Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Με τον Μιχάλη Μοδινό δεν γνωριζόμαστε. Σίγουρα είναι πολλά αυτά που θα είχε να πει κανείς, με αφορμή το συμπυκνωμένο, σύντομο βιογραφικό του.  Γράφω αυτό το κριτικό σημείωμα από την πλευρά του αναγνώστη, (της αναγνώστριας στην προκειμένη περίπτωση) του πρώτου του αυτού λογοτεχνικού έργου  (και όχι του επιστημονικού).

Αν δεχτούμε λοιπόν ότι το λογοτεχνικό έργο παραμένει αυτούσιο και μετέωρα αυτάρεσκο στα χέρια του άπληστου αναγνώστη, αν πιστέψουμε τα λόγια του Rolland Barthes ότι ο συγγραφέας παύει να μας απασχολεί από τη στιγμή που καταθέτει το δημιούργημά του, ερχόμαστε να μιλήσουμε για το μυθιστόρημα η Χρυσή Ακτή (άσχετα από τα επόμενα εξ ίσου καλά επεξεργασμένα  μυθοπλαστικά του έργα). Κι αυτό παρ’ όλο που τον συγγραφέα Μοδινό τον συναντάμε έμμεσα στις σκέψεις και κυρίως τις πράξεις των προσώπων της ιστορίας, αλλά και στους εμβόλιμους οξυδερκέστατους (και προφητικούς για την κατάσταση του τόπου, όπως επέπρωτο να συμβεί) σχολιασμούς.

Πράγματι, στη Χρυσή Ακτή αυτό που προέχει είναι η θέση που παίρνει ο συγγραφέας απέναντι στις βαθύτερες αναζητήσεις του ανθρώπου αλλά και απέναντι στα κοινωνικά και  άλλα προβλήματα της εποχής του, ζητήματα που πραγματεύεται με ιδιαίτερη ευαισθησία και ρεαλισμό.

Σε πείσμα των θεωρητικών της λογοτεχνίας που πιστεύουν το αντίθετο, ο συγγραφέας στην περίπτωσή μας αναζητά σχεδόν εναγώνια την επικοινωνία με το κοινό του. Καθισμένη στο παρκάκι του Πνευματικού Κέντρου του  Δήμου της Αθήνας πρωτοδιαβάζω στο περιθώριο της πρώτης σελίδας.

«Ό, τι περιγράφεται παρακάτω είναι απόλυτα φανταστικό, Τυχόν ομοιότητες με πρόσωπα και καταστάσεις είναι απολύτως συμπτωματικές. Αν κάποιος αναγνώστης αυτοαναγνωριστεί κλπ. κλπ. Να υποθέσουμε ότι επικαλείται την «αναστολή των αντιστάσεων» του αναγνώστη και την άνευ όρων παράδοσή του στη μυθοπλαστική πραγματικότητα; Τη φυγή του αναγνώστη από την κλειστή, πληκτική καθημερινότητα και την απόδρασή του στο φαντασιακό χωροχρόνο του μυθιστορήματος; Θα μπορούσε να σημαίνει απλά αυτό. Ήδη έχω αφήσει μακριά το θόρυβο των αυτοκινήτων της οδού Σόλωνος και βυθίζομαι στο πρώτο από τα 51 συνολικά, ευρηματικά υποκεφάλαια. Oι περιγραφές δημιουργούν εικόνες που με πείθουν με τη ζωντάνια και την αμεσότητά τους. Θαρρείς πως αναδύονται από την καθημερινή μου τελετουργία. Δεν προλαβαίνω να δώσω την παραγγελία για καφέ καθώς διαβάζω:

«Σφίγγω την κούπα του καφέ στα χέρια μου», κι είναι σα να έχω ρουφήξει μια γουλιά από την κούπα του Νίκου, του πρωταγωνιστή. Αυτό μ’ ανακουφίζει προς στιγμή. O συλλογισμός μου όμως μένει άγονος. Ξαναγυρίζω και επιμένω στην αρχική επίκληση του συγγραφέα. «Αν κάποιος αναγνώστης αυτοαναγνωριστεί σ’ αυτό το βιβλίο, θα το εκλάβω ως επιτυχία μου. Ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη γι’ αυτή μου την ιδιοτέλεια». Το εκλαμβάνω σχεδόν ως απειλή και αμύνομαι. Αναρωτιέμαι: Μήπως ο Μοδινός επιζητά την πλήρη ταύτιση ή την έκκληση συμπάθειας έστω με τον ήρωα που είναι και ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής; Ίσως αυτό πράγματι να θεωρείται η επιτυχία του μυθιστορήματος, εδώ αλλά και  ως έργο τέχνης γενικότερα: να απευθυνθεί στο «συλλογικό ασυνείδητο», να μιλήσει τη γλώσσα όλων όσοι το διαβάζουν και ο καθένας ας σταχυολογήσει τους δικούς του καρπούς. Το μυθιστόρημα του Μιχάλη Μοδινού τα καταφέρνει να αφυπνίσει τα συναισθήματά μου. Νοιώθω συμπάθεια για το Νίκο ενώ αντιπαθώ τη Μάγια, τη γυναίκα του. Αυτό δε θα κρατήσει ωστόσο για πολύ. Oι αντιφάσεις των προσώπων της ιστορίας και οι ανατροπές θα επηρεάσουν αντίστοιχα την ψυχοσύνθεσή μου.

Η αλήθεια είναι ότι όταν πήρα το βιβλίο στα χέρια μου, αυτό που μου έκανε εντύπωση δεν ήταν ο τίτλος του. Η Χρυσή Ακτή δεν με παρέπεμψε στο «πέταλο της κεντρο-δυτικής Αφρικής, απ’ όπου  εκατομμύρια σκλάβοι μετεπιβιβάστηκαν προς το Νέο Κόσμο, ως δωρεάν δυναμικό στις παραγωγικές δυνάμεις που οικοδόμησαν την Αμερική [δανείζομαι τη φράση του Δημοσθένη Κούρτοβικ, από την κριτική του στο βιβλίο, στην εφημερίδα Τα Νέα]. Με ταξίδεψε αντίθετα σε κάποιες ζεστές παραλίες της Χαλκιδικής, τις οποίες κατά σύμπτωση αποκαλώ χρυσές ακτές.

Δεν ήταν λοιπόν ο τίτλος, όσο αυτό το αποψιλωμένο, ροζιασμένο, μοναχικό δέντρο στο εξώφυλλο που έκλεψε τη συμπάθειά μου. Έτσι γερμένο κι αποσπασμένο από τις ρίζες του έμοιαζε με παραιτημένο ικέτη που ακουμπά στο άνυδρο χώμα. Θα έλεγα, μια επιτυχημένη αλληγορία για τον «πολιτισμένο» άνθρωπο του δυτικού κόσμου, μια υποδόρια νύξη. Μια εξίσου επιτυχημένη, θεωρώ, μεταφορά της κατάστασης που βιώνει ο πρωταγωνιστής, ο Νίκος, ένας ευτυχισμένος μεσήλικας, ξεριζωμένος πολίτης του κόσμου, δυναμικό στέλεχος της Κομισιόν που ζει στις Βρυξέλες με την οικογένειά του: τη Μάγια, Αγγλίδα στην καταγωγή και τα δυο παιδιά τους. Όμως η ευημερία, με πρώτες ύλες της την καλά οργανωμένη επανάληψη της καθημερινότητας, και τις ψηλές αμοιβές, δεν μοιάζει να τον συναρπάζει διόλου. Η πλήξη, θα βρεθεί στον πυρήνα της αγωνίας του.

Η πλήξη -κινητήρια δύναμη της ιστορίας αλλά και των πράξεων του ήρωα- τον ωθεί στην αναζήτηση της περιπέτειας, σ’ έναν άλλο τόπο, στην απόδραση από τον «κοινωνικό ιστό της ασφάλειας», το γάμο και ίσως απ’ τον εαυτό του. Με αφορμή αυτή την περιπλάνηση οι τόποι, αλλοτινοί και τωρινοί, τόποι που σημάδεψαν τη νεότητά του, όπως η Χρυσή Ακτή, τόπος των αρχετυπικών ερώτων, η Θεσσαλονίκη -γενέτειρα του Νίκου- η Αθήνα αλλά και η Κρήτη -τόπος υποδοχής- αποτελούν το σκηνικό πλαίσιο της δράσης, εσωτερικής και εξωτερικής. Καθώς οι συνειρμοί του ήρωα εκτυλίσσονται, έτσι και ο χρόνος διαρκώς ανακυκλώνεται ανασύροντας μνήμες και όνειρα, πρόσωπα και βιωμένες ιστορίες.

O Κούντερα, στο δοκίμιό του «Η τέχνη του μυθιστορήματος» αναφέρει ότι «το μυθιστόρημα πραγματεύεται την ύπαρξη. Όπου ύπαρξη δεν είναι αυτό που έγινε, το τετελεσμένο. Ύπαρξη είναι το πεδίο των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Όλα όσα ο άνθρωπος μπορεί να γίνει, όσα είναι ικανός να κάνει». Τι είναι ο ήρωάς μας ικανός να κάνει; Να αποδράσει από την πραγματικότητα που τον στενεύει και ν’ αναζητήσει μια άλλη, δική του, έτσι όπως την ονειρεύεται ή να τη δει από μια άλλη οπτική γωνία; Η Χρυσή Ακτή θα νοηματοδοτήσει αυτή την περιπλάνηση στο οικείο/ άγνωστο με τον δικό της τρόπο. Γίνεται σύμβολο αρχετυπικό της προσωπικής του ελευθερίας. Δεν έχει σημασία το πού τελικά κουρνιάζει ο εξουθενωμένος μετά από τις περιπλανήσεις του ήρωας. Μέσα από την εσωτερική διαδρομή και τα ερωτικά ή άλλα συναπαντήματά του, στο τέλος αναρωτιέται:

«Γιατί να επιτρέψω στην πραγματικότητα να μακελέψει τα αρχέτυπα του νου;» Εν τω μεταξύ, πρέπει να γυρίσω σπίτι, χωρίς να έχω πιει τον πολυπόθητο καφέ. Κέρδισα ωστόσο την Χρυσή Ακτή.  

 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular