Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

 Η Δίκη του Ματάν, Nadifa Mohamed, Εκδόσεις Διόπτρα

«Γιάλα, γιάλα, η φωτιά δεν θα σβήσει, αν δεν κάψει»

Η συγγραφέας της Δίκης του Ματάν (Διόπτρα 2022) Nadifa Mohamed γεννήθηκε το 1981 στη Χαργκέισα, πρωτεύουσα της μικρής ανεξάρτητης Σομαλιλάνδης που βρίσκεται στο Κέρας της Αφρικής και μετανάστευσε προσωρινά στα τέσσερά της χρόνια στο Λονδίνο με τον ναυτικό πατέρα της και τη νοικοκυρά μητέρα της για να αποφύγει τον πόλεμο που είχε ξεσπάσει στον τόπο της. Έμεινε, όμως, για πάντα εκεί όπου ζει μέχρι σήμερα. Μέλος της Royal Society of Literature (2018) επιλέχτηκε για το Granta Best of Young British Novelists το 2013 και έχει βραβεύτηκε τόσο για το πρώτο της μυθιστόρημα Black Mamba Boy (2010) με το Betty Trask όσο και για το δεύτερο Orchard of Lost Souls (2013) με δυο βραβεία (Somerset Maugham & Albert Bernard).

Πρόκειται, δηλαδή, για μια ανερχόμενη συγγραφέα της βρετατανικοαφρικανικής λογοτεχνίας, που όπως έγραψε στο The Guardian ο Ashish Ghadiali το τελευταίο της μυθιστόρημα Fortune Men (2021), που βασίζεται στην αληθινή ιστορία του Mahmood Mattan, «την επιβεβαιώνει ως λογοτεχνικό αστέρι της γενιάς της». Το βιβλίο, προκρίθηκε για το Βραβείο Booker 2021 και ο συγγραφέας και ακαδημαϊκός Michael Donkor το περιέγραψε ως «αποφασιστική, λεπτή και συμπονετική έκθεση της αδικίας». Αποτελεί, λοιπόν, σημαντική συμβολή στη λογοτεχνική ενημέρωση του ελληνικού αναγνωστικού κοινού η έκδοσή του από τη Διόπτρα και μάλιστα σε λεπτοδουλεμένη και αριστοτεχνική μετάφραση της Γωγώς Αρβανίτη με τον τίτλο «Η δίκη του Ματάν», που αγνοεί τον πικρά ειρωνικό της αρχικής έκδοσης (Τυχερός Άνθρωπος), αλλά ειδοποιεί εξ αρχής ότι πρόκειται για ένα δικαστικό (και όχι μόνο) δράμα.

Επεκτείνοντας τον χαρακτηρισμό του Donkor πρόκειται για την αριστοτεχνική παρουσίαση μιας αληθινής τραγωδίας, που επικεντρώνεται στην ανάδειξη των χαρακτήρων και ιδιαίτερα στις εσωτερικές συγκρούσεις του βασικού της ήρωα, του Ματάν, αφού έτσι κι αλλιώς η εξέλιξη της ιστορίας είναι εξ αρχής γνωστή: στις 9 Σεπτεμβρίου το 1952, ο Μαχμούτ Ματάν απαγχονίστηκε για τον ειδεχθή φόνο της Βάιολετ Βολάκι, νεαρής γυναίκας εβραϊκής καταγωγής που διατηρούσε μαγαζί νεοτερισμών στο λιμάνι το Κάρντιφ. Ο απαγχονισμός του για ένα έγκλημα που πασιφανώς δεν είχε πραγματοποιήσει, αφού στη δίκη που προηγήθηκε δεν προσκομίστηκε ούτε ένα στοιχείο για την ενοχή του, αποτελεί και την τελευταία εκτέλεση θανατικής καταδίκης που πραγματοποιήθηκε στην Ουαλία.  

Το μυθιστόρημα συμπυκνώνει όλα όσα μπορεί να περιγράψει ο όρος προμελετημένο ρατσιστικό έγκλημα, που πραγματοποιείται ως συνισταμένη πολλαπλών προκαταλήψεων μεγάλου αριθμού ατόμων εντελώς διαφορετικών μεταξύ τους, δηλαδή με τη συνέργεια μιας ολόκληρης κοινότητας. Επιπλέον, αυτό ολοκληρώνεται «επισήμως» ως έγκλημα, με  απόφαση της θεωρούμενης ως ανεπηρέαστη από προκαταλήψεις Δικαιοσύνης. Όταν αυτή δικάζει και καταδικάζει τον υποτιθέμενα ένοχο Μουχαμέτ Ματάν, χωρίς ούτε ένα άμεσο και αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο , αλλά με υποθέσεις και έμμεσες μαρτυρίες. Κι όλα αυτά συμβαίνουν, σε μια ευνομούμενη χώρα (Μεγάλη Βρετανία- Ουαλία), θεωρητικά τουλάχιστο, και σε μια εποχή που διατηρεί πρόσφατες τις μνήμες των Γερμανικών στρατοπέδων εξόντωσης. Όπου είχαμε εκατόμβες  νεκρών ακριβώς λόγω ρατσιστικών και ιδεολογικών προκαταλήψεων σε σχέση με το θρήσκευμα, τη φυλή και την ιδεολογία. Λίγα χρόνια μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη μεγάλη Νίκη των αντιναζιστικών κρατών και της Μεγάλης Βρετανίας ανάμεσά τους, νίκη στην οποία συνέβαλαν αποφασιστικά και άνθρωποι με το χρώμα του δέρματος και τη θρησκεία του Ματάν (μωαμεθανός).

Σκηνικό του δράματος που μας περιγράφει η Nadifa Mohamed είναι το Τάιγκερ Μπέι, όπως ονομάζεται τοπικά η περιοχή που περιλαμβάνει την συνοικία του Μπιουτάνουν, το λιμάνι και τις αποβάθρες του Κάρντιφ. Βρισκόμαστε στο 1952 και στη περιοχή συνωστίζονται μετανάστες από όλες τις γωνιές της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και κυρίως από την Ινδία και την Αφρική, με περαστικούς έγχρωμους ναυτικούς, μέλη της εβραϊκής κοινότητας και φτωχούς γηγενείς Βρετανούς. Η συμβολή των εγχρώμων και αλλόθρησκων Μουσουλμάνων και Εβραίων στη Νίκη έχει γρήγορα λησμονηθεί και οι τοπικές εφημερίδες πυρπολούν τα ρατσιστικά στερεότυπα ζητώντας «να φύγουν όλοι αυτοί που μας παίρνουν τις δουλειές μας». Συχνά πυκνά πραγματοποιούνται ρατσιστικές επιθέσεις σε μαγαζιά «ξένων», όπως κι αυτό που διατηρεί το θύμα του φονικού στο λιμάνι.

Ανάμεσα σ΄ αυτό το συνονθύλευμα ανθρώπων, η μοίρα και η Ιστορία έχει «ξεβράσει» στο λιμάνι και τον πρωταγωνιστή της ιστορίας, τον Μαχμούτ Ματάν. Ο Σομαλός θερμαστής προκαλεί την «κοινή γνώμη» και για μια σειρά επιπλέον λόγους. Πρώτον, έχει παντρευτεί και αποκτήσει παιδιά με μια λευκή Βρετανίδα, την Λόρα. Ο γάμος τους μπορεί να μην άντεξε τόσο λόγω της σκληρής πραγματικότητας της εποχής όσο και λόγω της επιπόλαιας συμπεριφοράς του Ματάν, αλλά η σχέση και η ύπαρξη των μιγάδων γιών του προκαλεί σαφώς το «αίσθημα» και τα ρατσιστικά αντανακλαστικά του ευρύτερου περιβάλλοντος. Στο σημείο αυτό αξίζει να υπογραμμιστεί ότι η συγγραφέας δεν επικαλείται στο μυθιστόρημα ανοιχτά το ρατσιστικό στίγμα. Όλα όμως όσα περιγράφονται το υποδεικνύουν με τέχνη και μάλιστα συμβάλουν στην ποιότητά του ως κείμενο, αφού εντέχνως αποφεύγεται η μετατροπή του μυθιστορήματος σε αντιρατσιστική μπροσούρα, μένοντας στα καθαρά λογοτεχνικά του στοιχεία (εξαντλητική περιγραφή χαρακτήρων, συναισθημάτων, σκέψεων κλπ.). Δεύτερον, ο Ματάν δεν είναι «καλό παιδί». Μικροκλεφτάκος, τζόρας, εθισμένος στον τζόγο, πρακτικά πολύ μακριά από τη θρησκεία του και τα κελεύσματά της, έχει προκαλέσει τη μήνιν της κοινότητάς του, ενώ αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην επιστροφή του στο επάγγελμά του θερμαστή και στην παραμονή του στο Καρτνίφ, ώστε να βλέπει τους γιούς του και την αγαπημένη του Λόρα. Τρίτον, είναι ένας ακόμα «ξένος», που δυσκολεύεται με τη γλώσσα και δεν δείχνει σημάδια επιθυμίας για «πλήρη ένταξη», βλέπε αφομοίωση, στην Ουαλική κοινωνία.

Με δυο λόγια, ο Μοχάμετ Ματάν είναι ένας «δύσκολος» μαύρος, αλλά δολοφόνος δεν είναι. Για όλα αυτά που είναι, όμως, και ενοχλούν πολλούς θα σταθεί πρακτικά αδύνατο να βρει στηρίγματα και υποστηρικτές στη δίκη. Επιπλέον, ως άνθρωπος είναι τόσο υπερήφανος που κατά τη διάρκειά της, θα προτιμήσει να αφεθεί στην κρίση των δικαστών σχετικά με την αθωότητά του ή μη, πιστεύοντας ότι δεν υπάρχει κανένα χειροπιαστό στοιχείο για την ενοχή του, παρά να αποκαλύψει το πραγματικό του άλλοθι να σωθεί μεν αλλά και να εκταθεί ανεπανόρθωτα στα μάτια της αγαπημένης του Λόρας.

Η Nadifa Mohamed ούτε στιγμή δεν περιγράφει τον Μαχμούτ Ματάν ως ένα «φτωχό μαύρο» που έπεσε θύμα, αλλά τον φωτογραφίζει στην κυριολεξία ως αυτός που ήταν, προσθέτοντας στις παραπάνω «ιδιότητες» την υπερηφάνεια γι’ αυτό που είναι και έναν άτυπο κώδικα ηθικής και εμπιστοσύνης του προς του τρίτους και τη χώρα που τον φιλοξενεί και τον πρόδωσε. Ίσως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο πατέρας της Mohamed γνώριζε προσωπικά τον Μοχάμετ, εξάλλου ήταν συμπατριώτες. Συνεπώς η Mohamed, πέρα από το γεγονός ότι είναι μεγάλη συγγραφέας, γνωρίζει σε βάθος τον τρόπο σκέψης και τους κώδικες ηθικής των συμπατριωτών της μεταναστών. Εξάλλου, όλες οι αναδρομές στην παιδική ηλικία του ήρωα, που ενσωματώνει στο κείμενό της ώστε να φωτίσει πέρα από την ιστορία του και πλευρές του χαρακτήρα και του τρόπου που σκέφτεται, είναι εμφανές ότι είναι αποτέλεσμα πολύ καλής γνώσης της περιοχής και του περιβάλλοντος που αυτός μεγάλωσε.

Για όλους τους προηγούμενους  λόγους, η Δίκη του Ματάν δεν είναι απλά ένα δικαστικό δράμα ή η περιγραφή μιας δικαστικής πλάνης. Εξάλλου, όπως μας πληροφορεί η συγγραφέας στον επίλογο του μυθιστορήματος, «η καταδίκη του Μαχμούτ κρίθηκε επισφαλής και αναιρέθηκε σαράντα έξι χρόνια μετά την εκτέλεσή του», μετά από προσφυγή της Λόρας και των γιών του Ομάρ και Μέρβιν Ματάν στην Ανεξάρτητη Επιτροπή Επανεξέτασης Εγκλημάτων. Αποτελεί μνημείο ρατσιστικής προκατάληψης και συνενοχής μιας ολόκληρης κοινότητας, καθώς και των επίσημων κρατικών θεσμών (αστυνομία, δικαιοσύνη, εκλεγμένοι αντιπρόσωποι του λαού) ως πράξη. Και ως βιβλίο υπόδειγμα μυθιστορήματος που αναφέρεται σε ένα πραγματικό γεγονός, πετυχαίνοντας εξαιρετική αναλογία μεταξύ των γεγονότων και τις διακριτικής ευχέρειας της συγγραφέως να ανασυνθέτει τον ψυχισμό και τον τρόπο σκέψεις πραγματικών προσώπων. Δεν είναι τυχαίο ότι στο τέλος του μυθιστορήματος κι όταν πλέον ο Ματάν βρίσκεται στο κελί του και περιμένει τη δίκη και μετά την εκτέλεσή του στρέφεται στη θρησκεία του. Ποιος, αυτός ο «άθεος μουσουλμάνος». Εξάλλου, ποιος δεν λυγίζει μπρος στον επικείμενο θάνατό του και δεν αναζητά από κάπου να πιαστεί;

Υ.Γ. Κλείνοντας το βιβλίο ο νους μου πήγε σ΄ ένα δικό μας τρόφιμο των λιμανιών του Κόσμου, που ταξίδευε τις θάλασσες και σύχναζε στα καπηλειά και στα μπουρδέλα των λιμανιών, σαν του Κάρντιφ, τον Νίκο Καββαδία. Μπορεί να μην είχε συναντηθεί ποτέ με τον Ματάν – αλήθεια ποιος μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα – αλλά είναι βέβαιο πως είχε γνωρίσει έναν κοντοπατριώτη του, που ήταν θερμαστής όπως κι ο Μοχάμετ, τον Γουίλι. Γι’ αυτόν έγραψε το γνωστό ποίημα, που η μουσική του Θάνου Μικρούτσικου έκανε κτήμα της νεότερης κουλτούρας μας και αναπόσπαστο μέρος της:       

Ο Γουίλι ο μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί

όταν από τη βάρδια του τη βραδινή σχολούσε

στην κάμαρά μου ερχότανε γελώντας να με βρει

κι ώρες πολλές για πράγματα περίεργα μου μιλούσε

Μου `λεγε πώς καπνίζουνε στο Αλγέρι το χασίς

και στο Άντεν πώς χορεύοντας πίνουν την άσπρη σκόνη

κι έπειτα πώς φωνάζουνε και πώς μονολογούν

όταν η ζάλη μ’ όνειρα περίεργα τους κυκλώνει

Μου `λεγε ακόμα ότι είδε αυτός μια νύχτα που `χε πιει

πως πάνω σ’ άτι εκάλπαζε στην πλάτη της θαλάσσης

και πίσωθε του ετρέχανε γοργόνες με φτερά

σαν πάμε στ’ Άντεν μου `λεγε κι εσύ θα δοκιμάσεις

Εγώ γλυκά του χάριζα και λάμες ξυραφιών

και του `λεγα πως το χασίς τον άνθρωπο σκοτώνει

και τότε αυτός συνήθιζε γελώντας τρανταχτά

με το `να χέρι του ψηλά πολύ να με σηκώνει

Μες στο τεράστιο σώμα του είχε μια αθώα καρδιά

κάποια νυχτιά μέσα στο μπαρ Ρετζίνα στη Μαρσίλια

για να φυλάξει εμένα από έναν Ισπανό

έφαγε αυτός μια αδειανή στην κεφαλή μποτίλια

Μια μέρα τον αφήσαμε στεγνό απ’ τον πυρετό

πέρα στην Άπω Ανατολή να φλέγεται να λιώνει

θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ

και δώσ’ του εκεί που βρίσκεται λίγη απ’ την άσπρη σκόνη

Είθε κι ο Μοχάμετ Ματάν, εκεί που βρίσκεται πια, να έχει αυτό που επιθυμούσε πιο πολύ τις τελευταίες μέρες της σύντομης και βασανισμένης ζωής του: την επανένωση με την αγαπημένη του Λόρα και τους γιούς του Ομάρ και Μέρβιν.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular