Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Η συλλογή διηγημάτων «Γκέρα» της Ελένης Εφραιμίδου (Σαιξπηρικόν 2020) αποτελεί λογοτεχνική υπόμνηση της Γ’ βουλγαρικής κατοχής της Θράκης, λογοτεχνική αναπαράσταση του αγώνα των ανθρώπων της ξανθιώτικης κυρίως υπαίθρου για επιβίωση έναντι των δεινών που επέφεραν οι σκληρές πρακτικές της βουλγαρικής εξουσίας και ευρύτερα, με αναγωγή του μερικού στο καθολικό, λογοτεχνική αποτύπωση των όσων προξενούν οι επεκτατικές, κυριαρχικές βλέψεις και οι συνθήκες πολέμου στους απανταχού ανθρώπους.  

Η Γ’ Βουλγαρική κατοχή για τη Θράκη ξεκίνησε μετά την απόφαση των Γερμανών τον Απρίλιο του ’41 να παραχωρήσουν ελληνικά εδάφη στη σύμμαχό τους Βουλγαρία για τη διασφάλιση της τάξης σ’ αυτά, ωστόσο οι αλυτρωτικές βλέψεις των Βουλγάρων, που αξίωναν έξοδο στο Αιγαίο και αντιμετώπιζαν την υπό την ευθύνη τους πλέον περιοχή από τον Στρυμόνα έως και κομμάτι του Έβρου, όπως και τη Θάσο και τη Σαμοθράκη, ως βουλγαρικά εδάφη, τους οδήγησαν σε μία πολιτική εκβουλγαρισμού του πληθυσμού ελέγχου τους, εφαρμόζοντας κατάλυση των ελληνικών αρχών, εποικισμό, διώξεις, επιτάξεις περιουσιών, εκμετάλλευση κάθε είδους εγχώριας παραγωγής, στρατολογήσεις. Ως αποτέλεσμα, οι Έλληνες που έμειναν στα εδάφη τους και δεν επέλεξαν τη διαφυγή στις μετά τον Στρυμόνα γερμανοκρατούμενες περιοχές αντιμετώπισαν συνθήκες σκληρότητας, πείνας, εξαθλίωσης, θανάτου, έως και την αποχώρηση των βουλγαρικών στρατευμάτων κατοχής μετά τη συμφωνία της Μόσχας, τον Οκτώβριο του ’44.

Στην «Γκέρα», λοιπόν, η λογοτεχνία συνομιλεί με την ιστορία, η μυθοπλασία με την αλήθεια, η μερικότητα με την καθολικότητα. Οι μαρτυρίες και οι μνήμες μετουσιώνονται σε λογοτεχνία χάρη στην ικανότητα της συγγραφέως να τις αναπαριστά λογοτεχνικά, συμφύροντας την ιστορική αλήθεια με τη μυθοπλασία, αποδίδοντας στην αφήγηση με μυθοπλαστική διάσταση στιγμιότυπα της ιστορικά προσδιορισμένης ζωής των υπό κατοχή Ξανθιωτών της εποχής ‘41-‘44, με το συναισθηματικό βάρος να επωμίζεται ένας έξοχος, φροντισμένος και ταυτόχρονα πηγαίος, κατά πολύ μεταφορικός, με ρεαλιστική ωστόσο βάση και ενάργεια λόγος, διανθισμένος στα διαλογικά μέρη από το θρακιώτικο ιδίωμα, που συντελεί στην αισθητοποίηση της ζωής της εποχής εκείνης.

Και αν το διήγημα δεν μπορεί λόγω της περιορισμένης έκτασής του να αποδώσει το βάθος των ιστορικών γεγονότων, την κίνηση πριν και μετά από αυτά, σημείο υπεροχής του μυθιστορήματος, στην «Γκέρα» αυτό υπερβαίνεται, με τις επιμέρους αφηγήσεις στα διηγήματα αλληλοσυμπληρούμενες να συνθέτουν έναν ενιαίο λογοτεχνικό σώμα για το σύνολο των χρόνων της βουλγαρικής κατοχής από τη σκοπιά αυτών που την υφίστανται,  πλησιάζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το είδος του σπονδυλωτού μυθιστορήματος. Ένα λογοτεχνικό σώμα που συγκροτείται με αφετηρία την εποχή πριν την έναρξη της κατοχής, προετοιμάζοντάς την, και κατάληξη τα νέα προβλήματα των κατοίκων, απόρροια εσωτερικών συγκρούσεων, μετά την αποχώρηση των βουλγαρικών στρατευμάτων.    

Οι ιστορίες των 28 διηγημάτων που απαρτίζουν την «Γκέρα», επομένως, έχουν ένα πολύ συγκεκριμένο χωροχρονικό πλαίσιο, που συνιστά ένα πρόσφορο για μία αντιπολεμική θεματική σκηνικό. Στις ιστορίες αυτές, άλλοτε με τριτοπρόσωπη και άλλοτε με πρωτοπρόσωπη αφήγηση, άλλοτε με παντεποπτική ματιά και άλλοτε με άμεση κατάθεση των σκέψεων και του τρόπου βίωσης των παρουσιαζόμενων, οι ήρωες, άνθρωποι της αγροτικής επαρχίας κυρίως, βρίσκονται αντιμέτωποι με τις σκληρές πρακτικές του κατακτητή, εγκλωβισμένοι στα ίδια τους τα εδάφη.

Η εκκίνηση της βουλγαρικής κατοχής, που ούτως ή άλλως τους βρίσκει να αγωνίζονται για την επιβίωσή τους και να υποκύπτουν σε έκπτωτα ήθη (…σφάζονταν οι άνθρωποι για το παραμικρό, για ένα χιλιοστό της γης ή για ένα παλιοντούβαρο, γιατί τους διέταζαν τα πάθη και η ανέχεια), σπέρνει τον πανικό και ο πανικός οδηγεί σε σπασμωδικές κινήσεις (Χέρι που έσφιγγε την καρδιά και πίεζε το μυαλό ήταν ο πανικός. Πώς να σκεφτείς λογικά, όταν το παράλογο σε πολιορκεί;). Οι περισσότεροι ανώφελα επιχειρούν να περάσουν σε περιοχή ελέγχου των Γερμανών, για να αποφύγουν τη σκληρότητα των Βουλγάρων, ερχόμενοι εκ νέου αντιμέτωποι με την προσφυγιά, όντας πρόσφυγες από την ανατολική Θράκη μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Κάποιοι πεισματικά αρνούνται να αφήσουν το βιος τους και παραμένουν, όπως ο Δημητρός, ήρωας του διηγήματος «Χιντώφ», που δέχεται τη βοήθεια ντόπιων μουσουλμάνων για προσωρινή προστασία και δικαιώνεται.

Με την επιβολή της κατοχής αρχίζει η εφαρμογή των σκληρών μέτρων των Βουλγάρων και όποιος παραβαίνει τις αποφάσεις τους διώκεται και θανατώνεται, πολλές φορές με τη βοήθεια χαφιέδων, που πάντοτε ενυπάρχουν στις ανθρώπινες κοινωνίες, υπηρετώντας το ίδιον συμφέρον. Κάποιους από αυτούς, ωστόσο, η συγγραφέας τους αντιμετωπίζει με επιείκεια, που πηγάζει από το μέγεθος των δυσκολιών τους και την ανθρώπινη ματιά της (Και ποιος είναι δικός σου όταν πεινάει; Και ποιος είναι πιστός, όταν απέναντί του ο φόβος και ο θάνατος φυτεύει τον σπόρο του;).

Αυτό που προέχει στα σκληρά χρόνια της κατοχής είναι η επιβίωση. Γκέρα είναι θρακιώτικο παιχνίδι, πετροπόλεμος με σφενδόνες που παιζόταν μέχρι και το τέλος της Τουρκοκρατίας. Στο ομώνυμο διήγημα η Αγλαΐα ονειρεύεται πως εκσφενδονίζει πέτρες έναντι των Βούλγαρων κατακτητών, που αλλοίωσαν κάθε στοιχείο της ζωής της. Ξυπνώντας μετανιώνει και επιδίδεται σ’ αυτό που συνειδητοποιεί ως σημαντικό, την επιβίωση. (Σκεφτόταν ότι ο πόλεμος είναι αρένα κι όποιος μπορεί να σωθεί ο νικητής.) Η πείνα πια είναι το κυρίαρχο στοιχείο, αφού το εμπόριο και η ντόπια παραγωγή περνά στα χέρια των Βουλγάρων, οι οποίοι εγκαταστημένοι σε ελληνικά σπίτια μέσω του εποικισμού και των επιτάξεων καρπώνονται το πρότερο βιος των ντόπιων. Οι γυναίκες πρωτοστατούν στον αγωνιώδη αγώνα για τη σίτιση των παιδιών τους, με τη Βασιλική στο διήγημα «Πες μας μιαν άλλη ιστορία, Βασιλική» να λειτουργεί ως σύμβολο του αγώνα αυτού (…σου έγνεφε την υπομονή, την καρτερία, τη στωικότητα, τη δωρικότητα, την αρμονία, το παλίμψηστο της ζωής, κι άδειαζε επάνω σου, όλη την Ιωνία).

Τα παιδιά, από την άλλη, βιώνουν την εξαθλίωση μέσω της πείνας και τη βιαιότητα του κατακτητή, με την ενσταλαγμένη εντός τους αθωότητα να καταπατάται από το παράλογο της πείνας και του θανάτου.  (Η αθωότητα! Υπάρχει στη φύση αθωότητα, σκέψη αγνή μπροστά στον θάνατο; Υπάρχει στη φύση αρετή και μέγα νόημα, μπροστά σ’ αυτό που αποκαλύπτει μια άδεια και παράλογη κοιλιά; Κάθε έννοια παραμένει προβληματική εκεί. Σ’ αυτό το αδηφάγο κελί μόνο η ζωή διατάζει. Αυτή κρατάει το κλειδί. Τη λύση σ’ όλα τα νοήματα). Κάποια αρπάζονται και οδηγούνται στη Βουλγαρία. Άλλα στην πόλη της Ξάνθης αναγκάζονται να φοιτούν σε βουλγαρικά σχολεία στα πλαίσια εφαρμογής της βουλγαροποίησης του ντόπιου πληθυσμού. Από τα ορεινά χωριά του νομού γυναίκες και παιδιά οδεύουν στα χωριά της Βουλγαρίας προς εύρεση τροφής αψηφώντας τους κινδύνους για την ίδια τους τη ζωή. 

Ακόμη, άνδρες στρατολογούνται από τους Βούλγαρους και υπηρετούν σε Βουλγαρικά τάγματα εργασίας υπό απάνθρωπες συνθήκες, όπως ο ήρωας στο διήγημα «Τρούντοφ Βόινικ», στο οποίο αριστοτεχνικά παρουσιάζεται η αιχμαλωσία του, οι άθλιες συνθήκες αυτής, η απόδρασή του ως μέσω διαφυγής του θανάτου, η αντοχή που επέδειξε (Γιατί πώς αντέχει η ζωή όταν πεισμώνει, πώς αντέχει το εξουθενωμένο σώμα όταν θυμάται την αγάπη, γιατί πώς αντέχει η λαχτάρα μέσα στο τίποτα; Έτσι.). Άλλοι, πάλι, οδηγούνται στο θάνατο προσπαθώντας να βοηθήσουν τους αντάρτες που οργανώνονται στο Κοτζά Ορμάν έναντι των Βουλγάρων, ενώ θάνατος βρίσκει αμάχους, που εισπράττουν όλο το μένος της εκδικητικής οργής των Βουλγάρων (Έχει η εκδίκηση χρώματα δικά της. Φοράει μανδύα κίτρινο και σκεπάζει τα μάτια της λογικής κι ύστερα μπερδεύονται οι νόμοι του αλλόκοτου χρωστήρα της με το κόκκινο και γίνονται αίμα.), όταν πια τελειώνει η κατοχή στη Θράκη και αναγκάζονται να φύγουν. Έπειτα, νέες περιπέτειες βρίσκουν τους κατοίκους, με τα σημάδια του επικείμενου εμφυλίου να διαφαίνονται στα διηγήματα «Κόλπο» και «Σβούρα» και να επιβεβαιώνονται στην αφήγηση της Ευρύκλειας στο ομώνυμο διήγημα.  

Η συγγραφέας, βέβαια, δεν παραλείπει να αφιερώσει χώρο στο αφήγημά της και σε Βούλγαρους που υπερβαίνοντας τις επιταγές της κεντρικής εξουσίας τους επέδειξαν ανθρωπιά απέναντι στις δυσκολίες των ντόπιων στηρίζοντάς τους (Όμως, σε κάθε δυστυχία υπάρχει ένα αντιστάθμισμα, σε κάθε δηλητήριο το ανάλογο αντίδοτο, σε κάθε νυχτερίδα ένα πρωινό πουλί.), εξαίροντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την αρωγή προς τον συνάνθρωπο, ακόμη και εν καιρώ πολέμου.

Στην «Γκέρα», λοιπόν, η Ελένη Εφραιμίδου κατορθώνει γλαφυρά και με έντονη ποιητικότητα, η οποία διαπερνά τον λόγο της και τη ματιά της, να αισθητοποιήσει λογοτεχνικά πάσης φύσεως δεινά που υπέστησαν οι κάτοικοι των κατεχόμενων περιοχών του νομού Ξάνθης, συνθέτοντας ένα αφήγημα που αποτελεί μια συνολική σκιαγράφηση της εποχής αναφοράς του. Δεν μπορεί επομένως παρά να θεωρηθεί το αφήγημα αυτό ως ένας λογοτεχνικός φόρος τιμής προς τους Θρακιώτες της βουλγαρικής κατοχής, μία αφορμή μνήμης αυτών, αλλά και μια έμμεση επίκριση του πολέμου, των πρακτικών του, της αποκτήνωσης που επιφέρει.  

 

 

Lamprini Gleridou

 

 

 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular