Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

«Ποιος θα με λυτρώσει από αυτό το σώμα του θανάτου;» 

 

Ο άνθρωπος που πάσχει είναι πρώτα απ’ όλα σώμα. Η απόλυτη σωματικότητα της αρρώστιας είναι αδυσώπητη. Η αρρώστια περιφρονεί κάθε αξίωση ή και επίτευξη του πνεύματος. Ολόκληρος ο πολιτισμός καταποντίζεται στο σώμα που νοσεί. Πώς, όμως, γίνεται να αντέξει το πνεύμα τον παραγκωνισμό του από την αρρώστια, την ντροπή της αδυναμίας του; Υφίσταται μια ανελέητη, ολοσχερή ταπείνωση, μια συντριπτική ήττα. Υποχρεώνεται να αναλογιστεί τις δικαιοδοσίες της σάρκας, που του επιβάλλονται άτεγκτα. Κάθε σκέψη, σχέδιο και επιθυμία εκχωρούνται στον πόνο. Η ζωή απομειώνεται από τον φόβο του θανάτου. Κάθε πρότερη ανύψωση μετατρέπεται σε ενατένιση της πτώσης. Η καρδιά, που τόσα όνειρα και πόθοι την ανέπαλλαν, σφίγγεται σε μια κρεάτινη γροθιά που σφυροκοπά ένα κατασκότεινο, εξαθλιωμένο κουφάρι. Η αρρώστια καθιστά το περίβλημα της ύπαρξης διάφανο, διαπερατό, αφόρητα τρωτό, αιωνίως θνητό.

Δεν είχα διαβάσει το Μαγικό βουνό και χαίρομαι που λόγω της συγκυρίας εκπλήρωσα μια από τις λογοτεχνικές μου υποχρεώσεις. Χαίρομαι επίσης που διάβασα αυτό το υπερχρονικό, γι’ αυτό και επίκαιρο, αριστούργημα στην έκδοση του Μεταίχμιου (2017) και στην αξιανάγνωστη μετάφραση του Θόδωρου Παρασκευόπουλου.

Ο Τόμας Μαν γράφει στο Μαγικό βουνό ότι η αρρώστια «[…] σήμαινε υπερτονισμό του σωματικού στοιχείου, ότι ήταν σαν να ξαναγύριζε, να ξανάριχνε τον άνθρωπο ολότελα στο σώμα του και ότι έτσι έφθειρε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια μέχρι τον εκμηδενισμό της, υποβιβάζοντας τον άνθρωπο σε σώμα και μόνο. Επομένως, η αρρώστια ήταν κάτι απάνθρωπο».

Ο ουμανιστής Σετεμπρίνι, που θέλει να διαπαιδαγωγήσει τον νεαρό και αδοκίμαστο πνευματικά Χανς Κάστορπ, μυώντας τον με τη μέγιστη ηθική λεπτότητα και ευαισθησία σε καθετί ανθρώπινο, του επισημαίνει πως τίποτα το ιδεαλιστικό και ευγενές δεν ενυπάρχει στην αρρώστια. Κάθε νόσος είναι πληγή και ατίμαση του πνεύματος. Η αρρώστια υφαρπάζει από την ύπαρξη ό,τι πιο σημαντικό, την ψυχή, και αποδεσμεύει καθετί αποκρουστικό, τη σήψη. Ένα σώμα δίχως ψυχή είναι κάτι απάνθρωπο και φρικτό. «Ένας άνθρωπος που ζει ως άρρωστος είναι μόνο σώμα, αυτό είναι το πιο αντιανθρώπινο, το πιο εξευτελιστικό – στις περισσότερες περιπτώσεις δεν είναι τίποτε καλύτερο από ένα πτώμα…».

Στο Μαγικό βουνό εγκαταβιώνει μια πάσχουσα ανθρωπότητα. Άνθρωποι κάθε εθνικότητας, της μεγαλοαστικής τάξης και της αριστοκρατίας, αξιότιμα ως επί το πλείστον μέλη της ανθρωπότητας, περιφέρουν ανέμελα τα εμπύρετα, φθισικά κορμιά τους στις πολυτελείς σάλες του σανατορίου Μπέργκχοφ. Ήταν άνθρωποι που η αρρώστια τούς είχε αναγκάσει να εγκαταλείψουν τη ζωή τους στα πεδινά, δηλαδή στην επίγεια, κοσμική βαθμίδα της ύπαρξης, και να ανέλθουν στις μαγικές σφαίρες ενός βουνού κυκλωμένου από τις ελβετικές Άλπεις, όπου έχαιραν μιας θαυμαστής νοσηλείας. Ο ιδιαίτερος αέρας του βουνού βοηθούσε τη λανθάνουσα ασθένεια να ξεσπάσει, την προήγε κατά κάποιον τρόπο, και έτσι οι περισσότεροι εκεί επάνω ήταν βαριά άρρωστοι, ναρκωμένοι ευφραντικά από τις περιποιήσεις του σανατορίου Μπέργκχοφ που, όπως τόνιζε ο αρχίατρος Μπέρενς, δεν ήταν ούτε κάτεργο ούτε σιβηρικό ορυχείο, αλλά ένας τόπος της χαράς. Βέβαια, οι παροχές του ιδρύματος «[…] ήταν ελάχιστες για την ψυχική κατάσταση ανθρώπων που η μοίρα τους δικαιολογούσε εξαιρετικές απαιτήσεις για παρηγοριά και που μέσα τους λαχταρούσαν έναν συμβιβασμό που, σε αντάλλαγμα για το ότι είχαν απαρνηθεί τις χαρές και τις έγνοιες των ανθρώπων του κάμπου, θα τους απέφερε μια αβίωτη, αλλά εύκολη και διασκεδαστική ζωή, ανέμελη μέχρι την αναίρεση του χρόνου και απολύτως άνετη».

Παρόλο που στην αρχή του φαινόταν αδύνατον να εγκλιματιστεί σε εκείνον τον αραιό και ελαφρύ αέρα, σχεδόν άδειο όπως ο αιθέρας του διαστήματος, «με ελάχιστες γήινες προσθήκες, καλές ή κακές», ικανό να θεραπεύει ασθένειες που υπήρχαν λανθάνουσες σε κάθε άνθρωπο, όχι όμως προτού τις διεγείρει ορμητικά μέχρι «να ξεσπάσουν εορταστικά», ο Χανς Κάστορπ δεν αργεί να συνειδητοποιήσει πως του άρεσε πολύ η οριζόντια στάση ύπαρξης που επιβάλλει η αρρώστια. Μολονότι σεβόταν την εργασία ως θεσμό και ως έννοια, τελείως υγιής αισθανόταν μόνο όταν δεν έκανε απολύτως τίποτε. Γι’ αυτό η πολύωρη καθημερινή κατάκλιση που συνιστούσε το ίδρυμα στους τροφίμους του, του φαινόταν από κάθε άποψη «η καλύτερη στάση ζωής» που θυμόταν να είχε δοκιμάσει ποτέ.

Ο Χανς Κάστορπ πηγαίνει στο σανατόριο Μπέργκχοφ για να επισκεφθεί τον εξάδελφό του, τον Γιοάχιμ Τσίμσεν, ο οποίος νοσηλεύεται εκεί ήδη ένα χρόνο. Η επίσκεψή του προβλέπεται να κρατήσει τρεις εβδομάδες. Ωστόσο, σύντομα από επισκέπτης γίνεται άρρωστος και έτσι καταλήγει να απολαμβάνει τις ιατροφαρμακευτικές και ψυχαγωγικές περιποιήσεις του ιδρύματος επί μία επταετία.

Χάρη στο απλοϊκό, νεανικό μυαλό του ο Χανς Κάστορπ συλλογίζεται πως η αρρώστια ήταν τελικά μια ανώτερη κατάσταση της ζωής, πως είχε «κάτι το εορταστικό». Μάλιστα ξαφνιάζεται όταν αντιλαμβάνεται ότι μια συνδαιτυμόνας στο τραπέζι του, όπου υφίστατο τα πέντε συντριπτικά γεύματα της ημέρας, παρόλο που ήταν βαριά άρρωστη, ήταν επίσης εξαιρετικά αμβλύνους. Του φαινόταν αδιανόητο κάποιος να είναι ταυτόχρονα βλάκας και άρρωστος, το θεωρούσε αξιοθρήνητο, «ό,τι πιο θλιβερό υπάρχει στον κόσμο». Η αρρώστια επιτάσσει σοβαρότητα και σεβασμό, όμως ένας άρρωστος βλάκας θέτει ένα δίλημμα στα ανθρώπινα αισθήματα. Δεν ξέρει κανείς αν πρέπει να κλάψει ή να γελάσει. Όταν μεταφέρει τις σκέψεις του στον Σετεμπρίνι, εκείνος αναλαμβάνει με παιδαγωγικό ζήλο να απαλλάξει τον νεαρό ασθενή από τις ιδεαλιστικές του πλάνες. Στην αρχή με αβρή ειρωνεία. «Σύμφωνα με τη θεωρία σας, θα έπρεπε να είστε λιγότερο υγιής απ’ όσο φαίνεστε, γιατί είναι εμφανές ότι διαθέτετε πνεύμα». Έπειτα σπεύδει να συμφωνήσει ότι είναι σαφώς καλύτερος ένας πνευματώδης άρρωστος από έναν φθισικό βλάκα. Κι ύστερα κατακεραυνώνει τον Χανς Κάστορπ με έναν παράφορο λίβελο κατά της ασθένειας, την οποία εκλαμβάνει σαν έσχατη προσβολή στο πνεύμα του Διαφωτισμού, από το οποίο ο ίδιος σύγκορμος εμφορείται. Η αντίληψη ότι η ασθένεια είναι κάτι το ευγενές και αξιοσέβαστο είναι «αρρώστια η ίδια ή οδηγεί σε αρρώστια». Η αρρώστια εκφυλίζει την ιδέα του ανθρώπινου, δεν είναι παρά εξευτελισμός, «ένας οδυνηρός εξευτελισμός που προσβάλλει την ιδέα του ανθρώπου, ένας εξευτελισμός στον οποίο μπορεί κανείς στη μεμονωμένη περίπτωση να παρέχει φροντίδα και προστασία, που όμως το να τον τιμά κανείς εν πνεύματι αποτελεί πλάνη […] και αρχή κάθε πνευματικής πλάνης».

Για τον Σετεμπρίνι, έναν διαπρύσιο κήρυκα του ορθού λόγου, της ηθικής βελτίωσης και της ανθρώπινης προόδου, η τραγικότητα της αρρώστιας έγκειτο, όχι στον ατυχή συνδυασμό της με τη βλακεία, αλλά στην περίπτωση «όπου η φύση ήταν αρκετά σκληρή για να διαρρήξει την αρμονία της προσωπικότητας –ή να την καταστήσει εκ των προτέρων αδύνατη- συνδέοντας ένα ευγενές και ζωηρό πνεύμα μ’ ένα σώμα ανίκανο για ζωή».

Ένα σημαντικό μέρος της νοσηλείας του Χανς Κάστορπ στο Μαγικό βουνό είναι η μαθητεία του στις παιδαγωγικές παροτρύνσεις του Σετεμπρίνι. Ο τελευταίος αναλαμβάνει να διαφυλάξει την ασχημάτιστη ακόμη ψυχή του μαθητή του από τα δεινά που την παραμονεύουν. Ο Σετεμπρίνι είναι ειδήμων στον ανθρώπινο πόνο, ένας φανατικός πολέμιός του. Μάλιστα συμμετέχει στη συγγραφή μιας εγκυκλοπαίδειας που θα φέρει τον τίτλο Κοινωνιολογία των Δεινών, έργο που θα περιλαμβάνει όλες τις δυνατότητες τελειοποίησης του ανθρώπινου οργανισμού. Ως ερίτιμος ουμανιστής και θεράπων του Λόγου, ο Σετεμπρίνι απεχθάνεται το οργανικό, το ζωώδες μέρος της ύπαρξης. Θεωρεί την αρρώστια και τον πόνο την οδύνη και τη καταισχύνη της ανθρώπινης φύσης, οχληρά εμπόδια στην εκπλήρωση του απώτερου σκοπού της, που δεν είναι άλλος από την υπέρτατη τελειοποίηση. Γι’ αυτό παρακινεί τον Χανς Κάστορπ να εγκαταλείψει το σανατόριο και να επιστρέψει στη ζωή του στα πεδινά, ώστε να αναπτύξει μια ευρωπαϊκή σχέση με τον πόνο, σε αντίστιξη με τη συμπεριφορά της Ανατολής, η οποία, «μαλθακή και φιλάσθενη», προμήθευε το Μπέργκχοφ με τόσους αρρώστους. «Μόνο κάτω στα πεδινά μπορείτε να είστε Ευρωπαίος, να πολεμήσετε δραστήρια τον πόνο, να υποστηρίξετε την πρόοδο, να χρησιμοποιήσετε επωφελώς τον χρόνο».

Κατά την άποψη του Σετεμπρίνι, «η Ευρώπη ήταν η χώρα της ανταρσίας, της κριτικής και της μεταμορφωτικής δραστηριότητας, ενώ το ανατολικό μέρος της γης ενσάρκωνε την ακινησία, την αδρανή ηρεμία». Στην Ευρώπη εναπέθετε την έκλυση του τρανού φωτός του Διαφωτισμού, την έλλογη ολοκλήρωση της ανθρωπότητας, την αποθέωση του δικαίου και της ηθικής τελείωσης. Στην Ευρώπη, και ιδίως στη Γερμανία, εμπιστευόταν τη διάδοση των δημοκρατικών ιδεών και το χρέος να οδηγήσει το ανθρώπινο γένος από το σκότος, τον φόβο και το μίσος προς μια τελική κατάσταση ευτυχίας και καλοσύνης.

Η διανοητική γκρίνια του Λοντοβίκο Σετεμπρίνι πήγαζε από την καταναγκαστική όσο και επονείδιστη διαμονή του στο Μπέργκχοφ, όπου η συναναστροφή με τους τροφίμους αναρρίπιζε τη χλεύη του για τις χθαμαλές έξεις της ανθρώπινης φύσης, όπως η αρρώστια και ο θάνατος. Ο Σετεμπρίνι που οραματιζόταν διακαώς μια ωραία και δραστήρια ανθρωπότητα, ήταν άρρωστος. Όταν ο Χανς Κάστορπ τον ρώτησε αν ήταν στ’ αλήθεια βαριά άρρωστος, κεραυνοβολήθηκε από την κατάφαση του Σετεμπρίνι, η οποία έμοιαζε να αντικρούει ένα σωρό πράγματα, αποστομώνοντας συν τοις άλλοις και την ηθική αυστηρότητα και τη δημοκρατία και το ωραίο ύφος. Ο Σετεμπρίνι, ο οποίος είχε αποδυθεί στη σύνθεση μιας εγκυκλοπαίδειας κατά του ανθρώπινου πόνου, φοβόταν ότι πέθαινε. Κάθε μέρα που περνούσε στο Μπέργκχοφ ήταν υποχρεωμένος να υφίσταται την ύβρη του σώματος και «την πρόσδεση του πνεύματος στη σωματικότητα». Το περήφανο πνεύμα του οδυνόταν από τη δικτατορία του αξιολύπητου σώματός του. Ήταν βαριά άρρωστος και ντρεπόταν για αυτό. Η αρρώστια του ατίμαζε την απόλυτη αρχή, την οποία περιέβαλλε με την ύψιστη επιδοκιμασία, και η αρχή αυτή ήταν το πνεύμα. Το πνεύμα του εχθρευόταν τη φύση και την αντιμετώπιζε με ανυποχώρητη δυσπιστία και διαμαρτυρία, ασκώντας δριμεία κριτική «σ’ αυτήν και στην κακή, παράλογη εξουσία της». Για τον Σετεμπρίνι, «η ύλη παραήταν κακό υλικό για να πραγματοποιηθεί μέσα εκεί το πνεύμα».

«Όσο και αν απεχθάνομαι να βλέπω κάποια ύποπτη νυχτερινή φαντασίωση και φάντασμα που την ονομάζουν ψυχή να αντιτάσσεται στο κορμί, στην αντίθεση μεταξύ σώματος και πνεύματος το σώμα αντιπροσωπεύει την αρχή του κακού, του διαβολικού, γιατί το σώμα είναι φύση και η φύση –επαναλαμβάνω: στο πλαίσιο της αντίθεσης προς το πνεύμα, προς τον Λόγο- είναι το κακό, είναι μυστικιστική και κακή».

Δεν υπήρχε περίπτωση ο Σετεμπρίνι να αποδεχθεί δουλοπρεπώς την παράλογη εξουσία του σώματός του, που ταπείνωνε το πνεύμα του. Πρέπει, έλεγε στον Χανς Κάστορπ, να περιφρονούμε το σώμα, «εφόσον ως αρχή της βαρύτητας και της αδράνειας αντιτίθεται στην κίνηση προς το φως, εφόσον μάλιστα εκπροσωπεί την αρχή της ασθένειας και του θανάτου, εφόσον το ιδιαίτερο πνεύμα του είναι το πνεύμα της διαστροφής, το πνεύμα της σήψης, της ασέλγειας και της ντροπής…».

Ο Σετεμπρίνι, εγκεντρισμένος με τα νάματα του Διαφωτισμού, αντιλαμβανόταν «την ύλη ως την πτώση του πνεύματος, σαν κακόηθες έκφυμά του», και δεν εφείδετο επιχειρημάτων όταν μιλούσε «για την ύλη ως παρακμή του άυλου, για τη ζωή ως αναισχυντία της ύλης, για την ασθένεια ως ασελγή μορφή της ζωής». Θορυβημένος από τον ιδεαλιστικό χαρακτήρα του σεβασμού που ο Χανς Κάστορπ επιφύλασσε στην ασθένεια, πάσχιζε να τον βοηθήσει να κατανοήσει πως η αρρώστια ήταν μεν μια ιδιαίτερη κατάσταση, «αλλά μια καθόλου τιμητική κατάσταση».

«Η συμπόνια που έτρεφε ο υγιής για τον άρρωστο και που την επέτεινε ως τον σεβασμό, επειδή δεν μπορούσε ούτε να φανταστεί πώς θα μπορούσε ο ίδιος να αντέξει σε τέτοιον πόνο, αυτή η συμπόνια ήταν σε ύψιστο βαθμό υπερβολική, δεν άρμοζε στον άρρωστο και ήταν, επομένως, αποτέλεσμα λάθους της λογικής και της φαντασίας, επειδή ο υγιής καταλόγιζε στον άρρωστο τον δικό του τρόπο να βιώνει και φανταζόταν πως ο άρρωστος ήταν κάποιος οιονεί υγιής που είχε να υποφέρει τα βάσανα ενός αρρώστου – μια πλήρης παρεξήγηση».

Το αντίπαλον δέος στη μεγαληγορία του Σετεμπρίνι ήταν ο Λέο Νάφτα, ένας πνευματώδης, ευερέθιστος Εβραίος, προσηλυτισμένος στη Ρωμαϊκή Εκκλησία και εν κρυπτώ μέλος των Ιησουιτών. Περιφρονώντας τον χριστιανικό σεβασμό της δυστυχίας, που εξήρε ο Νάφτα, ο Σετεμπρίνι έκανε λόγο για αυταπάτη και απατηλή διαίσθηση, διότι οι υγιείς παραγνώριζαν το γεγονός ότι η φύση, την οποία βέβαια ο ίδιος δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα, υποβοηθούσε τον άρρωστο να αντέξει την ευτέλεια της κατάστασής του με «μειώσεις της αισθητηριακής ικανότητας, αναισθησίες, ευεργετικές ναρκώσεις, πνευματικά και ηθικά μέτρα προσαρμογής» και κάθε λογής διευκολύνσεις. Το σώμα είχε διά παντός απολέσει την «πρωταρχική εκ Θεού κατάστασή του». Διότι, υπογράμμιζε ο Σετεμπρίνι, «[…] πλασμένο αθάνατο, είχε περιπέσει, από την αλλοίωση της φύσης του μέσω του προπατορικού αμαρτήματος, σε διαστροφή και βδελυρότητα, θνητό και φθαρτό, τίποτε περισσότερο παρά φυλακή και τόπος τιμωρίας της ψυχής και ικανό μονάχα να ξυπνά το αίσθημα της αιδούς και της σύγχυσης […]».

Ο Νάφτα, ο οποίος επίσης αξίωνε τη διάπλαση της ψυχής του Χανς Κάστορπ, μιλούσε για τον σεβασμό που έτρεφε ο χριστιανικός μεσαίωνας στην αθλιότητα του σώματος και στα βάσανα της σάρκας. Έλεγε πως η αρρώστια ήταν κάτι το τελείως ανθρώπινο, καθώς ο άνθρωπος ήταν εγγενώς άρρωστος. Ο άνθρωπος ήταν ουσιαστικά άρρωστος «και ήταν ακριβώς η ασθένεια που τον έκανε άνθρωπο». Για τον Νάφτα, όσο περισσότερο άρρωστος ήταν ο άνθρωπος τόσο πιο ανθρώπινος ήταν, «και το πνεύμα της αρρώστιας ήταν πιο ανθρώπινο από το πνεύμα της υγείας». Η κοσμική θέση του ανθρώπου δεν οφειλόταν στο αστικό πνεύμα, που είχαν εκκολάψει η Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός, αλλά στην αρχέγονη διαπάλη Θεού και διαβόλου, που πάλευαν για τον προσηλυτισμό αυτού του ποθητού πλάσματος, του ανθρώπου. Στους χριστιανικούς αιώνες, υπενθύμιζε ο Νάφτα, «επικρατούσε απόλυτη συμφωνία για την ασημαντότητα των φυσικών επιστημών σε ό,τι αφορά τον άνθρωπο». Και τίποτα δεν τον αφορούσε περισσότερο από τον θάνατο, για τον οποίο θα έβρισκε παρηγοριά μόνο μέσα από τη «γνώση του Θεού».

Η μυστικιστική θέαση του θανάτου εξαγρίωνε τον Σετεμπρίνι, ο οποίος στηλίτευε με μανία «την πρωτόγονα θρησκευτική βαθμίδα όπου ο θάνατος ήταν τρομακτικός και τον περιέβαλλαν τόσο μυστηριώδεις και ανατριχιαστικές φαντασιώσεις, που ήταν απαγορευμένο να στρέψει κανείς το βλέμμα της διαυγούς λογικής σε αυτό το φαινόμενο». Επέμενε να προτάσσει την ηθικότητα του πνεύματος που με «αδούλωτη υπερηφάνεια», αρνούνταν να παραιτηθεί «μπρος στη βλακώδη εξουσία, δηλαδή τη φύση». Η εξέγερση του πνεύματος κατά της φύσης ήταν η μόνη έντιμη στάση, εκείνη που υπηρετούσε την αξιοπρέπεια και την ομορφιά του ανθρώπου. Αντίθετα, η παπαδίστικη ευλάβεια που γονάτιζε μπροστά στην κυριαρχία του υπερφυσικού, οδηγούσε στην οικτρή του ταπείνωση.

Ο Νάφτα, από την άλλη, θεωρούσε την υπεράσπιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας εκ μέρους του Σετεμπρίνι, μίζερη αστική στάση. Η ηθική του ευνούχιζε τη ζωή από κάθε βαρύ και θανάσιμα σοβαρό στοιχείο, ήταν μονάχα χρήσιμη, «συνεπώς σε αξιοθρήνητο βαθμό αντιηρωική». «Υπήρχε μόνο για να γεράσεις και να ευτυχήσεις μαζί της, να πλουτίσεις και να μείνεις υγιής – τελεία και παύλα». Ο Σετεμπρίνι, αυτός ο αυτοαποκαλούμενος βελτιωτής των ανθρώπων, ένας λατινίζων φαφλατάς, μιλούσε για κάθαρση και εξαγνισμό του πνεύματος, για την πρόοδο, τον φιλελευθερισμό και την αστική επανάσταση, αλλά τα λόγια του κατέτειναν στον ευνουχισμό και την αφαίμαξη της ζωής. Η ρητορική του ήταν «το καθαρό μηδέν». Ο καθαρός μηδενισμός του αρνιόταν τον Θεό, συνεπώς εγκληματούσε κατά της ζωής, και γι’ αυτό ο Σετεμπρίνι σε πιο χριστιανικούς καιρούς θα συρόταν «μπρος στην Ιερά Εξέταση και στη σκληρή της εκδίκηση».

Τη στιγμή που ο Σετεμπρίνι φαντασιωνόταν το βέλτιστο κοινωνικό οικοδόμημα, ερχόταν ο Νάφτα να το κατεδαφίσει, επισείοντας μια «αληθινή εισβολή ανορθολογικών ενζύμων στον κόσμο των ιδεών της ορθολογικής και ωφέλιμης βελτίωσης της κοινωνίας». Με φωνή αποξηραμένη από ασκητική αυστηρότητα έσπευδε να καταχωνιάσει τις άχραντες αρχές του Σετεμπρίνι, την ηθική, την ουμανιστική ελευθεριότητα, τον φιλελευθερισμό, την πίστη στη λογική και στην πρόοδο της ανθρωπότητας, στο «αραχνιασμένο μπαούλο της κλασικιστικής, αστικής ιδεολογίας της αρετής». Και μετοικώντας αιφνίδια από τη βασιλεία του Θεού στα εγκόσμια, έκανε λόγο για το έπαθλο της σωτηρίας του ανθρώπου που ήταν η αταξική, ακρατική κατάσταση των τέκνων του Θεού, η δικτατορία του προλεταριάτου. Ο Σετεμπρίνι, που έτρεφε άπειρη εμπιστοσύνη στην Ευρώπη, ήταν βέβαιος πως η πεφωτισμένη ήπειρος ήξερε να προστατεύει τα αιώνια αγαθά της και πως θα εξοστράκιζε με δυναμισμό κάθε λογής «προλεταριακές Αποκαλύψεις».

Τη στιγμή που ο Νάφτα επιχειρούσε τον συγκερασμό του ασκητισμού με την πνευματικότητα, υποστηρίζοντας πως η πίστη ήταν εργαλείο της γνώσης, ο Σετεμπρίνι ωρυόταν πως ο Λόγος θα επανενθρόνιζε «τη Γη σε όλα τα αξιώματα που το εκκλησιαστικό δόγμα ήθελε να της διαφυλάξει». Ο Νάφτα, τρομερά προσβεβλημένος, αντέτεινε ότι «ο ουμανισμός που δεν αναγνωρίζει ότι στις φυσικές επιστήμες δεν μπορεί να είναι αληθές ό,τι φιλοσοφικά είναι αναληθές δεν είναι ουμανισμός». Του ήταν απολύτως αδιάφορη, ξεκομμένη από κάθε αξία αληθείας, η θεωρητική γνώση που είχε αποσχιστεί από την ιδέα της σωτηρίας του ανθρώπου και προέτασσε σθεναρά «την πρωτοκαθεδρία της Εκκλησίας απέναντι στο εγκόσμιο κράτος». Ο Σετεμπρίνι φυσικά γινόταν έξαλλος και ούρλιαζε πως η αναζήτηση της επιστημονικής αλήθειας ήταν «ύψιστος νόμος κάθε ηθικής» και οι θρίαμβοι πάνω σε κάθε λογής αυθεντίες συνιστούσαν «την ιστορία της δόξας της ανθρωπότητας».

Τη στιγμή που ο Σετεμπρίνι πάλευε να αποσπάσει τον Χανς Κάστορπ από τα υπερφυσικά αινίγματα και τον νουθετούσε για την ηθική υπεροχή της υγείας και τη δραστική συμβολή της στην τελειοποίηση του ανθρώπου, ο Νάφτα εμφανιζόταν έτοιμος να μυήσει τον διεκδικούμενο μαθητή στο βασίλειο της αποσύνθεσης, στις πληγές της ζωής, στην οδό των μυστηρίων και της κάθαρσης, στην απόλυτη μαρτυρία του υπερφυσικού. Έτσι, η ορθολογική παιδαγωγική του Σετεμπρίνι, η αγωγή στον ορθό λόγο, ξιφουλκούσε ακατάπαυστα με την ερμητική παιδαγωγική του Νάφτα, την αγωγή στο έσχατο.

Ο Σετεμπρίνι και ο Νάφτα ερίζουν με ρητορική φινέτσα, χιούμορ και αστείρευτη διανοητική οξύτητα για την πνευματική ωρίμανση του Χανς Κάστορπ. Αυτή η άγουρη ψυχή ήταν το μυστικό αντικείμενο του διαλεκτικού τους ανταγωνισμού. Οι δύο αυτόκλητοι παιδαγωγοί, ασύνειδα αυτοσαρκαζόμενοι, δραματοποιούν με τη διάπυρη φιλονικία τους, τη διαπάλη του πνεύματος με τη θνητότητα. Με λόγια επωμίζονται όλα τα μεγάλα ζητήματα της ανθρωπότητας. Μιλούν για τη δημοκρατία, τη φύση, τη θρησκευτικότητα, την επιστήμη, την εξέγερση, τη βία, την απόλυτη αλήθεια, αλλά δεν μπορούν να ξεχάσουν πως και οι δύο πεθαίνουν. Με υψηλόφρονες, φλεγματικές διακηρύξεις παλεύουν να απωθήσουν τον τρόμο του θανάτου. Μπροστά στον νεαρό Χανς Κάστορπ βρίσκουν την ευκαιρία να δοκιμάσουν για έσχατη φορά τη διανοητική τους εξάρτυση. Ωστόσο, η έκβαση της μονομαχίας τους είναι άθλια. Ο Νάφτα φυτεύει μια σφαίρα στον κρόταφό του, ενώ ο Σετεμπρίνι, κατάκοιτος στις τελευταίες σελίδες, αγορεύει με σπασμένη φωνή για το χρέος της ανθρωπότητας να πολεμήσει τον πόνο, αλλά πλέον η συμμετοχή του στην τελειοποίηση του ανθρώπου περιοριζόταν στον προφορικό, φυματικό του λόγο. Κάποτε είχε ανάψει το φως στο δωμάτιο του κλινήρους Χανς Κάστορπ για να τον διαφωτίσει πάνω στα ζητήματα του θανάτου και της ζωής. Τώρα ήταν ο Χανς Κάστορπ αυτός που στεκόταν στην άκρη του κρεβατιού του μεγάλου ουμανιστή και τον άκουγε να αναλύει ψυχομαχώντας την παγκόσμια κατάσταση.

Ο Χανς Κάστορπ, ο οποίος ήθελε να διαφυλάξει την υπευθυνότητά του ως πολίτη, αφοσιώνεται με ειλικρινή φιλομάθεια, «με την εύκαμπτη φιλομάθεια της νιότης», στους δύο παιδαγωγούς του, όμως δεν καταφέρνει να βγάλει άκρη από τις πνευματικές τους έριδες. Οι αρχές και οι απόψεις συγκρούονταν διαρκώς, πλήθος οι αντιφάσεις και οι αντινομίες, οι αντιλογίες και οι παλινωδίες, όλα ήταν «μια γενική επικάλυψη και διαπλοκή, μια μεγάλη σύγχυση». Δεν ήξερε πού βρισκόταν ο Θεός και πού ο διάβολος, πού η ζωή και πού ο θάνατος. Δεν ήξερε αν ο ουμανιστής Σετεμπρίνι ήταν στην ουσία μηδενιστής, οπισθοδρομικός και συντηρητικός ή αν ο ευλαβής Νάφτα ήταν στην ουσία διαβολικός. Υποψιαζόταν πως κάπου ανάμεσα στις αντιτιθέμενες αρχές, στα διάκενα των αντίδικων λόγων, «θα έπρεπε να βρίσκεται εκείνο που θα μπορούσε κανείς συμφιλιωτικά να αποκαλέσει ανθρώπινο».

Όσο και αν επιθυμούσε να αποστάξει από τα σοφά λόγια την πληρότητα του νοήματός τους, το μυαλό του χανόταν σε μια «περιπετειώδη απεραντοσύνη». Οι λογομαχίες των δύο αντιπάλων δεν καταδείκνυαν παρά «την αμφισημία των πνευματικών φαινομένων της ζωής, τον ιριδίζοντα χαρακτήρα και την αγωνιστική αχρηστία των εννοιών που προέκυπταν από αυτά» και εντέλει καταδείκνυαν «σε πόσες παραλλαγές εμφανιζόταν το απόλυτο στη γη».

Ο ίδιος, πάλι, περισσότερο ονειροπολούσε παρά στοχαζόταν και αφηνόταν να μαγεύεται «από τις πνευματικές σκιές των πραγμάτων», αμελώντας να προσέξει τα ίδια τα πράγματα, «[…] λόγω της αλαζονικής τάσης του να παίρνει τους ίσκιους για πράγματα, τα πράγματα όμως να τα βλέπει μόνο σαν ίσκιους – κάτι για το οποίο δεν θα μπορούσε κανείς να τον πολυψέξει, αφού αυτή η σχέση δεν έχει αποσαφηνιστεί τελεσίδικα».

Στο ησυχαστήριό του, μια καταγάλανη πλαγιά σπαρμένη με ολάνθιστες νεραγκούλες, ο Χανς Κάστορπ ονειροπολούσε και φιλοσοφούσε, ταξινομούσε, ιεραρχούσε και ιχνηλατούσε, με το πνεύμα του διαπερατό από τις διδαχές των παιδαγωγών του, από τη μυσταγωγική ομορφιά του τοπίου, από τα μυστήρια του σώματος και του ουρανού, από τον Θεό και τον διάβολο. Όλα αυτά, βέβαια, πολύ πριν ο «γαλαζάνθιστος» τόπος λεκιαστεί με το αίμα του Νάφτα.

Ο Χανς Κάστορπ, ένας απλός νέος άνθρωπος, που είλκυε την καταγωγή του από το Αμβούργο, ήταν αθεράπευτα πολίτης, δεσμώτης του κάμπου. Ανεβαίνοντας στο Μαγικό βουνό, πέντε χιλιάδες πόδια πάνω από τον γνώριμο κόσμο, δεν μπορούσε να αντιληφθεί πόσο πολύ βαθιά κάτω του άφηνε την πατρίδα και τη ζωή του, δεν ήταν σε θέση να υποπτευθεί σε τι ανοίκειες σφαίρες πορευόταν. Ο Χανς Κάστορπ ήταν «ανόθευτο και τίμιο προϊόν» της πατρίδας του, «λαμπρά τοποθετημένος εκεί όπου ανήκε», και στο ξανθό καλοφτιαγμένο, εξόχως άριο, κεφάλι του εκφραζόταν «μια κληρονομημένη και ασυνείδητη έπαρση με τη μορφή κάποιας ξερής νωθρότητας». «Έφερε με άνεση και όχι δίχως αξιοπρέπεια στους ώμους του τον υψηλό πολιτισμό που το κυρίαρχο ανώτερο στρώμα της εμπορευόμενης πόλης-δημοκρατίας κληροδοτεί στα παιδιά του». Του άρεσε να ζει καλά και, «ανεξάρτητα από το αναιμικά εκλεπτυσμένο παρουσιαστικό του, κρεμόταν στις έντονες απολαύσεις της ζωής με αφοσίωση και επιμονή, σαν ευωχούμενο βρέφος στο μητρικό στήθος».

Ο Τόμας Μαν με επιτηδευμένα συνεσταλμένη ειρωνεία αποφεύγει να χαρακτηρίσει τον ήρωά του, αυτό τον νεαρό βλαστό της καλής κοινωνίας του Αμβούργου, μετριότητα, αποδίδοντας τη νωθρότητα του κεφαλιού του περισσότερο στις επιρροές του περιβάλλοντος ανατροφής του και λιγότερο στις νοητικές του ικανότητες. Η ηθική ευεξία του Χανς Κάστορπ επηρεαζόταν ακαθόριστα από τις ατέλειες της εποχής του και των συγχρόνων του, που του στερούσαν την ώθηση για υψηλές προσπάθειες. Μολονότι έτρεφε τον μεγαλύτερο σεβασμό για την εργασία, «προσωπικά η εργασία τον κούραζε κάπως». Τα γαλάζια μάτια του δεν καθρέφτιζαν καμία απάντηση στα μεγάλα, συλλογικά ερωτήματα. Αν κάποιο ερέθισμα αναστάτωνε την ψυχική του αγνότητα ή την ηθική του δειλία, ένα «αξιοπρεπές σκοτείνιασμα» σκέπαζε το πρόσωπό του, «μια έκφραση ηθικότητας που δεν τον έδειχνε πολύ ευφυή». Η διάθεση για σημαντικό έργο, απόρροια πνευματικής ζωτικότητας και ηθικής εγρήγορσης, που υπερβαίνει την παραλυτική επενέργεια και την εντροπία του περιβάλλοντος, δεν ήταν η περίπτωσή του, «και έτσι ήταν πράγματι μάλλον μετριότητα, αν και με μια αρκετά αξιοπρεπή σημασία της λέξης».

Συμπληρώνοντας το ιστορικό του ήρωά του, ο Τόμας Μαν επισημαίνει ότι η ναρκωτική επίδραση της εποχής δεν περιοριζόταν μονάχα στα ψυχικά και ηθικά αποθέματα ενός πολίτη, αλλά μπορούσε να απλωθεί «κυριολεκτικά μέχρι το φυσικό και οργανικό τμήμα του ατόμου». Ίσως γι’ αυτό η ιαματική και συνάμα μολυσματική ατμόσφαιρα στο Μπέργκχοφ είχε οξύνει την τάση του οργανισμού του Χανς Κάστορπ για πυρετό και κατάρρου.

Την πρώτη φορά που συνάντησε τον δρα Κροκόφσκι, υπεύθυνο για τον ψυχικό διαμελισμό των τροφίμων, ο Χανς Κάστορπ δεν παρέλειψε να του τονίσει πως ο ίδιος ήταν τελείως υγιής, αποσπώντας το μειδίαμα του ψυχοθεραπευτή. «Μα τότε είστε ένα φαινόμενο που αξίζει να μελετηθεί! Ποτέ μου, πρέπει να ξέρετε, δεν συνάντησα έναν τελείως υγιή άνθρωπο».

Όταν φτάνει στο σανατόριο, ο Χανς Κάστορπ είναι πολύ νέος για να ανησυχεί για την αρρώστια και το απότοκο αυτής, τον φόβο του θανάτου. Ωστόσο, η πρώτη του ημέρα εκεί τον υποδέχεται με δύο δυσοίωνα προμηνύματα. Πηγαίνοντας προς το δωμάτιο, όπου θα κατέλυε για τρεις εβδομάδες, τον αναστατώνει ένας αποκρουστικός βήχας. Ήταν ένας βήχας που δεν είχε όμοιό του, «με τον οποίο συγκρινόμενος κάθε άλλος γνώριμος βήχας ήταν μια υπέροχη και υγιής έκφραση ζωής – ένας βήχας δίχως όρεξη και κέφι, που δεν έβγαινε σε κανονικό ρυθμό αλλά ηχούσε σαν ένα φρικιαστικά αδύναμο ανακάτεμα σε πολτό οργανικής αποσύνθεσης». «Είναι σαν να βλέπεις μέσα στον άνθρωπο… πώς φαίνεται εκεί μέσα – όλα λιωμένα και λάσπη…».

Φτάνοντας στο δωμάτιό του, ο Χανς Κάστορπ πληροφορείται πως το είχαν μόλις απολυμάνει καθώς η προηγούμενη ένοικος δεν είχε καταφέρει να αναρρώσει. Ήταν όμως πολύ κουρασμένος. «Ένα νεκρικό κρεβάτι είναι, ένα συνηθισμένο νεκρικό κρεβάτι. Και αποκοιμήθηκε».

Μια από τις πρώτες παρενέργειες της παραμονής του στο σανατόριο Μπέργκχοφ ήταν ένα ανάρμοστο γέλιο που ανέβλυζε ανεμπόδιστο κάθε φορά που εκτίθετο στα παράδοξα ήθη της ζωής εκεί ψηλά. Η παράξενη αυτή βιόσφαιρα με τον αραιό αέρα, προκαλούσε στον Χανς Κάστορπ ακατάσχετο γέλιο. Τα γαλάζια μάτια του γελούσαν καθώς παρατηρούσε την αλλόκοτα ανέμελη ζωή ολόγυρά του, «και η συνείδηση πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι είχαν κυριευτεί μέσα τους από μια αποσύνθεση που δύσκολα μπορούσε να εμποδιστεί και ότι οι περισσότεροι είχαν ελαφρύ πυρετό δεν τον ενοχλούσε καθόλου· αντίθετα, μάλιστα, προσέδιδε στο όλο ακόμα περισσότερο τον χαρακτήρα του αξιοπερίεργου, κάποιο πνευματικό θέλγητρο».

Ο χρόνος κόβει το γέλιο του Χανς Κάστορπ. Η νοσηλεία του ήταν μια διαδοχή από χρόνια δίχως χρόνο. Εκεί πάνω, στο Μαγικό βουνό, ο χρόνος ήταν κάτι ασαφές και δυσεξιχνίαστο, που διέφευγε από τη συνείδηση. Είτε συστελλόταν αφύσικα, αφανίζοντας μήνες και χρόνια, είτε διαστελλόταν αφόρητα, προσδίδοντας μια τρομακτική βραδύτητα ακόμα και στα λεπτά. Τα επτά λεπτά, λόγου χάριν, της ημερήσιας θερμομέτρησης ήταν αβάσταχτα μακρόσυρτα. Οι ώρες, οι ημέρες και οι εβδομάδες δεν ήταν τίποτα, ο μήνας ήταν η μικρότερη μονάδα του χρόνου. Η αναμονή της αποθεραπείας επέφερε την απόλυτη ασυνειδησία της χρονικής ροής. Ήδη από τις πρώτες ημέρες της διαμονής του στο σανατόριο, ο Χανς Κάστορπ είχε ξεχάσει πόσο χρονών ήταν. Και από τότε που έφτασε στον προορισμό του με το τρένο και ο εξάδελφός του του είπε «Έλα, κατέβα!», νόμιζε ότι είχε κυλήσει μια αιωνιότητα. Έκτοτε το αίσθημα του χρόνου δεν ήταν παρά παραίσθηση. «Με μέτρηση και γενικά με το λογικό δεν έχει βέβαια καμιά σχέση, είναι καθαρά υπόθεση αίσθησης».

Στο Μπέργκχοφ ο «αιώνια μονότονος ρυθμός της διέλευσης του χρόνου» βασιζόταν στη «βραχυχρονίως αμετάβλητη οργάνωση της κανονικής ημέρας, που ήταν πάντα ίδια, όμοια με τον εαυτό της μέχρι παρεξηγήσεως και συγχύσεως, ταυτιζόμενη με τον εαυτό της, η ακίνητη αιωνιότητα». Μια αδιατάρακτη καθημερινή τάξη επιβαλλόταν στους τροφίμους, εκτροχιάζοντάς τους από τον ρου του χρόνου, από τις ράγες που ρύθμιζαν τη διέλευση των ωροδεικτών. Η χρονικότητα της νοσηλείας ήταν η αχρονικότητα.

Ο Τόμας Μαν υπενθυμίζει ότι το βίωμα του χρόνου είναι πρωτίστως δουλειά της ψυχής. Το βίωμα του χρόνου «είναι τόσο στενά συνδεδεμένο και τόσο συγγενές με το ίδιο το συναίσθημα της ζωής, ώστε να μην μπορεί να εξασθενήσει το ένα χωρίς και το άλλο να πληγεί από μια παρόμοια επίδραση». Υπό το κοίλο πρίσμα της αδράνειας της αναμονής, η ανία βιώνεται σαν «μια αρρωστημένη συντόμευση της διάρκειας του χρόνου ως αποτέλεσμα μονοτονίας: μεγάλα χρονικά διαστήματα συρρικνώνονται όταν επικρατεί αδιάκοπη ομοιομορφία, κατά τρόπο που τρομάζει την καρδιά έως θανάτου· όταν η μία μέρα είναι σαν όλες, τότε είναι όλες σαν μία· και στην πλήρη ομοιομορφία θα βιωνόταν και η πιο μακρόχρονη ζωή ως τελείως σύντομη και θα εξανεμιζόταν χωρίς να το αντιληφθούμε».

Ο Χανς Κάστορπ που διέμενε αρχικά στο σανατόριο σαν φιλοξενούμενος και αμέτοχος παρατηρητής, με την προοπτική ότι σύντομα θα επέστρεφε στην κανονική του ζωή κάτω στα πεδινά, βιώνοντας τον χρόνο της διαμονής του στο Μαγικό βουνό με τη σταθερή πρόθεση να τον εγκαταλείψει προτού γίνει συνήθεια, περνάει την περίοδο του εγκλιματισμού με ιλαρή περιέργεια. Όταν, όμως, ο αυλικός σύμβουλος Μπέρενς του επιβάλλει πολύμηνη νοσηλεία, αρχίζει να αισθάνεται έντονη δυσφορία που κάποιες στιγμές φτάνει στην απελπισία. Υπήρχαν φορές που τον πλημμύριζε «ένα δυνατό αίσθημα αθλιότητας· αισθανόταν σαν να μην είχε περάσει ποτέ στη ζωή του τόσο άσχημα». Μια μέρα λέει στον Γιοάχιμ: «Βλέπω ότι δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι. Έχω βαρεθεί να ζω σε οριζόντια στάση – αποκοιμιέται το αίμα σου πια».

Ο Χανς Κάστορπ θα δυσκολευτεί πολύ να αποδεσμευτεί από τον οικείο τρόπο βίωσης του χρόνου, ο οποίος πρέπει να κατατέμνεται από γεγονότα και γιορτές προκειμένου να ανανεώνεται το αίσθημα της ζωής. «Η συνήθεια είναι απονάρκωση ή, έστω, ξεθώριασμα της αίσθησης του χρόνου», η συνήθεια παγιώνει την «άναρθρη αδιαφορία». Γι’ αυτό είναι αδήριτα τα τεχνάσματα χάρη στα οποία ο χρόνος μετριέται και διαρθρώνεται, σημασιοδοτείται αυθαίρετα, με τεχνητούς σταθμούς και τομές, έτσι ώστε να καθίσταται ταυτόχρονα πολύτιμος και διασκεδαστικός, προπάντων βιώσιμος.

Ως ήρωας μιας αφήγησης ο Χανς Κάστορπ ωριμάζει σε έναν φανταστικό χρόνο. Μόνο ο συγγραφέας έχει επίγνωση της διάρκειας και της διάρθρωσής του, επιβάλλοντας τεχνηέντως στα αφηγούμενα ένα παρατεταμένο παρόν. Όσο η αφήγηση προχωρά, τόσο περισσότερο ο ήρωας αποναρκώνεται από έναν ίλιγγο που ταλαντεύεται ανάμεσα σε ζάλη και αυταπάτη. Στο σανατόριο Μπέργκχοφ επικρατούσε μια μεγάλη σύγχυση, «η οποία ανακάτευε τις εποχές του έτους, τις μπέρδευε, αφαιρούσε από το έτος την άρθρωσή του και το έκανε έτσι βαρετά σύντομο ή σύντομα βαρετό, έτσι που […] δεν μπορούσε καθόλου να γίνει λόγος για χρόνο».

Η αίσθηση του Χανς Κάστορπ για τον χρόνο στροβιλιζόταν μεταξύ του «ακόμη» και του «και πάλι», «που η ανάμειξη και η σύγχυσή τους παράγουν το άχρονο πάντα και αιώνια». Το κάθε τώρα μπορούσε εύκολα να μπερδέψει «το παρόν του με ένα παρόν που είχε κυριαρχήσει προ μηνός, προ ενός έτους, και να χαθεί με το παρόν αυτό μες στην ασάφεια του πάντοτε». Αδίκως ο Χανς Κάστορπ κοιτούσε τους ωροδείκτες και τους λεπτοδείκτες στο πορσελάνινο καντράν του χρυσού ρολογιού του. Ο χρόνος έρρεε σε μια διάσταση αδιανόητη για τη συνείδησή του. «Έτσι, λοιπόν, ο Χανς Κάστορπ έκρυβε πάλι το προϊόν του ωρολογοποιού του στην τσέπη του γιλέκου και εγκατέλειπε τον χρόνο στη μοίρα του». Τον έβδομο χρόνο της παραμονής του στο Μπέργκχοφ δεν έπαιρνε ποτέ μαζί του το ρολόι τσέπης. Μια μέρα είχε πέσει από το κομοδίνο και δεν είχε μπει στον κόπο να το ξανακουρδίσει. Ζούσε τις τελευταίες του ημέρες στο Μαγικό βουνό σε ένα ακίνητο «πάντα-και-αιώνια».

Ταλαιπωρούμενος από βήχα και με βαρύ κεφάλι από το συνάχι και τον πυρετό, καθώς, όπως είπαμε, ο ιαματικός αέρας των Άλπεων δεν θεράπευε μόνο την ασθένεια αλλά τη φανέρωνε κιόλας, ο Χανς Κάστορπ «ζούσε περιμένοντας από τη μια μέρα στην άλλη τις κατακερματισμένες και μες στη σταθερή ομοιομορφία τους, ούτε διασκεδαστικές ούτε βαρετές, καθημερινές, που ήταν πάντα οι ίδιες». Στο Μπέργκχοφ οι ημέρες δεν επαναλαμβάνονταν. Ο λόγος θα έπρεπε να είναι «για μονοτονία, για σταθερό τώρα ή για την αιωνιότητα». Ο χρόνος έχανε κάθε σχήμα, αποσαθρωνόταν και διαλυόταν, και αυτό που τελικά αποκαλυπτόταν «ως αληθινό σχήμα της ύπαρξης» ήταν ένα «παρόν δίχως έκταση».

Καθώς άφηνε τον χρόνο να κυλά ερήμην του, ο Χανς Κάστορπ ξεχνούσε ολοένα τις εθιμικές συνειδησιακές σταθερές του «ακόμη» και του «και πάλι», ακόμη και του «μελλοντικά». Η πρότερη ανημποριά του να υπολογίσει επακριβώς τα χρόνια της ζωής του είχε επιδεινωθεί τόσο που πια δεν ήξερε, «στα σοβαρά και διαρκώς», πόσο ετών ήταν. Και μολονότι η ανήκεστη διασάλευση της αίσθησης του χρόνου τον καταπονούσε ψυχικά, ο Χανς Κάστορπ «δεν κατέβαλε καμιά προσπάθεια να ξεφύγει από την περιπλοκή και τη σύγχυση και να αποσαφηνίσει πόσο είχε μεγαλώσει εδώ· και ο φόβος που τον εμπόδιζε ήταν φόβος της συνείδησής του – παρόλο που προφανώς η χειρότερη ασυνειδησία είναι να μην προσέχεις τον χρόνο».

Το χιόνι επέτεινε τη χρονική ασάφεια. Το λευκό, σιωπηλό, αδρανές τοπίο απονάρκωνε το μυαλό. Η ψυχή μούδιαζε, γινόταν νωθρή. Το βλέμμα νύσταζε. Θέλοντας να περιπλανηθεί στο λευκό τίποτε που τον περιέβαλλε, ο Χανς Κάστορπ άρχισε να κάνει σκι. Μολονότι δεν θεωρούσε την κοιλάδα του Μαγικού βουνού μέρος για σπορ και περιφρονούσε τους πλούσιους γλεντζέδες και «τεμπέληδες από όλο τον κόσμο», μαυρισμένους από τον χειμωνιάτικο ήλιο και την αντανάκλαση του χιονιού, που περιφέρονταν με κομψά χειμερινά ρούχα και σύχναζαν σε λέσχες και πολυτελή ξενοδοχεία, είχε ανακαλύψει στο σκι μια πνευματική απόλαυση, η οποία μετατράπηκε σε καθαρό τρόμο τη μέρα που χάθηκε στις χιονισμένες πλαγιές.

Η χιονοθύελλα είχε ξεσπάσει βίαια, εγκλωβίζοντάς τον σε έναν άδειο χώρο, όπου μόνο φευγαλέα και παραισθητικά αναδύονταν «σκιές του κόσμου των φαινομένων». Το χιόνι τού έκοβε την ανάσα. Προχωρούσε με λαχανιασμένη αναπνοή, στα τυφλά, δίχως κανένα σημείο αναφοράς, ενόσω η λευκότητα ολόγυρά του ολοένα σκοτείνιαζε. «Στα τυφλά τυλιγμένος από στροβιλίζουσα λευκή νύχτα, απλώς προχωρούσε βαθύτερα μες στην αδιάφορα απαθή απειλή».

Στηριγμένος στο μπαστούνι του, ξέπνοος, ο Χανς Κάστορπ αφουγκραζόταν την αιώνια σιωπή. Είχε εισδύσει, παράτολμα και ασυλλόγιστα, σε έναν κόσμο απύθμενης σιωπής, όπου έμφοβος και παραλυμένος από την παγωνιά, βίωνε μια πρωτόγνωρη αποξένωση από την ανθρώπινη διάσταση. Ήταν συντριπτικά, οριακά μόνος. Η φύση δεν μαινόταν εναντίον του, ούτε τον υποδεχόταν ούτε τον δεχόταν, δεν ενδιαφερόταν για εκείνον, εξέπεμπε απλώς μια σιωπηρή απειλή, μια θανατηφόρα αδιαφορία. Τα τυφλά και αδαή στοιχεία που κατέπιπταν με μένος από τον ουρανό, όχι μόνο δεν ήθελαν να τον εξοντώσουν, αλλά και τους ήταν «τερατωδώς αδιάφορο» αν αυτό θα συνέβαινε παρεμπιπτόντως.

Εκείνη τη στιγμή της παγίδευσής του από την άγρια, χειμωνιάτικη φύση, ο Χανς Κάστορπ ένιωσε κατάσαρκα το ολοκληρωτικό αγκάλιασμα του φόβου του θανάτου. Στην ψυχή του συνυπήρχαν η ευσεβής ταραχή με τη φοβισμένη συγκίνηση. Ιερός τρόμος τον κυρίευε. «Ζαλισμένος και παραπαίοντας, έτρεμε από μέθη και υπερδιέγερση». Από τη μια συλλογιζόταν την αγωγή στη μεταφυσική του Νάφτα και από την άλλη ανακαλούσε το καθήκον της τελειοποίησης και της προόδου, που υπεράσπιζε ο Σετεμπρίνι. Φέρνοντας ξανά στο μυαλό του τις λογομαχίες των δύο παιδαγωγών του, προσπαθούσε να καταπολεμήσει τη νάρκη της αδράνειας που τον καταλάμβανε. Η αρπάγη του από τη χιονοθύελλα ήταν κατά κάποιον τρόπο μια αρρώστια και όπως κάθε αρρώστια προσάρμοζε τον άρρωστο στη συνθήκη της, παρηγορούσε το σωματικό βάσανο με «μειώσεις της αισθητηριακής ικανότητας, αναισθησίες, ευεργετικές ναρκώσεις, πνευματικά και ηθικά μέτρα προσαρμογής και διευκόλυνσης».

Η εξάντληση γινόταν λεπτό το λεπτό αβάσταχτη και ο φόβος του θανάτου μαλάκωνε και πραϋνόταν για να μετατραπεί σε κάτι ακόμα πιο θανατηφόρο, σε ενόρμηση θανάτου. Από ένα σημείο και μετά το μόνο που επιθυμούσε ο Χανς Κάστορπ ήταν να ξαπλώσει και να κοιμηθεί. Τον νου του πολιορκούσαν η επιθυμία και ο πειρασμός να ξαπλώσει κατάχαμα και να ησυχάσει. Κάτι απρόσωπο τον τραβούσε, «σαν με τα χέρια», να γείρει πάνω στο χιόνι. Το σώμα του ήταν έτοιμο να παραδοθεί στην κούρασή του που αυξανόταν, αν και το μυαλό του τού υπενθύμιζε πως θα ήταν μια κακή διαφυγή. Η ορθολογική αιτίαση ήταν «καθαρά διαπίστωση της ελέγχουσας λογικής, κατά κάποιον τρόπο ενός ξένου, αμέτοχου, αν και εμφρόντιδος προσώπου». Και μες στην αιώνια σιωπή, που ερχόταν σε απάντηση του ύψιστου διλήμματος, ένιωσε μέσα του «τη συγκινητική ανθρώπινη καρδιά στην οργανική ζέστη της στηθικής του κοιλότητας».

«Και τον κατέλαβε ένα είδος συγκίνησης, μια απλοϊκή και ευλαβική συμπάθεια για την καρδιά του, τη σφύζουσα καρδιά του ανθρώπου, έτσι καταμόναχη εδώ επάνω στην παγερή κενότητα με την απορία της και με το αίνιγμά της».

Ολότελα δοσμένος στο λευκό τίποτε που εικονογραφούσε την ανυπαρξία, ο Χανς Κάστορπ διέφυγε νοερά σε ένα όραμα. Βρέθηκε πολύ μακριά από τη χιονισμένη κοιλάδα, σε ένα ηλιόλουστο τοπίο κατοικημένο από ευδαίμονες ανθρώπους. Μια μαγική, θαυμαστή χαρά πλημμύριζε τον εδεμικό εκείνο τόπο, που μοσχοβολούσε ολάνθιστος. Ένα υπέρτατο φως, σαν διαχυμένο από μεγαλόπρεπο ουράνιο τόξο, καταύγαζε το τοπίο, ενώ η φύση ανθοβολούσε σε απαλές αποχρώσεις. Εκεί δεν υπήρχε σιωπή. Ανάερες, γλυκόηχες αντηχήσεις, σαν υπερκόσμια αρπίσματα, έκαναν το χορτάρι να σαλεύει. Από τον καθάριο θόλο απελευθερωνόταν μια απίθανη λάμψη, ένα συνταρακτικό αστραποβόλημα. Κορίτσια χόρευαν στην όχθη μιας ακρογιαλιάς, άλλα κάθονταν αγκαλιασμένα γύρω από ένα που έπαιζε φλογέρα. Όμορφοι νεαροί εξασκούνταν στην τοξοβολία, εκτοξεύοντας σαϊτιές στο αρκαδικό τοπίο. Άλλοι ψάρευαν. Παιδιά έπαιζαν και ξεφώνιζαν ανάμεσα στα κύματα. Ο Χανς Κάστορπ συγκινήθηκε γιατί ήταν όλοι τους όμορφοι, υγιείς και ευτυχισμένοι άνθρωποι. Η καρδιά του άνοιξε διάπλατα, «οδυνηρά διάπλατα και γεμάτη αγάπη». 

Όμως, αίφνης, η ρέμβη θρυμματίστηκε και ο Χανς Κάστορπ εκδιώχθηκε από τον παράδεισο και βρέθηκε πεσμένος σε έναν κόσμο δίχως θεούς. Στο βάθος ενός έρημου ναού αντίκρισε ένα αποτρόπαιο θέαμα. Δυο γυναίκες, αποκρουστικές στην όψη, ζοφερές σαν μάγισσες, επιδίδονταν ανάμεσα σε αναμμένες εστίες «στις φρικτότερες πράξεις». Με τα χέρια τους ξέσκιζαν ένα ξανθόμαλλο αγόρι «και καταβρόχθιζαν τα κομμάτια έτσι που τα ξερά κοκαλάκια έσπαζαν με κρότο στο στόμα τους και το αίμα έσταζε από τα αργασμένα χείλη τους».

«Παγωνιά φρίκης καθήλωσε τον Χανς Κάστορπ». Ήθελε να φύγει από εκεί, αλλά οι γυναίκες αντιλήφθηκαν την παρουσία του και κουνώντας τις ματωμένες γροθιές τους προς το μέρος του τον έβριζαν χυδαία, αισχρά. Κυνηγημένος από τις απαίσιες στριγκλιές τους, ξύπνησε, αρπαγμένος ακόμη «στα νύχια της παγωμένης φρίκης».

Στην εκπνοή του οράματος ο Χανς Κάστορπ αντιλήφθηκε με παράξενη διαύγεια τον πνευματικό αντίκτυπο της περιπέτειάς του. Είχε γίνει μάρτυρας της εκπλήρωσης των ωραιότερων ονείρων της ανθρωπότητας, της ειρήνης και της ευτυχίας, ενώ μέσα σε μια στιγμή είχε παραστεί και στο «ματωμένο γεύμα της». Μέσα σε παραίσθηση είχε παρευρεθεί στην παγκόσμια γιορτή του θανάτου. Από τον όλβιο ρεμβασμό, την ευφρόσυνη, μεταρσιωτική μέθεξη με τη φύση, είχε εξοριστεί σε έναν ανίερο εφιάλτη, σε έναν γκρεμισμένο ναό με αιματόβρεχτους κίονες. Παγωμένος, νιώθοντας ακόμη στο κορμί του τα ίχνη του ονείρου, συλλογιζόταν το φρικτό γεύμα του αίματος, αλλά και το διάπλατο άνοιγμα της καρδιάς του μπροστά στη χαρά και την ευτυχία της ανθρωπότητας. Είχε την αίσθηση πως χάρη στο απρόσμενο όραμα το πνεύμα του δεξιωνόταν τη μείζονα αντινομία της ζωής, την ταλάντευσή της μεταξύ ουρανού και ερέβους. Είχε δει «ένα ονειρικό ποίημα για τον άνθρωπο».

«Ονειρεύτηκα τη θέση του ανθρώπου και την ευγενική, λογική και γεμάτη σεβασμό κοινότητα που πίσω της, στον ναό, διαδραματίζεται το φρικτό γεύμα του αίματος».

Η περιπλάνησή του στα χιόνια αποδείχτηκε προέκταση του ενδιαφέροντός του για τον θάνατο και την αρρώστια, που στην ουσία ήταν ενδιαφέρον για τη ζωή. Και συνεπαρμένος βαθιά από την επήρεια του ονείρου, σκέφτηκε πως το αντίθετο του θανάτου δεν ήταν η ζωή, αλλά η αγάπη. Μόνο η αγάπη μπορούσε να αντιταχθεί στη σαρωτική δύναμη του θανάτου. «Για χάρη της καλοσύνης και της αγάπης, ο άνθρωπος δεν πρέπει ν’ αφήσει τον θάνατο να κυριεύσει τη σκέψη του».

Καθώς η χιονοθύελλα καταλάγιαζε, ο Χανς Κάστορπ διέκρινε τον δρόμο της επιστροφής. Πριν ακόμα πέσει η νύχτα, βρισκόταν και πάλι ασφαλής στην εξαιρετικά πολιτισμένη ατμόσφαιρα του Μπέργκχοφ. «Στο δείπνο έπεσε με τα μούτρα στο φαΐ. Ό,τι είχε ονειρευτεί είχε αρχίσει να χλωμιάζει. Όσα είχε σκεφτεί δεν τα καλοκαταλάβαινε, από το ίδιο βράδυ κιόλας».

Πέρασαν χρόνια μέχρι να θυμηθεί εκείνο τον λόγο του ονείρου που κάποτε τον είχε δεχθεί σαν νάμα. Ήταν τον έβδομο χρόνο της παραμονής του στο Μπέργκχοφ, όταν ο πόλεμος τον ανάγκασε να κατέβει στα πεδινά. Σε ένα από τα χαρακώματα του παγκόσμιου ολέθρου, βουτηγμένος στη λάσπη, σε μια πύρινη βρομιά και σε ένα σκοτάδι όπου αντιβοούσαν εκρήξεις, κραυγές και οι βροντές των πολεμικών τυμπάνων, ο Χανς Κάστορπ διέκρινε μέσα από τον θάνατο ένα αφάνταστα ωραίο, ανθρωπιστικό θέαμα. Είδε κορίτσια να περπατούν γελώντας σε ένα ακρογιάλι και όμορφους νεαρούς να μαθαίνουν χαρούμενοι ο ένας τον άλλο να σαϊτεύουν. Ήταν πεσμένος στο χώμα, λασπωμένος και αποκαμωμένος, αλλά τραγουδούσε.

Στην τελευταία σελίδα ο Τόμας Μαν παρατηρεί τον ήρωά του να απομακρύνεται στο άγνωστο πεπρωμένο του και τον αποχαιρετά με μια ερώτηση όπου οιμώζει η ελπίδα: «Θα ξεφυτρώσει άραγε και από αυτή την παγκόσμια γιορτή του θανάτου, μέσα από την άγρια πυρκαγιά που πυρπολεί τον βροχερό βραδινό ουρανό τριγύρω, κάποτε η αγάπη;»

Ωστόσο, ο Χανς Κάστορπ συνάντησε την αγάπη πριν από τον πόλεμο. Γνωρίζοντας την ανάγκη της ψυχής να επιβάλει τομές στον χρόνο, οι αρχές του ιδρύματος φρόντιζαν να διασπούν τη μονοτονία της νοσηλείας, όχι μόνο με προκαθορισμένες εθιμοτυπίες, όπως τα πέντε συντριπτικά γεύματα της ημέρας, οι υποχρεωτικοί περίπατοι και οι κούρες κατάκλισης, αλλά και με γιορτές, όπως τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και οι Αποκριές. Σε μια αποκριάτικη χοροεσπερίδα που ενθάρρυνε την χαλάρωση των ηθών της ασθένειας, ο Χανς Κάστορπ είχε τολμήσει να συνομιλήσει με το αντικείμενο του πόθου του, τη μαντάμ Σοσά, σε παραζαλισμένα γαλλικά. Ήταν μια βαλπούργια νύχτα και ο Χανς Κάστορπ είχε απευθυνθεί στην Κλάβντια Σοσά σε μια ξένη γλώσσα, σαν να παραμιλούσε μέσα σε όνειρο.

Η κυρία Σοσά είχε φτάσει στις ελβετικές Άλπεις από την άπω Ανατολή του Καυκάσου. Στην ερατεινή της σάρκα συναιρούνταν η Ανατολή και η αρρώστια. Η ασυνείδητη θρασύτητα των χειρονομιών της και η ανέμελη ελευθεριότητα της παρουσίας της ήταν για τον Χανς Κάστορπ συμπτώματα της προϊούσας νόσου. Είχε την εντύπωση πως η κυρία Σοσά, όπως ο κύριος Άλμπιν, απολάμβανε στο έπακρο την έλλειψη ηθικών δεσμών, από την οποία προέκυπταν επονείδιστα, δελεαστικά ωστόσο, πλεονεκτήματα.

Στην κοινή αίθουσα κατάκλισης ο ανίατος κύριος Άλμπιν είχε εμφανιστεί μια μέρα κραδαίνοντας ένα κοφτερό μαχαίρι, προξενώντας τον αποτροπιασμό των φιλάσθενων κυριών. Θέλοντας να τονώσει ακόμα περισσότερο τη διάχυτη φρίκη, πήγε στο δωμάτιό του και επέστρεψε με ένα περίστροφο μέσα σε μια ομοβροντία στριγκλιών. Δείχνοντας στην ομήγυρη το όπλο, δήλωσε πως το φυλούσε για την ημέρα που πλέον θα είχε βαρεθεί τελείως «όλες αυτές τις αηδίες» εκεί πάνω και έπειτα έστρεψε την κάννη στον κρόταφό του διότι, όπως πρόσθεσε, είχε αποφασίσει να εξαλείψει τη συνείδησή του επιτόπου, σφηνώνοντας «ένα όμορφο μικρό ξένο σώμα σ’ αυτό το ενδιαφέρον όργανο». Ο Χανς Κάστορπ, παρακολουθώντας την παράσταση του κυρίου Άλμπιν, συλλογίστηκε «πώς θα έπρεπε να είναι όταν ήταν κανείς τελείως απαλλαγμένος από την πίεση της αξιοπρέπειας και απολάμβανε για πάντα τα απύθμενα πλεονεκτήματα της καταισχύνης» και τότε ένα βίαιο, «ένα έκλυτα γλυκό αίσθημα», κλόνισε την ηθικά δειλή καρδιά του.

Ένας βίαιος παλμός, βαθύτατα ηδύς, τρικύμιζε την καρδιά του και στη θέα της κυρίας Σοσά. Μολονότι ο Χανς Κάστορπ ένιωθε πως μια μυστική σχέση τον συνέδεε με την κυρία Σοσά, θεωρούσε πως ο ίδιος στεκόταν αμετακίνητος στην έδρα της λογικής και συνεπώς δεν θα μπορούσε ποτέ να διαβεί το βάραθρο που χώριζε τη δική του ύπαρξη από τη δική της. Η κυρία Σοσά, καίτοι εράσμια, ήταν επίσης «άρρωστη, ασθενική, πυρετώδης και εσωτερικά σκουληκοφαγωμένη». Είχε την εντύπωση πως η ανεμελιά της ήταν ηθικής φύσεως, μια ηθική εκφύλιση που επέφερε η αρρώστια. Από την άλλη, το άρρωστο σώμα της, καθ’ υπερβολή διεγερμένο, αφάνταστα τονισμένο, υπέτασσε τον νεαρό Χανς Κάστορπ με μια σαγήνη φτιαγμένη από καύσωνα και παγωνιά, από πυρετό και πάγο. Ωστόσο, αντιστεκόταν στη νοσηρή σωματικότητα και ενώπιον της ανερμάτιστης, πλεοναστικά ένσαρκης παρουσίας τής Κλάβντια Σοσά, η έλλογη συνείδησή του τον παρωθούσε να ορθώνει τα αναχώματα της σύνεσης, της αυτοσυγκράτησης και της τήρησης αποστάσεων.

Χωρίς να θέλει να υποτιμήσει το ηθικό ανάστημα του ήρωά του, ο Τόμας Μαν, ο οποίος φροντίζει να μην τον παρουσιάζει ούτε καλύτερο ούτε χειρότερο απ’ ό,τι στ’ αλήθεια είναι, αμφισβητεί με διακριτικότητα την ισχύ των αντιστάσεών του έναντι του ενσαρκωμένου πόθου. «Καθώς προχωρεί η αφήγηση, διεκδικούμε και εμείς, όπως ο καθένας, το δικαίωμα να κάνουμε τις δικές μας ιδιαίτερες σκέψεις, και εκφράζουμε την υποψία πως ο Χανς Κάστορπ δεν θα είχε ξεπεράσει την αρχικά καθορισμένη διάρκεια της παραμονής του σε αυτούς εδώ επάνω […] αν από τα βάθη του χρόνου δεν είχε δοθεί στην απλοϊκή ψυχή του μια κάπως ικανοποιητική απάντηση για το νόημα και τον σκοπό της υπηρεσίας που ονομάζεται ζωή».

Ο αυλικός σύμβουλος Μπέρενς είχε με την πρώτη ματιά διαγνώσει το ταλέντο του Χανς Κάστορπ στην ασθένεια. Γι’ αυτό ο ασθενής, που, όπως διαπίστωσε η ύψιστη αρχή του ιδρύματος, ήταν από παλιά ασθενής, δεν διαμαρτυρήθηκε όταν του επιβλήθηκε πολυήμερη κατάκλιση. Όντας κλινήρης, ακινητοποιημένος «στη στάσιμη αιωνιότητα» της ώρας που δεν περνούσε, ένιωθε συχνά το ανάρμοστο γέλιο να του αναστατώνει το πρόσωπο, το οποίο, όμως, γρήγορα σκέπαζε ένα σκοτείνιασμα που κόντευε την απόγνωση. «Τη μια, έτσι όπως κειτόταν, συντάρασσε ένα τρελό εκ βαθέων γέλιο θριάμβου το στήθος του και η καρδιά του σταματούσε και πόναγε από πρωτόγνωρη, υπερχειλίζουσα χαρά και ελπίδα· ύστερα πάλι χλώμιαζε από φόβο και τρόμο, και ήταν οι χτύποι της ίδιας του της συνείδησης με τους οποίους η καρδιά του βροντούσε σε γοργό, ακανόνιστο ρυθμό πάνω στα πλευρά του».

Από τη στιγμή που ανέβηκε στο Μπέργκχοφ, η καρδιά του Χανς Κάστορπ δονούνταν από ένα ακανόνιστο, ακατάπαυστο σφυροκόπημα, το οποίο αδυνατούσε να συνδέσει αιτιολογικά με κάποια συγκίνηση ή συναίσθημα. Αυτό το αδιάκοπο καρδιοχτύπι τού φαινόταν απόκοσμο και ανησυχητικό. Σκεφτόταν πως ίσως ο τόσο εύκολα εισπνεόμενος αέρας του βουνού να επιβάρυνε τον καρδιακό μυ. Η καρδιά του πάντως χτυπούσε από μόνη της, χωρίς λόγο και χωρίς νόημα. Ήταν σαν το σώμα του να είχε αυτονομηθεί από την ψυχή του και να ζούσε αποδεσμευμένο από αυτήν, «κατά κάποιον τρόπο σαν ένα σώμα νεκρό, που δεν είναι όμως και πραγματικά νεκρό», γιατί, αντιθέτως, «ζει μια ζωή πολύ ζωηρή, και μάλιστα μόνο και ανεξάρτητο». Για τον Χανς Κάστορπ ήταν οδυνηρό αυτό που συνέβαινε· «το σώμα ζει και προβάλλεται από μόνο του και χωρίς καμιά συνάρτηση με την ψυχή, όπως μ’ αυτό το δίχως λόγο καρδιοχτύπι».

Όταν, ωστόσο, αντίκρισε στην τραπεζαρία την Κλάβντια Σοσά ήξερε πλέον γιατί η καρδιά του χτυπούσε τόσο επίμονα και πιεστικά. «Τώρα δεν μπορούσε πια να πει κανείς πως χτυπούσε από μόνη της, δίχως λόγο και χωρίς να έχει σχέση με την ψυχή. Υπήρχε μια τέτοια σχέση, ή τουλάχιστον δεν ήταν δύσκολο να αποκατασταθεί· η εξημμένη σωματική δραστηριότητα μπορούσε να δικαιολογηθεί αβίαστα με την ανάλογη συγκίνηση. Έφτανε να σκεφτεί ο Χανς Κάστορπ την κυρία Σοσά –και τη σκεφτόταν- και είχε το συναίσθημα που ταίριαζε με το καρδιοχτύπι του».

Μια από τις τεχνητές τομές στη μονοτονία των ημερών ήταν η διανομή του ταχυδρομείου κάθε Κυριακή βράδυ στον προθάλαμο του σανατορίου. Ο Χανς Κάστορπ ανάλωνε την εβδομάδα σε κατάσταση προσμονής για το τέλος της, όπου ο επιβεβλημένος συγχρωτισμός στον προθάλαμο θα του επέτρεπε να κοιτάξει ξανά από κοντά την Κλάβντια Σοσά, τα μήλα του προσώπου της, τις γκριζοπράσινες σχισμές των ματιών της, αυτά τα μαγευτικά τσερκέζικα μάτια, και ίσως να της μιλούσε, διατηρώντας τη χρηστοήθεια της μυστικής τους σχέσης, που δεν απαγόρευε τα σπαστά γαλλικά.

Ο ουμανιστής Σετεμπρίνι διαβλέποντας την έλξη του μαθητή του για το εξ Ανατολών πλάσμα, στο οποίο αλόγιστα αφιέρωνε τον χρόνο του, θέλησε να τον προειδοποιήσει για τους κινδύνους της αφοσίωσής του, εκφράζοντας τη δυσαρέσκειά του για το πόσο πολλή Ασία υπήρχε στην ατμόσφαιρα, που έσφυζε «από τύπους της μοσχοβίτικης Μογγολίας». Ο Σετεμπρίνι, για τον οποίο ο χρόνος ήταν δώρο των θεών, απονεμημένος στον άνθρωπο για να τον χρησιμοποιήσει στην υπηρεσία της προόδου της ανθρωπότητας, δεν μπορούσε να ανεχτεί το ξόδεμα του χρόνου στην αδράνεια της αναμονής. Παρατηρώντας την ικανότητα του Χανς Κάστορπ να περιμένει, τον προτρέπει να αποστρέψει το βλέμμα από τους τύπους της μοσχοβίτικης Μογγολίας, να μην προσανατολίζεται προς αυτούς και τις επιζήμιες για το πνεύμα αντιλήψεις τους· «αντίθετα, αντιτάξτε το είναι σας, το ανώτερο είναι σας στο δικό τους, και κρατήστε ιερό ό,τι σας είναι κατά φύση και προέλευση ιερό, σ’ εσάς, τον γιο της Δύσης, της θείας Δύσης, τον γιο του πολιτισμού, κρατήστε, επί παραδείγματι, ιερό τον χρόνο!»

Ξαπλωμένος στην πολυθρόνα του στο μπαλκόνι, αφημένος στο νυχτερινό ψύχος, ο Χανς Κάστορπ μελετά τόμους ιατρικής, βιολογίας, φυσιολογίας και ανατομίας. Τον διακατείχε μια εξημμένη περιέργεια για τα σκοτάδια της σάρκας. Το ιατρικό, αλλά και ουμανιστικό ενδιαφέρον του για το σώμα δεν ήταν αποκλειστικά απόρροια της έκλυτης σωματικότητας της κυρίας Σοσά, αλλά απέρρεε και από τις διαλέξεις του δρος Κροκόφσκι για τον έρωτα, όπου το ερωτικό πάθος, και ιδίως το φιμωμένο, αντιμετωπιζόταν σαν εξαιρετικά επιβλαβής νόσος. Μέσα από το ύφος της ομιλίας του, ποιητικό και λόγιο, αλλά ανυποχώρητα επιστημονικό, ο δρ Κροκόφσκι αναδείκνυε τον έρωτα σε θέμα εξαιρετικά λεπτής και απόκρυφης υφής. Ο Χανς Κάστορπ μπερδευόταν από τον τρόπο που ο γιατρός και διανοητής Κροκόφσκι αναφερόταν στον έρωτα, δεν ήξερε αν έπρεπε να τον εκλάβει ως κάτι «ευλαβές ή κάτι περιπαθώς σαρκικό». Αναλογιζόμενος τον δικό του καταπιεσμένο πόθο, ανησυχούσε ακούγοντας τον ψυχοθεραπευτή να πραγματεύεται τις πιο τρομακτικές εκφάνσεις του έρωτα, τις «παράδοξες, οδυνηρές και απόκοσμες παραλλαγές της παρουσίας και της παντοδυναμίας του».

Ο δρ Κροκόφσκι εφιστούσε την προσοχή στον απωθημένο πόθο, που πάντοτε έβρισκε τρόπο να διαρρήξει την αγνότητα της ψυχής και να τη σύρει σε ό,τι πιο σκοτεινό και απόκρυφο, και έκλεινε τις διαλέξεις του με την απερίφραστη κατάδειξη της εγγενούς νοσηρότητας της λαγνείας. Ακόμα και η πιο αγνή ψυχή, που θα απέσειε την απειλή του πόθου, θα κατήγαγε μια πύρρειο νίκη, καθώς ο κατεσταλμένος πόθος θα ενέσκηπτε δριμύτερος στο σώμα σαν αρρώστια. Η ερωτική επιταγή δεν γινόταν να φιμωθεί, ο απωθημένος έρωτας δεν ήταν νεκρός, επιζούσε βαθιά στο σώμα, μολύνοντάς το. Η «μορφή και η μάσκα με την οποία επανεμφανιζόταν ο αποκλεισμένος και καταπιεσμένος έρωτας», ήταν η μορφή της ασθένειας.

«Το σύμπτωμα της ασθένειας ήταν καλυμμένη ερωτική δραστηριότητα και κάθε αρρώστια παραλλαγμένος έρωτας».

Χάρη στην έντιμη φιλομάθειά του και την εκτίμησή του για το πρακτικό πνεύμα, ο Χανς Κάστορπ αρνιόταν να ενδώσει στον τρόμο του απόκρυφου και επιχειρούσε να εντρυφήσει στα του σώματος με ακραιφνή ορθολογισμό. Τα επιστημονικά του διαβάσματα τον συνάρπαζαν, βυθίζοντάς τον για ώρες σε μια πνευματική διέγερση, την οποία αναδαύλιζε η αστραφτερή, παγωμένη νύχτα. Σκιασμένος από το μυστηριακό φως του φεγγαριού, ο κόσμος φαινόταν μαγικός, θαυμάσιος και θαυματουργός. «Κυριαρχούσε παντού κρυστάλλινο σπινθήρισμα, διαμαντένιο αστραποβόλημα». Στη γητεμένη χειμωνιάτικη κοιλάδα κάτω μακριά, μες στο απαστράπτον σκοτάδι, στραφτάλιζαν σκιές, «που έμοιαζαν πιο αληθινές και σημαντικότερες από τα ίδια τα πράγματα». Πάνω, πολύ μακριά, ο ουρανός φάνταζε αστροκέντητος. «Ο κόσμος φαινόταν μαγεμένος σε παγερή αγνότητα, η φυσική του ακαθαρσία έμοιαζε καλυμμένη και παγωμένη στο όνειρο θανατερής μαγείας».

Ο Χανς Κάστορπ μελετούσε σε βάθος το σώμα, «καθώς το φεγγάρι τραβούσε τον καθορισμένο δρόμο του πάνω από την κρυσταλλικά απαστράπτουσα ορεινή κοιλάδα», διάβαζε για την οργανωμένη ύλη, για τις παράξενες ιδιότητες των κυττάρων, για την ευαίσθητη ουσία του πρωτοπλάσματος, «διάβαζε με έντονη συμμετοχή για τη ζωή και το ιερό-ακάθαρτο μυστήριό της». Τον εντυπωσίαζε ο διχασμός της φύσης ανάμεσα «στην υψηλής τάξεως ένωση απειράριθμων ατόμων σε ιστούς και όργανα ενός υπερκείμενου Εγώ και στην ελεύθερη, αυτόνομη ύπαρξη αυτών των μονάδων». Πάσχιζε να συλλάβει πώς από τον οργασμό της ύλης που γινόταν ζωή, ξεπηδούσε το Εγώ, σαν «μια μονάδα ζωής ανώτερης τάξης». Ένα μονάκριβο, μοναδικό Εγώ, σχηματισμένο από μυριάδες μικροοργανώσεις, που, «ξεκινώντας από μια αρχική, είχαν πολλαπλασιαστεί με συνεχώς επαναλαμβανόμενη διάσπαση, είχαν τακτοποιηθεί, χωριστεί, εξειδικευτεί σε διάφορες υπηρεσίες και συνδέσμους και είχαν βλαστήσει σε μορφές οι οποίες ήταν προϋπόθεση και αποτέλεσμα της ανάπτυξής τους».

Όμως, δεν ήταν μόνο το Εγώ ανώτερης τάξης, αλλά και το ίδιο το κύτταρο «ήταν σαν το ανώτερο σώμα που αυτό σχημάτιζε». Συνεπώς, το κύτταρο «ήταν ένας οργανισμός ανώτερης τάξης που και αυτόν πάλι, με τη σειρά του, τον συνέθεταν ζωντανά, με διάσπαση πολλαπλασιαζόμενα, σώματα, ξεχωριστές μονάδες ζωής». Μολονότι, επίσης, ο οργανισμός συνίστατο σε μυριάδες στοιχεία, δεν ήταν σε καμία περίπτωση στοιχειώδης, αλλά, αντιθέτως, εξαιρετικά πολύπλοκος. Κάτω από τη μονάδα ζωής που ήταν το κύτταρο, υπήρχαν μικρότερες μονάδες, «υποταγμένες, δηλαδή τακτοποιημένες σε ανώτερη μορφή ζωής».

Με παγωμένα δάχτυλα και καυτό πρόσωπο, πυρωμένο από ουμανιστικό και ιατρικό ενδιαφέρον, ο Χανς Κάστορπ συλλογιζόταν την ερμητικότητα του σώματος, τον κερματισμό του σε απειροελάχιστα σωματίδια, μικρότερα από κάθε αίσθηση του μικρού. Το μυαλό του παρέλυε από δέος, καθώς αναλογιζόταν τα άπειρα δομικά στοιχεία κάθε έμβιου οργανισμού. Στην προσπάθειά του να κατανοήσει την άπειρη δυνατότητα διάσπασης και ελαχιστοποίησης της ύλης, η σκέψη του στρεφόταν ξαφνικά στο άπειρο, στο αστρονομικό σύμπαν, αποτιμώντας τον συμπαντικό χαρακτήρα των ελάχιστων τμημάτων της ύλης. Σκεφτόταν εκστατικός πως «στα τρίσβαθα της φύσης επαναλαμβανόταν σε ευρύτατο αντικατοπτρισμό το μακροσκοπικό αστρικό σύμπαν», η υπόνοια του οποίου στραφτάλιζε στον νυχτερινό ουρανό.

Όσο βαθύτερα καταδυόταν στους γρίφους του σώματος, τόσο πιο αμήχανος και φοβισμένος αισθανόταν ο Χανς Κάστορπ. Διότι η μελέτη του σώματος απέληγε νομοτελειακά στη μελέτη της ασθένειας, σε κάθε πιθανή εκδοχή της. Ο Χανς Κάστορπ φανταζόταν τερατώδεις μολυσματικές διαδικασίες να προσβάλλουν τους πυρήνες των κυττάρων, τα αγγεία, τους ιστούς και τα λευκά αιμοσφαίρια, έβλεπε τον ανθρώπινο οργανισμό διαβρωμένο από τις τοξίνες των βακτηρίων, ζαλισμένο από τον πυρετό και με τα νευρικά κέντρα διαλυμένα, να τρεκλίζει «με παλλόμενο στήθος προς την αποσύνθεσή του».

Ο οργανισμός, ένα πλέγμα περίτεχνα, αλλά ασταθώς δομημένων μορίων, που εξαρτούσε τη λειτουργία του από μια περιπλεγμένη και πυρετώδη διαδικασία, «ισορροπούσε με ηδυπόνως ακριβοζύγιστη αγωνία στο μεταίχμιο της ύπαρξης». Ο πυρετός της ύλης εκλυόταν από την ταλάντωσή της μεταξύ της προϊούσας αποσύνθεσης και της αδιάκοπης αναπαραγωγής. Η επιστημονική φιλομάθεια του Χανς Κάστορπ μετατρέπεται σε μυστικιστικό τρόμο. Ανάμεσα στη ζωή και στη μη έμβια φύση έχαινε βάραθρο, που μάταια η επιστημονική έρευνα επιχειρούσε να ιχνηλατήσει.

Η ιατρική, «αυτή η παραλλαγή του ανθρωπιστικού πνεύματος», είχε εξευγενίσει και ευπρεπώς ταξινομήσει σε λατινικές ονομασίες, τα φρικώδη μυστήρια της σάρκας. Όμως, οι λειτουργίες του οργανισμού παρέμεναν δυσεξήγητες και απροσπέλαστες, «σαν να απαγορευόταν στη ζωή να κατανοήσει τον εαυτό της». Ήταν τελείως αδύνατο να συλλάβει κανείς έστω και την ιδέα του ερμητικού μηχανισμού των κυτταρικών λειτουργιών, να κρυφοκοιτάξει έστω τη δομή και τη σύσταση αυτής της μονάδας ζωής που ονομαζόταν κύτταρο. Ενδεχομένως το μείζον γνώρισμα της ζωής ήταν να διαφεύγει από τη γνώση. Η επιθυμία της ζωής για αυτογνωσία έμενε ανεκπλήρωτη, μάταια «η φύση χωνόταν και έψαχνε μες στη φύση», «γιατί η φύση δεν μπορούσε να εξαφανιστεί στη γνώση, γιατί η ζωή εντέλει δεν μπορούσε να αφουγκραστεί τον εαυτό της».

Ο Χανς Κάστορπ θυμόταν τα λόγια του Κροκόφσκι, καθώς διαισθανόταν πως στην ύλη παρεισέδυαν «ρυπαρές ουσίες απόκρυφης προέλευσης και υφής». Αυτό το απροσδιόριστο, απερίγραπτο κάτι που ονομαζόταν σάρκα, μετατρεπόταν σε «σχήμα, ιδεώδες, κάλλος, ενώ ήταν η ενσάρκωση της λαγνείας και του πόθου». Οι ρυπαρές ουσίες εγείρονταν σε λαγνεία· από την οργανική ύλη που υπήρχε αποσυντιθέμενη, αναδυόταν η απόπνοια της οσμηρής σάρκας. Και έτσι μες στην παγερή ανάσα της νύχτας, ο Χανς Κάστορπ ένιωσε τη θέρμη από την αχλή του κορμιού της κυρίας Σοσά.

«Τη φανταζόταν κάπου στον χώρο, απομακρυσμένη και όμως αισθητά κοντά του, κορμί, σώμα λευκόθαμπο, οσμηρό, αχνιστό, κολλώδες, την επιδερμίδα με όλη τη φυσική της ακαθαρσία και ελαττωματικότητα, με λεκέδες, θηλίτσες, κιτρινίλες, σκασίματα, με κοκκώδεις και λεπιασμένες περιοχές, σκεπασμένη από τα λεπτά ρεύματα και τους απαλούς βοστρύχους του υποτυπώδους εμβρυακού χνουδιού».

Η φασματική σωματικότητα της κυρίας Σοσά επανέφερε τη σκέψη του Χανς Κάστορπ στα ακάθαρτα στοιχεία της σάρκας. Αν η ασθένεια «ήταν η ασελγής μορφή της ζωής», τότε και η λαγνεία ήταν ένα είδος νόσου, στο μέτρο που και εκείνη, όπως η ασθένεια, διόγκωνε αφύσικα την αίσθηση της σωματικότητας. Και φτάνοντας τους συλλογισμούς του στις πιο τρομερές απολήξεις, ο Χανς Κάστορπ αναρωτιόταν μήπως και η ίδια η ζωή ήταν τελικά «μια μολυσματική ασθένεια της ύλης, και αυτό που ονομαζόταν πρωταρχική γένεση της ύλης μήπως ήταν μονάχα αρρώστια, ένα έκφυμα του άυλου;»

Ο Χανς Κάστορπ στεκόταν περιδεής στο χείλος της αβύσσου που χώριζε τον υλικό από τον άυλο κόσμο. Η διάνυση του χάσματος σηματοδοτούσε «το αρχικό βήμα προς το κακό, προς τη λαγνεία και τον θάνατο». Η αφοσίωση της προσοχής του στο σώμα, τον είχε βυθίσει βαθύτερα στη νύχτα ολόγυρά του. Με ονειροπόλα τόλμη είχε θελήσει να κοιτάξει το αθέατο, το ενδόμυχο.

Κάθε ασθένεια του οργανισμού, όπως η λαγνεία, «ήταν μια μεθυστική επίταση, ένας ανάρμοστος υπερτονισμός της σωματικότητας». Αυτό ήταν, σκεφτόταν ο Χανς Κάστορπ, το προπατορικό αμάρτημα, η μετάβαση από το άυλο στο υλικό. Η νόσος ήταν απότοκη της απώλειας της αγνότητας, «η ντροπαλή ερυθρίαση της ύλης καθώς ξυπνούσαν οι αισθήσεις της».

Τα αγαθά γαλάζια μάτια του έκλειναν ναρκωμένα από το μυστήριο της ζωής και πίσω από τα βλέφαρά του διέκρινε ολοκάθαρα την ομορφότερη εικόνα ζωής, την ανθηρή διάπλαση της σάρκας, το ενσαρκωμένο κάλλος. Η Κλάβντια Σοσά ανέθαλε σε όλη της την έκπαγλη σωματικότητα μπροστά στα κλειστά του μάτια. «Έσκυβε προς το μέρος του, πάνω του, και αυτός ένιωθε το οργανικό της άρωμα, ένιωθε το τίναγμα της καρδιάς της. Καυτή τρυφεράδα αγκάλιασε τον λαιμό του, και καθώς εκείνος, λιώνοντας από πόθο και από τρόμο, ακουμπούσε τα χέρια του στο εξωτερικό των μπράτσων της, εκεί που η κοκκώδης επιδερμίδα τσιτωνόταν με υπέροχη δροσιά πάνω από τον τρικέφαλο, ένιωσε στα χείλη του το υγρό βύζαγμα του φιλιού της».

Μια άλλη νύχτα, πολύ αργότερα μέσα στον άχρονο χρόνο, ο Χανς Κάστορπ φίλησε πράγματι την κυρία Σοσά. Εκείνη σήκωσε το μέτωπο προς το μέρος του, με τα τσερκέζικα μάτια της κλειστά, «σαν με ένα μικρό νεύμα», και εκείνος έφερε τα χείλη του στο μέτωπό της. Πριν τη φιλήσει, είχε αγαπήσει τα μπράτσα της.

Ο Χανς Κάστορπ γνώριζε τα μπράτσα της κυρίας Σοσά. Μια μέρα τα είχε δει να αχνοφέγγουν μέσα από το τούλι του φορέματός της. Το αέρινο, διάφανο ύφασμα τα εξαΰλωνε μέχρι την απόλυτη εξιδανίκευση. Όταν μετά από χρόνια χρηστοήθους συναναστροφής, αποτόλμησε να της απευθυνθεί στον ενικό, διεκδίκησε το δικαίωμά του από την οικειότητα που είχε με τα μπράτσα της. Σε μια από τις πιο μακροσκελείς συνομιλίες τους, ενόσω η κυρία Σοσά προσπαθεί να επαναφέρει στην ηθική τάξη τον τρελά ερωτευμένο, ο Χανς Κάστορπ της αντιτείνει: «Φυσικά είναι ανήθικο που δεν μπορώ να πολυπροσέξω τι μου λες περί ηθικής, αλλά χαίρομαι πάνω απ’ όλα που καθόμαστε μαζί […]. Και που μπορώ να σου πω πόσο απίθανα ωραία σου πηγαίνουν αυτά τα στενά μανικέτια στους καρπούς σου και αυτό το λεπτό μετάξι έτσι φαρδύ γύρω από τα μπράτσα σου – γύρω από τα δικά σου μπράτσα, που τα γνωρίζω…».

Κάτω από αυτά τα ιδεατά μπράτσα επωαζόταν ένα ταφικό αγκάλιασμα. Ο Χανς Κάστορπ το ήξερε, γιατί κάποτε είχε δει σε ακτινογραφία το δικό του χέρι. Το οστέινο θέαμα ήταν σαν να κρυφοκοίταζε στον τάφο του. Ο Ραδάμανθυς του Μπέργκχοφ, ο πρίγκιπας των σκιών, ο αυλικός σύμβουλος Μπέρενς, είχε φωταγωγήσει στο ακτινολογικό του εργαστήριο το σκότος του σώματός του. Καθώς ο Χανς Κάστορπ περίμενε ανυπόμονος στην αίθουσα αναμονής να έρθει η ώρα που θα έβλεπε τον εσωτερικό κόσμο των οργάνων του, είδε την Κλάβντια Σοσά να μπαίνει στο δωμάτιο και μολονότι «τίποτε το άγριο, βαθύ, τρομακτικό και μυστηριώδες δεν επικρατούσε ανάμεσά τους», δεν μπόρεσε να μην ταραχτεί αναλογιζόμενος τις φωτεινές ακτίνες που θα αποκάλυπταν το εσωτερικό του σώματός της.

Πρώτος στον ακτινολογικό θάλαμο μπήκε ο Γιοάχιμ και έτσι ο Χανς Κάστορπ αντίκρισε μέσα σε ένα σκοτάδι όπου σπίθιζε η κόκκινη ανταύγεια μιας λάμπας, τη σπονδυλική στήλη του εξαδέλφου του και γύρω της κάτι άμορφα ζωώδες, κάπως δεξιά από τη μεριά του θεατή, «το οποίο διαστελλόταν και συστελλόταν ομοιόμορφα, λίγο σαν μέδουσα στο νερό». Ο Χανς Κάστορπ είχε κεραυνοβοληθεί παρατηρώντας την καρδιά του Γιοάχιμ, «το μαύρο σύμπλεγμα στην κοιλότητα του στήθους», «την ταφική μορφή και τα οστά του Γιοάχιμ, αυτόν τον γυμνό σκελετό, το ισχναδράχτινο μνημείο θανάτου». Μέσα στο άλικο σκοτάδι, που παλλόταν από δυσεξιχνίαστους τριγμούς αθέατων μηχανισμών, «η αδηφάγος ηδονή της αδιακρισίας αναμείχθηκε στο στήθος του με αισθήματα συγκίνησης και ευλάβειας». Όταν αργότερα ζήτησε από τον αυλικό σύμβουλο Μπέρενς να δει την ακτινογραφία του χεριού του, ο Χανς Κάστορπ είδε κάτι απαγορευμένο, που η θέα του δεν είναι για τον άνθρωπο και που ποτέ του δεν είχε σκεφτεί πως θα έβλεπε: «είδε μέσα στον ίδιο του τον τάφο».

«Είδε, με τη δύναμη του φωτός, προκαταβολικά το ύστερο αποτέλεσμα της σήψης, το σαρκίο μέσα στο οποίο ζούσε αποσυντεθειμένο, καταβροχθισμένο, διαλυμένο σε ασήμαντη ομίχλη, και μέσα του τον λεπτομερώς τορνεμένο σκελετό του δεξιού χεριού του, με το δαχτυλίδι με τον σφραγιδόλιθο, κληροδοτημένο από τον παππού του, να αιωρείται μαύρο και μετέωρο γύρω από την πρώτη φάλαγγα του παράμεσου: ένα σκληρό αντικείμενο αυτού του κόσμου με το οποίο στολίζει ο άνθρωπος το κορμί του, που είναι προορισμένο να λιώσει, ώστε το δαχτυλίδι να απελευθερωθεί και να μεταδοθεί σε άλλο σαρκίο, που θα μπορεί να το φέρει για ένα διάστημα».

Κοιτάζοντας με μάτια διορατικά, προφητικά την ακτινογραφία του δεξιού του χεριού, ο Χανς Κάστορπ συνειδητοποίησε για πρώτη φορά πως θα πέθαινε. Όμως, ο θάνατος δεν τον αναστάτωνε ιδιαίτερα, καθώς τον ατένιζε μέσα από ένα ονειροπαρμένο πρίσμα. Θεωρούσε πως «ο θάνατος είχε κάτι το ευλαβές, αισθαντικό και θλιβερά ωραίο, δηλαδή κάτι πνευματικό». Μάλιστα, του άρεσαν οι κηδείες, καθώς πίστευε ότι ανυψώνουν το πνεύμα, επιτάσσοντας την περισυλλογή. Ακόμα και το φέρετρο έβρισκε πως ήταν «σχεδόν ένα ωραίο έπιπλο» ήδη όταν ήταν άδειο, πόσο μάλλον όταν ξάπλωνε μέσα του ένας νεκρός· τότε του φαινόταν αληθινά επιβλητικό. Με άλλα λόγια, ο Χανς Κάστορπ φρόντιζε να παραμερίζει από τη σκέψη του την απρεπή πλευρά του θανάτου, την ούτε όμορφη ούτε πραγματικά θλιβερή, αλλά την «ταπεινά σωματική».

Όταν πέθανε ο Χανς Λόρεντς Κάστορπ, ο παππούς του που του κληροδότησε τον σφραγιδόλιθο, ο Χανς Κάστορπ πλησίασε το φέρετρο για να παρατηρήσει τον άψυχο πρόγονο και κατεχόμενος από συγκίνηση και ευλάβεια, σκέφτηκε πως «είχε επιστρέψει τελειωτικά στην αυθεντική και προσήκουσα μορφή του». Η μορφή είχε αποδεσμευτεί από τη σωματική ύλη για να κρυσταλλωθεί μέσα από την τελετουργία του θανάτου σε μια ιδεώδη, ασάλευτη έκφανση.

Παρόμοια αισθήματα μεθούν τον Χανς Κάστορπ και στη θέα του νεκρού εξαδέλφου του. Ο Γιοάχιμ πέθανε απίστευτα όμορφος. Από το πρόσωπό του είχε σβηστεί κάθε ίχνος προσπάθειας, «παγωμένο, είχε σταθεροποιηθεί στο πιο καθάριο, σιωπηρό σχήμα». Στη νεκρική του όψη απλωνόταν «ομορφιά και πρώιμη ανδρική νεανικότητα».

Όταν στο ακτινολογικό εργαστήριο του Μπέρενς, ο Χανς Κάστορπ αντίκρισε τη διαφάνεια του σώματος του εξαδέλφου του, κατάλαβε γιατί «η αρρώστια κάνει τον άνθρωπο σωματικότερο, τον κάνει τελείως σώμα». Περιφρονώντας τις εξουσιαστικές τάσεις της ψυχής, το άρρωστο σώμα θριάμβευε και επιβαλλόταν, σαρώνοντας κάθε υψιπέτεια. Η αρρώστια περιφρονούσε την επιθυμία του Γιοάχιμ να γίνει στρατιώτης κάτω στα πεδινά. Το απολλώνιο, υποδειγματικά φτιαγμένο κορμί του, που για άλλες, ένδοξες και ανδροπρεπείς, προκλήσεις προοριζόταν, είχε αποκτήσει «αυτονομία και σημαντικότητα μέσω της αρρώστιας».

Πάνω από το κρεβάτι όπου κειτόταν νεκρός ο Γιοάχιμ, ο Χανς Κάστορπ έκλαιγε και τα δάκρυα που έβρεχαν τα μάγουλά του του θύμισαν ξανά τη μυστήρια σύσταση των οργανικών στοιχείων της ζωής. Έκλαιγε και σκεφτόταν το δάκρυ, «αυτό το διαυγές υγρό, που τόσο πολύ και πικρά έρεε παντού στον κόσμο και κάθε ώρα, ώστε να έχουν δώσει στην κοιλάδα της γης το όνομά του· αυτό το αλκαλικό αλμυρό έκκριμα των αδένων που κάνει να αναβρύζει από το σώμα μας η συντάραξη των νεύρων από σωματικό όπως και ψυχικό πόνο. Ήξερε πως μέσα εκεί υπήρχαν επίσης λίγο λεύκωμα και βλέννα».

Ο Γιοάχιμ Τσίμσεν πέθανε προτού προλάβει να ανδρωθεί στον λαμπρό στρατιωτικό που φανταζόταν ότι θα γινόταν. Το άψυχο πρόσωπό του σκέπαζε ένα «πολεμικό γένι» που μνημείωνε τη σοβαρότητα και την αξιοπρέπεια που τον κυβερνούσαν εν ζωή. Ωστόσο, ο Χανς Κάστορπ διέκρινε στη σιωπηλή μορφή ένα αλλόκοτο χαμόγελο που αμαύρωνε τη στρατιωτική του τιμή, ήταν ένα χαμόγελο που «έφερε την τάση της έκλυσης». Και θυμήθηκε πως τις ημέρες που πέθαινε, ο εξάδελφός του είχε τολμήσει για πρώτη φορά να γελάσει μαζί με τη Μαρούσγια, μια καστανομάτα που μοσχοβολούσε πορτοκάλι και όλο γελούσε, με εσωτερικά χαλασμένο αλλά εξωτερικά καλοσχηματισμένο στήθος. Βλέποντας ένα βράδυ τον Γιοάχιμ, τον λογικό, εγκρατή και αυστηρό, που χλώμιαζε όταν γινόταν λόγος για εκείνη, να γέρνει πάνω από την πολυθρόνα της Μαρούσγια, κοντά στο πρόσωπό της που τον κοιτούσε χαμογελαστό με καστανά στρογγυλά μάτια, ο Χανς Κάστορπ τρόμαξε τόσο όσο δεν τον είχε τρομάξει κανένα άλλο σημάδι «της κατάπτωσης που είχε αντιληφθεί τις τελευταίες εβδομάδες στον εξάδελφό του».

Αυτή η παρεκτροπή που ο αυτοπειθαρχημένος Γιοάχιμ επέτρεπε στον εαυτό του, προμηνούσε δίχως αμφιβολία την εγγύτητα του θανάτου. Ο Γιοάχιμ ήταν, όπως ο έκλυτος κύριος Άλμπιν, ανίατος.

Το έκλυτο γέλιο που παρεισέφρησε  στη νεκρική προτομή του Γιοάχιμ, ερχόταν σε οδυνηρή αντίστιξη με την αξιοπρέπεια που αντιμετώπιζε τον επικείμενο θάνατό του. Ο Χανς Κάστορπ περπατούσε δίπλα του και έβλεπε τον θάνατο που ερχόταν. Ο Γιοάχιμ «ανήκε στο χώμα». Όδευε προς τον θάνατό του με πλήρη συνείδηση, σιωπηλός, αξιοπρεπής και ατάραχος, διατηρώντας όλους τους κανόνες της ευπρέπειας, στους οποίους ανέκαθεν υποτασσόταν. Ήταν πολύ όμορφος. Στο απισχνασμένο του πρόσωπο τα μάτια του έδειχναν ωραιότερα και μεγαλύτερα από ποτέ, ενώ ένα παλιό, καλών εποχών φως έφεγγε στα γαλήνια, σκοτεινά βάθη τους. Ένας «τελείως ανθρώπινος οίκτος αγάπης» φούσκωνε το «απολύτως μη στρατιωτικό» στήθος του Χανς Κάστορπ, καθώς παρατηρούσε τον εξάδελφό του να πεθαίνει ανδροπρεπώς και ενδοστρεφώς, σαν ο θάνατός του να ήταν ανάρμοστος προς τη ζωή, κρύβοντας μέσα του τη ντροπή του θνησιγενούς πλάσματος, «που το κάνει να σέρνεται σε κρησφύγετο για να τελειώσει, πεπεισμένο πως έξω στη φύση δεν θα βρει σεβασμό και οίκτο για τον πόνο και τον θάνατό του». Ίσως, σκεφτόταν ο Χανς Κάστορπ, «ο θάνατός μας είναι περισσότερο υπόθεση των επιζώντων παρά δική μας».

Οι ιδεαλιστικές θωπείες που ο Χανς Κάστορπ επιφύλασσε στον θάνατο, ήταν εν μέρει συνάρτηση του έρωτά του. Αγαπώντας την κυρία Σοσά, αγαπούσε και τον θάνατο που τη διεκδικούσε. Χάρη στην αρρώστια της φάνταζε στα μάτια του ιδιοφυής και απερίγραπτα όμορφη. Και του ήταν αδύνατον πια να σκεφτεί την επιστροφή του στα πεδινά, διότι μια τέτοια λιποταξία από την ασθένεια θα ήταν προδοσία όχι μόνο προς τις ουλές και τις πληγές που του είχε εγχαράξει ο έρωτάς του, αλλά και προς τα ίδια τα μπράτσα της Κλάβντια Σοσά, που τα γνώριζε τόσο καλά.

Ας προσθέσουμε εδώ πως το ωραιότερο δώρο που είχε κάνει η Κλάβντια Σοσά στον Χανς Κάστορπ, ήταν η απαθανάτιση του επικείμενου θανάτου της, ένα μικρό μαύρο γυάλινο τετράγωνο που όταν το έστρεφες στο φως αποκάλυπτε τον θώρακά της. Κάθε φορά που ο Χανς Κάστορπ έτεινε στον ουρανό αυτό το εύθραυστο ενθύμιο, ατένιζε πολύ «ουμανιστικά πράγματα»: «τη διάφανη εικόνα του ανθρώπινου σώματος, τα πλευρά, το σχήμα της καρδιάς, το τόξο του διαφράγματος και το φυσερό των πνευμόνων· επιπλέον, τα οστά της κλείδας και του άνω βραχίονα, τυλιγμένα όλα αυτά από χλωμό, ομιχλώδες περίβλημα, τη σάρκα, από την οποία ο Χανς Κάστορπ είχε αλόγιστα γευτεί την εβδομάδα της Αποκριάς».

Η πλακίτσα από γυαλί κρυπτογραφούσε το υδατογράφημα του εσωτερικού πορτρέτου της Κλάβντια Σοσά, που ο Χανς Κάστορπ φυλούσε στο πορτοφόλι του. Ήταν ένα «σκιώδες ενέχυρο», ένα εχέγγυο κάποιου είδους αφοσίωσης.

Οι ασθενείς του Μπέργκχοφ είναι ανέμελοι «χορευτές του θανάτου». Στα φθισικά τους στήθη κουβαλούν τον θάνατο και όμως γελούν, γλεντοκοπούν, ερωτοτροπούν, φιλοσοφούν, γελοιοποιούνται, ακκίζονται, μαλλιοτραβιούνται. Μακριά από τη ζωή, ζουν έγκλειστοι σε ένα ίδρυμα όπου σωρεύονται, νοσώντας και μολυσματικές, οι έξεις του πολιτισμού τους. Η ασθένεια δοκιμάζει τη δυτικότροπη παιδεία τους, απογυμνώνοντάς τους βαθμιαία από τις αντιστάσεις του πνεύματος. Όντας άρρωστοι, δεν χρειάζεται να είναι οτιδήποτε άλλο. Στη βιόσφαιρα όπου αναπνέουν, η ανθρώπινη ιεραρχία καθορίζεται από τον βαθμό της νόσου του καθενός. Οι ετοιμοθάνατοι είναι οι αξιωματούχοι του σανατορίου. Ο αυλικός σύμβουλος Μπέρενς δεν θα ήταν τόσο αξιοσέβαστος ως γιατρός αν δεν ήταν και ο ίδιος άρρωστος. Καλωσορίζοντας τον Χανς Κάστορπ στο Μπέργκχοφ, ο Σετεμπρίνι τον συγχαίρει για την τόλμη του να καταδυθεί σε «ετούτα εδώ τα βάθη όπου κατοικούν νεκροί ασήμαντοι και μηδαμινοί». Απαντώντας στην απορία του νεοαφιχθέντος, που δυσκολευόταν να συνηθίσει το υψόμετρο, ο Σετεμπρίνι τον βεβαιώνει πως όλοι οι τρόφιμοι του σανατορίου ήταν όντα που είχαν «πέσει πολύ χαμηλά».

Η έκλυση, για την οποία επανειλημμένα κάνει λόγο ο Τόμας Μαν, καταδεικνύει πως η ασθένεια δεν είναι η οδός προς την ηθική εξύψωση. Η ασθένεια είναι ατίμαση, τιμωρία και κατάρα. Μια ριζική κατάλυση του ιδεατά ανθρώπινου. Καμία ευλογία δεν ελεεί το σώμα που νοσεί. Αντίθετα, το πολιορκεί η λήθη κάθε πρότερης ευλογίας. Ο υγιής αποζητά την ηθική του τελείωση χάρη στην υγεία του και όχι από το φόβο της απώλειάς της. Οι ένοικοι του Μπέργκχοφ είναι ανέμελοι και φαύλοι, γιατί είναι ανίατοι. Ολοκληρωτικά νικημένοι από το κακό, δεν ενδιαφέρονται να αναζητήσουν στα κατάλοιπα του πολιτισμού, κανενός είδους παραμυθία.   

Ο Άντον Κάρλοβιτς Φέργκε, που οτιδήποτε υψηλό υπερέβαινε τις νοητικές του δυνάμεις, είχε παρ’ όλα αυτά διαισθανθεί τη φρικτή χυδαιότητα που απέπνεε η άρρωστη σάρκα. Δεν έπαυε να περιγράφει την εγχειρητική του περιπέτεια με τον πνευμονοθώρακα. Το πρόσωπό του χλώμιαζε και παραμορφωνόταν από φρίκη κάθε φορά που ανακαλούσε το πλευρικό σοκ κατά τη διάρκεια της επέμβασης. Εκείνο που του προκάλεσε τη μέγιστη αποστροφή δεν ήταν τόσο η αποφορά υδροθείου που ανέδιδε η ανοιχτή του σάρκα, απόπνοια της Κόλασης, όσο το αλλόκοτο γέλιο που ανέβλυσε από τα σωθικά του, «[…] το πιο αισχρό και αηδιαστικό γέλιο που έχω ακούσει στη ζωή μου, γιατί το να σου ψαχουλεύουν τον υπεζωκότα, κύριοι, είναι σαν να σε γαργαλάνε με τον πιο χυδαίο, με τον πιο υπερβολικό και απάνθρωπο τρόπο, έτσι ακριβώς είναι αυτό το αίσχος, αυτό το βάσανο, αυτό είναι το πλευρικό σοκ, και ο Θεός να σας φυλάει».

Στα όνειρά του ή σε στιγμές που ξεχνούσε τον αλλοτινό, πεδινό εαυτό του, ο Χανς Κάστορπ κατακλυζόταν από ένα «αίσθημα έκλυτης γλυκύτητας», καθώς αναλογιζόταν την απόλαυση της απαλλαγής από τις επιταγές της αξιοπρέπειας για να καταδυθείς στα «απύθμενα προτερήματα της ντροπής». Και δεν υπήρχε μεγαλύτερη ντροπή, αλλά και πνευματική απαλλαγή, από το σώμα που πέθαινε. Ο Τόμας Μαν χαρακτηρίζει το Μαγικό βουνό ένα «πολύ σοβαρό αστείο». Η ιλαρότητα των τροφίμων του Μπέργκχοφ είναι σύμπτωμα ηθικής κατάρρευσης. Βάζοντας τους ασθενείς του σανατορίου να γελούν ανοϊκά, ο Τόμας Μαν γελά εις βάρος τους, γελά εις βάρος μιας ανθρωπότητας που παραδίδεται ολόχαρη και αφασική στην πτώση της.

Από το άλλο μέρος, το Μαγικό βουνό είναι, ως γνωστόν, μυθιστόρημα μαθητείας. Αυτός ο μοναδικός μυθιστορηματικός τόπος, που οραματίστηκε ο Τόμας Μαν, λειτουργεί σαν «παραλλαγή του βωμού των τελετουργιών μύησης», είναι «ένας τόπος περιπετειώδους έρευνας του μυστηρίου της ζωής». Στον περίκλειστο κόσμο του σανατορίου, όπου ο θάνατος συναγελάζεται με την ανεμελιά, ο Χανς Κάστορπ «υφίσταται μια εξυψωτική διαδικασία» μέσω της μύησής του «σε σφαίρες αισθησιακές, ηθικές, πνευματικές». Τα επτά χρόνια της παραμονής του στο Μπέργκχοφ είναι χρόνια παιδευτικά. Ζώντας υπό το φάσμα του θανάτου, εντρυφεί στα μυστήρια της ζωής, από τα πιο ευφρόσυνα μέχρι τα πιο ερεβώδη. Η νοσηλεία του γίνεται αγωγή στη γνώση. Όμως, κάθε υψηλοφροσύνη που καλλιεργεί, είναι εξαρχής καταδικασμένη από τη θνητότητά του. Τόσο το σώμα του όσο και το πνεύμα του, ωριμασμένα στην προπολεμική περίοδο της ευρωπαϊκής ιστορίας, τα διεκδικεί η παγκόσμια γιορτή του θανάτου. Σε αυτό το πανανθρώπινο πανηγύρι η ελάχιστη μονάδα της ύλης του Χανς Κάστορπ πορεύεται παραζαλισμένη, παραγεμισμένη με ασπαίροντα μικροστοιχεία, στον θανατερό χορό της αποσύνθεσης. Σε αντίθεση με ό,τι πίστευε, ο Χανς Κάστορπ δεν θα κατέβαινε από το Μαγικό βουνό για να ζήσει, αλλά για να πεθάνει.

Ο Χανς Κάστορπ προσπαθεί με κάθε ειλικρίνεια της διάνοιάς του να αντιτάξει σε έναν κόσμο της αρρώστιας την ικμάδα του πνεύματός του. Κάθε εμπειρία που αποκομίζει στο σανατόριο Μπέργκχοφ, επιδιώκει να τη μετασχηματίζει σε πνευματική περιπέτεια και άσκηση στον στοχασμό. Όμως, κάθε του προσπάθεια συνθλίβεται από τον θάνατο. Όταν κάνει την παράτολμη βόλτα στα χιόνια, τον κυριεύει φόβος αλλά και επιθυμία θανάτου. Όταν ερωτεύεται την Κλάβντια Σοσά, βλέπει διάφανο το σώμα της που πεθαίνει. Όταν με ιατρικό και ουμανιστικό ενδιαφέρον αναδιφά τα μυστήρια της οργανικής ύλης, καταλήγει να μελετά τη διαδικασία της σήψης και της αποσύνθεσης. Ακόμα και όταν επιλέγει να αφοσιωθεί στη μουσική, αφουγκράζεται το ανασάλεμα του θανάτου. Πίστευε πως η μουσική ήταν ικανή να δίνει αξία στον χρόνο, σε έναν χρόνο που παρατεινόταν ασκόπως, σαν άθλια ματαιοπονία.

«Το χρονικό στοιχείο της μουσικής είναι ένα και μόνο: απόκομμα ανθρώπινου, γήινου χρόνου, στο οποίο χύνεται για να το εξευγενίσει ανείπωτα και να το εξυψώσει».

Τις νύχτες μόνος του, καθισμένος δίπλα στο γραμμόφωνο, ο Χανς Κάστορπ άφηνε εξαίσιες μελωδίες να ανυψώσουν το μυαλό και την ψυχή του σε άλλους, υπερκόσμιους αιθέρες. Μόνος ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους, εξερευνούσε τα θαύματα που έκρυβε το κιβώτιο, εκείνο το μαγικό κουτί, που έμοιαζε με «μικρό φέρετρο από ξύλο βιολιού». Ήταν ένας «θαμπόμαυρος ναΐσκος» μέσα από τον οποίο ξεχύνονταν υπέροχοι ήχοι, που πλημμύριζαν το αυτί του ονειρευόμενου Χανς Κάστορπ, κατακλυσμένου από «βέβαιη διαίσθηση καινούργιου πάθους, μαγείας, αγάπης». Μαγεμένη από τη φασματική τέχνη, η ψυχή του σφραγιζόταν από τη σαγήνη αφάνταστων ονείρων. Μέσα στο σκοτάδι, όπου θρόιζαν περίτεχνες, ιδιοφυείς αντηχήσεις, οι δύο μυσταγωγίες της ζωής, ο έρωτας και ο θάνατος, μεγεθύνονταν εκπληκτικά, τανύζονταν στα υπέρτατα όρια των εννοιών τους.

Μέσα από τη μουσική ο Χανς Κάστορπ αισθανόταν το χάδι της λησμονιάς, μακάρια αδράνεια τον μούδιαζε, τον νάρκωνε η ευφορία της αχρονικότητας· «ήταν η έκλυση δίχως τύψεις, η ιδεατή αποθέωση κάθε άρνησης της δυτικής επιταγής να είσαι δραστήριος», μια παραλυτική καθησύχαση. Η ιδεατότητα της μουσικής προσέδιδε «στις κοινές φρικαλεότητες των αληθινών πραγμάτων», έναν απροσμάχητο εξωραϊσμό. Μες στη μαγεία της ηχητικής του δωματίου, ο Χανς Κάστορπ ένιωθε καθετί ανθρώπινο μοναδικά εξιδανικευμένο, τον πόνο, τη νοσταλγία, τη χαμένη τρυφερότητα, την απελπισία, την αγάπη. Όμως, παρά τη συγκινησιακή παραφορά του, δεν μπορούσε ούτε τώρα να διώξει τον θάνατο από τις ενορχηστρωμένες ενοράσεις του. Τα πάθη που αναρρίπιζαν οι μελωδίες μιλούσαν και για τον θάνατο, την απώλεια, τον έσχατο αποχωρισμό ύλης και πνεύματος. Το γήτεμα από το κεντρί του πάθους κυοφορούσε την απειλή του ερέβους.

Ακούγοντας ένα λιντ του Σούμπερτ, ένα μαγευτικό τραγούδι, που χάριζε «αγνότατη ευφροσύνη» στην ψυχή του, ο Χανς Κάστορπ συλλογιζόταν πως ήταν ένα έργο απόλυτης πνευματικής τελείωσης, ήταν, όμως, «καρπός ζωής, γεννημένος από τον θάνατο και φορέας θανάτου». Το τραγούδι μιλούσε για έρωτα, για τη μυστηριακή δύναμη του πάθους, διηθώντας τη σφαίρα των αισθημάτων μέσα από υπόρρητες αλληγορίες, που άφηναν χώρο στο σκοτεινό και ανείπωτο. Το ίδιο το τραγούδι συνιστούσε «πνευματική στάση» και ακούγοντάς το ξανά και ξανά στα νυχτερινά του κοντσέρτα, ο Χανς Κάστορπ μυούνταν στο αδιερεύνητο μεγαλείο του πνεύματος και στην ακόμα πιο μεγαλειώδη πτώση του. Στην κορύφωσή της η ύπαρξη συντριβόταν από τις ζοφερές συνέπειες της ζωής, την αρρώστια, τη σήψη και τον αφανισμό.

«Οι σκέψεις του Χανς Κάστορπ ή τα προαισθήματά του πετούσαν ψηλά έτσι όπως καθόταν μες στη νύχτα και στη μοναξιά μπρος στο στολισμένο μουσικό φέρετρο – πετούσαν ψηλότερα από όσο έφτανε το λογικό του, ήταν αλχημιστικά διεγερμένες σκέψεις. Ω, ήταν δυνατό το γήτεμα της ψυχής!»

Εκείνο που ανεπαίσθητα αλλά πεισματικά τραβούσε τον Χανς Κάστορπ στο τέναγος της αποσύνθεσης, ήταν ο χρόνος, η ζωή δίχως νοηματοδοτημένο χρόνο, η ζωή ως στάσιμη έκλυση, η νεκρή ζωή. Όσο τα χρόνια της παραμονής του στο Μπέργκχοφ αυξάνονταν, τόσο λιγότερες αντιστάσεις προέβαλλε ο νεαρός τρόφιμος στον δαίμονα της αποχαύνωσης. Τον τελευταίο καιρό ένιωθε «[…] σαν κάτι να μην πήγαινε καλά με τη ζωή και τον κόσμο· σαν τα πράγματα να εξελίσσονταν κατά ιδιαίτερο τρόπο στραβά και επίφοβα· σαν κάποιος δαίμονας να είχε πάρει την εξουσία, ο οποίος, κακός και άφρων, είχε βέβαια ασκήσει σημαντική επιρροή από καιρό, τώρα όμως είχε κηρύξει την κυριαρχία ανοιχτά και απεριόριστα, έτσι που μπορούσε να εμπνεύσει τρόμο και σκέψεις φυγής – ο δαίμονας που το όνομά του ήταν “αποβλάκωση”».

Ο Χανς Κάστορπ παραδομένος σε μια συνοφρυωμένη ασωτία, που ήταν γι’ αυτόν η πνευματική οκνηρία, άφηνε τις ημέρες να τον διαβρώνουν, διότι κάθε χειρονομία έμοιαζε ανώφελη και φρικτά κοπιώδης κάτω από το σαρκαστικό χαμόγελο του δαίμονα, ενός «πιθηκόμορφου θεού» που περιγελούσε τις ευαισθησίες και τις προσπάθειες της ψυχής του. Μέρα με τη μέρα γινόταν όλο και πιο δύσκολο να εγείρει διαμαρτυρίες στην αχαλίνωτη εξουσία του δαίμονα της αποβλάκωσης.

Βέβαια, δεν βιάστηκε να παραιτηθεί από τις αξιώσεις του φιλοπερίεργου πνεύματός του. Αντιθέτως, σαν να είχε ξεχάσει πως ζούσε σε σανατόριο, επί χρόνια φρόντιζε να αντιτάσσει σε κάθε απονοηματοδοτημένη ημέρα την ηθικότητα της περιέργειας με την οποία ιχνηλατούσε τα αινίγματα της ύπαρξης. Έσχατο καταφύγιό του υπήρξε η μαγεία και οι πνευματιστικές συνεδρίες του δρος Κροκόφσκι. Στο ψυχαναλυτικό εργαστήριο του τελευταίου επικρατούσε ένα μυσταγωγικό λυκαυγές και ο Χανς Κάστορπ, προκαλώντας την αποστροφή του Γιοάχιμ, αλλά και του Σετεμπρίνι, ο οποίος τον είχε προειδοποιήσει πως η ψυχανάλυση ήταν ανησυχητικά συγγενής «με τον τάφο και την ύποπτη ανατομία του», είχε περάσει αρκετές ώρες εκεί μέσα, παραδίδοντας την ψυχή του σε επιστημονικό διαμελισμό. Μια από τις όψιμες ενασχολήσεις του ψυχοθεραπευτή ήταν η μαγεία και το μυστήριο του ψυχικού κόσμου, τον οποίο πλέον εξέταζε μέσα από μονοπάτια παράδοξα ή και άκρως νοσηρά. Μέσω της ύπνωσης και της απεύθυνσης προσκλήσεων στο υπερπέραν, ο δρ Κροκόφσκι ανοιγόταν στις πιο σκοτεινές, τις πιο απόκρυφες περιοχές του υποσυνείδητου. Μες στο ημίφως του εργαστηρίου του επιδιδόταν στη σχάση ύλης και πνεύματος, προκειμένου να φανερώσει αισθήματα και ενέργειες, απωθημένα από τη συνειδητή ζωή της ψυχής.

Οι πιο άφοβοι και ανήσυχοι πνευματικά ένοικοι του Μπέργκχοφ που παρίσταντο στις πνευματιστικές συνεδρίες του δρος Κροκόφσκι, είχαν την ευκαιρία να πειραματιστούν με «ένα πονηρό παιχνίδι με τη φύση τους», να δουν ανάμεσα σε σκιές και τρομερές φαντασμαγορίες -απεικάσματα αγωνίας, φόβου και προσδοκίας- άγνωστα τμήματα του εαυτού τους, και να διερευνήσουν τις «εκδηλώσεις ανεξέλεγκτων περιοχών» του εσωτερικού τους κόσμου. Ορισμένοι μάλιστα τολμούσαν να ζητήσουν το ανέφικτο, την επιστροφή των νεκρών, την απόκριση από το βασίλειο των ίσκιων. Σκανδαλώδεις τοκετοί λάμβαναν χώρα υπό την εποπτεία του Κροκόφσκι.

Στο σημείο αυτό ο Τόμας Μαν διατυπώνει έναν αιρετικό στοχασμό για το πένθος. Διερωτώμενος πάνω στην επιθυμία της επιστροφής των νεκρών και κυρίως για το κατά πόσο τέτοιας λογής επιστροφή είναι πράγματι επιθυμητή, καταλήγει σε μια αποστομωτική τοποθέτηση: «Κατά βάθος και ειλικρινά δεν υφίσταται αυτή η επιθυμία· είναι πλάνη: στο φως της ημέρας είναι εξίσου αδύνατη όπως η επιστροφή αυτή καθαυτήν, όπως θα αποδεικνυόταν εάν η φύση για μια στιγμή ήθελε να την καταστήσει δυνατή· και ίσως αυτό που αποκαλούμε πένθος δεν είναι τόσο ο πόνος που είναι αδύνατο να δούμε τους νεκρούς μας να γυρίζουν στη ζωή όσο πόνος επειδή δεν μπορούμε να το επιθυμήσουμε».

Η χαύνωση δεν είχε μολύνει αρκετά την περιέργεια του Χανς Κάστορπ ώστε να τον απομακρύνει από το εργαστήριο του δρος Κροκόφσκι. Ένα βράδυ δοκίμασε και εκείνος στα τρίσβαθα της ψυχής του το ρίγος από «λίγες νιφάδες πυρ της Κολάσεως» που κατέπεσαν στο βλέμμα του. Μες στο σκοτεινό δωμάτιο, όπου αχνόφεγγε ένα κόκκινο φως, όπως στο ακτινολογικό ιατρείο, ο Χανς Κάστορπ είδε νεκραναστημένο τον Γιοάχιμ. Το αποσκελετωμένο του πρόσωπο ήταν σημαδεμένο από τη σφραγίδα του πόνου, που όμως δεν είχε αφαιρέσει από την όψη του τη σοβαρότητα και την ανδροπρεπή ομορφιά, που του είχε χαρίσει ο θάνατος. Τα μάτια του βούλιαζαν σε οστεώδεις κόγχες, «χωρίς όμως αυτό να επηρεάζει την απαλότητα του βλέμματος αυτών των όμορφων μεγάλων σκοτεινών ματιών που καρφωνόταν ήρεμο και φιλικά διερευνητικό στον Χανς Κάστορπ, και μόνο σε αυτόν».

Στην ανήκουστη θέα του εξαδέλφου του, ο Χανς Κάστορπ εγκατέλειψε έντρομος, με έναν λυγμό να περισφίγγει τον λαιμό του, το εργαστήριο του δρος Κροκόφσκι. Και αυτή η πνευματική του περιπέτεια είχε κατατροπωθεί από τον θάνατο. Είχε και πάλι κρυφοκοιτάξει μέσα στον ίδιο του τον τάφο.

Ο θάνατος θριαμβεύει ακόμα και στις διαλεκτικές μονομαχίες μεταξύ του Σετεμπρίνι και του Νάφτα, που καταλήγουν σε πραγματική μονομαχία. Η πλαγιά με τις γαλάζιες νεραγκούλες, τόπος περισυλλογής και ονειροπολήσεων, όπου ο Χανς Κάστορπ απολάμβανε στοχαστικές αποδράσεις, μετατράπηκε σε εμπόλεμο πεδίο. Οι δύο αντίπαλοι, βαθύτατα προσβεβλημένοι από ένας από τον άλλο για την υπεροψία της διάνοιάς του, πήραν τα όπλα και στάθηκαν αντικριστά. Ο ουμανιστής Σετεμπρίνι αρνήθηκε να τραβήξει τη σκανδάλη και ο Νάφτα, που ήθελε πάντα να έχει τον τελευταίο λόγο, αυτοπυροβολήθηκε.

Η ύστατη διδαχή των δύο παιδαγωγών προβλημάτισε πολύ τον Χανς Κάστορπ, καθώς του έδειχνε πως το πνεύμα από μόνο του, όσο υψηλόφρον και αν ήταν, δεν ήταν αρκετό, ενίοτε χρειαζόταν τα όπλα για να επιβληθεί. Η υπεράσπιση του απόλυτου διήγειρε βαθύρριζες δυνατότητες απόλυτου μίσους. Η μονομαχία του Νάφτα και του Σετεμπρίνι ήταν εξαρχής ήττα, σήμαινε την «επιστροφή στην πρωταρχική κατάσταση της φύσης», στο ζωώδες, το οποίο στοιχειωδώς μόνο απαλυνόταν από τους ιπποτικούς κανόνες του εθίμου. Ο Χανς Κάστορπ δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί το ωραίο πνεύμα του Σετεμπρίνι να αλλοφρονεί από άγρια πολεμοχαρή διάθεση. Δεν φανταζόταν πως κάποτε θα του έλεγε: «Όποιος δεν μπορεί να υπερασπίσει το ιδεατό με το πρόσωπό του, το μπράτσο του, το αίμα του, δεν το αξίζει, και το σημαντικό είναι να παραμείνει κανείς άνδρας παρ’ όλη την πνευματικότητα».

Ο Χανς Κάστορπ «κατάλαβε με φρίκη πως στο τέλος όλων των πραγμάτων απέμενε μονάχα το ζωώδες, τα νύχια, τα δόντια».

Αν αποδυόμενος στην ενατένιση των αιθέριων, των υψηλότατων σφαιρών του πνεύματος, ο Χανς Κάστορπ αποσβολωνόταν στη θέα της απέραντης επικράτειας του θανάτου, δεν γινόταν να μην αισθανθεί την ίδια συντριβή όταν, αργοπορημένα, έστρεψε το βλέμμα του στην πραγματικότητα και είδε τα πράγματα απογυμνωμένα από τις σκιές τους. Πέντε χιλιάδες πόδια κάτω από το Μαγικό βουνό, ο κόσμος βροντούσε, αλυχτούσε και λυσσομανούσε. Λάσπη και φωτιά, όλεθρος και ουρλιαχτά, ενόσω ο αχός του πολέμου τράνταζε στεντόρειος την πλάση. Δίχως λόγο και δίχως θεό, ο Χανς Κάστορπ έτρεξε να μπει στον άγριο χορό του θανάτου, σε μια παγκόσμια, δίχως τέλος, γιορτή.

 

 

Lina Pantaleon

 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular