Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

 

«Πείτε μου, φίλε μου, βλέπετε το ίδιο πράγμα που βλέπω κι εγώ;»

Ο Γιάνος Βάλουσκα, ένα από τα πιο ποιητικά πλάσματα της λογοτεχνίας, έχει τη χάρη του βλέμματος. Το βλέμμα του αντανακλά το φέγγος μιας εκπληρωμένης προσμονής. Βλέπει πέρα από το ορατό, μακριά, εκεί όπου αστραποβολούν η πίστη, η ελπίδα, η αγάπη και οι ανέσπερες υποσχέσεις τους. Ποτέ δεν θέλησε να αντικρίσει κατάματα αυτό που απελπίζει το βλέμμα των περισσότερων θνητών, το πικρό αυτονόητο. Τα μάτια του αστράφτουν, γιατί διαθέτουν το χάρισμα να αποθεώνουν μια απεραντοσύνη μακράν ευγενέστερη της πραγματικότητας, μακράν πλατύτερη της γης, μια ολότητα που αγκαλιάζει κάθε αμελητέο στοιχείο του κόσμου. Ο Βάλουσκα δεν κατοικεί στη «φθαρμένη στερεή γη», αρμενίζει περιαυγής «πάνω στα σιωπηλά μαγευτικά κύματα του έναστρου στερεώματος».

Για εκείνον οι δρόμοι, τα σοκάκια, τα σπίτια και η πλατεία της ουγγρικής πόλης, όπου καθημερινά μεταλάμβανε το έλεος του ουρανού, δεν ήταν παρά το απειροστό κομμάτι μιας ανονείρευτης επικράτειας. Η συγκίνησή του είναι άτρωτη στο κακό. Ο κόσμος, «αυτή η σκηνή με τα απορρίμματα, που τα παρασκήνιά της κατέρρεαν», παρέμενε ένας τόπος ευλογημένος από τη μεταρσιωτική φωτοχυσία της χαραυγής. Ο Βάλουσκα δεν σταματούσε να ευγνωμονεί τον ουρανό για τα επίγεια δώρα. Περιπλανιόταν ασταμάτητα στους δρόμους της γενέτειράς του, τυλιγμένος στο ταχυδρομικό του παλτό, έχοντας περασμένο στον ώμο το λουρί του ταχυδρομικού του σάκου, γεμάτου με ληγμένες εφημερίδες, με έναν παραπαίοντα, αλλόφρονα βηματισμό και το κεφάλι του σκυμμένο στο χώμα, «σαν μάρτυρας μιας σκηνής της οποίας είναι ο μόνος θεατής». Ήταν ένα καχεκτικό ανθρωπάκι, ο ηλίθιος του χωριού. «Λιγότερο κι από το τίποτε». Ωστόσο, τα αστραφτερά του μάτια δεν έπαυαν να θαμπώνουν από τον παραμυθένιο ουρανό. Ακόμα και όταν χαμήλωνε το κεφάλι, ήταν σαν να σήκωνε «με τον δικό του τρόπο τα μάτια του προς τον ουρανό».

Ο Βάλουσκα, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, «μέσα στη σκοτεινή και βρώμικη τρώγλη του με την έντονη μυρωδιά της νικοτίνης», ατένιζε το ταβάνι με τα αστραφτερά του μάτια, «δίχως να αντιλαμβάνεται πως, αντί για τον παραμυθένιο ουρανό, ατένιζε ένα ταβάνι με ρωγμές και με κατεστραμμένο γύψο».

Δεν έβλεπε το ελεεινό ταβάνι, γιατί τα μάτια του φλογίζονταν από εκείνο το άδηλο φως που, ήταν βέβαιος, σκέπαζε όλες τις στέγες του κόσμου. Αυτό το φως τον τύφλωνε και έτσι τον διέσωζε από την αληθινή όψη των πραγμάτων, από την αμείλικτη αυθεντία τους. Τα σκουριασμένα μεταλλικά ρολά που σφάλιζαν τις προθήκες των άδειων από προμήθειες μαγαζιών, οι πεσμένοι βραχίονες των τυφλών φανοστατών, τα ξύλινα δοκάρια που λόγχιζαν τις βουλιαγμένες σκεπές, ο σαπρός γύψος που έπεφτε από τους τοίχους και γινόταν σκόνη, τα σκοροφαγωμένα παράθυρα των σπιτιών, τα εγκαταλελειμμένα λόγω έλλειψης καυσίμων λεωφορεία και αυτοκίνητα, τα παγωμένα από το ψύχος σκουπίδια, η γιγαντιαία λεύκα, που είχε σωριαστεί πάνω σε μια ξεθεμελιωμένη υδρορροή, ακόμα και τα ζοφερά κρύσταλλα, τα θρύψαλα γυαλιών μπροστά στο ξενοδοχείο Κόμλο, όλα, τα πάντα, εμβαπτίζονταν στο επουράνιο φως που έκαιγε ψηλά από πάνω του.

Δεν υπήρχε κανένας άλλος στην πόλη που να γνώριζε τους δρόμους της καλύτερα από εκείνον. Όμως, ενόσω τα πόδια του σέρνονταν εδώ και τρεις δεκαετίες στις βρωμιές των μονοπατιών, ο Βάλουσκα περιφερόταν, τυφλός και ακάματος, στην περίκλειστη, αθέατη και γι’ αυτό άπλετη, αειφεγγή επικράτειά του, την οποία στη διάρκεια της ατελείωτης κούρσας του επιθεωρούσε συνεπαρμένος, με το μυαλό του πάντοτε αφοσιωμένο «στην αγιάτρευτη ομορφιά του προσωπικού του σύμπαντος». Όλη του η ζωή κλεινόταν στην αλλοπαρμένη του περιδίνηση που την αναρρίπιζε το δέος του για τον ουρανό. Μόνο «μια ακαθόριστη ακατανοησία χρωματισμένη με θλίψη» τον απομάκρυνε από τους ανθρώπους γύρω του, στους οποίους ματαίως πάσχιζε να κοινωνήσει τη «βασιλική γαλήνη του σύμπαντος» και καθώς «το μεγαλύτερο μέρος της συνείδησής του» ήταν «εντελώς αφιερωμένο στην έκσταση», είχε αποκλειστεί, ερήμην του, «από τον γήινο κόσμο» και έκτοτε εποικούσε «την άφθαρτη και διαφανή σφαίρα της ακινητοποιημένης στιγμής». Η ακατάπαυστη περιπλάνησή του στους δρόμους, τα λιθόστρωτα και την πλατεία της πόλης ήταν η έκφραση της πληρότητας που τον κατέκλυζε, της άσβεστης πεποίθησής του, πηγή ανείπωτης ευφροσύνης, πως κάθε «φαινομενική κίνηση και κατεύθυνση, περιόριζε όλα τα ανθρώπινα γεγονότα σε μια άπειρη στιγμή…». Ήταν ένας υψιπετής Ερμής, που πάλευε να προσανατολιστεί στη γη για να αναγγείλει στους ανθρώπους τα θαύματα του ουρανού, αγνοώντας πως μόνο παλιές ειδήσεις είχε να τους φέρει.

Αν η αργή πορεία των ανθρώπινων πραγμάτων προς τη φθορά και τη διάλυση δεν τον αποθάρρυνε, ήταν επειδή ο ίδιος, μια «χρωματιστή κηλίδα μέσα στο αστικό τοπίο», «ένα αιθέριο πλάσμα, αέρινο, άυλο, που έμοιαζε να μην είναι φτιαγμένο από σάρκα και αίμα, μια μορφή διάχυτης και μαγευτικής απλοϊκότητας του πνεύματος», ήταν δεσμώτης της άφθαρτης στιγμής, ένοικος ενός μη ανατάξιμου, αλλά άφθαρτου βασιλείου. Και επειδή είχε για ενδιαίτημά του τη βασιλική απεραντοσύνη του σύμπαντος, «δεν είχε ακόμη αποκτήσει τα σημεία αναφοράς που θα τον βοηθούσαν να προσανατολιστεί εδώ κάτω», στη «φθαρμένη στερεή γη αυτής της μικρής επίγειας αποικίας». Ο Βάλουσκα κατοικούσε όλη την πόλη αλλά δεν την έβλεπε, γιατί περπατούσε με το βλέμμα σκυμμένο στο έδαφος, που ήταν ο τρόπος του να κοιτά τον ουρανό, και έτσι υπήρξε ο τελευταίος που έγινε μάρτυρας της καταστροφής της.

Σε αυτό το αριστούργημα της λογοτεχνίας ο Λάζλο Κρασναχορκάι μάς παραδίδει έναν ακόμη Χριστό, εφάμιλλο του Ηλίθιου του Ντοστογιέφσκι. Ο Βάλουσκα αποπνέει την τραγική αγιότητα των λογοτεχνικών χαρακτήρων μέσων των οποίων ιδιοφυείς συγγραφείς, όπως ο Χέρμαν Μέλβιλ και ο Ροζέ Μαρτέν ντυ Γκαρ, στοχάστηκαν το θεϊκό στοιχείο σε έναν ανίερο, βεβηλωμένο κόσμο. Η πίστη του Βάλουσκα κείται επέκεινα της θρησκείας.

Την ευλάβειά του και το θεήλατο βλέμμα του δεν τα μιαίνει η απαντοχή μιας μέλλουσας ανταμοιβής, καθώς απολαύει κάθε μέρα της θείας πρόνοιας. Ποτέ δεν εκδιώχθηκε από τον παράδεισο. Δεν σκέφτεται τον Θεό, γιατί ουδέποτε αμφισβήτησε την ύπαρξή του. Του αρκεί που ξημερώνει. Μες στην αχλή της χαραυγής βεβαιωνόταν για τη μακρινή προστασία που τον ελεούσε. Δεν κατείχε «τις λίγες αναγκαίες λέξεις για να εκφράσει, ακόμα και κατά προσέγγιση, αυτό που έβλεπε πραγματικά». Του ήταν απλώς αδύνατον «να αποστρέψει τα μάτια του από αυτό που ο “Θεός δημιούργησε εις τον αιώνα των αιώνων”». Αγαλλόταν από το απόκρυφο μεγαλείο με το οποίο διαρκώς αντικριζόταν. Η συγκίνησή του δεν είχε ανάγκη από λέξεις ούτε από εξηγήσεις. Δεν δοκιμαζόταν από την τυραννία της λογικής. Καμία ορθολογική αντίληψη της ροής του σύμπαντος δεν θα τον βοηθούσε να δει διαυγέστερα τις μαγευτικές λάμψεις «που τρεμόπαιζαν μέσα στη γιγαντιαία απεραντοσύνη» του ουρανού. Δεν ερευνούσε, διότι του έλειπε «η δίψα να αναμετράται συνεχώς και αδιαλείπτως με την αγνή και υπέροχη λειτουργία αυτού του “ουράνιου σιωπηλού μηχανισμού”, εφόσον για τον ίδιο, η σχέση του με το σύμπαν, δεν συνεπαγόταν καμία αμοιβαιότητα». Περιδιάβαινε εκστατικός και ευγνώμων την πόλη του, παρείσδυε στις αποκλίνουσες τροχιές των κατοίκων που τον οίκτιραν για τη θλιβερή του κατάσταση, ανίκανος να τους δείξει αυτό που έβλεπε, αλλά και ανίκανος να δει αυτό που εκείνοι έβλεπαν, ελπίζοντας μόνο πως κάποτε θα ολοκλήρωνε «στην εντέλεια –όπως η σταγόνα που πέφτει από το σύννεφο- αυτό για το οποίο προοριζόταν».

Αν και «η προστατευμένη λεκάνη των Καρπαθίων, αυτό το τέλειο έργο που “ο Θεός δημιούργησε εις τον αιώνα των αιώνων”, ήταν καλυμμένη διαρκώς είτε από πυκνή ομίχλη, είτε από καταχνιά ή ακόμα από αδιαπέραστα σύννεφα […]», ο Βάλουσκα ζεσταινόταν από το φως των σβησμένων καλοκαιριών και μπορούσε να «ανακαλεί στη μνήμη του με ευτυχία […] “το εφήμερο θέαμα του εξαγνιστικού σύμπαντος”, κοιτώντας ταυτόχρονα, άλλη μια νέα χρονιά, την κατεστραμμένη επιφάνεια των πεζοδρομίων και τον τεράστιο όγκο των απορριμμάτων κάτω από έναν μολυβένιο ουρανό».

Κάτω από αυτή την «παντελώς έρημη γκρίζα μάζα» ο Βάλουσκα συγκλονιζόταν από το φως, που το έβλεπε να αναβλύζει, και ήξερε πως θα έμενε εκεί ψηλά μέχρι να νικηθεί από τη νύχτα. Για λίγο όμως. Γιατί κάθε αυγή ήταν μια επαγγελία που εκπληρωνόταν εκτυφλωτικά. Ακόμα και μες στο βαθύτερο σκοτάδι, την προσοχή του μονοπωλούσε «η επικείμενη αυγή, αυτή “η εκ νέου τηρηθείσα υπόσχεση”» και λαχταρούσε να ξαναδεί τη γη, την πόλη και τον εαυτό του να αναδύονται «από την αφάνεια και το σκοτάδι να δίνει τη θέση του στο φως».

Ο Βάλουσκα περιπλανιόταν στην πόλη ακολουθώντας με τα ασυνάρτητα βήματά του τον σελασφόρο χορό των άστρων που ενθουσίαζε τη φαντασία του και τον έπνιγε στη συγκίνηση. Κάθε βράδυ δρασκέλιζε το κατώφλι του καφενείου του Χάγκελμαγιερ βυθισμένος «σε μια κατάσταση πυρετώδους ενθουσιασμού», γιατί αδημονούσε να αναγγείλει στους θαμώνες, ωσάν ουρανόπεμπτος αγγελιαφόρος, την «ιερή στιγμή της φύσης», τη φοβερή στιγμή της έκλειψης, που αντανακλούσε στον ουρανό την αναμέτρηση του φωτός με το σκότος· μια αναμέτρηση, εκ Θεού κριμένη, που κορυφωνόταν, εις τον αιώνα των αιώνων, με τον περίλαμπρο θρίαμβο του ήλιου.

Βέβαια, οι θαμώνες, οδηγοί, φορτοεκφορτωτές, μπογιατζήδες και φουρνάρηδες, αν και βρίσκονταν όλοι σε κατάσταση προχωρημένης μέθης, διαφορετικής όμως από αυτή που συντάραζε τον χορογράφο τους, δεν ανταποκρίνονταν με το απαιτούμενο δέος στην ενορχήστρωση του Βάλουσκα. Στέκονταν τρεκλίζοντας στο κέντρο του καφενείου του Χάγκελμαγιερ, με τα μάτια στο κενό, «μες στη νύχτα που τους τύλιγε», και ενόσω αντιστέκονταν «ενάντια στην ακατανίκητη χαλάρωση των βλεφάρων τους», τους έπιαναν επικίνδυνοι ίλιγγοι «και δεν θα μπορούσε να πει κανείς πως ο χαοτικός στροβιλισμός τους ήταν στο ύψος της συναρπαστικής περιφοράς των άστρων που όφειλαν να προσωποποιήσουν». Ο Βάλουσκα τους στριφογύριζε μέσα στο καφενείο με το μυαλό του μαγεμένο από τις παραξενιές του σύμπαντος, που και αυτές ακόμα αποδείκνυαν τη «θεϊκά αρμονική λειτουργία» της γης, της σελήνης και του ήλιου, αλλά μόνο ο ίδιος κατάφερνε να διαλυθεί με τον στροβιλισμό του μέσα στην άπειρη ελαφρότητα που κατέκλυζε το σύμπαν.

Με τη μυσταγωγική του παράσταση ήθελε να τους μεταγγίσει το θάμβος του για τη μηδέποτε αναβληθείσα έλευση του φωτός, η οποία, υπό τις δεδομένες συνθήκες, μέσα στην «απέραντη νύχτα» που τους κυρίευε, όπως κυρίευε τον Χάγκελμαγιερ η ανυπομονησία να κλείσει το μαγαζί του, γινόταν πιο αδήριτη από ποτέ. Σηκώνοντας «το φλεγόμενο από μια εσωτερική φλόγα πρόσωπό του προς τον ουρανό» ήθελε να υποδείξει στους συμπότες του «μια χαραμάδα», «μέσα από την οποία “εμείς οι απλοί άνθρωποι, μπορούμε να έχουμε μια όψη της αθανασίας”». Δίχως να το ξέρει, ο Βάλουσκα προσπαθούσε να «γαληνέψει κάποιον πόνο που τους έκαιγε και αγνοούσαν την ύπαρξή του», έναν πόνο που ανεπίγνωστα έκαιγε και τον ίδιο. Αλλά μέσα στο καφενείο ολοένα σκοτείνιαζε και ο Ήλιος, η Σελήνη και η Γη έβγαιναν στο κρύο αποδεκατισμένοι από το κρασί του Χάγκελμαγιερ.

Μόνος του, σε μια απομονωμένη γωνιά πίσω από το μπαρ, ο Βάλουσκα συνέχιζε να ατενίζει «την τροχιά της σελήνης, η οποία σιγά σιγά γλιστρούσε προς την άλλη πλευρά της πυρακτωμένης σφαίρας του ήλιου…».

«Διότι επιθυμούσε να δει, και είδε, το φως να επιστρέφει στη γη, επιθυμούσε να ζήσει, και έζησε, αυτή τη στιγμή της έντονης συγκίνησης κατά την οποία απελευθερώνεται κανείς από το συντριπτικό βάρος του φόβου, αυτού του φόβου που προκαλεί το παγερό σκότος, το αποκαλυπτικό και αγχωτικό».

Στην πόλη άγνωστοι άντρες με γκρίζα τσόχινα παλτά χτυπούσαν με τις μπότες τους το λιθόστρωτο, «σαν να ήταν άγγελοι της Αποκάλυψης», ένα τσίρκο είχε καταλύσει στην πλατεία, σέρνοντας μαζί του μια τερατώδη ρυμούλκα με μια ψόφια φάλαινα, υποσχόμενο μια συνταρακτική ατραξιόν, η οποία διήγειρε την καχυποψία των κατοίκων, πολλοί από τους οποίους έκαναν λόγο για κακοποιά στοιχεία και έβλεπαν στη «σατανική μηχανή» το έσχατο σημάδι του ολέθρου, αλλά ο Βάλουσκα περνούσε αμέριμνος ανάμεσά τους, «[…] όπως περιπλανιόταν αμέριμνος στη ζωή του, σαν ένας μικροσκοπικός πλανήτης που, δίχως να επιδιώκει να κατανοήσει τη βαρύτητα στην οποία υπόκειται, δεν νιώθει παρά μόνο ευτυχία γιατί μπορεί να συμμετέχει, έστω και με την ανάσα του, σ’ έναν τόσο γαλήνιο και τόσο καλά ρυθμισμένο μηχανισμό».

Οι υπόλοιποι, ωστόσο, κάτοικοι παρατηρούσαν με φόβο και δυσπιστία τους άντρες στην πλατεία και «[…] εκπλήσσονταν που ένα τόσο μεγάλο πλήθος ξεβράκωτων αρπακτικών, ύποπτων υποκειμένων, που ήταν ικανά για χυδαίες αλλά και βίαιες πράξεις, μπορούσαν ακόμα να λυμαίνονται αυτή τη χώρα μετά από τα δελεαστικά σχέδια οικονομικής ευημερίας που αναμασώνταν κάθε τριάντα χρόνια».

Τι ήθελαν οι άντρες στην πλατεία; Γιατί ένα τσίρκο είχε φτάσει στην πόλη μαζί με μια ψόφια φάλαινα; Ποιος είχε το κουράγιο να διασκεδάζει μέσα στο χάος; Ποιος δεσμός συνάφειας υπήρχε ανάμεσα σε αυτά τα δύο γεγονότα, από μόνα τους ανησυχητικά; Μήπως επρόκειτο για το τέλος του κόσμου; Είχε, άραγε, έλθει η ημέρα της Κρίσης; Της τελικής λύσης;

«Ποτέ σου δεν είδες τέτοιο πράγμα, Γιάνος! Σε σύγκριση μ’ αυτό, το δικό σου σύμπαν είναι αστείο!» λέει στον Βάλουσκα ο θυρωρός στο ξενοδοχείο Κόμλο αναφερόμενος στο τσίρκο, αλλά τότε ακόμη ο Βάλουσκα δεν είχε συναντήσει τον άντρα με το τσόχινο παλτό, που είχε κατατρομάξει τη μητέρα του, την κυρία Πφλάουμ, στο τρένο με το οποίο κατέφθασε στο μυθιστόρημα από τις πρώτες κιόλας σελίδες. Η κυρία Πφλάουμ κατεβαίνοντας από το τρένο άφησε πίσω της έναν άθλιο κόσμο, υποταγμένο «σε έναν μακάριο λήθαργο, σε μια βουβή, αποχαυνωτική παραίτηση», παρόλο που -τουλάχιστον εκείνη το έβλεπε καθαρά- αυτός ο τυφλός κόσμος απειλούνταν από τις σατανικές δυνάμεις, που ενέδρευαν στα βαγόνια. Βγαίνοντας, όμως, έξω στη χειμέρια νύχτα κατάλαβε έντρομη πως κάθε μορφή ορθολογισμού είχε εγκαταλείψει την πόλη, πως οι δυνάμεις του σκότους είχαν τελικά αλώσει την πάντοτε επαπειλούμενη γεωγραφία της ζωής της και πως θα την ακολουθούσαν μέχρι το σπίτι της, όπου, ανέκκλητα γυμνωμένη πλέον από την «παραμυθητική γοητεία της αισιοδοξίας», θα κλείδωνε την πόρτα «ως πρώτη συμβολική κίνηση της απόσυρσής της από τον κόσμο».

Την ίδια απόφαση της απόσυρσης είχε πάρει πολλά χρόνια νωρίτερα από εκείνη ο Γκιόργκι Έστερ, ο παράξενος φίλος του Βάλουσκα. Παράξενος, γιατί τον οιστρηλατούσε άλλος αστερισμός, το μαύρο άστρο της απελπισίας. Απομονωμένος στο σπίτι του στη λεωφόρο Βένκχαϊμ στοχαζόταν καθημερινά την απελπιστική κατάσταση του κόσμου, ενός μέρους ολοένα και πιο θλιβερού. Ο Βάλουσκα δεν είχε τις κατάλληλες λέξεις για να αντιπαλέψει τις τρομακτικές σκέψεις και τα αμείλικτα λόγια που του απεύθυνε ο απαρηγόρητος φίλος του. Αν εκείνος ανεμοπορούσε φωτοστεφής σε ένα μαγευτικό, ολόλαμπρο στερέωμα, ο κύριος Έστερ κατοικούσε στην κόλαση. Καταβεβλημένος εξαιτίας της παρατεταμένης κατάκλισης, έρμαιο του ασθενικού, γερασμένου κορμιού του, άφηνε την κατάθλιψη να απομυζά τις εναπομείνασες διανοητικές του δυνάμεις, βουλιαγμένος στα μαξιλάρια του κρεβατιού που είχε εγκαταστήσει στο σαλόνι. Ακόμα και αν το πνεύμα του επέμενε να αντιστέκεται, σκεφτόμενο με απόγνωση όλα όσα το πολεμούσαν και το προσέβαλλαν, μπορούσε να εμπιστεύεται τον αφανισμό του, τη λύτρωσή του, στην καθυπόταξη του σώματος, ενός σώματος προ πολλού παραιτημένου, «[…] η κατάσταση του οποίου ήταν αποτέλεσμα, λιγότερο μιας θεμιτής εξέγερσης των οργάνων και περισσότερο μιας συνεχούς αντίστασης ενάντια στις δυνάμεις που θα ήταν ικανές να αναχαιτίσουν τη φυσική διαδικασία της επιδείνωσης, καρπός μιας σκληρής απόφασης του πνεύματος το οποίο, για δικούς του λόγους, είχε καταδικάσει την ίδια του την ύπαρξη στην απραξία».

Ένα σκοτεινό πέπλο θόλωνε την όρασή του, η μελαγχολία είχε διαβρώσει τη θέλησή του και θαμπώσει το φέγγος της διάνοιάς του. Όταν ο κύριος Έστερ έστρεφε τα μάτια του, «τα γαλανά του μάτια, η λάμψη των οποίων είχε παραμείνει αναλλοίωτη», στον ουρανό, δεν έβλεπε παρά μια γκρίζα, «άψυχη παγωνιά», που «σαν αδυσώπητος καθρέφτης» έστελνε ασταμάτητα την ίδια εικόνα, «αντανακλούσε με αδιαφορία όλη τη θλίψη που κατέκλυζε τον κάτω κόσμο».

Ωστόσο, η αισιοδοξία του Βάλουσκα ήταν, ακόμη, διάπυρη. Ο νεαρός φίλος του κυρίου Έστερ δεν έπαυε να «ονειρεύεται το μεγαλειώδες και φιλεύσπλαχνο φως» που θα τον θεράπευε από την κατάθλιψη. Πίστευε πως θα τον έκανε κάποτε να δει τη θαυμαστή συνάφεια όλων των έμψυχων και άψυχων πραγμάτων που συνιστούσαν τον κόσμο. Κάποτε θα κατανοούσε και ο κύριος Έστερ «πως ο ακατάλυτος δεσμός που τον συνδέει με τον κόσμο δεν είναι ούτε σκλαβιά ούτε καταδίκη, αλλά ένα παντοτινό αίσθημα του ανήκειν». Θα έβλεπε καθαρά πως τα πάντα «ήταν φτιαγμένα από το ίδιο υλικό, το ευγενές και εφήμερο υλικό της περατότητας». Μέχρι τότε, όμως, ο Βάλουσκα έπρεπε να αγωνιστεί με όλη την ορμή της συγκίνησής του να διώξει το λυκόφως από το σαλόνι του κυρίου Έστερ, γιατί ο τελευταίος ήταν πεπεισμένος πως είχε διαρραγεί εντελώς «ο αδελφικός δεσμός που ένωνε τον ουρανό με τη γη» και πως εφεξής: «θα τριγυρίζουμε άσκοπα στο διάστημα, ανάμεσα στα ερείπια των ακυρωμένων νόμων μας, αποσβολωμένοι και δύσπιστοι θα κοιτάμε αναρριγώντας μόνο πώς απομακρύνεται το φως από εμάς».

Η απελπισία του κυρίου Έστερ, ο μαρασμός και η θλίψη του, που διαχέονταν στον χώρο σαν «διαβρωτική ακτινοβολία» της αηδίας και της απογοήτευσής του, απέρρεαν κυρίως από την απροσμάχητη βλακεία των ανθρώπων. Υπέφερε από την επιδημική ηλιθιότητα και ο εθελούσιος εγκλεισμός στο σαλόνι του σπιτιού του στη λεωφόρο Βένκχαϊμ ήταν η «στρατηγική του ν’ αποσυρθεί από την αξιοθρήνητη βλακεία της ανθρωπότητας». Καμία μετακίνηση, πόσο μάλλον περιπλάνηση, ούτε καν «η προοπτική μιας παρατεταμένης διαμονής στο άπειρο», δεν θα του πρόσφεραν μια, ελάχιστα έστω, παρηγορητική απόσταση από τον «ασφυκτικό βούρκο της βλακείας», «όπου είχε δει το φως της ημέρας και απέναντι στον οποίο –δίχως ποτέ του να καταφέρει να τον αποφύγει- είχε υψώσει ένα οχυρό μετά από πενήντα περίπου χρόνια οδυνηρών δοκιμασιών». Άλλωστε, με τη γκαντεμιά του, ακόμα και στο φεγγάρι να ταξίδευε, πιθανότατα το πρώτο πράγμα που θα έβλεπε θα ήταν η γη. Εν ολίγοις, κανένα όνειρο φυγής δεν μπορούσε να επιζήσει της φρικτής πραγματικότητας, της βαρυτικής έλξης της γης, όπου με βία συντριβόταν ακόμα και η πιο δειλή ονειροπόληση, γι’ αυτό και εκείνος προτιμούσε να μένει κλεισμένος στο σπίτι παρά να αποτολμήσει «έστω και μια μικρή βόλτα μέσα σ’ αυτό τον βούρκο», καθώς κάτι τέτοιο ήταν πλέον «υπεράνω των δυνάμεών του». Ήταν τόσο εξαντλημένος που ούτε άλλα πενήντα χρόνια ανάπαυσης και ακινησίας δεν θα τον βοηθούσαν να «[…] συνέλθει από την κόπωση που ένιωθε μετά από τόσους “τόνους κρετινισμού, βλακείας, σκοταδισμού, αναχρονισμού, ηλιθιότητας, χυδαιότητας, χοντροκοπιάς, χαζομάρας, έλλειψης κουλτούρας και γενικευμένης ανοησίας”, που χρειάστηκε να υπομείνει».

Ο άνθρωπος είχε αποτύχει παταγωδώς και ο Έστερ δεν άντεχε να διανοηθεί το μέγεθος της αποτυχίας του, που τον καταδίκαζε σε απόλυτη ερημιά. Ήξερε με βεβαιότητα πως «η αυταπάτη μας να μπορούμε να προβλέπουμε τα γεγονότα, με λίγα λόγια, η “ορθολογικότητα των πραγμάτων”, είχε περάσει ανεπιστρεπτί». Κανένας νόμος ή νομοτέλεια δεν κατηύθυνε τις ανθρώπινες πράξεις, οι οποίες, παραδομένες σε μια άσκοπη, ανεπίδεκτη βελτίωσης, επανάληψη, αποδύονταν διαρκώς σε νέους τρόπους ακύρωσης της οιασδήποτε λυσιτέλειας. Ο άνθρωπος είχε αποτύχει και η τιμωρία του ήταν πως έπρεπε να ζήσει κάτω από έναν έρημο, εγκαταλελειμμένο ουρανό. Κανένα χρέος δεν βάραινε την πορεία του στο σύμπαν, γιατί, από τις πρώτες κιόλας δρασκελιές, είχε αποπέμψει από τον μικρό του χώρο «κάθε θεϊκή Μεταφορά» για να δοξολογήσει, τυφλός και παραπαίων, σαν να αντάλλασσε την αθανασία με γνώση, τον θρίαμβο του πνεύματος και της βούλησης, μέχρι να αρχίσει να υποψιάζεται πως ίσως να μην είχαν θριαμβεύσει, ούτε το ένα ούτε η άλλη, τόσο όσο πίστευε. Γι’ αυτό ο κύριος Έστερ θεωρούσε πως θα ήταν καλύτερα για όλους να σιωπούμε και να αφήσουμε επιτέλους «στην ησυχία της τη θολή ανάμνηση αυτού στο οποίο οφείλουμε τα πάντα». Η αυταπάτη ενός απώτερου προορισμού δεν μας οδήγησε πουθενά, το αίνιγμα της αποστολής εξέβαλλε πάντοτε σε δολιχοδρομήσεις, διότι «δεν υπήρξαμε πολύ καλά εξοπλισμένοι με διορατικότητα, η οποία ωστόσο θα ήταν σωτήρια: η ακόρεστη περιέργεια με την οποία ενοχλούσαμε ακατάπαυστα τον κόσμο, πολύ απλά, δεν στέφθηκε με επιτυχία, και κάθε φορά που κάναμε μια μικρή ανακάλυψη, το μετανιώναμε αμέσως πικρά».

Ο ίδιος ο Έστερ πλήρωνε ακριβά την απερισκεψία των μακρινών του προγόνων να κατεβούν από τα δέντρα και να σπαταλήσουν αιώνες άσκησης στην επίτευξη της όρθιας στάσης, αυτού του συμβολικού σημείου εκκίνησης της άθλιας ιστορίας του ανθρώπου. Προφανώς δεν τα είχαν πάει πολύ καλά, γιατί σε μια γη σε διαρκή περιστροφή, η ανθρωπότητα μόλις και μετά βίας κρατιόταν όρθια. Και τώρα σαν να τιμωρούνταν εκείνος για την αλαζονεία των προπατόρων του, έπρεπε να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του σε ορθή γωνία, υποβασταζόμενος από μαξιλάρια, ανήμπορος να σταθεί όρθιος, αλλά και ανίκανος να αναπαυθεί ξαπλώνοντας στο κρεβάτι.

Η σιωπή ήταν μια κάποια παραδοχή αποτυχίας, ίσως πάλι ήταν η εναπομείνασα ηθική, και μπορεί να οδηγούσε κάποτε «στην αργή αναγνώριση μιας αδυσώπητης αλήθειας: ότι αυτός ο κόσμος δεν αποτελεί στ’ αλήθεια μια τόσο λαμπρή επινόηση». Έπρεπε να κατακτήσουμε τη γενναιότητα ή τη δέουσα απελπισία για να αναγνωρίσουμε την «αναντίρρητη αλήθεια», ότι «είμαστε τα δυστυχισμένα πλάσματα μιας ασήμαντης αποτυχίας μέσα στους κόλπους αυτού του θαυμαστού σύμπαντος […]».

Το βλέμμα του Έστερ «έκανε τον γύρο του σαλονιού πριν καρφωθεί στα αναμμένα κάρβουνα της σόμπας, τα οποία έσβησαν μετά από λίγο».

«Έχουμε αποτύχει παντελώς στον τρόπο μας να δρούμε, να σκεφτόμαστε, να φανταζόμαστε, και ακόμα και στις άθλιες προσπάθειές μας να κατανοήσουμε τους λόγους αυτής της αποτυχίας· έχουμε ξεπουλήσει τον Κύριό μας, έχουμε χάσει τον σεβασμό στην ιεραρχία και την αξιοπρέπεια, έχουμε αφήσει να σβήσει η ευγενής ψευδαίσθηση που μας προέτρεπε να αναμετριόμαστε συνεχώς με την κλίμακα των δέκα εντολών…, έχουμε αποτύχει οικτρά, έχουμε αποτύχει μέσα σ’ αυτό το σύμπαν όπου πιθανώς δεν έχουμε και πολλά να κάνουμε».

Τα αστραφτερά μάτια του Βάλουσκα κοιτούσαν με αμέριστη συμπόνια αυτό τον απελπισμένο άνθρωπο, τον τόσο αγαπημένο του, αλλά η θέρμη με την οποία δεξιώνονταν τον κόσμο δεν έφτανε μέχρι τον αντίπερα πόλο του κρεβατιού.

«Εγώ, ο Έστερ […] έχω ίλιγγο· έχω ίλιγγο και, ας με συγχωρέσει ο Θεός, βαριέμαι, όπως κι όλοι εκείνοι που έπαψαν να πιστεύουν αφελώς ότι, πίσω από αυτό τον φαύλο κύκλο της δημιουργίας και της καταστροφής, της γέννησης και του θανάτου, μπορεί να υπάρχει ένα καλά καταστρωμένο σχέδιο, ένα μεγαλεπήβολο και εξαιρετικό πρόγραμμα που εξυπηρετεί κάποιον σκοπό, αντί μιας τυφλής υπακοής σ’ έναν ψυχρό μηχανισμό…».

Ο Έστερ, απευθύνοντας στον Βάλουσκα τις εκλεπτυσμένες διατυπώσεις του μηδενισμού του, δεν προσπαθούσε να σβήσει το φως που τον έλουζε. Αντιθέτως, ο πεσιμισμός του είχε ανάγκη την ύπαρξη του Βάλουσκα, η οποία ισοδυναμούσε για εκείνον με την απόδειξη της ύπαρξης του αγγελικού στοιχείου στον κόσμο. Η αγγελική αθωότητα του Βάλουσκα, άφθαρτη από τον σκοτεινό λογισμό του, του δώριζε το ενδεχόμενο του λάθους. Ίσως ο Έστερ να έκανε λάθος και το σύμπαν που ακτινοβολούσε στα μάτια του φίλου του όντως να υπήρχε και να αξίωνε την πιο ένθερμη πίστη. Αλλά και μόνο στη σκέψη τον κατέβαλλε η υπόνοια πως αυτό το αστραποβόλο σύμπαν ήταν επίνοια της ευαισθησίας του, της ευαίσθητης φαντασίας του Βάλουσκα. Είχε την αίσθηση πως «το σύμπαν του Βάλουσκα δεν είχε πραγματικά τίποτε κοινό με το πραγματικό· επρόκειτο, σκεφτόταν, μόνο για μια εικόνα την οποία συνέλαβε –τότε, ως παιδί- για το σύμπαν, και την οποία είχε στη συνέχεια οικειοποιηθεί οριστικά, ένα μάλλον σαγηνευτικό τοπίο, αναλλοίωτο, το οποίο υπονοούσε την ύπαρξη ενός θείου μηχανισμού που “ο μυστικός κινητήρας του ήταν η μαγεία και η αθώα ονειροπόληση”».

Παρ’ όλα αυτά, ο Έστερ τού παραχωρούσε ευχαρίστως τη φροντίδα του ουρανού, αναλαμβάνοντας ο ίδιος τα της γης («η οποία, κι αυτή με τον τρόπο της βεβαίως, ξεπερνούσε κάθε φαντασία»), ανυπομονώντας ενδόμυχα για τη στιγμή που αυτή η γη που ελεεινολογούσε, θα συναντιόταν με τον ουρανό του Βάλουσκα. Η παρουσία του τελευταίου στο σαλόνι του τού ήταν πολύτιμη σαν ένα σπάνιο κόσμημα, κάτι πλεονάζον, αλλά απαραίτητο, όπως καθετί όμορφο. Ο Βάλουσκα λαμποκοπούσε στο σκοτεινό του σπίτι σαν μια «αναπόδεικτη μορφή για την οποία δεν υπήρχε (όπως και για κάθε μορφή πολυτέλειας), ούτε δικαιολογία ούτε εξήγηση». Κάθε βράδυ (εκτός από ένα), ο Έστερ, κρυώνοντας όλο και περισσότερο από τη μισοσβησμένη του πίστη, άφηνε τον φίλο του να παραληρεί, μεθυσμένος από τον «νυχτερινό του περίπατο στο βασίλειο των ουρανών», «για τα κοσμολογικά του οράματα, για τους αστέρες, τους πλανήτες, τη φωτεινότητα του ήλιου, το βαλς των περιστρεφόμενων σκιών, τον σιωπηλό μηχανισμό των ουράνιων σωμάτων», όλα μαρτυρίες «ενός ασύλληπτου νοήματος», που συνείχε ορατά και αόρατα.

Ήταν τόσο όμορφη η εικόνα που ανέθαλλε από τα λόγια του Βάλουσκα που ο Έστερ την έβλεπε με συγκίνηση να φωτίζει το σαλόνι του και δεν φοβόταν μήπως την κάψει η υπεριώδης ακτινοβολία της απελπισίας του, γιατί ήξερε, και τον ευγνωμονούσε για αυτό, πως ο φίλος του είχε ανοσία στο δηλητήριο που διέρρεε τους νευρώνες του εγκεφάλου του και πως όσα εκείνος σκεφτόταν με απόγνωση «[…] προσέκρουαν επάνω του όπως μια ελαφριά λόγχη πάνω σε πανοπλία, ή, ακριβέστερα, γλιστρούσαν μέσα από τα ευαίσθητα όργανά του δίχως ποτέ να τα γρατζουνούν».

Ο κύριος Έστερ μπορεί να εκλάμβανε την πίστη του Βάλουσκα σαν κατάλοιπο της παιδικότητάς του, της προπατορικής του αθωότητας, αλλά παλιά είχε και ο ίδιος μαγευτεί από ένα υπερκόσμιο όνειρο. Οι μουσικές έρευνες που διεξήγαγε, ήταν ο τρόπος του να θρηνεί τη χαμένη του πίστη, τη μουσική, που κάποτε τον έπειθε πως ο κόσμος μπορούσε να γίνει ένα όμορφο, καλό μέρος. Η πίστη του στη μουσική ήταν μια πίστη άπιστη, πεποιημένη, διανοητική, όμως εκείνος δεόταν σε αυτή με την ίδια ευλάβεια και με την απερίγραπτη έκσταση που ο Βάλουσκα κοιτούσε τον ουρανό. Η «απίστευτη μαγική δύναμη» της μουσικής υποδαύλιζε την πίστη του στη δυνατότητα μιας υποδειγματικής τελειότητας, γινόταν ο θύλακος ενός καθαρού, άχραντου ιδεώδους. «Από την πιο νεαρή ηλικία ζούσε μέσα στην απόλυτη σιγουριά της μουσικής» και τώρα ακόμα που κειτόταν στο κρεβάτι του, αποσυρμένος από γη και ουρανό, αθετούσε την υποχρέωση της σιωπής συνθέτοντας καθημερινά μουσικές φράσεις «πάνω στην ίδια και λυπητερή μελωδία»· μελωδία στραγγαλισμένη από τις χορδές του πιάνου του, που έπασχε από ένα παράλογο χόρδισμα.

Μια μοιραία ημέρα, ο κύριος Έστερ έφυγε από το διευθυντικό του γραφείο στο Ωδείο («ένα ανακαινισμένο εγκαταλελειμμένο παρεκκλήσι») συντετριμμένος από την υποψία μιας ολέθριας πλάνης. Έκτοτε οι συγχορδίες που τον έκαναν να ονειρεύεται την απόλυτη αρμονία σίγησαν και μόνο τα αγωνιώδη χτυπήματα στα πλήκτρα του πιάνου μαρτυρούσαν πως ο ένοικος του σαλονιού λαχταρούσε να ακούσει ξανά εκείνη τη μουσική, που χόρδιζε την πίστη του στην ομορφιά του κόσμου· μια πίστη, η άξαφνη απώλεια της οποίας τον υποχρέωνε να βάλει τέλος σε αυτή την τελευταία αυταπάτη, της «μουσικής αντίστασης», και να καταργήσει οριστικά «αυτή την ηρωική χίμαιρα από τον ουρανό των σκέψεών του, ο οποίος, στο εξής, θα παρέμενε σκοτεινός».

Ο Έστερ ζούσε κάτω από έναν ουρανό σκοτεινό, όχι όμως ολότελα σιωπηλό. Ο απελευθερωτικός του αγώνας ενάντια στη μουσική συνίστατο στην επίμονη μελέτη των μυστικών των μουσικών ήχων, μελέτη η οποία θα απέληγε, όπως πικρά πίστευε, «σε μια ανακάλυψη αποφασιστικής σημασίας». Εξοπλισμένος με ένα κλειδί κουρδίσματος και έναν παλμογράφο και ανατρέχοντας στις ολύμπιες μελωδίες των αρχαίων Ελλήνων, στις τεχνικές κωδικοποίησης των αρμονικών και του κουρδίσματος των οργάνων, ανοιγόταν σε ανήκουστα ηχητικά εδάφη, όπου συνειδητοποιούσε πως μέχρι τότε άκουγε και έπαιζε λάθος, σε λάθος κλίμακα, λες και η ιδεατή κλίμακα ήταν «μια σειρά συμμετρικών σκαλοπατιών μιας εκκλησίας που μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε καταπώς θέλουμε τους θεούς».

Ωστόσο, άρχισε να καταλαβαίνει πως ακόμα και αν κατάφερνε να παίξει τις πιο εκπληκτικές συνθέσεις σε μια τονικότητα που «θα απέκλινε ελάχιστα από την απόλυτη καθαρότητα», ουδέποτε θα μετοικούσε στην επικράτεια «ενός πλατωνικού βασιλείου», γιατί όλες «εκείνες οι θαυμάσιες αρμονίες, η ομορφιά των αντηχήσεων που μέχρι τότε τον είχαν φυλακίσει μέσα σ’ ένα γλοιώδες καβούκι μακάριας ικανοποίησης», δεν ήταν παρά ψευδαισθήσεις ενός φαντασιόπληκτου μυαλού, που αναζητούσε στις συγχορδίες των μουσικών αριστουργημάτων «τις αρχές της συνοχής του σύμπαντος».

«Αν δεν αμφέβαλλε καθόλου για το ότι επρόκειτο λιγότερο για ένα θεωρητικό ζήτημα και περισσότερο για ένα καθαρά φιλοσοφικό πρόβλημα, αντιθέτως, μόνο μετά από έναν επιστάμενο και μακρόχρονο διαλογισμό ανακάλυψε πως οι παθιασμένες του έρευνες για την τονικότητα […] τον είχαν οδηγήσει αναπόφευκτα στον έλεγχο της συνείδησής του, υποχρεώνοντάς τον έτσι να θέσει το ερώτημα: σε τι είχε βασιστεί, αυτός που δεν ήταν άνθρωπος που παρασυρόταν από αυταπάτες, ώστε να πιστέψει με βεβαιότητα στην ύπαρξη ενός αρμονικού συστήματος, το οποίο προφανώς και αδιαμφισβήτητα αποτελούσε σημείο αναφοράς κάθε μεγάλου έργου;»

Κανένα πλατωνικό βασίλειο δεν αποκαλύφθηκε στο σαλόνι του κυρίου Έστερ. Ο ίδιος, όπως και οι άλλοι «συνάδελφοί του της επίγειας ζωής», προσγειώθηκε με πάταγο στην πραγματικότητα, «μέσα σ’ αυτή τη μη θερμαινόμενη και γεμάτη ρεύματα αέρος παράγκα», όπου αντηχούσαν σφυροκοπήματα, στριγκλίσματα, διαπεραστικοί συριγμοί, στριγγές θρηνωδίες, άναρθρες κραυγές και τραυλές ικεσίες. Παρ’ όλα αυτά, ο Έστερ συνέχιζε να παίζει Μπαχ στο πιάνο του, «σε τούτο το ανυψωμένο μέχρι τη θεϊκή καθαρότητα όργανο», αποφασισμένος να ανέβει μέχρι τέλους τον Γολγοθά του, υπομένοντας εξήντα λεπτά κάθε μέρα τον διάτορο θόρυβο των αποκαθαρμένων χορδών. Η αποκρουστική υπόκρουση σηματοδοτούσε την είσοδό του σε μια μακρά περίοδο εθισμού στον πόνο και ηχούσε σαν παράπονο για ένα προδομένο όνειρο, που όμως συνεχίζεις να το παιδεύεις, προσδοκώντας τυφλά την εκπλήρωσή του. Η άσκηση στη ματαιότητα της μουσικής ήταν η μεταμέλεια και η τιμωρία τού Έστερ, αλλά το πιάνο του ήταν πειστήριο της πάσχουσας πίστης του. Χορδισμένο στην τονικότητα ενός μακρινού, άφθαστου ονείρου, παγιδευμένο σε έναν οξύηχο γόο, προσδοκούσε, μαζί με τον κάτοχό του, τον «επαναχορδισμό» της τρωθείσας ευαισθησίας του. 

«Η πίστη, σκέφτηκε ο Έστερ, κάνοντας έναν υπαινιγμό στην ίδια του τη βλακεία, δεν συνίσταται στο να πιστεύεις σε κάτι, αλλά στο να πιστεύεις πως τα πράγματα μπορούν να είναι διαφορετικά, και, επομένως, η μουσική δεν αποκαλύπτει έναν καλύτερο κόσμο ή το καλύτερο κομμάτι του εαυτού μας, αλλά ένα έξυπνο μέσον να συγκαλύψει και, μάλιστα, να αποκρύψει την ανεπανόρθωτη συνθήκη μας όπως και τη θλιβερή κατάσταση του κόσμου: μια θεραπευτική αγωγή που δεν θεραπεύει, ένα αλκοόλ που μόνο αναισθητοποιεί».

Ο Έστερ φανταζόταν πως υπήρξαν ευτυχέστερες εποχές, τότε, παλιά, που οι άνθρωποι δεν κατατρύχονταν από τη μανία να χειραφετηθούν «από το βάρος των ουράνιων δυνάμεων» και δεν πάσχιζαν με λύσσα και υπεροψία να εισχωρήσουν «ύπουλα μέσα στο ανοιχτό πεδίο του χάους», αλλά δέχονταν με αγαλλίαση, όπως ο Βάλουσκα, κάθε δωρεά του ουρανού. Πίστευε, λόγου χάριν, πως στους αρχαίους «συναδέλφους μας της επίγειας ζωής» τους αρκούσε «το να είναι απλοί κοινωνοί αυτού του εύθραυστου ονείρου», γιατί «[…] δεν τους κατέτρωγε το σαράκι της αμφιβολίας και δεν ποθούσαν να εγκαταλείψουν τη σκιά της αγνής και αθώας πίστης τους, επειδή γνώριζαν ότι η ουράνια αρμονία ανήκει στους θεούς, και ένιωθαν πληρότητα μόνο από το γεγονός ότι μπορούσαν, με τις μελωδίες τους και τα κουρδισμένα τους όργανα, να αγκαλιάσουν με το βλέμμα τους αυτό το γιγαντιαίο άπειρο».

Τα κομμάτια που ο Έστερ έπαιζε στον Βάλουσκα ήταν λιγότερο εμπνεύσεις του ουράνιου Γιόχαν Σεμπάστιαν και περισσότερο η δική του πιανιστική απελπισία για τη χαμένη του πίστη. Παίζοντας πιάνο μυούσε, σιωπώντας, τον αγαπημένο του φίλο «στο οδυνηρό μυστικό της συγκλονιστικής ανακάλυψής του και στο καθημερινό άγχος της απονέκρωσής του». Και την ίδια στιγμή νοσταλγούσε το παλιό του όνειρο, την αγνή και αθώα πίστη του Βάλουσκα, ο οποίος ποτέ δεν θέλησε να εγκαταλείψει τη σκιά του ουρανού, αν και μια νύχτα τελικά την εγκατέλειψε.

Ο Βάλουσκα και ο Έστερ, οι δύο εμβληματικές μορφές του μυθιστορήματος, προσωποποιούν την αγωνία του ανθρώπινου πνεύματος να διαλεχθεί με το θείο. Ο πρώτος είναι απαλλαγμένος από τις ενστάσεις τού νου και ατενίζει ανεμπόδιστος τα θαύματα του ουρανού, ενώ ο δεύτερος, ισοβίως δέσμιος της αμφιβολίας, παλεύει να ξεκουρδίσει τον μηχανισμό του μυαλού του για να αφουγκραστεί τη γαλήνη της ουράνιας μηχανικής. Και οι δύο προσπαθούν να προσανατολίσουν τις ζωές τους προς μια ευγενή, ηθική προοπτική. Και οι δύο αποτυγχάνουν. Καταλήγουν να ανταλλάσσουν, άλαλοι, τις σκέψεις τους για το σύμπαν σε ένα δωμάτιο ψυχιατρείου.  Ο ένας περιπλανιέται τρελαμένα στους δρόμους της πόλης, τυφλός στην απειλή που την πολιορκεί, ενώ ο άλλος μένει ακίνητος στο κρεβάτι, αποσβολωμένος από την τελεσιδικία αυτής της απειλής, αποστρέφοντας το βλέμμα του από τον κόσμο που καταστρέφεται έξω από τα σφραγισμένα παράθυρά του. Όμως, όπως πολύ σωστά παρατηρεί η κυρία Χάρερ βλέποντας τις καρφωμένες σανίδες στα παράθυρα του σαλονιού, «απέξω πρέπει να το κάνει κανείς, όχι από μέσα!»

Ο Βάλουσκα συνεχώς έξω και ο Έστερ συνεχώς μέσα. Και οι δύο ανοχύρωτοι, ανίσχυροι να υπερασπίσουν τις υπάρξεις τους. Ούτε η πάμφωτη πίστη τού ενός ούτε η ερεβώδης απόγνωση του άλλου κατάφεραν να τους γλιτώσουν από αυτό που όφειλαν να αναχαιτίσουν, την καταστροφή της πόλης. Μια μόνο νύχτα θα πάρει η εξόντωσή τους, ηθική και πνευματική. Ο Βάλουσκα θα γίνει μέρος της ομάδας των ύποπτων αντρών στην πλατεία και μάρτυρας των βιαιοπραγιών τους, ενώ ο Έστερ θα ευφρανθεί για λίγο από την εφεύρεση μιας κυνικής, μηδενιστικής αισιοδοξίας, αλλά θα χάσει κάθε ελπίδα, ή επιθυμία, επιβίωσης, όταν αποτύχει να σώσει τον φίλο του από εκείνους τους άντρες.

Η ακατάπαυστη περιπλάνηση και η ακινησία, δύο διαφορετικά είδη φυγής, δηλαδή υπεκφυγής. Στην προσπάθειά τους να διαφύγουν τον κόσμο, ο κόσμος, που πάντα καιροφυλακτούσε, τους επιτίθεται και τους συντρίβει. Ο Βάλουσκα και ο Έστερ αφανίζονται από τη σφοδρότατη επέλαση της πραγματικότητας, ντυμένης με τσόχινα παλτά και αρβύλες, και χάνονται για πάντα από προσώπου ουρανού και γης, με τα αστραφτερά τους μάτια τυφλωμένα, τού ενός από ανέσπερο φως και του άλλου από το αιώνιο σκότος.

Παρατηρώντας τους να περπατούν στην πόλη, ο Κρασναχορκάι υποδεικνύει τη μύχια εγγύτητα αυτών των δύο πλασμάτων, που μόνο φαινομενικά βημάτιζαν σε αντίρροπες ταχύτητες. Διότι, στην ουσία και οι δύο πατούσαν επιφυλακτικά και φοβισμένα στη γη. Ο φρενήρης βηματισμός του Βάλουσκα και το σημειωτόν τού Έστερ συντονίζονταν σε μια οδυνηρή, αβέβαιη, χαοτική περπατησιά, που υποδήλωνε την «αλληλεξάρτηση των δύο σωμάτων που αλληλοβαστάζονταν», συγχωνεύοντάς τα «σε μία και μόνο παράξενη δυαδική μορφή».

Η αισιοδοξία ή η απαισιοδοξία; Η πίστη ή η αμφιβολία; Η κατάφαση ή η άρνηση; Τι γιατρεύει τελικά τον άνθρωπο από την τυφλότητά του; Τίποτα απολύτως, φαίνεται να μας λέει ο Κρασναχορκάι. Όποιος αντιστέκεται, θα μελαγχολήσει από τη ματαιοπονία. Ίσως η απανθρωποποίηση να του προσφέρει, παροδικά, μια διέξοδο από την, ούτως ή άλλως, αδιέξοδη ανθρώπινή του κατάσταση καταργώντας την. Όσοι, όπως η κυρία Έστερ, ενδώσουν ολοκληρωτικά στην προπατορική ωμότητα του είδους τους, αργά ή γρήγορα θα θριαμβεύσουν, αλλά σε έναν κόσμο χωρίς ανθρωπιά, σε έναν κόσμο όπου τα ερείπια ποτέ δεν θα ξαναγίνουν άνθρωποι. Διότι, ως τελική λύση, οι αρχές θα φροντίσουν να αποσύρουν τους λιγοστούς επιζήσαντες, όπως ο Βάλουσκα, στα κατάλληλα μέρη για να πεθάνουν κρυμμένοι από βλέμματα μες στις ριγωτές τους πιτζάμες.

Η κυρία Έστερ θα θριαμβεύσει («κι όχι μόνο γιατί έπρεπε να συμβεί»). Άλλωστε, το γνωρίζει και η ίδια από την πρώτη της εμφάνιση στις σελίδες. Υπό την αιγίδα της η πόλη μπαίνει σε μια νέα εποχή. Σε αντίθεση με τη μητέρα του Βάλουσκα, εκείνη δεν φοβόταν την αλλαγή, στο μέτρο που θα αναλάμβανε η ίδια την ενορχήστρωσή της, ή, αλλιώς, την έφοδό της. Ασφαλώς και δεν την ένοιαζε αν «κάθε μορφή ορθολογισμού είχε εγκαταλείψει την πόλη», καθώς πίστευε πως καμία λογική, πλην της δικής της, δεν ευσταθούσε. Στον αντίποδα του συζύγου της, ο οποίος φαντασιωνόταν την ουράνια καθαρότητα της μουσικής, η κυρία Έστερ απολάμβανε «μόνο έναν ρυθμό, τον ρυθμό των καταναγκαστικών εμβατηρίων, κι ένα μόνο ρεφρέν, το ρεφρέν της προετοιμασίας για μάχη», δίχως φυσικά να αποβάλλει από το ρεπερτόριό της «προλεταριακά τραγούδια και εαρινές ωδές».

Το άσωτο παρελθόν της και ως απότοκο αυτού το κηλιδωμένο ήθος της, δεν την έκαναν να αμφιβάλει για τη φυσική της υπεροχή. Με πολυετή και σκληρό μόχθο, συνεπικουρούμενο από την ακατάβλητη αποφασιστικότητά της και τη γρανιτένια αυτοπεποίθησή της, αυτή η θηριώδης σταχανοβίτισσα, κατάφερε να αναχθεί σε μια, αν όχι αξιοσέβαστη, σίγουρα δυσυπέρβατη, βοηθούσης και της διάπλασής της, προσωπικότητα της πόλης. Στην περιρρέουσα ανησυχία για την έλευση του τσίρκου, φορτισμένη με δεισιδαίμονες εικασίες, διείδε μια μοναδική ευκαιρία αποδόμησης. Το σχέδιό της ήταν άψογο, καθότι απλό, και συνοψιζόταν στην ολοσχερή καταστροφή του παλιού για την ανόρθωση ενός ατσάλινου νέου. Με υπερβάλλοντα ενθουσιασμό η κυρία Έστερ μεθόδευε τα επιμέρους στάδια του θριάμβου της, επαφιόμενη, κρυφίως εννοείται, αφενός στον αλκοολισμό του αρχηγού της αστυνομίας, ένα από τα όργανα της τάξης, την οποία σκόπευε να αποδομήσει, και αφετέρου στην αχρειότητα των υποκειμένων που είχαν συγκεντρωθεί στην πλατεία και τα οποία ήλπιζε πως δεν θα τα παρατούσαν, όταν τα πράγματα θα άρχιζαν να αγριεύουν. Θα άφηνε στους άντρες με τα τσόχινα παλτά αρκετό χρόνο για λεηλασίες και σκοτωμούς, αλλά όχι τόσο ώστε να μην μπορέσει μετά εκείνη να περισώσει τα απομεινάρια για να τα στήσει στο βάθρο, πάνω στο οποίο θα πατούσε για να ατενίσει την αναγεννημένη πόλη από το ύψος της εξουσίας της.

Ήδη αισθανόταν «δέσποινα του μέλλοντος» και «θωρούσε την πόλη με τα τολμηρά μάτια μιας κληρονόμου της πόλης, σίγουρης πως βρίσκεται στο κατώφλι μιας “ριζικά νέας, πολλά υποσχόμενης εποχής”». Η διακαής προσμονή της θα πραγματωνόταν πανηγυρικά και με την τυφλή, ανενδοίαστη βούλησή της θα αποδείκνυε σε όλους πως η άνθηση ήταν μονόδρομος. Βγαίνοντας έξω αισθανόταν να την αναζωογονούν το ψύχος που εκλυόταν από τον φαιό ουρανό και ο πολικός άνεμος, μέσα στη δίνη του οποίου ανασάλευαν το χάος και η διάλυση, γιατί η κυρία Έστερ ανήκε «σ’ εκείνους που το ψύχος δεν αποτελούσε ανυπέρβλητο Κακό που το παρατηρούσαν μέσα από τα οχυρά τους με τις πυρακτωμένες σόμπες».

Ήταν η στιγμή της, ήταν καιρός ο φόβος, ο κομφορμισμός, η νωθρότητα, η «νοσηρή ανικανότητα» και η «δειλή παθητικότητα» των κατοίκων να μεταγγιστούν σε πράξεις. Ναι, έβλεπε και εκείνη τα προειδοποιητικά σημάδια στους δρόμους, ένιωθε πως ο χρόνος, που παραδόξως είχε επιταχυνθεί, πλησίαζε σε ένα αποφασιστικής σημασίας σημείο και πως η πόλη, έρμαιο της παρακμής της, ήταν έτοιμη να υποδεχτεί μια «σειρά θαυμάτων».

«[…] και ξαφνικά μια ευχάριστη αίσθηση τής χάιδεψε απαλά τη ραχοκοκαλιά, διότι αυτή η αργή παρακμή καθόλου δεν σήμαινε στα δικά της μάτια, κι από πολύ καιρό τώρα, ένα απογοητευτικό τέλος, εφόσον ήδη σκεφτόταν αυτό που θα διαδεχόταν πολύ σύντομα αυτό τον χρεοκοπημένο κόσμο, δεν ήταν, επομένως, ένα τέλος, αλλά ένα ξεκίνημα, το ακατέργαστο υλικό μιας νέας τάξης πραγμάτων “που θα βασιζόταν στην απηνή ειλικρίνεια κι όχι στο νοσηρό ψέμα”, και θα έδινε μεγαλύτερη σημασία στη “χαλύβδωση του σώματος και στη δύναμη και την ομορφιά της βούλησης για δράση”».

Θα ταρακουνούσε άγρια τον εχθρό της, τους μελλοντικούς της συντρόφους, αυτή «τη φατρία επιτηδευμένων σπιτόγατων», θα τους ξερίζωνε για τα καλά από την κατήφεια και την καταθλιπτική τους ανία και θα αποστράγγιζε από την αποχαύνωσή τους το «ευγενές πάθος για το δημόσιο καλό». Η κυρία Έστερ έδειχνε απόλυτη εμπιστοσύνη στην αφυπνιστική επενέργεια της βίας. 

Το θεμελιώδες επίτευγμα της κυρίας Έστερ είναι η επιβολή του ρεαλισμού. Υπό την κηδεμονία της η πόλη εγκαταλείπει τη νωθρότητα των ονειροπολήσεων, για να υποταχθεί σε μια σιδηρά πραγματικότητα, το εργόχειρο της δέσποινάς της. Η «γενικευμένη ανεκτικότητα», η κατάρα της πόλης, πατάσσεται, προκειμένου να ανθήσουν οι ευγενείς αξίες της αποτελεσματικότητας. Η κυρία Έστερ ήταν πολύ περήφανη που μέσα σε δύο εβδομάδες καθάρισε τον κόσμο από «[…] όλους τους εμπόρους ψευδαισθήσεων, τους απατεώνες, τους οπαδούς του συντηρητισμού, όλους εκείνους τους δειλούς που απέφευγαν τις “καθημερινές απαιτήσεις της πραγματικής ζωής” και που, αγνοώντας πως η ζωή ήταν ένας αγώνας με νικητές και ηττημένους, στρογγυλοκάθονταν μέσα στις “πνιγηρές αναθυμιάσεις” από τις χίμαιρές τους, τις γερά στερεωμένες πάνω σε ψευδείς βεβαιότητες και έπνιγαν κάτω από το μαλακό τους πάπλωμα κάθε “κύμα καθαρού αέρα”».

Όμως, είχε εργαστεί εντατικά για την επιβολή του ρεαλισμού, ο θρίαμβός της δεν υπήρξε άμοχθος. Το πρώτο ευοίωνο σημάδι, που το είχε εκλάβει σαν προμήνυμα της μεγάλης της νίκης, ήταν το γεγονός πως κατάφερε με την επιμονή της να εξασφαλίσει την παραμονή του τσίρκου στην πόλη. Μολονότι εκείνη «έστρεφε αποφασιστικά την πλάτη σε κάθε μορφή παράλογης χίμαιρας», θεωρούσε πως οι πολίτες είχαν δικαίωμα να ικανοποιούν την περιέργειά τους. Είχε ακούσει τις φήμες για αυτό το παράξενο τσίρκο που έσπερνε παντού τον πανικό.

Το άλλο προπαρασκευαστικό στάδιο του θριάμβου της, φαινομενικά ασήμαντο, αλλά εύγλωττης συμβολικής ισχύος, ήταν η επιχείρηση «ΑΥΛΗ ΣΚΟΥΠΙΣΜΕΝΗ, ΟΙΚΙΑ ΤΑΚΤΟΠΟΙΗΜΕΝΗ». Με ακαταπόνητο ζήλο διεξήγαγε την εκστρατεία της κάθαρσης από τα απορρίμματα, αλλά για να φέρει εις πέρας την αποστολή της είχε ανάγκη την αρωγή κάποιου που μισούσε. Παρόλο που η κυρία Έστερ, περισσότερο ακόμα και από τους κατοίκους, σιχαινόταν τον σύζυγό της, ο οποίος όλη μέρα χτυπούσε φάλτσες νότες στο ηθελημένα ξεκούρδιστο πιάνο του, καταλάβαινε πως το σχέδιό της για τη μεγάλη εκστρατεία καθαρισμού, προάγγελος της τελικής εκκαθάρισης, δεν είχε καμία ελπίδα επιτυχίας χωρίς την ενεργή συμμετοχή τού Έστερ, λόγω της «γενικής εκτιμήσεως, αναμεμειγμένης με κάποιο δέος», που απολάμβανε στην πόλη, εντελώς ανεξήγητα κατά τη γνώμη της, καθώς, σε αντίθεση με εκείνη, «δεν θα μπορούσε να καυχηθεί ότι έκανε κάτι για “το καλό της κοινότητας”».

Έτσι, ο Γκιόργκι Έστερ τέθηκε, μέσω μεθοδικού εκβιασμού, επικεφαλής του προγράμματος καθαρισμού και, μολονότι κάτι τέτοιο ήταν υπεράνω των δυνάμεών του, βγήκε βόλτα στην πόλη μαζί με τον Βάλουσκα. Τα βήματά τους ήταν τελεσίδικα, τους ένωσαν για πάντα σε μια διφυή μορφή που σαν στοιχειό περπατούσε μέσα σε έναν εφιάλτη. Από τη στιγμή που βγήκαν έξω εκείνη τη συγκεκριμένη ημέρα έγιναν συνεργοί, ο ένας της γυναίκας του και ο άλλος του άντρα με το τσόχινο παλτό. Και για πρώτη φορά είδαν αυτό που αποσιωπούσε το βλέμμα τους.

Όταν ο Έστερ ρωτάει τον Βάλουσκα: «Πείτε μου, φίλε μου, βλέπετε το ίδιο πράγμα που βλέπω κι εγώ;», έχει ήδη καταλάβει πως τα πράγματα, που απέφευγε αποσυρμένος από τον κόσμο για να προφυλάξει τη λογική και την ευαισθησία του, ήταν πολύ χειρότερα απ’ ό,τι φανταζόταν. Η πόλη, την οποία έκλεινε έξω από την πόρτα του, δεν υπήρχε πια, «δεν είχε χάσει τίποτε από τη σκληρή πραγματικότητά της», καθώς εκείνη ακριβώς τη στιγμή «αυτή η σκληρή πραγματικότητα, η πολύ γήινη, έμοιαζε να έχει εξανεμιστεί κατά τρόπο μη αναστρέψιμο». Ήταν μια πόλη «μετά την Αποκάλυψη», έρημη, παγωμένη, σαρωμένη από τη σιωπή, όπου ακόμα και η αποπνικτική μπόχα της αμβλύνοιας είχε σβήσει μες στην άπνοια της γενικευμένης απονέκρωσης. Όσο για τα σκουπίδια, κανείς δεν θα μπορούσε να τα καθαρίσει, γιατί έμοιαζαν να είναι τα ίδια τα σπλάχνα της πόλης, ο βόρβορος των σωθικών της, που αιμορραγούσαν στους δρόμους μέχρι να κρυσταλλωθούν από το ψύχος σε ένα ελώδες, επίμηκες γλυπτό, που ιρίδιζε απόκοσμα, αντανακλώντας την ερημιά του ουρανού. Ήταν αδύνατον, συλλογίστηκε ο Έστερ, να αποδώσει κανείς αυτό το τερατώδες έργο στην «απέραντη ικανότητα αμέλειας και αδιαφορίας του ανθρώπου». Δεν τολμούσε να σκεφτεί πως υπήρχαν άνθρωποι που είχαν συνεργήσει «για την ανέγερση αυτού του μεγαλοπρεπούς και τέλειου μνημείου της θλίψης». Παγωμένος από τη σιωπή και το κενό, ο Έστερ διαπίστωσε πως το κρισιμότερο σημείο, προς το οποίο συνέκλιναν όλα τα άλλα σημάδια του τέλους, ήταν τα σκουπίδια πάνω στα οποία πατούσε, που, αν και απτά, απλώνονταν κάτω από τα μάτια του σε έναν απροσπέλαστο λαβύρινθο, απάτητο τόσο από τον νου όσο και από τη φαντασία. Μες στο υπερφυσικό φως αυτού του σωρού σκουπιδιών μετά βίας στεκόταν όρθιος, γιατί ένιωθε τα πόδια του να βυθίζονται σε έναν θολό και ομιχλώδη χώρο.

Ούτε η λεπτότητα του πνεύματός του ούτε οι αφορισμοί της ρητορικής του μπορούσαν να διευκολύνουν τον Έστερ να συλλάβει αυτό που έβλεπε, γιατί πλέον στην πόλη, ένα «απίστευτο σκηνικό γκραν-γκινιόλ», «κάθε λογική λέξη, κάθε ορθολογική σκέψη είχαν χάσει την ισχύ τους με τρόπο που προκαλούσε αμηχανία». Εκείνη τη στιγμή βεβαιώθηκε πως σε ένα τέτοιο μέρος ήταν αδύνατον να επιβιώσει ο φίλος του, ο οποίος, διστάζοντας να απαντήσει στο ερώτημα που του είχε θέσει, συνέχιζε να τον κοιτάει με τα αστραφτερά του μάτια, χαμένος στους ρεμβασμούς του.

«Στη θέα αυτής της έσχατης ολοκληρωμένης εκδοχής του ανθρώπινου τοπίου», ο Έστερ παρέλυσε από τη θλίψη εξαιτίας ακριβώς της αμετάκλητης συνειδητοποίησης πως ο Βάλουσκα, «αυτό το αγαθό πλάσμα το τυφλωμένο από τον δικό του εσωτερικό γαλαξία», δεν είχε καμία θέση εκεί μέσα. Και επειδή ο Βάλουσκα, το ασήμαντο αγγελικό στοιχείο ενός εκμηδενισμένου κόσμου, ήταν ο μόνος λόγος για να ζει, αποφάσισε με μια πρωτόγνωρη, άφοβη θέληση, να τον σώσει πάση θυσία, «να τον εξαφανίσει σαν μια “γλυκιά μελωδία χαμένη μέσα στην κακοφωνία”, να τον κρύψει στο σπίτι, σ’ ένα μέρος όπου κανείς δεν θα μπορούσε να τον βρει, να τον καλύψει σαν ένα τελευταίο σουβενίρ που θα πιστοποιούσε μια μέρα πως κάποτε υπήρξε πράγματι ένας εκπρόσωπος, έστω ένας και μοναδικός, της “συγκινητικής και μοναχικής ποιητικής περιπλάνησης”».

Αλλά και ο Βάλουσκα κοιτούσε τον Έστερ αποσβολωμένος από τη θλίψη και γι’ αυτό ήταν ανίκανος να απαντήσει στην ερώτησή του. Ο ηλικιωμένος φίλος του φαινόταν αφόρητα αποκαρδιωμένος και κατηγορούσε τον εαυτό του για την τόσο ψυχοφθόρα έξοδό τους, όπως και για την απερισκεψία του να τον ενθαρρύνει, υπακούοντας στις εντολές της κυρίας Έστερ, να αναλάβει τα καθήκοντά του τού «κύριου ελεγκτή των σκουπιδιών» ή, αλλιώς, του «γενικού επιθεωρητή των σκουπιδιών», παρόλο που γνώριζε τι βασανιστήριο ήταν για εκείνον το παραμικρό βήμα. Αισθανόταν ενοχές που δεν είχε λάβει υπόψη του την εξάντληση του κυρίου Έστερ και που νόμιζε αφελώς πως η βόλτα τους θα τον λύτρωνε από τον εγκλεισμό και τις σκοτεινές του κρίσεις, ενώ επίσης σκεφτόταν με λύπη πως ενδεχομένως η έξοδός τους «να μην προοιωνιζόταν μια επιστροφή αλλά μάλλον έναν αποχαιρετισμό από τα εγκόσμια, μια άρνηση και μια απόρριψη οριστικής επιστροφής».

Από το άλλο μέρος, όσο και αν ο Βάλουσκα κατεύθυνε πάντοτε το βλέμμα του προς «την ολότητα των πραγμάτων κι όχι στις λεπτομέρειές τους», δεν έπαυε να βλέπει. Εκείνη, λόγου χάριν, την ημέρα είδε πως η πόλη, δηλαδή ο κόσμος, τον διέψευδε, αντιπαραθέτοντας στην αισιοδοξία του πλήθος αδιάψευστων λεπτομερειών, που επαλήθευαν τις πεσιμιστικές πεποιθήσεις του κουρασμένου φίλου του. Σιωπώντας στο ερώτημά του, ο Βάλουσκα τον κοίταξε με συμπόνια.

Επιστρέφοντας στο σπίτι του στη λεωφόρο Βένκχαϊμ, αιφνιδιασμένος και ο ίδιος από τη «δίχως προηγούμενο ελαφράδα των βημάτων του», ο κύριος Έστερ δεν ήταν λυπημένος. Λίγο πριν κλείσει οριστικά την πόρτα πίσω του, είχε πλέον πλήρη επίγνωση της πλάνης του και είπε ένα οριστικό και γενναίο «όχι» στο λάθος, στο οποίο επέμενε επί εξήντα χρόνια. Δεν ήταν η βλακεία των άλλων το βάσανό του, αλλά, αντιθέτως, το δικό του μυαλό. Του πήρε εξήντα χρόνια να καταλάβει πως «η συνωμοσία των λεπτομερειών» παρέμενε ανίκητη από τα τεχνάσματα του πνεύματος.

Η πολυσέλιδη σκηνή, όπου ο Έστερ καρφώνει σανίδες στα παράθυρα του σαλονιού του, είναι τρανή απόδειξη πως η γραφή, στις πιο εκλεκτές στιγμές της, μπορεί να αγγίξει τα απώτατα όρια του πόνου και της αγωνίας τής σκέψης. Βέβαια, ο Έστερ μπαίνοντας στο σπίτι του δεν είναι λυπημένος, γιατί, έχοντας μόλις πει «όχι» στις αλυσιτελείς διερωτήσεις της διάνοιας και στην ανώφελη λογική της, δοκιμάζει να προσηλωθεί, με πρακτικό πνεύμα, στο ακραιφνώς απτό, και κρατώντας στο ένα χέρι ένα σφυρί και στο άλλο μια πρόκα αρχίζει να οχυρώνει το σαλόνι του.

Τα δάχτυλα του αριστερού χεριού, που έσφιγγαν τις πρόκες, είχαν τραυματιστεί, καθώς το δεξί, που κρατούσε το σφυρί, αστοχούσε επανειλημμένα εξαιτίας του χειριστή του, ο οποίος προσπαθούσε να υπολογίσει τη δύναμη του χτυπήματος και την ακρίβεια της φοράς καταφεύγοντας στα αντανακλαστικά της παλιάς, ενθουσιωδώς απαρνημένης, λογικής του. Όμως, ο μεταμελημένος Έστερ, παρά την επιτήδευση με την οποία επιδιδόταν στο χειρωνακτικό του έργο, κάθε φορά που τα χτυπήματά του αποδεικνύονταν ευθύβολα, δεν απέδιδε την ευστοχία στη θέληση του μυαλού του, αλλά στην τύχη. Αν η πρόκα καρφωνόταν σωστά στη σανίδα, «αυτό δεν οφειλόταν στη συγκέντρωση των διανοητικών του δυνάμεων, αλλά μόνο σε καθαρή τύχη, με άλλα λόγια, “σε μια στιγμή χάριτος η οποία δόθηκε στη συστηματική ατσαλοσύνη των δαχτύλων μου”». Το σφυρί έπεφτε πάνω στην πρόκα άλλοτε ορθώς και άλλοτε άτσαλα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν υπάκουε στην ευφυΐα ή τη μεγαλειώδη εφευρετικότητα εκείνου που το κρατούσε· ίσως μόνο να ανταποκρινόταν στην ικανότητα του τελευταίου να αυτοσχεδιάζει, να πειραματίζεται, να επιλέγει, κατά τύχη, τις πιο πλεονεκτικές χειρονομίες «μέσα σε μια ατελείωτη μάζα προκαθορισμένων δυνατοτήτων», αλλά, ενδεχομένως, και στο κρυφό πείσμα του να πιστεύει σε αυταπάτες και αίολες δοξασίες, στην ελευθερία της βούλησής του.

Μες «στη δίνη αυτής της άκρως παραγωγικής στιγμής», ο κύριος Έστερ παρατήρησε πως η επιτυχία της επίλυσης των ασήμαντων μυστηρίων της στοιχειώδους εργασίας του, «είχε κατά τρόπο εξαιρετικό και συναρπαστικό διορθώσει την “επαναστατική” του σκέψη για τον περιττό ρόλο της νόησης». Αν και εκ των υστέρων διαπίστωσε πως το μόνο επαναστατικό στη σκέψη του ήταν η ίδια η έπαρσή της, γιατί τώρα γνώριζε πως απλώς έπρεπε να σταματήσει να σκέφτεται, καθώς κάθε σκέψη κατέληγε «είτε σε μια υπερβολική πλάνη, είτε σε μια αναιτιολόγητη απελπισία». Η αφελής του προσπάθεια να τελειοποιήσει διανοητικά την τεχνική του καρφώματος μιας πρόκας, τον είχε αναπόφευκτα οδηγήσει στο συμπέρασμα πως τα μυστήρια με τα οποία καταπιανόταν, παρέμεναν δυσήλατα τόσο για το μυαλό όσο και για τα χέρια του.

«Ανακεφαλαιώνοντας τα διάφορα στάδια των πυρετωδών προσπαθειών του απαλλάχτηκε μια για πάντα από την εγγενή της γενικής διανοητικής του κατάστασης υποψία ότι το τελικό αποτέλεσμα δεν ήταν καρπός της ορθολογικής του παρέμβασης, διότι […] από την “αλυσιδωτή σειρά των πρακτικών μικροπροσαρμογών”, δεν είχε καταφέρει να φτάσει απευθείας στα δοκιμαστικά χτυπήματα του σφυριού, αλλά σε έναν εντελώς ανεξέλεγκτο διευθυντικό μηχανισμό, εξαρτώμενο από τις διαρκώς μεταβαλλόμενες ανάγκες, μια διαδικασία που, ναι μεν ανεχόταν τις διανοητικές του προσπάθειες, αλλά δεν τις λάμβανε καθόλου υπόψη».

Ενδεχομένως, ο ανεξέλεγκτος διευθυντικός μηχανισμός, μπροστά στην αυθεντία του οποίου γονάτισε ο Έστερ, παραδίδοντάς του το πνεύμα του, να ήταν ο ουρανός του Βάλουσκα, ο ουράνιος, γαλήνιος μηχανισμός, που γυάλιζε στα μάτια του. Καθώς ο Έστερ αναλογιζόταν «τη φύση της δύναμης ενώπιον της οποίας είχε λυγίσει και μέσα στην οποία είχε βυθιστεί», έβλεπε αυτό τον διευθυντικό μηχανισμό σαν ένα «καλά λαδωμένο σύστημα που συνέδεε τα όργανά μας με την πραγματικότητα», και το οποίο ήταν τέλεια κρυμμένο από τη νόηση και το βλέμμα, με τον ίδιο τρόπο που «η καθαρή γνώση της απατηλής φύσης της πραγματικότητας ήταν κρυμμένη “μεταξύ της αυταπάτης και του εξαπατημένου ματιού”».

Επιστρέφοντας εκείνο το απόγευμα στο σπίτι του με την ιδέα να το μετατρέψει σε φρούριο για τον ίδιο και τον Βάλουσκα, ο κύριος Έστερ δεν ήταν λυπημένος, γιατί κρατιόταν από την απόφασή του, μια ύστατη λαβή από τη ζωή, να «ζήσει ως νίκη αυτό που στην πραγματικότητα ήταν μια οδυνηρή ήττα». Ήταν ευνόητο πως ακόμα στερούνταν τη σπάνια εκείνη μακαριότητα, που θα τον προφύλασσε από την επίγνωση πως η απόσυρσή του από το νοσηρό χάος του κόσμου και η απάρνηση της νόησης σήμαιναν τον καταποντισμό της ύπαρξής του. Υποψιαζόταν πως η ξαφνική του λαχτάρα για μια ευτυχία ευκολότερη από εκείνη που τόσο καιρό αποζητούσε το πνεύμα του, μεταμφίεζε «το άγχος του θανάτου» ή ακόμα και την «επιθυμία της αιώνιας ανάπαυσης», αλλά του ήταν αδύνατον να απαρνηθεί αυτό το όνειρο, το μοναδικό που του είχε απομείνει.

Καρφώνοντας πρόκες σε σανίδες, ο Έστερ ονειρευόταν «την απλή ευτυχία της ηρεμίας», την ευτυχία να ανασαίνεις ανάλαφρα σε έναν ακατανόητο, καταδικασμένο κόσμο, χωρίς να έχεις την ανάγκη να ρωτάς τον φίλο σου αν έβλεπε και εκείνος τα απορρίμματα που ρήμαζαν την πόλη σας. Το μόνο που μετρούσε πια για εκείνον ήταν το «αίσθημα της απλής ευτυχίας της ύπαρξης», να αναπνέει, «και να γνωρίζει πως προσεχώς και ο Βάλουσκα θα ανέπνεε πλάι του».

Μολονότι ο Έστερ αντιλαμβανόταν πως με την αποχώρησή του από τα εγκόσμια, θα εγκατέλειπε μοιραία τον άνθρωπο που ήταν επί εξήντα χρόνια, δεν αισθανόταν παρά αφάνταστη ανακούφιση για αυτό τον θάνατο, αυτή τη φυγή από την πρότερη ύπαρξή του, γιατί «η εξωτερική ζωή ήταν μόνο η σκηνή μιας αφόρητης θλίψης». Ήταν η σκηνή δυσβάσταχτων, αέναων δοκιμασιών, τις οποίες το μυαλό αδυνατούσε να αντιπαλέψει και όσο κανείς τις στοχαζόταν, το μόνο που τελικά πετύχαινε ήταν να υποβιβάσει τον νου του «από τη θέση του προσκεκλημένου» στον κόσμο «σε εκείνη του αποκλεισμένου».

Από μια άλλη οπτική, ωστόσο, η απόσυρση του Έστερ ήταν λιγότερο άρνηση και περισσότερο κατάνευση, διότι πλέον δεν θα ζούσε στα παρασκήνια της ζωής, αλλά στο σαλόνι του, το οποίο είχε αίφνης ανακτήσει την υλικότητά του για να ξαναγίνει ένα μωσαϊκό πραγμάτων, με ξεχωριστή το καθένα σημασία (γιατί ο κάτοχός τους ήξερε πια «πως δεν υφίσταται καμιά ποιοτική διαφορά μεταξύ των πραγμάτων»), που εγκιβώτιζαν τη μηδαμινή του ύπαρξη. Όλες οι λεπτομέρειες του σαλονιού, που σαν ευαίσθητοι παλμογράφοι κατέγραφαν κάθε μέρα, επί εξήντα χρόνια, την πικραμένη του διέλευση από τον κόσμο, άστραφταν τώρα γύρω του ακαταμάχητα ένυλες και φανερώνονταν μπροστά στα άξαφνα φωτισμένα, από τη λάμψη μιας πρόκας, μάτια του σε έναν «όλο και μεγαλύτερο ορίζοντα».

Ο Έστερ ένιωθε σαν να «ανακάλυπτε αυτό το μέρος για πρώτη φορά και δεν κατάφερνε να κατανοήσει πώς αυτό το μέρος “απόσυρσης από την ανθρώπινη βλακεία”, είχε γίνει ξαφνικά ένα λιμάνι ηρεμίας, γαλήνης και ευεξίας».

«[…] συνειδητοποίησε ξαφνικά πως πέρασε τη ζωή του αποσυρμένος στα καταφύγιά του, για να αποφύγει τη βλακεία είχε καταφύγει στη μουσική, για να αποφύγει τη μουσική είχε καταφύγει στην αυτοτιμωρία, μετά για να αποφύγει την τιμωρία κατέφυγε στην καθαρή λεπτολογία, από την οποία έφυγε επίσης, εν ολίγοις, είχε οπισθοχωρήσει, οπισθοχωρήσει, θαρρείς και ο άγγελος που καθοδηγούσε τη μοίρα του τον έκανε να γυρίσει πίσω για να τον βοηθήσει να πετύχει τον αντίθετο στόχο: να οπισθοχωρήσει μέχρι τη σχεδόν απλοϊκή ευτυχία των πραγμάτων, μέχρι να καταλάβει τελικά πως δεν υπήρχε τίποτε να κατανοήσει, να παραδεχτεί πως αν ο κόσμος είχε κάποιο νόημα, αυτό τον ξεπερνούσε, και να αρκεστεί στο να παρατηρεί και να δίνει σημασία σε όσα κατείχε».

Τι νόημα είχε, άραγε, η οργή με την οποία εξεγειρόταν ενάντια στην ηλιθιότητα, την καταστροφή, το χάος, την παντελή απουσία του ορθού λόγου, αφού όλα αυτά τα χρόνια του θυμού κατέληξαν στη μικρότατη προσμονή της απλής ευτυχίας της ηρεμίας; Τι νόημα είχε το να κοιτάζει και να κοιτάζει ξανά και ξανά, «μέχρι να κάψει τα μάτια του», «αυτό που δεν υπήρχε, δεν θα υπήρχε και δεν υπήρξε ποτέ»; Τι νόημα είχε που τόσο καιρό εναντιωνόταν στη φύση των πραγμάτων, αφού «αντί να συνδέσει τον κόσμο με μια προφανή τελεολογία, αλυσοδέθηκε ο ίδιος σ’ αυτόν»; Το μόνο που έμενε ήταν να αποστασιοποιηθεί και να αφήσει τον κόσμο να βυθίζεται, ενόσω ο ίδιος θα καταποντιζόταν, χωρίς αντίσταση, μακριά του, καταμεσής των λεπτομερειών που του διέφευγαν.

«Έκανε λάθος, παραδέχτηκε λίγα βήματα πριν το σπίτι του, όταν έκρινε πως το θεμέλιο της πραγματικότητας ήταν η αιώνια υποβάθμιση, αφού αυτό κατέφασκε σθεναρά στο γεγονός πως απέμεναν ακόμα θετικά πράγματα τη στιγμή που δεν υπήρχε τίποτε πια θετικό, και ο περίπατός του τον έπεισε πως δεν μπορούσε να είναι αλλιώς, και πως αυτό το “τοπίο στην έσχατη εκδοχή του”, δεν είχε χάσει το νόημά του αλλά ήταν παντελώς άνευ νοήματος».

Από το άλλο μέρος, η απλή ευτυχία, το καινούργιο όνειρο του Έστερ, δεν θα του χαριζόταν παρά μόνο εάν εγκατέλειπε κάθε κρίση για «τις φοβερές ανεπάρκειες του κόσμου», με την παραδοχή πως ούτε η λογική ούτε η διαύγεια μπορούσαν να τις εξηγήσουν, πόσο μάλλον να τις εξαλείψουν. Μετανοώντας για όλες τις μάταιες εξεγέρσεις του μυαλού του, ο Έστερ έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά αποφασισμένος να παραιτηθεί διά παντός από «κάθε ελεύθερη και νηφάλια σκέψη», από τις πλάνες της διανοητικής του αυτοπεποίθησης, από την έπαρση της οργής του, που κανάκευαν την αποτυχία του. Είχε ζήσει εξήντα χρόνια ζωής, μιας «ζωής που την πέρασε σε κατάσταση τυφλότητας», σπαράζοντας για την έλλειψη ορθολογικότητας και μόλις τώρα συνειδητοποιούσε πως το θεμελιακό στοιχείο που έλειπε από τον κόσμο δεν ήταν ποτέ η λογική, γιατί η λογική δεν ήταν παρά μια συνιστώσα του απείρου, «μια σκιά αντανακλώμενη σε έναν καθρέφτη». Και τι αλήθεια μπορούσε να κάνει πέρα από το να αποδεχθεί, «ταπεινά, κι επομένως: αμετάκλητα», το κενό που έχαινε στον πυρήνα των πραγμάτων; Άλλωστε, μια σκιά ήταν και ο ίδιος μέσα στο «παγωμένο και μαγευτικό σύμπαν», μια λεπτομέρεια, αδιάγνωστης συνάφειας, σε έναν «πολυτάραχο αιώνιο διάλογο», ο οποίος θα συνεχιζόταν επ’ άπειρον, ανεξάρτητα από το αν εκείνος σπαταλούσε την ελάχιστη ζωή του, τη μοναδική, άφθαρτη στιγμή του, τυλίγοντας και ξετυλίγοντας «τους φαινομενικά διαλυμένους μίτους αυτής της αινιγματικής δίνης».

«Έτσι, το πικρό ερώτημα το οποίο απορρέει από το δυσανάγνωστο περιεχόμενο του “κόσμου”, από αυτό τον ασύλληπτο διάλογο, το “προς τι όλα αυτά;” δεν είναι παρά μόνο ένα ρητορικό ερώτημα για να χαλιναγωγηθεί το αδάμαστο, ένα δίχτυ για να παγιδευτεί το άπειρο, μια γλώσσα για να μεταφραστεί η σπίθα, κι έτσι ο κόσμος και το νόημά του είναι ένα και το αυτό».

Ο Έστερ έπρεπε επιτέλους να πάψει να λυπάται για το γεγονός ότι ήταν ένας αβοήθητος, ηττημένος άνθρωπος, ο οποίος μόλις που αντιδρούσε στις δονήσεις που αναρρίπιζαν την ύπαρξή του, και να παρηγορηθεί από την ελπίδα ότι η καρτερία, η σιωπή και η άρνηση θα τον λύτρωναν από τη βλακεία του μυαλού του. Για να αντέξει τις νύχτες που έρχονταν, έπρεπε να πιστέψει πως ίσως κάποτε γινόταν ένας μακάριος άνθρωπος, που χαμένος σε μια κόγχη του απείρου, θα ατένιζε το σύμπαν, χωρίς θαυμασμό ούτε πικρία, γαληνεμένος από το αίσθημα, «εξαιτίας μιας εξαιρετικής χάρης», πως κατανοούσε «μόνο αυτό που τον αφορούσε».

Αν άλλοτε ονειρευόταν την καθαρότητα της μουσικής, τώρα δεν μπορούσε να απαλλαγεί από το όνειρο «της γλυκιάς και ελαφριάς μελωδίας της αιώνιας συγχώνευσης» και επειδή εκείνο το βράδυ ο Βάλουσκα δεν βρισκόταν στο σαλόνι του, νοστάλγησε «την ανέμελη ευχαρίστηση του ανήκειν». Μετά από την παράξενη περιπέτεια με τις σανίδες, διαισθανόταν και αυτός πόσο παρήγορο θα ήταν να αφήνεις τον εαυτό σου να πλεύσει αβαρής μέσα σε ένα πληθωρικό, αδιανόητο σύμπαν, «δίχως τέλος και δίχως κέντρο», που θα στροβιλίζεται γύρω σου στο διηνεκές, ζαλίζοντας κάθε σκέψη.

Η «ευεργετική γλυκύτητα» και η «ειρηνική σιωπή» των πραγμάτων που πλέον στοιχειοθετούσαν το σαλόνι του, θερμαίνονταν από την ολοένα πιο δυναστική λαχτάρα του Έστερ να υποδεχτεί σε αυτό τον προστατευμένο, γαλήνιο χώρο εκείνον που έδινε νόημα σε όλα, τον Βάλουσκα. Ήταν πεπεισμένος πως «ο Βάλουσκα βρισκόταν στο επίκεντρο αυτής της ιστορικής ημέρας». Μέσα από τα αστραφτερά του μάτια είχε αναθάλει ο καινοφανής πλούτος του σαλονιού του. Χάρη σε εκείνον, στην αγγελική του προστασία, ακριβό αντίδοτο στη χαοτική τροχιά του κόσμου, είχε αποτολμήσει να αντισταθεί και στην πλάνη και στη θλίψη. Και δεν συγχωρούσε τον εαυτό του που λίγο νωρίτερα τον είχε και πάλι υποβάλει στη γκρίνια της απελπισίας του, ρωτώντας τον αν έβλεπε και εκείνος τα σκουπίδια. Γιατί τότε, στρεφόμενος προς τον Βάλουσκα, παρατήρησε πως το αστραφτερό του βλέμμα «τον είχε εγκαταλείψει ακριβώς εκείνη τη στιγμή». Μια στιγμή και αμέσως μετά τα μάτια του έλαμψαν ξανά, αλλά ο Έστερ, ανακαλώντας το στιγμιότυπο, καταλάβαινε πως το φευγαλέο σβήσιμο στο πρόσωπο του φίλου του ήταν δικό του λάθος. Επί επτά χρόνια υποχρέωνε αυτό τον τόσο συγκινητικό άνθρωπο να ανέχεται την καταρροή του μυαλού του, χωρίς να αντιλαμβάνεται, μέχρι να συμβεί εκείνη η σκηνή, «που στο εξής θα παρέμενε παγωμένη σαν πίνακας», πως αυτός ο άνθρωπος είχε κουραστεί πάρα πολύ, είχε κουραστεί «να κουβαλά σχεδόν» τον διαρκώς εξαντλημένο κύριο Έστερ, και μόνο επειδή ήθελε να ξεκουραστεί, έστω για ένα δευτερόλεπτο, δεν είχε απαντήσει στην ερώτησή του.

Αδημονώντας ολοένα και περισσότερο για την άφιξη του Βάλουσκα, ο Έστερ αναλογιζόταν τα επτά χρόνια που καθημερινά έμπαινε στο σπίτι του αυτή η «μορφή ολοφάνερης γενναιοδωρίας», που περιέθαλπε τη θλιβερή ζωή του με αλτρουιστική φροντίδα, αθέατη, ακλόνητη και συνεχή, ενόσω εκείνος παρέμενε «απασχολημένος με τη φθορά των επίπλων του και του εαυτού του». Εκείνη την ιστορική ημέρα, ο Βάλουσκα, ο «αξιοθαύμαστος καλλιτέχνης της υπαρξιακής έκστασης», τον έσωσε, αφυπνίζοντάς τον με την ευγένειά του και «με όλη τη φινέτσα της καλοσύνης του», και ο Έστερ συνειδητοποιούσε με τρόμο πως αν είχε ενδώσει ολοκληρωτικά στη σκοτεινή θέαση του κόσμου, στις έμμονες ιδέες της αυταρέσκειάς του, θα καταστρεφόταν

«[…] όπως ακριβώς αυτή η πόλη και αυτή η χώρα είχαν καταστραφεί από τις κυρίαρχες ιδέες που με βλακώδη αλαζονεία αγωνίζονταν να διευθετήσουν την τάξη των ανθρωπίνων σχέσεων […]», θα καταστρεφόταν

«[…] σαν για να εξεικονίσει, πληρώνοντας βαρύ τίμημα, το πώς μια πόλη και μια χώρα, πώς κάθε κυρίαρχη ιδεολογία, κάθε έμμονη ιδέα και κάθε κρίση που δεν βλέπει τον “κόσμο” παρά μόνο μέσα από τις παρωπίδες που φόρεσε μόνη της, καταστρέφουν τη ζωή, αυτό τον ατελείωτο πλούτο που βασίζεται σε αυθεντικές σχέσεις».

Ο Βάλουσκα είχε σώσει τον Έστερ και τώρα ήταν η σειρά του Έστερ να σώσει τον Βάλουσκα, γιατί ο κόσμος είχε απόλυτη ανάγκη τη «ζωντανή ενσάρκωση του ασήμαντου αγγελικού στοιχείου». Ξαπλωμένος στο κρεβάτι, ο Έστερ ένιωθε πολύ κοντά πίσω από τα κλειστά του βλέφαρα, το πρόσωπο του Βάλουσκα με τα μεγάλα μάτια, ένιωθε το χαμόγελό του να τον σκεπάζει σαν ουρανός και σκεφτόταν πως, ακόμα και αν αυτό το πρόσωπο δεν καταυγαζόταν από ένα «φωτοστέφανο αγγελικότητας», τα μάτια του αρκούσαν για να τον προσηλυτίσουν στην «πιστή τρυφερότητα»· τίποτε άλλο δεν μετρούσε. Το «βλέμμα του Βάλουσκα είχε επισκιάσει το σύμπαν του Βάλουσκα». Υιοθετώντας αυτό το βλέμμα, ο κύριος Έστερ άνοιξε τα μάτια και συνέχισε να περιμένει τον φίλο του.

Όσο ο Έστερ περίμενε στο οχυρωμένο σαλόνι του, ο Βάλουσκα υποτασσόταν στο χέρι ενός άντρα με γκρίζο τσόχινο παλτό, που πίεζε τον ώμο του, χωρίς να υποψιάζεται πως αυτή η λαβή θα έλιωνε μέσα σε μια νύχτα όλη του τη συγκίνηση για την ανθρωπότητα. Ο άντρας που είχε συναντήσει εκείνο το απόγευμα στην πλατεία, μπροστά από τη ρυμούλκα του περιοδεύοντος τσίρκου, φαινόταν καλοσυνάτος και τον είχε χτυπήσει φιλικά στην πλάτη τείνοντάς του ένα μπουκάλι πάλινκα. Και όταν αργότερα τον έφερε στον νου του, ο Βάλουσκα στενοχωρήθηκε που τον είχε χαιρετήσει βιαστικά και κάπως αμήχανα και η μόνη δικαιολογία που έβρισκε για τη, μάλλον αχάριστη, συμπεριφορά του, ήταν το χέρι του άντρα πάνω στον ώμο του που τον εμπόδιζε να φύγει και «τον έσφιγγε σαν χειροπέδη». Μετανιώνοντας για την καχυποψία του μπροστά σε «αυτή την ξαφνική εγκαρδιότητα την εκφρασμένη με τόση αθωότητα», αποφάσισε να επιστρέψει στην πλατεία για να δείξει τη μεταμέλειά του σε εκείνο τον άντρα, τον οποίο ίσως είχε άθελά του προσβάλει.

Οι άντρες με τις βαριές μπότες συνέχιζαν να είναι συγκεντρωμένοι στην πλατεία, κυκλώνοντας το τσίρκο και τη ρυμούλκα με την ψόφια φάλαινα, όπου πιθανόν εξυφαινόταν κάτι πολύ πιο μεγαλειώδες και σημαδιακό από μια καλλιτεχνική ατραξιόν και το οποίο σίγουρα υπερέβαινε τη φαντασία των δαιμονόπληκτων κατοίκων, οι οποίοι έκαναν λόγο για έναν πρίγκιπα του σκότους, για τέρατα και σημεία της Αποκάλυψης. Ο Βάλουσκα, που ήδη είχε επισκεφτεί, το πρωί, το εσωτερικό της ρυμούλκας, αναγνωρίζοντας, ομολογουμένως πολύ πιο εύπιστα από τον Έιχαμπ (που σε αντίθεση με εκείνον σκεφτόταν τον Θεό), στο τεράστιο ψοφίμι «το Όλον που πίστευε χαμένο» (παρόλο που περισσότερο διαισθανόταν παρά έβλεπε το σύνολο του γιγαντιαίου κουφαριού), όχι μόνο αδυνατούσε να συμμεριστεί την αγωνία των συμπολιτών του, αλλά και την έβρισκε κάπως γελοία.

Όμως, επειδή τον είχε πραγματικά γοητεύσει το σπάνιο έκθεμα, ξαναμπήκε το βράδυ στη ρυμούλκα, για να θαυμάσει όχι τόσο τη φάλαινα όσο αυτό που αντιπροσώπευε στα μάτια του.

«Σκέφτεσαι τι βάσανα προκαλείς εσύ που εδώ και καιρό δεν μπορείς να βλάψεις κανέναν;» ετοιμαζόταν να ρωτήσει περιπαικτικά αυτό τον νεκρό από καιρό «πρέσβη του Όλου», όταν οι φασματικοί ένοικοι της ρυμούλκας, οι θιασάρχες του τσίρκου, αθέατοι κάπου στο βάθος, άρχισαν να λογομαχούν. Η ακατάληπτη φιλονικία τους, μόλις και μετά βίας έναρθρη, αναδαύλισε την έμπλεη σεβασμού περιέργεια του Βάλουσκα για τα μυστήρια του κόσμου, αλλά αφού κρυφάκουσε τα αλλόκοτα γρυλίσματα, την άλογη γλώσσα του διαβόητου Πρίγκιπα, ήταν και εκείνος το ίδιο τρομοκρατημένος με όλους τους άλλους κατοίκους της πόλης, γιατί, μολονότι δεν τον είχε φοβίσει καθόλου η φάλαινα, τώρα τον ανησυχούσε το ενδεχόμενο να υπήρχε και κάτι άλλο μέσα στη ρυμούλκα, «που η παρουσία του, και μόνο ως δυνατότητα, είχε μεγαλύτερη σημασία από όλα τα υπόλοιπα».

Στα λόγια απροκάλυπτης εχθρότητας, που αντηχούσαν πίσω από το μεταλλικό παραπέτασμα, υπέβοσκε μια απειλή, που έπαιρνε ένα ανησυχητικά σαφές περίγραμμα, και η οποία ωθούσε τον Βάλουσκα «σε μια σκιώδη περιοχή», από την οποία δεν θα κατάφερνε να αποδράσει. Όλες οι επιμέρους λεπτομέρειες του αποκάλυπταν ξαφνικά, και με σφοδρή βιαιότητα, τη μεταξύ τους συνάφεια, καθώς συνέθεταν μια τρομακτική εικόνα, η οποία φωτιζόταν ολοένα και πιο καθαρά στη συνείδησή του, «όπως ένα τοπίο που αναδύεται σιγά σιγά μέσα από την ομίχλη».

Η πόλη, την οποία παραμόνευε ένας Πρίγκιπας, ένας δαίμονας κρυμμένος στη ρυμούλκα ενός τσίρκου, είχε απότομα αποσυντεθεί σε ζοφερές λεπτομέρειες που του προκαλούσαν σύγχυση και τρόμο, κάνοντας το μυαλό του να σφαδάζει από την ακαταληψία. Φεύγοντας από την πλατεία έτρεχε στους δρόμους, πάνω στα λιθόστρωτα, ανάμεσα από τα σπίτια, κάτω από τα δέντρα, θέλοντας να πνίξει με τα αλλόφρονα βήματά του την ανίσχυρη αγωνία του. Έτρεχε θέλοντας να γλιτώσει από τα σπίτια, τα λιθόστρωτα και τα δέντρα, από εκείνο το χέρι, που ακόμα το ένιωθε να πιέζει τον ώμο του, και πρωτίστως από την ηχώ της απόκοσμης φωνής, που βοούσε «όλα είναι τίποτε», αλλά τα σκηνικά της ζωής του κάλπαζαν μαζί του, εγκλωβίζοντάς τον σε έναν ανελέητο τόπο.

Από τη στιγμή που άκουσε τον λόγο του Πρίγκιπα, φοβόταν πως κάθε λογική κρίση ήταν αδύνατη, γιατί και μόνο η ύπαρξή του, η δυνατότητα της παρουσίας του, εξουδετέρωνε κάθε εργαλείο κρίσης, μεταμόρφωνε τον κόσμο και επέβαλλε νέους νόμους, τους οποίους ο Βάλουσκα ουδέποτε θα κατανοούσε. Το περίεργο ον μέσα στη ρυμούλκα, σε αντίθεση με την ψόφια φάλαινα, μπορούσε να κάνει κακό, γιατί ακουγόταν σαν πλάσμα «εξωπραγματικό και απροσπέλαστο» και δικαίως «η θέση που του είχε απονεμηθεί, υπερέβαινε κατά πολύ αυτό το οποίο μπορούσε να επιδιώξει ένα απλό τέρας τσίρκου».

Ο Βάλουσκα είχε ακούσει τα λόγια του Πρίγκιπα, αλλά κανείς άλλος δεν έπρεπε να τα ακούσει, γιατί πολύ σύντομα θα απαιτούσαν «κάτι το τρομακτικό», ανίκητο από οποιαδήποτε αντίσταση. Δεν είχε σημασία αν ο εντολοδότης ήταν απεσταλμένος του ερέβους ή ένας κοινός απατεώνας. Το γεγονός ότι «ο πρίγκιπας υπήρχε πραγματικά» καταργούσε κάθε πρότερη συνοχή και λογική.

Ωστόσο, ο Βάλουσκα, παρόλο που θυμόταν τόσο τα απαίσια λόγια όσο και το «ζεστό χέρι που τον έσφιγγε σαν τανάλια», πίστευε ακόμα πως είχε τη δύναμη να αντισταθεί, αν και αγνοούσε ενάντια σε τι ή σε ποιον όφειλε να το κάνει. Ίσως πάλι η αιφνίδια θέα της κόλασης να ενίσχυσε την πίστη του στον ουρανό.

«[…] και αντιστάθηκε σκεπτόμενος πως έτσι μπορούσε να το εμποδίσει· αμύνθηκε, σκεπτόμενος πως έτσι μπορούσε να διατηρήσει την ελπίδα να το αποφύγει, να εμποδίσει και να αποφύγει το ενδεχόμενο να σβήσει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης που μέχρι τώρα τον είχε αποτρέψει να δει μια σχέση ανάμεσα στο πλήθος που ήταν συγκεντρωμένο, τους τσιρκολάνους και τους υστερικούς φόβους των κατοίκων».

Όταν, όμως, επέστρεψε ανήσυχος και τρομαγμένος στη λεωφόρο Βένκχαϊμ, αποφασισμένος να κρατήσει σκοπιά μπροστά στην κλειδωμένη πόρτα μέχρι το υπεσχημένο και μηδέποτε αθετημένο θαύμα της αυγής, προκειμένου να βεβαιωθεί πως ο ένοικος του σπιτιού θα παρέμενε αλώβητος από την ανελέητη εκείνη ημέρα, ήξερε πως είχε κάνει λάθος, «[…] ήξερε πια πως αυτή τη φορά, η ανακούφιση δεν θα διέλυε τον φόβο, πως η αυτονόητη σημασία των γεγονότων ήταν ολοφάνερη, και πως δεν υπήρχε πια τρόπος να διαφύγει από την αφόρητη πραγματικότητα και τον αναπόδραστο χαρακτήρα της».

Και όταν μες στο σκοτάδι, παραλυμένος μπροστά στην πόρτα του Έστερ, ένιωσε ξανά το χέρι του άντρα με το γκρίζο παλτό πάνω στον ώμο του αφέθηκε, δίχως αντίσταση, να παρασυρθεί σε μια «πλημμυρίδα από μπότες και γούνινες τόκες».

«Σήκωσε τα μάτια και είχε ξαφνικά την εντύπωση πως ο ουρανός δεν ήταν στη θέση του, ξανακοίταξε τρομοκρατημένος και ανακάλυψε πως στη θέση του ουρανού δεν υπήρχε τίποτε πια, χαμήλωσε το κεφάλι και προχώρησε μόνο ανάμεσα από τις μπότες και τις γούνινες τόκες, σαν να είχε κατανοήσει ξαφνικά πως θα ήταν ανώφελο να συνεχίσει την αναζήτησή του, αυτό που έψαχνε δεν υπήρχε πια, το είχε καταπιεί η γη, το είχε καταπιεί αυτή η εξέλιξη, αυτή η συνωμοσία των λεπτομερειών».

Μια ακόμα λεπτομέρεια που συνωμοτεί εναντίον της πόλης, είναι τα δύο ορφανά του αρχηγού της αστυνομίας. Καθοδηγώντας μας μέσα στην άραχλη νύχτα του μυθιστορήματος, ο Κρασναχορκάι μάς προτρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας στα δύο αγόρια που επιβιώνουν μόνα τους, εγκαταλελειμμένα από κάθε πρόνοια, είτε θεϊκή είτε ανθρώπινη. Δεν είναι κάποιες φοβερές δαιμονικές δυνάμεις αυτές που απεργάζονται το τέλος της πόλης, όπως προς στιγμήν πίστεψε ο Βάλουσκα, αλλά η ολιγωρία της απέναντι στα παιδιά που, ως γνωστόν, συμβολοποιούν το μέλλον. Ο Κρασναχορκάι επιμένει να αποκαλεί τα δύο παιδιά ορφανά, εντοπίζοντας, υπαινικτικά, την ορφάνια τους όχι τόσο στην απουσία μητέρας, όσο στην αποστέρησή τους από το παραμικρό έλεος. Είναι αβάσταχτα δραματικό, παρά την κατ’ επίφαση κωμικότητά του, το στιγμιότυπο της επίσκεψης του Βάλουσκα στο εφιαλτικό σπίτι, όπου ζουν τα ορφανά του αστυνομικού, ξεγελώντας με περίεργα παιχνίδια την εγκατάλειψή τους στη μοίρα τους. Τα αγόρια, ιλαροτραγικά μες στις στολές τού διαρκώς μεθυσμένου πατέρα τους, παίζουν με ένα περίστροφο, σαν να δελέαζαν με τη μεταμφίεσή τους ένα σκοτεινό πεπρωμένο. Τα αστυνομικά σακάκια τούς έπεφταν μεγάλα, αλλά «ήταν τόσο καλά κομμένα, οι αναλογίες τηρούνταν τόσο καλά, ώστε δεν έμενε παρά να μεγαλώσουν μέσα σ’ αυτά».

«Εγώ θα ήθελα να είμαι τρελός, και θα έλεγα στον βασιλιά πως το βασίλειό του είναι άσχημο», λέει το μικρότερο αγόρι στον Βάλουσκα, ενώ ο αδελφός του, χασκογελώντας με αυτή την επιλογή, του λέει πως εκείνος θα προτιμούσε να γίνει καλός μπάτσος. Τα αγόρια τον κοιτούσαν με μάτια σκληρά, διαπεραστικά, που προσέδιδαν στο αναγέλασμά τους μιαν ανατριχιαστική ψυχρότητα. Φεύγοντας από το σπίτι, ο Βάλουσκα συνέχιζε να ακούει πίσω από την κλειστή πόρτα τα γέλια των παιδιών, αλλά όταν, μόλις λίγες ώρες αργότερα, τα συνάντησε ξανά, δεν ήταν πια τα ίδια παιδιά. Φοβισμένα και παγωμένα, τον παρακαλούσαν να τα πάρει μαζί του, αλλά ο Βάλουσκα απομακρύνθηκε κατά μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών, πολύ λυπημένος για να μπορεί να αντέξει και τη δική τους απόγνωση.

Αξίζει να προσεχθεί η αριστοτεχνική προετοιμασία του εν λόγω επεισοδίου. Ο Βάλουσκα οδηγείται στο σπίτι των δύο αγοριών σπρωγμένος από το χέρι της κυρίας Έστερ που πίεζε τον ώμο του, «με όλη τη λεπτότητα μιας μητέρας απέναντι στο ταραγμένο παιδί της», ενόσω εκείνη και μερικοί πρόκριτοι συνεδρίαζαν για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Ο Βάλουσκα, «αιχμάλωτος του χεριού της που βάραινε πάνω στον ώμο του», παρακολουθούσε αυτή την έκτακτη συνεδρίαση ακινητοποιημένος πάνω σε ένα σκαμνί και στην παραμικρή κίνηση που έκανε για να ελευθερωθεί από τη λαβή της, το χέρι αμέσως αύξανε την πίεσή του. Όταν πια η κυρία Έστερ απάλλαξε τον ώμο του από το χέρι της, τον έπιασε από το μπράτσο παρακαλώντας τον να πάει να φροντίσει τα ορφανά του αρχηγού της αστυνομίας και ο Βάλουσκα πήγε τρέχοντας στο σπίτι τους «γιατί η μόνη του επιθυμία ήταν να απελευθερωθεί από το χέρι που πίεζε τον ώμο του».

Εν ολίγοις, ο άντρας με το τσόχινο παλτό και η κυρία Έστερ ακουμπούν τον Βάλουσκα, και συνεκδοχικά τον κόσμο, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.

Καθώς προχωρούσε ανάμεσα στους άντρες με τα τσόχινα παλτά, τα μάτια του Βάλουσκα, βυθισμένα μες στη νύχτα, λιποψυχισμένα, διεσταλμένα από το αμείλικτα ορατό, διαθλούσαν μια πραγματικότητα που τον καταργούσε, μια πραγματικότητα που πολεμούσε με δριμύτητα την πίστη του στο φως. Μέχρι τότε «έπλεε πάνω στα σιωπηλά μαγευτικά κύματα του έναστρου στερεώματος», χωρίς να του περνάει από το μυαλό πως η γη, που μετεωριζόταν ανάμεσα στα διάσπαρτα φεγγοβολήματα αυτού του στερεώματος, μπορούσε μέσα σε μια νύχτα να εξοριστεί από τη φαντασμαγορία του σύμπαντος και να καρφωθεί στο χώμα, ενταφιασμένη κάτω από μπότες, παλτά και χέρια, που θα συνέχιζαν να τη συνθλίβουν ώς τον πιο κάτω κόσμο. Τώρα, όμως, ο Βάλουσκα έβλεπε. Αλλά δεν φοβόταν, γιατί τίποτε δεν μπορούσε να είναι χειρότερο από την ασύγγνωστη αμαρτία των ματιών του, τα οποία απώλεσαν διαμιάς την προπατορική τους αθωότητα. Αυτός ο μακάριος δεσμώτης της αυγής είχε χάσει το φως του.

Περπατώντας μέσα σε απόλυτο σκοτάδι, έβλεπε τους άντρες να ποδοπατούν, να σπάνε, να καίνε, να χτυπούν, να λεηλατούν, να σωριάζουν, να σκοτώνουν, αλλά καθώς η νύχτα κυλούσε, ο Βάλουσκα διαισθανόταν πως οι άντρες είχαν ξεπεράσει «το στάδιο της πρώτης τους συγκίνησης», στα βλέμματά τους είχε κοπάσει ο ανελέητος παλμός καταστροφής και θανάτου, έδειχναν απελπισμένοι, σαν να είχαν ξαφνικά ξεχάσει τον λόγο και τη λογική της σφαγής τους. Δεν ήξεραν πια πού να πάνε και προχωρούσαν ανήμεροι και τυφλοί, παραδομένοι στη σκοτεινή τους πορεία, στη φονική τους αποστολή, απογοητευμένοι από την αποτυχία τους να καταστρέψουν τα πάντα. Τι νόημα είχε «η δίχως έλεος λύσσα τους», από τη στιγμή που ποτέ δεν θα κατάφερναν να τα καταστρέψουν όλα, μια για πάντα; Όλα είχαν γίνει αφόρητα, αβάσταχτα, «όπως αβάσταχτος είχε γίνει και ο ανεξήγητος πυλώνας που στήριζε, σε πείσμα όλων, την ανθρωπότητα πάνω σ’ αυτή τη γη».

Τα βήματά τους τα ρήμαζε η απελπισία, τα μάτια τους είχαν αδειάσει από το μίσος, «το αυστηρά πειθαρχημένο τάγμα είχε μεταμορφωθεί σε έναν ελεεινό θίασο, από το παλιό σύνταγμα, το οποίο είχε μολυνθεί κι αυτό λίγο λίγο από την αηδία, δεν έμειναν παρά μόνο καμιά εικοσαριά άτομα παραδομένα στην τύχη τους, που προαισθάνονταν, και μάλιστα γνώριζαν, αλλά κορόιδευαν, τι θα επακολουθούσε, γιατί έμπαιναν μέσα σε ένα κενό πεδίο, απείρως κενό, απ’ όπου δεν θα μπορούσαν, ούτε θα ήθελαν να ξεφύγουν».

Ο Βάλουσκα καταλάβαινε πως ακόμα και αν είχε τη δύναμη να ξεφύγει από τους άντρες με τα τσόχινα παλτά, «δεν θα μπορούσε να απαλλαγεί από το βάρος αυτού που είχε υποχρεωθεί να δει». Ήταν πλέον σίγουρος πως αυτή η φονική νύχτα, η τόσο διδακτική, τον έβγαζε οριστικά, «αυτόν, τον αθεράπευτα ηλίθιο, από το δάσος των αιώνιων ψευδαισθήσεών του». Η θεοσκότεινη νύχτα μέσα στην οποία περπατούσε, τον είχε ξεμεθύσει από τα αστραποβολήματα του χαρούμενου σύμπαντος, όπου επί τριάντα πέντε χρόνια περιπλανιόταν τυφλός και ανόητος. Καταποντιζόμενος στο σκοτάδι ένιωθε σαν να είχε εκσφενδονιστεί από τη γιγαντιαία σφαίρα που κατοικούσε, «για να προσγειωθεί μέσα σε μια μάντρα εν μέσω μιας τρομακτικά άγονης πεδιάδας». Είχε αφυπνιστεί ξυπνώντας σε μια έρημο, όπου δεν υπήρχε, και δεν είχε ποτέ υπάρξει, «ούτε Θεός ούτε κόλαση». Πάνω στη γη «δεν υπήρχε θέση για τίποτε άλλο εκτός από αυτό που έφερε στον φλοιό της» και οι νόμοι που την κυβερνούσαν εκπορεύονταν από την «υπέρτατη δύναμη» οπλισμένων ανδρών.

Όλοι οι πυλώνες που μέχρι τότε στήριζαν τις ημέρες του Βάλουσκα, ήταν «κολόνες που είχαν σπάσει». Τα πρωινά, τα απογεύματα, τα βράδια και οι νύχτες του είχαν καταρρεύσει, εξορίζοντάς τον από τη «σφαίρα της διανοητικής αναπηρίας του» που του είχε «κρύψει την αληθινή όψη των πραγμάτων». Η αιφνίδια νηφαλιότητα, η αίσθηση μιας απόλυτης και υποδειγματικής διαύγειας, έκαιγαν τα μάτια του, όπου έσβηναν απότομα όλες μαζί οι χαραυγές.

Πέρασε μπροστά από το χαμόσπιτό του, ένα πλυσταριό, ιδιοκτησία των Χάρερ, και ρίχνοντάς του «ένα τελευταίο αδιάφορο βλέμμα, δεν έβλεπε παρά μόνο τους μουχλιασμένους τοίχους και το φουσκωμένο από την υγρασία ταβάνι». Ακόμα και όταν στάθηκε μπροστά στην πόρτα του γενέθλιου σπιτιού του, την προσπέρασε αδιάφορα, ασυγκίνητος στην «ξαφνική θέα του τρομοκρατημένου προσώπου της μητέρας του» που του φώναζε να γυρίσει πίσω. Καμία πόρτα δεν υπήρχε πια για αυτόν, «όλες οι χαραμάδες και όλα τα ανοίγματα είχαν αχρηστευτεί για να τον βοηθήσουν, αυτόν, τον θεραπευμένο, να βρει τις πόρτες του “τρομακτικού κόσμου της πραγματικότητας”».

«Έπρεπε να ξεχαστούν οι χαραυγές».

Εκείνη τη νύχτα όλη του η ύπαρξη συνταραζόταν από τη μελαγχολία, ένα πρωτόγνωρο, «μυστηριώδες άλγος», ύπουλο και επικίνδυνο, ενάντια στο οποίο ο Βάλουσκα ήταν ανίκανος να αντισταθεί. Έπρεπε να απαρνηθεί κάθε αυταπάτη φωτός, έπρεπε να γυμνωθεί από το πολύαστρο πέπλο που του κάλυπτε τα μάτια, έπρεπε να ξεχάσει τη χαρά, τη μυστική ουσία του σύμπαντος, «πιο ελαφριά και από την ανάσα», που η ακτινοβολία της τον τύφλωνε, έπρεπε να ξεχάσει τους στροβιλισμούς του στο καφενείο του Χάγκελμαγιερ, έπρεπε πρωτίστως «[…] να απωθήσει στη λήθη το σπίτι της οδού Βένκχαϊμ, την πόρτα εισόδου, τον διάδρομο, τα άμεσα χτυπήματά του στην πόρτα του σαλονιού, έπρεπε να πει αντίο για πάντα στον Μπαχ, στο πιάνο, έπρεπε να αφήσει το μισοσκόταδο του σαλονιού να παραδοθεί στο σκοτάδι».

Ο καλοσυνάτος άντρας που είχε συναντήσει το απόγευμα στην πλατεία («στο πρόσωπο του οποίου δεν μπορούσε ακόμα να δει έναν μέντορά του»), τον είχε σώσει, ανελέητα, μπροστά στο σπίτι του κυρίου Έστερ από τη νοσηρή του τυφλότητα, από το παρατεταμένο του κώμα, και, φυσικά, από τη γλυκιά και μεθυστική ονειροπόλησή του, την τόσο ντροπιαστική τώρα, που είχε θολώσει τα στερεά, σαν από μπετόν, περιγράμματα αυτού του, με τραγική σαφήνεια, οριοθετημένου κόσμου. Ο άντρας είχε κάνει δίχως οίκτο κομμάτια ολόκληρη τη ζωή του μόνο και μόνο για να τον στήσει «υπό το φρικτό φως» της αληθινής ζωής. 

Μες στον ίλιγγο της αφύπνισής του, ο Βάλουσκα συνειδητοποίησε επίσης πως το Κακό δεν είναι δαιμονικό, είναι του κόσμου ετούτου. Οι άντρες με τα τσόχινα παλτά «δεν είχαν τίποτε το παράξενο», τίποτε το «δαιμονιακό» δεν σκίαζε τα χαρακτηριστικά τους, δεν ήταν σατανικά πλάσματα του ερέβους, «τα οποία δημιούργησε ένας κακός εγκέφαλος προικισμένος με μαγνητικές δυνάμεις», «το μόνο υπερφυσικό πλάσμα ήταν ο ίδιος, ο ίδιος με την ασυγχώρητη τυφλότητά του».

Ήθελε να απολογηθεί σε αυτούς τους άντρες για τις ψευδαισθήσεις του, για τις χίμαιρές του, για τα εκτυφλωτικά οράματα που είχαν ξεγελάσει το βλέμμα του, αλλά και πάλι δεν είχε τις αναγκαίες λέξεις για να τους εκφράσει τη μεταμέλειά του. Μολονότι η νύχτα τον είχε θεραπεύσει, το διαταραγμένο του μυαλό που «έπαλλε, βρυχιόταν, σφυροκοπούσε», ήταν ακόμα ανίκανο να κατανοήσει γιατί ενώ όλα όσα είχαν συμβεί ήταν τόσο σαφή, παρέμεναν σκοτεινά, «γιατί το προφανές ήταν ανεξήγητο». Παρ’ όλα αυτά, ήθελε να τους βεβαιώσει πως «το κενό που τον είχε κατακλύσει τον είχε σβήσει διαμιάς», πως η καρδιά του ήταν νεκρή, καμία συγκίνηση δεν την τυραννούσε, ήξερε πια πως ο κόσμος ούτε ήταν ούτε ποτέ θα γινόταν ένα μαγευτικό μέρος, ήθελε να τους πει ότι τώρα «πατούσε με τα πόδια του στη γη, και ότι τα καταλάβαινε όλα» και ότι εκτός από αυτό που έβλεπε, «δεν υπήρχε τίποτε άλλο».

Πάνω απ’ όλα, όμως, αισθανόταν υπόλογος απέναντι στον κύριο Έστερ, γιατί δεν είχε πάρει στα σοβαρά τις προειδοποιήσεις του, δεν τον πίστευε όταν με απέραντη υπομονή τού εξηγούσε πως ό,τι έβλεπε δεν υπήρχε, τολμούσε να αμφισβητεί το υπέροχο, λεπταίσθητο πνεύμα του, που ατένιζε όλη την σκοτεινιά του κόσμου, την επικείμενη νύχτα, ενώ επίσης είχε το θράσος να επιδεινώνει την κατάθλιψη και την κούρασή του με τις φλύαρες ασυναρτησίες του για τον συναρπαστικό μηχανισμό του σύμπαντος.

Τώρα, όμως, ήταν πολύ μακριά από το σπίτι της λεωφόρου Βένκχαϊμ. Είχε αποφασιστεί, ήταν ολότελα, παντοτινά δικός τους, «τίποτε πια δεν μπορούσε να το αλλάξει αυτό», και παρόλο που ακόμη φορούσε το ταχυδρομικό του παλτό, είχε γίνει ένας από εκείνους τους άντρες με τα τσόχινα παλτά, ήταν ανέκκλητα μέρος του χάους, ένας αγγελιαφόρος του τέλους.

Το χάος μπορεί να στριμώχνεται στη γωνιά ενός σπιτιού, στην κόγχη ενός τοίχου, κρυμμένη στο σκοτάδι. Τουλάχιστον αυτό συνέβη στον Βάλουσκα. Όσο οι άντρες ξυλοκοπούσαν την ηλικιωμένη γυναίκα που έμενε στο σπίτι, το βλέμμα του χώθηκε σε εκείνη τη σκοτεινή γωνιά, «μια γωνιά γυμνή και στυφή, όπως μόνο οι γωνιές των δωματίων μπορούν να είναι». Στο σημείο ένωσης του τοίχου και του σαρακοφαγωμένου πατώματος δεν υπήρχε τίποτε, όμως ο Βάλουσκα είδε το ανασάλεμα μιας σκιάς, «σαν ένα στοιχειό που, βγαλμένο από μια πυκνή και σκοτεινή ομίχλη, είχε φυτευτεί εκεί». Η σκιά στοίχειωσε το βλέμμα του και ενώ είχε φύγει εδώ και ώρα από το σπίτι μαζί με τους άντρες, το μόνο που έβλεπε μπροστά του ήταν το φασματικό αποτύπωμά της στο σκοτάδι, σε ένα σημείο όπου πύκνωνε το κενό. Η αβάσταχτη εικόνα τον τύφλωνε, είχε αδράξει την όρασή του και πυρπολούσε τις κόρες των ματιών του, σημαδεύοντάς τα με ένα τρομερό όραμα, που απέναντί του η βία των αντρών δεν ήταν παρά μια σπίθα μες στην αδιαπέραστη νύχτα. Καμία έκλειψη φωτός δεν συγκρινόταν με το έρεβος που συστρεφόταν στο βάθος των ματιών του. Η φρικτή γωνιά του τοίχου είχε γίνει «η σκηνή του θεάτρου, το σκηνικό αυτής της εφιαλτικής νύχτας».

Το μόνο που ήθελε πια ο Βάλουσκα ήταν να τελειώνει, να ξαπλώσει πάνω στους βρώμικους κρυστάλλους του λιθόστρωτου και να κοιμηθεί για πάντα, αλλά το χέρι στον ώμο του τον έσπρωχνε βαθύτερα μέσα στη νύχτα και λίγο πριν το ξημέρωμα βρέθηκε μαζί με το ελεεινό τάγμα σε ένα κατάστημα με πλυντήρια (ήταν η κρυστάλλινη νύχτα της κάθαρσης) και εκεί σωριάστηκε στο παγωμένο πάτωμα, έχοντας την αίσθηση πως κατακρημνιζόταν σε μια «θεοσκότεινη άβυσσο», αλλά όταν κατάφερε να ανοίξει ξανά τα μάτια του, είδε πως βρισκόταν ακόμα «πάνω στη στερεή γη, στο ίδιο παγωμένο πάτωμα». Δίπλα του ένας από τους άντρες έγραφε με ένταση σε ένα σημειωματάριο. Όταν αργότερα οι σωματοφύλακές του (οι σύντροφοί του;) έφυγαν από το κατάστημα, ο Βάλουσκα πήρε τις εγκαταλελειμμένες σελίδες (συγκλονιστικό ιντερλούδιο ενός συγκλονιστικού μυθιστορήματος) και τις διάβασε με προσοχή, γιατί υποπτευόταν πως κρυπτογραφούσαν ένα νόημα, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να παρερμηνεύσει. Ο άντρας έγραφε για το μακελειό με έναν τρόπο που παρέλυε τον αναγνώστη του. Οι λέξεις προκαλούσαν τρόμο στον Βάλουσκα, τον πονούσαν ξυπνώντας έναν μυστικό πόνο, που τον έκαιγε από πολύ παλιά. Οι λέξεις εκείνων των σελίδων τού έκλειναν κάθε έξοδο διαφυγής. Του στερούσαν αυτό στο οποίο, παρά την αφύπνισή του, παρά το γράπωμά του από την απελπισία, συνέχιζε να ελπίζει, τη λύτρωση. Το κείμενο που κρατούσε στα χέρια του ήταν πειστήριο της ενοχής του, τον κατακύρωνε σε αυτή τη ζοφερή αφήγηση, τον καθιστούσε αναπόσπαστο κομμάτι της, τον καταδίκαζε στην έκβασή της. Ο Βάλουσκα είχε συνεργήσει στην εκτύλιξη της ιστορίας και στο εξής, έτσι έμοιαζε να του λέει ο συγγραφέας, θα ήταν θύμα και μαζί διώκτης, διωκόμενος και μαζί ένοχος. Όμως, η ιστορία υπερέβαινε την ιστορία της νύχτας που τελείωνε, γιατί στην ουσία μιλούσε για την ακατάπαυστη, εξουθενωτική παλινδρόμηση ανάμεσα στην προσμονή και την απόγνωση, ανάμεσα στη φυγή και την ακινησία, ανάμεσα στην αντίσταση και την παράδοση. Σε εκείνο το σημειωματάριο καταγραφόταν το σπαρακτικό άχθος των ανθρώπων για την επινόηση οδών διαφυγής, για την αναθέρμανση ελπίδων προ πολλού σβησμένων, για το φλόγισμα της πίστης τους στην επικείμενη απολύτρωσή τους από τη ματαιότητα, μέχρι να κορεστούν για πάντα «από τη γη και τον ουρανό, από τη δυστυχία, από τη λύπη», από τη χιμαιρική επιθυμία της ελευθερίας, και να συνειδητοποιήσουν πως δεν ήταν παρά «τα θύματα μιας εφήμερης στιγμής μέσα σε έναν ακόρεστο χώρο», για να προχωρήσουν ύστερα, όπως εξαρχής όφειλαν, στον μοναδικό μη απατηλό δρόμο, «προς μια ορισμένη μοιραία κατεύθυνση», όπου επιτέλους θα ξεκουράζονταν από κάθε ανώφελο κόπο. Ο συγγραφέας των σελίδων ούρλιαζε στον Βάλουσκα για να τον υποχρεώσει να ακούσει πως καμία κραυγή δεν ήταν ικανή να διαρρήξει «την τεράστια σιωπή» που τύλιγε την ανθρωπότητα. Σιγή, να μην λες λέξη, γιατί ούτε η γη ούτε ο ουρανός θα αποκρινόταν.

Στην τελευταία φράση του σημειωματάριου ένας άντρας, εξαντλημένος από το τρέξιμο προς μια ανύπαρκτη οδό σωτηρίας, πήρε την τελευταία του ανάσα «ακουμπώντας στον νυχτερινό ουρανό». Ο Βάλουσκα, που ακουμπούσε την πλάτη του σε ένα πλυντήριο, σηκώθηκε από το πάτωμα ρημαγμένος από την κούραση εκείνου του άντρα, ο οποίος θανατωνόταν στο τέλος μιας αδιανόητης, παράλογης, σαδιστικής καταδίωξης. Κατευθύνθηκε προς την πόρτα, την άνοιξε, «σήκωσε τα μάτια του πάνω από τις στέγες, και ατένισε το μηδέν».

Όλα τα επουσιώδη, μοναδικά και άφθαρτα στοιχεία του κόσμου, που άλλοτε ενθυλακώνονταν με θαυμαστή τάξη μες στο στερέωμα της φαντασίας του, σωρεύονταν άναρχα μπροστά στα μάτια του σε έναν θλιβερό γκρίζο όγκο, στον οποίο συνοψιζόταν η πραγματικότητα που αντίκριζε. Όλα στριμώχνονταν, πνίγονταν μέσα στο παγερό πρωινό και η θαμπή φωτεινότητα του ουρανού δεν ζέσταινε διόλου την κατερειπωμένη αυγή. Όλα «[…] συνωθούνταν μέσα σε ένα γιγαντιαίο πιεστήριο, μπερδεύονταν, κομματιάζονταν, αλληλοξεσκίζονταν, κατά τρόπο τόσο πραγματικό όσο και απρόβλεπτο». Το Όλον συνθλιβόταν μέσα στο «συμπιεσμένο τοπίο», διαλυόταν στο χάος.

Έχουμε πόλεμο, σκέφτηκε ο Βάλουσκα, αλλά δεν ήθελε να πιστέψει πως ήταν και αυτός διωκόμενος, όπως ο άντρας που πέθαινε στην τελευταία φράση του σημειωματάριου. Όμως, με το που χάραξε η μέρα, στρατιώτες, μίσθαρνα όργανα της κυρίας Έστερ, κατέκλυσαν την πόλη, ενώ αναστάτωση προκάλεσε στον Βάλουσκα και το τανκ που είδε στον κεντρικό δρόμο. Η νύχτα είχε τελειώσει, αλλά όχι και ο αγώνας, η αγωνία, ο πόλεμος. Πώς θα αντιστεκόταν; Πού θα δραπέτευε; Έτρεχε αναζητώντας διεξόδους με το βλέμμα ενός κυνηγημένου και, μολονότι πάλευε για κάθε ανάσα, δεν σταματούσε, συνέχιζε να τρέχει, «η πορεία του ακολουθούσε μια κατεύθυνση αλλά δεν είχε κανέναν τελικό προορισμό», έτρεχε δίχως ανάπαυλα, γιατί δεν ήθελε να πεθάνει ακουμπώντας σε έναν σκοτεινό ουρανό.

Ωστόσο, οι στρατιώτες και το τανκ ήταν πάντα μπροστά του και ο Βάλουσκα δεν μπορούσε να αρνείται για πολύ ακόμα πως το αντικείμενο της καταδίωξής τους ήταν αυτός ο ίδιος. Όσο και αν έτρεχε, οι στρατιώτες και το τανκ τους θα τον προλάβαιναν, παρ’ όλα αυτά επέμενε να πιστεύει, αντικρούοντας τις «στραμμένες εναντίον του φράσεις», πως εκείνος δεν ήταν το θήραμα μιας ανελέητης μοίρας, δεν ήταν ένας άνθρωπος που είχε χάσει τα πάντα, δεν ήταν «ο άνθρωπος του σημειωματάριου». Και τρέχοντας έφτασε στον σταθμό, απ’ όπου συνέχισε την καταδικασμένη πορεία του κατά μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών. Ίσως κάπου εκεί να συνάντησε, πέρα από τα ορφανά του αρχηγού της αστυνομίας, τον Γκιόργκι Κόριμ, τον λυπημένο ήρωα του Πόλεμος και πόλεμος, ο οποίος δέκα χρόνια μετά τον Βάλουσκα άρχισε και εκείνος την περιπλάνησή του στην απέραντη ομορφιά των σελίδων τού Κρασναχορκάι, ξεκινώντας από έναν σιδηροδρομικό σταθμό της Βουδαπέστης.

Ο Βάλουσκα περπατούσε κατά μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών ακολουθώντας την αντίστροφη πορεία από αυτή που πριν από μία ημέρα είχε φέρει σώα και αβλαβή, αλλά απολύτως έντρομη, την κυρία Πφλάουμ, τη μητέρα του, στο σπίτι της. Ίσως, αν εκείνη τη μοιραία νύχτα είχε σταθεί στο άκουσμα της φωνής της, που του φώναζε να γυρίσει πίσω, δεν θα προχωρούσε τόσο πολύ μέσα στο σκοτάδι. Μπορεί η μητέρα του να τον κρατούσε κοντά της όλη νύχτα, μιλώντας του για το φρικτό της ταξίδι με το τρένο, κατά τη διάρκεια του οποίου έχασε κάθε ελπίδα για την ανθρωπότητα, και για τον τρόμο που της είχε προκαλέσει ένας άντρας με τσόχινο παλτό. Και μπορεί τότε ο γιος της να της έλεγε πόσο τον φοβόταν και ο ίδιος.

Η εναρκτήρια σκηνή στο τρένο είναι ένα καθηλωτικό πρελούδιο της φρίκης, της μεγάλης νύχτας που επικρέμαται στις σελίδες, διάστικτο από υπόκωφες, ανησυχαστικές συγχορδίες, κατατονικές μελωδίες και οξύτονες παραλλαγές, από απότομες εντάσεις και τεταμένες παύσεις. Μέσα στο κατάμεστο από κόσμο βαγόνι η κυρία Πφλάουμ συγκλονίζεται από ένα προαίσθημα συντέλειας. Τα εξαχρειωμένα πρόσωπα ολόγυρά της έμοιαζαν να την προειδοποιούν για μια προδιαγεγραμμένη απειλή, της εμφυσούσαν το ρίγος μιας επικείμενης επίθεσης, ενός ανελέητου πολέμου, η έκβαση του οποίου είχε ήδη κριθεί. Της υπενθύμιζαν αυτό που και η ίδια ένιωθε, ακόμα και κλειδαμπαρωμένη μες στο σπίτι της, ένα καταφύγιο γεμάτο τρόφιμα, όχι όμως απαραβίαστο, όπως αποδείχτηκε, από τη «στροβιλιστική τρέλα του εξωτερικού κόσμου», πως τίποτα στη γη δεν ήταν αρκετά στερεό ή επαρκώς οχυρωμένο ώστε να αντισταθεί στην τρομερή αλλαγή, που επωαζόταν μέρα με τη μέρα. Τα απαίσια, βλοσυρά, χυδαία βλέμματα των επιβατών εξέπεμπαν «μια παράλογη και δολοφονική μανία, έτοιμη να συντρίψει όλα όσα ήταν υγιή, γιατί, γι’ αυτού του είδους τα καθάρματα, ό,τι ενσάρκωνε τάξη, ειρήνη ή μέλλον ήταν αφόρητο». Η κυρία Πφλάουμ υποψιαζόταν πως δεν ήταν ικανή να αναμετρηθεί με την άλογη δύναμη και μανία αυτού του πλήθους, που έδειχνε να έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Πίστευε πως, αν τελικά αυτές οι ανεξέλεγκτες δυνάμεις στρέφονταν εναντίον της, δεν είχε καμία ελπίδα να γλιτώσει. Περισσότερο, όμως, φοβόταν τον άντρα με το τσόχινο παλτό, ο οποίος την κάρφωνε απροκάλυπτα με τα ύπουλα μάτια του, σαν να ήθελε να της δείξει πως η βούλησή της δεν μετρούσε καθόλου μπροστά στη δική του. Ανησυχούσε πως αυτός ο ξεδιάντροπος άντρας ενδεχομένως να διέκρινε στο πρόσωπό της, όχι τον απερίγραπτο φόβο της, αλλά την ανομολόγητη συναίνεσή της, και το ενδεχόμενο αυτό ήταν μια ταπείνωση που δεν θα άντεχε.

Κρυμμένη στην τουαλέτα του τρένου προκειμένου να διαφύγει από εκείνο τον τρομακτικό άντρα, που περιφρονούσε καταφανώς την ηθική της, η κυρία Πφλάουμ λυγίζει απέναντι στο έμφοβο είδωλό της. Στον καθρέφτη του μπάνιου την κοίταζε «ένα μικρούτσικο προσωπάκι στραμμένο προς τα έξω», «στην απέραντη και πυκνή σκοτεινιά της νύχτας», «το δικό της, τσακισμένο από τη θλίψη, χαμένο». Ο άντρας με το τσόχινο παλτό την είχε εξοντώσει με το βλέμμα του, γιατί από τη στιγμή που τον είδε «[…] ένιωθε πως ήταν μόνο το ελεεινό παιχνίδι της ανελέητης θέλησης αυτού του άντρα, το αθώο και αφελές παιχνίδι ενός εχθρικού κόσμου ενάντια στην ψυχρότητα του οποίου, σκέφτηκε ξαφνικά, δεν υπήρχε ίσως κανένα αληθινό οχύρωμα. Ήταν σαν ο άντρας να την είχε ατιμάσει για τα καλά, και με την καρδιά της σμπαράλια, έτρεμε μέσα στην αποπνικτική ατμόσφαιρα της καμπίνας που βρωμούσε ούρα, βασανισμένη από μια διαίσθηση που βάραινε τη συνείδησή της, στο έλεος ενός ιλιγγιώδους και άλογου φόβου να μη βρει κανένα καταφύγιο σε περίπτωση γενικευμένης απειλής, φόβου από τον οποίο αναδύθηκε ένα θολό και οδυνηρό αίσθημα πικρίας: διότι αισθανόταν πως αποτελούσε κατάφωρη αδικία το γεγονός ότι, αντί να επιβιώσει, υπήρξε ένα αθώο θύμα […]».

Μέσα στην αμαξοστοιχία που κροτάλιζε με ανησυχητική βραδύτητα πάνω στις ράγες, αλλά και αργότερα στην πόλη, «σ’ αυτή την ερημωμένη πόλη, τη μαστιγωμένη από τον άνεμο και την παραλυμένη από τον πάγο», η κυρία Πφλάουμ δεν μπορούσε να απαλλαγεί από την αίσθηση πως υπνοβατούσε μέσα σε έναν εφιάλτη. Την κατέτρυχε η φρικτή ανάμνηση του άντρα με το τσόχινο παλτό, αλλά και η πόλη της, στην οποία λίγες μόνο ώρες νωρίτερα αγωνιούσε να επιστρέψει, την τρόμαζε, καθώς ήταν σαν να βρισκόταν υπό πολιορκία. Από τη στιγμή που κατέβηκε στην πλατεία του σταθμού, όπου οι φανοστάτες έσβησαν άξαφνα όλοι μαζί, «αισθανόταν σαν εγκαταλελειμμένη λεία». Η πόλη δεν ήταν πια ένα οικείο οχυρό, αλλά «ένας καταθλιπτικός δαίδαλος από δρόμους», σαρωμένους από το σκοτάδι και το ψύχος, με σφραγισμένα, άφεγγα παράθυρα, πίσω από τα οποία τα πρόσωπα, μαζί με τα παράθυρα, «κοιτούσαν τυφλά μπροστά τους», αδύναμα να αντισταθούν «στην αποσταθεροποιητική δύναμη του περιβάλλοντος», κρυμμένα πίσω από τους τοίχους με την ελπίδα πως ο κίνδυνος θα προσπερνούσε το κατώφλι τους. Η πόλη είχε χάσει την «παλιά ζεστή οικειότητα» και είχε σημαδευτεί από οιωνούς που «ενσάρκωναν νέες φάσεις βασάνων και δοκιμασιών». Η κυρία Πφλάουμ φοβόταν, γιατί τώρα πια ήξερε «πως ο κόσμος ήταν γεμάτος από άντρες που φορούσαν τσόχινα παλτά».

Περπατούσε προς το σπίτι της διασχίζοντας τους σκοτεινούς δρόμους, που αντιφέγγιζαν από την κρυσταλλική ανταύγεια των κοκαλωμένων σκουπιδιών, εξουθενωμένη από ένα ανατριχιαστικό αίσθημα μοναξιάς, σαν να γνώριζε πως στην άκρη της επόμενης νύχτας την περίμενε ένα φέρετρο φτιαγμένο από ξύλινες, απλάνιστες σανίδες, «τοποθετημένο πάνω σ’ έναν απλό, αλλά επιμελώς καθαρισμένο πάγκο χασάπη». Το δικό της.

Ήταν αθώος, από πάντα και για πάντα ήταν αθώος, «όλη του η ζωή μαρτυρούσε την αθωότητά του», ήθελε να φωνάξει ο Έστερ στους στρατιώτες που είχαν περικυκλώσει την πλατεία. Η αθετημένη έλευση του Βάλουσκα στο σαλόνι του και η τρομακτική αγωνία που του προκαλούσε η απουσία του, τον είχαν αναγκάσει να βγει, για τελευταία φορά, έξω στον κόσμο, αναζητώντας τον μοναδικό άνθρωπο χάρη στον οποίο ήθελε ακόμα να ζει. Τον αναζητούσε παντού στην πόλη, σαν ένα «χαμένο αντικείμενο» το οποίο κανείς άλλος δεν θα έμπαινε στον κόπο να ψάξει. Το μυαλό του ήταν διαλυμένο από τον φόβο και δεν καταλάβαινε τι τον φόβιζε περισσότερο, το ενδεχόμενο ο Βάλουσκα να βρισκόταν ανάμεσα στους άντρες με τα τσόχινα παλτά, που είχαν συλλάβει οι στρατιώτες, ή το, εξίσου ισχυρό, ενδεχόμενο να ήταν νεκρός. Με άλλα λόγια, δεν ήξερε πού προτιμούσε να τον βρει, στη φυλακή ή στο νεκροτομείο.

Η σκέψη τού Έστερ παλινδρομούσε μανιασμένα ανάμεσα στην ελπίδα και την απελπισία και τρελαμένη από την προσπάθειά της να διώξει την αβεβαιότητα κατέληξε σε μια τρομερή επιτυχία, ακύρωσε όλα τα ενδεχόμενα. Ο Βάλουσκα δεν υπήρχε πουθενά στην πόλη, «ούτε νεκρός ούτε ζωντανός». Ήταν σαν μέσα στη νύχτα να είχε χάσει ακόμα και το όνομά του, γιατί οι περισσότεροι από όσους ρώτησε ο Έστερ έκαναν σαν να μην τον είχαν δει ποτέ, λες και υπήρχε κάτι το επονείδιστο ή και επιλήψιμο στο γεγονός ότι τον γνώριζαν, και ελάχιστοι ήταν εκείνοι που παραδέχτηκαν την ύπαρξή του, μιλώντας, όμως, για μια ανώνυμη μορφή, το όνειδος μιας ακατονόμαστης μητέρας, «τον γιο της γειτόνισσας της κυρίας Βίραγκ». Ο Βάλουσκα δεν υπήρχε πια. Όταν οι στρατιώτες διέταξαν τον Έστερ να τους ακολουθήσει στο Δημαρχείο, το οποίο, όπως από τις πρώτες σελίδες μάς επισημαίνει ο Κρασναχορκάι, ήταν και φυλακή, αυτός που πέρασε το κατώφλι ήταν «ένας υπάκουος και τσακισμένος άνθρωπος».

Αν ο Βάλουσκα καταρρακώθηκε από τη φασματική σκιά στη γωνιά ενός δωματίου, ο Έστερ μπήκε στην αίθουσα του αυτοσχέδιου δικαστηρίου παραλυμένος από το φρικτό θέαμα του νεκρού σώματος της κυρίας Πφλάουμ μέσα σε ένα ρυάκι. Όσο οι στρατιώτες τον έσερναν προς το Δημαρχείο, η εικόνα του θανάτου της εξανέμισε κάθε ελπίδα να βρει τον Βάλουσκα ζωντανό, γιατί για τον Έστερ ήταν «προφανής η σχέση εξάρτησης μεταξύ της μητέρας και του γιου της». Το αναποδογυρισμένο μέσα στο ρυάκι κεφάλι της κυρίας Πφλάουμ τον υποχρέωνε «[…] να προβάλει την εικόνα του γιου της ως συνέχεια αυτού του κοκαλωμένου σώματος που το εκτέλεσαν τόσο άγρια».

Μέσα στο Δημαρχείο ανακρίνονταν οι διαπρεπέστεροι του τσίρκου και της πόλης μαζί με μερικά τσόχινα παλτά. Η παρωδιακή δίκη ανοίγεται σαν ξέφωτο μες στην πυκνή καταχνιά του μυθιστορήματος, ενώ οι πρωτοπρόσωπες μαρτυρίες καταδεικνύουν την εκπληκτική υποκριτική δεινότητα της γραφής του Κρασναχορκάι. Τώρα η αγωνία της γνώσης διατυπώνεται απερίφραστα, με θεσμική ωμότητα, διότι οι στρατιώτες είναι ανελέητοι στο ζήτημα της αλήθειας, επιθυμούν διακαώς να μάθουν, «τα γεγονότα, τις περιστάσεις, τις ακριβείς λεπτομέρειες», απαιτούν εύλογες, ακλόνητες εξηγήσεις. Όμως, οι μάρτυρες και οι κατηγορούμενοι διαπνέονται από τη δική τους ρητορική. Μιλούν για τα γεγονότα και τις περιστάσεις, αλλά παραλείπουν να εξηγήσουν στους ανακριτές πως κάθε βλέμμα αποκλίνει από την πραγματικότητα και έτσι ο καθένας καταλήγει να περιγράφει μια συντέλεια που μόνο εκείνος είδε. Ο διευθυντής του τσίρκου, λόγου χάριν, θρηνολογεί για την πικρή μοίρα του καλλιτέχνη, ο οποίος απευθύνει την τέχνη του σε ένα ανώριμο, απροετοίμαστο κοινό, ανίκανο να αποκρυπτογραφήσει τη σημασία της, και έτσι κάθε δημιουργός καταδικάζεται σε έναν οδυνηρό αγώνα, να παλεύει ανάμεσα στην ανωριμότητα του κοινού και την πίστη του στην απελευθερωτική δύναμη της τέχνης του. Ένας κακόμοιρος καλλιτέχνης, αδικημένος κιόλας σωματικά από τη φύση, ήταν και ο πρίγκιπάς του, που το έσκασε από το τσίρκο τρομοκρατημένος από τις αντιδράσεις του κοινού, το οποίο, υποχείριο της ευπιστίας του, τον ταύτιζε με τον ρόλο που υποδυόταν. Από την άλλη, ο άντρας με το τσόχινο παλτό (ένας από αυτούς) με την επιδεικτική δυσανεξία του στις ερωτήσεις προσπαθούσε να δείξει στους στρατιώτες πως η αμβλύνοιά τους δεν θα τους επέτρεπε ποτέ να συλλάβουν την αληθινή ταυτότητα του Πρίγκιπα, του πιο εξαίρετου μέλους του τσίρκου.

Μέσα εκεί δύο άντρες υπέφεραν. Ο ένας ήταν ο Έστερ, ο οποίος από τη στιγμή που έμαθε πως ο Βάλουσκα ήταν τελικά ζωντανός, επειγόταν να μάθει όλη την αλήθεια για την τύχη του, και ο άλλος ο συνταγματάρχης, ο αρχηγός των απελευθερωτικών δυνάμεων, ο οποίος καθισμένος σε μια θηριώδη καρέκλα, κρυμμένη στο σκοτάδι και με τη ράχη της γυρισμένη έτσι ώστε ο κάτοχός της να προφυλάσσεται από τα τεκταινόμενα στην ανακριτική ορχήστρα, υπέμενε με συντριβή την ταπεινωτική για τον ίδιο διαδικασία και μόνο οι ρεμβασμοί του μπροστά στον πίνακα του πλαϊνού τοίχου ημέρευαν για λίγο την οργή του. Με την πλάτη γυρισμένη στον κόσμο, ατένιζε «την ιστορική νωπογραφία», όπου εξεικονιζόταν το ένδοξο παρελθόν της πόλης. Στον πίνακα παρατεταγμένες ίλες ετοιμάζονταν να διεξαγάγουν έναν μεγαλοπρεπή πόλεμο, αντάξιο της στρατιωτικής τέχνης. Ο συνταγματάρχης αναλογιζόταν έξαλλος αυτή τη μακρινή, αγλαή εποχή και πριν δώσει εντολή στον ανθυπολοχαγό του να επισπεύσει τις ανακρίσεις, τον προέτρεψε να θαυμάσει την ομορφιά της νωπογραφίας. «Παρατηρήστε τον στρατηγό πάνω στον λόφο και τους στρατιώτες του στο πεδίο και θα μάθετε τι σημαίνει σκοτώνω ένα γουρούνι ή διεξάγω πόλεμο!»

Ωστόσο, η ονειροπόλα διάθεση του συνταγματάρχη διαλύθηκε εντελώς, όταν πήραν τον λόγο τρεις προεστοί της πόλης (ηγετικά μέλη της εκστρατείας της καθαριότητας) και δίχως τίποτα πια να συγκρατεί την οργή του μοιράστηκε μαζί τους τη δική του οπτική για τον κόσμο.

«Εδώ και ώρες δεν άκουσα μια κανονική λέξη, ξέρετε μόνο να αναστενάζετε, τα κάνετε πάνω σας και επικαλείστε την Τελική Κρίση, όλα αυτά γιατί κάποιος σπάει ένα τζάμι, γιατί στα μυαλά σας επικρατεί ομίχλη κι όταν είστε με τη μύτη μες στα σκατά, όλα όσα ξέρετε να κάνετε είναι να κοιτάζετε, να μυρίζετε και να δηλώνετε: “Μαγεία!” Η πραγματική μαγεία, εκφυλισμένα παλιοερείπια, θα ήταν να ξυπνήσετε μια μέρα και να δείτε πως δεν είστε πάνω στο φεγγάρι αλλά στην Ουγγαρία και πως επάνω είναι ο Βορράς, κάτω ο Νότος, πως η πρώτη μέρα της εβδομάδας είναι η Δευτέρα, ο πρώτος μήνας του χρόνου ο Ιανουάριος!»

Όταν οι τρεις προεστοί κατάφεραν να βρουν την πόρτα, η αίθουσα άδειασε με συνοπτικές διαδικασίες, αλλά ο Έστερ ήταν ακόμα εκεί και αψηφώντας τον θυμό του συνταγματάρχη τον πλησίασε, γιατί εκείνος ο άντρας «αν και αόρατος, είχε την εξουσία να αποφασίζει για την υπόθεση του Βάλουσκα». Με τις λιγότερες δυνατόν λέξεις του είπε: «Είναι απολύτως αθώος».

Όμως, ο συνταγματάρχης ήταν αποφασισμένος να κλείσει σε «άσυλο όλους τους ηλίθιους» και ο Έστερ εγκατέλειψε σιωπηλός το Δημαρχείο, αφήνοντας μία μόνο σκέψη να τον παρηγορεί: «Ο Βάλουσκα ζει, μόνο αυτό μετράει…»

«Εξηγήστε μου, κυρία μου, πώς μια γυναίκα τόσο λαμπρή όπως εσείς μπόρεσε να ανεχθεί αυτό το μέρος τόσα χρόνια;» ρωτάει τρυφερά ο συνταγματάρχης την κυρία Έστερ, που όλη την ώρα στεκόταν στο πλευρό του, κρυμμένη και αυτή στο σκοτάδι.

Η τρομερή νύχτα που εκτυλίσσεται στο μυθιστόρημα, ξημερώνει σε μια ανάλγητη αυγή, όπου το Όλον γίνεται ολοκληρωτισμός. Μέσα στην αίθουσα του αυτοσχέδιου δικαστηρίου το χρέος της κάθαρσης αναλαμβάνουν δύο παλιοί εχθροί, ο κομμουνισμός και ο φασισμός, που τη σημαδιακή χρονιά που γράφεται το βιβλίο (1989) είχαν ήδη ανακαλύψει τα κοινά τους σημεία. Με το αμείλικτο, ζοφερό χιούμορ που διατρέχει τη γραφή του, ο Κρασναχορκάι περιγράφει το κεραυνοβόλο ειδύλλιο ανάμεσα στον συνταγματάρχη και την κυρία Έστερ, σχολιάζοντας πικρά τη μοίρα της χώρας του, η οποία, έχοντας ερωτοτροπήσει κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τόσο με το Γ΄ Ράιχ όσο και με τη Σοβιετική Ένωση, καταμέτρησε τα περισσότερα θύματα στο Άουσβιτς, για να γνωρίσει αμέσως μετά την απελευθερωτική δύναμη του κομμουνιστικού αυταρχισμού.

Μόνοι μέσα στην άδεια αίθουσα του Δημαρχείου, έχοντας, χάρη στη φλογερή τους συνέργεια, υποδαυλισμένη τόσο από τον πόθο όσο και από τον ιδεαλισμό, καθαρίσει με τους ενόχους, ο συνταγματάρχης και η κυρία Έστερ ομολογούν, σε έναν «σύντομο ορμητικό διάλογο γεμάτο από αναστεναγμούς» και τρέμουλα, την αμοιβαιότητα των αισθημάτων τους. Η μεταξύ τους έλξη ήταν ακαριαία και εκρηκτική. Λιγωμένη από την ενθαρρυντική ανταπόκριση του συνταγματάρχη, η κυρία Έστερ συλλογιζόταν πως ο φλογερός εραστής της θα λησμονούσε εκθύμως και το «ποια ήμουν για σας και ποιοι ήσασταν για μένα».

Αργότερα, στο κρεβάτι, όπου παραδόθηκαν ασυγκράτητοι στην περιπάθεια του έρωτά τους, επισφράγισαν με την ένωση των σωμάτων τους την ένωση δύο ψυχών. Ο φοβερός άντρας, τον οποίο από εκείνη τη στιγμή η κυρία Έστερ (Τούντε πλέον) ονόμαζε πολύ απλά Πέτερ, της έμαθε πως «το σώμα δίχως την καρδιά δεν άξιζε τίποτα», «[…] κι αυτή η αλησμόνητη περίπτυξη δεν είχε ικανοποιήσει μόνο τις αισθήσεις της μέχρι λιποθυμίας, αλλά είχε ξυπνήσει μέσα της –δεν ντρεπόταν καθόλου να προφέρει τη λέξη πρωί πρωί- την αγάπη».

Δεν φοβόταν να το ομολογήσει: «τα κλειδιά που είχαν ανοίξει τα μυστικά συρτάρια της ψυχής της, έκλεισε τα μάτια κοκκινίζοντας, μόνο ο συνταγματάρχης τα κρατούσε». Ο απελευθερωτής της πόλης είχε γίνει και δικός της. Και όταν, φωλιασμένη μες στα στιβαρά του μπράτσα, άκουσε τον πόνο του για το αχρησιμοποίητο τανκ του, με το οποίο, λες και ήταν καμιά ρυμούλκα με μια ψόφια φάλαινα μέσα, δεν είχε ποτέ του πυροβολήσει, χωρίς κανένα δισταγμό του είπε: «Ε λοιπόν, κάντε το, Πέτερ…!»

Ξαπλωμένη δίπλα του στο κρεβάτι σκεφτόταν συγκλονισμένη πως «[…] το απερίγραπτο ερωτικό αίσθημα ήταν ακόμα πιο μαγικό κι από το γεγονός ότι ομονοούσαν και για τις προοπτικές του μέλλοντος […]».

Όταν τον αποχαιρέτησε το ξημέρωμα, ήξερε σε τι δοκιμασία θα την έβαζε η απουσία του, και πράγματι τις ημέρες που ακολούθησαν, σε κάθε ανάπαυλα από την εντατική εργασία της, αποκαρδιωνόταν από το βάσανο της αναμονής.

«Τον περίμενε το πρωί, το μεσημέρι, το βράδυ, τον φανταζόταν, έβλεπε συνεχώς την ίδια σκηνή, τον έβλεπε να στέκεται ευθυτενής πάνω στο τανκ που έβγαζε καπνούς, να φέρνει σιγά σιγά ένα ζευγάρι κιάλια στα μάτια του και να “διερευνά τον μακρινό ορίζοντα”».

Μόλις δεκατέσσερις ημέρες μετά από την αλησμόνητη περίπτυξη που ξύπνησε μέσα της την αγάπη, η κυρία Έστερ ανακηρύχθηκε πανηγυρικά δέσποινα της πόλης. Η αστραπιαία της φήμη «την ανύψωσε στη θέση της αδιαμφισβήτητης αρχηγού της αντίστασης». Επρόκειτο για μια «εξαιρετική επίδοση». Η καταξίωσή της ήταν «το υλικό αποτέλεσμα του νηφάλιου πνεύματος των αρχών». Μετά από δύο εβδομάδες εντατικής δουλειάς, στη διάρκεια των οποίων επεξεργάστηκε τη στρατηγική της στις λεπτομέρειές της, που όλες τελικά συνωμότησαν υπέρ της, κρατούσε στα χέρια της την «υπέρτατη εξουσία», απολάμβανε «την ενθαρρυντική εκδήλωση εμπιστοσύνης» των υποτελών της και περπατώντας στην πόλη διαπίστωνε πως η ανοικοδόμηση προχωρούσε ολοταχώς. Σε κάθε σχεδόν γωνιά «πολίτες που δούλευαν πυρετωδώς φρόνιμα μπροστά στα σπίτια τους» καθαρίζοντας από τα σκουπίδια τις αυλές τους, σταματούσαν την όλο κέφι εργασία τους, για να την επευφημήσουν.

Εν ολίγοις, όλα τα γρανάζια λειτουργούσαν αποτελεσματικά. Η πόλη είχε επανέλθει στην πραγματικότητα. Οι ψευδαισθήσεις, οι προκαταλήψεις, η νωθρότητα, η δειλία, η παθητικότητα και πρωτίστως η ανεκτικότητα, αυτή η κατάρα, πατάχθηκαν από τον απηνή ρεαλισμό, ο οποίος εξυψώθηκε σε κοινή, συλλογική πεποίθηση. Η κυρία Έστερ, έχοντας μυήσει για τα καλά τους πολίτες στους «απλούστερους και λειτουργικότερους τρόπους ζωής», αδημονούσε τώρα να σηματοδοτήσει με μια συμβολική χειρονομία την επέλαση της νέας εποχής, εκφωνώντας έναν επικήδειο, που θα της έδινε την ευκαιρία να διακηρύξει «στο διψασμένο για αλλαγή πλήθος, την “τέλεια ταύτιση” των επιθυμιών τους».

Καταβροχθίζοντας τα βύσσινα με ρούμι της κυρίας Πφλάουμ, συνειδητοποίησε πως ήταν καιρός να ασχοληθεί με την κηδεία της. Η κυρία Έστερ ήθελε να θάψει με όλες τις τιμές αυτό το κουφάρι του κομφορμισμού, του συντηρητισμού, της τρυφηλής απραξίας και της ατολμίας και να προσδώσει στην εξόδιο ακολουθία την αυστηρότητα ενός σημαντικού κοινωνικού γεγονότος, απαλλαγμένου από το βάρος όλων των «σιροπιαστών συμβάσεων». Σε εκείνη την τελετή «η παρουσία της Εκκλησίας ήταν εντελώς περιττή».

Χάρη στην έμπλεη μνησικακίας πρόνοιά της, η μητέρα του Βάλουσκα κηδεύτηκε σαν ηρωίδα, γιατί, όπως τόνισε μελαγχολικά η κυρία Έστερ, βγαίνοντας εκείνη τη νύχτα έξω στον δρόμο για να αναζητήσει τον γιο της, το αιώνιο βάσανό της, «θυσίασε τη ζωή της για να κάνει καλύτερη τη δική μας».

Στο μυθιστόρημα του Κρασναχορκάι η γραφή (χαρισμένη σε μας στην έξοχη μετάφραση της Ιωάννας Αβραμίδου) στοχάζεται με μαγευτική εκλέπτυνση την απώλεια της μαγείας. Οι ατέρμονες φράσεις καθηλώνουν με τον εναρμονισμό των αντιστίξεων και τον πλούτο των ηχοχρωμάτων τους, οι περίτεχνοι μετατονισμοί μοιάζουν να αφουγκράζονται τους σπασμούς ενός μυαλού που σπαράζει από πόνο, εξουθενωμένο από το αφόρητο μαρτύριο τόσο της ελπίδας όσο και της απελπισίας. Στις πιο αβάσταχτες στιγμές οι φωνές των προσώπων αντηχούν μες στον ρου της αφήγησης σαν συμφωνικά κομμάτια που πάλλονται βίαια στον ρυθμό της αγωνίας τους και άλλοτε πάλι σβήνουν σε σπαρακτικές μελωδίες που πενθούν με άκρα λεπτότητα την τραγική τους μοίρα, νίβοντας άδηλα δάκρυα. Η γραφή του Κρασναχορκάι είναι μουσική. Οι φράσεις, αργόσυρτες, ιλιγγιώδεις, εφιαλτικές, ποιητικές, τεταμένες, χαμηλόφωνες, στεντόρειες, θρηνητικά λυρικές, ανατριχιαστικά οξύτονες, εμμονικές και ακούραστες στις παραλλαγές τους, απλώνονται στις σελίδες σαν μουσικές γραμμές. Με τη μαεστρική αρμονία τους και τη δαιμόνια εναλλαγή συγχορδιών αναμέλπουν τα πάθη των ηρώων, ενορχηστρώνοντάς τα σε έναν παρατεταμένο, ευμελή λυγμό.

Ωστόσο, ένα μυθιστόρημα δεν είναι πραγματικά σπουδαίο, αν δεν αποχαιρετά τον αναγνώστη με έναν σπουδαίο επίλογο. Η καταληκτική παράγραφος είναι από τις ωραιότερες που έχω διαβάσει. Το βιβλίο εκπνέει γαλήνια, απόκοσμα γαλήνια, με έξι ανάσες, με έξι σελίδες που παρακολουθούν με νοσηρή λεπτολογία τα στάδια αποσύνθεσης του πτώματος της κυρίας Πφλάουμ. Οι λέξεις καταδύονται βαθιά, εισχωρούν κάτω από το χώμα, σμικρύνονται για να δουν από κοντά τους απειροστούς αποδομητικούς παράγοντες να τεμαχίζουν «αυτό που ήταν ζωντανό και σχημάτιζε ένα μοναδικό, μη ανατάξιμο σύνολο», για να δουν «τις δυνάμεις της καταστροφής να καταγάγουν άλλη μια νίκη αποφασιστικής σημασίας». Ακουμπούν με περιέργεια πάνω σε αυτό τον οργανισμό «που εγκατέλειψε τα εγκόσμια», τον περιτρέχουν δίχως το παραμικρό δέος, σχεδόν ανευλαβώς, αλλά παρατηρούν με έκπληξη πως στο νεκρό σώμα, σε εκείνο το «καταδικασμένο σε κατεδάφιση φρούριο», «βασίλευε μια τέλεια και ολική συνέχεια». Μολονότι καμία εξέγερση, καμιά αντίσταση, δεν μπορούσε πια να νικήσει τη φρικτή πραγματικότητα που το απειλούσε, τη βιολογική νομοτέλεια του αφανισμού, το οργανικό αυτό βασίλειο, αλωμένο από τους εσωτερικούς του εχθρούς και την εσχάτη προδοσία τους, θα παρέμενε ες αεί το άφθαρτο, αναπόσπαστο στοιχείο, τραγικά ασήμαντο, μιας ασύλληπτης ολότητας.

«Όλα ήταν εκεί […] αλλά το αρχικό και πραγματικά μη ανατάξιμο βασίλειο είχε χαθεί για πάντα, το είχε αλέσει μια άπειρη δύναμη ενός χάους που εμπεριείχε τους κρυστάλλους της τάξης, το είχε διαλύσει η απαρεμπόδιστη και αδιάφορη κυκλοφορία των διαφόρων στοιχείων που κυβερνούσε το σύμπαν. Η αυτοκρατορία είχε αποσυντεθεί σε άνθρακα, υδρογόνο, άζωτο και θείο, τους λεπτούς ιστούς της, διασπασμένους, ξεφτισμένους, διαλυμένους, τους καταβρόχθισε μια αδιανόητα μακρινή Δίκη, όπως καταβροχθίζει κι αυτό το βιβλίο τώρα, εδώ, η τελευταία λέξη».

Ίσως ο θάνατος της κυρίας Πφλάουμ να ήταν ένα νεύμα τρυφερότητας, το μοναδικό και το ύστατο, προς τον γιο της, γιατί η διάλυσή της και η μετοικεσία της στη γιγαντιαία σφαίρα, όπου στροβιλίζονταν διάφεγγα τα διάφορα στοιχεία που συνείχαν το άπειρο, αποκαθιστούσαν κατά κάποιον τρόπο την πίστη του Βάλουσκα στο Όλον. Ίσως ο θάνατός της να ήταν μια θεϊκή μεταφορά σε έναν κόσμο χειραφετημένο από τον ουρανό. Αν οι λέξεις του Κρασναχορκάι, τόσο επιρρεπείς στη μαγεία, ανέλαβαν τη μετακομιδή τής μητέρας στο σύμπαν, ήταν για να επιτρέψουν στον γιο να παραμείνει ισοβίως δεσμώτης της ελευθερίας του σύμπαντος, ένοικος της άφθαρτης στιγμής.

Ο Βάλουσκα, κρυμμένος από τον κόσμο μέσα στις ριγωτές πιτζάμες του, στην πτέρυγα απομόνωσης ενός ψυχιατρικού ασύλου της πόλης, παραδομένος στη σιωπή, μόλις και μετά βίας άνοιγε πια τα μάτια του, γιατί είχε εγκαταλείψει για πάντα, όπως και η μητέρα του, τον στενόχωρο τόπο της φθαρμένης στερεής γης για να επιστρέψει εκεί όπου ανέκαθεν ανήκε, στα σιωπηλά μαγευτικά κύματα του έναστρου στερεώματος.

Στη λεωφόρο Βένκχαϊμ ο Έστερ, ο πιστός φίλος του, παίζει στο Στάινγουεϊ ένα κομμάτι του ουράνιου Γιόχαν Σεμπάστιαν, έχοντας, όμως, πρώτα ελευθερώσει το πιάνο του από το απελπισμένο χόρδισμα με το οποίο μέχρι τότε τιμωρούσε τη μουσική.

«Έπαιξε μια γρήγορη κλίμακα για να ελέγξει την παρηγορητική καθαρότητα του οργάνου, άνοιξε την παρτιτούρα στη σωστή σελίδα και χτύπησε με δύναμη τις πρώτες συγχορδίες του πρελούδιου σε μι μείζονα».

Lina Pantaleon

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular