Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

«Τι παράλογο πράγμα, να περιμένει κανείς χαρά σε έναν κόσμο τόσο γεμάτο δυστυχία»

Ο Χένρι Σκόμπι είναι παράλογος, αν και έχει αποποιηθεί τη δική του ευτυχία. Ο παραλογισμός του έγκειται στην αδιέξοδη, εξοντωτική του προσπάθεια να διασώσει την ευτυχία των άλλων, εκείνων που μετρούσαν περισσότερο από τον ίδιο, της Λουίζ, της Έλεν, του Θεού. Οι αιτιάσεις της συνείδησής του απέβαιναν ισχυρότερες από τις δύο κρίσιμες συνειδητοποιήσεις του. Διότι περιφρουρούσε εναγωνίως την ηθικότητά του έχοντας συνειδητοποιήσει αφενός ότι «κανένας άνθρωπος στον κόσμο δεν μπορεί να καταλάβει πραγματικά τον άλλο, και ότι κανείς δεν μπορεί να εξασφαλίσει την ευτυχία κανενός», και αφετέρου ότι η πίστη του υστερούσε έναντι της ζωής.

Ο Σκόμπι δεν είναι καλός καθολικός. Δεν αντιστέκεται στο θανάσιμο αμάρτημα της λύπης. Η ζωή τον απελπίζει. Θα ήθελε να τελείωνε συντομότερα από το προβλεπόμενο. «Δεν θα μπορούσε άραγε η δοκιμασία του ανθρώπου να ολοκληρώνεται σε λιγότερα χρόνια; Δεν θα μπορούσαμε να διαπράττουμε το πρώτο μας σοβαρό αμάρτημα στα επτά, να έχουμε καταστραφεί από την αγάπη ή το μίσος στα δέκα, και δεκαπεντάχρονοι να γραπωνόμαστε από τη λύτρωση πάνω στο νεκροκρέβατο;»

Ο Σκόμπι ένιωθε πως η ζωή ήταν ατελείωτη και πως το μέλλον εγκυμονούσε μόνο θλίψη, αλλά παρ’ όλα αυτά ήλπιζε πως η δυστυχία μπορούσε να αναβληθεί. Το αμάρτημα της οκνηρίας σκίαζε επίσης την ευσέβειά του. Πίστευε πως «ένα μεγάλο μέρος της ζωής δεν ήταν παρά η αναβολή της δυστυχίας για αργότερα». «Την επόμενη ώρα θα την αντιμετώπιζε όταν αυτή θα ’ρχόταν».

Η δυστυχία της Λουίζ, της γυναίκας του, καραδοκούσε στις άκρες των χειλιών της για να κατακλύσει ολόκληρο το πρόσωπό της, και κάποιες απαρηγόρητες νύχτες ο Σκόμπι το μόνο που ευχόταν ήταν «να μπορούσε απλώς να αναβάλει τη δυστυχία μέχρι την αυγή».

«Ο Σκόμπι είχε την αόριστη αίσθηση πως αν καθυστερήσεις επαρκώς, τα πράγματα μπορεί και να σε απαλλάξουν εντελώς από το βάρος τους χάρη στον θάνατο».

Από το άλλο μέρος, υπηρετώντας επί δεκαπέντε χρόνια ως αστυνομικός τη δικαιοσύνη σε μια βρετανική αποικία στις δυτικές ακτές της Αφρικής, έχασε την πίστη του στην ένθεη υπόσταση των ανθρώπινων πλασμάτων. Ο ίδιος δεν ήταν ον εν κοινωνία. Αποζητούσε την έρημο, τη μοναξιά, το σκοτάδι. Η ευτυχία που προσδοκούσε δεν είχε ούτε αγάπη ούτε οίκτο. Οι άνθρωποι κατέστρεφαν ο ένας τον άλλο, είτε με την αγάπη είτε με τον οίκτο. Είχε δοκιμάσει και τους δύο τρόπους. Ήξερε τη δυστυχία για την οποία ήταν ικανός, τόσο ως θύμα όσο και ως θύτης. Δεν άντεχε το έλεος που του αποσπούσαν οι δυστυχισμένοι. Εκεί, σε έναν τόπο άρρωστο από την υγρασία και τον πυρετό, κατάφλεκτο και θειόχρου, νόμιζε πως ατένιζε την ανθρωπότητα από το «χείλος μιας παράξενης ηπείρου». Αγαπούσε, όμως, εκείνο το μέρος, γιατί εκεί, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, το έλεός του για τους ανθρώπους δοκιμαζόταν από την εγγενή τους, απροσμάχητη κακότητα. Η ανθρώπινη φύση εκτίθετο αμεταμφίεστη. Δεν ήταν κλίμα για παράφορες συγκινήσεις, το μίσος ή η αγάπη μπορούσαν να σε τρελάνουν. Τα δριμύτερα συναισθήματα εκλύονταν από τον πόνο του άλλου. «Εδώ, μπορούσες να αγαπάς τα ανθρώπινα πλάσματα όπως σχεδόν τα αγαπούσε κι ο Θεός, έχοντας επίγνωση του χειρότερου».

«Ο παράδεισος παρέμενε ακλόνητος στο σωστό μέρος, στην άλλη πλευρά του θανάτου, ενώ εδώ ανθούσε η αδικία, η σκληρότητα, η μοχθηρία που οι άνθρωποι, οπουδήποτε αλλού, τόσο έξυπνα αποσιωπούν».

Ο Γκράχαμ Γκρην απεργάζεται την ηθική απογύμνωση του ήρωα υποβάλλοντάς τον στη διάπραξη ενάρετων πράξεων με ολέθριες συνέπειες. Η ηθικότητά του πλήττεται από τα μέσα, ποτέ από τους σκοπούς. Η επίγνωση της αγαθότητας του σκοπού τον κάνει να αψηφά την ευτέλεια του μέσου. Όμως, στην αρχή του βιβλίου δεν διακρίνονται παρά μόνο προμηνύματα της πτώσης του. Μπορεί τα ήθη της αποικίας να οξείδωναν με τον καιρό κάθε έννοια δικαίου, εκείνος πάντως κατάφερνε να μένει πιστός στην προσωπική του δεοντολογία. Δεν είχε την ψευδαίσθηση πως διέπρεπε στην ηθική, αλλά ούτε καταλόγιζε στον εαυτό του ακατονόμαστες αδικοπραξίες. Ήταν αστυνομικός σε έναν ζωολογικό κήπο και για δεκαπέντε χρόνια τα πήγαινε αρκετά καλά με τα κτήνη. Οι μετάνοιες που έκλειναν τις βραδινές του προσευχές ήταν εθιμοτυπικές, δεν έφεραν το ρίγος της ενοχής. Δεν ξεστομίζονταν από αμαρτωλό, αλλά από έναν κουρασμένο άνθρωπο που άλλοτε καλύτερα και άλλοτε χειρότερα ανταποκρινόταν στα επίγεια καθήκοντά του.

«Επρόκειτο για τυπικότητα, όχι επειδή ένιωθε να μη βαρύνεται από καμιά σοβαρή αμαρτία αλλά επειδή ποτέ δεν του είχε περάσει από το μυαλό ότι η ζωή του ήταν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ιδιαίτερα σημαντική. Δεν έπινε, δεν μοίχευε, ούτε καν ψέματα έλεγε, ποτέ του όμως δεν θεώρησε αυτή την απουσία αμαρτίας ως αρετή. Όποτε τα σκεφτόταν έστω και λίγο όλα αυτά, έβλεπε τον εαυτό του ως στρατιώτη επί των επάλξεων, μέλος μιας παράδοξης ομάδας, χωρίς καμία ευκαιρία να παραβεί τους σοβαρότερους στρατιωτικούς κανόνες».

Ο Γκρην δεν του προσφέρει μία αλλά πολλές ευκαιρίες να παραβεί τους κανόνες και ο Σκόμπι πάντοτε ενδίδει. Τη μεγάλη νύχτα, προθάλαμος της κόλασης, που περνάει στις τελευταίες σελίδες μαζί με έναν Σύρο απατεώνα, τον ενσαρκωμένο διάβολο του μυθιστορήματος, αναλογιζόταν όλα τα ανεπίτρεπτα που είχε διαπράξει και «όλα φάνταζαν τόσο φασματικά, σαν σκιές που ρίχνει πάνω από το κρεβάτι η λάμπα θυέλλης».

Το μείζον άλλοθι του Σκόμπι είναι η αγάπη. Από αγάπη για τη Λουίζ αποκτά δοσοληψίες με τον Σύρο. Από αγάπη για την ερωμένη του την Έλεν απαρνείται τον Θεό. Η αγάπη του εκδηλώνεται σαν αλυσιδωτή αντίδραση που οδηγεί στον οδυρμό και την οδύνη. Η ηθική του δοκιμασία είναι συγκλονιστική. Κάθε του αρετή μεταστρέφεται σε ανηθικότητα. Το καλό που τον οιστρηλατεί, διαστρέφεται σε κακό. Το τίμημα που πληρώνει για κάθε μικρό παράδεισο που επιχειρεί να εγγυηθεί στις δύο αγαπημένες του, είναι η δική του αιώνια καταδίκη, την οποία μεγάθυμα ανταλλάσσει στις προσευχές του με την ευτυχία των δυο τους. Με ενέχυρο την κόλαση, ζητάει από τον Θεό την εγγύηση της σωτηρίας τους. Η αυτοθυσία του, όμως, όζει μεγαλοφροσύνης. Καθόλου ταπεινότητα δεν φεγγίζει στο έλεός του. Ο Σκόμπι καταδικάζεται εξαιτίας της διάπραξης του καλού, αλλά η καταδίκη του δεν μας φαίνεται άδικη, γιατί εδράζεται στη βεβήλωση της ηθικής, στη στρέβλωσή της. Ο ίδιος δεν θέλει τον οίκτο, όχι μόνο επειδή δεν νιώθει αρκετά σημαντικός για να τον αξίζει -που και αυτό δεν συνιστά παρά αντεστραμμένη αλαζονεία- αλλά και γιατί διαισθάνεται πόσο απάνθρωπο, ταπεινωτικό αίσθημα είναι. Υποφέρει από την αδιαλλαξία του εγωισμού του. Τον εξουθενώνει η αδιάκοπη προσπάθεια να αναρριχάται από το πάτωμα στο ύψος των περιστάσεων.

Δεν είμαστε τόσο σημαντικοί, όσο νομίζουμε. Είναι κι αυτό ένα δράμα. Οι περισσότεροι το αντέχουν. Ο Χένρι Σκόμπι όχι.

Η αγάπη που αφειδώς προτείνει ο Σκόμπι είναι οίκτος, η χειρότερη, η πιο ανηλεής μορφή συμπόνιας. Δεν ξέρει να αγαπά χωρίς να λυπάται. Γι’ αυτό επιμένει πως αδυνατεί να αγαπήσει την ομορφιά, την επιτυχία, την ευτυχία. «Η ομορφιά είναι σαν την επιτυχία: δεν μπορούμε να την αγαπάμε για πολύ».

Μόνο η ασχήμια, η ανημπόρια και η αποτυχία ερεθίζουν το ορμέμφυτο του οίκτου του, ρίζα ενός συντριπτικού αισθήματος ανωτερότητας, που ποτέ δεν φτάνει την πλήρωση. Γι’ αυτό, άλλωστε, αγαπούσε τον Θεό, γιατί είχε αποτύχει, είχε συντριβεί από την αναξιότητα των δούλων του. Ο Σκόμπι σκεφτόταν με ντροπή πόσο απελπισμένα «θα πρέπει να αγαπάει ο Θεός», αφού είχε «αφεθεί στο έλεος ανθρώπων που καλά καλά δεν ήξεραν ούτε το νόημα της λέξης».

Ο Σκόμπι δεν θα ήξερε πώς να αγαπήσει τη Λουίζ, αν δεν τον συντάραζε η ευθύνη για την ευτυχία της. Το αλωμένο από τη ζέστη, την υγρασία, τις αβυσσαλέες βροχές και τους πυρετούς της ελονοσίας πρόσωπό της ήταν δικό του έργο, δικό του άχθος και άγος, «η εμπειρία που της είχε προκύψει ήταν η εμπειρία που εκείνος είχε επιλέξει. Εκείνος είχε πλάσει το πρόσωπό της». Γι’ αυτό δεν επέτρεπε σε κανέναν να τον λυπάται για την αξιοθρήνητη σύντροφό του. Ακόμα και για την ξιπασιά της, που την απομόνωνε από όλους, εκείνος ήταν υπεύθυνος. Κανείς δεν είχε δικαίωμα να την κρίνει. «Δικό μου φταίξιμο είναι όλο αυτό. Εγώ την έκανα ό,τι είναι τώρα».

Τα δάκρυα στα μάτια της Λουίζ πρόσμεναν την προσοχή του, τις μηχανορραφίες της παρηγοριάς του. «Αυτές τις ώρες της ασκήμιας την αγαπούσε, όταν ο οίκτος και το αίσθημα ευθύνης έφταναν σε ένταση πάθους».

«Αγαπώ την αποτυχία· δεν μπορώ να αγαπήσω την επιτυχία», συλλογιζόταν ο Σκόμπι παρατηρώντας τη γυναίκα του. Και έχοντας μάθει από καιρό πως κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να καταλάβει έναν άλλο, συνειδητοποιούσε πως «η αγάπη ήταν η επιθυμία να κατανοήσεις, και κάποια στιγμή, με τη διαρκή αποτυχία, η επιθυμία πεθαίνει, και ίσως πεθαίνει και η αγάπη, ή αλλιώς μεταμορφώνεται σ’ εκείνη την οδυνηρή στοργή, σε αφοσίωση, σε οίκτο…»

Όταν, όμως, η Λουίζ ενδυναμωνόταν από τη μνησικακία και ατένιζε τον Σκόμπι από το βάθρο της ανεξευμένιστης προσβολής της, εκείνος αντιλαμβανόταν, σαν να μην του είχε περάσει ποτέ από το μυαλό, πως «ήταν ένα πλάσμα με ανθρώπινη υπόσταση και δικό της αίσθημα ευθύνης, και όχι απλώς το αντικείμενο της φροντίδας και της καλοσύνης του».

Εκείνες τις δύσκολες ώρες που η Λουίζ ανακτούσε το αυτεξούσιό της, ο Σκόμπι ένιωθε να γλιστρά στην άκρη της γλώσσας του η παράκληση: «άσε με να σε οικτίρω πάλι, γίνε απογοητευμένη, απωθητική, γίνε πάλι αποτυχημένη για να μπορέσω να σε αγαπήσω ξανά χωρίς αυτό το χάσμα της πικρίας μεταξύ μας. Ο χρόνος τελειώνει. Θέλω ν’ αγαπήσω και σένα στο τέλος».

Στο γραφείο του στο κτίριο της αστυνομίας, που στα μάτια του φάνταζε σαν αυτοπροσωπογραφία, σαν τη «μεγαλόστομη καυχησιά αδύναμου ανθρώπου», η στοιχειώδης επίπλωση περιλάμβανε ένα ζευγάρι χειροπέδες κρεμασμένες από ένα καρφί στον τοίχο, αμετακίνητες όσο και η παρουσία της Λουίζ στη ζωή του, και ένα συρτάρι μέσα στο οποίο αναπαυόταν ένα σπασμένο ροζάριο. Εκεί, καθισμένος κάτω από τις χειροπέδες στο γραφείο του, μες στην αποφορά ζωολογικού κήπου, έβρισκε για λίγο την ειρήνη. Εκεί μπορούσε να περιμένει τον Θεό να επιστρέψει σε εκείνον. Οι κακοί ήταν στα κλουβιά τους. Έξω καραδοκούσαν άνθρωποι αδέσποτοι και η ζωή, που τον «έβαζε σε πειρασμό σαν αμαρτία». Στο σπίτι του, πάλι, τον παραμόνευε η φωτογραφία ενός μικρού κοριτσιού, ίδια επιτύμβια στήλη, που του υπενθύμιζε τον όρκο που είχε δώσει πριν από δεκατέσσερα χρόνια σε ένα αγγλικό παρεκκλήσι. Σε ένα στολισμένο ιερό εκκλησίας στο Ήλινγκ, μες στην αντήχηση της νεκρώσιμης ακολουθίας, «στη διάρκεια της φρικτά κομψής μικρής τελετής», είχε ορκιστεί να έχει για πάντα τη Λουίζ ευτυχισμένη και από εκείνη την ημέρα τον συνέθλιβε η πιο αβάσταχτη συνέπεια του όρκου του, η απελπισία.

«Η απελπισία είναι το τίμημα που πληρώνει κανείς για τους ανέφικτους στόχους που θέτει».

Αργότερα, όταν επωμίστηκε την ευτυχία της Έλεν, ένα χρέος αντιφατικό με τον όρκο του, ένιωθε πως κάθε της έκκληση για αγάπη «έσφιγγε ακόμα πιο γερά τα δεσμά γύρω από τους καρπούς του». Η αγάπη της του φορούσε χειροπέδες. «Η ασχήμια της ήταν σαν χειροπέδες στους καρπούς του». Το ρήμαγμά της απαιτούσε την αφοσίωσή του. Στο μυαλό του τα ερωτικά της παρακάλια μεταφράζονταν σε «διαταγή για έρωτα, για αποδοχή της ευθύνης, για εξαπάτηση». Με κάθε υπόσχεση που της έδινε, βυθιζόταν στην απελπισία, «λες και απεμπολούσε ολόκληρο το μέλλον».

Ο Σκόμπι χρειαζόταν να επιστρατεύει κάθε φορά τη γενναιότητα του κατάδικου που οδηγείται στο εκτελεστικό απόσπασμα, για να καταφέρνει να επιστρέφει στο σπίτι του, γιατί σκεφτόταν πως τέτοιου είδους γενναιότητα «απαιτείται και για να πας να αντιμετωπίσεις με στοιχειώδη ψυχραιμία τη χρόνια δυστυχία ενός άλλου ανθρώπου». Δρασκελίζοντας την είσοδο είχε την αίσθηση πως άνοιγε την πόρτα στη δυστυχία. Από πίσω τον καρτερούσε η θλίψη της Λουίζ, τα κόκκινα, κλαμένα μάτια της, που σιωπηρά τον ικέτευαν να ψευδορκήσει, να διασώσει την ευτυχία και την αγάπη, έστω και σαν ψέμα. Και ο Σκόμπι συναινούσε, γιατί σκεφτόταν πως τελικά η αλήθεια «ποτέ δεν χρησίμεψε πραγματικά σε κανένα ανθρώπινο πλάσμα – δεν είναι παρά ένα σύμβολο για τις αναζητήσεις μαθηματικών και φιλοσόφων. Στις ανθρώπινες σχέσεις, η καλοσύνη και τα ψέματα αξίζουν όσο χίλιες αλήθειες. Είχε εμπλακεί σε κάτι που ανέκαθεν ήξερε πως ήταν ένας μάταιος αγώνας για να διασώσει τα ψέματα». Από την άλλη, ένας από τους κανόνες που όριζε τη ζωή του, ήταν και το να είναι «αξιοπρεπής στις ήττες».

Ξαπλωμένη δίπλα του στο κρεβάτι, αποκοιμισμένη από τα παραμυθητικά του ψεύδη, η Λουίζ έμοιαζε «σαν τον κουρασμένο αγγελιαφόρο που έχει παρατήσει το φορτίο του». «Τώρα το φορτίο κείτονταν δίπλα του, κι αυτός ετοιμάστηκε να το πάρει στην πλάτη».

Η Λουίζ ουδέποτε υποτίμησε τον σύζυγό της δείχνοντάς του οίκτο. Αντιθέτως, φρόντιζε να είναι ανελέητη μαζί του. Τον έσερνε στην κυριακάτικη λειτουργία μόνο και μόνο για να μην εξιλεωθεί ποτέ για τις αμαρτίες του, για να λάβει τη μετάληψη όντας αμεταμέλητος. Τον υποχρέωνε να φέρει την όστια στα χείλη του που είχαν το σημάδι της Έλεν. Άλλοτε πάλι του έδινε άφεση για τις απουσίες του από την Αγία Τράπεζα μόνο επειδή ήξερε πως εκείνος ποτέ δεν θα του τις συγχωρούσε. Τον κατηγορούσε πως δεν αγαπούσε κανέναν πέρα από τον εαυτό του. Είχε άραγε δίκιο; Ο Σκόμπι δεν οίκτιρε τον εαυτό του, δεν του έδειχνε εκείνη τη στρεβλή αγάπη που επιφύλασσε στους άλλους. Ακόμα και μες στην πιο βαθιά απόγνωση αρνιόταν να ενδώσει στην αυτολύπηση. Ήταν άραγε υπεράνω της θλίψης ή ολότελα κατεστραμμένος από αυτήν; Μήπως η μεγαλομανία του ήταν που τον απέτρεπε από τον αυτοοικτιρμό; Η απελπισία ήταν το ίχνος της καλοσύνης του και συνάμα η τιμωρία του για την αναλγησία της αξιοπρέπειάς του. Η απώλεια της ελπίδας ήταν ένα αμάρτημα, στο οποίο ουδέποτε θα περιέπιπτε, αν δεν αγαπούσε τόσο λάθος, τόσο μάταια. Η απελπισία του ήταν η νέμεση του ελέους του.

«Οι κακοί έχουν πάντα την ελπίδα. Ποτέ δεν φτάνουν σ’ εκείνο το σημείο του απόλυτου ψύχους, στην επίγνωση της πλήρους αποτυχίας. Μόνο οι καλοπροαίρετοι κουβαλούν πάντα στην καρδιά τους αυτή τη δυνατότητα της αιώνιας καταδίκης».

«Δείξε μου τον ευτυχισμένο άνθρωπο, κι εγώ θα σου δείξω είτε εγωισμό και κακία – ή αλλιώς την απόλυτη άγνοια».

Αν αγαπούσε τον εαυτό του, δεν θα τον εξέθετε τόσο ανεπίτρεπτα, δεν θα τον παγίδευε τόσο τελεσίδικα. Η αυταρέσκειά του ήταν αξεχώριστη με το αίσθημα ευθύνης απέναντι στους άλλους, που διαρκώς τον εγκαλούσε για ολιγωρία. Τον τυραννούσε ένα «παράξενο προαίσθημα ενοχής», «λες και ήταν υπεύθυνος για κάτι μελλοντικό που ακόμα δεν μπορούσε ούτε να προβλέψει». Η θεοποίηση του εαυτού του εδραιωνόταν από αυτή την ανέφικτη ευθύνη που κατέρρεε σε οδύνη. Από την άλλη, το δαιμονιακό στοιχείο της υπόστασής του έγκειτο ακριβώς στην ενοχή του, στην ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας του για κακό.

Ο Σκόμπι δεν αγαπούσε τους άλλους για να τροφοδοτεί την αγάπη εις εαυτόν ή για να διαχύσει το πλεόνασμά της. Τους αγαπούσε στον βαθμό που τον είχαν ανάγκη, στο μέτρο που θα τους έσωζε από την οδύνη, διασώζοντας έτσι την αυτοεκτίμησή του. Συνεπώς, δεν τους αγαπούσε, αναλάμβανε τη λύτρωσή τους, διάρπαζε τη Θεία Πρόνοια. Και η προδικασμένη αποτυχία του στην ευτυχία τον καθιστούσε υπόλογο έναντι Θεού και ανθρώπων. Η αγάπη είναι ξένη στον Σκόμπι. Η πλάνη της ηθικής του εξυφαίνεται πέρα από το φάσμα της. Υφίσταται την ανθρώπινη κατάσταση σαν οριακή ξενότητα, διότι του είναι δυσβάσταχτη. Η έγνοια του για τον άλλο άνθρωπο αρχίζει και τελειώνει στην ελεημοσύνη. Ο οίκτος είναι η μόνη οδός που γνωρίζει για να απαντηθεί με τους άλλους, αλλά και με τον Θεό.

Ο Σκόμπι μιαίνει την πίστη του από τη στιγμή που αρχίζει να ελεεινολογεί τον Θεό, από τη στιγμή που αρχίζει να αισθάνεται αλληλέγγυος με τα πάθη του Χριστού. Μες στην απελπισία του ένιωθε τον Παντοδύναμο αδύναμο, τον Λυτρωτή δεσμώτη των αλύτρωτων πλασμάτων του. Αυτός, ο Χένρι Σκόμπι, ήταν το μαρτύριο του Χριστού, ο Σταυρός του. Με κάθε του χειρονομία κατάφερνε ένα ακόμα πλήγμα στον ήδη καταματωμένο από τα χτυπήματά του Θεό. Κάθε φορά που γονάτιζε μπροστά στην Αγία Τράπεζα για τη Θεία Ευχαριστία, ενόσω «η καταδίκη του ετοιμαζόταν σαν γεύμα επάνω στον βωμό», νόμιζε πως έβλεπε «μπροστά στα μάτια του ένα πρόσωπο ματωμένο, με μάτια κλειστά από τον καταιγισμό των χτυπημάτων: το παραζαλισμένο από τις γροθιές κεφάλι του Θεού, να γέρνει προς το πλάι». Το δαιμονικότερο φάντασμα που τον καταδίωκε, ήταν ο Θεός που αιμορραγούσε. Και καθώς περίμενε να νιώσει «στη γλώσσα του τη χάρτινη, ασπριδερή γεύση της κόλασής του», ικέτευε για ένα θαύμα, τη λύτρωση όχι του Θεού από τη Σταύρωση, αλλά του Σταυρού από την επίγνωση του μαρτυρίου που επιφέρει και της αμαρτίας που επωμίζεται.

«Εγώ είμαι ο Σταυρός, σκέφτηκε, Εκείνος δεν θα πει ποτέ τη λέξη για να σώσει τον εαυτό Του από τον Σταυρό, μακάρι όμως το ξύλο να ήταν φτιαγμένο έτσι ώστε να μη νιώθει, μακάρι τα καρφιά να ήταν έτσι αναίσθητα όπως νομίζουν οι άνθρωποι».

Ο Σκόμπι λαχταρούσε την ειρήνη. «Στη Θεία Λειτουργία, πίεζε με τα δάχτυλα τα μάτια του για να κρατήσει μέσα τα δάκρυα της λαχτάρας». Ήξερε, όμως, ότι ο υπεύθυνος άνθρωπος δεν βρίσκει ποτέ γαλήνη. Ήταν καταδικασμένος να υποφέρει παντοτινά από την ευθύνη του για όλα τα δύστηνα πλάσματα, να ψυχοπονεί για τις πληγές τους. Ακόμη και ο Θεός τα αγαπούσε, πώς λοιπόν γινόταν να μην τα σπλαχνιστεί ο συνάνθρωπος; Ήταν ποτέ δυνατόν ο Θεός του ελέους και των οικτιρμών να μην συγχωρούσε την παραμέλησή Του προς όφελος ενός και μόνο πλάσματός του; «Πώς γίνεται να αγαπά κανείς τον Θεό εις βάρος ενός από τα πλάσματά του;» Η αγάπη για τον πλησίον δεν ήταν άραγε ο μοναδικός τρόπος να αγαπάς τον Θεό;

Ωστόσο, ο Σκόμπι δεν μεταρσιωνόταν από την ελεητική του αγάπη, γιατί τον ρήμαζε ο οίκτος. Αγαπούσε τον πλησίον κατ’ εντολή του Θεού, όχι όμως ως εαυτόν. Ο εαυτός του βρισκόταν κάπου χαμηλότερα ή ψηλότερα. Δεν αναγνώριζε στον πλησίον την εικόνα και την ομοίωσή του. Δεν άντεχε την εγγύτητά τους. Προτιμούσε τη μοναξιά από το πλησίασμα. Η απαντοχή της ερήμου ματαιωνόταν διαρκώς από τον πλησίον που τον πλησίαζε.

«Αν ήξερε κανείς, αναρωτήθηκε, τα δεδομένα, μήπως θα ένιωθε οίκτο ακόμα και για τους πλανήτες; Αν έφτανε σ’ αυτό που λένε καρδιά των πραγμάτων;»

Στη δική του καρδιά, στον πυρήνα της ύπαρξής του, ήταν γερά σφηνωμένος ο Θεός, αλλά ένας Θεός συρρικνωμένος και σεσηπώς, απομειωμένος από τη μικρότητα των δημιουργημάτων του, «και ξεκινώντας από αυτόν τον σπόρο, το κορμί του διαβρωνόταν από τα μέσα προς τα έξω».

Όταν άγγιζε το γυμνό δέρμα της Λουίζ, τα δάχτυλά του έσταζαν από τον ιδρώτα. Το άγγιγμά τους απομυζούσε τις ψυχικές του αντοχές, τον στράγγιζε. Όταν κάποτε και η Έλεν μετατράπηκε σε ευθύνη, από τη σάρκα της κυλούσε στο χέρι του ιδρώτας. Κάθε φορά που τις ακουμπούσε, ο ιδρώτας ανάβλυζε σαν κλάμα από τις ρώγες των δαχτύλων του. Κάθε υπόλειμμα έρωτα ξεπλενόταν από τα κορμιά τους με το παραμικρό του άγγιγμα. Η παλιά φλόγα έλιωνε τη σάρκα που ρευστοποιούνταν κάτω από τα δάχτυλά του.

«Ο οίκτος άχνιζε στην καρδιά του σαν ζωική ύλη σε αποσύνθεση. Ποτέ δεν θα τον ξεφορτωνόταν. Ήξερε εκ πείρας πώς σβήνει το πάθος και πώς ο έρωτας χάνεται, ο οίκτος όμως παρέμενε για πάντα. Τίποτα δεν μπορούσε να τον λιγοστέψει. Τον έτρεφαν τα δεδομένα της ζωής. Μόνο ένας άνθρωπος στον κόσμο ήταν ανάξιος οίκτου – ο ίδιος». 

«Η πλευρά του άλλου στοίχειωνε αμείλικτα τον δρόμο του σαν αθώο θύμα φονικού».

Γιατί αυτός «ο δούλος των δούλων του Θεού» δεν αξιώνει την αγάπη του Θεού; Γιατί αυτός ο πολυεύσπλαχνος αντί των Αχράντων Μυστηρίων κοινωνεί τη Θεία Δίκη; Γιατί αυτοεξορίζεται από την Εκκλησία; Όταν ο πιο χριστιανικός παλμός, η σωτηρία του άλλου, αναπάλλει την καρδιά του, γιατί αισθάνεται αιώνια καταδικασμένος; Ο Γκράχαμ Γκρην αποφεύγει να καταδικάσει τον ήρωά του τόσο απερίφραστα και τόσο βιαστικά όσο ο ίδιος ο Σκόμπι. Η ευσέβειά του δεν είναι ανειλικρινής, δεν υποκρίνεται την έγνοια για το καλό, η θεοφοβούμενη πίστη του τραυματίζεται σοβαρά από τη συμπλοκή της με τις επίγειες μέριμνες. Ως καθολικός γνωρίζει τις σωστές απαντήσεις, αλλά ως άνθρωπος στοιχειωμένος από την ανθρώπινη δυστυχία διστάζει να τις υπακούσει. Εγκολπωνόταν την πίστη και τη ζωή σαν οδυνηρή υπαρξιακή διχοστασία και γι’ αυτό το ορθό τής πίστης το έβρισκε λάθος στη ζωή. Η θεογνωσία δεν εξάγνιζε την ανθρώπινη φύση του. Αντιθέτως, την καθιστούσε πιο ευάλωτη, καθώς της υπενθύμιζε τις υστερήσεις της. Ο Σκόμπι δεν άντεχε να εγκαταλείψει τη Λουίζ για να αφοσιωθεί στην Έλεν ούτε την Έλεν για να αφοσιωθεί στην Εκκλησία. Η δοκιμασία του ως καθολικού έγκειται στην επιθυμία του να είναι και με την Έλεν και με τον Θεό. Δεν θα έβρισκε ποτέ την ειρήνη, γιατί οι απηνείς της προϋποθέσεις τον ξεπερνούσαν. Περισσότερο από την τιμωρία του Θεού τον τρομοκρατούσαν τα συντρίμμια των ανθρώπινων πράξεων. Κάθε φορά που επέστρεφε στην Έλεν, ένιωθε πως «γύριζε την πλάτη στην ειρήνη οριστικά».

«Δεν γίνεται να επιθυμείς τον σκοπό χωρίς να επιθυμείς τα μέσα», του λέει ο πατήρ Ρανκ και ο Σκόμπι σκέφτεται: «Α, πώς δεν γίνεται […] πώς δεν γίνεται: μπορείς να επιθυμείς την ειρήνη της νίκης χωρίς να επιθυμείς τις ρημαγμένες πόλεις».

Η Έλεν εκλάμβανε τον καθολικισμό του σαν πρόσχημα για να την εγκαταλείψει και ματαίως ο Σκόμπι της υποσχόταν αιώνια πίστη, ομολογώντας ταυτόχρονα την οδύνη του για αυτή την πίστη που μαγάριζε τον Θεό. Η Έλεν δεν ήθελε ούτε την αλήθεια ούτε τον οίκτο του και εκείνος επέμενε να της εξομολογείται την αγάπη του, που την ένιωθε σαν βεβήλωση των ιερών μυστηρίων, σαν να χτυπούσε τον Θεό «ενώ είναι πεσμένος – στο έλεός μου». Της ορκιζόταν πως την αγαπούσε «πιο πολύ από τον Θεό», αλλά η Έλεν δεν αντιλαμβανόταν την κόλαση που εκείνος αντίκριζε σε αυτή την ανεξίλαστη ομολογία. Κάποιες φορές αναρωτιόταν μήπως τελικά εκείνη καταλάβαινε τα πράγματα καλύτερα απ’ ό,τι εκείνος, γιατί συχνά «η έλλειψη πίστης σε βοηθά να βλέπεις καθαρότερα απ’ όσο η ίδια η πίστη».

Στις πιο δυσάρεστες φιλονικίες τους καλούνταν να υπερασπίσει μια πίστη, που ήταν πρόθυμος να εγκαταλείψει για χάρη εκείνης έναντι της οποίας την υπερασπιζόταν. Οι αιτιάσεις της Έλεν τον παγίδευαν. Έμοιαζε να θέλει να τον αποσπάσει από τον Θεό για να τον κρατήσει δικό της. Όμως, δεν ήθελε ακριβώς αυτό. Ήταν πιο πολύπλοκη η απαίτησή της. Όπως η Λουίζ, και εκείνη ζητούσε υπόρρητα από τον Σκόμπι να παρηγορήσει με ψέματα την αλήθεια. Αλλά τα λόγια της, αυτά που πάλευε να αποκρούσει ο εραστής της, δεν ξέφευγαν από την κοινοτοπία της ερωτικής απελπισίας.

«Οι ευσεβείς, σκέφτηκε ο Σκόμπι, θα έλεγαν, φαντάζομαι ότι αυτά είναι του διαβόλου λόγια. Ήξερε όμως ότι το Κακό ποτέ δεν μιλά με τόσο χοντροκομμένους όρους, τόσο εύκολους να απαντηθούν. Εδώ μιλούσε η αθωότητα».

Παρ’ όλα αυτά, ο Σκόμπι επέμενε να ομνύει στην ανίερη αγάπη του, γιατί τελικά ο Θεός δεν τον χρειαζόταν όπως τον χρειάζονταν η Έλεν και η Λουίζ. Μπορούσε και χωρίς τον Σκόμπι. Εκείνες όμως όχι. Δεν εμπιστευόταν τον Θεό αρκετά ώστε να του μεταθέσει την ευθύνη της λύτρωσής τους από τον πόνο που θα προξενούσε είτε στη μία είτε στην άλλη.

«[…] δεν μπορούσε να πιστέψει σε κανέναν Θεό που δεν ήταν αρκετά ανθρώπινος ώστε να αγαπά ό,τι έχει δημιουργήσει». Είχε την ελπίδα πως «η αγάπη –οποιουδήποτε είδους- όντως αξίζει και λίγο έλεος». Αλλά την ίδια στιγμή δίσταζε να εμπιστευτεί την ευτυχία των αγαπημένων του στο έλεος του Θεού. Πίστευε πως το δικό του υπερτερούσε. Τους προσφερόταν εδώ και τώρα και όχι στο επέκεινα. Εκεί πέρα αμφέβαλλε αν κανείς έβρισκε τον παράδεισο, αλλά ήταν βέβαιος πως τον ίδιο θα τον περίμενε η κόλαση. Όμως, αυτή του η βεβαιότητα αποζητούσε απελπισμένα τη διάψευση. Κάποιες στιγμές σκεφτόταν πως «τα περισσότερα πράγματα θα τα συγχωρούσαμε, αν ξέραμε όλα τα δεδομένα». Ωστόσο, ακόμα και αν ποτέ δεν ελεούνταν με άφεση, επωμιζόταν την αμαρτία της απιστίας στον Δημιουργό προς χάριν δύο συγκεκριμένων δημιουργημάτων του. Μια αμαρτία αβάσταχτη για τη θεοσέβειά του. Αλλά η ευθύνη του για την ευτυχία της Έλεν και της Λουίζ, τον εξωθούσε στην περιφρόνηση της ευτυχίας που ευαγγελιζόταν ο Θεός. Προσδοκούσε ειρήνη, αλλά οι καθημερινοί πόλεμοι των εγκοσμίων τον απομάκρυναν ολοένα και περισσότερο από την επουράνια γαλήνη. Σαν τον Κοριολανό και εκείνος, εγκατέσπειρε την ύπαρξή του με τραύματα, εν είδει τεκμηρίων μιας υπεράνθρωπης αξιοσύνης.

«Ο ουρανός έκλαιγε ατέλειωτα τριγύρω του· είχε την αίσθηση των πληγών που ποτέ δεν κλείνουν».

Ένα όρνιο φτερούγισε στον ουρανό, όταν ο Ουίλσον αντίκρισε για πρώτη φορά τον Σκόμπι. Τότε ο νεαρός Ουίλσον, καινούργιος στην αποικία, δεν υποψιαζόταν πως ο αστυνομικός θα γινόταν με τον καιρό μια μικρή ουλή στη συνείδησή του, ένα τραύμα που ο πόνος του θα ξυπνούσε συχνότερα απ’ όσο θα πίστευε. Ο Ουίλσον και η Έλεν είναι τα πιο αθώα πλάσματα της μυθοπλασίας, αν και γρήγορα καταφθείρονται από τη διαβρωτική επίδραση της δυστυχίας. Και οι δύο πιστεύουν στην αγάπη, σε μια αγάπη ουτοπική, άσπιλη, ανέγγιχτη από τη ζωή. Η μία την προσφέρει στον Σκόμπι και ο άλλος στη Λουίζ. Η τελευταία διαβάζει και αυτή ποίηση, όπως ο Ουίλσον, αλλά έχει απολέσει προ πολλού κάθε συναισθηματική αυταπάτη. Ο Ουίλσον περνούσε ακόμα για πάθος τις πλάνες της φαντασίας του. Τολμούσε να είναι ρομαντικός σε εκείνο το κλίμα της υγρασίας και της σήψης που έτηκε κάθε αθώο λογισμό. Μέχρι που έγραψε και ένα ποίημα αφιερωμένο στη Λουίζ. Δεν υποψιαζόταν την ταπείνωση που ελλόχευαν οι χειρονομίες και οι εξομολογήσεις του. Ο λυρισμός του αγνοούσε τον κυνισμό. Τον ξεγελούσε ακόμα η αληθοφάνεια της αισθαντικότητας. Πίστευε στις όμορφες λέξεις των τυπωμένων σελίδων και δεν έβλεπε πως η πραγματικότητα τις γελοιοποιούσε. Η οικτρή αποτυχία του έρωτά του και το ξεμπρόστιασμα των ψευδαισθήσεών του τον ανάγκασαν να μεταπηδήσει από την αγάπη στο μίσος. Από εκεί και πέρα το μοναδικό αντικείμενο της προσοχής του ήταν ο Σκόμπι.

Παρατηρώντας τη θλιβερή παντομίμα που ήταν ο συζυγικός βίος του Σκόμπι και της Λουίζ, συνειδητοποίησε απόλυτα «τον πόνο, τον αναπόφευκτο πόνο, κάθε ανθρώπινης σχέσης – εκείνον που προξενείς και εκείνον που υπομένεις. Και πόσο ανόητοι είμαστε, να φοβόμαστε τη μοναξιά».

Ο Ουίλσον δεν μπορούσε να συγχωρήσει στον Σκόμπι την οπτική γωνία από την οποία κατόπτευε την ανθρωπότητα, μια γωνία που του έκρυβε την καλύτερη θέα του κόσμου, σβήνοντάς την στο σκοτάδι. Ο Ουίλσον τυφλωνόταν ακόμα από το φως.

Μόνο όταν καταδύεται στις υποφωτισμένες εσοχές ενός άθλιου πορνείου, αντιλαμβάνεται πόσο πολλή σάρκα έφερε ο ιδεαλισμός του. Εκεί μέσα έπαψε διαμιάς να είναι ο Ουίλσον. Ήταν ένα κρεάτινο ον, ανιστορικό και προαιώνιο.

«Μπαίνοντας σε εκείνο τον στενό σοβαντισμένο διάδρομο, είχε απεκδυθεί κάθε φυλετικό, κοινωνικό και προσωπικό χαρακτηριστικό· από τον εαυτό του είχε απομείνει μόνο η ανθρώπινη φύση».

Προχωρώντας προς την άκρη του διαδρόμου όπου τον περίμενε η κοπέλα, είχε την αίσθηση πως κατακρημνιζόταν στην κατακόμβη της ανθρωπότητας.

«Η ζέστη ανάμεσα στους τοίχους της βροχής, η βαριά οσμή της συντρόφου του, το θαμπό, άστατο φως της λάμπας τού θύμιζαν κρύπτη που άνοιξε για να δεχτεί μια ακόμα σορό στο δάπεδό της».

Αξίζει μια προσεχθεί μια σκηνή, ενδεικτική της τεχνικής της προοικονομίας στην οποία θεμελιώνεται η μυθιστορηματική σύνθεση. Ο Ουίλσον σκοτώνει την ώρα του κυνηγώντας κατσαρίδες. Σημειώνει ο Γκρην: «η λαχτάρα του κυνηγιού άγγιξε κάτι στη φαντασία του Ουίλσον». Λίγο μετά τον βλέπουμε στο γραφείο του Σκόμπι, να μελετά τον χώρο «έτσι όπως θα μελετούσε ένας στρατηγός το πεδίο της μάχης». Η φαντασία του ανακάλυψε αίφνης το αντικείμενο του πόθου της. Ο Σκόμπι ήταν ο εχθρός που χρειαζόταν ο Ουίλσον για να εκδικηθεί την ταπείνωσή του. Αλλά ο εχθρός αυτός δεν προσφερόταν για πόλεμο. Δεν γινόταν ο Σκόμπι να μην είχε οίκτο για κάποιον σαν τον Ουίλσον. Στη μορφή του διέκρινε κάτι το ανυπεράσπιστο. Το πρόσωπό του έδειχνε αδιαμόρφωτο και έμοιαζε να εκλιπαρεί το έλεος, όπως το άψυχο παιδικό πρόσωπο του Πέμπερτον με το οποίο ο Σκόμπι θα αντιμετρηθεί κάμποσες σελίδες αργότερα. «Κανείς δεν είχε χαράξει ακόμα στο πρόσωπό του τις γραμμές που κάνουν τον άνθρωπο».

Ο Ουίλσον είναι εκείνος που εξαγριώνεται περισσότερο από κάθε άλλο πρόσωπο του μυθιστορήματος από τον οίκτο του Σκόμπι, αλλά και ο μόνος που αναγνωρίζει σε αυτόν την αγωνία της ηθικότητας.

«Ω, είστε ανυπόφορος. Παραείστε έντιμος γι’ αυτή τη ζωή, που να πάρει», του λέει έξαλλος ο Ουίλσον.

«Το πρόσωπό του ήταν ξαναμμένο, ακόμα και τα γόνατά του έμοιαζαν να έχουν κοκκινίσει από θυμό, ντροπή, αυτοεξευτελισμό».

Ο Σκόμπι βάλθηκε να τον κανακεύει, αποδίδοντας την έκρηξή του στον ήλιο. Ο Ουίλσον στεκόταν απέναντί του και του έκλεινε το δρόμο, ένα καταγέλαστο εμπόδιο, κοιτώντας τον «με πρόσωπο κατακόκκινο και δάκρυα στα μάτια». Τότε μίσησε πραγματικά εκείνον τον άντρα που τον είχε δει να κλαίει και ήξερε πια και γιατί μισούσε τον εαυτό του. Γιατί ο Ουίλσον δεν ήταν ο Σκόμπι. Γιατί ο Ουίλσον πίστευε, παρόλες τις ενδείξεις περί του αντιθέτου, στη δυνατότητα της ευτυχίας και γι’ αυτό παρέμενε εκτεθειμένος στις ενέδρες της διάψευσης. Ο Σκόμπι είχε σκοτώσει τη χαρά και από το φονικό αυτό ξεχύθηκε το μίσος του Ουίλσον, ένα μίσος χάρη στο οποίο «οι νεκρές του φλέβες μπορούσαν να ματώσουν ξανά».

Κανένας, πλην του ίδιου του Σκόμπι, δεν κατασκόπευε τον Σκόμπι τόσο σχολαστικά όσο ο Ουίλσον. Παραμονεύοντάς τον διαρκώς, σκιά της σκιάς του, θήτευσε στη «μελαγχολία τού μετά», που πάντα φωλιάζει στην καρδιά εκ των προτέρων. Αναλωνόταν σε μάταιες αναμετρήσεις με τον ελεήμονα εχθρό του και μόνος στο δωμάτιό του «στροβιλιζόταν σε μια δίνη αηδίας για τον εαυτό του». Όπως η Λουίζ και η Έλεν, πρόλαβε και εκείνος να γεράσει κοντά του.

«Ένιωθε λες και είχε περάσει χρόνια, όχι μήνες, σ’ αυτή την ακτή, όλα εκείνα τα χρόνια μεταξύ εφηβείας και ενήλικου βίου».

Όταν ο Σκόμπι βλέπει για πρώτη φορά τη δεκαεννιάχρονη Έλεν, σωριασμένη πάνω σε ένα φορείο, με το πρόσωπό της «κακάσχημο από την εξάντληση», η έμπλεη οίκτου αγάπη του εξάπτεται. Ήταν ένα πλάσμα που τον είχε ανάγκη, αξιελέητο και γι’ αυτό ακριβώς αξιαγάπητο. «Ο Σκόμπι ποτέ δεν ξέχασε πώς μπήκε, έτσι ξαπλωμένη σε φορείο, στη ζωή του, με τα χέρια να σφίγγουν ένα άλμπουμ γραμματοσήμων και τα μάτια ερμητικά κλειστά». Ήταν και η Έλεν ένας αγγελιαφόρος που ήρθε να αποθέσει το φορτίο της στην πλάτη του.

Ωστόσο, και πάλι ο Γκρην δεν μας επιτρέπει να απαξιώσουμε την έγνοια του Σκόμπι για την Έλεν. Το ημιθανές κορίτσι στο φορείο αναβίωνε τη μορφή ενός άλλου κοριτσιού, της νεκρής του κόρης, τα μοναδικά απομεινάρια της οποίας ήταν ένα πανάλαφρο φέρετρο παραχωμένο στο χώμα του Ήλινγκ και η νυφιάτικη φωτογραφία της πρώτης της κοινωνίας στην εταζέρα της κρεβατοκάμαρας. Όταν ο Σκόμπι αντίκρισε την Έλεν, δεν μπορούσε να μην προσέξει στα «αδύνατα σαν παιδιού» χέρια της τη βέρα «που έπλεε στο δάχτυλο, σαν παιδί που έχει μεταμφιεστεί». Το ακαριαίο συναίσθημα που του προκαλεί η κοπέλα, ενέχει τη συνταρακτική οδύνη του πένθους. Συνεπώς, η δέσμευση του Σκόμπι απέναντι στη δυστυχία της δεν γίνεται να γυμνωθεί στη σκληρότητα του οίκτου, μολονότι από αυτόν εκκινεί.

Η νεκρή του κόρη είναι η αχίλλειος πτέρνα του Σκόμπι, σημείο αναφοράς και συνάμα στίγμα της συνείδησής του. Κανένας γονιός που θάβει το παιδί του, δεν ξεπερνά αυτή την τραγική αποτυχία, να σώσει ό,τι πολυτιμότερο δημιούργησε. Ίσως γι’ αυτό συμπάσχει τόσο εκθύμως τον Θεό για την απελπισμένη αγάπη του, φτάνοντας στο σημείο μιας ανευλαβούς ταύτισης. Αισθανόταν και τους δυο τους σαν εκπεσόντες δημιουργούς, σαν αποτυχημένους πατέρες. Ακόμα και αν κανένα απολύτως αμάρτημα δεν τον βάραινε στη συνέχεια, ο Σκόμπι είναι ένοχος από την πρώτη κιόλας σελίδα, γιατί έχει επιζήσει της κηδείας της κόρης του. Μολονότι, όπως κάθε έμβιο ον, ήταν και εκείνος ανίσχυρος απέναντι στον θάνατο, ο θάνατος της κόρης του παρέμενε το πιο ζοφερό, το απράυντο κρίμα του.

Έχει σημασία να προσέξουμε επίσης ότι η πρώτη φορά που ο αστυνομικός παραβαίνει τους κανόνες, είναι όταν καίει την επιστολή ενός καπετάνιου προς την κόρη του (δυνάμει κατασκοπικό έγγραφο), που λαθραία μετέφερε στο πλοίο του (βρισκόμαστε εν τω μέσω του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου). Ο Σκόμπι όχι μόνο γνωρίζει το αίτιο της πράξης του -να κάψει το γράμμα αποκρύπτοντας έτσι την παρανομία του καπετάνιου- αλλά και υποπτεύεται τις καθοριστικές για τη συνείδησή του συνέπειες. «Αυτό στάθηκε το κομβικό σημείο, η κόρη». Δεν είναι η παράβαση των κανόνων που πλήττει την εντιμότητά του, αλλά η ηθικοποίηση της παράβασης μέσω του συναισθήματος. «Το συναίσθημα ήταν το πιο επικίνδυνο πράγμα, γιατί το αντίτιμό του δεν μπορεί να οριστεί».

Τη δεύτερη φορά που βρέθηκε στην καμπίνα του καπετάνιου καμία επίφαση ηθικής δεν εξωραΐζει την προαποφασισμένη, από τον τρισκατάρατο Σύρο, δοσοληψία τους. Ερευνώντας τυπικά την καμπίνα, μόνο και μόνο για να κρατήσει τα προσχήματα, κοντοστάθηκε μπροστά σε έναν καθρέφτη που χλεύαζε κάθε του ιδέα για τον εαυτό του. «Είμαι άραγε στ’ αλήθεια απ’ αυτούς που οι άλλοι οικτίρουν; σκέφτηκε».

Όμως, μέχρι να αντικριστεί με αυτή την εξονειδισμένη όψη, έπρεπε να φύγει πολύ μακριά από τον ιδεατό Σκόμπι που φαντασιωνόταν πως ήταν. Έπρεπε καταρχάς να πουλήσει την ψυχή του στον Σύρο και κατόπιν να συναντηθεί με την Έλεν. Μολονότι πάντα ήταν επιφυλακτικός με τα συναισθήματα, η έλξη του για τη νεαρή κοπέλα δεν τον φόβισε, γιατί ήταν μια έλξη θρώσκουσα από τον οίκτο. Από την αρχή αισθάνθηκε ασφαλής κοντά της, ενώ κατά τραγική ειρωνεία κινδύνευε περισσότερο από ποτέ. «Του φαινόταν εκπληκτικό πόσο εύκολα και γρήγορα έγιναν φίλοι». Δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος να εκτρέψουν τη φιλία τους προς ολισθηρές εκδοχές. Άλλωστε, τους χώριζαν με ασφάλεια ένας νεκρός σύζυγος, μια σύζυγος εν ζωή «και χρόνια, πολλά χρόνια εμπειρίας. Δεν είχαν ν’ ανησυχούν τι ήταν σωστό να λένε ο ένας στον άλλο». «Ένιωθαν κι οι δυο μια αίσθηση τεράστιας σιγουριάς».

Το πρώτο βράδυ που έφυγε από το σπίτι της Έλεν, ο Σκόμπι αισθανόταν «μια πελώρια χαρά», «δεν έμελλε όμως να θυμάται ως χαρά αυτό όσο το να βγαίνει έξω, στη βροχή και στο σκοτάδι, μόνος του». Τότε ακόμη αναλίγωνε την καρδιά του η προσμονή της ερήμου, ενός στύγιου διάπλου που θα τον μετέφερε στον ασφοδελό λειμώνα. Και όμως, όταν την κοιτούσε, ένιωθε «την ευθύνη λυπημένη σαν τη βραδινή παλίρροια να τον ξεβράζει στην ακτή». Σε μια ακτή του κόσμου ετούτου, απλησίαστη από την άλλη, την ονειρική και άφθαστη εν ζωή.

Η φαινομενικά ανώριμη Έλεν αποδεικνύεται πιο οξυδερκής από τον φίλο της μες στην ανησυχία της για τον οίκτο που χωρίς να το θέλει η ίδια, της πρόσφερε εκείνος. Τη φόβιζε «η τρομερή ευθύνη τού να εισπράττει συμπόνια».

«Νιώθω πως ποτέ δεν θα με απογοητεύσεις», λέει ένα βράδυ στον Σκόμπι ελπίζοντας να εκμαιεύσει την υπόσχεση που θα καθησύχαζε τους φόβους της. Και εκείνος δέχτηκε σιωπηρά τις λέξεις της «σαν προσταγή που θα έπρεπε να υπακούσει, όσο δύσκολο κι αν ήταν», αλλά δεν πρόλαβε να της απαντήσει, γιατί μόλις λίγες γραμμές παρακάτω τη φίλησε.

«Αυτό που και οι δυο τους είχαν θεωρήσει ασφάλεια, αποδείχθηκε ένα απλό καμουφλάζ του εχθρού που πάντα δρα με όρους φιλίας, εμπιστοσύνης και οίκτου».

«Χτυπώντας τον Θεό, υπάρχει και η πιθανότητα να ξεπεράσεις το όριο».

Η έλευση της Έλεν στη ζωή του Σκόμπι προοιωνίζεται δύο κεφαλαιώδους σημασίας και τραγικά αλληλένδετους κλονισμούς της, καταρχάς την απάρνηση του Θεού και ως απότοκο αυτής την αυτοκτονία. Με την τεχνική της προοικονομίας και εδώ, υπαινίσσεται η αφήγηση την αυτοκτονία του Σκόμπι, το ασύγγνωστο αμάρτημά του, το οποίο παρουσιάζεται σαν χρέος που μένει να διευθετηθεί. Η διευθέτησή του ισοδυναμεί με την ύστατη ανάληψη της ευθύνης του έναντι των ανθρώπων, σηματοδοτώντας ταυτόχρονα την τελεσίδικη ρήξη του με τον Θεό. Μετά την Έλεν, ο Σκόμπι δεν βρίσκει ελπίδα στην Εκκλησία. Ένιωθε να παρασιτεί στους κόλπους της, λες και «τα βήματά του τον είχαν οδηγήσει εκτός βεληνεκούς της ελπίδας». Αισθάνεται πως η αγάπη του για την Έλεν («και ήταν άραγε αγάπη, ή απλώς ένα αίσθημα οίκτου και ευθύνης;») βεβήλωνε τον Θεό. Προσευχόταν για ένα θαύμα, έχοντας ξεχάσει όλες τις σωστές προσευχές.

«Θεέ μου, πείσε με, βοήθησέ με, πείσε με. Κάνε με να νιώσω πως είμαι πιο σημαντικός από εκείνο το παιδί».

«Κάνε με να βάλω πρώτη τη δική μου ψυχή. Δώσ’ μου εμπιστοσύνη στο έλεός σου προς εκείνη που θα εγκαταλείψω».

Αλλά είχε πάψει πια να πιστεύει στο θαύμα το οποίο ικέτευε. Η Έλεν και η Λουίζ άξιζαν την αιώνια καταδίκη του. Η θεόπεμπτη τιμωρία του θα τους χάριζε την εγκόσμια ευτυχία. Ο Θεός δεν είχε ανάγκη από την αφοσίωσή του. Ωσάν ενσαρκωμένος σταυρός δικαιολογείται: «Μπορείς να φροντίσεις τον εαυτό σου. Επιζείς του σταυρού κάθε μέρα. Μπορείς μόνο να υποφέρεις. Να χαθείς, ποτέ. Αποδέξου ότι θα πρέπει να έρχεσαι δεύτερος κι εκείνες πρώτες».

«Νά τι του είχε κάνει η ανθρώπινη αγάπη – του είχε στερήσει την αγάπη για την αιωνιότητα».

Στην πιο δραματική στιγμή του ο Σκόμπι φοβάται πως το μόνο που έχει πια να μοιραστεί με τις δύο γυναίκες είναι η απόγνωσή του. Σπαράσσεται από την επίγνωση της αποτυχίας του. Η ευτυχία που τους υποσχέθηκε αποδείχθηκε ασύλληπτη οδύνη. Το μαρτύριο του Θεού μπορούσε μόνο να το φανταστεί, εκείνες, όμως, υπέφεραν μπροστά στα μάτια του. Χωρίς ελπίδα και χωρίς τη θέρμη της μετάνοιας προσεύχεται στον Θεό επαιτώντας θάνατο.

«Αν ήμουν νεκρός, δεν θα με είχαν ανάγκη. Οι νεκροί ξεχνιούνται. Θεέ μου, δώσ’ μου θάνατο πριν τους δώσω δυστυχία».

Αρκετές σελίδες αργότερα απευθύνει ξανά στον Θεό το ανόσιο αίτημα, έναν θεόθεν θάνατο, που θα τον απάλλασσε από την εσχάτη αμαρτία.

«Ω, Θεέ μου, […] σκότωσέ με τώρα, τώρα. Θεέ μου, πιο πλήρη συντριβή δεν θα δεις ποτέ. Πώς έχω γίνει έτσι; Κουβαλάω μέσα μου τον πόνο σαν σωματική οσμή. Σκότωσέ με. Τελείωσέ με. Τα παράσιτα δεν είναι αναγκασμένα να εξολοθρεύονται μόνα τους. Σκότωσέ με. Τώρα. Τώρα. Τώρα».

Ο Σκόμπι ποτέ δεν θα απεύθυνε αυτή την ικεσία στον Θεό, αν δεν είχε γνωρίσει την Έλεν. Ωστόσο, πριν τη γνωρίσει, είδε τον νεαρό Πέμπερτον, περιφερειάρχη σε μια απομακρυσμένη περιοχή της αποικίας, σκεπασμένο με ένα σεντόνι, που όταν το σήκωσε, είχε την εντύπωση πως αντίκριζε «ένα παιδί με το νυχτικό του να κοιμάται ήσυχα». Ο Πέμπερτον είχε κρεμαστεί από ένα σύρμα για κάδρα, ακατάλληλο για αυτή τη δουλειά, αλλά μάλλον το βάρος του θα ήταν πολύ μικρό, και έξαφνα ο Σκόμπι θυμήθηκε «τα κόκκαλα ενός παιδιού, ανάλαφρα και εύθραυστα σαν πουλιού». Και πάλι χαίνει η αχίλλειος πτέρνα.

Ένας ιερέας πηγαινοερχόταν ανάστατος στην κατοικία του αυτόχειρα μιλώντας για την αιώνια αποστέρηση του αμαρτωλού από το έλεος του Θεού και ο Σκόμπι, εκνευρισμένος από τις θεόληπτες, λάβρες αναφωνήσεις του, σκεφτόταν πως «για έναν άνθρωπο τόσο ανολοκλήρωτο, θα πρέπει να υπάρχει έλεος έτσι κι αλλιώς». Στο νεκρό πρόσωπο του Πέμπερτον δεν είχε εγχαραχτεί «κανένα ίχνος εμπειρίας».

Στρεφόμενος στον ιερέα τού λέει: «Δεν θα μου πείτε, βέβαια, πάτερ, ότι υπάρχει κάτι το ασυγχώρητο εδώ. Αν το κάνατε εσείς ή εγώ, θα ήταν από απελπισία – να παραδεχτώ ό,τι θέλετε. Και βέβαια θα ήμασταν αιωνίως καταδικασμένοι, γιατί εμείς ξέρουμε, εκείνος όμως δεν ξέρει τίποτε απολύτως».

Στο σημείωμα της αυτοχειρίας η υπογραφή έλεγε «Ντίκι». Στο σημείο αυτό οι νυγμοί της προοικονομίας συνυφαίνονται εξόχως, καθώς το υποκοριστικό του νεκρού παραπέμπει ευθέως στον Σκόμπι, τον Τίκι της Λουίζ. Ωστόσο, ο Γκρην συνθέτει ακόμα πιο περίτεχνα το ψηφιδωτό που κρυπτογραφεί το πεπρωμένο του ήρωά του, ενθέτοντας σε αυτό τα προμηνύματα ενός ονείρου. Στο όνειρο του Σκόμπι «ο Πέμπερτον και η Λουίζ συνδέονταν κατά κάποιον ακατανόητο τρόπο». Υπήρχε στον ταραγμένο ύπνο του και μια επιστολή, που συνίστατο σε παραλλαγές του αριθμού που αντιστοιχούσε στο ποσό το οποίο αναπόφευκτα θα δανειζόταν από τον Σύρο απατεώνα, και η υπογραφή στο τέλος ήταν άλλοτε Ντίκι και άλλοτε Τίκι. Ο Σκόμπι, παγιδευμένος στον εφιάλτη, δεν ήξερε ποιον έπρεπε να σώσει, τη Λουίζ, τον Ντίκι ή τον Τίκι. Όταν συνέρχεται, βλέπει δίπλα του τον Σύρο και τότε όλοι οι οιωνοί βαίνουν προς την επαλήθευσή τους. Η μεταξύ τους συμφωνία είναι έτοιμη να κλείσει, η Λουίζ σε λίγο καιρό θα φύγει με τα χρήματα του Σύρου για τη Νότιο Αφρική και το κενό της απουσίας της θα δεξιωθεί την Έλεν.

Από τη στιγμή που μπήκε στο σπίτι του Σύρου για να δανειστεί λεφτά, ο Σκόμπι ήξερε πως ποτέ δεν θα δραπέτευε από εκείνο το μέρος όπου «είχε χάσει την ακεραιότητά του». Εκεί μέσα είχαν όλα «μια αίσθηση αιωνιότητας, σαν την οικοσκευή της κόλασης». Τη μεγάλη τρομερή νύχτα που περνάει ο Σκόμπι στο σπίτι του Σύρου, πρελούδιο της καθόδου του στην κόλαση, αποτόλμησε το απονενοημένο άλμα της πίστης. Την εμπιστοσύνη που είχε αποσύρει από τον Θεό την εναπόθεσε στον διάβολο. «Είχε την παράξενη αίσθηση πως, για πρώτη φορά στη ζωή του, είχε μετακυλίσει ένα βάρος κάπου αλλού». «Με φροντίζουν», σκέφτηκε, «και μια νηπιακή γαλήνη τον κατέκλυσε».

Έχει εξέχουσα σημασία η τελετουργική, σχεδόν μαρτυρική, πορεία του Σκόμπι προς τον νεκρό Πέμπερτον. Για να φτάσει στον τομέα του περιφερειάρχη χρειάστηκε να περάσει τη νύχτα σε ένα πορθμείο, απ’ όπου, ναρκωμένος από τον πυρετό, μετοίκησε σε ένα «γαλήνιο λιβάδι όπου τίποτα δεν συνέβαινε ποτέ», και την επομένη επιβιβάστηκε σε μια σχεδία για να διασχίσει «το μαύρο σαν τη Στύγα ποταμάκι» μέχρι την άλλη όχθη, «εκεί όπου τελείωνε η ζωή». Στον νεκρώσιμο διάπλου έδινε ρυθμό η «ακάματη θρηνητική φωνή» ενός τραγουδιστή που ολοένα ξεμάκραινε. Η σκηνογραφία παραείναι εύγλωττη. Πηγαίνοντας προς τον Πέμπερτον, ο Σκόμπι απέπλεε προς τον θάνατό του. Άλλωστε, μέχρι να επιστρέψει στη δική του όχθη, διέμεινε επί μία εβδομάδα σε ένα δωμάτιο «μικρό και πέτρινο σαν τάφο».

Η Έλεν διασώζεται από ένα ναυάγιο και ξεβράζεται σε μια όχθη, όπου κατά τύχη την υποδέχεται ο Σκόμπι, έτοιμος να την άρει ωσάν σταυρό μαρτυρίου. Από την περίοδο κιόλας της ανάρρωσής της διαρρηγνύει το θρησκευτικό αίσθημα του Σκόμπι, τη μέρα που ο τελευταίος προκαλεί άθελά του το ενδιαφέρον της διαβάζοντας σε ένα παιδί τον βίο και την πολιτεία ενός επισκόπου. Όμως, επειδή απευθυνόταν σε ένα άρρωστο αγόρι, ο Σκόμπι παραφράζει το συναξάρι σε περιπετειώδες ανάγνωσμα. Μια ελάχιστη ρωγμή στην ευσέβειά του μέσα από την οποία συναντιέται με την Έλεν.

Η σχέση τους αναθάλλει μέσα από το σμίξιμο δύο νεκρών, του συζύγου της Έλεν και της κόρης του Σκόμπι. Υπό μία έννοια, το πένθος τους ιεροποιεί τον δεσμό τους. «Ήρθαν κοντά, χωρίς αναστολές, χάρη σε δύο θανάτους»· δύο θανάτους που γεννούν έναν τρίτο, του Σκόμπι. Όταν η Έλεν του μιλάει για τον πνιγμένο άντρα της προοικονομεί αρχικά τη βλάσφημη προσευχή του Σκόμπι και εντέλει την αυτοκτονία του. Αναλογιζόμενη τον ελάχιστο χρόνο που είχε περάσει από τον πνιγμό του, ξαφνιάζεται από το πόσο «τρομερά εύκολα» είχε ξεπεράσει τον θάνατό του.

«Είναι τώρα πεθαμένος –πόσο καιρό; -οχτώ βδομάδες; και είναι τόσο πεθαμένος, τόσο εντελώς νεκρός. Τι σκύλα που είμαι, απ’ ό,τι φαίνεται».

Ο Σκόμπι την παρηγορεί ανακαλώντας το δικό του πένθος, ανυποψίαστος για τις ατραπούς όπου εισδύει. Οι νεκροί, της λέει, μας απαλλάσσουν πεθαίνοντας από κάθε ευθύνη, από κάθε λύπη. Δεν χρειάζεται πια να ανησυχούμε για αυτούς, να τους συμπονούμε για τον επίγειο πόνο που υπέμειναν. «Όταν πεθαίνουν, η ευθύνη μας παύει. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε παραπάνω. Μπορούμε να αναπαυθούμε εν ειρήνη». Εμείς, όχι εκείνοι. Περίεργη ανακούφιση για έναν καθολικό.

Συνεχίζοντας τον συλλογισμό του της λέει ακόμα πως όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο της κόρης του και συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί, «όλα ήταν εντάξει, εκείνη ήταν νεκρή κι εγώ μπορούσα ν’ αρχίσω να την ξεχνάω».

Η ολέθρια επενέργεια της παραπάνω συζήτησης διαφαίνεται λίγο αργότερα, όταν κατά τη διάρκεια μιας βεγγέρας σχολιάζεται η «υπόθεση Πέμπερτον». Ο Σκόμπι δυσφορεί με τη μετάλλαξη του Πέμπερτον σε υπόθεση.

«Όταν κάτι γινόταν “υπόθεση”, ήταν σαν να μην αφορούσε πλέον ανθρώπινο ον· οι υποθέσεις δεν έχουν ντροπή ούτε βάσανα. Ο νεαρός στο κρεβάτι ήταν τώρα καθαρός και τακτοποιημένος, έτοιμος για το βιβλίο ψυχολογίας».

Οι παριστάμενοι μιλούσαν ανέμελα περί αυτοκτονίας, προκρίνοντας ως καλύτερη λύση τα υπνωτικά χάπια (προοικονομία), ενόσω ο Σκόμπι παρέμενε σιωπηλός, παρατηρώντας την Έλεν στην άλλη πλευρά του τραπεζιού να σιωπά και εκείνη. «Οι σιωπές τους έμοιαζαν να τους απομονώνουν: οι δυστυχισμένοι άνθρωποι ποτέ δεν μπορούν να συζητήσουν ένα τέτοιο θέμα απρόσωπα».

«Δύο χιλιάδες χρόνια τώρα, σκέφτηκε, συζητάμε την αγωνία του Χριστού με τον ίδιο ακριβώς αποστασιοποιημένο τρόπο».

Δεν ξαφνιάζει εδώ η αναφορά στον Χριστό με αφορμή την αυτοχειρία του Πέμπερτον, γιατί από τη στιγμή που ο Σκόμπι άρχισε να επιθυμεί τον θάνατό του, δεν έπαψε να τον δυναστεύει το βάρος της αμαρτίας, την οποία πάσχιζε να εξαγνίσει μέσα από έναν στρεβλό παραλληλισμό με το μαρτύριο της Σταύρωσης.

Προσευχόμενος σε έναν Θεό που θα τον ελεούσε με θάνατο, αναρωτιόταν: «[…] γιατί να είναι πιο απίθανο να τείνει το χέρι της συγχώρεσης μέσα στο σκοτάδι και το χάος της αυτοκτονίας από ό,τι το να εγείρει τον εαυτό του μέσα στον τάφο, πίσω από την πέτρα; Ο Χριστός δεν είχε δολοφονηθεί· δεν μπορείς να τον δολοφονήσεις τον Θεό· ο Χριστός είχε αυτοκτονήσει. Μόνος του είχε κρεμαστεί επί ξύλου, όπως ακριβώς κι ο Πέμπερτον από το σύρμα για τα κάδρα».

Σε αυτό το σκεπτικό αποκαλύπτεται η θεμελιακή αντίστιξη στην ψυχοσύσταση  του Σκόμπι, ο επώδυνος, τυραννικός μετεωρισμός του μεταξύ ευλάβειας και ασέβειας. Αναγνωρίζει μεν στον Πέμπερτον τον Χριστό, όπως οφείλει να πράττει κάθε χριστιανός απέναντι στα πλάσματα του Θεού, αλλά αρνείται τον Εσταυρωμένο ως Λυτρωτή. Υπονοεί μάλιστα ότι ο Χριστός περισσότερο από λυτρωτής είναι λυτρωμένος, επειδή ο ίδιος ο Σκόμπι αποζητούσε στον θάνατο τη λύτρωση, έναν θάνατο που δεν άντεχε να σκέφτεται σαν θεοστυγές αμάρτημα, αλλά περισσότερο σαν αυτοθυσία για την ευτυχία των άλλων.

Την περίοδο που επισκεπτόταν το αυτοσχέδιο νοσοκομείο, όπου ανάρρωνε η Έλεν, ο Σκόμπι ήξερε ήδη πως «ποτέ δεν γλίτωνε κανείς το παραμικρό. Για να είσαι άνθρωπος, έπρεπε να πίνεις το πικρό ποτήρι». Μπορεί να μην είχε δει την κόρη του να πεθαίνει στην Αγγλία, αλλά ασφαλώς δεν γλίτωσε από τον θάνατό της. Τελικά δεν γλίτωσε ούτε την εμπειρία του θανάτου ενός παιδιού, καθώς μια δόλια ειμαρμένη τον υποχρέωσε να παρηγορήσει τους επιθανάτιους σπασμούς ενός κοριτσιού, που ψυχομαχούσε σε μια γωνιά εκείνου του νοσοκομείου, αντικρίζοντας στο πρόσωπό του τον νεκρό της πατέρα.

«Όταν κοίταξε τη μικρούλα, είδε πάνω από το κεφάλι της το λευκό πέπλο της θείας κοινωνίας: ήταν παιχνίδι του φωτός πάνω στο μαξιλάρι και παιχνίδι του δικού του μυαλού».

Το πρόσωπο του εξάχρονου κοριτσιού μόρφαζε από την προσπάθεια της κάθε ανάσας, «λες και κουβαλούσε με μεγάλο κόπο κάτι βαρύ στη μεγάλη ανηφόρα ενός λόφου· κι έμοιαζε απάνθρωπο, να μην μπορεί να το κουβαλήσει εκείνος για λογαριασμό της».

Τότε που προσευχόταν στον Θεό παρακαλώντας τον να τον κάνει να αισθανθεί «πιο σημαντικός από εκείνο το παιδί», δεν είχε στο μυαλό του την Έλεν. Έβλεπε το πρόσωπο του εξάχρονου κοριτσιού που τον είχε αποκαλέσει πατέρα καθώς και ένα άλλο κορίτσι που τον κοίταζε από μια φωτογραφία πάνω στην εταζέρα της κρεβατοκάμαρας και που και αυτό έτσι κάποτε τον φώναζε.

«Μη μ’ αφήσεις ποτέ να σου κάνω κακό» του λέει κάποια στιγμή η Έλεν και συγκινημένος από την παράκλησή της, ο Σκόμπι ξεχνάει τη φοβερή ικανότητα των ανθρώπων να προξενούν και να υπομένουν πόνο. Την υποτίμησε, γιατί η Έλεν δεν τον γλίτωσε από κανέναν πόνο. Εκείνη είναι που του έτεινε το πικρό ποτήρι, εκείνη τον ενθάρρυνε να πάρει τα υπνωτικά χάπια που θα προστάτευαν την ευτυχία της.

Με ερωτομανές, αχαλίνωτο πάθος παραδόθηκε στον οίκτο του για εκείνη, μέχρι που άρχισε να διακρίνει στο πρόσωπό της τη μορφή της Λουίζ. «Στο δικό μου σχολείο, σκέφτηκε, μαθαίνουν την πικρία και τη ματαίωση και πώς να γερνούν».

Από το πρώτο κιόλας βράδυ που πλάγιασε με την Έλεν, ο πόθος του ξεψύχησε στην αμείλικτη διαπίστωση: «Στο μέλλον – εκεί βρισκόταν η θλίψη». Ήδη το ξημέρωμα τον κατέκλυσε «η μελαγχολία τού μετά». Ένιωθε την κούραση από τα ψέματα που θα αναγκαζόταν να πει, ένιωθε «τα τραύματα των θυμάτων που ακόμα δεν είχαν αιμορραγήσει», την «αίσθηση μιας ακόμα αδικίας κι ενός ακόμα θύματος· όχι της Λουίζ, ούτε της Έλεν». Τον Θεό σκεφτόταν, τον Θεό που ακόμα δεν είχε αιμορραγήσει. «Κάθε θύμα απαιτεί αφοσίωση».

Την πρώτη νύχτα που εγκατέλειψε την Έλεν μόνη στο σπίτι της, βγήκε έξω στο σκοτάδι χαρούμενος που ξανάβρισκε τη μοναξιά του. Τότε ακόμη ο έρωτας δεν είχε κλονίσει την αυταπάτη της ασφάλειας. Εκείνο το βράδυ, μόνος στο σκοτάδι παρέμενε όντως ασφαλής. Όμως δεν θα χρειαστεί να περάσει πολλά βράδια στο κρεβάτι της για να καταλάβει πως τα λίγα νυχτερινά μέτρα μοναξιάς μέχρι το σπίτι του μετά τον λαθραίο έρωτα, δεν είχαν πια καθόλου χαρά. Ήταν ένοχες επιστροφές σε μια ζωή, την οποία είχε προ πολλού ατιμάσει. Κάθε φορά που έφευγε από το σπίτι της Έλεν, ποθούσε να την εγκαταλείψει οριστικά, αλλά δεν ήξερε πού ακριβώς θα επέστρεφε. Στη Λουίζ ή στον Θεό; Και ήταν άραγε το ίδιο;

«Η φλόγα τούς είχε γλείψει και τώρα είχε προχωρήσει προς το ξέφωτο. Δεν είχε αφήσει τίποτε όρθιο εκτός από ένα αίσθημα ευθύνης και ένα αίσθημα μοναξιάς. Μόνο αν περπατούσες ξυπόλυτος καταλάβαινες τη ζέστη πάνω στα χορτάρια».

Ο ιδρώτας έσβηνε τη φλόγα του έρωτα ζεματίζοντάς τους. Τα δάχτυλα του Σκόμπι γλιστρούσαν πάνω στο κάθιδρο δέρμα της Έλεν. Τα σώματά τους υπέφεραν, κατακαίονταν από την ερημία. Ο πόνος του δεν ήταν λιγότερος από τον δικό της. Η Έλεν είχε γίνει για εκείνον ένα ανεπούλωτο τραύμα, σημάδι μιας θεοκατάρατης θυσίας. Ήθελε να της φανερώσει το στίγμα της πάνω του για να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη της και να πιστοποιήσει την αφοσίωσή του. Σαν τον Κοριολανό και εκείνος, «αρνιόταν να επιδείξει τα δικά του τραύματα, αργά ή γρήγορα όμως θα υπέκυπτε: θα δραματοποιούσε τον πόνο του με λόγια, ώσπου και στον ίδιο ακόμα να φαντάζει εξωπραγματικός».

Σε μια δακρύβρεχτη σκηνή ματαιωμένου αποχαιρετισμού, όταν τα δάκρυα της Έλεν άγγιξαν το μάγουλό του, ένιωσε «το σημάδι τους σαν κάψιμο». Και συλλογίστηκε ξανά πόσο γρήγορα ξεχνά κανείς τους νεκρούς. Αν πέθαινε, εκείνη θα απελευθερωνόταν. Το να υπάρχει ο Σκόμπι, αυτός ήταν για εκείνη «ο πιο δύσκολος δρόμος».

Άλλες πάλι φορές, όταν αισθανόταν την αγάπη του Θεού πιο επιτακτική από την αγάπη της Έλεν, ευχόταν να μπορούσε να προσέλθει στην εκκλησία μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης και να λάβει τη Θεία Μετάληψη εν πλήρη μετανοία έχοντας ξαποστείλει την Έλεν εκεί όπου ανήκε, κάτω από τα κύματα του Ατλαντικού. «Η αθωότητα πρέπει να πεθαίνει νέα ώστε να μη σκοτώνει τις ψυχές των ανθρώπων». Η απροστάτευτη αθωότητά της τον αποστέρησε από τη θεία χάρη.

Λίγο πριν φύγει η Λουίζ για τη Νότιο Αφρική, εφιστά στον άντρα της την προσοχή για τις υποχρεώσεις του ως καθολικού. Είχε δίκιο. Μακριά της ο Σκόμπι αμέλησε ακόμα και τα προσχήματα της πίστης. Προτίμησε την Έλεν από τον Θεό.

Όταν η Λουίζ επιστρέφει στο σπίτι, είναι βέβαιη πως ο άντρας της δεν υπήρξε στο διάστημα της απουσίας της «και πολύ σπουδαίος καθολικός». Άλλωστε ξέρει, όπως όλοι στην αποικία, για τη σχέση του με την Έλεν και εκτονώνει τη μνησικακία της ως απατημένης επιβάλλοντάς του την καταναγκαστική τήρηση των θρησκευτικών καθηκόντων, τη στιγμή που γνωρίζει πόσο ξένος αισθάνεται πια στην εκκλησία. Στην κρεβατοκάμαρά τους επέστρεψε και η νεκρή κόρη, που τη φωτογραφία της είχε πάρει μαζί της η Λουίζ, και το πρόσωπο με το λευκό πέπλο της πρώτης κοινωνίας έστρεψε και πάλι το βλέμμα του στον Σκόμπι. Πάνω στην εταζέρα τοποθετήθηκε επίσης το ροζάριο της Λουίζ, που του θύμισε το δικό του, το σπασμένο. «Όλο έλεγε να το πάει για φτιάξιμο· τώρα πια, σαν να μην άξιζε πλέον τον κόπο».

Αυτό το σπασμένο ροζάριο, η σπασμένη βακτηρία της πίστης του, καταλήγει πειστήριο φόνου, ακριβέστερα φονικό όπλο, καθώς συνεργεί στον θάνατο ενός ανθρώπου, του πιστού υπηρέτη του, εικόνα και ομοίωση του Θεού. Ο Σκόμπι αντικρίζοντας το αιμάσσον πτώμα συντρίβεται από τη φρικτή διαπίστωση πως με τα δικά του χέρια είχε και πάλι ματώσει τον Θεό. Ήδη ήξερε με απόλυτη βεβαιότητα πως εκείνη τη νύχτα, τη μεγάλη νύχτα που πέρασε φιλοξενούμενος του διαβόλου, «η αγάπη είχε πεθάνει για πάντα».

«Κοίταξε απρόθυμα κάτω, το πτώμα. Οι αναθυμιάσεις του πετρελαίου υψώνονταν παντού μέσα στη βαριά νύχτα, και για μια στιγμή είδε το σώμα σαν κάτι μικρό και σκοτεινό και μακρινό πολύ – σαν ένα σπασμένο κομμάτι από το ροζάριο που έψαχνε: δυο μαύρες χάντρες, και κουλουριασμένη στην άκρη, η εικόνα του Θεού. Ω, Θεέ μου, σκέφτηκε, σε σκότωσα· εσύ με υπηρέτησες τόσα χρόνια, κι εγώ στο τέλος σε σκότωσα. Ο Θεός κείτονταν εκεί κάτω από τα βαρέλια του πετρελαίου, κι ο Σκόμπι ένιωσε τα δάκρυα στο στόμα του, αλάτι στα σκασμένα του χείλη. Εσύ με υπηρέτησες κι εγώ σου έκανα αυτό το πράγμα. Εσύ μου ήσουν πιστός κι εγώ δεν σε εμπιστευόμουν».

Στο πρώτο τους γεύμα μετά την επιστροφή τής Λουίζ, ο Σκόμπι παλεύει να κρύψει την απόγνωσή του ελαφραίνοντας τα πνεύματα με βεβιασμένους αστεϊσμούς. Η γυναίκα του είχε επιστρέψει σε εκείνον επειδή τον αγαπούσε και δεν της άξιζε να υποφέρει άλλο εξαιτίας του.

«Είχε γεννήσει το παιδί του με πόνο, και πάλι με πόνο το είχε δει να πεθαίνει. Ο Σκόμπι ένιωθε πως ο ίδιος είχε γλιτώσει τα πάντα. Πώς θα ’θελα, σκεφτόταν, να τα κατάφερνα κάπως ώστε να μην υποφέρει ξανά· ήξερε όμως ότι αυτό που ζητούσε από τον εαυτό του ήταν αδύνατο. Μπορούσε μόνο να καθυστερήσει την οδύνη και τίποτε παραπάνω, την κουβαλούσε ωστόσο επάνω του, σαν μίασμα που αργά ή γρήγορα θα κολλούσε αναγκαστικά κι εκείνη».

Όσο ανάλαφρα και αν της μιλούσε στο γεύμα, ένιωθε την ανάσα του να κόβεται από τα ψέματα, «γιατί δεν γίνεται να πέφτεις τόσο πολύ και να επιβιώνεις. Η θυμηδία του ήταν σαν μια κραυγή από το βάραθρο».

Εξίσου παράτονο αντηχούσε στο πέρασμά του το γέλιο του πατρός Ρανκ, ένα «θλιβερό κροταλιστό γέλιο», το οποίο έσερνε μαζί του «σαν τον λεπρό που διατυμπανίζει τη δυστυχία του». Η οξύηχη ευφροσύνη του δεν ξεγελούσε κανέναν, ούτε καν τον ίδιο.

«Η ευφροσύνη του γέμιζε τον χώρο με έναν κούφιο ήχο. Επί είκοσι δύο χρόνια, η φωνή αυτή γελούσε, αστειευόταν, ενθάρρυνε τους ανθρώπους μέσα στους μήνες της βροχής και της ξηρασίας. Ήταν δυνατό το κέφι του να είχε παρηγορήσει έστω και έναν; αναρωτήθηκε ο Ουίλσον».

Μολονότι απουσιάζει από τις περισσότερες σελίδες του μυθιστορήματος, ο πατήρ Ρανκ επιδρά καταλυτικά στην αφήγηση, γι’ αυτό άλλωστε έχει και την τελευταία λέξη. Οι θρησκευτικές του αμφιβολίες αναδαυλίζουν τη δοκιμασία της πίστης του Σκόμπι. Αισθάνεται πως υστερεί ως μεσολαβητής του Θεού στα εγκόσμια. Φοβάται πως δεν κάνει καλή δουλειά, πως η δουλειά του δεν χρησιμεύει στη ζωή, ίσως μόνο στον θάνατο, σφραγίζοντας τη διαβατήρια μετάνοια για τον παράδεισο. Αγωνιά να είναι χρήσιμος για τους ανθρώπους και η αίσθηση της αποτυχίας του τον κάνει να αμφιβάλει για το ταλέντο του να αγαπά τον Θεό. Η αγάπη του για τον Θεό δεν λύτρωνε τους ζωντανούς, εκείνους που τους έζωνε η ζωή σαν κλοιός. Η άφεση που τους έδινε, δεν τους γλίτωνε από τον πόνο που προκαλούσαν και υπέμεναν. Το έλεος δεν τους απέτρεπε από το να είναι ανηλεείς, η δυστυχία δεν τους εξαγίαζε. Η απογοήτευση ενέδρευε στην άλλη πλευρά του εξομολογητηρίου, την εκτεθειμένη στα καύματα της ζωής. Και εκείνος μόνος του εκεί στο ημίφως, δεν ήξερε τι να κάνει με όλα αυτά τα άχθη που του βάραιναν τα χέρια. Δεν ήταν πρόξενος της βασιλείας των ουρανών, αχθοφόρος ήταν.

Κάθε φορά που έμπαινε στο εξομολογητήριο, ο Σκόμπι ευχόταν ο πατήρ Ρανκ να είχε βρει τις σωστές λέξεις, τις λέξεις όπου θα εναπόθετε τα αμαρτήματά του και έπειτα θα έβγαινε πάνσεπτος έξω στη ζωή. Μέσα στο κουβούκλιο θα παρατούσε την Έλεν, οι νύχτες μαζί της θα αναδεύονταν στα λύματα της μοιχείας και της λαγνείας για να καταλήξουν στη χωματερή της μεταμέλειάς του, η ζωή του θα απολυτρωνόταν από το άλμπουμ γραμματοσήμων της και τη βέρα στο δάχτυλό της, η ίδια θα εξοβελιζόταν στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού απ’ όπου είχε αναδυθεί, ενώ εκείνος θα προχωρούσε αβαρής προς την Λουίζ για να σταθούν μαζί μπροστά στο ιερό, αποκαθαρμένοι από το παρελθόν, απρόσβλητοι από τους κολασμούς του μέλλοντος. Αλλά ο πατήρ Ρανκ δεν γνώριζε τέτοιες θαυματουργές λέξεις. Οι εξιλαστήριες προσευχές του δεν έφερναν ειρήνη, ήταν ξόρκια που ξεθύμαιναν ακαριαία μες στο πυρ της πραγματικότητας. «Λατινικές λέξεις κολλημένες όπως όπως – ένα άμπρα κατάμπρα».

Κάθε φορά που έβγαινε από το εξομολογητήριο, ο Σκόμπι είχε την εντύπωση πως εγκατέλειπε εκεί μέσα αβοήθητο έναν απελπισμένο άνθρωπο. Ίσως πολύ περισσότερο από εκείνον, ο ιερέας να είχε ανάγκη «τη μαγική λέξη», τη λέξη όπου θα συναιρούνταν η αγάπη για τον Θεό με την αγάπη για τους ανθρώπους.

Και οι δύο γνώριζαν τη σωστή απάντηση: «Πρέπει κανείς να φροντίζει την ψυχή του όποιο κι αν είναι το κόστος για τους άλλους […]». Αλλά κανένας από τους δύο δεν είχε τη δύναμη να υπακούσει την εντολή. Η ακηδία της ψυχής τους ήταν ο τρόπος τους να αγαπούν τους άλλους. Κανένας από τους δύο δεν μπορούσε να αποστρέψει το βλέμμα του από τα ατελεύτητα μαρτύρια των ανθρώπινων πλασμάτων. Προσδοκούσαν πως ο Θεός θα τους απάλλασσε από την ευθύνη για τα τόσο ατελή δημιουργήματά του. Όσο, όμως, έστρεφαν τα μάτια στον ουρανό τόσο εντονότερη γινόταν η αίσθησή τους πως ανήκαν στο χώμα, διότι εκεί ανήκαν όλοι οι άνθρωποι, στη δυστυχία. Η αδιανόητη αμέλεια του Θεού στοίχειωνε τις προσευχές τους. Η θεοδικία λεηλατούσε την πίστη τους. Στις δεήσεις τους ο σπαραγμός της απολογίας ακουμπούσε επικίνδυνα στην ανευλάβεια της κατηγορίας. Ο Σκόμπι κοιτούσε τα θαμπά, παρακλητικά μάτια του ιερέα «να περιμένουν, καθώς οι ξηρές εποχές και οι εποχές των βροχών περνούν, για κάτι που δεν συνέβαινε ποτέ». 

«Ο Θεός δεν παρέχει τα σωστά λόγια, Σκόμπι», του λέει κάποτε ο πατήρ Ρανκ συνοψίζοντας την ομοιοπάθεια της πίστης τους.

Για τον Σκόμπι ένας χαρούμενος θάνατος ήταν «ό,τι πιο αξιοζήλευτο μπορεί να κατέχει άνθρωπος». Από τη στιγμή που ήταν καταδικασμένος να τον στερηθεί, έπρεπε και να διαπράξει το έγκλημα για το οποίο θα καταδικαζόταν.

«Επρόκειτο για το χειρότερο έγκλημα που μπορούσε να διαπράξει καθολικός – και έπρεπε να είναι τέλειο».

Με την αυτοκτονία του ο Σκόμπι «όδευε προς μια αιωνιότητα στέρησης», για την οποία προετοιμάστηκε υπομένοντας μια σειρά από απώλειες, την απώλεια της πίστης, την απώλεια του ελέους, την απώλεια της αιώνιας ζωής, την απώλεια του εαυτού. Ήδη πριν αυτοκτονήσει, απαρνήθηκε τον εαυτό του παραχαράζοντας το ημερολόγιό του, το μόνο μέρος που μνημείωνε την ύπαρξή του ανόθευτη από ψέματα. Εκεί υπήρχε σε απόλυτη γυμνότητα, απογυμνωμένος από κάθε μεταμφίεση, αμεταμόρφωτος, γδαρμένος από πλεοναστικές λέξεις. Κάθε βράδυ απόσταζε στις σελίδες του ημερολογίου την πλέον αδιάψευστη όψη της μέρας που πέρασε. Η ζωή που συνόψιζαν οι καταγραφές του δεν είχε σχέση με τη ζωή που ζούσε. Το ημερολόγιο έμοιαζε με νεκροτομείο, όπου οι πράξεις του ψύχονταν σε τετελεσμένα γεγονότα, απαλλαγμένα από σκιές και σκιρτήματα. Εκεί μέσα δεν υπήρχαν διλήμματα, λιποψυχίες, αθετήσεις, αποτυχίες. «Κάτω από το χέρι του, αυτή η άλλη ζωή –γυμνή και αδιατάρακτη, χτισμένη με γεγονότα- κείτονταν σαν ρωμαϊκά θεμέλια. Αυτή τη ζωή έπρεπε κανονικά να ζει».

Οι ημερολογιακές σημειώσεις του Σκόμπι ήταν θεόστεγνες. Καμία εγγραφή δεν μαρτυρούσε αμαρτία. Ακόμα και για τις πιο επιβαρυμένες μόνο ο ίδιος γνώριζε το ειδικό βάρος που είχαν στην ψυχή του. Όταν, όμως, αποφάσισε να παραχαράξει την αυτοκτονία του σε θάνατο από αθεράπευτη ασθένεια, χρειάστηκε να πλαστογραφήσει το πλέον έγκυρο, το πιο ανεπίληπτο μέχρι τότε τεκμήριο της ύπαρξής του. Το δεκαήμερο που προηγήθηκε της αυτοκτονίας του, επέστρεφε τις νύχτες σε προγενέστερες εγγραφές για να μνημονεύσει τα συμπτώματα μιας ανίατης νόσου που ποτέ δεν τον έπληξε, τουλάχιστον σωματικά. Γράφοντας στο ημερολόγιο κιβδήλευε τον εαυτό του, για να σώσει τις αγαπημένες του από την οδύνη για την αυτοκτονία του.

«Ένιωθε σαν να μην είχε σχήμα πια, σαν να μην είχε απομείνει τίποτα που να το αγγίξεις και να πεις: νά ο Σκόμπι».

Μολονότι η Λουίζ ήξερε πως ο σύζυγός της δεν είχε και πολλή πίστη, πίστευε πως και οι δυο τους ως καθολικοί ήταν προστατευμένοι από το ενδεχόμενο της αυτοκτονίας. Δεν έμαθε ποτέ πως όταν ο άντρας της υπέγραφε ως «Τίκι» τις επιστολές που της έστελνε στη Νότιο Αφρική, έφερνε στον νου του το σημείωμα ενός αυτόχειρα. Συνεπώς, δεν δυσκολεύτηκε να εξαπατηθεί από τον ψευδεπίγραφο θάνατό του. Μόνο όταν ο Ουίλσον, ο ακαταπόνητος κριτής τού Σκόμπι, της αποκαλύπτει το αμάρτημά του, έχοντας προηγουμένως διερευνήσει το πειστήριο της ενοχής του, το πλαστογραφημένο ημερολόγιο, συνειδητοποιεί το μέγεθος της απιστίας του και καταφεύγει στον πατέρα Ρανκ προκειμένου να κρατύνει τη μνησικακία της η μνησικακία του Θεού. Αλλά αναζητούσε συνεργό στον λάθος άνθρωπο.

Συγκλονίζουν οι τρεις σελίδες, όπου ο Σκόμπι προσέρχεται στην εκκλησία «κουβαλώντας τον θάνατό του», το κουτί με τα υπνωτικά, για να προσευχηθεί για τελευταία φορά. Στην πιο λιπόψυχη στιγμή της πίστης του ακούει τη φωνή του Θεού. Ο Θεός δεν εισακούει την προσευχή του. Κάτι ακόμα πιο ανήκουστο συμβαίνει. Ο Θεός προσεύχεται σε εκείνον, τον αμαρτωλό Σκόμπι, ικετεύοντας το έλεός του, παρόλο που ο Σκόμπι αντί να του προσφέρει την εσχάτη ώρα τη μετάνοιά του, τον παρηγορεί για την επικείμενη, ανέκκλητη εγκατάλειψή του με την υπόσχεση πως ο θάνατός του θα τον γιάτρευε από την ανίερη ζωή του. Όπως η Λουίζ και η Έλεν, ο Θεός είχε επίσης μολυνθεί από την αρρώστια του και πεθαίνοντας θα τους γιάτρευε και τους τρεις από αυτήν. Όταν για εκείνον θα άρχιζε η αιωνιότητα της κόλασης, όλοι θα ήταν ασφαλείς από εκείνον: «κι η Έλεν κι η Λουίζ και Συ».

«Ξέρω τι κάνω. Δεν εκλιπαρώ για έλεος. Πρόκειται να καταδικάσω τον εαυτό μου αιωνίως, ό,τι και να σημαίνει αυτό. Λαχταρούσα ειρήνη, αλλά τώρα δεν θα την έχω ποτέ ξανά. Εσύ όμως θα τη βρεις την ειρήνη όταν θα είμαι πια πολύ μακριά σου. Δεν θα χρειάζεται πια να με αναζητάς ούτε στο πάτωμα ούτε στα όρη. Θα μπορέσεις να με ξεχάσεις, Θεέ μου, στους αιώνες των αιώνων. Το χέρι του τυλίχτηκε γύρω από το κουτί στην τσέπη του, σαν υπόσχεση».

Δεν προσδοκούσε απόκριση, παρ’ όλα αυτά ο Θεός τού μίλησε, και «του ήταν αδύνατο να κάνει την άλλη φωνή να σιωπήσει». «Είναι τρομερό το πώς εισακούεται η προσευχή».

Η φωνή ήταν σαν να ξεπηδούσε από το σπήλαιο του κορμιού του: «[…] ήταν λες και το άχραντο μυστήριο που είχε σφηνωθεί εκεί, η καταδίκη του, απέκτησε λόγο: Λες πως με αγαπάς, κι όμως θα μου κάνεις αυτό το πράγμα – θα μου στερήσεις τον εαυτό σου για πάντα. Εγώ σε έπλασα με αγάπη. Έχυσα τα δάκρυά σου. Σε έσωσα από πολύ περισσότερα απ’ όσα μπορείς να φανταστείς. Φύτεψα μέσα σου τη λαχτάρα για ειρήνη μόνο και μόνο για να μπορέσω μια μέρα να την ικανοποιήσω και να δω την ευτυχία σου. Και τώρα με κάνεις πέρα, με διώχνεις μακριά σου. Δεν υπάρχουν κεφαλαία γράμματα που να μας χωρίζουν όταν μιλάμε μεταξύ μας. Όταν μου μιλάς, δεν είμαι Συ, είμαι απλώς εσύ».

Η φωνή στο σπήλαιο σιώπησε και ο Σκόμπι προσπάθησε απελπισμένος να υπερασπίσει τον εαυτό του για την αποστασία του, αναλαμβάνοντας μέχρι τέλους την ενοχή του: «Σ’ αγαπώ, αλλά ποτέ δεν σε εμπιστεύτηκα. Αν με έπλασες εσύ, τότε έπλασες κι αυτό το αίσθημα ευθύνης που πάντα κουβαλούσα επάνω μου σαν σακί με τούβλα. Δεν είμαι τυχαία αστυνομικός – υπεύθυνος για την τάξη, για να φροντίζω να αποδίδεται δικαιοσύνη. Δεν υπήρχε άλλο επάγγελμα για έναν άνθρωπο σαν κι εμένα. Δεν μπορώ να μεταθέσω τις ευθύνες μου επάνω σου. Αν μπορούσα, θα ήμουν κάποιος άλλος. […] Όλοι είμαστε υποταγμένοι στον θάνατο· στη ζωή μόνο δεν υποτασσόμαστε».

Ο Θεός προσπαθούσε με παρακάλια να τον κρατήσει στη ζωή που του είχε χαρίσει, σπαράζοντας για την εγκατάλειψή του: «Όσο ζεις, είπε η φωνή, έχω ελπίδα. Καμία ανθρώπινη απελπισία δεν είναι σαν την απελπισία του Θεού. Δεν μπορείς απλώς να συνεχίσεις όπως τώρα; τον ικέτεψε η φωνή χαμηλώνοντας τις απαιτήσεις της κάθε φορά που μιλούσε, σαν έμπορος στην αγορά».

«Σ’ αγαπώ και δεν θα συνεχίσω να σε προσβάλλω στον ίδιο σου τον βωμό. Το βλέπεις, Θεέ μου, είναι αδιέξοδο, είπε σφίγγοντας το κουτί στην τσέπη του, αδιέξοδο. Σηκώθηκε, γύρισε την πλάτη του στο ιερό και βγήκε έξω».

Η πίστη του Σκόμπι είναι εξαρχής αδιέξοδη, διότι πάντοτε αποδεικνυόταν ανίσχυρη μπροστά στα ανθρώπινα πάθη. Κάθε του νεύμα προς το υψηλό γκρεμιζόταν ταπεινωμένο από την απογοήτευση.

Πεθαίνοντας ο Σκόμπι δεν άκουσε τη φωνή του Θεού, αλλά μια γοερή κραυγή για βοήθεια, την κραυγή ενός θύματος, κάποιου που τον είχε ανάγκη, και παρόλο που ξεψυχούσε, ετοιμάστηκε να τον συντρέξει, αλλά όταν «από κάπου απέραντα μακριά συμμάζεψε τη συνείδησή του», απευθύνθηκε σε κάποιον που είχε ήδη εγκαταλείψει: «Θεέ μου, εγώ αγαπώ…», είπε και πέθανε αποσιωπώντας για πάντα το αντικείμενο της αγάπης του. Μπορεί πάλι να μην το αποσιώπησε και να το έκανε απλώς για σιωπήσει.

Ο πατήρ Ρανκ αίρει την αμαρτία του Σκόμπι. Είναι, άλλωστε, ο μόνος στο μυθιστόρημα που του δείχνει έλεος, ένα έλεος που τιμά την ομορφιά και τη σημασία της έννοιας. Η συγχώρεση με την οποία ελεεί τον αυτόχειρα, εκπηγάζει από τη συντριβή του για τη δική του αποτυχία απέναντι στις απαντοχές και τα βάσανα της ανθρώπινης ζωής. Όπως ο Σκόμπι, ο πατήρ Ρανκ άκουγε στα αυτιά του δυνατότερα την καρδιά των ανθρώπων από τη φωνή του Θεού. Μολονότι και οι δύο έκλιναν το γόνυ μπροστά στην Ιερά Καρδία του Ιησού, τους γονάτιζε το πλάνταγμα της ανθρώπινης καρδιάς. Σε αντίθεση, όμως, με τον νεκρό, ο πατήρ Ρανκ δεν δυσκολευόταν να παραδεχτεί πως δεν γνώριζε «το παραμικρό για το έλεος του Θεού». Στη σύντομη συνομιλία του με τη Λουίζ στον επίλογο του βιβλίου φανερώνονται εκπληκτικά οι πιο δυναστικές αντινομίες του ήρωα. Η παλινδρόμησή του μεταξύ ουρανού και γης, η ταλάντωσή του από το πάτωμα στα όρη, η αλαζονεία της ευσέβειάς του, η υπεροψία της φιλευσπλαχνίας του, η σκληρότητα του οίκτου του, η αγάπη του για τον Θεό και η περιφρόνησή του για τον εαυτό του, η αντιδικία του θεϊκού και του δαιμονικού στοιχείου μέσα του.

«Αχ, γιατί, γιατί να τα κάνει όλα τόσο λάθος;» αναφωνεί η Λουίζ, η οποία απολυμασμένη από την αντισηπτική της θρησκοληψία απολάμβανε να τρίβει, για να τις απλώσει και όχι για να τις εξαλείψει, τις κηλίδες στις ζωές των άλλων. Όμως, ο πατήρ Ρανκ, θέλοντας να δικαιώσει την τραυματισμένη πίστη του Σκόμπι και μαζί τη δική του, αμφισβητεί την αλέκιαστη ευλάβειά της επισημαίνοντάς της πως εκείνη ως σύζυγός του όφειλε να γνωρίζει ό,τι είχε περισσότερη σημασία, δηλαδή τις αρετές του. Εκείνος ως ιερέας ήταν αναγκασμένος να ξέρει τα πιο ασήμαντα, τις αναπόφευκτες αποτυχίες των ανθρώπων. Με το σπαραξικάρδιο γέλιο του αντιμαχόταν τη φρικτή οχλοβοή της ζωής. Μετά τίποτα δεν μπορούσε να κάνει για κανέναν, τι νόημα είχε λοιπόν «τόσος θόρυβος στις παρυφές της σιωπής»; Της λέει: «Η Εκκλησία γνωρίζει όλους τους κανόνες. Μόνο που δεν έχει ιδέα τι συμβαίνει έστω και σε μία ανθρώπινη καρδιά».

Ο Γκρην, έχοντας αποτυπώσει αριστοτεχνικά τον σύγκορμο αναπαλμό του ήρωά του τόσο από το πάθος του ελέους όσο και από την απόγνωση της ενοχής, τον ενταφιάζει στο τέλος του βιβλίου σε ένα μεταίχμιο, το οποίο όρισε και τη ζωή του, τον κηδεύει στο σύνορο ανάμεσα στη λύτρωση του Θεού και τη λύπη των ανθρώπων, αναθέτοντας την κηδεία της πίστης του στον πλέον αρμόδιο, στον ομοούσιο Ρανκ. Τα ηθικά, εν πολλοίς, αμαρτήματα του Σκόμπι αίρονται από την καταληκτική φράση του μυθιστορήματος που προφέρεται από τα χείλη του ιερέα. Όταν η Λουίζ κατηγορεί τον νεκρό ότι δεν αγάπησε κανέναν πέρα από τον Θεό, ο πατήρ Ρανκ συγκατανεύει, χωρίς ωστόσο να αποκρύπτει την αμφιβολία στην κατάφασή του: «Όσο γι’ αυτό μπορεί να έχετε και δίκιο».

Το μυθιστόρημα του Γκράχαμ Γκρην είναι σπουδαίο, γιατί το αναρριπίζει η ανυπέρβλητη απορία της ύπαρξης, η ύπαρξη του Θεού. Κανένα πραγματικά μεγάλο έργο της λογοτεχνίας δεν αγνόησε το τυραννικό ερώτημα. Ο Χένρι Σκόμπι δεν υποδέχεται τον Θεό μέσα του σαν απορία, αλλά ως μείζον καθήκον. Μέχρι και το τέλος του βιβλίου αντιμετριέται βασανιστικά με το τρομερό χρέος, την αναγνώριση του θείου στο ανθρώπινο. Είναι τόσο αφοσιωμένος σε αυτό το χρέος, που αναλαμβάνει να κομίσει στην ανθρωπότητα το έλεος Θεού. Μόνο που το έλεός του μιαίνει η έπαρση του κομιστή. Είχε αναλάβει μια ευθύνη που αναλογούσε σε θεό, όχι σε θνητό, και υποχρεώθηκε να αντικρίσει κατάματα το πεπερασμένο της υπόστασής του. Η θεήλατη αφοσίωσή του στους ανθρώπους τον οδηγεί επέκεινα της πίστης. Η ανθρώπινη φύση του, επιρρεπής στην αποτυχία, υπολείπεται της ευθύνης που επωμίζεται και εντέλει καταργείται, όχι μόνο φυσικά αλλά και ηθικά. Η αποτυχία συντρίβει τον Σκόμπι. Του ήταν αβάσταχτη η επίγνωση πως αδυνατούσε να σώσει έστω και ένα ανθρώπινο πλάσμα. Ποτέ, όμως, δεν διανοήθηκε να σώσει τον εαυτό του. Θέτοντας τον εαυτό του εκτός του βεληνεκούς του ελέους του, τον αποστέρησε την ίδια στιγμή από τη Θεία Πρόνοια. Ποτέ δεν σκέφτηκε να μεριμνήσει για τη δική του λύτρωση, τη σωτηρία της ψυχής του. Το μοναδικό θύμα της ανεπάρκειάς του είναι ο ίδιος.

Ωστόσο, ο Σκόμπι δεν βεβηλώνει τον Θεό με την αποτυχία του, αλλά με την πίστη του στην επιτυχία του. Πιστεύοντας πως μπορούσε να φέρει εις πέρας τη θεόκλητη αποστολή του, απέσυρε την εμπιστοσύνη του στον Θεό. Υφάρπαξε από τον Θεό το έργο του Θεού. Μέσα από τη δοκιμασία του με τη δυστυχία των ανθρώπων, ένιωσε κατάβαθα την αγάπη του Θεού, μια αγάπη που και αυτή ακόμα είχε ανάγκη τον οίκτο του. Ο Θεός αγαπούσε απελπισμένα τα πλάσματά του, ενώ εκείνος αγαπούσε απελπισμένα τον Θεό, αλλά όχι και τον Σκόμπι. Θα ήταν δυνατόν να ειπωθεί πως το μόνο που αγαπούσε ο Σκόμπι στον εαυτό του ήταν ο Θεός μέσα του. Η δαιμονικότερη έκφανση της υπόστασής του είναι η φαντασίωση του εαυτού σαν Θεού. Μέσω αυτής της ταύτισης το θεϊκό στοιχείο μέσα του διαστρέφεται σε δαιμονιακό, ενώ το ένθεο έλεός του μετατρέπεται σε έργο του διαβόλου. Το κακό που προξενεί, εκρέει από την επιθυμία του να υποκαταστήσει τον Θεό.

Εν ολίγοις, δύο είναι τα ασύγγνωστα αμαρτήματά του, η οίηση της θεοσέβειάς του και η ενόρμηση του θανάτου. Απέκλεισε από την προσμονή της λύτρωσης τον εαυτό του, εξαίρεσε, με άλλα λόγια, από το έλεός του ένα από τα πλάσματα του Θεού. Είτε από αλαζονεία είτε από άκρα απόγνωση, αρνήθηκε να λυπηθεί την ύπαρξή του. Την ίδια στιγμή η ύπαρξή του ήταν ό,τι μεγαλύτερο υπήρχε στον κόσμο για αυτόν. Δυσκολευόταν να αντικρίσει κάτι ισομέγεθες. Μέχρι να πεθάνει, παραμένει αιχμάλωτος μιας μαρτυρικής ετερότητας. Ο πόνος του για τους άλλους ήταν το απειροστό μετείκασμα της δυστυχίας που τον συνείχε. Ίσως γι’ αυτό προτίμησε να καταδικάσει την ύπαρξή του παρά να την περιθάλψει. Αφανίζοντάς την διαφύλασσε μέσα του την αγάπη του για τον Θεό, που στο εξής θα παρέμενε αμόλυντη από τα κρίματα της αναξιοσύνης του, από την προδικασμένη ενοχή του. Ο Σκόμπι από την πρώτη σελίδα ποθεί να πεθάνει και τελικά πεθαίνει παρηγορημένος από μια ασύλληπτη πλάνη. Σκότωσε τον Θεό θυσιαζόμενος στο όνομά Του. Τον λύτρωσε μόνο και μόνο για να λυτρωθεί ο ίδιος.

«Αισθανόταν σαν να είχε αυτοεξοριστεί στην έρημο τόσο βαθιά, που το δέρμα του είχε πάρει πια το χρώμα της άμμου».

Ο Σκόμπι βρέθηκε στην έρημο, αντιμέτωπος με ένα πλάσμα, τον εαυτό του, παραμελημένο χρόνια από το έλεός του, στο οποίο δεν ήξερε πια πώς να εμφυσήσει την παραμικρή ελπίδα. Στην εσωτερική έρημο, όπου τον εξόρισε ο οίκτος του για τον Θεό και τους ανθρώπους, δεν άκουσε ούτε έναν ελάχιστο ουρανόπεμπτο ψίθυρο. Μόνο όταν οδηγεί τα βήματά του πολύ μακριά, στο απώτατο άκρο της ασέβειας, έρχεται πιο κοντά από ποτέ στον Θεό. Ακούει την ικεσία του και όμως τον εγκαταλείπει. Γιατί πιο μόνος δεν γινόταν να νιώσει, ούτε καν στην άλλη πλευρά του θανάτου. Είναι καθημαγμένος από το αίσθημα της απώλειας, που για εκείνον ισοδυναμεί με κόλαση. Είναι ανίκανος τόσο για προσδοκία όσο και για πόνο, εξόριστος από κάθε ανθρώπινη κατάσταση. Και όμως, στην επιθανάτια συνομιλία του με τον Θεό ακούγεται σπαρακτικά ανθρώπινος. Η προσευχή του δεν καταλύεται από τη σιωπή του Θεού, αλλά από την οδυνηρή απόφαση να κάνει ο ίδιος τον Θεό να σωπάσει.

Δεν υπάρχει πιο τραγικός άνθρωπος από τον άνθρωπο που προσεύχεται. Ο Χένρι Σκόμπι είναι ένας μεγαλειώδης, ο κατεξοχήν τραγικός ήρωας, ξενιστής της προπατορικής τραγωδίας του ανθρώπου, καταδικασμένος να αντικρίζει την κόλαση εκατέρωθεν, και στη ζωή και στον θάνατο.

Lina Pantaleon

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular