Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

Η μπαλάντα του θλιμμένου καφενείου, Κάρσον ΜακΚάλλερς, Εκδόσεις Διόπτρα

Η Κάρσον ΜακΚάλλερς (Carson McCullers) είναι από τις σημαντικότερες Αμερικανίδες συγγραφείς. Στην πνευματική της κληρονομιά ανήκουν πέντε μυθιστορήματα, δύο θεατρικά, ποιήματα, διηγήματα, δοκίμια και μια ημιτελής αυτοβιογραφία. Τα έργα της εκτυλίσσονται στον Αμερικανικό Νότο και απεικονίζουν ζωές μοναχικών ανθρώπων.

Η μπαλάντα του θλιμμένου καφενείου (The Ballad of the Sad Café) γράφτηκε το 1942, όμως δημοσιεύτηκε το 1951. Κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Διόπτρα (2022) σε μετάφραση του Μιχάλη Μακρόπουλου. (Πρώτη κυκλοφορία: Η μπαλάντα του λυπημένου καφενείου από τις εκδόσεις Κέδρος το 1969, σε απόδοση Μένη Κουμανταρέα, αναθεωρημένη από τον εκδοτικό οίκο το 2008).

Η Λούλα Κάρσον Σμιθ (Carson McCullers) γεννήθηκε το 1917 στο Κολάμπους της Τζόρτζια. Ο ρευματοειδής πυρετός στα δεκαπέντε, θα της δημιουργήσει προβλήματα που θα την ταλανίζουν σε όλη της τη ζωή. Λόγω μεγάλης κλίσης προς τη μουσική, θα μετακομίσει στη Νέα Υόρκη στην ηλικία των δεκαεπτά, για να σπουδάσει πιάνο. Τελικά θα παρακολουθήσει μαθήματα δημιουργικής γραφής στην Κολούμπια και τη Νέα Υόρκη.

Η γνωριμία της με τον στρατιωτικό και επίδοξο συγγραφέα Ριβς ΜακΚάλλερς (Reeves McCullers) θα οδηγήσει σε ειδυλλιακό στην αρχή γάμο, ο οποίος θα σημαδευτεί στη συνέχεια από χωρισμούς, επανασυνδέσεις, διαζύγιο και νέο γάμο, φθόνο του Ριβς για τις συγγραφικές της ικανότητες, σεξουαλική αμφιθυμία, αλκοολισμό, απόπειρες αυτοκτονίας.

Είναι ο ωραιότερος άνδρας που έχω δει ποτέ, θα γράψει η ίδια αργότερα.

Με πρόσωπο παιδικό, ντύσιμο ανδρόγυνο, αμφίσημη σεξουαλικότητα, η ΜακΚάλλερς θα καθιερωθεί ως χαρακτηριστική φιγούρα των καλλιτεχνικών κύκλων της Νέας Υόρκης και θα δεχθεί την αποθέωση της κριτικής για το έργο της. Η ζωή της ωστόσο δεν θα είναι ρόδινη. Συναισθηματική δυστυχία, κακή υγεία, επαναλαμβανόμενα εγκεφαλικά, θα την καταστήσουν ανίκανη για μεγάλες χρονικές περιόδους. Η μερική παράλυση θα την καθηλώσει τα τελευταία χρόνια σε αναπηρικό καροτσάκι. Στις 15 Αυγούστου 1967 θα υποστεί το τελευταίο εγκεφαλικό και θα πεθάνει 47 μέρες αργότερα σε ηλικία 50 χρονών. Θα ταφεί στο νεκροταφείο του Νάιακ, την πόλη όπου έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της σε σπίτι που είχε αγοράσει η μητέρα της, στις όχθες του ποταμού Hudson.

Οι ιστορίες της Κάρσον ΜακΚάλλερς βρίσκονται στον αντίποδα του αμερικάνικου ονείρου. Εστιάζουν σε ανθρώπους με συναισθηματικές αδυναμίες και σωματικές αναπηρίες. Το ζήτημα της μοναξιάς είναι κεντρικό, όπως και η αδυναμία επικοινωνίας. Περιγράφονται με δεξιοτεχνία τα θέματα του φύλου και η κατάρρευση ενός γάμου. Ο Τεννεσί Ουίλιαμς τη θαυμάζει. Θα δεθούν με μακρόβια φιλία.

Η Μπαλάντα του θλιμμένου καφενείου περιλαμβάνει την ομότιτλη νουβέλα και έξι ακόμη διηγήματα που αφορούν τις ανθρώπινες σχέσεις και διακρίνονται από τη βαθιά αίσθηση της μοναξιάς και τη λαχτάρα για τον Άλλο/-η. Γοητευτική απλότητα και λυρισμός καθηλώνουν από την πρώτη σελίδα.

Η μπαλάντα του θλιμμένου καφενείου, από τα ωραιότερα έργα της  McCullers, ξεδιπλώνει τη ζωή της δεσποινίδας Αμέλια, τη σχέση της με τον καμπούρη νάνο «ξάδελφο» Λάιμον, αλλά και με τον Μέισι, σύζυγο για δέκα μέρες. Την ιστορία εμπνεύστηκε από μια σκηνή που είδε σε ένα μπαρ στο Brooklyn: έναν νάνο με τη συνοδό του, μια γυναίκα ψηλή και δυνατή σαν γίγαντας. (σελ. 17)

Η δεσποινίς Αμέλια διατηρούσε ένα μικρό μαγαζί σε μια ασήμαντη πόλη του Νότου. Άπληστη και χωρίς συναισθηματισμούς, θα φερθεί χυδαία στον βίαιο γόη Μάρβιν Μέισι που θα την ερωτευτεί. Το ερωτικό συναίσθημα θα εξανθρωπίσει τον Μάρβιν, όμως η Αμέλια θα παραμείνει αδιάφορη.

Ο καμπούρης νάνος εμφανίζεται ένα αυγουστιάτικο βράδυ, κρατώντας μια βαλίτσα. Ισχυριζόμενος ότι είναι ξάδερφος, θα κερδίσει την Αμέλια (:θα κλάψει). Και τότε η δεσποινίς Αμέλια θα κάνει κάτι που κανείς δεν την είχε δει ποτέ να κάνει πριν. Θα του προσφέρει δωρεάν ποτό και θα του επιτρέψει να μείνει σπίτι της.

[…] Ήταν ένας ξενομερίτης, κι είναι σπάνιο να μπαίνει ένας ξένος με τα πόδια στην πόλη τέτοια ώρα. Άσε που ήταν καμπούρης. Είχε ύψος μετά βίας ένα είκοσι, και φορούσε ένα άθλιο και σκονισμένο πανωφόρι που του έφτανε μέχρι τα γόνατα. Τα στραβά του ποδαράκια έδειχναν πολύ λεπτά για να σηκώσουν το βάρος του μεγάλου στρεβλού στέρνου και της καμπούρας στους ώμους του. Είχε πολύ μεγάλο κεφάλι με χωστά γαλανά μάτια κι ένα μικρό στόμα, λεπτό κι έντονο. Το πρόσωπό του ήταν μαζί απαλό και τσαχπίνικο –και το χλωμό του δέρμα κιτρίνιζε από τη σκόνη κι είχε λιλά σκιές κάτω από τα μάτια. Κουβαλούσε μια βαλίτσα που έγερνε μονόμπαντα κι ήταν δεμένη με σκοινί […] (σελ. 30)

Η ΜακΚάλλερ θέτει το ζήτημα της αγάπης και του έρωτα, τη μοναχικότητα που κρύβεται στο βάθος. Αναρωτιέται για το ερωτικό ερέθισμα. Οι πιο παράξενοι άνθρωποι μπορούν να αποτελέσουν ερέθισμα. Η πανύψηλη Αμέλια θα χαρίσει απλόχερα την αγάπη της στον καυχησιάρη και καμπούρη νάνο. Θα μετατρέψει το έως τότε άχαρο εμπορικό, σε πολυσύχναστο καφενείο. Εκείνος όμως θα ερωτευτεί τον Μάρβιν Μέισι και θα την προδώσει. Η αγάπη του θα είναι τόσο αδύνατη, όσο και η δική της για τον Μάρβιν.

Η ΜακΚάλλερ περιγράφει εκπληκτικά την ψυχολογία του πλήθους, τη συμπεριφορά των ανθρώπων στις μικρές πόλεις, το κουτσομπολιό, την αδράνεια, τον κομφορμισμό.

[…] Και η πόλη ένιωσε την ξεχωριστή ευχαρίστηση που αισθάνονται οι άνθρωποι όταν κάποιος έχει εξουθενωθεί ολότελα με τρόπο σκανδαλώδη και τρομερό. […] (σελ. 67)

Οι χαρακτήρες της ΜακΚάλλερ είναι περιθωριακοί, εκκεντρικοί, σωματικά δύσμορφοι, άφυλοι. Σαν να βγαίνουν από το τσίρκο. Η μουσική παίζει καθοριστικό ρόλο στα διηγήματά της, το βίωμα γενικότερα. Η δεσποινίς Αμέλια και ο ξάδερφος Λάιμον, ο Μέισι, το κορίτσι θαύμα στη μουσική (στο Wunderkind, το πρώτο διήγημα που εξέδωσε), ο θλιμμένος τζόκεϊ, ο άνδρας με την αλκοολική σύζυγο, η μαντάμ Ζιλένσκι, ο παρεπίδημος, ο σπαρακτικά μοναχικός άνδρας ενός καφέ που διανυκτερεύει, αποτελούν πτυχές του εαυτού της. Αντανακλούν τη θλίψη, τη μοναξιά, την αλλοτρίωση που γνώρισε.

Η αλλήθωρη και σωματώδης Αμέλια με τα ανδρόγυνα χαρακτηριστικά, είναι τελείως αυτεξούσια. Αρνείται να αποδεχθεί τον γυναικείο κοινωνικό ρόλο. Προβάλλει με τον τρόπο αυτό τον αγώνα της ΜακΚάλλερς για τη σεξουαλική ταυτότητα (ερωτεύτηκε γυναίκες, έζησε τον έρωτα του συζύγου της για στενό φίλο-εραστή του). Ο δύσμορφος νάνος με τα παιδικά χαρακτηριστικά θα κλέψει την καρδιά της Αμέλιας και εκείνη θα υποταχθεί άκριτα στις επιθυμίες του. Ο Μάρβιν Μέισι, (η προσωποποίηση του κακού, εσωτερική η δυσμορφία του), εκπροσωπεί την πατριαρχία, την κυριαρχική προς την γυναίκα θέληση. Γι’ αυτό και η Αμέλια θα απαξιώσει επιδεικτικά τον έρωτά του. Στο τέλος θα τιμωρηθεί για το ανεξάρτητο της προσωπικότητας. Θα συνθλιβεί.

Τα διηγήματα της ΜακΚάλλερς παραπέμπουν στο Southern Gothic, μυθοπλασία που εστιάζει στη ζωή του Νότου, τη δουλεία, τον ρατσισμό, τη βία, τον θρησκευτικό εξτρεμισμό. Τα στοιχεία αυτά πλαισιώνει με μαγικό ρεαλισμό, καταστάσεις γκροτέσκο, χαρακτήρες αλλόκοτους, που ζουν σε εγκαταλειμμένα περιβάλλοντα, μέσα στη φτώχεια, στο έγκλημα. Λογοτεχνικός νατουραλισμός με στοιχεία του Νότου.

Η μπαλάντα του θλιμμένου καφενείου διασκευάστηκε για το θέατρο από τον Edward Albee το 1963 και παίχθηκε με μεγάλη επιτυχία στο Μπρόντγουεϊ. Έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες.

Η Κάρσον ΜακΚάλλερς γνώριζε καλά τη ζωή των λευκών και μαύρων ανυπεράσπιστων του Αμερικάνικου Νότου, που βιώνουν τις χαρές και τις λύπες μιας φτωχικής καθημερινότητας, με τα όνειρα και τις διαψεύσεις της. Στις ιστορίες της αποτυπώνει τον υπαρξιακό τους πόνο. Η παθιασμένη γραφή της συγκινεί. Με απλότητα και χωρίς κραυγαλέα στολίδια, περιγράφει τοπία, πρόσωπα, καταστάσεις. Οι λυρικές εκφράσεις της συναρπάζουν.

Η πολύ καλή μετάφραση του έργου συμβάλλει στην απολαυστική ανάγνωση. Τα πληροφοριακά στοιχεία του προλόγου, η βιογραφία της συγγραφέως, συμπληρώνουν το γοητευτικό επίτευγμα.

Η ίδια η πόλη είναι πληκτική· δεν υπάρχουν πολλά εδώ, εκτός από το βαμβακοκλωστήριο, τα σπίτια με τις δύο κάμαρες όπου ζουν οι εργάτες, μερικές ροδακινιές, μια εκκλησία με δίχρωμα τζάμια κι ένας άθλιος κεντρικός δρόμος με μήκος μόλις εκατό μέτρα. Τα Σάββατα οι αγρότες από τις γύρω φάρμες έρχονται για να περάσουν τη μέρα με κουβεντολόι κι εμπόριο. Κατά τ’ άλλα η πόλη είναι μοναχική, θλιβερή, ένα μέρος ξεκομμένο κι αποξενωμένο απ’ όλα τα άλλα μέρη στον κόσμο. Ο κοντινότερος σταθμός του τρένου είναι η Σοσάιετι Σίτι και τα λεωφορεία της Γκρέιχαουντ και της Γουάιτ Μπας Λάινς χρησιμοποιούν τον δρόμο του Φορκς Φολς, που ’ναι τρία μίλια μακριά. Οι χειμώνες εδώ είναι σύντομοι και παγεροί, και τα καλοκαίρια είναι λευκά από το εκτυφλωτικό φως και καυτά.

 Αν διασχίσεις τον κεντρικό δρόμο ένα αυγουστιάτικο απομεσήμερο, δεν έχεις τίποτα να κάνεις. Το μεγαλύτερο κτίριο, στο κέντρο ακριβώς της πόλης, είναι κλεισμένο όλο με σανίδες και γέρνει τόσο πολύ δεξιά, που μοιάζει έτοιμο να γκρεμιστεί από στιγμή σε στιγμή. […] Όμως στον πρώτο όροφο υπάρχει παρ’ όλα αυτά ένα παράθυρο που δεν είναι κλεισμένο με σανίδια και μερικές φορές, αργά το απομεσήμερο, όταν κάνει την περισσότερη ζέστη, ένα χέρι ανοίγει αργά το παντζούρι κι ένα πρόσωπο κοιτάζει κάτω την πόλη. Είν’ ένα πρόσωπο σαν εκείνες τις τρομερές αχνές μορφές στα όνειρα -άφυλο και λευκό, με δύο γκρίζα αλλήθωρα μάτια τόσο πολύ στραμμένα το ένα προς τ’ άλλο, που μοιάζει να ανταλλάσσουν για ώρα μια κρυφή, θλιμμένη ματιά. Το πρόσωπο μένει στο παράθυρο για καμιά ώρα, έπειτα τα παντζούρια κλείνουν ξανά και, κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα δεις άλλη ψυχή στον κεντρικό δρόμο. (σελ. 25-26)

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular