοιχείο μέσα της καθοδηγημένη από το δαιμονικό. Είχε εισέλθει στην κόλαση, υποφέροντας από ένα «κολασμένο όργιο» της ψυχής και της καρδιάς της, που δεν θα αργούσε να αναγνωρίσει ως «το ίδιο το ανθρώπινο μαρτύριο». Πέρα μακριά από τις στέγες, που καίγονταν ήρεμα στον ήλιο, ατένισε μια έκταση αχανή, την προϊστορία του ανθρώπινου χρόνου και τον είδε να συνθλίβεται και να σκορπίζει σε μόρια σκόνης. Τα συντρίμμια του πολιτισμού θάβονταν στην άμμο. Γίνονταν «γυμνή και φλεγόμενη έρημος». Αυτό ήταν η κόλαση, «αυτή η καταστροφή στρωμάτων και στρωμάτων ανθρώπινης αρχαιολογίας».

«Ζούσα κιόλας την κόλαση που από μέσα της ακόμη επρόκειτο να περάσω, αλλά δεν ήξερα αν θα ήταν απλώς πέρασμα ή παραμονή».

Η Α.Γ. ατένισε την έρημο και λίγο μακρύτερα, ή βαθύτερα, στο υπέδαφος της άμμου, τον παράδεισο. Όμως, εκείνη κάνοντας μόλις μερικά βήματα προς το βάθος του διαμερίσματος, είχε μετοικήσει ερήμην της στην κόλαση, γιατί εκείνο το δωμάτιο ήταν κόλαση, καταμεσής μιας ερήμου. Το δωμάτιο ήταν μια ρωγμή, μια εσοχή στον οικείο της κόσμο, μια σπηλιά όπου σαν σε τοιχογραφία δέσποζε το πιο αρχαϊκό της αποτύπωμα. Εγχάρακτη στην πέτρα, στον αρχαίο βράχο του σπηλαίου. Στα αρχικά του ονόματός της είχε ήδη κατακάτσει η σκόνη και ήταν πλέον μια «σχεδόν νεκρή ένδειξη», σήμα-τάφος μιας απουσίας. Από τη ρημαγμένη αρχαιολογία που κατεδαφιζόταν, η Α.Γ. κατέληξε «εγκλωβισμένη σε μια από τις πέτρες που κατέρρευσαν». Κάτω από «τον χαμηλό ουρανό του ξασπρισμένου ταβανιού», έμπυρη από τη λάβρα του ήλιου, ασφυκτιούσε «από περιορισμό και εγκλεισμό». «Και νοσταλγούσα ήδη το σπίτι μου».

Μπαίνοντας στο δωμάτιο ακράγγιξε ένα είδος τρέλας, μια ιερή σαλότητα τη συνεπήρε. «Ήταν τώρα ένα πεντακάθαρο και παλλόμενο δωμάτιο, σαν ψυχιατρείο απ’ το οποίο έχουν απομακρύνει τα επικίνδυνα αντικείμενα».

«Σε κάθε περίπτωση τρέλας κάτι επιστρέφει». Η Α.Γ. επέστρεφε στον πρωτογενή κόσμο όπου προϋπήρχε η ύπαρξή της. Σε έναν κόσμο όπου τα πράγματα ξαναγίνονταν αυτό που πάντα ήταν. Ο κόσμος της θρυμματιζόταν σε ερείπια ενόσω εκείνη έμπαινε σε έναν κόσμο ολοένα και πιο απόκοσμο. Κοίταζε αμέτοχη, «σαν κάποιος που ούτε στον εαυτό του θα πει». Νιώθοντας ότι από στιγμή σε στιγμή θα εγκατέλειπε ό,τι μέχρι τότε γνώριζε και στόλιζε με λέξεις, όλες της τις κατασκευές που την προφύλασσαν από το πραγματικό, παλεύει να γραπωθεί «από τα τελευταία απομεινάρια του παλιού πολιτισμού»· «να γραπώνομαι ώστε να μην αφεθώ να συνθλιβώ από αυτό που τώρα με διεκδικούσε». Πρώτη φορά στη ζωή της αφηνόταν να οδηγηθεί εκεί όπου ποτέ δεν θέλησε να βρεθεί και αντάλλασσε, παλλόμενη από έναν χαρμόσυνο τρόμο, το ανθρώπινο πεπρωμένο της με μια τρομερή πιθανότητα, πολύ ευρύτερη από το προφυλαγμένο εγώ της. Έχανε τον κόσμο όπως τον είχε, αγνοώντας αν είχε τη δυνατότητα για άλλον. Πλησίαζε ανήξερη την έσχατη ταυτότητά της. Έκανε ένα βήμα προς τον εαυτό της.

Η Α.Γ. κατοικούσε με επιμελημένη φινέτσα και με πίστη στην καλλιτεχνική δημιουργία στον τελευταίο όροφο ενός εποικοδομήματος χτισμένου στον αέρα. Ξαφνικά εκείνο το πρωινό το οικοδόμημα, που φαινόταν απόλυτα στέρεο και σε κάθε περίπτωση βιώσιμο, έγινε τόσο βαρύ, τόσο «κορεσμένο από τον εαυτό του», που κινδύνευε να καταρρεύσει και να σωριαστεί παντελώς ανυπόστατο ανάμεσα στα θρύμματα της αρχαιολογίας που αποσυντίθετο.

Το δωμάτιο που ενέδρευε στο βάθος του διαμερίσματος, αναπόσπαστο μέχρι τότε από κάθε άλλο δωμάτιο, απεργαζόταν την αποπροσωποποίηση της Α.Γ. Ανάμεσα στους τοίχους ακουγόταν σαν ανατριχιαστικός συριγμός «ο κρότος ενός στερεού πράγματος που αίφνης θρυμματίζεται συντετριμμένο». Το δωμάτιο δονούνταν από μυστικιστικές αντηχήσεις που θα μπορούσαν να είναι τα «φωνητικά σπαράγματα» του απώτατου εαυτού της. Η Α.Γ. ένιωθε να απογυμνώνεται, να αποχωρίζεται το ίδιο της το δέρμα, να χάνει τα χαρακτηριστικά που την καθιστούσαν ορατή στον κόσμο. Έχανε το πρόσωπό της. Έμενε γυμνή καθώς γλιστρούσαν από πάνω της όλες οι λέξεις που είχε εφεύρει για να ονομάσει τον εαυτό της και να ντύσει τον πυρήνα του. «Μέχρι που τελικά να μου αποκαλυφθεί πως η ζωή εντός μου δεν έχει το όνομά μου».

Ήταν τρέλα. Απομακρυνόταν από όλα όσα μέχρι τότε ήξερε και καταλάβαινε για να ενδώσει σε μια αλήθεια που ήταν τρομερή, γιατί ήταν προγενέστερη των λέξεων. «Γιατί αντέκρουε δίχως λέξεις όλα όσα πριν είχα συνηθίσει να σκέφτομαι και πάλι δίχως λέξεις».

Μπαίνοντας στο δωμάτιο ήταν σαν να συναινούσε στην καταστροφή αυτού που με τόση φινέτσα και ευαισθησία είχε χτίσει. Το κέλυφός της είχε με τον καιρό σκληρύνει σαν πέτρα και τώρα η Α.Γ. πάσχιζε να το σπάσει για να αναβλύσει από μέσα της η κολλώδης ζωή, το τρυφερό ουδέτερο. Ήθελε να γυμνώσει την ουδέτερη φύση της, το υλικό της, που όπως και το υλικό κάθε πράγματος ήταν ουδέτερο. Η Α.Γ. πορευόταν προς την αποπροσωποποίησή της συγκλονισμένη από την πλησμονή της απώλειας. «Η αποπροσωποποίηση ως η απόρριψη της άχρηστης ατομικότητας – το να χάνεις ό,τι μπορεί να χαθεί κι ακόμη κι έτσι να υπάρχεις».

«Η αποπροσωποποίηση ως μεγάλη αντικειμενικοποίηση του εαυτού. Η μεγαλύτερη εξωτερίκευση στην οποία μπορεί να φτάσει κανείς».

Πιθανότατα εκείνο στο οποίο ενέδιδε η Α.Γ. ήταν η ρίζα της ταυτότητάς της, η πρώτη της κληρονομιά. Έμπαινε σε μια τερατώδη κατάσταση, εκείνη της ζωντανής ουδετερότητας. Για την Α.Γ. το ουδέτερο ήταν «το ζωτικό στοιχείο που ενώνει τα πράγματα». Και τώρα η ίδια έμπαινε στο «μυστηριώδες υφαντό», στο παλίμψηστο των ζώντων πραγμάτων, με την πίστη πως και σε αυτή την καινούργια κατάσταση, σε αυτή την καινούργια «μη πραγματικότητα», «το πλάσμα του Θεού» θα παρέμενε στη ζωή της.

Προτού μπει στο δωμάτιο η Α.Γ. ζούσε σε έναν εξανθρωπισμένο, τακτοποιημένο, εκλεπτυσμένο κόσμο. Ζούσε μέσα σε ένα σύστημα, οριοθετημένο από ιδέες, σκέψεις και συναισθήματα. Μάλιστα της άρεσε ιδιαίτερα η τακτοποίηση. «Το να τακτοποιείς σημαίνει να βρίσκεις την καλύτερη μορφή». Η ενασχόλησή της με τη γλυπτική τής επέτρεπε να αγγίζει τη μορφή των πραγμάτων, να ψηλαφεί την απτή όψη της ύλης. Με την επιφάνεια των δαχτύλων της κρατιόταν στο επίπεδο της ζωής της, της μόνης που γνώριζε και της αρκούσε. «Ο κόσμος ήταν ένας τόπος». Της χρησίμευε για να ζει. Μπορεί αυτό που ζούσε να μην ήταν παρά απομίμηση ζωής, αλλά της άρεσε η απομίμηση γιατί την καταλάβαινε. Το να απομιμείται τη ζωή τής έδινε σιγουριά και υποδεχόταν τον κόσμο στη ζωή της με «ανάλαφρη γενική ευχαρίστηση», στην οποία συνίστατο η τονικότητα της ύπαρξής της. Μια χαρίεσσα αίσθηση αυτοειρωνείας, μια ανέμελη εντέλει ειρωνεία, τη βοηθούσε να διατηρεί «μια ευχάριστη φιλία» με τον εαυτό της. Είχε τόσο επιμελώς εξευγενίσει τον εαυτό της που κατάφερε να τον μεταμορφώσει στο άτομο που έφερε το όνομά της. Αυτή η «ωραία ρέπλικα» που έφερε τα αρχικά του ονόματός της, ήταν ένα επίτευγμα, ήταν η μεγαλύτερη εμβάθυνση στη σχέση της με τον κόσμο. Είχε θεμελιώσει «μια ολόκληρη ελπίδα» στο να γίνει εκείνη που δεν ήταν, να μεταμορφωθεί σε «ένα παράθεμα του εαυτού» της.

Η Α.Γ. αφιερωνόταν σε κάθε λεπτομέρεια του «μη» και του «σαν». Η ζωή την απασχολούσε «όπως μια επινόηση». Το έλασσον, όπως το αντιλαμβανόταν, πεπρωμένο της, δεν ήταν παρά ένας επινοημένος προορισμός. Ένα μέλλον που αναβαλλόταν. Το ίδιο το σπίτι της δεν ήταν παρά «μόνο καλλιτεχνική δημιουργία». Ήταν «η φινετσάτη, ειρωνική και πνευματώδης ρέπλικα μιας ζωής που δεν υπήρξε ποτέ πουθενά». Ήταν ένα σκηνικό μέσα στο οποίο η Α.Γ. ζούσε εντός εισαγωγικών, σαν μετωνυμία του εαυτού της, σαν απομίμησή του. Εξέπεμπε την εικόνα αυτού που δεν ήταν και αυτό το ονόμαζε εκλέπτυνση και τιθασευμένη επίγνωση. Στα αρχικά της χωρούσε ολόκληρη. Ο εαυτός της ισούτο με «το εξωτερικό κάλυμμα των αρχικών».

«Αυτή η εικόνα του εαυτού μου εντός εισαγωγικών με ικανοποιούσε, και όχι απλώς επιφανειακά. Ήμουν η εικόνα αυτού που δεν ήμουν, και αυτή η εικόνα του να μην είμαι με πλημμύριζε ολόκληρη: μια από τις πιο δυνατές καταστάσεις είναι το να είσαι αρνητικά».

Επιπλέον, η ζωή της τής άρεσε γιατί δεν ήταν μια ζωή δίχως ελπίδα. Κάθε άλλο. Την κυβερνούσε η ελπίδα. Η Α.Γ. πορευόταν προς έναν προορισμό που θα εκπληρωνόταν στο απώτερο μέλλον, ενδεχομένως μεταθανάτια. Προς το παρόν ζούσε με ανάλαφρη γενική ευχαρίστηση την «προ-κορύφωση» της ύπαρξής της. Η υπόσχεση της εκπλήρωσης της ήταν αρκετή. Από την άλλη, η επιθυμία της για τάξη απωθούσε την «αταξία του να ζεις». «Βάζοντας τα πράγματα σε τάξη, δημιουργώ και κατανοώ την ίδια στιγμή». Τακτοποιούσε συστηματικά, αλλά όχι τόσο που να προσδίδει στο έργο της τη ζέση μιας αποστολής.

«Δεν μου επέβαλλα κάποιο ρόλο, αλλά είχα οργανωθεί έτσι ώστε να με καταλαβαίνω, δεν άντεχα να μη με βρίσκω στον τηλεφωνικό κατάλογο».

Ήξερε πως η ζωή δεν είναι αφηγήσιμη και πως η αφήγηση, όπως και η κατανόηση, είναι δημιουργία, μια τεχνητή κατασκευή. Η μορφή και η λέξη αντιπάλευαν τη σιωπή, διακοσμούσαν το κενό. Οι λέξεις της μορφοποιούσαν μια γλυπτή πραγματικότητα. Τα χέρια της ήταν «χοντροκομμένα και γεμάτα λέξεις». Έπιαναν τα πράγματα και τους έδιναν ονόματα, αδιαφορώντας για το πράγμα καθ’ εαυτό.

Όταν η Α.Γ. είδε την κατσαρίδα να ξεπροβάλλει από την ντουλάπα, αναγνώρισε μια αρχαία μορφή ζωής, αρχαία όσο ένας μύθος. Εκείνη τη στιγμή θα μπορούσε να διακρίνει «στο ιερογλυφικό της αργοκίνητης κατσαρίδας τη γραφή της Άπω Ανατολής». Η αηδία και ο τρόμος της μεγεθύνονται ακαριαία στον κλονισμό μιας επιφοίτησης. Ανακάλυψε μες στην ξηρή γύμνια του δωματίου έναν άλλο, ασύλληπτο τρόπο να υπάρχει και τη συντάραξε η υποψία μιας ζωής μεγαλύτερης, διευρυμένης σε τέτοιο βαθμό που να περικλείει όλα της τα στοιχεία σε ουδέτερη κατάσταση. Σε αυτή την πρωτοφανέρωτη ζωή τα όντα υπήρχαν το ένα για το άλλο «σαν ένας τρόπος να βλέπονται». Τα πάντα ήταν ουδέτερα, το παν ήταν ουδέτερο. Το ουδέτερο ήταν το γένος του θεϊκού στοιχείου. Την ίδια στιγμή το ουδέτερο ήταν η κόλαση. Ήταν η ζωή που παλιότερα η Α.Γ. αποκαλούσε «τίποτα». Και τώρα ανακάλυπτε πως «το τίποτα ήταν ζωντανό και υγρό». Αισθανόταν βέβηλη, σαν να είχε «λύσει τα μάγια του ζωντανού πράγματος».

Η Α.Γ. φοβόταν πως μεταμορφωνόταν σε μια μορφή ουδέτερη, σε μια φύση ουδέτερη, γυμνή από το πρότερο σχήμα της, αφημένη σε έναν κόσμο ακραίας αμοιβαιότητας, όπου το κάθε πράγμα υπάρχει αυτούσιο αλλά και σε άρρηκτη συνάφεια με κάθε άλλο πράγμα που υπάρχει εκεί μέσα, ακόμα και με τον Θεό. «Δεν είναι κατάσταση ευτυχίας, είναι κατάσταση επαφής».

Την Α.Γ. βάρυνε ξαφνικά ένα αθέλητο όσο και αδήριτο χρέος. Έπρεπε «[…] να εξυψώσω τη συνείδηση της εξωτερικής ζωής μέχρι να γίνει έγκλημα ενάντια στην προσωπική ζωή μου».

Στον πρωτογενή κόσμο όπου είχε εισέλθει, τα πράγματα κοιτούσαν το ένα το άλλο και γι’ αυτό υπήρχαν. Η Α.Γ. είδε, σαν να το ήξερε από πάντα, πως η ζωή «είναι μια μεγάλη σαγήνη, όπου ό,τι υπάρχει σαγηνεύεται». Μέσα στο δωμάτιο της ψιθύριζε το ουδέτερο, την καλούσε, όπως ο μοιραίος χτύπος μιας πένθιμης καμπάνας. Την Α.Γ. δυνάστευε ο φόβος του ουδέτερου, επειδή ακριβώς υποπτευόταν πως ήταν το πιο μυστικό, το πιο νευραλγικό στοιχείο της ζωής της. «Το ουδέτερο ήταν η βαθύτερη και η πιο ζωντανή μου ρίζα – κοίταξα την κατσαρίδα και ήξερα». Μία και μόνη κατσαρίδα, χάρη στην επίγνωση-ζωή της, χάρη στην απρόσωπη ψυχή της, «αυτή η μία και μόνη κατσαρίδα είναι ο κόσμος». Η Α.Γ. κοίταξε την κατσαρίδα με μια «αίσθηση ανεπανόρθωτου».

Για να δει, έπρεπε να απαλλαγεί από τον εαυτό της. Για να δει, έπρεπε να παραδοθεί σε έναν μεγάλο φόβο, που γινόταν μέσα της λυγμός. «Δεν ήταν λυγμός πόνου, δεν τον είχα ακούσει ποτέ πριν: ήταν ο λυγμός της ζωής μου που σκιζόταν στα δύο για να με αναπαράξει». Εκείνη που δύο λεπτά μετά τη γέννησή της είχε ήδη χάσει τις ρίζες της, έφτανε τώρα στη ρίζα της ταυτότητάς της, της ταυτοσημίας της με τον κόσμο. Η κατσαρίδα παραβίαζε τα εισαγωγικά της, την καταδίκαζε σε μια απηνή κυριολεξία, στην κυριολεξία τού είναι.

Η Α.Γ. πλησίαζε έντρομη και εκστατική ένα μυστήριο, μια απόκρυφη γνώση που θανάτωνε την καθησυχασμένη της άγνοια. Η γνώση που (την) διεκδικούσε ήταν συνάμα ιερή και ανόσια. Και η Α.Γ. ενέδιδε χωρίς να καταλαβαίνει. Έβλεπε, αλλά δεν ήθελε να δει. Η αρμονία του παρελθόντος γκρεμιζόταν συμπαρασύροντας τα υποστυλώματα του πολιτισμού της, της αρχαίας λογικής της, τις εκλεπτύνσεις της απομίμησης.

Το ξηρό ηλιόβολο δωμάτιο, εκείνη η «φλεγόμενη κάμαρα» που παλλόταν από μια άγνωστη θέρμη, κονιορτοποιούσε τα συντρίμμια της εξανθρωπισμένης ζωής της, όλης της της προϊστορίας που γινόταν σκόνη μπροστά στα ανίδεα μάτια της. Η Α.Γ. που νόμιζε πως όντας εξανθρωπισμένη είχε απελευθερωθεί από την έρημο, είχε βρεθεί εκεί όπου φοβόταν και έπρεπε τώρα να βρει τις λέξεις που θα άρθρωναν την προσευχή της. Διότι ήταν μια έρημος που δροσιζόταν από την υπόνοια, την υγρασία του παραδείσου. Η έρημος ήταν «το αχνό σχεδίασμα αυτού που ονομάστηκε παράδεισος». «Η έρημος έχει μια υγρασία που πρέπει να ξαναβρεθεί». Στην έρημο υπάρχει η ζωή και το αλάτι της. Η Α.Γ. είχε φτάσει στο τίποτα και ανακάλυπτε πως «το τίποτα ήταν ζωντανό και υγρό». Οι κόκκοι της άμμου φυλούσαν την αλμύρα των δακρύων. Μέσα στην κόλαση όπου είχε εισδύσει, η Α.Γ. ένιωσε στη φωνή της «το πρώτο σχεδίασμα αυτού που θα ήταν μια προσευχή». Ακολουθούσε το τρομερό μονοπάτι, δίχως άστρο λαμπρό να την οδηγεί, και ήδη σκεφτόταν την ελπίδα που θα φώτιζε σαν υπόσχεση την κόλαση όπου προχωρούσε.

Το σκονισμένο ον την κοιτούσε από την ντουλάπα. Η Α.Γ. κοιτούσε «τη βαθιά και αρχαία ζωή της κατσαρίδας» και ήξερε πως αυτό το πανάρχαιο πλάσμα την επέστρεφε στο προϊστορικό της παρελθόν. Οι κατσαρίδες «επαναλαμβάνονταν δίχως να μεταμορφώνονται». «Όταν ο κόσμος ήταν σχεδόν γυμνός, εκείνες ήδη τον κάλυπταν αργόσυρτες». Η κατσαρίδα την κοιτούσε και έτσι την έκανε να υπάρχει. Η κατσαρίδα που την κοιτούσε ήταν ουδέτερη, «χωρίς όνομα για τον πόνο ή την αγάπη». Στην κατσαρίδα η επίγνωση της ζωής ήταν αναπόσπαστη από το σώμα που ζούσε. Μέσα από το τσακισμένο πάνω στο φύλλο της ντουλάπας σώμα της ανάβλυζε ένας παχύρρευστος λευκός πολτός. Μέσα από το σκληρό κέλυφός της που είχε σπάσει, χυνόταν η κολλώδης ζωή. Την ίδια στιγμή η Α.Γ. αισθανόταν να αναδεύεται μέσα της ένα ον βαθύ και αρχαίο, ο εαυτός της, μια «παχύρρευστη λάσπη που αναβλύζει αργά», «με ανυπόφορη βραδύτητα». Τότε κατάλαβε πως «το βασικό λάθος στη ζωή ήταν να αηδιάζεις με μια κατσαρίδα». Και θέλησε να δει τον Θεό να αναβλύζει μέσα από την κοιλιά της κατσαρίδας σαν άσπρη ύλη. «Υπάρχουν […] τόσες κατσαρίδες που μοιάζουν προσευχή».

Το δωμάτιο φλεγόταν· «εκεί ήταν ο ίδιος ο τόπος του ήλιου, παγιωμένος και ακίνητος σε μια σκληρότητα φωτός σαν το δωμάτιο να μην έκλεινε ούτε τη νύχτα τα βλέφαρά του». Η ήρεμη και άδεια τάξη του δωματίου συνέχιζε να αναρριγεί από υπερούσιες αντηχήσεις· το δυστονικό δωμάτιο δονούνταν από ένα υπόκωφο σήμα, έναν ραγισμένο ήχο, που θα μπορούσε να είναι η συχνότητα της σιωπής, μιας σιωπής υπερβατικής, που είχε «το βάθος μιας αγκαλιάς». Ο Θεός ήταν το «σελάγισμα της σιωπής», ένας σιβύλλειος αχός. Ο ανήκουστος ήχος διαχεόταν στον χώρο συντονίζοντάς τον με μια αδιανόητη τονικότητα. «Ο ουδέτερος συριγμός ενός πράγματος, ήταν αυτό που έφτιαχνε την ύλη της σιωπής του».

Αφουγκραζόμενη την πάλλουσα σιωπή του δωματίου, η Α.Γ. πίστεψε πως αναγνώριζε αυτή την υπερκόσμια ηχητική. Ήταν σαν να λάμβανε από πάντα, από τα βάθη του χρόνου της, αυτό το βουβό σήμα, και παραδινόταν έντρομη σε αυτή την ένταση που δεν ήξερε πως πάντοτε είχε υπάρξει δική της. Ο μεταφυσικός συριγμός του δωματίου ανακαλούσε την ανάσα του κόσμου, «και η συνεχής ανάσα του κόσμου είναι αυτό που ακούμε και ονομάζουμε σιωπή». Η Α.Γ. άρχισε να υποπτεύεται πως ενδεχομένως πάντα να ήξερε αυτό που τώρα έβλεπε. Πλησιάζοντας στο μέγιστο μυστικό, βλέποντας το πελώριο μέγεθός του (το «μέγεθος της αλήθειας;»), αναγνώρισε πως το είχε ήδη δει και της φάνηκε και πάλι αδιατάρακτα απαραβίαστο, διότι εκείνο που έβλεπε και είχε ήδη δει «ήταν προγενέστερο του ανθρώπινου», ήταν απάνθρωπο, τόσο ξένο και βαθιά εγγενές στο ανθρώπινο πάθος. «Άρχιζα ήδη να βλέπω και δεν ήξερα – είδα από τότε που γεννήθηκα και δεν ήξερα, δεν ήξερα».

«Έμαθα εκείνο που δεν μπόρεσα να καταλάβω, το στόμα μου σφραγίστηκε, και δεν μου απόμειναν παρά τα ακατανόητα σπαράγματα μιας τελετής».

Μπαίνοντας στο δωμάτιο η Α.Γ. υπέστη μια θηριωδία. Χτυπήθηκε κατάστηθα από το παρόν, το «τώρα αμέσως». «Για πρώτη φορά στη ζωή μου επρόκειτο ολοκληρωτικά για τώρα». Είχε επιστρέψει στο απώτατο παρελθόν της μόνο για να εκβάλει σε ένα «διαρκές παρόν» και σε ένα «διαρκές μέλλον». «Βίωνα την προϊστορία ενός μέλλοντος». Αισθανόταν παγιδευμένη σε ένα «ατέρμονο πεπρωμένο, φτιαγμένο μόνο από ωμό παρόν». Εκείνο το ατέρμονο, απέραντο, συνεχές παρόν δεν εκπλήρωνε, δεν τιμωρούσε, δεν εξιλέωνε. Απλώς ήταν και αναγεννιόταν διαρκώς· «το παρόν άνοιγε γιγαντιαίες προοπτικές προς ένα νέο παρόν». «Τώρα είναι ο χρόνος απλωμένος στα όριά του». Και μέσα του, μέσα στο τώρα, η Α.Γ. δεν είχε ούτε καν την ασφάλεια των αρχικών του ονόματός της. Ήταν ολοσχερώς ουδέτερη. Ένα ον αντιμέτωπο με τον ρηματικό άθλο τού είναι. Η Α.Γ. είχε μεταμορφωθεί σε «ένα τώρα». «Ο χρόνος γονιμοποιημένος και ασθμαίνων». Ανάσαινε στην «ώρα της ζωής», αλλά την ίδια στιγμή φοβόταν πως ο χτύπος της καρδιάς της αντηχούσε στο τίποτα. «Η ώρα της ζωής είναι τόσο κολασμένα ανέκφραστη που είναι το τίποτα».

Η ώρα της ζωής είναι η όψη του Θεού, η ώρα της απόλυτης επιφάνειας, της πλησμονής της όρασης. Η Α.Γ. σκεφτόταν πως αυτό το αδιανόητο παρόν έκαιγε, «σαν να έβλεπε τον Θεό». «Η προανθρώπινη θεϊκή ζωή είναι φτιαγμένη από ένα παρόν που καίει».

Ζεματισμένη από το καύμα του δωματίου, η Α.Γ. τρομοκρατούνταν στη σκέψη πως έκανε ένα στοιχειωμένο βήμα προς το τίποτα, ένα βήμα που δεν θα είχε γιατρειά, ένα βήμα με το οποίο εγκατέλειπε την οργανωμένη από την ελπίδα ζωή της, την ευαισθησία της, την υπόσχεση του μέλλοντος, τη μέλλουσα σωτηρία της, την προσμονή του θαύματος, την ανθρωπιά της, την ομορφιά που στόλιζε και μετουσίωνε την κρυφή όψη των πραγμάτων, την ομορφιά του αλατιού και την ομορφιά των δακρύων. «Το πόδι πάτησε στον αέρα, και μπήκα στον παράδεισο ή στην κόλαση: στον πυρήνα». Πονούσε εκεί όπου πήγαινε. Μέσα σε αυτόν τον άγνωρο, ανυπόστατο χώρο αντίκριζε το πράγμα καθ’ εαυτό. Η κατσαρίδα ήταν καθ’ εαυτήν, «ζωή ζώσα». Η Α.Γ. δεν θα μπορούσε ποτέ να υπερβεί αυτό που έβγαινε από την κοιλιά της κατσαρίδας. «Το δωμάτιο ήταν καθ’ εαυτό. Ήταν η φωναχτή μονοτονία μιας αιωνιότητας που αναπνέει». Και μες στην αιωνιότητα διέλαμπε η βασιλεία των ουρανών. «Το παρόν είναι η όψη του Θεού σήμερα». Ο Θεός «ήδη είναι». «Εκείνος είναι, και ποτέ δεν παύει να είναι». Η Α.Γ. μπορούσε να σκέφτεται έναν εξανθρωπισμένο Θεό, αλλά δεν άντεχε να βλέπει τον Θεό «στην ίδια τη ζωή», να τον βλέπει με τα μάτια ορθάνοιχτα, μες στη ζέστη του ήλιου, «με διαύγεια και σε ανοιχτό πεδίο».

Μπαίνοντας στο δωμάτιο η Α.Γ. είδε τον Θεό και έμαθε ότι «η θεϊκή υπόσχεση ζωής εκπληρώνεται κιόλας, και ότι είχε ανέκαθεν εκπληρωθεί». Έμαθε ότι για να έχουμε, το μόνο που μας λείπει είναι να χρειαζόμαστε. «Το να χρειάζεσαι είναι πάντα η υπέρτατη στιγμή». Η ελπίδα, μια ακόμα προσθήκη της ανθρώπινης διάνοιας, εξανέμιζε το παρόν, αποσιωπούσε αυτό το κατάφλεκτο, ηλιόβλητο παρόν, γυμνό από ηθική, ομορφιά και αγνότητα. Καταυγασμένη από εκείνο το πρωτόφαντο φως, η Α.Γ. ατένισε μέσα από τα μισόκλειστα μάτια της τον χαμένο παράδεισο. Το παρόν χωρίς το μέλλον που το λυτρώνει. Συνειδητοποίησε τότε πως το θαύμα δεν ήταν ένα απόγειο, μια ρήξη, μια έκρηξη στη ροή του χρόνου, μια ασυνέχεια, μια διακοπή, «κατά την οποία το αληθινό συνεχές θαύμα της διαδικασίας διακοπτόταν». Το θαύμα εκκολαπτόταν και εκπληρωνόταν διαρκώς, στη «συνέχεια του αδιάκοπου». «Η πίστη – είναι να ξέρεις πως μπορείς να πας και να φας το θαύμα. Πείνα, νά τι είναι καθ’ εαυτήν η πίστη – και το να έχω ανάγκη είναι η εγγύηση ότι πάντα θα μου δίνεται. Η ανάγκη είναι ο οδηγός μου».

Η Α.Γ. κυκλώνει μέσα από επαγωγές και υπαναχωρήσεις έναν συνταρακτικό στοχασμό: η ύπαρξη του Θεού εξαρτάται από την ανάγκη μας να υπάρχει. Η πίστη είναι ανάγκη.

«Αν ξέρουμε μονάχα πολύ λίγα από Θεό, είναι επειδή λίγα χρειαζόμαστε: έχουμε από Εκείνον μόνο ό,τι μοιραία μας αρκεί, έχουμε από Θεό μόνο αυτό που μέσα μας χωράει».

Αυτό που είδε και έμαθε κατασπάραζε την Α.Γ., την αφάνιζε, γιατί της στερούσε την ελπίδα, την υπόσχεση· γιατί δεν ήθελε την υπόσχεση που εκπληρώνεται, προτιμούσε την ελπίδα που υπόσχεται το μέλλον. Η ελπίδα ανέβαλλε την πραγματικότητα, ανέβαλλε την προσπάθεια να φτάσεις σε εκείνο το πολύ υψηλό στάδιο που είναι το να είσαι ζωντανός. Το να ζεις. Μα αυτό ήταν μόνο; Η απάντηση στο τι είναι το να ζεις είναι: «δεν είναι αυτό μόνο, είναι αυτό ακριβώς». Η τρομερή απάντηση, η αδόκητη πραγμάτωση, τρομοκρατούσε την Α.Γ.

«Γιατί – γιατί είναι σαν να μου έφερνα το νέο πως η βασιλεία των ουρανών υπάρχει ήδη».

«Κι εγώ δεν θέλω τη βασιλεία των ουρανών, δεν τη θέλω, αντέχω μόνο την υπόσχεσή της!»

Η βίωση της υπέρτατης στιγμής, ή του υπέρτατου της στιγμής, θέτει την Α.Γ. ενώπιον του Θεού. Από τη θέση αυτή συντρίβεται από τη συνειδητοποίηση της ανθρώπινης ευθύνης της. Παραληρεί από την ενσυναίσθηση της ευθύνης της. Όφειλε να πλάσει ζωή από τη ζωή της. Να συνδράμει το έργο του Θεού. Έχοντας εγκαταλείψει την ελπίδα, όφειλε, τώρα αμέσως, να επωμιστεί το δέος και τον τρόμο τού να ζεις, «την παραληρηματική ευθύνη» τού να ζεις. «Γιατί το να παραμερίζω την ελπίδα σημαίνει πως πρέπει να αρχίσω να ζω, και όχι μόνο να υπόσχομαι στον εαυτό μου τη ζωή. Και αυτός είναι ο πιο μεγάλος τρόμος που μπορώ να νιώσω. Πριν ήλπιζα. Ο Θεός όμως είναι σήμερα: η βασιλεία του έχει ήδη αρχίσει».

«Σε πονάει που η καλοσύνη του Θεού είναι ουδέτερα συνεχής και συνεχώς ουδέτερη;»

Η Α.Γ. αναρωτιόταν μήπως κατέφευγε στον Θεό επειδή δεν άντεχε την ανθρωπιά της, αυτή την ανθρωπιά που τόσο εύκολα μπορούσε να χάσει ή να ανταλλάξει με απομιμήσεις, αυτή την ανθρωπιά που απαιτούσε τόση ανθρώπινη προσπάθεια. Από το άλλο μέρος, ήταν ανίσχυρη να αντισταθεί στο θέλημα του Θεού, αν και ήταν ένας Θεός που δεν καταλάβαινε και ζητούσε πολλά από εκείνη. «Ήθελε την ανθρώπινή μου θεϊκότητα, και αυτό έπρεπε να ξεκινήσει από μια αρχική απογύμνωση του κατασκευασμένου ανθρώπινου». Η Α.Γ. κυριεύεται από τρόμο, από χαρμόσυνο τρόμο και δαιμονική χαρά, όταν συλλογίζεται την ουδετερότητα του πράγματος σαν την ύψιστη πραγμάτωση. Τρέμει σύγκορμη καθώς υποψιάζεται ότι αγγίζει την υπεσχημένη, πρωταρχική θεϊκή δόξα. Όμως βαθιά μέσα της δεν την ήθελε. Αισθανόταν σαν να είχε ήδη πεθάνει και έκανε τα πρώτα της βήματα σε μια άλλη ζωή. Περνούσε στην άλλη όχθη, αποποιούμενη την ανθρωπιά της, σαν να παρατούσε το ίδιο της το σώμα, που ήταν ακόμη ζωντανό και αρνούνταν να πεθάνει. Το να μπει εκεί όπου οδηγούνταν, ήταν ριψοκίνδυνο σαν να πεθαίνεις. «Έτσι όπως πεθαίνει κανείς δίχως να ξέρει για πού, κι αυτό είναι το μεγαλύτερο κουράγιο ενός σώματος». Ήθελε να επιστρέψει στη ζωή της. Νοσταλγούσε το έλασσον πεπρωμένο που της αρκούσε για να ζει με ανάλαφρη ευχαρίστηση. Ωστόσο, η αίσθηση του ανεπανόρθωτου κατισχύει τόσο του τρόμου όσο και της χαράς.

«Έχουμε ήδη αναγγελθεί και ήταν η ίδια η λαθεμένη μου ζωή που με ανήγγειλε στη σωστή».

Μπαίνοντας στο δωμάτιο η Α.Γ. αντίκρισε το παν. Το παν είναι το κάθε πράγμα, το παν είναι «ένα κομμάτι πράγματος, είναι ένα κομμάτι σίδερο, αμμοχάλικα, γυαλί». «Ένα κομμάτι σίδερο, μια κεραία κατσαρίδας, ένα θραύσμα σοβά». Μες στο φως του ήλιου ο κόσμος πύκνωνε σε «ένα θαμπό κομμάτι πράγματος». Αποσβολωμένη από την καυτή λάμψη που απογύμνωνε το δωμάτιο, η Α.Γ. βρέθηκε «στην καρδιά μιας ύλης που είναι η αδιάφορη έκρηξη του ίδιου της του εαυτού». Διερχόμενη από πύλες που ήταν και είναι πάντοτε ανοιχτές, βρέθηκε «στην καρδιά της φύσης» και «στην καρδιά μιας αδιάφορης αγάπης» που είναι η ανέκφραστη αγάπη του Θεού. Και έπρεπε τώρα να μάθει να είναι «σε μια τόσο ρευστή και σταθερή ανταλλαγή» μαζί με όλα τα άλλα πράγματα που επίσης είναι. Η μεγάλη ουδέτερη διευρυμένη ζωή υπέσκαπτε ό,τι μέχρι τότε ονόμαζε ζωή της. Η «πλευρά-πράγμα», «ύλη του Θεού», τη διεκδικούσε, εξορίζοντάς την από το σπίτι της, τόσο εκλεπτυσμένα χτισμένο στον αέρα. Έβγαινε από τον κόσμο της για να μπει στον κόσμο και ανησυχούσε πως ποτέ ξανά δεν θα έβρισκε τον δρόμο επιστροφής στη ζωή της. Αν αποτολμούσε να βγει από εκείνο το δωμάτιο, θα σκόνταφτε και θα έπεφτε. «Είναι αμαρτία να εισδύεις στη θεϊκή ύλη». Μια κραυγή τανυζόταν στα σπλάχνα της. Φοβόταν πως αν άρχιζε να ουρλιάζει, το ίδιο της το ουρλιαχτό θα την έσυρε μακριά από τον κόσμο, γιατί θα είχε πλέον μεταβληθεί σε ένα «εξαιρετικό ον, το ον που ουρλιάζει».

Μολονότι απολάμβανε την αφή της ύλης στην επιφάνεια των δαχτύλων της, η Α.Γ. γνώριζε πως «το πράγμα δεν μπορεί να αγγιχτεί ποτέ πραγματικά». Γι’ αυτό εφευρίσκουμε ονόματα για τα πράγματα που δεν είναι παρά προσθήκες, όπως προσθήκες ήταν και τα αρχικά της στον καθεαυτό εαυτό της. «Το όνομα είναι προσθήκη και εμποδίζει την επαφή με το πράγμα. Το όνομα του πράγματος είναι ένα μεσοδιάστημα για το πράγμα». Όμως η Α.Γ. δεν είχε τη δύναμη να θραύσει τις προσθήκες. Η διάνοιά της προσέκρουε στην επιφάνεια και δεν την πείραζε να υποχωρεί απέναντι σε ό,τι της αντιστεκόταν. Ακόμα και αν δοκίμαζε να σπάσει το κέλυφος των πραγμάτων, θα άγγιζε ένα αίνιγμα, μια ύλη κολλώδη που θα γλιστρούσε από τα δάχτυλά της. Το πράγμα καθ’ εαυτό ήταν ανέκφραστο, αμετάφραστο, άπιαστο. Το εγώ ήταν και παρέμενε άρρητο.

«[…] και ήξερα επίσης πως την ώρα του θανάτου μου ούτε εγώ θα μπορούσα να μεταφραστώ με λέξη».

Η Α.Γ. συνειδητοποιεί πως όλη της τη ζωή απέφευγε τη γύμνια, τον πυρήνα του πράγματος. Με την ψευδαίσθηση πως δημιουργούσε ομορφιά το στόλιζε με προσθήκες, προκειμένου να αντέξει τον πυρήνα του, τον γυμνό, ουδέτερο και αδιάφορο. Ωραιοποιούσε και τακτοποιούσε, υπέθαλπε μια ευαισθησία που κακοποιούσε τη δυσήλατη όψη του κόσμου. Μέχρι που ένα πρωινό τόλμησε να πει: «Θέλω το υλικό των πραγμάτων». Η Α.Γ. ήθελε αίφνης να γευτεί οργιαστικά την ταυτότητα των πραγμάτων. Μια δίψα, δαιμονική και αρχαϊκή, δίψα άνομη, την παρωθούσε να κατεδαφίσει όλες της τις κατασκευές. Ήθελε το άπειρο ακέραιο και όχι τεμαχισμένο «σε μια σειρά πεπερασμένων», γιατί «όσο μακριά και να ήταν η σειρά των πεπερασμένων, δεν εξαντλούσε αυτό το υπόλειμμα του απείρου». Ήθελε το θαυματοποιό παρόν, τη «στιγμή που δεν ήταν κλιμάκωση». Λαχταρούσε το ρίγος της δόνησης του ανέκφραστου και προς στιγμήν είχε το «διαβολικό κουράγιο» να αποτάξει τα συναισθήματα, τις ιδέες και τις λέξεις. Η Α.Γ. είχε ακαριαία μπει στην «κόλαση της νοσηρής περιέργειας», στον πυρήνα της «κολασμένης βουλιμίας» και μιας δίψας ολοένα και πιο ανικανοποίητης, αποζητώντας επιτακτικά έναν κόσμο λυτρωμένο από τον εξανθρωπισμό και τα προσωπεία του πολιτισμού, έναν κόσμο ανέκφραστο, ανείπωτο, άφατο. Αποζητούσε «το μη ανθρώπινο του προσώπου», τη βαθύτερη ζωή που προηγείται του ανθρώπινου. Επιθυμούσε τη μεταρσίωση του παλλόμενου τίποτα. Ήθελε να κάνει το μεγάλο κενό τον τόπο της ζωής της. Να γίνει η ίδια το πρόσωπο καθεαυτό, ένα πρόσωπο άλεκτο, ουδέτερο, γυμνωμένο από την εξανθρωπισμένη προσθήκη του, τη μάσκα του ονόματος. Επειγόταν να αφήσει πίσω της την αισθητικοποίηση, την ευαισθησία και τον συναισθηματισμό, τις ψευδορκίες των εκλεπτυσμένων λέξεων που γεννοβολούσαν «χοντροκομμένες έννοιες», για να εισδύσει σε κάτι πιο ευρύ και πιο βαθύ από την ανθρωπιά. Διεκδικούσε μια ζωή εκπορευμένη «από την πιο δύσκολη ανθρώπινη πλευρά», «μια ζωή τόσο μεγαλύτερη που δεν έχει καν ομορφιά». Μήπως, αναρωτιόταν η Α.Γ., είχε παράτολμα απαιτήσει να δει τον Θεό; Εκείνη που τόσο φοβόταν την όψη του Θεού;

Η Α.Γ. θα έπρεπε πρώτα να εγκαταλείψει κάθε προσθήκη, όπως είναι η ηθική, η αγνότητα, η ομορφιά, το εγώ, για να βρει κατόπιν το κουράγιο να αντικριστεί με τον Θεό. Πορευόταν προς έναν τρόπο ζωής που επέτασσε την απόλυτη εγκατάλειψη, μια ακραία παράδοση και εμπιστοσύνη. Αυτός ο τρόπος ζωής ήταν ο πρωτόγνωρος τρόμος της. Εγκατέλειπε τα μισοσκόταδα και τα υγρά φώτα του διαμερίσματός της για να κατακτήσει τη στίλβη της γυμνότητας. Άφηνε από τα χέρια της να πέσουν οι λέξεις για να ακούσει τη σιωπή. Η σιωπή ήταν η φωνή του Θεού. Ο τρόπος του να ακούγεται. Πριν, προτού μπει στο δωμάτιο, η Α.Γ. εκλάμβανε τη σιωπή σαν απόρριψη. Η σιωπή ήταν η συντριβή της. Το να μιλάει με τον Θεό ήταν «ό,τι πιο βουβό υπάρχει». Το να μιλάει με το πράγμα ήταν εξίσου βουβό. Την έθλιβε αυτή η βουβαμάρα, την πονούσε σαν απόρριψη, γιατί δεν μπορούσε να αισθανθεί τη δόνηση και τον παλμό του ουδέτερου που της αποκρινόταν. Η προ-κορύφωση της ύπαρξής της προετοίμαζε την κορύφωση του ουδέτερου. Το ουδέτερο ήταν μια λέξη για την απόρριψη της λέξης, για την υποδοχή της σιωπής του Θεού.

«Αχ, τα πάντα μέσα μου πονάνε καθώς αφήνω σιγά σιγά αυτό που ήταν για μένα ο κόσμος».

Ωστόσο, η Α.Γ. δεν ολοκληρώνει ποτέ το βήμα προς το μεγαλειώδες τίποτα, προς το τρομακτικό μεγαλείο που αυτοκρατορικά απλωνόταν στις υπώρειες των βλεφάρων της. Πλησιάζει ολοένα και εγγύτερα, υποταγμένη και περιδεής, τρέμοντας από φόβο Θεού καθώς και από δαιμονική ευφροσύνη, αλλά το πλησίασμά της σταματάει ένα βήμα πίσω. «Τι εμποδίζει να γίνει αυτό το βήμα προς τα εμπρός; Είναι η θαμπή ακτινοβολία, του πράγματος και ταυτόχρονα του εαυτού μου».

Με κολασμένη περιέργεια η Α.Γ. κοιτούσε το πράγμα που ήταν το δωμάτιο, η κατσαρίδα, η ίδια και ο Θεός. Το θεϊκό για εκείνη ήταν το πραγματικό και το πραγματικό ήταν το πράγμα καθ’ εαυτό. «Γιατί η λύτρωση έπρεπε να είναι μες στο ίδιο το πράγμα». Από την άλλη, να μπαίνεις και να μένεις μες στο πράγμα ήταν τρέλα. Και εκείνη δεν είχε πια λέξεις για να αλώσει το ουδέτερο, το ανέκφραστο του ουδέτερου, το οποίο στη δική της γραμματική διατύπωνε τον Θεό μέσα στη ζωή. Τα μάτια της τυφλώνονταν από την ακτινοβολία της ζωής που συνέβαινε τώρα, μες στο φως της μέρας· τα τύφλωνε η «φυσική λάμψη του υπαρκτού». Αυτή η λάμψη την τρομοκρατούσε. Ζωή αναμφισβήτητη και ορατή. Το πράγμα αλωτόν. Μπροστά της σπινθήριζε το πράγμα καθ’ εαυτό, λάμποντας από την ακτινοβολία της απλής του ύπαρξης, από μια δόξα που έκανε τα μάτια της να πονούν. «Εκτός και αν απέστρεφα το βλέμμα».

«Αχ, και δεν θέλω τίποτα από όλα αυτά! Μισώ αυτό που κατάφερα να δω. Δεν θέλω αυτό τον κόσμο τον φτιαγμένο από πράγμα!»

Σταδιακά η ανοικειότητα του δωματίου γίνεται αναγνωρίσιμη, «σαν ήδη βιωμένη ύλη». Εκεί μέσα αντιβοούσε ο απόηχος μιας προσευχής αρχαίας και ατελεύτητης, ένα θρησκευτικό άσμα που έφερε τα σπαράγματα μιας τελετουργίας. Ένα ορατόριο που ιεροποιούσε τον κόσμο και το οποίο διέστιζε μια ωδή στη μυστική ευχή μιας φωνής. «Άσμα για κλειστό στόμα, ήχος που δονείται κουφός σαν κάτι αιχμάλωτο και δεμένο, αμήν, αμήν».

Σαν υπνοβάτης η Α.Γ. άκουγε το κάλεσμα των πραγμάτων, τον σπασμό στον πυρήνα τους, ο οποίος της αποκαλυπτόταν πολύ πιο σοβαρός και πιο μοιραίος από τα ονόματα με τα οποία συνήθιζε να ονοματίζει τα πράγματα. Δονούνταν σύγκορμη, ακίνητη και κάθιδρη, από τον μυσταγωγικό βόμβο τού τώρα αμέσως.

«Θέλω τον παρόντα χρόνο που δεν έχει υπόσχεση, που είναι, που υπάρχει τώρα. Αυτός είναι ο πυρήνας που θέλω και που φοβάμαι. Αυτός είναι ο πυρήνας που ποτέ δεν θέλησα».

Όπως και πριν, και τώρα ακόμα που είχε δει, η Α.Γ. παρέμενε τυφλή. Η αίσθηση της ματαιότητας την συνταράζει. Ποιο το νόημα της γνώσης; Γιατί ακόμα και η παραμικρή προσπάθεια κατανόησης συνεπαγόταν μια τέτοια διάλυση, μια τόσο βαθιά αποδιοργάνωση; «Γιατί το να βλέπεις είναι μια τέτοια αποδιοργάνωση;» Η πίστη ήταν πίστη στη ζωή ή στην υπόσχεση; Τι άραγε θωράκιζε την άγνοια, το θάρρος ή η δειλία; Και η Α.Γ. τώρα που είχε δει, θα έβρισκε άραγε ξανά την παλιά της δειλία ώστε να αναδιοργανώσει και πάλι τον εαυτό της σε πρόσωπο; Θα μπορούσε να θυμηθεί ξανά την ελπίδα και να ξεχάσει το διαρκές παρόν που διαρκώς εκπληρωνόταν;

«Έβλεπα αυτό που μόνο αργότερα θα έβγαζε νόημα – θέλω να πω, μόνο αργότερα θα είχε μια βαθιά έλλειψη νοήματος. Μόνο αργότερα θα καταλάβαινα: αυτό που μοιάζει να μη βγάζει νόημα – είναι το νόημα».

«Κράτα το χέρι μου, γιατί το νιώθω πως πηγαίνω. Ξαναπηγαίνω στην πιο πρωτογενή θεϊκή ζωή, πηγαίνω προς μια κόλαση ωμής ζωής».

Προκειμένου να αντέξει να κατέλθει, ή να ανέλθει, στον πυρήνα της ζωής, η Α.Γ. επινοεί έναν συνοδοιπόρο. Έτσι η αφήγησή της αποκτά απεύθυνση. Εκείνος στον οποίο απευθύνεται είναι κάποιος που διαθέτει τη χάρη της κατανόησης. Διότι, από τη στιγμή που εκείνη δεν καταλαβαίνει, πρέπει να υπάρχει κάποιος που να καταλαβαίνει. «Και αυτόν τον κάποιον που θα καταλάβει πρέπει να τον πλάσω μέσα μου». Συνεπώς ο συνομιλητής της (ο Θεός; ο εαυτός; η ύλη του πράγματος; ένας εραστής;) είναι πλασμένος από την πιο γοερή, την πιο διακαή επιθυμία της. Κρατώντας τον από το χέρι, η Α.Γ. αποδύεται σε μια απόκρυφη, παράφορη εκμυστήρευση, βέβηλη και θεοφοβούμενη, παλινδρομώντας μεταξύ ερήμου και ουρανού. Επειδή δεν είχε πια τις λέξεις να ζητήσει βοήθεια, επινόησε αυτό το χέρι για να κρατήσει το δικό της. Μόνο αν φανταζόταν πως κάποιος της έδινε το χέρι, θα μπορούσε να παραδεχτεί πως είχε χαθεί, πως κινδύνευε να βρεθεί «στις όχθες του τίποτα», καταμεσής αυτού του υπερφυσικού πράγματος που είναι η ζωή. Εκείνος μόνο είναι σε θέση να παρηγορήσει τις αντιφάσεις, τις παραδοξολογίες και τις παλινωδίες της. Με τη βοήθειά του η Α.Γ. πασχίζει να επιστρέψει στο παλιό της σπίτι, στην εξημερωμένη της ζωή, κουβαλώντας στα χοντροκομμένα, γεμάτα λέξεις χέρια της «μια άγνωστη χαρά», μια γνώση που θα την κρατήσει φυλαγμένη σαν παρακαταθήκη, μια γνώση μυστική, αγγιγμένη και την ίδια στιγμή ανέγγιχτη. Μιλώντας σε έναν άγνωστο τον οποίο έπλασε ακριβώς για του μιλήσει, για να τη βοηθήσει να λυτρωθεί από αυτό που είδε και να τη γλιτώσει από την αποπροσωποποίηση, επιχειρεί να τακτοποιήσει τις εναπομείνασες λέξεις της. Οι λέξεις αποκαθιστούν την ελπίδα στη ζωή της, την ελπίδα της ανάρρωσης από αυτό που της συνέβη. Μόνο εντός της γλώσσας η Α.Γ. έχει τη δυνατότητα να αναρωτηθεί για αυτό που της συνέβη.

Επανακάμπτοντας στον λόγο, η Α.Γ. αποζητά το πρόσωπό της, τον παλιό ανθρώπινο σχηματισμό της, τον εξανθρωπισμό της. Στον λόγο της ενυπάρχει ένας ολόκληρος πολιτισμός στον οποίο και πάλι κατέφευγε για να ξεχάσει και να αρνηθεί αυτό που είχε δει. Δεν ψάχνει πια το νόημα. Ψαύει τις λέξεις με την ελπίδα να φτιάξει από αυτές μια ανάγλυφη μορφή, μια εύληπτη κατασκευή. Αποζητά εμμανώς «την ηδονή των λέξεων των πραγμάτων». Αδημονεί να σμιλέψει με τα γεμάτα λέξεις χέρια της το πρόσωπό της πάνω στην πιο «εκλεπτυσμένη επιφανειακότητα», η οποία εξημερώνει και εξωραΐζει τον παραληρηματικό εφιάλτη τού είναι. Νοσταλγεί τη γλυπτική της απομίμησης. Δεν αξιώνει την υψηλοφροσύνη μιας τέχνης ικανής να αγγίξει το ανέκφραστο. Θέλει την «χειρότερη τέχνη […] αυτή που παραβιάζει το κομμάτι σίδερο και το κομμάτι γυαλί, και το χαμόγελο, και την κραυγή».

Διότι, «στην απαίτηση της ζωής είναι όλα νόμιμα, ακόμη και το τεχνητό, και το τεχνητό είναι καμιά φορά η μεγάλη θυσία που κάνουμε για να έχουμε το ουσιώδες».

Πάνω απ’ όλα, η Α.Γ. ελπίζει να καταφέρει να επινοήσει μια γλώσσα για να μεταφράσει τη σιωπή, τη μυστικιστική σιωπή του δωματίου, τον μυστηριακό βόμβο που έμοιαζε με απομεινάρι μιας τελετουργίας. Και «η τελετουργία είναι το σημάδι του Θεού». Το καθετί μέσα στο δωμάτιο «μετουσιωνόταν στην ίδια παλλόμενη βουβαμάρα». Η Α.Γ. ήθελε να ανασυνθέσει σε τόνους ανθρώπινους, σε μια παρηγορητική τονικότητα, «τις ώρες του χθες», τις ώρες του απόκοσμου ορατορίου, ενός ορατορίου που με τις δονήσεις του πλάταινε το δωμάτιο καθιστώντας το αχανές. Η Α.Γ. πάσχιζε να αναβάλει τη σιωπή, την τελεσίδικη ηχώ του πράγματος. «Η λέξη και η μορφή θα είναι η σχεδία όπου θα πλεύσω πάνω σε πελώρια κύματα βουβαμάρας».

Εκείνη που είχε βρεθεί στο βάθος του διαμερίσματός της, στα έγκατα της κόλασης, πολύ μακριά από την ελπίδα, πολύ κοντά στον παράδεισο, αισθανόταν και πάλι την ανάγκη, ισοδύναμη του φόβου της, να δημιουργήσει έναν τόπο για να ζήσει συγκεκριμένη και περιγεγραμμένη. Ήθελε να ανακτήσει τη μορφή, να οργανωθεί ξανά σε ένα πρόσωπο που να συγκροτεί την άμορφη ουσία της. Γράφοντας σε κάποιον που της κρατά το χέρι, φαντάζεται τον εαυτό της να μετασχηματίζεται σε μια νέα μορφή που θα ενσωματώνει εντός της την ίδια της την αποσύνθεση. Την αποσύνθεση που επέφερε η θέαση του απάνθρωπου, του προγενέστερου του ανθρώπινου. Διότι η Α.Γ. δεν έχει το κουράγιο να παραμείνει αποδιοργανωμένη και απεριόριστη. Αντέχει να βρίσκεται μόνο στο επίπεδο της ζωής. Εν ολίγοις, αυτό που είδε, δεν το θέλει. Τη συντρίβει. Θέλει να το ξεχάσει.

«Για να συνεχίσω να είμαι ανθρώπινη, η θυσία μου θα είναι άραγε η λήθη;»

«Και το να γνωρίζω ίσως να είναι η δολοφονία της ανθρώπινης ψυχής μου».

Από την αρχή της εξομολόγησής της η Α.Γ. θεωρεί πως η αδόκητη γνώση που ηλέκτρισε τον κόσμο της, σαν «απρόσμενο τρέμουλο γραμμών», σαν «ανωμαλία στην αρραγή συνέχεια του πολιτισμού» της, είναι αμαρτία. Όμως εκείνο το μυστικό που ήδη ξεχνούσε, ήταν ένα άχρηστο όραμα και μια άχρηστη αμαρτία, μια αμαρτία αθέλητη. «Ένας παράδεισος που δεν τον θέλω!»

Ακόμα και έχοντας επινοήσει μια παρουσία που θα παρίσταται στην πρωτοφανή απουσία του εαυτού της, η Α.Γ. φοβάται να μιλήσει. Ανησυχεί πως δεν έχει τις λέξεις για να ονομάσει αυτό που είδε. Θα χρειαστεί όλο της το κουράγιο για να πει. «Και να ρισκάρω την τεράστια έκπληξη που θα αισθανθώ με τη φτώχεια του ειπωμένου πράγματος. Δεν θα προλάβω να το πω καλά καλά, και θα πρέπει να προσθέσω: δεν είναι αυτό, δεν είναι αυτό!»

«Ο πόνος δεν είναι το αληθινό όνομα αυτού που εμείς αποκαλούμε πόνο. Άκου: είμαι σίγουρη γι’ αυτό».

Η Α.Γ. γράφει στον παραλήπτη του συναξαρίου της μετά από τα πάθη του δωματίου, μετά τη διέλευση της ερήμου. Μετά από το πέρασμα της κόλασης. Γράφει υπό την επίρροια ενός ανολοκλήρωτου θαύματος. Η αφήγησή της έχει διττή στόχευση. Αφενός προσπαθεί να ανακτήσει την πρότερη άγνοια και να ξεχάσει αυτό που είδε και αφετέρου προσπαθεί να πείσει τον συνομιλητή της για το πελώριο, απέραντο μέγεθος αυτού που είδε. Του μιλάει για «μια αλήθεια προγενέστερη των λέξεών μας», για την άβυσσο του ατέρμονου χρόνου, για το «αλαφιασμένο της μαρτύριο», του λέει ακόμα πως αναζητώντας το μεγαλείο του Θεού ανακάλυψε το μεγαλείο της κόλασης. Μέσα στον ίδιο της τον εαυτό είδε πώς είναι η κόλαση και ήταν μια «κόλαση διάτρητη από ηδονή σαν ανεπαίσθητος βόμβος στα νεύρα της ηδονής». Του υπόσχεται πως η κόλασή της έχει τη δυνατότητα της ελπίδας. Του εξομολογείται πόσο κοντά έφτασε στο να χάσει τον εαυτό της «σε ένα σπειροειδές πεπρωμένο, και αυτός να μη χάνεται». Πόσο την τρομοκράτησε η μεγαλειώδης αδιαφορία τού είναι. Πόσο φοβήθηκε πως αν αποτολμούσε το έσχατο βήμα και έπεφτε στη βαθιά άβυσσο του Θεού, «θα την απορροφούσε η αγκαλιά μιας αδιαφορίας». «Και όλα σε σιωπή, σ’ εκείνη την κόλασή μου».

Προχωρώντας έμφοβη προς τη νέα ζωή που της αποκάλυψε ένα πρωινό το φως του ήλιου, η Α.Γ. φαντάστηκε τον εαυτό της μεγαλύτερο από τη ζωή της, φαντάστηκε τον κόσμο της ισομεγέθη με τον κόσμο, και τότε είχε το όραμα μιας ύπαρξης τόσο μακρινής όσο ένα αστέρι στον ουρανό. Η απέραντη ώρα τού τώρα ήταν η ώρα του αστεριού. Η Α.Γ. ήξερε πως δεν θα έφτανε ποτέ εκείνη την τόσο άπιαστη, απόμακρη ύπαρξη, πως η διάνοιά της δεν έφτανε να συλλάβει μια ψυχή απρόσωπη, που θα ακουμπούσε στο σύνορο όλων όσα δεν ήταν εγώ. Δεν είχε το κουράγιο να επωμιστεί αυτό το ιδεατό πεπρωμένο. Δεν μπορούσε να συλλάβει αυτόν τον τρόπο, τον τρόπο να είναι «[…] ζωντανή ύλη που θα εκδηλώνεται άμεσα, αγνοώντας τη λέξη, ξεπερνώντας τη σκέψη που είναι πάντοτε αλλόκοτη».

Η σκέψη του Θεού εκβάλλει μοιραία στη διερώτηση περί ηθικότητας. Η Α.Γ. οραματιζόταν τη μη ανθρώπινη ύπαρξη «ως το πιο υψηλό επίτευγμα του ανθρώπου». Την έθελγε «μια ηθική που αψηφά την ομορφιά», μια ηθική απελευθερωμένη από τις δεσμεύσεις που όριζαν τη δική της ηθικότητα. Μετά από εκείνο το διάφεγγο πρωινό, το ζήτημα της ηθικής που άλλοτε τυραννούσε τη ζωή της, δεν ήταν πλέον συντριπτικό, ήταν απλώς ασήμαντο. Αν η λύση που αναζητούσε ήταν αμιγώς μυστική, το ίδιο μυστική έπρεπε να είναι και η ηθική που προϋπήρχε στις ρίζες της ταυτότητάς της. «Η λύση έπρεπε να είναι μυστική. Η ηθικότητα της ηθικής είναι να την κρατάς μυστική». Φαντάστηκε μια ηθική τόσο απελευθερωμένη από τις παλιές έννοιες που η ίδια δεν θα την καταλάβαινε και γι’ αυτό θα ήταν ανίκανη να την προσβάλει. Η Α.Γ. σκεφτόταν πως θα ήθελε να έχει για πυρήνα μια ψυχή απελευθερωμένη από την ηθική, «δίχως συντριβή και δίχως τραγωδία», μια ψυχή εγγενώς αθώα, μη αγώγιμη ούτε από την εξιλέωση ούτε από την τιμωρία. Θα της άρεσε να έχει μια ψυχή ομοούσια με «το πιο εκλεπτυσμένο υλικό πράγματος». «Γιατί το ζωντανό υλικό είναι πολύ αθώο». Μια ψυχή ανέγγιχτη από την ενοχή.

«Το ελάχιστο θεϊκό κομμάτι μέσα μου είναι μεγαλύτερο από την ανθρώπινη ενοχή μου».

Το να μείνει περιορισμένη στο έλασσον ανθρώπινο πεπρωμένο, ισοδυναμούσε για την Α.Γ. με τη χειρότερη μοναξιά. Την περιόριζε σε μια αλήθεια τόσο μικρή που ήταν ικανή να την καταλάβει. Η ανία του οικείου. Αλλά και αυτό που στη σκέψη της έμοιαζε με παράδεισο, η εξόχως διευρυμένη ζωή, η άπλετη φύση του ουδέτερου, η γύμνια της αποπροσωποποίησης, της φαινόταν επίσης πολύ πληκτική κατάσταση. «Απλώς να υπάρχω – τότε δεν θα ήξερα καθόλου τι να κάνω».

Η Α.Γ. είχε θελήσει το υλικό των πραγμάτων, είχε απαιτήσει το παν, είχε διευρύνει υπερβολικά την κατσαρίδα και το κομμάτι σίδερο και το κομμάτι γυαλί, αλλά τελικά έκλεισε τα μάτια μπροστά στο θαμπό του πράγματος που τη θάμπωσε, την ξαναέκανε τυφλή. «Φοβάμαι την τόση ύλη – η ύλη δονείται από επίγνωση, δονείται από διαδικασία, δονείται από εγγενές παρόν». Ο Θεός την είχε αφήσει να δει, επειδή ακριβώς η Α.Γ. ήταν ανήμπορη να διερμηνεύσει τη σιωπή του. Είχε σταθεί απέναντί της και εκείνη: «ανώφελα στεκόμουν όρθια απέναντί Του, και ήμουν ξανά απέναντι στο τίποτα». Παρέμενε δέσμια της αδιαντροπιάς της ακατανοησίας της. «Αφού Εκείνος ήξερε πως δεν θα ήξερα να δω αυτό που είδα: η εξήγηση ενός αινίγματος είναι η επανάληψη του αινίγματος».

«Η μορφή της ζωής είναι ένα μυστικό τόσο μυστικό που είναι το σιωπηλό σύρσιμο ενός μυστικού. Είναι ένα μυστικό στην έρημο».

Η ανθρώπινη προσπάθεια της Α.Γ. να αποτιμήσει και να τιμήσει το θεϊκό στοιχείο μέσα της συνίσταται στη φωνή της, στον μόχθο των λέξεών της, στη συνταρακτική ματαιοπονία τους να εξεγερθούν ενάντια στη σιωπή του Θεού. «Η γλώσσα είναι η ανθρώπινη προσπάθειά μου». Ωστόσο, η Α.Γ. ξεκινά να μιλάει έχοντας πλήρη επίγνωση της άφευκτης αποτυχίας της να πει. Μιλώντας απλώς αναβάλλει τη σιωπή προς την οποία λέξη τη λέξη οδεύει. Μιλάει από περιφρόνηση προς τη λέξη, σαν να θέλει να καταδείξει την αναξιοπιστία του λόγου, την πλάνη της έλλογης σκέψης, τη φενάκη της κουλτούρας. Ξέρει πως τα ονόματα είναι αναξιόπιστα, αλλά δεν μπορεί να κάνει αλλιώς και έτσι υποτάσσει τη φωνή της στην έξη των λέξεων να ονοματίζουν. Υποψιάζεται πως κάποτε, μια μέρα, πολύ νωρίς ή πολύ αργότερα, η γλώσσα δεν θα είναι παρά το πράγμα που «προηγείται της κυριαρχίας της σιωπής», όπως η πραγματικότητα προηγείται πάντοτε της φωνής που την αναζητά. Και εκείνη, επειδή η γλώσσα της δεν έχει ακόμη κατατροπωθεί από τη σιωπή, επιμένει να αναζητά το πραγματικό μέσω της γλώσσας, η οποία συνιστά το μείζον αποκύημα του πολιτισμού της. Η ανταμοιβή της αποτυχίας της είναι το ανείπωτο. «Το ανείπωτο θα μπορέσει να μου δοθεί μόνο μέσα από την αποτυχία της γλώσσας μου».

Για να καταφέρει να αφουγκραστεί τη σιωπή όλων των πραγμάτων που είναι το ένα συνάφεια του άλλου μέσα σε έναν κόσμο ασύλληπτης αμοιβαιότητας, η Α.Γ. πρέπει προηγουμένως να κατασκευάσει μια φωνή. Χάρη στην κατασκευή αυτή, τη φωνή της, και κυρίως χάρη στην αποτυχία της, θα μπορέσει ίσως να δεχτεί τη σιωπή «σαν γλώσσα πιθανή». «Αχ, για να φτάσει όμως κανείς στη βουβαμάρα, τι μεγάλη προσπάθεια φωνής».

«Η επιμονή είναι ο άθλος μας, η παραίτηση είναι το έπαθλο».

Στο τέλος του μονολόγου της η Α.Γ. φτάνει σε έναν συμβιβασμό που μοιάζει με καταλλαγή. Με τις επιλογικές της σκέψεις μοιάζει να συνάπτει μια εκεχειρία με ό,τι δεν καταλαβαίνει, με ό,τι την υπερβαίνει και μαζί την περικλείει. Αποδέχεται πως η μυστική της αποστολή είναι η κατάστασή της, η κατάσταση της ζωής, και πως αυτό ακριβώς είναι το πιο δυνατό πράγμα που ποτέ της συνέβη. Διότι «κάθε ζωή είναι μια μυστική αποστολή». Διότι η ανθρώπινη κατάσταση οφείλει να γίνει αποδεκτή ως η μόνη δυνατή, «αφού αυτή είναι αυτό που υπάρχει, και όχι κάτι άλλο. Και αφού το να τη ζούμε είναι τα πάθη μας. Η ανθρώπινη κατάσταση είναι τα πάθη του Χριστού».

Η Α. Γ. καταθέτει τα όπλα, παραιτείται από τη σκιαμαχία της με το νόημα και επιστρέφει ολόχαρη στη ζωή της, στην ανακτημένη της καθημερινότητα, την καθημερινότητα της κοινής χαράς. Δεν την πειράζει πολύ η αποτυχία της φωνής της. Μάλιστα, σκέφτεται πως όταν θα έφτανε στο τέλος της ιστορίας της, θα μπορούσε να βγει έξω να διασκεδάσει. Θα φορούσε ένα καινούργιο γαλάζιο φόρεμα, ή ίσως ένα άλλο ασπρόμαυρο, και θα παραδινόταν με εμπιστοσύνη στο άγνωστο και το απέραντο. Γιατί στο άγνωστο ενυπήρχε η ολοκλήρωση και ο αληθινός εξανθρωπισμός. Γιατί τελικά η ζωή της ήταν πολύ μεγαλύτερη από το ανθρώπινο νόημα που θα μπορούσε ποτέ να της αποδώσει, «τόσο μεγαλύτερη που, για το ανθρώπινο, δεν έχει νόημα».

«Γιατί μπορώ να προσευχηθώ μόνο σε αυτό που δεν γνωρίζω».

Εκείνος που κρατά το χέρι της Α.Γ. είναι το ζωτικότερο στοιχείο της αφήγησής της. Είναι εκείνος που είτε θα καταφέρει είτε όχι να προσδώσει στην αφήγησή της ένα μεταδόσιμο νόημα. Η επινόησή του μοιάζει με έκκληση προς τον αναγνώστη. Η Κλαρίσε Λισπέκτορ δεν θέλει να αφήσει αβοήθητη την Α.Γ. Γι’ αυτό στέλνει προς βοήθειά της έναν ιδανικά πλασμένο αναγνώστη, ικανό να συμμερίζεται τη σύγχυσή της, να διακρίνει τη διαρρηγμένη συνοχή της φωνής της, την απελπισία της για την απώλεια του ειρμού, ικανό να ξεχωρίζει τη χαρά και την οδύνη της έκπληξής της, την ταραχή του γαλήνιου παραληρήματός της, ικανό να παρηγορεί το πάθος της πίστης της και να αμφιρρέπει μαζί της μεταξύ αμαρτίας και παραδείσου, αλαζονείας και ταπεινότητας, λέξης και σιωπής· έναν αναγνώστη που θα διακατέχεται και εκείνος από την αγωνία να δει τη μορφή των πραγμάτων απογυμνωμένων από το όνομα, που θα αγωνιά να συλλάβει το ομοούσιο των ζώντων πραγμάτων και δεν θα φοβάται να διαπλεύσει τις όχθες του τίποτα.

Το βιβλίο της Κλαρίσε Λισπέκτορ είναι ένα έργο τρομερό, συνταρακτικό, απερίγραπτα βαθύ και ασύλληπτα όμορφο. Βίαιο και την ίδια στιγμή ουράνιο, ειρηνικό. Είναι το γλωσσικό αποτύπωμα μιας άφατης πίκρας, αρθρωμένο όμως με την απαράμιλλη γλυκύτητα της έκθυμης συμπόνιας. Είναι προπάντων έργο μιας σπουδαίας δημιουργού, μιας κορυφαίας προσωπικότητας της λογοτεχνίας. Σελίδα τη σελίδα η Α.Γ. ανάγεται σε μια συναρπαστική μορφή, σε ένα ον κατεξοχήν τραγικό. Μέσα από τις υπνωτιστικές σειρές των λέξεων βλέπουμε έναν άνθρωπο να παλεύει να αποδεσμευτεί από την ανθρωπιά του και να δρασκελίσει τα όρια του ανθρώπινου προκειμένου να αναζητήσει την ύψιστη τραγωδία για την οποία προορίζεται. Η Α.Γ. ενσαρκώνει την ανθρώπινη προσπάθεια, γεμάτη λυγμό, πόνο και δαιμονική χαρά, να αντικρίσει το θεϊκό μέσα στη ζωή. Από την πρώτη μέχρι και την τελευταία της λέξη η Α.Γ. αποδύεται σε μια σισύφεια δοκιμασία. Ενδίδει σε έναν μεγάλο, αδόκητο φόβο, πολύ μεγαλύτερο απ’ ό,τι είχε νιώσει ποτέ, αντιμετριέται με ένα πελώριο μέγεθος που απειλεί να τη συνθλίψει, καταδύεται στην άβυσσο από την οποία ήταν πλασμένη, αναρριγεί από τον πόθο ενός άφθαστου μεγαλείου και μιας εκθαμβωτικής δόξας, ακραγγίζει την ύλη του Θεού αναδαυλίζοντας την ανθρώπινη ενοχή της, επινοεί ένα ύψος προς το οποίο με κόπο ανεβαίνει μόνο για να αποτολμήσει τη δραματική της πτώση, επιστρέφει στον πολιτισμό της αναζητώντας ένα σημείο απ’ όπου θα μπορούσε να τον εγκαταλείψει, κατασκευάζει μια ολόκληρη φωνή για να μπορέσει να σιωπήσει, αποζητά τον Θεό στο πράγμα καθ’ εαυτό, τον καταζητεί σε ένα δωμάτιο του σπιτιού της και εκεί μέσα, έκθαμβη και διάπυρη, μεταμορφώνεται σε ένα εξαιρετικό ον, στο ον που ουρλιάζει, που σπαράζει από την επίγνωση της ζωής του, από την υπερφυσική εμπειρία και τον εξωανθρώπινο τρόμο τού να ζεις, ένα ον που συνταράζεται από την οδύνη της ακαταληψίας, ένα ον που τείνει το χέρι στον Θεό, αν και τρέμει να ακούσει την απάντηση στο ερώτημα που αδυνατεί να του θέσει. Καμία ερώτηση δεν θα εισακουστεί και η απάντηση θα είναι πάντοτε ακατάληπτη και ανέκκλητη. Η ταυτολογία ενός αινίγματος.

«Κάθε αιφνίδια κατανόηση είναι τελικά η αποκάλυψη μιας αιχμηρής ακατανοησίας. Κάθε στιγμή που βρίσκεις κάτι χάνεις τον εαυτό σου».

«Το να χάνεσαι σημαίνει το να βρίσκεις επικίνδυνα τον εαυτό σου».

Τα πάθη της Α.Γ. συνοψίζονται στο πάθος της φωνής της. Στη φωνή της μαίνεται η πρωταρχική της πάλη για ζωή. Εγκλωβισμένη ανάμεσα στον υπερσυντέλικο και τον συντελεσμένο μέλλοντα, αγωνίζεται να στραφεί προς το διαρκές παρόν που της καίει τα μάτια. Η Α.Γ. μιλάει και γράφει υπό τον φόβο της σιωπής, αλλά και με την ελπίδα πως η σιωπή της θα ακουστεί σαν «μια δυνατή βουβή φωνή». Η Α.Γ. δοκιμάζει τα όρια του λόγου της ρίχνοντάς τον σε μια δίνη αντιφάσεων, σε ένα όργιο αλληλοαποκλειόμενων αναγκών. Θέλει τη λέξη αλλά την έλκει η σιωπή. Θέλει το ανέκφραστο της ύλης, αλλά νοσταλγεί τη μορφή. Αποποιείται το ψεύδος του εξανθρωπισμού, αλλά την απωθεί η γύμνια του ουδέτερου. Αρνείται την ομορφιά, αλλά τη σοκάρει ένας κόσμος που «δεν έχει πρόθεση ομορφιάς». Αγωνιά να ζητήσει βοήθεια, αλλά μόνο σε κάποιον που πλάθει στο μυαλό της δίνει το χέρι της. Λαχταρά να καταλάβει, αλλά αρνείται τη γνώση. Διακατέχεται από κολασμένη περιέργεια, αλλά αποστρέφει το βλέμμα. Θεμελιώνει τον κόσμο της στην ελπίδα, αλλά φοβάται την υπόσχεση που εκπληρώνεται. Ουρλιάζει, αλλά φυλά την κραυγή της σαν απαραβίαστο μυστικό. Αναγνωρίζει την ιερότητα του ανθρώπινου προσώπου της, αλλά δεν παύει να νιώθει μιαρή. Η Α.Γ. αντιφάσκει ασύστολα, περιπαθώς και με βαθιά πίστη, γιατί μόνο μέσα από αντιφάσεις προσδοκά να αντικρίσει τον Θεό.

«Θεός είναι αυτό που υπάρχει, κι όλες οι αντιφάσεις είναι εντός του Θεού και γι’ αυτό και δεν αντιφάσκουν προς αυτόν».

Η Α.Γ. διαπλέει μια στύγια σιωπή, τη σιωπή του Θεού, πάνω σε μια σχεδία από λέξεις και πορεύεται προς μια γνώση προγενέστερη του ανθρώπου, με κίνδυνο να βρεθεί στην αντίπερα όχθη, επέκεινα του ανθρώπινου. Με τη φωνή της αποπειράται να διερευνήσει τη μεταφυσική των οικείων πραγμάτων. Η φωνή της εμφορείται από την πίστη στη γλώσσα, στη δύναμή της να διαρρηγνύει το μυστικό και το μυστήριο. Παρ’ όλα αυτά, η Α.Γ. θέλει το άφατο να παραμείνει μυστικό. Επτασφράγιστο και ιερό. Τα γεμάτα λέξεις χέρια της αποσύρονται από το αψηλάφητο, αρνούνται να του δώσουν υπόσταση και εντέλει ορίζουν «το αψηλάφητο ως αψηλάφητο, και τότε η πνοή αναζωπυρώνεται όπως η φλόγα ενός κεριού». Η Α.Γ. κλείνει τα μάτια της για να φυλάξει αυτό που τα τύφλωσε. Η Α.Γ. σφραγίζει τα χείλη της για να διαφυλάξει το ανείπωτο σαν δώρο για το άχθος, το άγος της φωνής της. Στο στόμα της απομένουν τα ακατανόητα σπαράγματα μιας τελετής. Ο σπαραγμός μιας φωνής που σωπαίνει.

Ένα πρωινό, μέσα σε ένα ξέσπασμα φωτός, μέσα στο κατάστικτο από ζώσα φλόγα παρόν, διάθερμη από το «πάντα παρόν φως», η Α.Γ. είδε τον Θεό. Και έπειτα, με τα μάτια της πυρπολημένα από το ανείπωτο, δοκίμασε να ζήσει. Και «το να ζεις είναι πάντοτε ζήτημα ζωής και θανάτου».

Lina Pantaleon

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular