Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

«Τα πράγματα που ξεκινούν άσχημα, τελειώνουν κι άσχημα. Μεταξύ των δύο, όλα πηγαίνουν θαυμάσια».

  

 

Δεσμώτες ενός αποψιλωμένου, κατεστραμμένου τοπίου, αλωμένου από μια σαρωτική αναρχία, έρμαια του ακατάσχετου πανικού και της απόγνωσής τους, τσακισμένοι και ταπεινωμένοι, ανιστορικοί, ήτοι ανέστιοι από Ιστορία, οι ήρωες του Λάσλο Κρασναχορκάι πρωτοστατούν σε μια υπερχρονική τραγωδία, την τραγωδία της αδυναμίας κατανόησης ενός ασύλληπτου, τρομακτικού κόσμου. Στις σελίδες υπομένουν επικές περιπέτειες, στον βαθμό που αναμετριούνται με μεγέθη που τους συνθλίβουν, όπως είναι η φύση, ο χρόνος, το μέλλον. Η φύση τούς σπαράσσει, τους επιτίθεται με μνησίκακο μένος, ωσάν αγγελιαφόρος του τέλους· αδιάφορη, σκοτεινή, άτρωτη και μαινόμενη διαλύει ακόμα και την πιο στοιχειώδη δομή προστασίας, γκρεμίζει τις εύθρυπτες σκεπές τους, διαβρώνει τα ήδη σαθρά θεμέλια των σπιτιών τους, λυσσομανά και επιπίπτει εναντίον τους σαν ουρανόσταλτη νέμεση. Ο χρόνος τούς υποβάλλει σε μια αλληλοδιαδοχή απαράλλαχτων, χωρίς νόημα, ημερών, δημιουργώντας την εντύπωση πως δεν είναι τελικά παρά «ένα ασήμαντο ιντερλούδιο στους απείρως μεγαλύτερους χώρους της αιωνιότητας», ενώ το μέλλον φαντάζει εξωπραγματικό, ανύπαρκτο, «μια φασματική κατάσταση μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας», που μεγεθύνεται στο μυαλό τους σε άπατο χωνευτήρι ανέφικτων ευχών.

Ο σατανάς του μυθιστορήματος είναι ο Ιερεμίας. Φιγούρα ιερατική όσο και δαιμονική, ο Ιερεμίας ενσαρκώνει την ελπίδα, την υπόσχεση. Η ένθεη υπόστασή του υποδηλώνεται από τη νεκρανάστασή του στο πρώτο μέρος του βιβλίου. Οι κάτοικοι ενός ερειπωμένου αγροτικού οικισμού μαθαίνουν ξαφνικά πως ο Ιερεμίας όχι μόνον δεν είναι νεκρός αλλά και βρίσκεται καθ’ οδόν προς βοήθειά τους. Οι ρημαγμένες τους υπάρξεις αναρριγούν από ενθουσιασμό και συγκίνηση. Συλλογίζονται πως ίσως δεν ήταν οριστικά χαμένοι, πως δεκαετίες κακοτυχίας δεν γινόταν να μείνουν χωρίς ανταμοιβή, σκέφτονται πως μπορούν ακόμα να κρατηθούν από την ελπίδα και να οδηγηθούν ασφαλείς και σωσμένοι σε έναν τόπο επαγγελιών. Ο Ιερεμίας ερχόταν να τους σώσει. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τον θεωρούσαν «μεγάλο μάγο» και τον ευγνωμονούσαν που ερχόταν να τους υποσχεθεί τη δημιουργία ενός νέου παραδείσου. Από την άλλη, η πίστη στον Ιερεμία δεν ήταν συλλογική. Ορισμένοι δεν δίσταζαν να τον χαρακτηρίσουν «βρωμερό ψεύτη» και «χαμερπή κλέφτη», ενώ άλλοι διακήρυσσαν πως ο ίδιος και ο κολλητός του ο Πέτρινα «ήταν ένα ζευγάρι αδίστακτων κακοποιών», δυο «ξεδιάντροποι απατεώνες», δύο «καταραμένα καθάρματα» που λυμαίνονταν τον οικισμό με τις ατιμίες τους.

Σε κάθε περίπτωση, ο Ιερεμίας δεν είναι ούτε θεός ούτε διάβολος. Προσωποποιεί την ανάγκη ύπαρξης μιας ανώτερης, άνωθεν δύναμης που θα απαλλάσσει τους ανθρώπους από την οδύνη των αποτυχιών τους. Οι κάτοικοι του αγροτικού οικισμού είναι σκλάβοι που αποζητούν έναν αφέντη, τον οποίο άλλοτε θα επευφημούν και άλλοτε θα αποκηρύσσουν. Ζουν σε ένα παρατεταμένο φθινόπωρο, αποδεκατισμένοι από ανευόδωτες ελπίδες, πνιγμένοι από τον πανικό, εξαντλημένοι από την αγωνία της αναμονής, βουτηγμένοι στη λάσπη που «εκμηδένιζε κάθε μορφή ζωής», στη βρώμα και τη μούχλα, στη σκόνη και σε αραχνοειδείς ιστούς, λαχταρώντας τη στιγμή που θα αντικρίσουν έναν ξάστερο ουρανό. Έχουν ανάγκη να πιστέψουν πως δεν είναι ολομόναχοι μέσα στη βρωμερή τρύπα, σε αυτό το «βρωμερό λαγούμι», όπου λίμνασε η ζωή τους. Όμως, η ομίχλη που αναθάλλει πάνω από τις λασπωμένες λακκούβες τούς κρύβει κάθε ορίζοντα. Η βροχή τούς μουσκεύει, μαλακώνοντας συνάμα το χώμα που ολοένα και πιο πεισματικά τους διεκδικεί. Μια αχλύ θολώνει τις μορφές τους· είναι τα τρίμματα του χρόνου, η σκόνη, «μια σκόνη αξιοπρεπής και καθαγιασμένη από τα αμέτρητα χρόνια που κουβαλούσε». Σφαλισμένοι στα σπίτια τους, οι ένοικοι του βιβλίου βλέπουν τους σοβάδες να πέφτουν, τη μούχλα να απλώνεται στους ραγισμένους και ξεφλουδισμένους τοίχους και να κατατρώει τα σάπια πατώματα, τη σκουριά να ροκανίζει τα μαχαιροπίρουνα, τις αράχνες να σκεπάζουν με τον ιστό τους κάθε σπιθαμή των δωματίων, τους σταματημένους δείκτες των ρολογιών, που μόνο αμυδρά θύμιζαν τον χρόνο, να καταδεικνύουν «την αιώνια πραγματικότητα των θυμάτων», ενώ κάθε που έπεφτε το σούρουπο δεν μπορούσαν να καταλάβουν «αν οι παλλόμενες κηλίδες που σχηματίζονταν στον τοίχο ήταν μοναχά σκιές ή τα ολέθρια ίχνη μιας απόγνωσης που σοβούσε πίσω από τις αμυδρές ελπίδες τους».

Στην πρώτη σελίδα ο Φούτακι, το πιο ιδιαίτερο και σαφώς το πιο συγκινητικό πρόσωπο του μυθιστορήματος, ξυπνά μέσα σε μια εμβοή κωδωνοκρουσιών. Η αυγή δεν προμήνυε τίποτε το εξαιρετικό, τίποτε το αναστάσιμο. Ο απόηχος από τις καμπάνες άφησε μια ξινή γεύση στο στόμα του που ερέθισε «το ανείπωτο συναίσθημα του τέλους που τον έκανε τόσο να τρέμει από φόβο». Για τον Φούτακι ο θάνατος, περισσότερο από τέλος, ήταν προειδοποίηση και μες στο αυγινό ημίφως, παρατηρώντας τα «εκατομμύρια κόκκους σκόνης που στροβιλίζονταν μέσα σε μια λεπτή ακτίνα φωτός», οσμίστηκε μια δυσάρεστη, υγρή μυρωδιά και σκέφτηκε πως ήταν ο θάνατος.

Κοιτώντας το πλημμυρισμένο από τη βροχή παράθυρο του δωματίου του, διέκρινε το είδωλό του που κυλούσε και έσβηνε πάνω στο γυαλί· «η εικόνα που έβλεπε αντανακλούσε μιαν απέραντη και παράξενη ένδεια που προχωρούσε προς το μέρος του, μια εικόνα η οποία συμπύκνωνε μέσα της αλλεπάλληλα στρώματα ντροπής, υπερηφάνειας και φόβου».

Στην αγροικία των Χόργκος η βροχή ριχνόταν μανιασμένη πάνω στη σαπισμένη σκεπή, ανάδευε με άγριες ριπές τη λάσπη όπου βούλιαζαν οι θεμέλιοι λίθοι του σπιτιού και άνοιγε βαθιές λακκούβες στο λεηλατημένο, συλημένο έδαφος, σαν να ήθελε να σωριάσει μια και καλή ολόκληρο το οικοδόμημα στο χώμα, «λες και κάθε ξεχωριστή σταγόνα βροχής ήταν προϊόν μιας μυστικής πρόθεσης». Κρυμμένη στη σοφίτα, μέσα σε απόλυτο σκοτάδι, η μικρή Έστι, η οποία ονειρευόταν με λαχτάρα τη στιγμή που οι πύλες της Βασιλείας των Ουρανών θα την υποδέχονταν, άσαρκη και άσπιλη, ένιωθε, όχι χωρίς φόβο, τη βροχή να την παρασύρει στην ανυπαρξία που τόσο ποθούσε. Η βροχή θα την ξέπλενε, μέχρι μέσα, βαθιά στα κόκαλα, και ύστερα θα αφάνιζε κάθε ίχνος ζωής, αρχίζοντας από την αγροικία που ήδη υπέκυπτε στη βιαιότητά της.

«[…] έτσι ώστε, μέσα στον ανελέητα ελάχιστο χρόνο που θα απέμενε, να ραγίσουν οι τοίχοι και ν’ αποσπαστούν οι πόρτες και τα παράθυρα από τα πλαίσιά τους· μετά, να γείρει η καμινάδα και να καταρρεύσει, τα καρφιά να πέσουν από τους ετοιμόρροπους τοίχους και να σκοτεινιάσουν οι καθρέφτες που κρέμονταν επάνω τους· και τελικά, ολόκληρο το σπίτι, σε κατάσταση απόλυτου χάους, με όλα τα φτηνά κουρέλια του, να καταποντιστεί κάτω από το νερό σαν ένα πλοίο το οποίο μπάζει νερά, καταδεικνύοντας με θλίψη τον δίχως νόημα άθλιο πόλεμο μεταξύ της βροχής, του χώματος και των εύθραυστων καλών προθέσεων του ανθρώπου».

Ο Φούτακι ονειρευόταν τη μετοικεσία σε ένα ηλιόλουστο μέρος του Νότου με βραχύβιους χειμώνες, όπου δεν θα έκανε τίποτε άλλο πέρα από το να μουλιάζει τα πόδια του μέσα σε μια λεκάνη με ζεστό νερό, «κάθε νύχτα ενόσω θα κυλά αυτή η σιχαμένη ζωή». Όμως, ακόμα και αυτή τη μικρότατη προσδοκία την αντιμαχόταν ένα εφιαλτικό όραμα. Ο Φούτακι έβλεπε τον εαυτό του να προχωρά με βήμα αναποφάσιστο και κουρασμένο σε έναν έρημο δρόμο, έναν δρόμο πνιγμένο στην ομίχλη που εκτεινόταν μέχρι το άπειρο, «τρέμοντας από το κρύο κι εξουθενωμένος από τη βροχή», εγκαταλελειμμένος από όλους και έχοντας εγκαταλείψει τα πάντα, ενώ ο δρόμος που απλωνόταν μπροστά του οδηγούσε στο πουθενά και στο τίποτα, και αν τελικά τον διένυε δεν θα μπορούσε ποτέ πια να επιστρέψει στο σπίτι του. Δεν τολμούσε να διανοηθεί το τέρμα αυτής της φασματικής, νεκρώσιμης διαδρομής. Το τέλος του δρόμου έσβηνε στο σκοτάδι, «λες και η ζωή έπνεε σιγά σιγά τα λοίσθια».

«Έκλεισε τα μάτια, είδε τον έρημο κεντρικό δρόμο και τον εαυτό του να προχωρεί προς την πόλη, ελεεινός, ξεθεωμένος, ενώ ο οικισμός όλο κι απομακρυνόταν στον ορίζοντα που τον κατάπινε».

Όπως οι περισσότεροι κάτοικοι του οικισμού, ο Φούτακι δεν είχε πια δυνάμεις για τη φυγή που προσδοκούσε. Θα έμενε εκεί, σε εκείνη την άθλια γωνιά του κόσμου, γιατί δεν γνώριζε κανένα άλλο μέρος όπου θα άντεχε να τελειώσει τη ζωή του. Θα κούρνιαζε «στη σκιά ενός οικείου τοπίου» και θα περίμενε εκείνο που τον έκανε τόσο να τρέμει από φόβο. Ακόμα και όταν μαζί με τους άλλους ακολουθεί τον Ιερεμία προς τον υπεσχημένο παράδεισο, δυσκολεύεται να αφεθεί στην ουρανόσταλτη ελπίδα. Βαδίζει εξαντλημένος σε έναν ατέρμονο χαλικόδρομο, γερμένος στο μπαστούνι του, συνθλιμμένος από το βάρος των δύο βαλιτσών στους ώμους του και βλέπει ξανά στο μυαλό του την τρομακτική εικόνα από την οποία δεν μπόρεσε ποτέ του να απαλλαγεί: «είδε πάλι τον εαυτό του με το παλιό φθαρμένο παλτό του, γερμένο στο μπαστούνι του, πεινασμένο κι απέραντα πελαγωμένο, να περπατά αργά πάνω στον χαλικόδρομο, ενώ αργόσβηνε πίσω του μες στο σκοτάδι η εικόνα του οικισμού και του θολού ορίζοντα».

Μολονότι ο Φούτακι είναι ο πιο απελπισμένος από όλους, είναι επίσης εκείνος που δυσπιστεί περισσότερο στις επαγγελίες του Ιερεμία. Δεν αυταπατάται πως προχωρά προς τη σωτηρία. Υποτάσσεται στη θέληση του Ιερεμία με ένα αίσθημα απόλυτης παραίτησης, σαν να συναινεί στον χαμό του, σαν ο ίδιος ο χαμός του να ήταν το τίμημα της βλακείας του να πιστέψει σε μια οδό διαφυγής. Αν ήταν λίγο τυχερός, το τέλος της διαδρομής θα τον έβρισκε σε ένα άγνωστο δωμάτιο και το σούρουπο θα μπορούσε και πάλι να κοιτάζει από το παράθυρο «το φως να σβήνει». Καθώς περπατούσε προς την αίολη ελευθερία του, ο Φούτακι ένιωσε ξανά παγιδευμένος στο όραμα με τον εγκαταλελειμμένο εαυτό του και για να κατευνάσει τον φόβο του άρχισε να τραγουδά τον εθνικό ύμνο. Δεν είχε κορυφωθεί η δοξολογία της Ουγγαρίας, όταν ένα οξύ αίσθημα μοναξιάς τον έκανε να σταματήσει. Οι υπόλοιποι τον είχαν προ πολλού προσπεράσει.

Φορώντας ένα γκρίζο παλτό, κουμπωμένο μέχρι το πιγούνι και ένα καπέλο που του σκέπαζε το πρόσωπο, ο Ιερεμίας διατάζει τους κατοίκους να ανεβούν σε ένα φορτηγό, αποκρύπτοντάς τους τον προορισμό. Όλοι είναι ενθουσιασμένοι, όλο υπερδιέγερση για το άγνωστο μέλλον τους, αδυνατώντας να εκτονώσουν, είτε με λόγια είτε με κραυγές χαράς, το αίσθημα ανακούφισης και υπερηφάνειας για την ηρωική τους απόφαση να εγκαταλείψουν τη ζωή τους, «γιατί δύσκολα συγκρατείται κάποιος που ξεκινά μια περιπέτεια». Στριμωγμένοι στην καρότσα ανάμεσα στα λιγοστά τους υπάρχοντα, βλέπουν τον συνεταιριστικό αγροτικό οικισμό να φεύγει τρέχοντας από τα γεμάτα συγκίνηση μάτια τους. Μόνο ο Φούτακι συνταράσσεται από τον θανάσιμο τριγμό και τον ίλιγγο της ξέφρενης, βιαστικής φυγής που τάχα προοιωνιζόταν την τελική λύση των βασάνων τους.

Ας προσθέσουμε εδώ πως το πραγματικό όνομα του Πέτρινα, του υποτακτικού του Ιερεμία, είναι Γιόζεφ, όνομα που παραπέμπει στον Ιωσήφ, έναν από τους πατριάρχες του Ισραήλ στον ιουδαϊσμό, αλλά δεν ξεχνάμε πως ήταν το μικρό όνομα τόσο του Γκαίμπελς όσο και του Στάλιν. Γενικότερα, οι συνδηλώσεις της μυθοπλασίας δείχνουν προς το Ολοκαύτωμα. Ταυτόχρονα υπαινίσσονται τις μακροπρόθεσμες συνέπειές του, τη διασπορά, την εγκατάλειψη του πολιτισμού των στετλ, τη μετάβαση στην πόλη και επαγωγικά τη μεταπήδηση στη νεωτερικότητα με τη σύμφυτη αβεβαιότητα, την απροσδιοριστία, τις χαώδεις προοπτικές και την αγωνιώδη διερώτηση περί αυτοπραγμάτωσης.

Μολονότι ο Φούτακι δεν είχε απαρνηθεί την προσμονή της έλευσης του Μεσσία, αρνείται να τον αναγνωρίσει στο πρόσωπο του Ιερεμία. Δεν τον έπειθαν οι θεατρινισμοί αυτού του μονίμως συνοφρυωμένου ιεροκήρυκα, που όλο βογκούσε και στέναζε. Διατηρούσε, βέβαια, μια μικρή αμφιβολία για τη βασιμότητα του αγνωστικισμού του, καθώς κανείς δεν καταλάβαινε τον Ιερεμία ούτε γνώριζε «τι τράβηξε όλα αυτά τα τελευταία χρόνια». Όπως και αν είχε, η επανεμφάνιση του Ιερεμία απογύμνωσε τον Φούτακι από κάθε ελπίδα.

«Ίσως αν δεν είχε έρθει, να υπήρχε ακόμα μια αμυδρή ελπίδα… Αλλά τώρα;»

Η απροσωπία και η αγλωσσία, ως προϋποθέσεις της θεότητας, είχαν αναιρεθεί. Το μόνο που έμενε ήταν η διάψευση της παντοδυναμίας.

Μουδιασμένος από τα τραντάγματα του φορτηγού, ο Φούτακι σκέφτεται πως η τρομακτική εικόνα που τόσα χρόνια τον κατέτρυχε, είχε επαληθευτεί. Ήταν «ανήμπορος και αφημένος εντελώς στη μοίρα του που είχε αποφασίσει αλλιώς, ρίχνοντάς τον πάνω σ’ ένα θορυβώδες βρυχώμενο σαράβαλο φορτηγό, το οποίο δεν ήλεγχε καθόλου». Παγιδευμένοι σαν ζώα σε κλουβί, ο ίδιος και οι συντοπίτες του χιμούσαν ανήξεροι «στα τυφλά και αβέβαιοι, προς το άγνωστο», δίχως να έχουν την παραμικρή ιδέα για το τι τους περίμενε όταν και εάν σταματούσαν. Η σκηνή δεν παραπέμπει μόνο στον εκτοπισμό των Εβραίων, αλλά και στο επαχθές πεπρωμένο των απελευθερωμένων των στρατοπέδων.

Ο Φούτακι καταλάβαινε πως από τη στιγμή που στοίβαξε όλα του τα υπάρχοντα σε δύο βαλίτσες και ανέβηκε στο φορτηγό, εγκατέλειπε «τη μία και μοναδική βεβαιότητα της ζωής του», την ισόβια αιχμαλωσία του στον συνεταιριστικό αγροτικό οικισμό, τη βεβαιότητα στην οποία συνίστατο η ζωή του. Έχοντας ήδη περιορίσει τα όρια του κόσμου του σε ένα μικροσκοπικό δωμάτιο, ένα μέρος «γυμνό και ψυχρό», τώρα αναχωρούσε από αυτό για να κατευθυνθεί προς το αχανές τίποτα. Φεύγοντας από τον οικισμό, «είχε καταδικάσει ο ίδιος τον εαυτό του να είναι αιχμάλωτος κάποιου αιώνιου μομέντουμ». Δεν μπορούσε να ξέρει αν μια μέρα θα είχε τη δυνατότητα να ανοίξει ξανά την πόρτα του σπιτιού του ή αν το φως θα έμπαινε ξανά μέσα από το παράθυρο. Έφευγε από το χάος, «αυτό το ζοφερό, βρωμερό μέρος», για να μετακομίσει στο κενό.

«[…] φτιάχνοντας τα μπαγκάζια του, δεν άφησε πίσω του κανένα σημάδι που να δήλωνε ότι κάποτε αποτελούσε κι αυτός μέρος αυτού του κόσμου, ούτε κάποιο ίχνος που να αποδείκνυε ότι κάποτε έζησε εδώ».

Ο ολιγομελής θίασος του βιβλίου είναι το θήραμα ενός κτηνώδους κρατικού μηχανισμού και την ίδια στιγμή εξίσου αποκτηνωμένος. Όλοι είναι υπόδουλοι σε απροσμάχητους θεσμούς και λουφαγμένοι στη μικροσκοπική γωνιά που τους δόθηκε, αναζητούν με μάτια τυφλά μια τρύπα διαφυγής από τα κελιά τους. Τα ξέθωρα, διεσταλμένα, αλκοολικά τους μάτια καλύπτονται «από ένα πέπλο αβεβαιότητας και ένα είδος απτής λαχτάρας». Βουτηγμένοι στη δυστυχία, λυσσούν από μίσος για κάθε άλλον καταδικασμένο σε μια δύστηνη, παρόμοια με τη δική τους, μοίρα. Σιωπηλοί, υπάκουοι, δουλικοί, ξεχειλίζουν από μίσος. Σέρνονται μες στις λάσπες και χιμούν ο ένας στον άλλο σαν «βρωμογούρουνα όταν αργεί η χοιροτροφή τους». Ομονοούν μόνο πρόσκαιρα, όταν βρίσκουν καταφύγιο σε μια «τρομοκρατημένη συνενοχή». Είναι φαιδροί μες στην αδεξιότητά τους να μασκαρέψουν την τραγική, ηττημένη τους όψη. Τελούν υπό το καθεστώς μιας ατελεύτητης αναμονής, από την οποία αδημονούν να απαλλαγούν με οιοδήποτε τίμημα. «Περιμένουν υπομονετικά, αγόγγυστα, με τη βαθύτατη πεποίθηση ότι κάποιος τους εξαπάτησε», πληροφορεί ο Ιερεμίας τον Πέτρινα. Ήταν δούλοι, συνεχίζει, και θα παρέμεναν δούλοι μέχρι να πεθάνουν. Αν τυχόν χάσουν τον αφέντη τους, αγωνιούν να χωθούν στη σκιά κάποιου άλλου, γιατί δεν αντέχουν να ζουν δίχως αφεντικά. Την ίδια στιγμή είναι πεπεισμένοι πως «δεν μπορούν να ζήσουν δίχως αυτό που ονομάζουν περηφάνια, τιμή και θάρρος». Επιζητούν τη μεγαλοπρέπεια και τη λαμπρότητα, ακριβώς όπως επιθυμούν την προστασία της σκιάς.

Ο Ιερεμίας προσέχει να μην συμπεριλάβει τον εαυτό του σε αυτή την εξαθλιωμένη, οικτρά ταπεινωμένη κοινότητα, ιδίως ενώπιον του Πέτρινα, ο οποίος ρουφάει σαν νάμα τις εξαγγελίες του. Ωστόσο, γνωρίζει πως αν και πηγαίνει σαν αφέντης στον οικισμό, δεν διαφέρει και πολύ από το ποίμνιο που τον προσμένει. Η ειδοποιός αντίθεση ανάμεσα στους κατοίκους και τον ίδιο ήταν πως εκείνος είχε καταφέρει να λυτρωθεί από την ελπίδα. Αυτό ήταν και το μοναδικό του πλεονέκτημα.

Η τραγικότητα των ηρώων του Κρασναχορκάι έγκειται στο πείσμα της ελπίδας τους, στην πίστη τους σε ένα μακάριο μέλλον. Η πίστη τους είναι η μονάκριβη αυταπάτη της απελπισίας τους. Γι’ αυτό και φαίνονται ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να λιντσάρουν τον μεσσία τους. Τον λατρεύουν, αλλά δεν θα δίσταζαν και να τον μισήσουν, «διότι ενσάρκωνε, όχι μόνο την υπόσχεση του λαμπρού τους μέλλοντος, αλλά και τον φόβο της καταστροφής». Ο Ιερεμίας ήταν ο μόνος που έδειχνε ικανός να επωμιστεί για λογαριασμό τους τη δοκιμασία της επιβίωσης και αν, ο μη γένοιτο, αποδεικνυόταν ανίκανος για την ανάληψη αυτού του χρέους, εκείνοι θα έπρεπε να υπομείνουν ολομόναχοι το χάος, τη σήψη και τον θάνατο που τους παραμόνευαν. Στο πλευρό του Ιερεμία θα μπορούσαν να κλείσουν τα μάτια τους εν ηρεμία.

Η εξαχρείωση των κατοίκων του οικισμού εξεικονίζεται καταπληκτικά στις σκηνές στο καπηλειό. Ιστοί από αράχνες σαβάνωναν κάθε κόγχη του θλιβερού κτίσματος, η μυρωδιά της μούχλας ανέβλυζε από τους σάπιους τοίχους, ενώ γύρω από το ραγισμένο φωτιστικό οι αλογόμυγες ζουζούνιζαν σχηματίζοντας νυσταγμένα οχτάρια, σαν να χορογραφούσαν την παρωδία του απείρου, παρωδώντας συνάμα τη ματαιοπονία και την αλυσιτέλεια της κινησιολογίας της ανθρώπινης ζωής· «συγκρούονταν ξανά και ξανά με τη λιγδιασμένη πορσελάνη και, μ’ έναν ελαφρύ γδούπο, τα σώματά τους επέστρεφαν στη φανταστική μαγνητική τροχιά τους για να συνεχίσουν αυτόν τον αέναο κύκλο, αν και σε μια πολύ κλειστή περίμετρο, μέχρι να σβήσει το φως».

Σε μια άκρη του καπηλειού, ο Κέρεκες, ο τυφλός ακορντεονίστας, άδειαζε το ένα μπουκάλι κρασί μετά το άλλο, προσηλωμένος ευλαβικά στην απώλεια κάθε ενσυναίσθησης, στην απώλεια της επίγνωσης της ένσαρκης οντότητάς του, στην αποστέρηση της αίσθησης περί εαυτού, απώλειες που άφηναν «[…] στα βάθη της συνείδησής του το παλλόμενο αίμα του και την ψυχρή, μηχανιστική λειτουργία των οργάνων του, λες και ο μυστηριώδης πυρήνας του άγχους του αποσυρόταν μέσα στο κολασμένο έρεβος, μέσα στην απαγορευμένη επικράτεια της φαντασίας, από την οποία ήταν τόσο δύσκολο να λυτρωθεί».

Κάτι μυστήριο, ματωμένο και αμόλυντο κόχλαζε μέσα στο κολασμένο έρεβος, στην επικράτεια της φαντασίας, γιατί κάποια στιγμή, παρασυρμένο από μια μελωδία του ακορντεόν, ένα δάκρυ κύλησε στο παραμορφωμένο από τη λύπη πρόσωπο του Κέρεκες. Ήταν ένας σκοπός μελαγχολικός, συναισθηματικός… στρατιωτικός. Ακολουθώντας τις νότες του ακορντεόν, αναδυόταν ένας αχός μάχης, ένας ορυμαγδός από βόμβες, συντριβές και φλεγόμενες πόλεις. Ας σημειωθεί πως μόνον ο Κέρεκες αρνείται να στρέψει το πρόσωπό του προς τον Ιερεμία. Δεν τον έβλεπε πουθενά. Άλλωστε, κανενός είδους λιποταξία δεν θα τον έσωζε από τον πόλεμο του οποίου ήταν αιχμάλωτος.

Αντίθετα, η θρησκόληπτη κυρία Χάλικς δεν παύει να ευγνωμονεί τη Βίβλο της που την είχε εγκαίρως προετοιμάσει για τη νεκρανάσταση του Ιερεμία. Πολύ περισσότερο από τη Γένεση, την έθελγε η Αποκάλυψη. Καθισμένη σε ένα απόμερο τραπέζι, εποπτεύοντας με περιφρόνηση την περιρρέουσα εκτράχυνση των ηθών, «αποστρέφοντας το βλέμμα της από τους άθεους και στρέφοντάς το ψηλά στον ουρανό», κρατάει σφιχτά στο στήθος της το ιερό βιβλίο, ριγώντας από το πλησίασμα της Ημέρας της Κρίσεως, περιμένοντας «με τα μάτια της γεμάτα δάκρυα από μια μακάρια αίσθηση βεβαιότητας που ερχόταν άνωθεν», και ασφαλώς με εμπιστοσύνη στη θεία πρόνοια, να εποικήσει τη «μικρή γωνιά που της ετοίμασαν στον Παράδεισο».

«Οργή και απογοήτευση έρρεαν στις φλέβες της, από την κορυφή ώς τα νύχια».

Μολονότι «την ψυχή της την κυβερνούσε σταθερά ο Θεός», αδημονούσε για τον ερχομό του Ιερεμία, γιατί γνώριζε ότι στο πλευρό του θα πολεμούσε πολύ πιο αποτελεσματικά τον Σατανά και μαζί όλο τον οικισμό, «αυτήν τη σατανική ανήθικη φωλιά, αυτά τα Σόδομα και Γόμορρα». Το μόνο που την ανησυχούσε ήταν η καθυστέρησή του. «Πού είναι το πυρ της Κολάσεως που σίγουρα θα τους καταστρέψει όλους; Τι περιμένουν, εκεί πάνω;!»

«Έμεινε καθισμένη στη θέση της με δακρυσμένα μάτια, με πόνους στη μέση και με το φορτίο όλου του κόσμου στους ώμους της».

Από ένα μίσος για τους ανθρώπους εξίσου σφοδρό, αλλά διαφορετικής ποιότητας, εμφορούνταν και ο κάπελας, ο οποίος μόνο όταν κλειδωνόταν στη γεμάτη κιβώτια αποθήκη του καπηλειού του, μπορούσε να απελευθερωθεί από τον θυμό που τον έπνιγε. Καταφεύγοντας στην ασφαλή γωνιά της αποθήκης, γιάτρευε τις πληγές του από τα εχθρικά βλέμματα και τους χλευασμούς των ελεεινών θαμώνων. Κοιτώντας τα αποθηκευμένα εμπορεύματα ολόγυρά του, η οργή του καταλάγιαζε, γιατί όλο αυτό το απόθεμα δεν ήταν παρά αριθμοί, αριθμοί που πιστοποιούσαν όχι την αξία των προϊόντων, αλλά την αξία τού ιδίου. Όσο αυξανόταν η σημασία των αριθμών, άλλο τόσο αυξανόταν και η δική του. Ακόμα και υπό το κράτος του θυμού του, ο κάπελας «μπορούσε να υπολογίζει μέχρι τελευταίας δεκάρας το όφελος που θα μπορούσε να αποκομίσει από το μίσος και την αηδία που τον περιέβαλλε». Οι αριθμοί τον προφύλασσαν από την αποπληξία που εγκυμονούσε το μίσος. Όταν όλα κατέρρεαν στην ακαταληψία, οι αριθμοί παρέμεναν «ευανάγνωστοι, άστραφταν γεμάτοι νόημα». Αλλά όσους αριθμούς και αν στοίβαζε στα κατάστιχά του, ο κάπελας ήξερε πως δεν θα γλίτωνε από τον Ιερεμία.

«[…] πώς θα μπορούσε μια σειρά αριθμών να νικήσει αυτόν τον βρωμιάρη με την αλογίσια μούρη, τα γκρίζα μαλλιά, το σβησμένο βλέμμα, αυτό το σκουπίδι, αυτό το παράσιτο, αυτό το σκατό, το γνωστό με το όνομα Ιερεμίας, που η θέση του είναι στον βόθρο; Ποιος αριθμός θα μπορούσε, άραγε, να εξοντώσει αυτό το απείρως δόλιο κάθαρμα που βγήκε κατευθείαν από την Κόλαση; Ανέντιμος; Αχάριστος; Δεν υπήρχαν λόγια για να περιγραφεί! Καμιά περιγραφή δεν θα ήταν δίκαιη μαζί του. Δεν θα το έκαναν οι λέξεις – δεν ήταν θέμα λέξεων».

Ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφείλετο. Ο Ιερεμίας του είχε δώσει το καπηλειό, ο Ιερεμίας θα του το έπαιρνε πίσω. Ο κάπελας είχε γίνει έξω φρενών με τη νεκρανάσταση του Ιερεμία. Δεν τον εντυπωσίαζε ιδιαίτερα το θαύμα, γιατί «με την πρόοδο που σημειώθηκε στον τομέα της ιατρικής, κάτι τέτοιο δεν είναι αδιανόητο». Αδιανόητο, «καθαρός παραλογισμός», ήταν το να επανέρχεται κανείς «σ’ αυτή την άθλια ζωή».

«Όποια κι αν ήταν η πραγματικότητα, δεν τον ενδιέφερε καθόλου. Δεν ήταν το είδος του ανθρώπου που τρέχει φοβισμένος πίσω από έναν ύποπτο “νεκρό”».

Πάνω και πρώτα απ’ όλα, όμως, τον κάπελα τον εξόργιζε που ο Ιερεμίας ερχόταν να του πάρει πίσω ό,τι του ανήκε.

«Θεέ μου! Θεέ μου! Πού πάει ο κόσμος αν μια ωραία πρωία έρχεται ο οποιοσδήποτε και λέει: αδειάστε μου τη γωνιά, εγώ είμαι το αφεντικό τώρα! Πού πάει αυτή η χώρα; Δεν υπάρχει πια ούτε ιερό ούτε όσιο;»

Ωστόσο, με ένα μίσος εξίσου δριμύ με αυτό που επιφύλασσε στον Ιερεμία, ο κάπελας μισούσε και τις αράχνες, οι οποίες κουκούλωναν στον ιστό τους καθετί που πάσχιζε να περισώσει από τη φθοροποιό, αδιάκοπη εργασία τους, καθετί που σάλευε, και βλαστημούσε τον Δημιουργό, «δίχως να αισθάνεται ούτε μικρή, ούτε όμως και κάποια ιδιαίτερη συγκίνηση», που προσπαθούσε να καταστρέψει τη ζωή του «μ’ αυτές τις βρωμοαράχνες». Το χειρότερο με τις αράχνες, το πιο τρομακτικό, ήταν ότι δεν τις έβλεπε πουθενά. Όσο και αν σάρωνε με το βλέμμα του τον χώρο γύρω του, οι αράχνες εκκολάπτονταν μακριά του, σε ένα αθέατο, βρωμερό στερέωμα. Κάθε λεπτό ερχόταν αντιμέτωπος με τις παγίδες που ύφαιναν, με κάθε λογής κουρέλια και ξεσκονόπανα ξεπάστρευε τις φωλιές τους, αλλά οι ίδιες παρέμεναν αόρατες, χωμένες σε ανύποπτες κόγχες, παραφυλώντας τον μικρόκοσμο που θα φυλάκιζαν στις απόχες τους.

«[…] το πιο τρομακτικό στην όλη ιστορία ήταν ότι δεν είχε δει ποτέ του καμία αράχνη, ακόμα και τις λευκές νύχτες που παραμόνευε πίσω από τον πάγκο, οι αράχνες, λες και αισθάνονταν ότι τις παρακολουθούσε, δεν εμφανίζονταν. Και παρόλο που είχε ενδώσει σ’ αυτή την κατάσταση, ακόμα ήλπιζε –έστω μια φορά- να δει μία μπροστά του».

Φυσικά, ο κάπελας δεν θα μπορούσε ποτέ του να διανοηθεί πως μισώντας τις αράχνες απλώς αναδαύλιζε το μίσος του για τον Ιερεμία. Μόνο ο Πέτρινα είχε ακούσει με τα ίδια του τα αυτιά τον Ιερεμία να τον διαβεβαιώνει πως ο ίδιος ήταν ο δημιουργός του δικτύου, εκείνος και μόνον εκείνος ύφανε «αυτόν τον τεράστιο ιστό αράχνης που καλύπτει όλη τη χώρα».

Φλογισμένη από ανακτημένη πίστη η κυρία Σμιτ περίμενε και εκείνη τον Ιερεμία στο καπηλειό. Δεν περίμενε έναν σωτήρα, αλλά έναν εραστή. Καθώς ήταν εξοικειωμένη με «όλα τα ρυπαρά κρεβάτια της περιοχής», ήξερε πως δεν υπήρχε άντρας που μπορούσε να συγκριθεί με τον Ιερεμία. Στα μάτια των λιμασμένων ανδρών του οικισμού που περνούσαν όλη τους τη ζωή σε ένα «ολέθριο φθινόπωρο», σε έναν «χειμώνα δίχως επιθυμίες», η λάγνα κυρία Σμιτ «ήταν η ενσάρκωση του καλοκαιριού, της απροσπέλαστης εποχής». Από τη στιγμή που πληροφορήθηκε τον θάνατο του Ιερεμία, έχασε κάθε ελπίδα, «εγκατέλειψε όλα τ’ αγαπημένα της όνειρα», και μόνο ένα αξιοθρήνητο σχέδιο δραπέτευσης από τον σκουπιδότοπο του οικισμού την κρατούσε κάπως θαλερή. Όμως τώρα ο Ιερεμίας επέστρεφε για να τη στέρξει· «ο Ιερεμίας που είχε περισσότερη αρετή στο μικρό του δαχτυλάκι από ό,τι όλοι οι άνδρες του κόσμου μαζί, ο λόγος του αξίζει περισσότερο κι από όλο το χρυσάφι της γης…»

«Μήπως δεν το γνώριζε ότι αυτή η άθλια ζωή τής χρωστούσε κάτι; Επιτέλους, είχε κάτι να ελπίζει, να προσδοκά! Τώρα επιτέλους, θα έμπαινε ένα τέλος στα βάσανά της, στις αγωνίες της! Πόσες φορές δεν το ονειρεύτηκε, δεν το φαντάστηκε! Και νά που ήρθε! Ήρθε! Η σπουδαιότερη στιγμή της ζωής της!»

Πίσω από τα κλειστά της βλέφαρα μεθυστικές, φωταγωγημένες εικόνες την πολιορκούσαν, αμέτρητες χαρούμενες κραυγές στρίγκλιζαν στο κεφάλι της και είδε ολόφωτο στο μυαλό της «το ζηλότυπα φυλαγμένο όνειρο της παιδικής της ηλικίας, που ήταν αναγκασμένη να το κρατά μες στα σκοτάδια», το όνειρο του «απογευματινού τσαγιού στο σαλόνι». Αν και βαθύτατα μεταρσιωμένη από την ηδονή της πίστης της, η κυρία Σμιτ σε κάποια, πιθανότατα φευγαλέα, στιγμή λιποψυχίας, κλονίστηκε από την υποψία μιας αποφοράς, μιας δυσοίωνης απόπνοιας. «Είναι η μυρωδιά του χώματος», σκέφτηκε.

Πίσω από τα κλειστά βλέφαρα του Φούτακι στριμώχνονταν φρικτές εικόνες που τον ανάγκαζαν να κρατά τα μάτια του ανοιχτά, υπομένοντας άγρυπνος τον τρόμο που ακοίμητος βυσσοδομούσε στο μυαλό του. Μπορεί μετά από μερικά ποτηράκια η κυρία Σμιτ να άφηνε αφρούρητη την ηδυπάθειά της, αλλά όταν ο Φούτακι έπινε πολύ δεν σκεφτόταν παρά φέρετρα. Σε μια ξαφνική και απότομη επιδείνωση της οντολογικής κρίσης που τον τυραννούσε νυχθημερόν, βγαίνει έξω από το καπηλειό και στέκεται κουρέλι, λιώμα, έχοντας αποποιηθεί κάθε δικαίωμα αντίστασης, κάτω από τον νυχτερινό ουρανό που μαινόταν. Πύρινο σαν κεραυνός το ερώτημα τον βρίσκει κατάστηθα: «Για ποιον λόγο γεννήθηκες, Φούτακι;»

Μούσκεμα από την καταρρακτώδη βροχή, ανυπεράσπιστος απέναντι «σ’ αυτή την ανελέητη φύση» που ζητούσε, θαρρείς, πίσω τα κόκαλά του, αφήνεται να γίνει παρανάλωμα του αυτοκαταστροφικού του παραδαρμού. Μέσα από τον μανιασμένο αυτοοικτιρμό αναφύονται επώδυνες απορίες που παροξύνονται σε μια μηδενιστική, θανατόληπτη θεώρηση. Ελεεινολογώντας την αδιέξοδη, ανόητη ζωή του, ο Φούτακι κατακλύζεται από ένα απαίσιο όραμα της ανθρωπότητας. Βλέπει τους ανθρώπους μαντρωμένους σε έναν «περιφραγμένο κόσμο», «[…] σαν γουρούνια μέσα στα ίδια μας τα σκατά, αγνοώντας τι είναι αυτό που μας σπρώχνει προς τις θρεπτικές θηλές και γιατί επιδιδόμαστε σ’ αυτόν τον αέναο αγώνα στήθος με στήθος πάνω στο μονοπάτι που μας οδηγεί στην ταΐστρα ή στα κρεβάτια μας όταν πέφτει το βράδυ».

Πιασμένος στη μέγκενη του οράματός του, σωριασμένος στα φέρετρα που έχασκαν ανοιχτά μέσα στο μεθύσι του, αδυνατεί να αναγνωρίσει το θρυλούμενο μεγαλείο της ανθρώπινης φύσης, την εγγενή της αγνότητα ή έστω την επιδεκτικότητά της στην κάθαρση, πόσο μάλλον την αξίωσή της για έναν θεό. «Καταρχάς κυλιέσαι σαν γουρούνι μέσα στις κοπριές και μετά στέκεσαι σαν απολωλός πρόβατο». Και ίσως σε αυτό το χοιροστάσιο, όπου ο Φούτακι έβλεπε να σαπίζει η ανθρωπότητα, η μοναδική ένδειξη θείας χάριτος να ήταν «[…] το φως που θα λάμψει πάνω στο μαχαίρι του χασάπη τη στιγμή που σχεδόν δεν θα το περιμένουμε […], μια στιγμή που δεν θα γνωρίζουμε καν γιατί πρέπει να ερχόμαστε αντιμέτωποι με αυτό το ακατανόητο και τρομακτικό τελευταίο αντίο».

Δεν υπάρχει διαφυγή ούτε άφεση αμαρτιών, συλλογίζεται ο Φούτακι, λίγο πριν αποτολμήσει να αγγίξει το ευαίσθητο νεύρο της απελπισίας του. Δεν σπάραζε για την έλλειψη νοήματος της ζωής, αλλά για τη θνητότητα. Μια πείσμων λαχτάρα τον κρατούσε στη ζωή και μόνον η τελεσιδικία του θανάτου τον προκαλούσε να αναρωτηθεί για το νόημα αυτής της λαχτάρας, αυτής της άσβεστης επιθυμίας.

«[…] εγώ, που θα μπορούσα να ζήσω αιώνια, πρέπει –για κάποιο λόγο- ν’ αποχωρήσω από εδώ και να κατέβω να συναντήσω τα σκουλήκια μέσα στον σκοτεινό, βρώμικο βούρκο».

Το μεγαλύτερο όνειρο του Φούτακι χωρούσε σε μια λεκάνη με ζεστό νερό. Η κυρία Κράνερ, από την άλλη, άφηνε «φτωχές και παιδιάστικες ονειροπολήσεις» να διαχυθούν μέσα στην αποπνικτική, παραγεμισμένη με κατσαρολικά, δύσοσμη κουζινούλα της και «εκεί μέσα, την καταλάμβαναν καμιά φορά εξαπίνης και στροβιλίζονταν μπροστά της, σαν ατμός κατσαρόλας, κάποιες ανόητες, εντελώς γελοίες επιθυμίες». Αλλά πάντοτε, κάθε φορά, η στιγμή της αφύπνισης προλάβαινε εγκαίρως το ξέσπασμα του ενθουσιασμού. Βέβαια, στο καπηλειό τις ονειροφαντασίες της δεν χαλιναγωγεί καμία αυτοσυγκράτηση. Συνεπαρμένη από ξεσπαθωμένες επιθυμίες, που είχε διεγείρει η επικείμενη άφιξη του Ιερεμία, η κυρία Κράνερ χόρεψε το τανγκό του Σατανά, λικνίζοντας το ανοικονόμητο κορμί της στους σκοπούς του ακορντεόν μέχρι να εξαντληθεί από «τον διαβολεμένο ρυθμό».

Οι θαμώνες του καπηλειού γιορτάζουν το τέλος της παρακμής με ένα ξέφρενο, ασυντόνιστο από το μεθύσι, γλεντοκόπι. Μόλις μια στιγμή πριν δρασκελίσουν το χείλος του γκρεμού, πανηγυρίζουν για τη λύτρωση από τα βάσανά τους. Ο Κρασναχορκάι αναλαμβάνει τη μετακομιδή τους στην κόλαση, όχι όμως προτού διακωμωδήσει την έκπτωσή τους. Συμμερίζεται τη δυστυχία τους μόνο στον βαθμό που η συμπάθεια του επιτρέπει να ζυγίζει την ευθύνη των ηρώων για τα δεινά τους. Γι’ αυτό καγχάζει την τυφλότητά τους, την αμεριμνησία της ελπίδας τους, την αδυναμία τους να αντισταθούν στη μελαγχολία και τη ροπή τους στον ενθουσιασμό. Γι’ αυτό στέλνει ως προπομπούς στην άθλια πορεία τους προς το τίποτα, τον Ιερεμία και τον Πέτρινα, δύο υφισταμένους μιας καφκικής δημόσιας υπηρεσίας, υποχείριας ενός σκιώδους καθεστώτος, που τους εγγυώνται τη σωτηρία, την ανέγερση ενός υπέροχου μέλλοντος, δίνοντας υπέρ αυτών των εκλεκτών, εις τους αιώνας των αιώνων, «τον σκληρό, αν και απέλπιδα, αγώνα για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια». Χάρη σε αυτούς τους δύο η κατάστασή τους θα τακτοποιούνταν μια χαρά. Ο Ιερεμίας και ο Πέτρινα ήταν οπωσδήποτε οι ιδανικοί άνθρωποι για την περίπτωσή τους. «Ποιος θα δεχόταν ν’ αναλάβει μια τέτοια σάρα και μάρα;»

«[…] ο Ιερεμίας και ο Πέτρινα θα έφταναν για να βάλουν τέλος σε όλα αυτά τα χρόνια “άθλιας δυστυχίας”, θα έσπαγαν την υγρή σιωπή, αυτές τις αναθεματισμένες φωνές της συνείδησης που έβγαζαν τους ανθρώπους από το κρεβάτι τους πρωινιάτικα αναγκάζοντάς τους, καταϊδρωμένους, πελαγωμένους, να βλέπουν τον κόσμο γύρω τους να βουλιάζει».

Προετοιμάζοντας το δαιμονικό κρεσέντο των αυταπατών τους, ο Κρασναχορκάι πείθει τους ήρωές του πως ο Ιερεμίας ήταν ο μόνος άνθρωπος που ήταν σε θέση «να σώσει τα πράγματα που όταν τα αναλάμβαναν οι ίδιοι διαλύονταν». Μπορεί να αναλώνονταν σε καβγάδες, διενέξεις και ατελέσφορα σχέδια, μπορεί να αποδύονταν σε αδιέξοδες, φαντασιωτικές περιπλανήσεις, μπορεί να κοιτούσαν ματαιοπονώντας τους δείκτες στα ρολόγια να αλλάζουν θέση, μέχρι που ο χρόνος έχανε πια τη σημασία του, μπορεί να μετρούσαν τις ώρες, τους μήνες και τα χρόνια ευελπιστώντας σε ένα θαύμα που ποτέ δεν τους ελεούσε, μπορεί να είχαν περάσει όλη τους τη ζωή ζαρωμένοι σε μια γωνιά, στις κουζίνες τους και στο καπηλειό, αλλά τώρα ερχόταν κοντά τους ο Ιερεμίας, «ο άγγελος της ελπίδας απελπισμένων ανθρώπων που αντιμετώπιζαν αποκαρδιωτικές δυσκολίες». Προφανώς είχε έρθει η στιγμή, μετά από τόσες αποτυχίες και τόσες δυστυχίες, «τα σωστά άτομα, τα υπεύθυνα άτομα, τόσο σε ανθρώπινο όσο και σε τεχνικό επίπεδο», να καταλάβουν εκ νέου «τις επίσημες θέσεις από τις οποίες είχαν παραιτηθεί για ν’ αντικατασταθούν» από μια «χυδαία ορδή παλιάτσων», που μέχρι τότε νέμονταν την κυβέρνηση της Ουγγαρίας.

Τα πράγματα άλλαζαν, το νέο ερχόταν να κατατροπώσει το παλιό, ενώ το έργο του Ιερεμία θα έμενε αλησμόνητο, αρχειοθετημένο σε ένα υπηρεσιακό έγγραφο, μέσα σε έναν φάκελο, όπου θα φυλασσόταν εσαεί η μαρτυρία του για την ανθρώπινη κατάσταση. Σε ένα απολαυστικό ιντερλούδιο του μυθιστορήματος που προετοιμάζει το κλείσιμο του φαύλου κύκλου με μια έκρηξη ιλαρότητας, ο Κρασναχορκάι αναθέτει την επιμέλεια της έγγραφης μαρτυρίας του Ιερεμία σε δυο τρεις δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι δοκιμάζουν τόσο τις δεοντολογικές τους αντοχές όσο και τον υπαλληλικό τους ζήλο, παλεύοντας να εξωραΐσουν την ασύστολη ιερεμιάδα, όχι μόνο δείγμα χθαμαλού, χυδαίου λόγου, αλλά και «αδιαμφισβήτητη απόδειξη της τραγικά ραγδαίας, γενικής παρακμής». Οι υπάλληλοι μεταγράφουν σε γλώσσα υπηρεσιακή τον κρυπτικό, στομφώδη λόγο του Ιερεμία, ένα «πυκνό κι αδιαπέραστο υφάδι» ετερόκλιτων γλωσσολογικών πηγών, ένα συνονθύλευμα «ανάκατων μεταφορών», ερμητισμού και ασάφειας, συγκεχυμένων νοημάτων και σκοτεινών, θολών διατυπώσεων, ένα άθραυστο μνημείο αδολεσχίας και κουφότητας, έχοντας την αίσθηση πως τα καθημερινά τους καθήκοντα γίνονταν ολοένα και πιο ανυπέρβλητα. Έχει, ωστόσο, σημασία να προσέξουμε πως η μαρτυρία του Ιερεμία είναι πραγματική ιερεμιάδα. Ο λόγος του αποκαλύπτει με τραχύτητα την εξαθλιωμένη, ανήκεστο όψη των κατοίκων του οικισμού. Στο υβρεολόγιό του οι μορφές των μυθιστορηματικών ηρώων προβάλλουν αχάιδευτες από το ελαφρυντικό της δυστυχίας.

Μπορεί ο κάπελας, ο Κέρεκες και ο Φούτακι να μην παίρνουν τελικά μέρος στο τανγκό του Σατανά, αλλά ο Φούτακι για λίγο ενδίδει στο γλέντι και ξεχνώντας προς στιγμήν τον πανικό και τον τρόμο του, παρασυρμένος από τη φασαρία και το χαρούμενο κουβεντολόι στο καπηλειό, νιώθει ξαφνικά «ενθουσιασμένος κι αισιόδοξος, ασφαλής από όλα εκείνα που έπρεπε να αντιμετωπίσει κατάματα». Μπορεί, σκέφτεται αναθαρρώντας, ο δρόμος ανάμεσα στην κακή τύχη και την απόλυτη καταστροφή να ήταν μακρύς, αλλά τώρα ακόμα και ο ίδιος διέβλεπε μια διέξοδο προς την οποία όφειλε να πορευτεί. Ωστόσο, ο Κρασναχορκάι τού φέρεται πολύ πιο συμπονετικά απ’ ό,τι στους υπόλοιπους χαρακτήρες, γι’ αυτό τον παρωθεί να αναλογιστεί πως τόσο η κακή τύχη όσο και η απόλυτη καταστροφή δεν είναι αποκλειστικά θέμα εξωτερικών παραγόντων και περιστάσεων. Συχνά δεν είναι παρά μια εσωτερική απειλή, που κατατρώει σιγά σιγά τα σωθικά και απλώνεται σαν τέλμα στην ψυχή.

«Ήταν λες και η πραγματική απειλή να ερχόταν από αλλού, από κάπου υπόγεια, η πηγή της όμως παρέμενε αβέβαιη: ξαφνικά ένας άνθρωπος βρίσκει τη σιωπή τρομακτική, φοβάται να μετακινηθεί, λιώνει σε μια γωνιά με την ελπίδα ότι εκεί θα είναι προστατευμένος, το μάσημα γίνεται βασανιστήριο και η κατάποση αγωνία, οπότε, τελικά, δεν παρατηρεί ότι ο χρόνος επιβραδύνεται κι ότι τα πάντα γύρω του συρρικνώνονται και ο ίδιος είναι όλο και πιο εγκλωβισμένος, ότι και αυτή η αναδίπλωση, οδηγεί στο πλέον φοβερό: την αποτελμάτωση».

Σιγά σιγά ο διαβολεμένος ρυθμός κοπάζει. Ένα δάκρυ κυλάει στο πρόσωπο του Κέρεκες, ενόσω συνεχίζει να παίζει μουσική. Πλησιάζει το ξημέρωμα. Ο Ιερεμίας είναι κοντά. Τα σώματα καταρρέουν στις καρέκλες, τα βλέφαρα κλείνουν. Η υπνωτιστική μελωδία του ακορντεόν παρασύρει τις αράχνες σε φρενιτιώδη δραστηριότητα. Από κάθε γωνιά του καπηλειού τρέχουν να σκεπάσουν τους άθλιους κοιμώμενους στον λεπτό, αναπόδραστο ιστό τους.

«Στα τραπέζια και στα πόδια από τις καρέκλες, πλέχτηκαν σε κουκούλι και μετά –με τη βοήθεια μιας ή περισσότερων μικροσκοπικών μυστικών ινών- συνέδεσαν τα πάντα μεταξύ τους, σαν να ήταν σημαντικό γι’ αυτές, ξαπλωμένες στις μυστικές απομακρυσμένες γωνιές τους, να παρακολουθούν το παραμικρό τρέμουλο, κάθε μηδαμινή μετατόπιση, ώστε αυτό το περίεργο, εντελώς αόρατο δίκτυο, να παραμείνει αλώβητο. Ύφαιναν και πάνω στα πρόσωπα, στα χέρια και στα πόδια των κοιμωμένων, και μετά, γρήγορες σαν αστραπή, υποχωρούσαν στις κρυψώνες τους, έτοιμες να ξαναρχίσουν με αφορμή μιαν ανεπαίσθητη δόνηση. Οι μύγες που κοίταζαν να σωθούν από τις κινούμενες αράχνες, ακούραστα χάραζαν ολονυχτίς οχτάρια γύρω από το αδύναμο φως του φωτιστικού […]».

Το ταμπλό βιβάν εξεικονίζει τον αφανισμό σαν παραμύθι. Όλοι παραδίδονται στα δεσμά του ύπνου, ενωμένοι σε μια ατμόσφαιρα γαλήνιου ροχαλητού, παγωμένοι σαν μέσα σε προθανάτια μαρμαρυγή, ενόσω οι αράχνες τους τυλίγουν στον ιστό τους, προσδίδοντας στο στιγμιότυπο την παραμυθητική ομορφιά της ωραίας κοιμωμένης, η οποία, μολυσμένη από κακά μάγια, πέφτει για ύπνο για εκατό χρόνια, ασφαλής στο καλυμμένο με πρασινάδες και πυκνά φυλλώματα παλάτι της, προσμένοντας ένα πριγκιπικό φιλί να την ξυπνήσει. Οι κοιμώμενοι του Κρασναχορκάι, «αυτά τα μεθυσμένα μπάζα», βγαίνουν από τον λήθαργό τους με την άφιξη του Ιερεμία, ο οποίος τους φυλά μια μονάκριβη τύχη, τη διασπορά. Λύνοντας τα κακά μάγια της αμφιβολίας με την αποκάλυψη θαυμάσιων έως και θαυματουργών κρατικών μυστικών, τους επιστρέφει, με μια μοχθηρία ανάλογη εκείνης του αδελφού της Έστι (πλασμένου, άλλωστε, καθ’ ομοίωσιν του Ιερεμία), στην ελπίδα. Ήταν ολότελα χαμένοι.

Λίγο πριν οδηγηθούν στο απάτριδο μέλλον τους, οι ήρωες διανυκτερεύουν σε ένα παλιό, κατερειπωμένο αρχοντικό. Και πάλι η σκηνογραφία επιχειρεί μια μέλαινα απομίμηση της ρόδινης εικονοποιίας της Ωραίας Κοιμωμένης.

«Οι κορμοί των δέντρων, τα σπασμένα κλαδιά, τα κολλώδη σάπια αγριόχορτα, ακόμη και το “αρχοντικό” – τα πάντα ήταν τυλιγμένα σε μια λεπτή μεμβράνη πάγου, λες και οι απροσδιόριστοι παράγοντες του σκότους είχαν αφήσει το σημάδι τους πάνω σε όλα, ώστε να μπορούν να συνεχίσουν το αδιάλειπτα διαβρωτικό, καταστροφικό τους έργο την επόμενη νύχτα».

Μολονότι το «αρχοντικό» ορθωνόταν ακόμη επιβλητικό, σαν «εγκαταλειμμένο κάστρο», «[…] ένιωθες την απελπισία του, διότι, αν και τα υψηλότερα μέρη του ήταν ακόμα ακάλυπτα, ήταν προφανές ότι μέσα σε λίγα χρόνια θα τα τύλιγε κι αυτά η αμείλικτη βλάστηση». Ωστόσο, παρά τους πεσμένους σοβάδες, τα μουχλιασμένα τοιχώματα που είχε κυριεύσει ο κισσός, τους γκρεμισμένους πυργίσκους, τα σαθρά θεμέλια, τα χαίνοντα παράθυρα και τις ρημαγμένες αίθουσες όπου «αντηχούσε το κενό», το κτίσμα «[…] διατηρούσε ακόμα κάποια μεγαλοπρέπεια και την άχρονη αυστηρότητα της αξιοπρέπειας για την υπεράσπιση της οποίας είχε ανεγερθεί άλλοτε».

Μόνο ο Φούτακι αναζήτησε τα ίχνη αυτής της άλλοτε κραταιής μεγαλοπρέπειας, αλλά το βλέμμα του δεν διέτρεχε παρά συντρίμμια. Πολύ πριν τον ίδιο, η χώρα του είχε ξεσπιτωθεί από το αυτοκρατορικό της παρελθόν, τον αγλαό οίκο των Αψβούργων, για να παραδοθεί στον σατανικό ρυθμό των ιστορικών συγκυριών. Μετά από μια παροδική οικονομική άνθιση, αναζήτησε προστασία στη σκιά της ναζιστικής Γερμανίας, έπειτα κατακτήθηκε από τον ρωσικό στρατό και εξαναγκάστηκε να απολαύσει τον καινούργιο θαυμαστό σοβιετικό κόσμο, ενώ, όταν η ουτοπία κατέρρευσε, δοκιμάστηκε στις επαγγελίες του καπιταλισμού· τόσες δοκιμασίες την έφτασαν στα άκρα. Πέρα από τον Κρασναχορκάι, και η σημερινή Ευρώπη πρέπει να βλέπει με ανησυχία, μεταξύ άλλων, τον εκμαυλισμό της ουγγρικής κυβέρνησης από τους σκοπούς του Σατανά.

Εξουθενωμένοι από τη διάνυση των πρώτων χιλιομέτρων προς τη σωτηρία, οι ήρωες του μυθιστορήματος πέφτουν για ύπνο μες στα περικλεή χαλάσματα. Κοιμισμένοι παγιδεύονται όλοι μαζί, τελεσίδικα καταδικασμένοι, σε ένα πλέγμα εφιαλτών. Η γλώσσα, σπασμένη σε σκόρπιες λέξεις, ανάστατη και άναρθρη, διαλυμένη σε εικόνες ολέθρου, έρμαιο μιας φρίκης που δεν γνωρίζει διακρίσεις, αποδίδει μοναδικά τον ταραγμένο τους ύπνο.

Το χάραμα οι εκτοπισμένοι, «οι ενθουσιώδεις εκλεκτοί μιας λύτρωσης που τους άξιζε», ξυπνούν μέσα σε ρεύματα παγωμένου αέρα και ανοίγοντας τα μάτια, τυφλωμένοι από ένα «βάναυσο φως», «αυστηρό κι αμείλικτο», συγκλονίζονται από έναν ανείπωτο τρόμο, «το όνειρο, που τους είχε τόσο πολύ ενθουσιάσει, είχε τελειώσει και τώρα ήταν η ώρα της αφύπνισης». Η νίκη τους ήταν τελικά τόσο εύθραυστη, τόσο ανάερη, όσο ένα πέπλο παραδαρμένο από τον άνεμο, και τώρα κουρελιαζόταν μπροστά στα μάτια τους, διάτρητη από τις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Οι «φλογερές σπίθες του ενθουσιασμού τους» γίνονταν στάχτη μες στην παγωνιά του πρωινού.

«Με την ψυχή στο στόμα, περπατούσαν σαν υπνοβάτες μέσα στις έρημες κάμαρες, παρέκαμπταν τα σκουριασμένα συντρίμμια που ήταν πεταμένα φύρδην μίγδην εδώ κι εκεί, και μέσα σ’ αυτήν τη θανατερή σιωπή άρχισε να φωλιάζει μέσα τους η όλο και πιο αφόρητη αμφιβολία ότι είχαν πέσει σε παγίδα και ότι υπήρξαν, όλοι τους, τα αφελή θύματα μιας χυδαίας σκευωρίας, πεταμένοι, άστεγοι κι εξαπατημένοι, λεηλατημένοι και ταπεινωμένοι».

Εκείνο που περισσότερο ποθούν οι ήρωες του Κρασναχορκάι και αυτό επίσης που ποτέ δεν τους δίνεται, είναι μια έστω όψιμη νίκη. Αυτός ο τυραννικός πόθος δρομολογεί τη συντριβή τους. Όσο και αν αποζητούν το φως, παραμένουν στο σκοτάδι. Ακόμα και ο ζωοδότης ήλιος δεν κατήγαγε παρά μια εφήμερη νίκη εναντίον του σκότους. Συναρπάζει η απόδοση της ματαιοπονίας της ανατολής που περιγράφεται στην κατακλείδα του δεύτερου κεφαλαίου. Αξίζει νομίζω να παρατεθεί η εικονογραφική πανδαισία αυτής της υπέροχης σελίδας.

«[…] στ’ ανατολικά φωτίστηκε ο ουρανός με την ταχύτητα μιας ανάμνησης, κόκκινος και ανοιχτογάλανος έγειρε πάνω στον κυματιστό ορίζοντα από τον οποίον ανέβαινε ο ήλιος, σαν ζητιάνος που κάθε μέρα ανεβαίνει τα σκαλιά της εκκλησίας αγκομαχώντας για να βρει τη θέση του, με σπαραγμό καρδιάς και δυστυχία, έτοιμος να επιβάλει τον κόσμο των σκιών, να διαχωρίσει τα δέντρα μεταξύ τους, να ανυψωθεί πάνω από την παγωμένη και θολή ομοιογένεια της νύχτας μέσα στην οποία έμοιαζαν να είχαν παγιδευτεί σαν τις μύγες μέσα στο δίχτυ τα σαφή περιγράμματα του ουρανού και της γης με τα διάφορα ζώα και τους ανθρώπους, ενόσω το σκοτάδι συνέχιζε να δραπετεύει στο χείλος των πραγμάτων, κάπου στη μακρινή πλευρά του δυτικού ορίζοντα, εκεί όπου αναρίθμητοι τρόμοι εξαφανίζονται ο ένας μετά τον άλλον, σαν μια απελπισμένη, σαστισμένη, ηττημένη στρατιά».

Ωστόσο, δεν υπάρχει κανένα κομμάτι στο μυθιστόρημα που να αποδίδει την προσμονή, αλλά και την ψευδαίσθηση, της νίκης, καλύτερα απ’ ό,τι το πέμπτο κεφάλαιο, το οποίο αφιερώνεται στην ανίερη μάχη της δεκάχρονης Έστι με τη γάτα της. Η σκηνή της πάλης τους καλύπτει μερικές από τις πιο συνταρακτικές σελίδες του βιβλίου. 

Η Έστι, ένα κορίτσι με νοητική υστέρηση, (η αναπηρία της και συνεκδοχικά η άδολη αλληλεπίδραση με τον κόσμο, υπαινίσσεται την αγιότητα της μορφής της) βίωνε ένα διαρκές άγχος, απόρροια του φόβου της αποδοκιμασίας. Ήξερε πως οι άλλοι την αποδοκίμαζαν και την απέρριπταν και γι’ αυτό φρόντιζε να διαφεύγει το βλέμμα τους. Βρισκόταν σε «κατάσταση συνεχούς επαγρύπνησης». Όπως ο πανικόβλητος Φούτακι, καταζητούσε και εκείνη προειδοποιητικά σημάδια, ανίχνευε στα κρυφά σήματα κινδύνου. Παρ’ όλα αυτά, κάθε της προσπάθεια κατέληγε σε αποτυχία. Ήταν απλώς ανίκανη να κατανοήσει και να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των ανθρώπων. Η ανεπάρκειά της ακόμα και για τα πιο στοιχειώδη καθήκοντα, φλόγιζε τη φαντασία της, τη φαντασίωση ενός θριάμβου. Η Έστι φανταζόταν τον εαυτό της να υψώνεται δοξαστικά πάνω από ένα πεδίο μάχης, κατάσπαρτο με κατατροπωμένους εχθρούς. Θυμόταν πάντοτε έναν τυφλό άντρα, ο οποίος της είχε αποκαλύψει πως πίσω από τα κλειστά του βλέφαρα απλωνόταν ένας μαγικός κόσμος, η φαντασμαγορία του οποίου δεν συγκρινόταν με τα θαμπά χρώματα της θλιβερής ζωής. Η φαντασία του κοριτσιού είχε μεθύσει από τη μαγεία αυτού του αιώνιου σκότους. Αδημονούσε να βυθιστεί στον ύπνο για να δει «μεθυστικά, μεγαλειώδη όνειρα» και τρέμοντας από προσμονή αναλογιζόταν εκστατική τη στιγμή που τα βλέφαρά της θα άρχιζαν να τρέμουν ξεψυχισμένα και «οι πύλες της Βασιλείας των Ουρανών θα άνοιγαν γι’ αυτήν». Όμως, όταν έκλεινε τα μάτια δεν ατένιζε κάποιο μαγικό βασίλειο, αλλά τις ερεβώδεις, αποτρόπαιες εκλάμψεις ενός ασυνάρτητου εφιάλτη. Ένα βράδυ το βλέμμα της έπεσε πάνω στη γάτα και η Έστι όρμησε καταπάνω της, λυσσώντας για μια νίκη, αλλόφρων από την «ελπίδα της νίκης», παραδομένη και αυτή, για πρώτη και τελευταία φορά, στην «καταδυναστευτική, παράφρονα, πολεμοχαρή» φύση του κόσμου. «Η φλογερή δίψα της για νίκη είχε σχεδόν εξαφανίσει τον παλιό της εαυτό […]». Η συνείδηση της αδιαμφισβήτητης υπεροχής της, είχε καταδικάσει το ζώο πολύ πριν ορμήσει εναντίον του.

Παίρνοντας στα χέρια της το άψυχο σώμα της γάτας, η Έστι καταρρακώθηκε από ντροπή και λύπη· «ήξερε πως τίποτε πια δεν θα μπορούσε ποτέ να αντισταθμίσει τη νίκη της». Μέχρι τότε είχε την εντύπωση πως μόνο η αποτυχία ήταν αφόρητη, αλλά τώρα καταλάβαινε «[…] πως και η νίκη μπορεί να είναι εξίσου ανυπόφορη, διότι το πιο επονείδιστο στοιχείο του απεγνωσμένου αγώνα δεν ήταν το γεγονός ότι εκείνη είχε το πάνω χέρι, αλλά το ότι δεν είχε καμιά πιθανότητα να ηττηθεί».

Η Έστι ζούσε κρυμμένη από τους ανθρώπους, φωλιασμένη ανάμεσα στα σάπια δοκάρια της σοφίτας της. Σε ένα από αυτά είχε κρεμαστεί ο πατέρας της. Ο μεγαλύτερος αδελφός της, «παιδί του δαίμονα», της είχε πει ότι ο θάνατος, που ήταν «ο πλέον άμεσος τρόπος να πάει κανείς στον Παράδεισο και δίπλα στους αγγέλους», «δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα της θέλησης του Θεού, αλλά και θέμα επιλογής […]». Χάρη στη διαφώτισή του επί του θέματος, μια λύση σε κάθε περίπτωση, η Έστι κατακλύστηκε από τη σφοδρότατη επιθυμία «ν’ ανέβει στον ουρανό». Ονειρευόταν έναν ισχυρό άνεμο να την τραβάει προς τα πάνω, μακριά από τη Γη, ψηλά στα ουράνια, μέχρι να σταθεί «στις πύλες του ουρανού ανάμεσα στους αγγέλους που ζούσαν μέσα σε μια κατακόκκινη λάμψη». Αλλά ο αδελφός της, ορμώμενος από μια ακόμα έκρηξη χαιρεκακίας, «την είχε τραβήξει και τη γύρισε πίσω από αυτό το μαγικό αλλά τόσο τρομακτικό ύψος, όταν της μίλησε για το μυστικό του δέντρου με τα λεφτά», «το πιο θαυμάσιο μυστικό που είχε ποτέ υπάρξει». Η άλλη όψη της αυτοχειρίας είναι η αγκύλωση σε μια μάταιη ελπίδα.

Η Έστι πίστεψε με όλη της την ψυχή πως από μια χούφτα χώμα μπορούσαν να φυτρώσουν λεφτά. Το πίστεψε επειδή λαχταρούσε μια νίκη. Ζώντας στο ημίφως, στη δυναστική σκιά του αδελφού της, αποζητούσε, όχι ένα κέρδος, αλλά τουλάχιστον το μοίρασμα των κερδών. Όμως το χώμα είναι χώμα. Η Έστι πέφτει θύμα τόσο της ανελέητης φύσης όσο και της σαδιστικής φύσης του αδελφού της. Παγωμένη και μουσκεμένη, γραπωμένη από την πυκνή ομίχλη της νύχτας, περπατώντας στα τυφλά μέσα σε ένα σκοτάδι που λυσσομανούσε, τυλιγμένη με μια κουρελιασμένη δαντελένια κουρτίνα, σαν μια λερή νύφη που έψαχνε τάφο, αντί να βρει τις πύλες του ουρανού, στάθηκε πάνω από μια τρύπα μισογεμάτη με νερό, γεμάτη λάσπη. Κανένας «μαγικός σπόρος» δεν καρποφορούσε σε αυτό το χώμα που τόσο καιρό είχε φροντίσει και καλλιεργήσει η φαντασία της. Δεν ήταν παρά ένας σβόλος χώματος που τον διέλυε το νερό της βροχής, μια τρύπα στο έδαφος. Ο αδελφός της είχε αθετήσει την υπόσχεσή του, η Έστι, όμως, δεν ήθελε να πιστέψει πως όλα όσα της είχε πει ήταν ψέματα. Κυριευμένη και πάλι από την επιθυμία ν’ ανέβει στον ουρανό, παίρνει ποντικοφάρμακο, και για πρώτη φορά στη ζωή της, καθώς πεθαίνει, αισθάνεται την ύπαρξή της αναφαίρετο μέρος ενός συνόλου, το οποίο το διείπε μια ασύλληπτη, ακατάργητη ωστόσο, λογική. Ό,τι συνέβαινε, έπρεπε απλούστατα να συμβεί. «Επιτέλους, όλα θα ήταν απλά, για πάντα». Πεθαίνοντας, η Έστι «κατάλαβε ότι αυτό που συνέδεε τα πάντα μεταξύ τους δεν ήταν αποτέλεσμα τύχης, αλλά μιας ασυνήθιστα όμορφης λογικής».

Έκλεισε τα μάτια και πίσω από τα βλέφαρά της ατένισε τον άλικο ουρανό που την περίμενε. «Ήξερε πολύ καλά πως οι φύλακες άγγελοί της ήταν ήδη καθ’ οδόν».

«Πώς γίνεται αυτό που είναι μοιραίο να είναι αποτέλεσμα τύχης;… Κι αφού το μοιραίο είναι αναπόφευκτο, πώς μπορούμε να μιλάμε για ατύχημα;» αναρωτιέται ο Ιερεμίας φτάνοντας στο καπηλειό. Την πολυαναμενόμενη άφιξή του ακολουθεί ένα διάγγελμα δονούμενο από ιερή οργή. Είχε πεθάνει ένα παιδί και ήταν όλοι ένοχοι για τον θάνατό του. Τον λόγο του Ιερεμία συνταράζει μια περίτρομη ευλάβεια. Οι φράσεις του υποφέρουν από πυριφλεγή, θρησκόληπτο βερμπαλισμό, ο οποίος εκκινεί από τον κολασμό για να καταλήξει στο στέρξιμο. Η εξημμένη παραφορά του προετοιμάζει τον αναγνώστη ώστε κάμποσες σελίδες αργότερα να συναισθανθεί τον δημοσιοϋπαλληλικό άθλο της μετατροπής της ιερεμιάδας σε υπηρεσιακό έγγραφο, κατάλληλο για αρχειοθέτηση.

Το ποίμνιο του Ιερεμία τον ακούει εμβρόντητο. Ενώ αυτοί κοιμούνταν, ο κόσμος είχε γυρίσει ανάποδα, «κι όλα ήταν τώρα ένα τρομερό χάος». Όλο το βράδυ χόρευαν μεθυσμένοι, ενόσω έξω από τα παράθυρα του καπηλειού η έκκληση της Έστι για βοήθεια χανόταν μες στην εμβοή του ανέμου και της βροχής, μέχρι να τη βρουν νεκρή μέσα σε ερείπια σπαρμένα με βάτα.

«Τα βαρυσήμαντα λόγια του Ιερεμία αντηχούσαν πένθιμα μέσα στο καπηλειό: ήταν σαν ένας συνεχής, μανιασμένος χτύπος από καμπάνες που ο ήχος τους μάλλον τους τρομοκρατούσε παρά τους κατηύθυνε προς την πηγή των προβλημάτων τους».

Η ομοβροντία των κατηγοριών του, η απηνής απαρέσκειά του, η απερίφραστη περιφρόνησή του, πρωτίστως η απόγνωσή του, δεν υπόσχονταν καμία σωτηρία. Ακόμα και αυτός ο ίδιος στεκόταν μπροστά τους ανίσχυρος, ποδηγετημένος από τη μοναρχία του χάους. Του έλειπαν η δύναμη και η ενέργεια, φαινόταν σαν να είχε χάσει την «παλιά του φλόγα»· «μπουχτισμένος με τα χρόνια, άφηνε να τον καθοδηγεί η συνήθεια». Όλος ο ρητορικός του στόμφος «[…] ήταν μόνο ένας τρόπος να κρύψει από εκείνους που τον εμπιστεύονταν την πραγματικότητα, δηλαδή ότι ήταν κι ο ίδιος τόσο ανίσχυρος όσο κι εκείνοι, ότι είχε χάσει κάθε ελπίδα να δώσει νόημα σ’ αυτό που τον έπνιγε και από το οποίο, ακόμα κι αυτός, ο Ιερεμίας, δεν μπορούσε ν’ απαλλαγεί».

Η ακατανόητη τραγωδία, ο θάνατος της Έστι, ένας τρομερός συνδυασμός τυχαίων παραγόντων, ίσως πάλι ένα σκαιό καπρίτσιο της μοίρας, είχε επιπέσει σε όλο τον οικισμό σαν υπερβατική, άφευκτη τιμωρία. Μάταια ήλπιζαν στην ευόδωση των σχεδίων τους, στην επιείκεια της τύχης, στην έλευση του Μεσσία. Τα όνειρά τους θα ματαιώνονταν διαρκώς, το ένα μετά το άλλο, κανένα θαύμα δεν θα πραγματοποιούνταν ποτέ, το βάρος στους ώμους τους θα τους συνέθλιβε, ο κόμπος στον λαιμό τους θα τους έπνιγε, κάποια στιγμή, σε λίγο ή λίγο αργότερα, δεν θα άντεχαν πια τον κόπο να ανασαίνουν. Τα γόνατά τους ήταν ετοιμόρροπα, τα μάτια τους παραδομένα στον λήθαργο. Η εφιαλτική, ανηλεής προφητεία τραντάζει συθέμελα τις ψυχές των αμαρτωλών. Ανέκαθεν και για πάντα η κατάντια, αυτή η προαιώνια κατάρα, τους αιχμαλώτιζε στον αδιάρρηκτο, απέραντο ιστό της.

Ωστόσο, η ολοένα και πιο τρικυμιώδης απελπισία όπου περιδινούνταν τα λόγια του Ιερεμία, εκβάλλει στην ανάληψη μιας υπεράνθρωπης ευθύνης, της σωτηρίας της ανθρωπότητας, της ανέγερσης της μέλλουσας ζωής. Ο Ιερεμίας αρπάζεται από το νεκρό κορμί της Έστι, κραδαίνοντας το άμωμο σαρκίο της -μια μικρή Χριστός- σαν να επωμίζεται, μόνος αυτός, τα ανομήματα όλου του κόσμου και μαζί το θεόπνευστο χρέος της εξιλέωσης. Ενδεχομένως, η Έστι, αυτό το «μικρό απολωλός πρόβατο του Θεού, αυτός ο μικρός αμνός», αμνός «που θυσιάστηκε υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας», να είχε πεθάνει μόνο και μόνο για να τους στρέψει προς το επουράνιο έλεος. Κανείς, πολλώ δε μάλλον εκείνος, ο Ιερεμίας, δεν ήταν σε θέση να αναστήσει το παιδί. Όμως, θα μπορούσαν όλοι να επωφεληθούν από αυτόν τον θάνατο στο μέτρο που θα τον αναγνώριζαν σαν σημάδι θείας εύνοιας. Η θυσία της Έστι δεν ήταν θέμα επιλογής («δεδομένης της περιορισμένης διανοητικής της ευφυΐας, ήταν ανίκανη να βάλει η ίδια ένα τέλος στη ζωή της»), αλλά αποτέλεσμα της θέλησης του Θεού. Ίσως «αυτή η τραγωδία έπρεπε να συμβεί!» αναφωνεί ο Ιερεμίας σε ένα προμελετημένο ξέσπασμα θεοσέβειας.

«Σε τελική ανάλυση, δεν μπορούμε να ξέρουμε αν ήταν για μας ή εξαιτίας μας που πέθανε. Δεν μπορούμε να το αποδείξουμε, σε καμία περίπτωση. Αλλά το ερώτημα αυτό θα παραμείνει στις καρδιές μας για πάντα, όπως και η μνήμη του παιδιού, ενός παιδιού του οποίου η ζωή χάθηκε γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό… για να μπορέσει επιτέλους να ανατείλει το άστρο που κυβερνά τις ζωές μας…».

Ο Ιερεμίας δεν πηγαίνει στο καπηλειό για προσηλυτισμό και κατήχηση, αλλά εις άγραν πόρων, επενδυτικών κεφαλαίων. Αν ο κάπελας μετέφραζε την απέχθειά του για τους ανθρώπους σε αύξοντες αριθμούς που παρηγορούσαν το μίσος του, ο Ιερεμίας, υπακούοντας σε κυβερνητικές εντολές, χάρη στις οποίες είχε αποφυλακιστεί (εξού και η δίχρονη σχεδόν απόσυρσή του από τα εγκόσμια) προκειμένου να εκτελέσει αυτές ακριβώς τις εντολές, είχε αναλάβει να απαλλάξει τους κατοίκους του αγροτικού οικισμού από τα ύστατα υπάρχοντά τους. Θα τους οδηγούσε στη σωτηρία «μέσα σ’ ένα πνεύμα χριστιανικής πενίας», ανακουφίζοντάς τους από όλα τα άχρηστα συμπράγκαλά τους. Ασφαλώς, την αποστολή του, από την οποία όχι μόνον δεν θα παραιτούνταν ποτέ, αλλά και θα ανταποκρινόταν σε αυτήν μέχρι το τέλος της ζωής του, μέχρι να γίνει «σκόνη και στάχτη», δεν του την είχε εμπιστευτεί ο Κύριος αλλά το Κράτος, άρχων και παντεπόπτης των ανθρώπινων παθών. Χάρη στις θυσίες των απόκληρων του αγροτικού οικισμού, ο Ιερεμίας θα δημιουργούσε για λογαριασμό των θεσμών «μια πρότυπη οικονομία». Υπό την αμειβόμενη προστασία του, κάθε ένας επί γης θα είχε «πλούτο και ειρήνη και ασφάλεια», και, το κυριότερο, θα μπορούσε «να κοιμάται τη νύχτα σαν άνθρωπος».

Έχει σημασία να παρατηρήσουμε ότι οι σκιώδεις δικαιοδοσίες του Ιερεμία δεν διακρίνονται σε καμία ιεραρχική βαθμίδα της εξουσίας. Ο ίδιος δεν είναι παρά ένα από τα αναρίθμητα, και μάλιστα τα πλέον ανυπόληπτα, έμμισθα όργανα του κράτους. Στην αρχή του δεύτερου κεφαλαίου, ο Κρασναχορκάι, δείχνοντας σπαρταριστή προσοχή στις λεπτομέρειες της εξαχρείωσης, όχι μόνο των ηθών αλλά και του χώρου, σαν να ήταν η εξαχρείωση το αναμενόμενο αποτέλεσμα της καταστροφικής τους διάδρασης, περιγράφει τα γραφεία της υπηρεσίας όπου ο Ιερεμίας και ο Πέτρινα καλούνται για να αναλάβουν τα αδιευκρίνιστα καθήκοντά τους. Οι υφιστάμενοι των αρχών, καλολαδωμένα εξαρτήματα «του καλοστημένου συστήματος», αντιμετωπίζουν και τους δύο με απροκάλυπτη δυσφορία. Ο Ιερεμίας και ο Πέτρινα αναμένουν εντολές σε μια τεράστια αίθουσα γραφείων, την οποία καταυγάζει το νοσοκομειακό, σηπτικό φως από λάμπες νέον. Όπως τους εξηγεί ένας υπάλληλος, τα πάντα εκεί μέσα ήταν σάπια. Δύο ρολόγια στον τοίχο επιδεινώνουν την τεταμένη αναμονή. Ο Ιερεμίας παρατηρεί πως τα ρολόγια έδειχναν διαφορετική ώρα το καθένα, αλλά σκέφτεται πως μπορεί κανένα από τα δύο να μην έδειχνε την ακριβή ώρα. Όπως και να ’χει, και τα δύο τον έκαναν να αισθάνεται ανυπεράσπιστος.

Αποτυπώνοντας με αγέλαστη ειρωνεία, στην οποία εμφιλοχωρεί διαρκώς η υπόνοια μιας απειλής, την ασυνεννοησία μεταξύ των υπαλλήλων, τη ληθαργική, νεκρική ατμόσφαιρα ρουτίνας, τις ταριχευμένες, θαρρείς, μορφές ανωτέρων και κατωτέρων στελεχών, τη δυσνόητη ιεράρχηση των ρόλων, την προχωρημένη σήψη έμψυχων και άψυχων, ο Κρασναχορκάι νεύει πρόδηλα προς τον Κάφκα, κατακυρώνοντας με απαράμιλλο πνεύμα την εκλεκτική τους συγγένεια.

Περνώντας κατά λάθος από το γραφείο ενός διοικητή, οι αρμοδιότητες του οποίου κάλυπταν το «Μητρώο Ιερόδουλων» και τον οποίο διαβεβαιώνουν πως ήταν «έντιμοι πολίτες αυτής της χώρας» και άξιοι υπάλληλοι της υπηρεσίας, ο Ιερεμίας και ο Πέτρινα βρίσκουν τελικά το γραφείο του σωστού διοικητή, του διοικητή της Αστυνομίας. Μετά από μερικές μάλλον αποπροσανατολιστικές, ακαταλαβίστικες διευκρινίσεις περί νόμου, ο αστυνομικός τούς αναθέτει μια ιδιαίτερα κρίσιμη αποστολή για την οποία δεν τους λέει το παραμικρό. Όφειλαν να υπηρετήσουν το σχέδιο, ακόμη και αν δεν είχαν ιδέα περί αυτού. Σίγουρος πως αυτοί οι δύο θα συνέβαλλαν αποφασιστικά στη συλλογική προσπάθεια για την αποσόβηση της κρίσης, ο διοικητής τούς ξαποστέλνει στους δρόμους της Ουγγαρίας.

Όταν ο Ιερεμίας και ο γκαιμπελίσκος του φτάνουν στο καπηλειό πιστεύουν ακόμα στην κρισιμότητα της αποστολής τους. Όταν, όμως, στοιβάζουν τους κατοίκους στο φορτηγό, έχουν ήδη αρχίσει να ανησυχούν μήπως και οι ίδιοι κατέληγαν θύματα μιας αναπόδραστης καταδίκης, λεία μιας δικαιοσύνης που αγνοούσαν. Καταδεικνύοντας τη μυθοπλαστική του ευφυΐα χάρη στην οποία απογυμνώνει με καίρια εφευρήματα τον ιδιοσυγκρασιακό πυρήνα των ηρώων του, ο Κρασναχορκάι φέρνει αντιμέτωπο τον Ιερεμία με ένα θαύμα, μόνο και μόνο για να τον οδηγήσει στην απερίφραστη αποκήρυξη της πίστης. Στην περίπτωση του Ιερεμία η άρνηση της πίστης δεν απορρέει από την αθέτηση του θαύματος, αλλά από την αδιάσειστη φανέρωσή του. 

Διασχίζοντας το απόκοσμο τοπίο του μυθιστορήματος, ο Ιερεμίας και ο Πέτρινα βλέπουν ξαφνικά ένα λευκό πέπλο να τρεμίζει καταμεσής του ουρανού. Οι πύλες της Βασιλείας των Ουρανών άνοιγαν μπροστά στα μάτια τους για να δεξιωθούν το νυφιάτικο λείψανο της Έστι, που περίλαμπρη και «ειρηνικά κοιμωμένη» ανυψωνόταν στους αιθέρες. «Κόλαση κι αιώνια καταδίκη!», ουρλιάζει έντρομος ο Πέτρινα. Αποσβολωμένος από το θαύμα της ανάστασης, ο Ιερεμίας πασχίζει να αναχαιτίσει τον τρόμο του, μαρμαρωμένος από «τη μοιραία απελπισία ενός παγιδευμένου ζώου που συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχει διαφυγή». Αρνούνταν να πιστέψει πως κάτι μυστικό και μυστήριο είχε ερήμην του συντελεστεί. Ξεγέλασμα των ματιών, πλάνη των αισθήσεων. Το κουρελιασμένο νυφικό της Έστι, το σάβανο το οποίο ντύθηκε για να ανέλθει στους ουρανούς, δεν ήταν παρά παραίσθηση, ένα κυμάτισμα στα πέπλα της ομίχλης. Μόνο αν δεν υπήρχε Θεός, ο Ιερεμίας είχε κάποια πιθανότητα να σωθεί, γι’ αυτό αναφωνεί έξαλλος: «Ο Θεός υπήρξε ένα σφάλμα».

«Ο Παράδεισος, η Κόλαση, η μετά θάνατον ζωή; Όλα αυτά είναι ανοησίες. Μόνο χαμένος χρόνος. Η φαντασία δεν σταματά να δουλεύει ποτέ, αλλά όσες φορές περάσαμε δίπλα από την αλήθεια, δεν την αγγίξαμε».

Η δοξαστική στιγμή του θαύματος είναι η στιγμή της συντριβής του Ιερεμία. Δεν πρόκειται για τη συντριβή του Κακού. Ο Ιερεμίας ενσαρκώνει το Κακό που ακατάπαυστα αναγεννάται. Μέσα από το μηδενιστικό του παραλήρημα, το οποίο αντιτάσσει στο μεταφυσικό ρίγος της επουράνιας μέριμνας, οραματίζεται μια καταδικασμένη ανθρωπότητα. Παραθεωρώντας πως όλα είναι καθορισμένα εκ των προτέρων, πως όλα λειτουργούν «δίχως λόγο, δίχως σκοπό, υπό την πίεση μιας αλληλεξάρτησης και μιας άγριας και άχρονης διακύμανσης», οι άνθρωποι αρπάζονται από την ψευδαίσθηση πως κυβερνούν τη ζωή τους και γι’ αυτό δεν παύουν να καταστρώνουν σχέδια και να επινοούν ιδέες, που δεν είναι παρά παγίδες στις οποίες νομοτελειακά πέφτουν μέσα. Κι έπειτα υπομένουν το υπόλοιπο του βίου με την ελπίδα πως κάποτε θα γλιτώσουν «από τα νύχια της δυστυχίας». Η ελπίδα τους δεν είναι παρά η καλοστημένη παγίδα της φαντασίας τους.

«Νομίζουμε πως είμαστε ελεύθεροι, αλλά το μόνο που κάνουμε είναι να αναπροσαρμόζουμε τις κλειδαριές».

«Ας κρεμαστούμε, ανόητε», προτρέπει ο Ιερεμίας τον Πέτρινα. «Τουλάχιστον έτσι θα τελειώσουμε μια ώρα νωρίτερα. Έτσι κι αλλιώς, το ίδιο κάνει, είτε κρεμαστούμε είτε όχι. Εντάξει, ας μην κρεμαστούμε».

Σε έναν καταφανώς νοσούντα τόπο δεν θα μπορούσε να μην υπάρχει ένας γιατρός. Όπως ο κάπελας και ο Κέρεκες, ο γιατρός δεν εγκαταλείπει τον οικισμό. Καμία δύναμη, είτε ένθεη είτε σατανική, δεν θα κατάφερνε ποτέ να τον βγάλει έξω από το σπίτι του. Στις τελευταίες σελίδες ασφαλίζει με καρφιά την πόρτα έτσι ώστε να αποκλείσει διά παντός την πιθανότητα διάρρηξης του εσωτερικού του κόσμου από την πραγματικότητα. Ο εγκλεισμός του ήταν απότοκος της εταστικής παρατήρησης του έξω κόσμου. Δίπλα στο παράθυρο είχε στήσει το παρατηρητήριό του και κατέγραφε σχολαστικά στα ημερολόγιά του τόσο τις απαράλλαχτες μετακινήσεις των γειτόνων του, όσο και τις αδιόρατες μεταβολές του τοπίου. Καμία λεπτομέρεια δεν ήταν αμελητέα στην απόφασή του να αντιταχθεί στην κυριαρχία του χάους και «τη θριαμβευτική επέλαση της παρακμιακής διαδικασίας».

Το κατόρθωμα για το οποίο ο γιατρός ευγνωμονούσε τους ψυχαναγκασμούς των αμφιβληστροειδών του, ήταν η στρατηγική τοποθέτηση της πολυθρόνας απέναντι από το παράθυρο. Αυτή η θέση, από την οποία κατόπτευε τη ζωή, ήταν αποτέλεσμα της μακράς εμπειρίας που είχε αποκομίσει από «τη συσσώρευση των καθημερινών του κινήσεων» και τη μεθοδική βελτιστοποίησή τους. Καθισμένος στην πολυθρόνα, τυλιγμένος στην κουβέρτα του «[…] ήταν πλέον σε θέση να παραδεχτεί με σιγουριά και δίχως υπεροψία ότι η ζωή του μπορούσε να λειτουργεί στην εντέλεια». Ελέγχοντας σχολαστικά τον χώρο γύρω του, «ένιωθε ζεστασιά και μια κάποια ευχαρίστηση», διαπιστώνοντας «πως όλα βρίσκονταν υπό τον σταθερό και παντοδύναμο έλεγχό του». Χάρη στην πολυθρόνα του είχε βρει την ιδεατή θέση του στο σύμπαν.

Ωστόσο, δεν είχε μπορέσει να απαλλαγεί από το άγχος, τη νευρικότητα και την ανασφάλεια· μια μυστηριώδης, αναίτια, ακαταλάγιαστη αγωνία τον κρατούσε σε εγρήγορση. Δεν ξεχνούσε πως το χάος πολιορκούσε την ορθολογική τάξη, μια τάξη πολύ εύθραυστη σε κάθε περίπτωση. Κάθε ειδική γνώση που κατείχε, κάθε χωροταξική εμπειρία που είχε αποκομίσει, κάθε ελεγμένη οπτική γωνία, ήταν όλες αφιερωμένες στην προσπάθεια διατήρησης αυτής της τάξης. Άλλωστε, είχε επίγνωση πως το σπίτι του, αυτή η άβατη γωνιά στον οικισμό, «ήταν μέρος του εχθρικού εξωτερικού περιβάλλοντος», και έτσι δεν μπορούσε να βρει ησυχία. Ο γιατρός φοβόταν πως κάποια μέρα το ενδελεχώς καταστρωμένο σύστημά του, η εξοντωτική εργασία της μνημείωσης του παραμικρού ίχνους του χρόνου, η σχολαστική καταγραφή ακόμη και του πλέον ασήμαντου στοιχείου που ανήκε στον κόσμο του, οι στρατηγικές αντιμετώπισης της ολέθριας και ύπουλης παρακμής, δεν θα κατόρθωναν πια να αντιστέκονται στη δόλια έφοδο των παραγόντων του σκότους «κατά της ανθρώπινης δημιουργικότητας». Φοβόταν πως «[…] όλα όσα είχαν δημιουργήσει οι άνθρωποι με κόπο και πικρά δάκρυα ήταν καταδικασμένα να μετατραπούν σ’ ένα αδιαφοροποίητο, ρευστό υπέδαφος, σ’ έναν πολτό που μέσα από υπόγεια κανάλια θα έρρεε προς έναν μυστηριώδη προορισμό […]».

Κάθε προσπάθεια του ανθρώπου ήταν εκτεθειμένη στην αποτυχία και τη ματαίωση, «[…] μέχρις ότου τα οστά και η σάρκα του γίνουν βορά στα όρνια που περιφέρονται πάνω από τον θάνατο και τη σήψη».

Ο γιατρός πίστευε πως μόνο η μνήμη, παρόλο που συχνά αποδεικνυόταν αναξιόπιστη και μεροληπτική, ήταν ικανή να αντεπεξέλθει στην αποστολή της καταπολέμησης του χάους και της παρακμής. Η επίμονη καλλιέργεια της μνήμης τον προστάτευε «από τη σήψη που κατέστρεφε γύρω του τα πάντα». Μόνον η μνήμη τον απέτρεπε από το να διαλυθεί «μέσα στην τελική σιωπή που, ούτως ή άλλως, τον καλούσε επιμόνως». Μελετώντας γεωλογικούς χάρτες της Ουγγαρίας και επισημαίνοντας τις βραδύτατες, όσο και ανέκκλητες, αλλοιώσεις στον φλοιό της, επιβεβαίωνε τη διδακτική ωφέλεια του παρελθόντος και συνάμα την ανάγκη της άγρυπνης εποπτείας. Η ίδια η ιστορία της γης, που φαινομενικά έμοιαζε σταθερή και αμετάβλητη, μαρτυρούσε πως κάθε επίγειο πράγμα και πλάσμα οδηγούνταν «προς την κοινή και ακατανόητη καταστροφή τους» και συχνά αναρωτιόταν αν διάβαζε ένα βιβλίο γεωλογίας ή προφητείας. Δεν ήταν απόλυτα βέβαιος αν μελετούσε την προϊστορία του πλανήτη ή αν εντρυφούσε σε γεωλογικά δεδομένα που προοικονομούσαν την εξαφάνιση του ανθρώπινου είδους.

Αναλογιζόμενος την προαιώνια, παράλογη, ατέρμονη αναμέτρηση μεταξύ «των φουσκωμένων θαλασσών και των αναδυόμενων βουνών», τον κέντριζε η ολοένα και οξύτερη «[…] επίγνωση της μηδαμινής κουκκίδας που συνιστούσε η δική του ύπαρξη, και είδε τον εαυτό του ως το ανίσχυρο και ανυπεράσπιστο θύμα αυτού του κινούμενου γήινου φλοιού […]». Μια ακατανίκητη, ασύλληπτη δύναμη τον απειλούσε, η δύναμη που διείπε τα πάντα, και που όταν τελικά θα ενέσκηπτε, θα καθιστούσε ανέφικτη κάθε δραπέτευση.

Από την άλλη, αναδιφώντας παλιά φωτογραφικά πολεμικά ρεπορτάζ, ο γιατρός διαπίστωνε πως η εμπόλεμη κατάσταση ήταν η πιο μακραίωνη συνθήκη της ανθρωπότητας. Είχε την εντύπωση πως άκουγε κάπου μακριά, ή πολύ κοντά, «αρχαίες προϊστορικές κραυγές». Μπορεί τα πάντα τελικά να αφανίζονται, ο χρόνος όμως διαφυλάσσει το ίχνος της οδύνης, «η οδύνη δεν εξαφανίζεται δίχως ν’ αφήσει ίχνη». Η σκέψη τον παρηγορούσε.

Κοιτώντας φωτογραφίες πεδίων μαχών σκεφτόταν πως ο πόλεμος βρισκόταν δίπλα του. «[…] ήταν τόσο πεπεισμένος πως οι φωτογραφίες είχαν τραβηχτεί κάπου στην πλησιέστερη περιοχή, ώστε αφιέρωνε πολλή ώρα για ν’ αναγνωρίσει, αγχωμένος, αυτό ή εκείνο το πρόσωπο που, όλως περιέργως, του φαίνονταν πολύ οικεία».

Όμως, την προσοχή του γιατρού μονοπωλούσε μια αεροφωτογραφία, που τον γοήτευε πολύ. Μια πολυπληθής ορδή ανδρών προχωρούσε πάνω σε έδαφος που έμοιαζε με έρημο, «αφήνοντας πίσω της τα ερείπια μιας πολιορκημένης πόλης από τα οποία έβγαιναν καπνός και φλόγες, ενώ μπροστά τους, τους περίμενε μόνο μια μεγάλη, σκοτεινή έκταση, σαν προειδοποιητικό σημάδι». Η ζοφερότητα της εικόνας πηγαίνει το μυαλό μας στις ανατριχιαστικές αεροφωτογραφίες από το Άουσβιτς, ενώ μας θυμίζει ξανά τις εξοντωτικές, ψυχικές και σωματικές, περιπέτειες όσων επέζησαν.

Συνειδητοποιώντας πως αποτελούσε και εκείνος μέρος του «απελπισμένου, τρομακτικού αφηνιασμού» ανθρώπων καταδικασμένων σε ανώφελες, δίχως κανένα νόημα ζωές, τρελαμένων από τη χίμαιρα της φυγής, ο γιατρός βρίσκει καταφύγιο στις πλάνες της φαντασίας, στην ακατάλυτη εξουσία της. Στον επίλογο του μυθιστορήματος τον βλέπουμε καθισμένο στην πολυθρόνα του να παίρνει ένα τετράδιο και να αρχίζει να γράφει «μ’ έναν όλο και πιο βαθύ ρεμβασμό». Έγραφε πυρετωδώς, σαν ένας Προυστ «έξαλλος για τον χαμένο χρόνο». Η εσωτερική του σύγχυση, ο διαβολεμένος ρυθμός που εκρήγνυτο στο κεφάλι του, ηλέκτριζε τις λέξεις του. Στις γραμμές του τετραδίου οι λέξεις ισοδυναμούσαν με πράξεις. Δεν ονομάτιζαν, γίνονταν. Ο γιατρός δεν έβλεπε πια, φανταζόταν, δεν κατέγραφε, έγραφε· ξαφνικά αισθανόταν παντοδύναμος. Εκείνος ήταν που δημιουργούσε την όψη του κόσμου, σελίδα τη σελίδα τού επέβαλλε μια ιδιόχειρη, απαράγραπτη τάξη. Ο οικισμός είχε όλος μεταφερθεί στο μυαλό του.

«Έγραφε πυρετωδώς, έβλεπε σχεδόν τα πάντα που συνέβαιναν εκεί και ήξερε, ήταν απολύτως βέβαιος ότι, εφεξής, έτσι θα ήταν. Συνειδητοποίησε πως όλα εκείνα τα χρόνια του εξουθενωτικού κι επίμονου μόχθου, επιτέλους, είχαν αποφέρει καρπούς: είχε αποκτήσει τη μοναδική ικανότητα ν’ αντιστέκεται διά της γραφής, όχι μόνο στην αδιάλειπτη πορεία του κόσμου προς μια κατεύθυνση, αλλά και ώς έναν βαθμό, να είναι σε θέση να παρεμβαίνει στον μηχανισμό που είναι πίσω από τον φαινομενικά χαοτικό στροβιλισμό των συμβάντων».

Κάποια στιγμή ο γιατρός ακούει τις κωδωνοκρουσίες που είχαν ξυπνήσει τον Φούτακι στην πρώτη σελίδα του μυθιστορήματος. Καθώς η παντοκρατορία της συγγραφής δεν είχε ακόμη εκμηδενίσει τον πόθο του εξορθολογισμού, βγαίνει από το σπίτι του αναζητώντας την πηγή αυτού του θορύβου, το μήνυμα του οποίου αδυνατούσε να εξιχνιάσει, αν και υποπτευόταν πως ήταν ζωτικής σημασίας. Αναρωτήθηκε μήπως αυτή η άφθαστη ηχώς ήταν τελικά «η χαμένη μελωδία της ελπίδας», μια υπόσχεση ξεχασμένη που τώρα εκπληρωνόταν. Το ευαγγελικό άκουσμα που αναρρίπιζε αίφνης τη φτωχή του επικράτεια, ήταν, άραγε, «το αντιστάθμισμα για τα βάσανα που πέρασε μια ολόκληρη ζωή, για όλα τα χτυπήματα της μοίρας, μια δίκαιη ανταμοιβή για την επιμονή του να επιβιώσει», «ένα είδος απροσδιόριστης ενθάρρυνσης»; Ωστόσο, στην περιοχή δεν υπήρχαν εκκλησίες. Ειρήσθω εν παρόδω, όλες οι εκκλησίες που απαντούν στο διάβα τους οι ήρωες είναι κατεστραμμένες. Δίπλα από το αρχοντικό, λόγου χάριν, όπου καταλύουν οι εκτοπισμένοι, υπάρχει ένας σωρός από χαλάσματα. Ήταν τα ερείπια του καμπαναριού του παρεκκλησίου, «τότε που είχε ακόμα την καμπάνα». Και ο γιατρός επίσης περπατώντας στον έρημο οικισμό, φτάνει σε ένα μικρό, ερειπωμένο παρεκκλήσι, κατεστραμμένο από τον πόλεμο. Η πόρτα, φαγωμένη από τον χρόνο, δεν άνοιγε. Μετά από πολλή προσπάθεια ο γιατρός καταφέρνει να μπει μέσα· «αράχνες, σκόνη, βρώμα, δυσωδία και σκοτάδι».

Οι καμπάνες αντηχούν ξανά. Ο ήχος τους ανέθρωσκε από τα συντρίμμια του καμπαναριού. Ο γιατρός παραξενεύεται, γιατί από τον πόλεμο είχαν να δώσουν σημεία ζωής. Τελικά, η εξήγηση είναι όντως ορθολογική. Σκαρφαλωμένος στο γκρεμισμένο καμπαναριό, ένας σαλός βαρούσε μια αυτοσχέδια καμπάνα.

Ενδεχομένως η κυρία Χάλικς να είχε δίκιο όταν ισχυριζόταν πως ο γιατρός ήταν όργανο του Σατανά, πλάσμα του διαβόλου. Επιστρέφοντας στο σπίτι του και αφότου μπήξει καρφιά στην πόρτα του, σαν να σταύρωνε το εξανθρωπισμένο όραμα του ουρανού, το ξόανο στο καμπαναριό, ο γιατρός εξοργίζεται με την αφέλειά του να πιστέψει πως τον είχαν ξυπνήσει οι «Μεγάλες Καμπάνες του Παραδείσου». Έπειτα συλλογίζεται πως αν οι καμπάνες είχαν κάποιο νόημα, ήταν εκείνο που ο ίδιος θα τους προσέδιδε. Ακουμπώντας ξανά το μολύβι του στο χαρτί, βλέπει τον Φούτακι να ξυπνά ένα πρωινό του φθινοπώρου από ήχους καμπάνας. Όπως ο Κρασναχορκάι στην πρώτη σελίδα, αντικρίζει και εκείνος τον Φούτακι «[…] στον σταυρό του λίκνου και του φέρετρου να σπαρταρά από πόνο, προτού τον παραδώσει μια ψυχρά απαγγελθείσα ετυμηγορία στους νεκροκόμους, στα βροντερά γέλια των εκδορέων επί το έργον […]».

Τόσο ο Κρασναχορκάι όσο και ο γιατρός ξέρουν πως ο Φούτακι ήταν το θύμα μιας στημένης παρτίδας, μιας παρτίδας παιγμένης από τα πριν, που του στερούσε «το ύστατό του ατού, δηλαδή την ελπίδα να νιώσει κάποτε σπίτι του».

Όσο ο γιατρός έγραφε, τόσο πειθόταν πως τα πάντα συνέβαιναν έτσι ακριβώς. Καμία νομοτέλεια, καμία μοίρα, καμία προδικασμένη ετυμηγορία, δεν μπορούσε να κατισχύσει των λέξεών του. Οι καμπάνες χτυπούσαν τραντάζοντας τις σκονισμένες εικόνες των αγίων που κρέμονταν στον τοίχο του δωματίου του, ενόσω ο Φούτακι, «παρασυρμένος από την άμπωτη και την πλημμυρίδα της κωδωνοκρουσίας», άκουγε με κομμένη την ανάσα, γιατί «κάθε μεμονωμένη νότα τού ήταν αναγκαία, ακόμα και η πλέον απόμακρη».

Ο γιατρός έγραφε και ο κόσμος συνέβαινε.

«Γιατί μόνο η ιδέα που έχει συλληφθεί μπορεί να πραγματοποιηθεί».

Ο Κρασναχορκάι συλλαμβάνει τους ήρωές του στην πιο συγκλονιστική, στην πιο μεγαλειώδη στιγμή τους, όταν ταπεινωμένοι και ηττημένοι, φοβισμένοι και εγκαταλελειμμένοι, έρημοι στο διάπλατο χάος, αποζητούν τη φωνή του Θεού. Η προσμονή τους σβήνει μέσα σε μια απόκοσμη, θανατερή σιωπή, στοιχειωμένη από άφατα όνειρα και νεκρώσιμες ικεσίες. Ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο παρεμβάλλεται μια τρομερή σιωπή. Μόνον η πίστη μπορεί να μετατρέψει αυτή τη σιωπή σε απόκριση, καμιά φορά και σε κατάνευση. Αλλά και η λογοτεχνία, χάρη στη μεσιτεία της στα φάσματα του μυαλού και της ψυχής, έχει τη δύναμη να μελωδεί την ηχητική της σιωπής. Έχει τη δύναμη να ανασταίνει τον ήχο από καμπάνες, δονώντας με λέξεις γλωσσίδια  γκρεμισμένων καμπαναριών.

Αφού περιφέρει τα πρόσωπα του δράματος στον αρχέγονο, άρρηκτο κύκλο της ελπίδας και της ματαίωσης, σαν να ενορχηστρώνει τον μυσταγωγικό βηματισμό τους γύρω από ορχήστρα αρχαίου θεάτρου, ο Κρασναχορκάι τα επιστρέφει στο μοναδικό τους σπίτι, τη γραφή. Η γραφή του είναι η εξαίσια σκέπη των παθών τους. Ο αριστουργηματικός, καθηλωτικός εξπρεσιονισμός της είναι από μόνος του ένα γλωσσικό επίτευγμα, ενώ οι προσωδίες της αναδεικνύουν κάθε δυνατό, διάτορο ή υπόκωφο, μετατονισμό του ανθρώπινου λόγου· καθοδηγούμενες από τους θρηνητικούς, τους πιο σπαρακτικούς σπασμούς μιας φωνής, διερευνούν όλη την έκταση ανάμεσα στο ουρλιαχτό και την κραυγή, στον κλαυσίγελο και το ξεκάρδισμα, φτάνοντας ιδιοφυώς στην απώτατη απόληξη της τραγωδίας, την κωμωδία.

Δεν χρειάζεται να αμφιβάλλουμε. Ο Λάσλο Κρασναχορκάι είναι ένας σπουδαίος δημιουργός, σύγχρονος του Μπέκετ, αλλά και του Κάφκα.

 

Lina Pantaleon

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular