Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Η εκδίκηση είναι δική μου, Marie Ndiaye, Εκδόσεις Πόλις

 

«Τι ήταν γι’ αυτήν ο Ζιλ Πρενσιπό;»

 

Για την κυρία Σιζάν, την ηρωίδα του μυθιστορήματος της Marie Ndiaye (Γαλλία, 1967), ο Ζιλ Πρενσιπό ενσαρκώνει ένα σύστημα αρχών. Το επίθετό του παραπέμπει στη γαλλική λέξη «principe», που στον ενικό σημαίνει την «αρχή» και στον πληθυντικό τις «ηθικές αρχές». Επίσης, δεδομένης της σημασίας του ονόματος στη μυθοπλασία, ας έχουμε υπόψη μας ότι το επώνυμο Πρενσιπό είναι ομόηχο του επιθέτου «principal» στον πληθυντικό («principaux»), που μπορεί να αποδοθεί σαν «ο κυριότερος». Στην πρώτη σελίδα ο Ζιλ Πρενσιπό μπαίνει στο δικηγορικό γραφείο της κυρίας Σιζάν για να της ζητήσει να αναλάβει την υπεράσπιση της γυναίκας του της Μαρλίν, η οποία κατηγορούνταν για τη δολοφονία των τριών παιδιών τους. Η κυρία Σιζάν νιώθει να υποφέρει. Ο άντρας απέναντί της της θύμιζε ένα αγόρι, που είχε γνωρίσει πριν από τριάντα δύο χρόνια, όταν ήταν δέκα ετών. Το είχε συναντήσει μία και μοναδική φορά, ένα μακρινό, μαγικό απόγευμα. Χάρη σε εκείνο το αγόρι είχε γίνει δικηγόρος. Τι, όμως, ακριβώς είχε συμβεί στο δωμάτιο του αγοριού; Ήταν μια στιγμή μαγική ή, αντιθέτως, έφερε το στίγμα μιας ανεξίτηλης προσβολής; Η κυρία Σιζάν είχε δεχτεί τα μάγια της αγνής χαράς, είχε εισδύσει σε ένα «γαλατόδασος», σε έναν «νεραϊδόκοσμο» ή είχε εισέλθει ανεπίστρεπτα σε μια κόλαση;

Το αγόρι είχε πράγματι αναδείξει τη λανθάνουσα αυτοπεποίθησή της, επαινώντας την ευχέρεια του λόγου της ή την είχε υποβάλει σε μια απηνή κακομεταχείριση στα όρια της κακοποίησης; Τα ερωτήματα μένουν αναπάντητα, μετέωρα μεταξύ ασάφειας και εικασίας, στο χείλος της αμφιβολίας, διατρέχοντας το μυθιστόρημα μέχρι το τέλος. Ο Ζιλ Πρενσιπό δεν διαθέτει αυτούσια υπόσταση. Υποστασιοποιεί τον δεοντολογικό κώδικα που ορίζει την ψυχοσύσταση της κυρίας Σιζάν. Υπό ένα άλλο πρίσμα, ο Ζιλ Πρενσιπό είναι αποκύημα των δεινότερων δαιμονίων τόσο της κυρίας Σιζάν όσο και της Μαρλίν Πρενσιπό.

Η κυρία Σιζάν υπερασπίζεται με αμφιθυμία την ανάμνησή της. Αφενός θέλει να προφυλάξει τη μνήμη της από μια ετεροχρονισμένη επιφυλακτικότητα και αφετέρου αγωνιά μήπως η θέλησή της να υπερασπίζει την αθωότητα εκείνου του απογεύματος, συγκάλυπτε κάτι το απαίσιο, το ανομολόγητο. Τι ήταν γι’ αυτήν ο Ζιλ Πρενσιπό στα δέκα της χρόνια; Ένα αγόρι που την είχε καλέσει στο δωμάτιό του, ενόσω η μητέρα της σιδέρωνε τα ρούχα της οικογένειας Πρενσιπό. Την είχε ενθαρρύνει να εκφραστεί, την είχε επαινέσει, την είχε αξιολογήσει θετικά. Η δεκάχρονη κυρία Σιζάν είχε περάσει με άριστα τη δοκιμασία. Το αγόρι θα ήταν σίγουρα υπερήφανο «που είχε οδηγήσει χωρίς μεγάλο κόπο αυτό το κοριτσάκι να γνωρίσει τον εαυτό του ή να διακρίνει πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί». Προσκαλώντας την στο δωμάτιό του και παραινώντας την να μιλήσει, το αγόρι την είχε γλιτώσει από το κοινωνικό πεπρωμένο που εγκυμονούσε η μητέρα της. Και η τελευταία είχε υποδεχθεί με χαρά και ευγνωμοσύνη αυτή τη λυτρωτική δραπέτευση. Μετά από τριάντα δύο χρόνια η κυρία Σιζάν άκουγε ακόμη τη μητέρα της να τη σπρώχνει προς εκείνο το δωμάτιο.

«Πήγαινε (υπάκουσέ τον), ακολούθησε αυτό το αγόρι που είναι πιο μορφωμένο απ’ όσο δεν θα γίνουμε ποτέ ο πατέρας σου κι εγώ, και κοίτα αχόρταγα τους τοίχους αυτού του δωματίου όπου σίγουρα κρέμονται αξιόλογα έργα, κοίτα τα ράφια όπου πρέπει να υπάρχουν βιβλία που δεν τα βρίσκεις στο σπίτι μας, πήγαινε (υπάκουσέ τον, να είσαι ευγενική) για ν’ αρχίσει η δική σου ωφέλιμη μόρφωση, πήγαινε, πήγαινε, φύγε από μας, ξέφυγε από τη δική μας ταπεινή επιρροή (υπάκουσέ τον, να είσαι ευγενική)!»

Από την αρχή του βιβλίου η κυρία Σιζάν σκέφτεται τον Ζιλ Πρενσιπό σε συνάρτηση με το αξιακό σύστημα της μητέρας της, λες και η ενήλικη ζωή της ήταν κάποιου είδους συναίνεση σε δικές τους προτροπές και προσδοκίες. Η κυρία Σιζάν αγαπούσε τη μητέρα της, όπως αγαπούσε και την ανάμνηση του αγοριού. Και οι δύο αγάπες τής ήταν αφόρητες, δυσβάσταχτες, στην καρδιά τους σοβούσε ανείπωτη βία. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι προεξάρχουσα προβληματική του μυθιστορήματος είναι η βία που υφέρπει σε μια αγάπη οιονεί ιδεατή, η φενάκη της ανιδιοτελούς αγάπης. Η κυρία Σιζάν υποφέρει από την αγάπη της για τους γονείς της. Ήταν μια αγάπη δυναστική, γεμάτη κανόνες, κώδικες και απαγορεύσεις, δίχως έλεος ούτε συγχώρεση. Η κόρη δεν είχε δικαίωμα να απογοητεύει τους γονείς, να τους ανησυχεί ή να εκλιπαρεί την παρηγοριά και την προστασία τους. Όφειλε να τους κρατά μακριά από τη σκληρότητα, την ωμότητα της πραγματικότητας, να τους προφυλάσσει από τις στενοχώριες της αληθινής ζωής. Και την ίδια στιγμή εξοργιζόταν που αυτοί οι αξιαγάπητοι γονείς, καλοί και ευαίσθητοι, εξουθενωτικοί, πράοι αλλά δίχως κατανόηση, ελάχιστα διορατικοί, γαλήνιοι μες στην άγνοιά τους του κακού, δεν άντεχαν το βάρος των φόβων της, της πολύ προσωπικής της οδύνης, που μόνο με εκείνους ήθελε να μοιραστεί. Λαχταρούσε να την παρηγορήσουν, να περιποιηθούν την ψυχή της, να φροντίσουν τις πληγές της. Όμως, τους αγαπούσε πάρα πολύ για να τους εκθέσει στο κακό. Και εκείνη ήταν προορισμένη να πράττει το καλό, πάντα, αυτή η αρχή την κυβερνούσε.

Η κυρία Σιζάν αγαπούσε τους γονείς της τόσο πολύ που θα ήθελε να τους δει νεκρούς, απαλλαγμένους από τόση αγάπη.

«Τους αγαπούσε τόσο πολύ, τόσο οδυνηρά μερικές φορές, που ονειρευόταν, συντετριμμένη, δυστυχισμένη και ένοχη, τον θάνατό τους!»

Όταν η κυρία Σιζάν συλλογιζόταν τους γονείς της, πήγαινε ασυναίσθητα να σταθεί σε ένα νοερό εδώλιο, απ’ όπου επωμιζόταν την υπεράσπισή της. Παρουσίαζε «μια σαγηνευτική εκδοχή του εαυτού της», ενός εαυτού επιτυχημένου, κοινωνικά αναγνωρισμένου και άτρωτου. Υπερασπιζόταν με κατάφωρα ψέματα τον εαυτό της, διατρανώνοντας την παντελή ανάρρωσή της από φόβους, στεναγμούς και αποτυχίες, προκειμένου να αρθεί στο ύψος της αγάπης αυτών των δύο ανθρώπων που αγαπούσε όσο τίποτα στον κόσμο. Με τα ψέματά της εκβίαζε τον σεβασμό τους. Η αυτοεκτίμησή της ζυγιαζόταν με την αγάπη των γονιών της.

«Οι καημένοι οι γονείς της, πόσο εκμεταλλευόταν την εμπιστοσύνη τους!»

Γι’ αυτό μερικές φορές η κυρία Σιζάν σκεφτόταν πως οι γονείς της δεν θα ήταν τόσο κακοί και άδικοι αν και εκείνοι, συντετριμμένοι και ένοχοι, εύχονταν τον θάνατό της.

«Άραγε τους συνέβαινε, μέσα στην απροσμέτρητη αγάπη τους, να εύχονται κάποιες φορές να ξεκουραστούν απ’ αυτή την αγάπη, να εύχονται τον θάνατο της κυρίας Σιζάν;»

Από την άλλη, τόσο ο ενήλικος Ζιλ Πρενσιπό όσο και οι γονείς της αρνούνταν να συμμεριστούν τη σπουδαιότητα της ανάμνησης εκείνου του απογεύματος. Ο Ζιλ Πρενσιπό έκανε σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά, η μητέρα της αδυνατούσε να θυμηθεί το όνομα της οικογένειας που είχε σιδερώσει τα ρούχα τους, ενώ ο πατέρας της ήταν βέβαιος πως κάτι κακό είχε συμβεί στο δωμάτιο του αγοριού. Ήταν σαν όλοι τους να απέρριπταν μια ζωτική έκφανση του εαυτού της, την οποία η κυρία Σιζάν περιέβαλλε άλλοτε με ευφροσύνη κι άλλοτε με μίσος, περίτρομη και συγχυσμένη.

Μήπως, αντίθετα απ’ ό,τι θυμόταν, είχε απογοητεύσει το αγόρι και εκείνο την έδιωξε θυμωμένο από το μαγικό του δωμάτιο;

«[…] ξαναείδε αιφνίδια αυτό τον νεαρό που τον είχε εκπλήξει με τα λεγόμενά της, με τη λάμψη της αναστατωμένης εξυπνάδας της, τον ξαναείδε να της δείχνει την πόρτα με μια περιφρονητική χειρονομία, την πόρτα εκείνου του μαγικού δωματίου που της είχε επιτρέψει να το γνωρίσει και απ’ όπου την έδιωχνε με περιφρόνηση χωρίς εκείνη να μπορεί να θυμηθεί γιατί».

«Ωστόσο, αν υπήρχε αντίφαση, εκείνη δεν ήταν η μόνη υπεύθυνη;»

Η κυρία Σιζάν δεν ξέρει αν πρέπει να υπερασπιστεί την ανάμνηση του αγοριού ή να υπερασπιστεί τον εαυτό της έναντι του αγοριού. Άραγε, την είχε τιμωρήσει για κάτι, μήπως είχε κατηγορίες να της απευθύνει ή μήπως ήταν εκείνη που όφειλε να τον τιμωρήσει, να πάρει την εκδίκησή της για την προσβολή που ίσως είχε υποστεί; Εν ολίγοις, δεν μπορούσε να πει αν ήταν αθώα ή ένοχη. Στο νοερό της εδώλιο άλλοτε απολογούνταν και άλλοτε κατηγορούσε.

«Γιατί θεωρούσε τόσο σημαντική εκείνη την πρώτη, φευγαλέα, συγκεχυμένη εντύπωση, γιατί της φαινόταν ότι έπρεπε να μένει πιστή σ’ αυτήν, σε ένδειξη αφοσίωσης προς το μικρό κοριτσάκι του παρελθόντος, ακόμα κι αν εκείνη, η μικρή Σιζάν, δεν είχε υποστεί την παραμικρή κακομεταχείριση στο δωμάτιο του Πρενσιπό;»

Στις πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος η Marie Ndiaye κάνει μια σημαντική επισήμανση για την ιδιοσυστασία της ηρωίδας. Εντός παρενθέσεως τονίζει ότι η κυρία Σιζάν «είχε την τάση να θυμάται αιωνίως ό,τι δεν υπήρχε λόγος να θυμηθεί και να απαλείφει τις πιο ευχάριστες αναμνήσεις».

Στο δωμάτιο του έφηβου Πρενσιπό, μέσα από μια «μοναδική αντιπαράθεση», μια «ιδιόμορφη μάχη», είχε γεννηθεί η κυρία Σιζάν, μια γυναίκα που είχε απαλείψει από την προσωπικότητά της το μικρό της όνομα, στον βαθμό που τίποτα το μικρό δεν ήθελε να την ορίζει ή να την περιορίζει. Στον Ζιλ Πρενσιπό απαγορεύει να της απευθύνεται με το μικρό της όνομα, σηκώνοντας αμέσως απέναντί του τις άμυνες του οχυρού της. Θωρακισμένη πίσω από το «κυρία», μπορούσε να αντιστέκεται σε ανύποπτες επιθέσεις και προσβολές.

Συγκλονιστική από δραματουργικής πλευράς είναι μια επόμενη συνάντηση της κυρίας Σιζάν και του Ζιλ Πρενσιπό, όταν εκείνη τον ατενίζει απέναντί της μέσα από το ματωμένο πρόσωπό της. Είχε ένα ατύχημα στον δρόμο και έφτασε στο γραφείο της μες στα αίματα. Στην πρώτη τους συνάντηση ένιωθε μια αόρατη πληγή να της καίει το μέτωπο στη θέα του Ζιλ Πρενσιπό. Τώρα τον κοιτούσε με τα μάτια της υγρά από το αίμα που έτρεχε από το μέτωπό της. Ο Ζιλ Πρενσιπό τής προκαλούσε ακατάσχετη αιμορραγία. Την έγδερνε από κάθε προσωπίδα.

Αυτή την ανάγκη να αίρεται στο ύψος των περιστάσεων, την είχε πρωτονιώσει η κυρία Σιζάν εκείνο το μακρινό απόγευμα μπροστά σε ένα άγνωστο αγόρι. Ήθελε το αγόρι να την αγαπήσει για αυτό που θα μπορούσε να γίνει. Όμως, τώρα; Ποια έπρεπε να είναι μπροστά στον Ζιλ Πρενσιπό, ο οποίος ενδεχομένως ήταν η μετεξέλιξη εκείνου του αγοριού, αλλά δεν την έβλεπε, δεν μπορούσε να τη δει; Τι ακριβώς ήθελε τώρα από εκείνη ο Πρενσιπό; Σε ποια αρχή την καλούσε να ανταποκριθεί; Μα φυσικά στην απαράβατη αρχή της αγάπης. Ο Ζιλ Πρενσιπό αγαπούσε την Μαρλίν, τη γυναίκα του, που είχε σκοτώσει τα τρία παιδιά τους. Πίστευε στην αθωότητά της, στην «αθωότητα» του τρομερού της εγκλήματος, στην «ιερότητα» του κινήτρου της. Την αγαπούσε και ήθελε να παραμείνει πιστός στην αγάπη. Ήταν έντιμος, είχε αρχές, έναν ηθικό κώδικα που ποτέ δεν θα παραβίαζε.

Όταν μιλάει στην κυρία Σιζάν για την οικογενειακή του τραγωδία, ο Ζιλ Πρενσιπό αφηγείται μια ιστορία αγάπης, μια ιστορία ανείπωτης ευτυχίας, «είναι δύσκολο να είσαι τόσο ευτυχισμένος στις μέρες μας», της λέει. Το κρεβάτι, όπου η Μαρλίν είχε αποθέσει τα τρία νεκρά παιδιά, ήταν η «φωλιά της αγάπης» τους, ο «παράδεισος». Ο ίδιος αγαπούσε τα παιδιά του με «μια αγάπη τρυφερή, ανεκτική, θα την έλεγα ακόμη απέραντη – ναι, κανένα όριο στην αγάπη μου γι’ αυτά, καταλαβαίνετε». Παράλληλα, όντας «ένας ιδανικός μπαμπάς», ανησυχούσε πως αναπόφευκτα τα παιδιά του κάποια στιγμή θα τον απογοήτευαν, «με κάποια ανοησία, μια ανυπακοή», καταπατώντας «τους κώδικες της οικογενειακής αγάπης». Γι’ αυτό τα είχε μάθει να τον αγαπούν και να τον φοβούνται με την ίδια ένταση. Ήταν πολύ υπερήφανος που τα παιδιά του δεν τον αγαπούσαν απλώς, αλλά και τον φοβούνταν. Βέβαια, θα προτιμούσε να μην τα είχε, να μην ήταν διαρκώς ανήσυχος για τους κώδικες της οικογενειακής αγάπης και τους άπειρους τρόπους αθέτησής της.

«Ναι, ήμουν ένας πατέρας που αγαπούσε και τον αγαπούσαν, νομίζω ότι μπορώ να το δηλώσω χωρίς αλαζονεία. Ένας πατέρας, ωστόσο, που θα προτιμούσε να μη γινόταν ποτέ πατέρας».

Ο Ζιλ Πρενσιπό δεν αγαπούσε ασφαλώς μόνο τα παιδιά του, αλλά και τη γυναίκα που τα γέννησε και τα σκότωσε. Αγαπούσε τη Μαρλίν διότι ήταν υπεύθυνος για αυτήν. «Ω την αγαπώ, βεβαίως! […] Αγαπώ τη γυναίκα μου, είναι η γυναίκα μου και είμαι υπεύθυνος γι’ αυτήν, έχω υποχρεώσεις απέναντί της, είναι η γυναίκα μου για το καλύτερο και το χειρότερο. Ζούμε το χειρότερο, έτσι είναι. Την αγαπώ, δεν θα την εγκαταλείψω, ίσως την αγαπώ περισσότερο και καλύτερα απ’ ό,τι πριν. Η αγάπη μου είναι ιερή, ακλόνητη».

Μετά τον θάνατο των παιδιών και την απόθεση των σορών τους πάνω στο κρεβάτι, ο Ζιλ Πρενσιπό θεωρούσε εκείνο το δωμάτιο «ιερό». Σκοτώνοντας τα τρία παιδιά, η Μαρλίν είχε μετατρέψει το «χωρίς ιστορία σπίτι» τους και τη «χωρίς ιστορία ζωή» τους σε κάτι αφάνταστα σημαντικό, μοναδικό και ασύγκριτο, το οποίο απαιτούσε την ολοκληρωτική αφοσίωση του Ζιλ Πρενσιπό. Και η ίδια είχε μεταμορφωθεί από μια ασήμαντη, βαρετή γυναίκα σε σκοτεινή ηρωίδα, που άξιζε τον απόλυτο σεβασμό του άνδρα της.

«Ποια πρέπει να είμαι απέναντι σ’ αυτό τον άνδρα;»

Η κυρία Σιζάν έβρισκε τον Ζιλ Πρενσιπό «αγαθό και πανούργο, αφελή και κατεργάρη». «Καμιά συμπεριφορά του δεν ήταν η πρέπουσα». Χαμογελούσε πολύ, έδειχνε άνετος και ψυχρός, δεν έκλαιγε, δεν σπάραζε από οδύνη, δεν ήταν αρκούντως συγκινημένος. Δεν έπειθε, «αντιδρούσε με ασυνήθιστο τρόπο στο γεγονός που υποτίθεται πως έπρεπε να έχει συντρίψει την ύπαρξή του». Δεν φαινόταν συντετριμμένος. Αλλά και πάλι, ποια είναι η δέουσα όψη του πένθους; Πώς πενθείς σωστά;

«Και τι σήμαινε “συντετριμμένος”, σε ποιο πειστικό συμπέρασμα να καταλήξει κανείς από τα αδάκρυτα μάτια του Ζιλ Πρενσιπό, τα παράξενα χαμόγελά του μπροστά στις κάμερες, την έκδηλη ευχαρίστησή του όταν μιλούσε για τη φρίκη αυτής της υπόθεσης;»

«Φαινόταν παραδόξως χαρούμενος, ενθουσιασμένος, ευχαριστημένος με τον εαυτό του, έπειτα δακρυσμένος όποτε του ζητούσαν να φανεί συγκινημένος, αναστατωμένος, αλλαγμένος, και τα δάκρυά του ή η υποψία δακρύων έμοιαζαν ψεύτικα γιατί παρίστανε πολύ άσχημα αυτό που δεν αισθανόταν: συγκινημένος, αναστατωμένος, αλλαγμένος».

«Είμαι ένα θύμα ήρεμο και με κατανόηση», λέει ο Ζιλ Πρενσιπό στην κυρία Σιζάν.

Θα χρειαστεί να τον συναντήσει αρκετές φορές και να αναρωτηθεί αρκετά για τα ανάρμοστα χαμόγελά του μπροστά στις κάμερες, μέχρι να υποπτευθεί η κυρία Σιζάν τι ενδεχομένως σήμαινε αυτή η παρεξηγημένη στάση του.

«Ήταν, της ήρθε αίφνης η ιδέα, το ατυχές αντανακλαστικό της συστολής, η αδέξια επίδειξη της άποψής του για την ευπρέπεια, σύμφωνα με την οποία δεν έπρεπε να εκδηλώνεις ούτε τον πόνο ούτε τον θυμό σου».

Η υπόθεση της δολοφονίας των τριών παιδιών συνιστά ένα υποκεφάλαιο στην προσωπογραφία της κυρίας Σιζάν. Εξεικονίζει από μια άλλη γωνία τη βιαιότητα της αγάπης που μαίνεται στο μυαλό της. Καθ’ ομολογίαν της, η Μαρλίν Πρενσιπό είχε σκοτώσει τα παιδιά της από αγάπη. Αν η κυρία Σιζάν φιλοδοξούσε να είναι μια κόρη υψηλού επιπέδου, η Μαρλίν είχε «θελήσει να είναι μια μητέρα υψηλού επιπέδου, μια πρωταθλήτρια», υποδειγματική, άριστη. Στο ψυχογράφημα της Μαρλίν, όπως διαγράφεται στον καταπληκτικά αποδοσμένο μονόλογό της, βοά η βία των καλών προθέσεων. Χαμένη, εξαχνωμένη ψυχικά μες στο γλωσσικό της παραλήρημα, η Μαρλίν ομολογεί την αγάπη της για τον Ζιλ Πρενσιπό και τα παιδιά τους. Αγαπούσε τόσο πολύ τον Ζιλ, που σκότωσε και τα τρία της παιδιά για να τον ευχαριστήσει. Ήθελε να του προσφέρει γαλήνη και ηρεμία, την απόλαυση να κάθεται μόνος του στο σαλόνι. Κλεισμένη στο κελί της, γαλήνια και εκείνη στο μικρό της ησυχαστήριο, σκεφτόταν πως ο άντρας της απολάμβανε τη μοναξιά του και δεν νοσταλγούσε καθόλου τα παιδιά. Όπως λέει στην κυρία Σιζάν, «υποφέρει με μια οδύνη που τον ευχαριστεί και τον ανακουφίζει». Τα θύματα της πράξης της ήταν ο Ζιλ και τα παιδιά.

Η Marie Ndiaye υποδηλώνει εύστοχα μια αδιόρατη, πολυδιάστατη ταύτιση ανάμεσα στην κυρία Σιζάν και τη Μαρλίν. Και οι δύο αγάπησαν τον Ζιλ Πρενσιπό, μια εκδοχή του τουλάχιστον που καταπράυνε μύχιες αγωνίες τους, πρωτίστως την κοινή τους αγωνία να αποδεικνύονται αρεστές και άξιες. Και οι δύο προσπαθούσαν να κάνουν πάντοτε το καλύτερο που μπορούσαν. Και οι δύο θέλησαν να ευχαριστήσουν τον Πρενσιπό, ελπίζοντας στην επιβράβευσή του. Η Μαρλίν αγαπούσε τόσο τον Ζιλ, που ήθελε να τον αποφορτίσει από το βάρος της φροντίδας τριών παιδιών. Υποψιαζόταν πως ο άντρας της δεν άντεχε τα παιδιά, τη φασαρία και την αναστάτωση που προκαλούσαν. Έτσι, ένα πρωί αποφάσισε να τον απαλλάξει διά παντός από την ακαταστασία τους και τις ενοχλήσεις τους.

Ανατριχιάζει ο ελλειπτικός, έμφοβος και ταραχώδης, διάστικτος από χασμωδίες μονόλογος της Μαρλίν, όταν αναφέρεται στην ήρεμη παράδοση του μεσαίου της, τετράχρονου γιου, καθώς τον έπνιγε στο νερό της μπανιέρας. Ήταν, λέει στην κυρία Σιζάν, «ένα μικρό αγοράκι τόσο υπάκουο», που «έδειχνε τόση εμπιστοσύνη», που «ήταν τόσο πρόθυμο να φερθεί σωστά», που «συγκατατέθηκε στην πράξη». Σαν ο γιος που κατανοούσε και ανταπέδιδε την αγάπη της μητέρας του, να ήθελε να την ευχαριστήσει μην φέρνοντας καμία αντίρρηση και αντίσταση στον θάνατό του. Και η μητέρα τον έπνιξε, ψιθυρίζοντάς του «λόγια αγάπης».

Αντιθέτως, ο πρωτότοκος, έξι ετών, δεν αποδέχθηκε τον θάνατό του, αντιστάθηκε με λύσσα στη βούληση της μητέρας του, μολονότι καταλάβαινε πως ήταν το αγαπημένο της παιδί. Η Μαρλίν θυμάται με απόγνωση να παλεύει με τον πρωτότοκο γιο της μες στη μπανιέρα. Νόμιζε ότι η αγάπη της γι’ αυτόν και η δική της θέληση θα εκμηδένιζαν το ένστικτο της επιβίωσης.

Ίσως, πάλι, ο πρωτότοκος τελικά να φοβήθηκε και εκείνος μήπως στενοχωρήσει τη μητέρα του και να κατένευσε στον θάνατό του μετά από μια άνιση πάλη. Η Μαρλίν ήξερε πως τα παιδιά της την αγαπούσαν με μια αγάπη σύμμεικτη με φόβο και ανησυχία. «Αλλά πάντα ήθελαν ό,τι ήθελε η μαμά, αλλά φοβούνταν μήπως δεν μου αρέσουν, μήπως με στενοχωρήσουν». Ο μεγαλύτερος γιος της, ο πολυαγαπημένος, συνέχεια τη ρωτούσε: «Είσαι καλά μαμά;» και εκείνη τον καθησύχαζε με πολλά φιλιά, θέλοντας να κρύψει την ταραχή που την τυραννούσε, «μια ταραχή μέσα στο άγριο μυαλό μου και μέσα στην πικρή πικρή πικρή καρδιά μου».

Η Μαρλίν, η οποία πίστευε πως ήταν «μια μητέρα που άγγιζε την τελειότητα», φτάνει στο σημείο να ισχυριστεί πως ο θάνατος ήταν ό,τι καλύτερο κατάφερε να προσφέρει στα παιδιά της. Γι’ αυτό είχε φροντίσει να τα σκοτώσει δίχως να τους κάνει κακό, δίχως να πληγώσει τα σώματά τους. Ήθελα, λέει στην κυρία Σιζάν, «να μην κάνω κακό σε κανένα».

«Είπε ότι είχε πάρει πληροφορίες από το ίντερνετ: ο πιο σίγουρος τρόπος να τα εξοντώσει (“να τα στείλει στον ουρανό”, έλεγε) δίχως να φθείρει το σώμα τους ήταν ο πνιγμός».

Η Μαρλίν είχε την εντύπωση πως έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε, διότι πίστευε πως σκοτώνοντας τα παιδιά της τα γλίτωνε από μια προδικασμένη συμφορά. Και αυτή η συμφορά θα ήταν λιγότερο οδυνηρή αν προερχόταν από την ίδια. Ως υποδειγματική μητέρα δεν έπαυε να ανησυχεί για το κακό που από στιγμή σε στιγμή τα ζύγωνε. Γι’ αυτό μια μέρα, στο απόγειο της μητρικής της ανησυχίας και της ανιδιοτελούς αγάπης της, τα έπνιξε στη μπανιέρα, αναλαμβάνοντας εκείνη, που τα αγαπούσε όσο τίποτα στον κόσμο, να κάνει πράξη το κακό που σίγουρα τα παραμόνευε. Βυθίζοντάς τα στο βρώμικο νερό της μπανιέρας, ήξερε «ότι είχε φτάσει εκείνη η στιγμή που η σκέψη της με τρόμαζε από τότε που γεννήθηκαν αλλά τότε ναι ήξερα. Αλλά σκεφτόμουν αλλά σκεφτόμουν έγινε τέλειωσε και η δυστυχία μπαίνει στο σπίτι μας για πάντα».

«Αλλά τον κ. Πρενσιπό έπρεπε να πνίξω στο βρώμικο νερό του μπάνιου».

Η ομολογία της Μαρλίν ενέχει ένα λοξό «κατηγορώ» εναντίον του άντρα της, που κορυφώνεται με την παραπάνω δήλωση. Αισθανόταν ότι τον είχε απογοητεύσει και αυτή η ενοχή πυράκτωνε ένα άφατο μίσος. Αλλά ούτε που διανοούνταν να του φανερώσει «το μέγεθος του μίσους» της, διότι «δεν επιθυμώ καθόλου να τον πληγώσω», ο κύριος Πρενσιπό «είναι ένας άγιος, ναι». Αξίζει να προσεχθεί πως η Μαρλίν αναφέρεται συχνά στην «αγιοσύνη» του Ζιλ Πρενσιπό. Ο άγιος που αγάπησε όχι μόνον δεν έδειχνε έλεος, αλλά φρόντιζε να της υπενθυμίζει κάθε μέρα τις υστερήσεις της, την ανικανότητά της να διατηρεί το σπίτι τους «σε απόλυτη τάξη». Ήταν μνησίκακος, αλλά κυρίως δυσαρεστημένος, απρόσιτος σε μια «ανεκδήλωτη δυσαρέσκεια». Την καθιστούσε υπόλογη για προδοσία, για αμέλεια των καθηκόντων της, για διασάλευση της οικιακής αρμονίας, για καταπάτηση της οικογενειακής δεοντολογίας, του «κώδικα ηθικής». Την έκανε να τον φοβάται, να παραμερίζει την κρίση της για χάρη της δικής του, την έκανε να σκέφτεται ότι κάθε της ιδέα ή άποψη διέτρεχε τον κίνδυνο της «ρήτρας ανεπάρκειας». Η δολοφονία των παιδιών της ήταν για τη Μαρλίν η μόνη εκδίκηση που αναλογούσε στην ταπείνωσή της, την ατίμασή της. Μες στο κελί αισθανόταν ευχαριστημένη, ήρεμη, «απελευθερωμένη επιτέλους από την παντογνώστρια ματιά του»· «δεν χρειάζεται πια να σκέφτομαι την ικανοποίηση κανενός».

Βέβαια, πιθανότατα η Μαρλίν να ήθελε να είχε μείνει εκείνη και όχι ο Ζιλ, μόνη και ήσυχη στο σαλόνι του σπιτιού, δίχως σύζυγο και παιδιά, αλλά και δίχως έγκλημα και τιμωρία. «[…] τον είχε μισήσει τελικά, είχε ευχηθεί να τον δει να πεθαίνει μαζί με τα παιδιά τους χωρίς δική της ευθύνη, είχε ευχηθεί να είναι ελεύθερη και αθώα – αν και επέλεξε να βρεθεί ελεύθερη και φρικαλέα ένοχη».

«Αλλά δεν μπορείς να σκοτώσεις τον κ. Πρενσιπό, ούτε στη φαντασία σου».

Τριάντα δύο χρόνια μετά από ένα μαγικό απόγευμα που είχε περάσει στο δωμάτιο ενός αγοριού, η κυρία Σιζάν συνέχιζε να πιστεύει πως εκείνο το αγόρι τής είχε κάνει μάγια. Όταν, όμως, ο Ζιλ Πρενσιπό την επισκέπτεται στο γραφείο της, η ανάμνηση αρχίζει να σκοτεινιάζει, να ραγίζει. Τα μάγια διαλύονται για να αναθάλλουν οι αναθυμιάσεις του μίσους. Κάθε φορά που η κυρία Σιζάν αντίκριζε τον Ζιλ Πρενσιπό, σκότωνε στη φαντασία της την ανάμνηση του αγοριού. Αίφνης το αγόρι γινόταν κακό, την είχε προσβάλει, την είχε ατιμάσει. Τότε το μόνο που απέμενε στο μυαλό της ήταν «ένα σώμα νεκρό στη μνήμη της».

«Θα μπορούσε, αναρωτιόταν δύσθυμη, να έχει αγαπήσει, να της έχει αρέσει ένα τέτοιο πρόσωπο, να έχει επιθυμήσει να διαπρέψει μπροστά του και να δεχτεί τους επαίνους ενός αγοριού που τα χαρακτηριστικά του προσώπου του θα γίνονταν αηδιαστικά, άχρωμα και τόσο συνηθισμένα, όσο τα χαρακτηριστικά του Ζιλ Πρενσιπό;»

Η κυρία Σιζάν και η Μαρλίν ήθελαν να σκοτώσουν τον Ζιλ Πρενσιπό, γιατί τον είχαν φτιάξει τόσο μεγάλο και ιδεώδη στο μυαλό τους, που η εικόνα αυτή τις έβλαπτε, τις συνέθλιβε, τις συρρίκνωνε. Ο θυμός τους για τον Πρενσιπό ήταν απότοκος της αγιοποίησής του από τις ίδιες. Ήταν ένα είδωλο, ένα τοτέμ, τοποθετημένο τόσο ψηλά που τις αφάνιζε. Τους είχε κάνει τιμή, τις είχε διαλέξει, καθεμία για ξεχωριστό σκοπό, και εκείνες τον απογοήτευσαν, τον δυσαρέστησαν. Ήθελαν να τον σκοτώσουν, διότι δεν του συγχωρούσαν την ντροπή τους, την ντροπιασμένη αγάπη τους. Λέει η Μαρλίν: «Αλλά τον ντρέπομαι, αλλά δεν θέλω πια να του ξαναμιλήσω ποτέ». Αν η Μαρλίν είχε προσπαθήσει να μεταμορφώσει το σπίτι της σε ονειρική φωλιά αγάπης, η κυρία Σιζάν είχε προσπαθήσει να μεταμορφωθεί μέσα στο δωμάτιο ενός αγοριού στον καλύτερο εαυτό της. Μέχρι να συναντήσει τον Ζιλ Πρενσιπό, παρέμενε ευλαβικά, αταλάντευτα πιστή στην ανάμνηση του αγοριού.

«Δεν είχε προσφέρει, σ’ εκείνο το δωμάτιο, ό,τι είχε να προσφέρει, για να λεηλατηθεί

«Η λατρεία της δεν γνώριζε ούτε υπολογισμό ούτε ιδιοτέλεια».

Η αντιπάθεια που νιώθει η κυρία Σιζάν για τη Μαρλίν δεν εκπηγάζει από το αποτρόπαιο έγκλημά της, αλλά από αιτίες βαθύτερες και σύνθετες, σύμφυτες με την υποφαινόμενη ταύτισή τους. Την ίδια στιγμή η κυρία Σιζάν, παντοτινή ικέτιδα της καλοσύνης των άλλων, ευγνωμονούσε τη Μαρλίν που την είχε επιλέξει για δικηγόρο της, αναγνωρίζοντας την αξία της, παραγνωρίζοντας τη δικηγορική της ανεπάρκεια.

«Αλλά και πόσο την ευγνωμονούσε που δέχτηκε να είναι εκείνη η δικηγόρος της, εκείνη που ποτέ ώς τώρα δεν είχε αγορεύσει στο κακουργιοδικείο, δεν είχε αποδείξει ποτέ ότι ήταν ικανή να σώσει τον οποιονδήποτε!»

Η ταύτιση της κυρίας Σιζάν με την Μαρλίν δεν είναι μόνο ψυχολογική, αλλά και σωματική. Και οι δύο διαθέτουν ένα ογκώδες, κακόσχημο σώμα, κουβαλούν εξίσου αδέξια και αμήχανα ένα πλεόνασμα σάρκας. Είναι άσχημες και παρ’ όλα αυτά κέντρισαν την προσοχή του Ζιλ Πρενσιπό, ενός όμορφου, λυγερόκορμου άντρα. Μάλιστα, ο πρώην σύντροφος της κυρίας Σιζάν διέθετε επίσης ένα λιγνό, μυώδες σώμα. Ο Πρενσιπό μιλώντας στην κυρία Σιζάν για το σώμα της Μαρλίν, ανέφερε πως δεν τον ένοιαζε πόσο παχύ ήταν, καθώς και ο ίδιος ντρεπόταν για το σώμα του, σημαδεμένο από μια δερματική πάθηση. Η παραδοχή του δεν αναιρεί την πεποίθησή του πως είχε αγαπήσει ένα σώμα κατώτερο αισθητικά από το δικό του.

Μεγαλώνοντας η κυρία Σιζάν διογκώθηκε σε ένα «αλλόκοτο κολοσσιαίο πλάσμα», με σπιθαμιαία αυτοεκτίμηση. Όταν επισκέφτηκε τη Μαρλίν στη φυλακή, δεν απέφυγε να προσέξει το στρουμπουλό σουλούπι της, τη χαλαρή και τροφαντή σάρκα της. Την απωθούσε αυτό το σώμα, που τόσο απελπιστικά έμοιαζε με το δικό της. Ενδεικτική της απώθησής της είναι η δυσκολία της κυρίας Σιζάν να πλησιάσει τη Μαρλίν, δυσκολία τόσο ψυχική όσο και σωματική. Κάθε φορά που έτεινε να την ακουμπήσει, αποτραβιόταν ανακλαστικά. Το χέρι της επιχειρούσε να αγγίξει τη Μαρλίν, αλλά έμενε μετέωρο στα μισά.

«Αισθανόταν […] ότι το χέρι της έμενε ακίνητο, έβλεπε τα πράγματα όπως θα της άρεσε να εξελιχθούν αλλά αναμφίβολα ήξερε ότι ήταν η ίδια, η κυρία Σιζάν, που στεκόταν παγερή και βουβή, πετρωμένη και αμετάκλητα αποδοκιμαστική μπροστά στις συσπάσεις της σάρκας αυτής της γυναίκας που αδυνατούσε απλώς να την αγγίξει».

Η Μαρλίν δεν δυσκολεύεται καθόλου να εντοπίσει το πιο εξόφθαλμο σημείο της ταύτισής τους. Λέει στην κυρία Σιζάν: «Αλλά εγώ δεν είμαι όμορφη γυναίκα αλλά όπως κι εσείς».

Η κυρία Σιζάν φέρει με αμφιθυμία την ασχήμια της. Ενώ ντρέπεται και νιώθει ένοχη για αυτήν, την προτάσσει επιδεικτικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά το μαγευτικό ή φρικτό απόγευμα που πέρασε στο δωμάτιο του αγοριού, πήγε κι έκοψε τα μαλλιά της. Εν είδει αυτοτιμωρίας ή εκδίκησης προς τους γονείς της. Η θαυμαστή κόμη της ήταν ένα παραπέτασμα, ένα ξεγέλασμα της ασχήμιας της. Οι γονείς της αγαπούσαν τα μακριά, λαμπερά μαλλιά της, αλλά δεν έπαυαν να στενοχωριούνται που ήταν ένα άσχημο κοριτσάκι. Κόβοντας τα μαλλιά της, τους υποχρέωνε να βλέπουν μια όψη που αποστρέφονταν, τους ανάγκαζε να θυμούνται αυτό που ξεχνούσαν όταν άλλοτε τη χτένιζαν, ότι ήταν άσχημη.

«Ήξερε, δίχως κανείς να της έχει κάνει σχόλιο για το θέμα, ότι η ανεπανόρθωτη απουσία ομορφιάς σ’ ένα μικρό, πολυαγαπημένο κοριτσάκι δεν μπορεί παρά ν’ απογοητεύει φοβερά τους γονείς».

Και εκείνη φρόντιζε τα μαλλιά της, με «μια φροντίδα εντατική, μανιώδη, υπερβολική, που δεν την κούραζε παρ’ όλα αυτά γιατί το έκανε για εκείνους, για να τους ευχαριστήσει, αλλά και για να της συγχωρήσουν (πράγμα που πέτυχε!) την αναμφισβήτητη έλλειψη ομορφιάς ή για να τους κάνει να την ξεχάσουν».

Άραγε, όταν έκοψε τα μαλλιά της, το έκανε για να τιμωρήσει τους γονείς της, τον Ζιλ Πρενσιπό ή αποκλειστικά και μόνον τον εαυτό της, επισπεύδοντας (όπως η Μαρλίν, σκοτώνοντας τα παιδιά της) την απογοήτευση που πάντοτε επιφύλασσε στους αγαπημένους της;

Ένα πρωί η Μαρλίν έπνιξε τα τρία της παιδιά στη μπανιέρα. Η κυρία Σιζάν νιώθει από τη γέννησή της να την πνίγει η μητέρα της. Κάποια στιγμή, μέσα σε παραζάλη, έχει την αίσθηση πως η μητέρα της τη βυθίζει σε νερό. Μια κραυγή την τυφλώνει: «μητέρα, έλα να με βοηθήσεις!»

«Πνίγομαι, βουλιάζω σε νερό κρύο και βρώμικο, γιατί δεν έρχεσαι να με βοηθήσεις, γιατί πρέπει να παλεύω μ’ εσένα, με την απίστευτη πρόθεσή σου να κρατήσεις το κεφάλι μου μέσα…».

Ο σοβαρότερος λόγος που η κυρία Σιζάν αποστρέφεται τη Μαρλίν αφορά την υποδηλούμενη ταύτισή τους. Ένα σημείο σύγκλισης μεταξύ τους είναι ότι και οι δύο υπήρξαν κόρες που απορρίφθηκαν από το οικογενειακό τους περιβάλλον. Η Μαρλίν αποκόπηκε οριστικά από τη μητέρα της και τις αδελφές της, όταν παντρεύτηκε τον Ζιλ Πρενσιπό. Η κυρία Σιζάν, κρίνοντας πάντα εξ ιδίων, υπέθετε πως η μητέρα τής Μαρλίν είχε επιβλέψει αυστηρά την ανατροφή της, είχε ενθαρρύνει τη χειραφέτηση και την ανεξαρτησία της και εντέλει είχε απογοητευτεί τρομερά που η κόρη της κατέληξε υποχείριο ενός Πρενσιπό, ξεχνώντας τις αυστηρές, απαράβατες μητρικές εντολές, τις επιταγές της διαπαιδαγώγησής της. Ο παράλογος ξεπεσμός της Μαρλίν την είχε πληγώσει ανεπανόρθωτα. Η κυρία Σιζάν, από την πλευρά της, είχε αθέλητα προξενήσει μεγάλο κακό στους γονείς της, με αποτέλεσμα να δεχτεί τη σφοδρή αποδοκιμασία τους, όταν άρχισε να παθιάζεται μετά από τριάντα δύο χρόνια με έναν Πρενσιπό, που η μητέρα της δεν θυμόταν και ο πατέρας της υποπτευόταν για κακοποίηση.

Ας τις εξετάσουμε τώρα σε σχέση με τη μητρική τους υπόσταση. Έχει ήδη σχολιαστεί η παράλογη, έμφοβη αγάπη της Μαρλίν για τα παιδιά της. Η κυρία Σιζάν, από την άλλη, δεν θέλησε ποτέ να γίνει μητέρα κανενός. Ωστόσο, ήταν μια οιονεί μητέρα για τη Λίλα, την κόρη του πρώην συντρόφου της Ρουντί. Η κυρία Σιζάν υπέφερε από μια τρομαγμένη αγάπη για τη Λίλα. Ανησυχούσε τρομερά για την ευημερία του μικρού κοριτσιού. Ήταν ικανή να φτάσει στα άκρα για την ευτυχία της Λίλας. Ταυτόχρονα, μέσα από την αγάπη της για τη Λίλα ανακτούσε την αυτοεκτίμησή της. Η Λίλα ήταν ένα παχουλό, άχαρο κορίτσι και η κυρία Σιζάν ένιωθε υπερήφανη που ήταν ικανή να την αγαπά, διότι καταλάβαινε πόσο δύσκολο ήταν γενικά για τους γονείς να αγαπούν ένα παιδί που σε καμία περίπτωση δεν ήταν τέλειο και κυρίως δεν ήταν όμορφο. Ενδόμυχα λαχταρούσε να την αναγνωρίσουν «ως μητέρα της Λίλας, του μικρού κοριτσιού που δεν ήταν τέλειο, μητέρα υπερφυσική και αφοσιωμένη».

Συνεπώς, ο δεσμός της με τη Λίλα αποκαθιστούσε τη δική της διαταραγμένη σχέση με τους γονείς της. Σε αντίθεση με τους τελευταίους, η κυρία Σιζάν θα ήταν διαρκώς διαθέσιμη να παρηγορήσει και να προστατεύσει αυτό το «ανυπεράσπιστο κοριτσάκι». Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η κυρία Σιζάν αγαπώντας τη Λίλα ως μητέρα υπερφυσική και αφοσιωμένη, συναινούσε στην παράνοια των γονιών της, οι οποίοι είχαν τη στρεβλή πεποίθηση πως το κορίτσι ήταν πραγματική εγγονή τους. Η κυρία Σιζάν, αδυνατώντας να τους επαναφέρει στην οδό της λογικής, ένιωθε πως τους απογοήτευε ξανά.

«Γιατί η Λίλα να μην είναι απλώς το παιδί της μοναχοκόρης τους και του Ρουντί που τον θεωρούσαν γαμπρό τους, γιατί έπρεπε να είναι όλα μπερδεμένα, απογοητευτικά, απαίσια;»

Παρόλο που έβρισκε παράξενη και παράλογη την αγάπη των γονιών της για τη Λίλα, η κυρία Σιζάν, μην αντέχοντας να τους απογοητεύει επανειλημμένα, γινόταν εκθύμως κοινωνός του γονεϊκού παραλογισμού, πιστεύοντας πως εκείνη και μόνον εκείνη ήταν η μητέρα της Λίλας.

«Η Λίλα, όποιο νόημα κι αν έδινε κανείς, ήταν το πολυαγαπημένο της παιδί».

Βέβαια, η αγάπη της για το κοριτσάκι ήταν αξεχώριστη από την αγάπη της για τον Ρουντί, η ευτυχία του οποίου την απασχολούσε σοβαρά. Ήθελε «ν’ αγαπά και να προστατεύει τη Λίλα επειδή νοιαζόταν για την ευτυχία του Ρουντί», την ενδιέφερε, «ω πόσο πολύ, να ευημερεί ο Ρουντί μέσα σε ηρεμία και καλοσύνη, να εξελίσσεται και να ευδοκιμεί με πλούτο και ευδαιμονία».

Όπως η Μαρλίν, η κυρία Σιζάν ήθελε να συμπορεύεται με έναν ευχαριστημένο, ικανοποιημένο «σύζυγο». Νόμιζαν και οι δύο πως η ευτυχία των «παιδιών» τους ήταν το εχέγγυο της ευτυχίας του «συζύγου». Όμως, καμία από τις δύο δεν άντεχε τον σύζυγο που της αναλογούσε. Η Μαρλίν σκότωσε τα παιδιά του αγαπημένου της, ενώ η κυρία Σιζάν οδήγησε συνειδητά στον χωρισμό τη σχέση της με τον όμορφο, λεπτοφυή Ρουντί, μην μπορώντας να ανταποκριθεί στην ιδέα του για την «απόλυτη αγάπη». Την απωθούσαν οι υποχρεώσεις ενός τρελού έρωτα. «Όμως ο Ρουντί ήταν αισθηματίας». Για κάμποσο καιρό «του είχε δώσει κάθε λόγο να φαντάζεται ότι τον αγαπούσε με τον τρόπο που του άρεσε», μέχρι που τον ανάγκασε να τη χωρίσει, συναινώντας στην απόφασή του με ψεύτικα δάκρυα και θλιμμένα λόγια, εκείνα που άρμοζαν στην ευαισθησία του.

Από την άλλη, τόσο η Μαρλίν όσο και η κυρία Σιζάν παρέλυαν από τρόμο μήπως πάθουν κάτι τα «παιδιά» τους. Η πρώτη τα γλίτωσε μια και καλή, πνίγοντάς τα, ενώ η άλλη αγωνιζόταν να προφυλάξει τη Λίλα από φαντασιώδη δεινά. Ο νοσηρός ανορθολογισμός της Μαρλίν αρχίζει βαθμιαία να διαποτίζει την κυρία Σιζάν. Η τελευταία όλο και συχνότερα διέκρινε στο πρόσωπο της Λίλας σημάδια μιας ανεξιχνίαστης κακοπάθειας, μια λύπη αδιαπέραστη, είχε την εντύπωση πως η Λίλα υπέμενε σιωπηλά «κάτι αποκρουστικό», μια φοβερή κακοτυχία, μια ατίμωση. Όμως, τίποτα στη ζωή του κοριτσιού δεν απέπνεε ανησυχία, απόγνωση ή δυστυχία. Το πρόσωπο της Λίλας ήταν μάλλον ανέκφραστο, ένα κοινότοπο ανήλικο κεφάλι.

Η αδυναμία της κυρίας Σιζάν να προστατεύσει τη Λίλα από φασματικές συμφορές, την οδηγεί στον θυμό. Κάποια στιγμή, εξουθενωμένη από όλες τις υποχρεώσεις στις οποίες κατ’ εξακολούθηση αποτύγχανε να ανταποκριθεί, η παρουσία της Λίλας δίπλα της την εξαγρίωσε.

«Υπέφερε τόσο που θα μπορούσε, με μια αντανακλαστική κίνηση, να απομακρύνει τη Λίλα σπρώχνοντάς τη βίαια!»

Την αγαπούσε τόσο πολύ!

«Ωστόσο οι αινιγματικές προσδοκίες της, οι ανεξιχνίαστοι πόθοι της δεν της ζητούσαν να φτάσει στα άκρα;»

Ακόμα και στην περίπτωση της Λίλας, η οποία υποτίθεται ότι βρισκόταν έκθετη σε κάθε λογής κινδύνους, η κυρία Σιζάν γρηγορεί για τη στιγμή όπου το κακό θα είχε πλέον ενσκήψει, προετοιμάζοντας την απολογία της, στο κέντρο της οποίας τοποθετεί την αναντίρρητη αλήθεια πως ήθελε πάντα το καλύτερο για εκείνη.

«Έπιασε τον εαυτό της να ξεχωρίζει επιμελώς τις λέξεις αυτής της κοινότοπης φράσης, να τις προφέρει προσπαθώντας να τις αρθρώσει καθαρά, λες και, όπως σκέφτηκε με τρόμο, παρουσίαζε ήδη τα επιχειρήματα προς υπεράσπισή της σε μια υποθετική δίκη όπου θα καλούνταν ως μάρτυρες όσοι δεν παρείχαν επαρκή φροντίδα στην ευαίσθητη Λίλα».

Ένα ακόμη πρόσωπο από το οποίο παραδόξως εξαρτά την αυτοεικόνα της η κυρία Σιζάν είναι η οικιακή της βοηθός, η Σαρόν. Η τελευταία κατάγεται από τον Μαυρίκιο, έχει σύζυγο και δύο παιδιά, αλλά δεν έχει άδεια παραμονής. Η κυρία Σιζάν τη βοηθά στη διευθέτηση των εγγράφων της. Αισθάνεται άβολα με την ιδέα της οικιακής βοηθού, έχει λόγω καταγωγής προκαταλήψεις σε αυτό το θέμα, αλλά καταφέρνει να διασκεδάζει την αμηχανία της, λέγοντας στον εαυτό της πως προσέλαβε τη Σαρόν από ακτιβισμό, σύμφωνο με το φιλελεύθερο πνεύμα της.

Το περίεργο είναι και οπωσδήποτε εξαιρετικά ενδιαφέρον για την πολύπλοκη, αυτοαναιρούμενη ψυχοσύνθεση της ηρωίδας, ότι η κυρία Σιζάν έχει την υπόνοια πως η Σαρόν τη μέμφεται, την αποδοκιμάζει από ηθικής πλευράς. Αισθάνεται λες και με κάποιον τρόπο, ασυναίσθητα, «είχε θίξει την άμεμπτη ηθική της Σαρόν», την είχε βεβηλώσει. Συνεπώς, ακόμα και στη Σαρόν η κυρία Σιζάν βλέπει έναν Πρενσιπό (ας θυμηθούμε την έννοια της γαλλικής λέξης). Μπροστά στην άμεμπτη, ηθικά ακέραιη Σαρόν, η κυρία Σιζάν νιώθει βρώμικη, ακάθαρτη, ανήθικη. Τελικά, ποια είναι η στέγη του κακού; Το σπίτι των Πρενσιπό ή το σπίτι της κυρίας Σιζάν; Η ηρωίδα θα χρειαστεί να διανύσει μέχρι το έσχατο άκρο της μια μακρά ψυχολογική διαδρομή, έως ότου συνειδητοποιήσει πως η διεύθυνση του κακού ανοίγεται σε πολλαπλές πόρτες.

Όπως όταν μιλούσε στους γονείς της για στυγερά εγκλήματα, είχε «ένα ακαθόριστο αίσθημα πως ήταν βρώμικη, απρεπής και ανήθικη», έτσι και μπροστά στη Σαρόν είχε την εντύπωση πως δικαζόταν και καταδικαζόταν.

«Η κυρία Σιζάν, εξαρχής, διαισθανόταν ότι η Σαρόν την έβλεπε ως γυναίκα ακαθόριστα, βαθιά διεφθαρμένη – έναν βούρκο».

«Όπως νόμιζε, η Σαρόν την έβλεπε πάντα από το ύψος της δικής της άξιας σεβασμού ύπαρξης ενώ η κυρία Σιζάν, για άγνωστους λόγους, ήταν απλώς κάτι ρυπαρό αν συγκρινόταν μαζί της».

Η κυρία Σιζάν γινόταν έξαλλη αναλογιζόμενη την υποτιθέμενη απέχθεια της Σαρόν για το πρόσωπό της. Εκείνη που ήθελε, με κάθε κόστος, να μένει πάντοτε σταθερή «στην πλευρά της τιμής, της ακεραιότητας, της αθωότητας», κατηγορούνταν για έλλειμμα ηθικής, για αδιανόητες απρέπειες. Και διαμιάς ο ακτιβισμός της, η αγάπη της, η συμπόνια και η αλληλεγγύη, η τρυφερότητά της για την ανυπεράσπιστη Σαρόν, γινόταν καθαρό, άκαμπτο, αμετακίνητο μίσος.

«Μερικές φορές μισούσε τη Σαρόν η οποία, όπως έδειχναν τα πράγματα, είχε δικάσει μόνη της την κυρία Σιζάν και την είχε καταδικάσει αυστηρά, δίχως να έχει η ενδιαφερόμενη την παραμικρή ιδέα για τι την κατηγορούσαν».

Μερικές φορές φανταζόταν τη Σαρόν νεκρή σε ένα αδόκητο δυστύχημα, το αίμα της να κυλάει στο πεζοδρόμιο, και τότε η κυρία Σιζάν προετοίμαζε και πάλι έντρομη και ένοχη την απολογία της.

Δεδομένης της δριμύτητας του ανεκδήλωτου μίσους της κυρίας Σιζάν προς τη Σαρόν είναι σπαρταριστή και κωμικοτραγική η σκηνή, όπου η Σαρόν με θρησκευτική ευλάβεια εναποθέτει τη μοίρα της στα χέρια της εργοδότριάς της: «Εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Είναι δική σας δουλειά να σώζετε τους αδύναμους ανθρώπους. Κάθε βράδυ δεν προσεύχομαι πρώτα στον Θεό αλλά στην κυρία Σιζάν».

Η κυρία Σιζάν ένιωσε αφόρητη ντροπή. Ήξερε, εξαιτίας του Ζιλ Πρενσιπό, με πόση βία μπορεί να αποκαθηλωθεί ένας άγιος.

Όπως ισχύει στην περίπτωση της Μαρλίν, έτσι και η υπόγεια αναμέτρηση της κυρίας Σιζάν με τη Σαρόν δυναμιτίζεται από τη διαφαινόμενη ταύτισή τους. Ο μητρικός ρόλος παρουσιάζει και εδώ μεγάλη σημασία. Η κυρία Σιζάν είχε τη βεβαιότητα πως η Σαρόν ήταν μια υποδειγματική μητέρα, αλλά επίσης υποψιαζόταν πως η Σαρόν ήθελε να κρατήσει τα παιδιά της μακριά από το ανήθικο περιβάλλον της δικής της ανέντιμης ζωής. Όμως, όπως είδαμε, η κυρία Σιζάν αγωνιούσε να αναγνωριστεί ως η ιδανική μητέρα της Λίλας. Η μητρική ανωτερότητα της Σαρόν, μια ακόμα αστήριχτη εικασία, συνέτριβε την κυρία Σιζάν.

Παρ’ όλα αυτά, έρμαιο αυτής της εικασίας που υπονόμευε τη μητρική της υπόσταση και προσδοκία, η κυρία Σιζάν αναθέτει κάποιες φορές στη Σαρόν τη φροντίδα της Λίλας, διότι ήταν πεπεισμένη πως ήταν η καλύτερη δυνατή φροντίδα που θα μπορούσε να της προσφερθεί. Έτσι, μεταβίβαζε στην οικιακή της βοηθό ένα μείζον καθήκον, που βάραινε την ίδια, η οποία, όμως, ήταν πρόθυμη να μεταθέσει την ευθύνη σε ένα πρόσωπο, το οποίο ενώ τη μισούσε με όλη του την ψυχή, θα τα κατάφερνε πολύ καλύτερα από εκείνη, ιδίως αν πληρωνόταν αδρά. Διότι «[…] είχε μια τεράστια, πυρετική, ανεξήγητη επιθυμία να προσέχει τη Λίλα μια Σαρόν ικανοποιημένη, ευχαριστημένη με την τύχη της, ακόμα και μυστικά ενθουσιασμένη με τέτοια ανέλπιστη ευκαιρία».

Πρέπει να επισημανθεί πως όλα τα δευτερεύοντα πρόσωπα του μυθιστορήματος λειτουργούν σαν κάτοπτρα της κυρίας Σιζάν. Έτσι, δεν προκαλεί έκπληξη πως στην αφήγηση επανέρχεται η υπόθεση ενός πελάτη της, που αγωνιούσε να απαλλαγεί από το οικογενειακό του επώνυμο, επώνυμο που ήταν βέβαιος πως συνδεόταν με έναν δουλέμπορο. Επειγόταν να γλιτώσει από την ατίμωση με την οποία αδίκως τον στιγμάτιζε το επώνυμό του. Με παρόμοια αγωνία η κυρία Σιζάν παλεύει να απαγκιστρωθεί από το ύποπτο όνομα Πρενσιπό. Ας σημειωθεί εν παρόδω, πως την περίοδο της γαλλικής κυριαρχίας (1715-1810) στον Μαυρίκιο (γνωστός τότε ως Île de France) ανθούσε το δουλεμπόριο.

Η Σαρόν αντανακλά απόκρυφες ψυχικές πτυχές και εμμονές της εργοδότριάς της. Καθρεφτιζόμενη μέσα από τη Σαρόν, η κυρία Σιζάν αντικρίζει τη μορφή της μητέρας της και εν μέρει τον εαυτό της, που παρέμενε στα σαράντα δύο της κόρη της μητέρας της. Η τελευταία εργάστηκε ως οικιακή βοηθός στα πλούσια σπίτια του Μπορντώ και υπήρξε αρκετά αυστηρή στη διαπαιδαγώγηση της κόρης της προκειμένου να τη γλιτώσει από την ταπεινή της επιρροή, από το δικό της περιοριστικό και περιορισμένο, αν όχι περιθωριοποιημένο, κοινωνικό περιβάλλον. Η κυρία Σιζάν τα είχε καταφέρει. Μπορεί να μην είχε γίνει επιτυχημένη δικηγόρος, να μην είχε πάει τελικά και τόσο μακριά, όπως και να ’χει όμως, δεν είχε μείνει στάσιμη στον πάτο. Η Σαρόν, πάλι, είχε διαφύγει από τη φτώχεια και τη μιζέρια των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων στον Μαυρίκιο και τις πενιχρά μισθωμένες υπηρεσίες στους πλούσιους τουρίστες, αναζητώντας την ευτυχία της, ατομική και κοινωνική, στην ένοχη για τις αποικιοκρατικές της τάσεις Γαλλία. Όμως, και των δύο η κοινωνική μετάβαση προς κάπου υψηλότερα, με άλλους όρους και άλλα όρια υπερβαίνοντας η καθεμία, έμεινε ημιτελής, δίχως φυσικά να ακυρώνεται η μεταξύ τους ανισότητα, λόγω του διαφορετικού σημείου εκκίνησης.

Παρ’ όλα αυτά, η κυρία Σιζάν πίστευε πως η ίδια και η Σαρόν είχαν αγωνιστεί εξίσου σκληρά και επίμονα να αποδράσουν από ένα κοινωνικό περιβάλλον, που ακύρωνε την ιδέα τους για την ευτυχία. Η αξιοπρεπής, ταπεινή Σαρόν απέκρυπτε επιμελώς τις κακοτυχίες που είχε περάσει και τα εμπόδια που είχε υπερπηδήσει, αλλά, η κυρία Σιζάν ήταν σίγουρη για αυτό, στην οικογένεια που είχε αφήσει πίσω στον Μαυρίκιο «υπήρξε διχόνοια, παρεξήγηση, θυμός και θλίψη». Όπως ακριβώς υπήρχαν και στο πατρικό της στο Μπορντώ.

Αν η κυρία Σιζάν, ως Γαλλίδα πολίτις, προσωποποιεί την ένοχη, δυναστευτική, μετα-αποικιοκρατική Γαλλία που τρέφει ιμπεριαλιστικά απωθημένα, περιφρουρώντας και επεκτείνοντας τον ζωτικό της χώρο, η Σαρόν από την πλευρά της ενσαρκώνει το δίκαιο του αδικημένου. Γι’ αυτό η κυρία Σιζάν μισεί τη Σαρόν. Διότι της θυμίζει την εξουσία της και μαζί την ενοχή και τη ντροπή της. Ωστόσο, εκείνο που περισσότερο μισεί η κυρία Σιζάν στη Σαρόν είναι η μητέρα της. Η Σαρόν είναι η μητέρα της. Και οι δύο, με εντελώς διαφορετικό αλλά εξίσου υπαινικτικό τρόπο, απαξιώνουν τις επιλογές της και καταδικάζουν το μοντέλο ζωής της. Όσο καλή και ευγενική, υποχωρητική, συμπονετική, έντιμη και ευπρεπής και αν προσπαθεί να δείχνει η κυρία Σιζάν, τη δηλητηριάζει η στυφή επίγνωση της αποτυχίας της να την αγαπήσουν, αποτυχία που άφευκτα μαρτυρεί την ανικανότητά της να αγαπήσει. Η κυρία Σιζάν παραμένει έγκλειστη στη φαυλότητα και την οδύνη του ατομισμού. Είναι, όπως και η Μαρλίν, φυλακισμένη, αποκλεισμένη από την αγάπη των δικών της. Αλλά σε αντίθεση με τη Μαρλίν, δεν νιώθει κανενός είδους ανακούφιση. Εκείνη είναι διαρκώς υπόλογη. Υποφέρει, διαρκώς. Είχε «αποτύχει στα πάντα».

«Τους είχε απογοητεύσει όλους».

Η νοσηρότητα με την οποία προσλαμβάνει την αγάπη η κυρία Σιζάν φαίνεται ξεκάθαρα στο σημείο όπου ο καταρρακωμένος, ρημαγμένος ψυχισμός της τη ρίχνει στο κρεβάτι. Κλινήρης και ανήμπορη, στις εσχατιές της συνείδησης, η κυρία Σιζάν δέχεται με ευγνωμοσύνη τις φροντίδες της Σαρόν, του Ρουντί και της Λίλας. Αυτοί οι τρεις αξιαγάπητοι άνθρωποι πάλευαν να ξεριζώσουν από μέσα της έναν πόνο που τον ένιωθε άρρηκτα δεμένο μαζί της. Υποφέροντας «από απελπισία, χωμένη στο κρεβάτι της και άρρωστη από θλίψη, η κυρία Σιζάν είχε νιώσει ότι διαπερνούσε την ψυχή της κάθε πόνος που έμενε αμετάδοτος». Μετά από πολύ καιρό τη φρόντιζαν ξανά, προσπαθούσαν να διώξουν τον πόνο της, την παρηγορούσαν, τη γιάτρευαν, περιποιούνταν και πρόσεχαν το σώμα της, τόσο περιφρονημένο. Χάρη στη στοργή των άλλων, ανακτούσε το σώμα της.

«Απ’ ό,τι φαίνεται, το ταλαίπωρο σώμα της κυρίας Σιζάν, το ξεχαρβαλωμένο, τρελαμένο σώμα της, είχε αποτελέσει πεδίο φροντίδων προσεχτικών, μελετημένων, ανήσυχων και φιλικών, και ενός ενδιαφέροντος που δεν θα το θεωρούσε σχεδόν καθόλου πιθανό, από τη στιγμή που κανείς δεν αισθανόταν αγάπη για την προσωπικότητα που έκρυβε αυτό το σώμα».

Πιστεύω πως μέχρι εδώ έχει γίνει καταφανής ο ενθουσιασμός μου για το μυθιστόρημα της Marie Ndiaye, που με συναρπάζει με τις ιλιγγιώδεις βυθομετρήσεις του ψυχισμού της ηρωίδας. Ωστόσο, θα ήθελα, καθαρά από σχολαστικότητα, να αναφερθώ σε μια αβλεψία της συγγραφέως, στην πιο δραματική μάλιστα στιγμή του βιβλίου. Όταν η κυρία Σιζάν επιστρέφει από το γραφείο της για να σωριαστεί άρρωστη από θλίψη στο κρεβάτι της, βάζει (σ. 216) «τον σύρτη στην πόρτα με τη σκέψη ότι δεν θα ξαναπήγαινε ποτέ, ότι δεν διέθετε κανένα από τα χαρακτηριστικά μιας αξιοσέβαστης δικηγόρου». Παρ΄ όλα αυτά, την επομένη (στην ακριβώς επόμενη σελίδα, σ. 217) η Σαρόν δεν δυσκολεύεται καθόλου να ανοίξει με τα κλειδιά της την πόρτα του διαμερίσματος, να ανάψει όλα τα φώτα, μέχρι να βρει την κυρία της να ολοφύρεται στην κρεβατοκάμαρά της. Κλείνω εδώ την παρένθεση.

Η αφήγηση της Marie Ndiaye εκδιπλώνεται μέσα από χάσματα, λογικά κενά, δαιδαλώδεις αιτιολογίες, αμφισβητούμενες αναδρομές και κερματισμένους, τρομώδεις μονολόγους διαταραγμένων μυαλών. Η πολύ σοβαρή μεταφράστρια Αλεξάνδρα Κωσταράκου μεταφέρει με αξιέπαινη προσοχή στη γλώσσα μας τη ζάλη μιας γραφής που τρικυμίζει από αμφιβολίες και απορίες.

Δεσπόζον χαρακτηριστικό του μυθιστορήματος είναι ο συνωστισμός επιθέτων. Κάθε πρόσωπο που εμφανίζεται ή επανεμφανίζεται στις σελίδες κυκλώνεται σύγκορμο από έναν στρόβιλο επιθετικών προσδιορισμών. Ωστόσο, η πληθώρα των επιθέτων δεν υποσημαίνει πολλαπλές ιδιότητες, αλλά ασάφεια και απροσδιοριστία. Όλα τα ενδεχόμενα έχουν ισχύ, αλλά περιορισμένη και υπό αίρεση. Ό,τι φαίνεται, παραμένει στην ουσία του ανεξιχνίαστο, δυσερμήνευτο. Υπάρχουν οι πράξεις, τα γεγονότα, τα κίνητρα, όμως, διαφεύγουν, σκορπίζουν στην απεραντοσύνη της ενδεχομενικότητας. Γι’ αυτό πέρα από τα επίθετα, αφθονούν τα «γιατί» και τα «διότι», που όχι μόνον δεν επεξηγούν, αλλά καταλύουν κάθε σχέση αιτιότητας. Η κυρία Σιζάν συνθέτει την εικόνα τόσο του κόσμου όσο και του αυτοειδώλου της μέσα από συσσωρεύσεις υποθέσεων και εικασιών, μέσα από αντινομίες και αντιφάσεις, επαληθεύσεις και διαψεύσεις, όνειρα και εφιάλτες. Παλεύει να νομιμοποιήσει και να υπερασπίσει το πρόσωπό της σε ένα κοινωνικό περιβάλλον που τελεί διαρκώς υπό σύγχυση, ναρκοθετημένο από σκιώδεις συρράξεις. Ένα περιβάλλον, επίσης, που μοιάζει να επιζητά την απολογία της προκειμένου να την αναγνωρίσει ως μέτοχό του.

Η εκδίκηση της κυρίας Σιζάν είναι η απόκρυψη του ονόματός της. Όπως και η Μαρλίν, ούτε στη φαντασία της καταφέρνει να σκοτώνει τον Πρενσιπό, αλλά εντέλει του επιβάλλεται, απαγορεύοντάς του να αρθρώσει το μικρό της όνομα. Αν ο Ζιλ Πρενσιπό μένει μέχρι τέλους αταυτοποίητος, η κυρία Σιζάν διατηρεί και εκείνη την κυριότητα του εαυτού της, μέχρι που λίγο πριν το τέλος του βιβλίου αξιώνει εξ ολοκλήρου το αυτεξούσιον της ύπαρξής της, ουρλιάζοντας στον φασματικό της δαίμονα: «Πρενσιπό, δεν θα σου πω ποτέ ποια είμαι!»

Το σπουδαιότερο λογοτεχνικό επίτευγμα της Marie Ndiaye είναι ότι κατόρθωσε να σκιαγραφήσει μια ηρωίδα συναρπαστική, στο μέτρο που δυναστεύεται από ένα κρισιμότατο υπαρξιακό δίλημμα, την ταλάντευση ανάμεσα στη βία και τον νόμο. Η κυρία Σιζάν προσλαμβάνει την αγάπη ως ανταμοιβή για την τήρηση του νόμου, για την προάσπιση των ηθικών αξιών. Κάθε της χειρονομία υπαγορεύεται από λόγους αρχής. Παρ’ όλα αυτά, αποστερείται την αγάπη (ή έτσι νομίζει) και αυτή τη στέρηση την εκλαμβάνει σαν τιμωρία για την απογοήτευση που προξενεί. Κάθε τιμωρία είναι βία και μπροστά στη βία η κυρία Σιζάν εξεγείρεται, γέρνει προς το μίσος. Αρνείται να αποδεχθεί πως η αρχή, την οποία έχει άρει σε άξονα της ζωής της, να πράττει πάντοτε το καλό, είναι αδύνατον να τηρηθεί. Κανείς, εκτός και αν είναι άγιος, δεν γνωρίζει πώς να ζει ή να αγαπά με τον σωστό τρόπο, τον απόλυτα άμεμπτο, τον πλέον ηθικό τρόπο. Κάθε ανθρώπινη πράξη αντιμετριέται με το λάθος και την αποτυχία, την παράβαση και την προδοσία. Ο ανέφικτος, στυγνός, αυτοκαταστροφικός ιδεαλισμός της κυρίας Σιζάν είναι που την καθιστά μια μορφή εξόχως τραγική, συνεπώς ιδανική μυθοπλαστικά.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular