Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.
Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον, Χλόη Κουτσουμπέλη, Εκδόσεις Πόλις

 

Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον, Χλόη Κουτσουμπέλη, Εκδόσεις Πόλις

Η πρόσφατη ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη «Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Ο.», ξεκινά με μια σημαίνουσα αναφορά στο φημισμένο αρχαϊκό γλυπτό της Κόρης Φρασίκλειας. Η ιστορία της ανεύρεσης του αγάλματος κάτι περισσότερο από μυθιστορηματική. Το 1968, στον τοίχο μιας εκκλησίας  κοντά στο  Πόρτο Ράφτη, βρέθηκε το επίγραμμα που υπήρχε στο βάθρο του αγάλματος, και  τέσσερα χρόνια αργότερα, τον Μάιο του 1972, χάρη στην επιμονή του νεαρού τότε αρχαιολόγου Ευάγγελου Κακαβογιάννη, ανακαλύφτηκε σχεδόν ακέραιο και το ίδιο το άγαλμα, θαμμένο σε κάποιο οικόπεδο, σε βάθος 200  μέτρων.

«Μνήμα της Φρασίκλειας, θα καλούμαι κόρη για πάντα, αφού αντί για γάμο οι θεοί αυτό το όνομα μου όρισαν. Με έφτιαξε ο Αριστίων ο Πάριος», έγραφε η επιγραφή, ενώ τo ίδιο το άγαλμα έδειχνε μια νέα και όμορφη κοπέλα, με εντυπωσιακά κοσμήματα και ενδύματα. Κατά ευτυχή συγκυρία, και σε αντίστιξη της μελαγχολίας που απέπνεε η ομολογία του επιγράμματος, κοντά στο άγαλμα της Κόρης βρέθηκε ακέραιος και ένας εύρωστος Κούρος.

Αν και τα δύο αγάλματα έγιναν διάσημα και  εκτίθενται μαζί στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, η ευαίσθητη ποιητική ματιά της Κουτσουμπέλη  πάει πέρα από την «ευκλεά» τύχη τους, ερμηνεύοντας «αλλιώς», και αποκαλύπτοντας την αντίφαση εκείνης της κατάθεσης με την πραγματική μοίρα της Κόρης, σε συνδυασμό και με το όνομα που της «χάρισε» ο γλύπτης (σύζευξη του ρημ. «φράζω» και του ονόματος «κλέος»). «Δεν ήθελα να με φτιάξει», γράφει η ποιήτρια στο εμφαντικό, εναρκτήριο της συλλογής της, πεζόμορφο κείμενο. «Δεν με λένε Φρασίκλεια. Το δικό μου όνομα είναι Απαραβίαστη».

Στο ίδιο κλίμα διαμορφώνεται και το τρίτο κατά σειρά ποίημα (Τα κουλουράκια της Σύλβιας Πλαθ), με εστίαση στην τελευταία «δημιουργική» πράξη της  Πλαθ,  λίγο πριν την αυτοκτονία της. Από τον κοινότοπο στίχο  «Τι κάνει για ένα παιδικό χαμόγελο μια μάνα» μέχρι το ανατρεπτικό: «Τα παιδιά μου δεν χαμογέλασαν./Και το ψευδώνυμό μου δεν ξεγέλασε κανέναν.», κι από την εκθαμβωτική εμφάνιση της Φρασίκλειας  μέχρι την ουσιαστική της φίμωση ─ τόσο οι αντιθέσεις όσο και οι υφολογικές και νοηματικές συνομιλίες των δύο ποιητικών κειμένων αναδεικνύουν με τον πιο εύγλωττο τρόπο τις κρυφές διασυνδέσεις των αφηγημάτων  τους. Σ’ αυτές, έρχεται να προστεθεί και η παράλληλη μνεία στα ονόματα των δύο γυναικών ─ επιλογές αντρών, που θέλησαν να προβάλουν πάνω τους τη δική τους φωνή.

«Επιπλέον κάποιοι προσπάθησαν να αφαιρέσουν/το επίθετο Χιουγκς από την ταφόπλακα./Καλύτερα όμως να έσβηναν το Σίλβια./Αφού κάθε ερωτευμένη γυναίκα αφανίζεται/όταν την προδίδει ο αγαπημένος άντρας.», λέει η Κουτσουμπέλη, ζωντανεύοντας μέσ’ από το ποίημα της,  τη δύσβατη ποιητική και ερωτική πορεία της Πλαθ.

Ανάμεσα στη Φρασίκλεα και την Πλαθ, φαίνεται να κινείται και το δεύτερο κατά σειρά ποίημα, με τον τίτλο «Καταρράκτης», αναφορά σε μια τρίτη γυναίκα, την Άννι Έντσον Τέιλορ, τον πρώτο άνθρωπο που έπεσε με βαρέλι στον Νιαγάρα το 1901 σε ηλικία 63 ετών. «Η μόνη πραγματική συγκίνηση/ που ένιωσε ποτέ/ ήταν όταν έπεσε στους Καταρράκτες./ Και όταν έγραψε το πρώτο της ποίημα.», γράφει η ποιήτρια, παρά το γεγονός ότι η πραγματική Τέιλορ, πρώην δασκάλα και χήρα, λέγεται ότι προέβη στο εγχείρημα για λόγους επιβίωσης. Αλλά η Κουτσουμπέλη, έχοντας μάθει να διαβάζει πέρα και κάτω από τις γραμμές και τους τίτλους των εφημερίδων, έχει τον δικό της τρόπο να αναδείξει την προσωπικότητα της Τέιλορ, με όλες τις πιθανές προεκτάσεις και παραμέτρους της,  πραγματικές ή  επινοημένες.

Στον αντίποδα του κραυγαλέου, το ίδιο εμβριθείς και με την ειρωνεία και το λοξό χιούμορ να τις διατρέχει και να τις υπογραμμίζει,  εμφανίζονται και οι επόμενες ποιητικές «εξιστορήσεις» της.  Ποιήματα για την ουσία και την αξία της ποίησης και της συγγραφής: «Θα σ’ ανταλλάξω, ποίηση./ Θα κλείσω τον αναμμένο φούρνο/ θα ράψω με ανθεκτική κλωστή το τραύμα/ θα κόψω την κυκλοφορία σου στις φλέβες μου/ και μετά/ χωρίς αίμα/ χωρίς μελάνι/ χωρίς χαρτί και μολύβι/ θα ισορροπήσω.» («Απειλή»), αλλά και για τον ρόλο του δημιουργού («Μάθημα δημιουργικής μοναξιάς»,  «Η Λήδα και ο κύκνος»,  «Τα τέσσερα και ένα βήματα του Ορφέα», «Με τη γλύπτρια Αντιγόνη Ταυ», «Η υπαρξιακή αγωνία του κυρίου Σ.», «Ο θάνατος του συγγραφέα», κ.α.) σε σχέση και με το έργο και τους ήρωές του ─ ποιήματα που δεν αφήνουν ασυγκίνητο τον αναγνώστη, ακόμη και αν αυτός δεν είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένος με τέτοια θέματα ή γραφές.

 «Ο Τζον αναστέναξε βαθιά./Η όλη σύλληψη ήταν λάθος./ Ο κεντρικός χαρακτήρας έπρεπε να ’ναι γυναίκα.»(«Η υπαρξιακή αγωνία του Κ.»).

Στίχοι σωματικοί: «Άραγε, πατέρα, πώς είναι/να ράβεις τα βλέφαρα/να σιδερώνεις το στόμα/να σφίγγεις σ’ έναν κορσέ έναν στίχο»(«Τα μυστικά και ψέματα της Έμιλι Ντίκινσον»)

─ κι άλλοι, που μοιάζουν με αλλόκοτα αποφθέγματα: «Το πάθος είναι η άλλη όψη του ασκητή» ή «Στα Ελευσίνιά σου κλήθηκα ακάθαρτος» («Το μυστικό γράμμα του Νίκου Καββαδία»)

─στίχοι με έντονη και ιδιόμορφη διακειμενικότητα και εκρηκτικές, απροσδόκητες αναφορές στον Λόρδο Μπάιρον («Οι πτηνόμορφες αδερφές του Λόρδου Μπάιρον»), στον Διονύσιο Σολωμό («Η μητέρα-σάβανο του Διονύσιου Σολομού»), στον Κώστα Κρυστάλλη («Το αυγό του Κώστα Κρυστάλλη»), στον Βαν Γκογκ («Το ροδάκινο του Βαν Γκογκ), στον Νίκο Καββαδία (Το μυστικό γράμμα του Νίκου Καββαδία»), στον Κώστα Καρυωτάκη («Οι πέντε συμβουλές του Κώστα Καρυωτάκη»),  στον Τσέχοφ («Οι τρεις αδερφές»), αλλά και σε ήρωες αρχαίων μύθων ή πρόσωπα της Καινής Διαθήκης («Η Λήδα και ο Κύκνος», «Τα τέσσερα και ένα βήματα του Ορφέα», «Μαρία Μαγδαληνή», «Ο λόγος του Ιούδα»), και χαρακτήρες  κλασσικών μυθιστορημάτων και παραμυθιών («Κάπτεν Χουκ», «Πήτερ Παν», «Γουέντυ», «Τίνκερμπελ», «Ο Τζακ και η Φασολιά», «Οι μικρές Κυρίες της  Λουίζας Μέι Αλκοτ»)

 ─στίχοι που θυμίζουν αντίστοιχους στίχους για τον Κάφκα από το προηγούμενο έργο της Κουτσουμπέλη, «Το σημείωμα της Οδού Ντεσπερέ»: «Ηταν συνέχεια υπόδικος, / διάδικος και δικαστής ταυτόχρονα / σε μια δίκη με κατηγορούμενο / πάντα τον εαυτό του»,  «οι ένορκοι τον καταδίκαζαν / σε κατ’ οίκον περιορισμό, / σ’ έναν πύργο χωρίς ασανσέρ», και «Κάποτε σε μια επιστολή εσώκλεισε σκαθάρι. / Αγάπησέ το. Είναι η ζωή μου, μου έγραψε»

─στίχοι που εδώ, στη «Γυμνή μοναξιά του ποιητή Ο.», αναπτύσσονται περαιτέρω και ακόμη πιο επιδραστικά, με αποκορύφωμα τη δάνεια φωνή του ποιητή Καρυωτάκη: «Μη διστάσετε ποτέ να δηλώσετε αυτό που είστε./ Παραδεχτείτε τη φτώχεια, την πνευματική σας ένδεια,/ τη σύφιλη. ποτέ όμως ότι είστε ποιητής./ Θα υποφέρετε αιώνια. («Οι πέντε συμβουλές του Κώστα Καρυωτάκη»).

Mε λόγο θεατρογενή [«Αποσπάσματα συνεντεύξεων που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Άμπυσους»  Με τον ζωγράφο Μόντους, Με τη ηθοποιό  Μάγια Πιν, κλπ»], ή περισσότερο αφηγηματικό αλλά το ίδιο καίριο και λακωνικό ( «Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον» κ.α.), τα ποιήματα της Κουτσουμπέλη, εκτός από τη χαρακτηριστική τους τόλμη και ιδιοτυπία αποπνέουν έναν σουρεαλισμό καλά αφομοιωμένο και επί δεκαετίες καλλιεργημένο.

Στο «Ο Κύριος Γκοντ και οι λοιποί ένοικοι» (υποδόριος υπαινιγμός στο έργο «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ, και με αφιέρωση στον ποιητή Ευρυπίδη Ευρυπίδου), ο χώρος μιας πολυκατοικίας ή καλύτερα, ενός συγκροτήματος από διαμερίσματα που φαινομενικά ισορροπούν το ένα πάνω στο άλλο, ρεαλιστικός μαζί και φαντασιακός, αποδίδει με τον δικό του αιχμηρό και ρηξικέλευθο τρόπο το οικογενειακό και κοινωνικό σφαγείο  των ενοίκων του, θυμίζοντας το διήγημα «Όπου κατοικώ», της Ίλζε Άιχινγκερ, γνωστή στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό από τη συλλογή διηγημάτων «Οι λύκοι επιστρέφουν» (εκδ. Gutenberg, 2014).

Σχετικό είναι και το ποίημα που ακολουθεί, «Μαθήματα χειροτεχνίας», με τους στίχους: «Σε πάνινη σακούλα με φακή/στερεώνω έναν γλόμπο/με το πρόσωπο του αδερφού/», να προετοιμάζουν το έδαφος για το επόμενο («Ηλέκτρα»), αποκαλύπτοντας μιαν άλλη πλευρά της αρχαίας ηρωίδας, πιο σύγχρονη αλλά και το ίδιο σύνθετη: «Φόρεσα το κόκκινο καραγιόν/ και τις ψηλές της γόβες./ Κοιτάχτηκα μες στον καθρέφτη./Τώρα που τόσο πολύ της έμοιαζα/μπορούσα πια να τη σκοτώσω//».

Συγκλονίζει το προσωπικό ύφος, η αιρετική, πικρή αλλά και υφέρπουσα λυρική ματιά, η ειλικρίνεια και η αμεσότητα. Το ίδιο και η δύναμη ενός τρυφερού, οικουμενικού και διαχρονικού στοχασμού: «Πώς ένα ελάφι, ενώ πίνει αμέριμνα νερό/ αντικρίζει στο ποτάμι/την αντανάκλαση του κυνηγού/ και παραλύει;» («Το ελάφι και ο κυνηγός» ή: «Την ώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται/ κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά/ κάθεται στο γραφείο του και γράφει.» («Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Ο.»).

Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον, Χλόη Κουτσουμπέλη, Εκδόσεις Πόλις

 ***Το κείμενο υπογράφει η Χρύσα Φάντη (συγγραφέας). Τελευταίο βιβλίο της «Η ιστορία της Σ.», εκδ. Γαβριηλίδης, 2016.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular