Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

 

Η ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό. Στο πλαίσιο της διερεύνησης της εξωστρέφειας ή εσωστρέφειας της Ελληνικής λογοτεχνίας, το Literature.gr εγκαινιάζει μια σειρά από συνεντεύξεις με μεταφραστές. Σκοπός μας είναι να διαπιστώσουμε τι συμβαίνει ακριβώς στο εξωτερικό σε σχέση με την ελληνική λογοτεχνία, πόσο γνωστή και αποδεκτή είναι από τους ξένους αναγνώστες, σε ποια εμπόδια προσκρούει η διάδοσή της. Ακόμα, επιδιώκουμε, μέσα από αυτές τις συνεντεύξεις και τη συσσωρευμένη εμπειρία των μεταφραστών, να ανιχνεύσουμε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, τις ιδιαιτερότητες της μετάφρασης της ελληνικής λογοτεχνίας και γενικά τον ρόλο του μεταφραστή.

Επιμέλεια: Αιμίλιος Σολωμού

 

Η Βουλγαρία έχει μακρά παράδοση στη μετάφραση της ελληνικής λογοτεχνίας. Ήδη από την εποχή του Διαφωτισμού, τα ελληνικά γράμματα ήταν το μέσο για την επικοινωνία με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και τα πνευματικά κινήματα. Οι ιδέες του Διαφωτισμού πέρασαν στη Βουλγαρία κυρίως χάρη στον Νεοελληνικό Διαφωτισμό. Αυτή η σχέση δοκιμάστηκε, όταν οι εθνικοί ανταγωνισμοί κυριάρχησαν ανάμεσα στα δύο έθνη από τα μέσα του 19ου και εξής. Ωστόσο, μεταπολεμικά, από τα μέσα του 20ου αι., οι μεταφράσεις της ελληνικής λογοτεχνίας θα αρχίσουν να πληθαίνουν. Είχε προηγηθεί η καλή πρόσληψη του Βιζυηνού από τις αρχές του 20ου αιώνα. Οι Ανθολογίες ποίησης και διηγήματος από τη δεκαετία του 1960 και εξής διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη γνωριμία με την ελληνική λογοτεχνία. Μια σημαντική ιδιαιτερότητα, που δε συναντάται σε άλλες γλώσσες, είναι η μετάφραση και διάδοση των έργων του Διονύσιου Σολωμού. Χάρη στις μεταφράσεις, είναι σήμερα πολύ γνωστή η ποίηση του Καβάφη, του Ρίτσου, του Σεφέρη, του Ελύτη, του Βάρναλη και του Αργύρη Μητρόπουλου, πολιτικού πρόσφυγα στη Βουλγαρία. Στην πεζογραφία την πρωτοκαθεδρία καταλαμβάνει ο Καζαντζάκης. Κυκλοφόρησαν ακόμα αρκετά έργα του Μενέλαου Λουντέμη, ενώ μεταφράστηκαν και μυθιστορήματα συγγραφέων που αναφέρονται στις χαμένες πατρίδες.

Ενθαρρυντικό ενδιαφέρον εκδηλώνεται στη Βουλγαρία και για την πιο σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Στην προσπάθεια αυτή συμβάλλει δυναμικά και η μεταφράστρια Zdravka Mihaylova. Στις εξαιρετικές και πλήρεις σε βάθος και έκταση απαντήσεις που μας έδωσε, στα πλαίσια της συνέντευξης, αντιλαμβάνεται κανείς τη βαθιά γνώση της για την ελληνική λογοτεχνία και την βαθυστόχαστη σκέψη της. Η κ. Mihaylova μιλά για τον ελληνικό πολιτισμό, την ελληνική γλώσσα και τη δική της μεταφραστική διαδρομή όλα αυτά τα χρόνια. Αναφέρεται στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η μετάφραση της ελληνικής λογοτεχνίας στη Βουλγαρία, δυσκολίες που αφορούν γενικά στη μετάφραση της ελληνικής λογοτεχνίας. Τονίζει ιδιαίτερα τη συμβολή του ΕΚΕΒΙ στην προσπάθεια για την προώθηση της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό μέχρι την κατάργησή του, υπογραμμίζει την ανάγκη για μια συγκροτημένη κρατική πολιτική και παραθέτει μια σειρά από εισηγήσεις για ενίσχυση της μετάφρασης και του ελληνικού βιβλίου. Η κ. Mihaylova εξηγεί τη σημασία που έχει η μετάφραση στη συνεργασία και τη συνύπαρξη των βαλκανικών λαών. (Ευχαριστίες στον συγγραφέα Αλέξη Σταμάτη και στη μεταφράστρια Ιρένα Αλέξιεβα που μας έφεραν σε επαφή με την κ. Mihaylova).   

Τι σας ώθησε να μάθετε ελληνικά και να ασχοληθείτε με την ελληνική γραμματεία;

Γενικά έχω έφεση προς την εκμάθηση ξένων γλωσσών και τις μαθαίνω με σχετική ευκολία. Έχω επιχειρήσει να μάθω διάφορες γλώσσες (τούρκικα, πολωνικά κ.ά.), αλλά έχω παραιτηθεί στην πορεία μετά από ένα-δύο χρόνια (εκτός από τα αγγλικά, ρωσικά και ισπανικά τα οποία κατέχω καλά). Τα αρχικά κίνητρα να μάθω ελληνικά παραμένουν ένα μυστήριο για μένα μέχρι και σήμερα. Ήμουν μαθήτρια στο λύκειο, 16 χρονών, όταν ζήτησα από τους γονείς μου να μου βρουν δάσκαλο να μάθω νεοελληνικά. Ήταν η χρονιά που στο λύκειο διδασκόμασταν τους αρχαίους Έλληνες κλασικούς. Με ενδιέφερε πολύ η ελληνική μυθολογία, ήθελα να σπουδάσω ιστορία και αρχαιολογία του αρχαίου κόσμου. Μου άρεσε πολύ το διάβασμα, είχα διαβάσει όποιο ελληνικό βιβλίο σε μετάφραση μπορούσε να βρει κανείς στη Βουλγαρία στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Δεν είχα ξεφύγει από το στερεότυπο να με συνεπάρουν τα έργα του Καζαντζάκη, ιδιαίτερα μετά την κινηματογραφική μεταφορά του Ζορμπά, που καθιέρωνε την εικόνα του Έλληνα, την οποία ορισμένοι ξένοι εκδότες ακόμα αναζητούν στους νεότερους Έλληνες συγγραφείς.

«Δεν είχα ξεφύγει από το στερεότυπο να με συνεπάρουν τα έργα του Καζαντζάκη, ιδιαίτερα μετά την κινηματογραφική μεταφορά του «Ζορμπά», που καθιέρωνε την εικόνα του Έλληνα, την οποία ορισμένοι ξένοι εκδότες ακόμα αναζητούν στους νεότερους Έλληνες συγγραφείς. […] Με είχε καταγοητέψει επίσης η ελληνική γραφή, ήθελα να μάθω να αποκρυπτογραφώ τα γράμματα αυτά, όντας βέβαιη πως θα μου άνοιγαν το δρόμο προς έναν κρυφό κόσμο, προς έναν άλλον τρόπο σκέψης, προς έναν διαφορετικό πολιτισμό, τη νοοτροπία ενός άλλου λαού, πως πίσω από τα γράμματα αυτά, που μου ένευαν φιλικά, με περίμεναν μεγάλες αποκαλύψεις».

Το 1977, για να επιβραβεύσουν την επιμονή μου να μάθω τα ελληνικά, οι γονείς μου μού έκαναν δώρο μια εκδρομή στην Ελλάδα. Έκτοτε, όταν πάτησα το πόδι μου εκεί και είδα το ελληνικό τοπίο, επισκέφθηκα αρχαία μνημεία και μουσεία, είδα τον τρόπο που διασκέδαζαν οι Έλληνες κ.λπ, το ήξερα πως η αγάπη για τη χώρα αυτή θα είναι διά βίου. Με είχε καταγοητέψει επίσης η ελληνική γραφή, ήθελα να μάθω να αποκρυπτογραφώ τα γράμματα αυτά, όντας βέβαιη πως θα μου άνοιγαν το δρόμο προς έναν κρυφό κόσμο, προς έναν άλλον τρόπο σκέψης, προς έναν διαφορετικό πολιτισμό, τη νοοτροπία ενός άλλου λαού, πως πίσω από τα γράμματα αυτά, που μου ένευαν φιλικά, με περίμεναν μεγάλες αποκαλύψεις. Είχα ήδη κάνει ιδιαίτερα για δύο χρόνια, όταν αργότερα στη Σχολή Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου της Σόφιας είχα πολλούς συμφοιτητές Έλληνες και Ελληνίδες και λύθηκε η γλώσσα μου να τα μιλάω.  

Ολοκληρώνοντας τις σπουδές μου, ήταν ήδη ξεκάθαρο πως θα επεδίωκα να βρω δουλειά που να είναι σχετική με την Ελληνική, όχι μόνο ως δημοσιογράφος. Προσλήφθηκα στο Ελληνόφωνο Πρόγραμμα της Κρατικής Ραδιοφωνίας της Βουλγαρίας, αφού προηγουμένως ολοκλήρωσα την πρακτική μου στο Βαλκανικό τμήμα του ΒΤΑ (Βουλγαρικό Πρακτορείο Ειδήσεων), με την ανασκόπηση του ελληνικού τύπου. Τις πρώτες δειλές απόπειρες να ασχοληθώ με τη μετάφραση λογοτεχνίας, τις έκανα στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Από τότε, τα ελληνικά, που μέχρι σήμερα δεν έχω λογική εξήγηση, γιατί μου ήρθε η ιδέα να τα μάθω, ταυτίστηκαν με την επαγγελματική μου σταδιοδρομία, αρχικά ασυνείδητα, αργότερα επιδιώκοντας οι ενασχολήσεις μου πάντα να έχουν σχέση με τη γλώσσα αυτή ή με τις ελληνόφωνες χώρες,- Ελλάδα και Κύπρο. Από το 1993 μέχρι σήμερα έχω κάνει τη διερμηνεία σε σχεδόν όλες τις βουλγαροελληνικές και βουλγαροκυπριακές συναντήσεις κορυφής μεταξύ προέδρων, πρωθυπουργών, υπουργών, κοινοβουλευτικών αντιπροσωπιών κ.λπ. 

Γιατί αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τη μετάφραση της ελληνικής λογοτεχνίας στα βουλγαρικά;

Λίγο πολύ απαντήθηκε παραπάνω. Προσωπικά για μένα η συναρπαστική περιπέτεια της λογοτεχνικής μετάφρασης από τα ελληνικά ξεκίνησε με το μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη Ο Βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά, (εκδ. Lada, 1998 Σόφια). Αν και είχα αρχίσει πολύ νωρίτερα Ι(από τα μέσα της δεκαετίας του ’80) να συνεργάζομαι με δημοσιεύσεις σε λογοτεχνικά περιοδικά της Βουλγαρίας, παρουσιάζοντας τη σύγχρονη ελληνική γραμματεία, η εμπειρία αυτή σφραγίστηκε για πρώτη φορά με αυτοτελή έκδοση σε βιβλίο με τον Ισμαήλ Φερίκ πασά. ΄Εργο το οποίο μέχρι σήμερα παραμένει ένα από τα πιο αγαπημένα μου ελληνικά βιβλία. Μου δίνει μεγάλη ικανοποίηση και χαρά το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή τα βουλγάρικα είναι μια από τις δεκαπέντε γλώσσες στις οποίες έχουν μεταφραστεί τα μυθιστορήματα της Γαλανάκη. Ο Βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά θέτει την αρχή σειράς δημιουργιών της Ρ. Γαλανάκη,, οι οποίες πραγματεύονται το θέμα της διττής, διπλής ταυτότητας: τη σχέση κέντρου-περιφέρειας, Ανατολής-Δύσης, άντρα-γυναίκας, χριστιανού-μουσουλμάνου… Το μοτίβο αυτό για ανθρώπους διχασμένους ανάμεσα σε δύο κοινότητες, δύο θρησκείες, δύο φύλα διακρίνεται ακόμη στο διήγημά της Η Ιστορία της Όλγας και ξαναδουλεμένο εμφανίζεται στο Ισμαήλ Φερίκ Πασάς, στην Ελένη και ο Κανένας.

Επίσης, σε τεύχος του βουλγάρικου λογοτεχνικού περιοδικού Sezon (Σόφια, 2000, επιμ. και μτφρ. Ζ. Μιχάιλοβα), αφιερωμένο στη σύγχρονη ελληνική γραμματεία, έχουν δημοσιευτεί διηγήματά της από τη συλλογή Ομόκεντρα διηγήματα.

Το βουλγάρικο αναγνωστικό κοινό είναι ήδη εξοικειωμένο με το όνομα της τιμώμενης Ελληνίδας συγγραφέως από το Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά. Η βουλγάρικη έκδοση παρουσιάστηκε το 2000 (παρουσία της συγγραφέως) σε εκδήλωση οργανωμένη από το Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Σόφιας,

Υπό έκδοση στα βουλγάρικα είναι και Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων, το μυθιστόρημα της Γαλανάκη που απέσπασε το Βραβείο Πεζογραφίας του Ιδρύματος «Κώστα και Ελένης Ουράνη» της Ακαδημίας Αθηνών (2003).

 

Πόσο γνωστή είναι η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία στη Βουλγαρία;

Αν κάνουμε μια ιστορική αναδρομή για την υποδοχή των ελληνικών γραμμάτων στη Βουλγαρία, θα λέγαμε ότι κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, οι Βούλγαροι ανώτατου μορφωτικού επιπέδου χρησιμοποιούσαν την ελληνική γλώσσα ως δίαυλο επικοινωνίας με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Την εποχή της βουλγαρικής παλιγγενεσίας (1762-1879) πληθαίνουν οι μεταφράσεις από την ελληνική γλώσσα. Τον 19ο αι. δεν είναι λίγοι οι ποιητές, όπως ο Π.Ρ. Σλαβέικοφ, που μαθαίνουν την ποιητική τέχνη από τους τότε γνωστούς Έλληνες ποιητές, π.χ. τον Χριστόπουλο και τον Βηλαρά, μεταφράζοντας ποιήματά τους. Την ίδια εποχή ο Γκριγκόρ Παρλίτσεφ (Γρηγόρης Σταυρίδης), που σπούδαζε στην Αθήνα, έγραψε στην ελληνική γλώσσα το ποίημα Ο Αρματωλός, για το οποίο το 1860 έλαβε το δάφνινο στεφάνι, Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών. Ο Παρλίτσεφ (Σταυρίδης) άρχισε να μεταφράζει την Ιλιάδα στο μέτρο του βουλγάρικου δημοτικού τραγουδιού, πιθανόν υπό την επίδραση του Αλ. Πάλλη. Οι αρχαίοι Έλληνες κλασικοί συγγραφείς και φιλόσοφοι – Ομήρου Οδύσσεια και Ιλιάδα, οι τραγωδίες του Αισχύλου, του Ευριπίδη και του Σοφοκλή, οι κωμωδίες του Αριστοφάνη, του Μενάνδρου κ.ά., τα συγγράμματα του Αριστοτέλη – έχουν εκδοθεί στα βουλγάρικα σε επανειλημμένες εκδόσεις, με λαμπρότερα δείγματα μεταφραστικού λόγου εκείνα των Αλ. Μπαλαμπάνοφ (1879-1955), Αλ. Νίτσεφ (1922-1988), Αλ. Μίλεφ (1904-1980), Β. Μπεσεβλίεφ (1900-1992), Γ. Μπατακλίεφ (1910-1994), και Μπ. Μπόγκντανοφ (1940-2016). Η νεότερη γενιά Βούλγαρων μεταφραστών από τα αρχαία ελληνικά συνεχίζει αυτή την παράδοση, με σχετικά πρόσφατα δείγματα τα Λογικά ή Όργανον του Αριστοτέλη (μτφρ. Γκεόργκι Γκότσεφ, εκδ. Zahariy Stoyanov 2013), τη Μεταφυσική του Αριστοτέλη (μτφρ. Ντίμκα Γίτσεβα, Ιβάν Χρίστοβ και Νικολάι Γκότσεφ, εκδ. SONM, 2000), τις τραγωδίες του Ευριπίδη Ελένη, Ιφιγένεια εν Ταύροις, Κύκλωπας (μτφρ. Ντοροτέγια Ταμπάκοβα, εκδ. Foundation for Bulgarian Literature, Σόφια 2008), Πλούταρχου Βίοι Παράλληλοι (μτφρ. Ντραγκομίρα Βάλτσεβα, Μιρένα Ιβάνοβα, Νεβένα Πανόβα, εκδ. Foundation for Bulgarian Literature, Σόφια 2008), Αλκίφρονος Επιστολές των εταίρων (μτφρ. Ντραγκομίρα Βάλτσεβα, εκδ. Foundation for Bulgarian Literature, Σόφια 2008). Άξιοι μνείας είναι και άλλοι μεταφραστές, της νεότερης γενιάς, από τα αρχαία ελληνικά (οι οποίοι είναι και ερευνητές της αρχαίας γραμματείας), όπως η Βιάρα Κάλφιν, ο Ντιμίταρ Ηλίεβ κ.ά. 

 

«Για τη βουλγάρικη διανόηση, όχι μόνο για τους ποιητές, η συνάντηση με την ποίηση του Καβάφη αποτελεί συγκλονιστική εμπειρία.[…] Χάρη στην έκδοση των καβαφικών μεταφράσεων του 1963, η βουλγάρικη πνευματική ζωή γονιμοποιείται από το πνεύμα του Καβάφη, από μια νέα θέαση των πραγμάτων, από την καβαφική μέθοδο αντικειμενοποίησης της συγκίνησης, από τη λιτότητα του ύφους που μέσα από ένα εκ πρώτης όψεως συγκινησιακό κενό οδηγεί στη διανοητική συγκίνηση».

Στη Βουλγαρία υπάρχει σοβαρή και μακρόχρονη παράδοση μετάφρασης της ελληνικής λογοτεχνίας. Η ελληνική πεζογραφία μεταφράζεται κατά κόρον, ιδιαίτερα την περίοδο 1960-1990 και στις νέες συνθήκες αγοράς του βιβλίου μετά τις πολιτειακές μεταβολές του 1989. Δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι, παράλληλα με την τετράδα των Ελλήνων ποιητών που γνωρίζει ο κάθε μορφωμένος Βούλγαρος αναγνώστης, και η οποία αποτελείται από τους Κ. Π. Καβάφη, Γ. Σεφέρη, Γ. Ρίτσο και Ο. Ελύτη, ο Ν. Καζαντζάκης είναι ο πιο γνωστός, μεταφρασμένος, πολυδιαβασμένος και ευπώλητος στη χώρα Έλληνας συγγραφέας, με φήμη ανάλογη εκείνης του Καβάφη και Σεφέρη, όμως στον πεζό λόγο. Τα έργα του Καζαντζάκη έχουν εκδοθεί επανειλημμένως σε τιράζ άνω του ενός εκατομμυρίου αντιτύπων, ενώ πρόσφατα, μετά την αποδέσμευση των δικαιωμάτων τους, επανεκδόθηκαν, αφού τα τιράζ αυτά είχαν προ πολλού εξαντληθεί.

Η παρουσία του καζαντζακικού έργου στη βουλγαρική γλώσσα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το όνομα του αφοσιωμένου μεταφραστή και γνώστη του έργου του Γκεόργκι Κούφοβ (1923-2003), ο οποίος έχει μεταγράψει τα μυθιστορήματά του σε γλώσσα που εκφράζει απολύτως το πνεύμα του Κρητικού συγγραφέα. Το μεταφραστικό του έργο περιλαμβάνει επίσης την απόδοση έργων των Κ. Βάρναλη, Εμμ. Ροϊδη, Διδώς Σωτηρίου, Δ. Χατζή, Στρ. Δούκα, Μαρία Ιορδανίδου, Μ. Λουντέμη, Μ. Μερκούρη, καθώς και πολλών άλλων. Ο Γ. Κούφοβ θεωρείται ο μεταφραστής με τη μεγαλύτερη προσφορά στην παρουσίαση της ελληνικής πεζογραφίας μεταπολεμικά.

Οι Βούλγαροι αναγνώστες έχουν επίσης εξοικειωθεί με έργα κλασικά για την ελληνική γραμματεία, όπως Η ζωή εν τάφω του Σ. Μυριβήλη, Πλούσιοι και φτωχοί του Γ. Ξενόπουλου, Ο Πατούχας του Γ. Κονδυλάκη, Τα λόγια της πλώρης του Α. Καρκαβίτσα, σε μετάφραση διάφορων μεταφραστών.

Το 1963 με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Καβάφη εκδόθηκε στα βουλγάρικα από τον τότε μεγαλύτερο κρατικό εκδοτικό οίκο Narodna kultura μια συλλογή μεταφρασμένων ποιημάτων του που είχε μεγάλη απήχηση στο βουλγαρικό κοινό. Η υποδοχή του καβαφικού έργου στη Βουλγαρία είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με το όνομα του μεταφραστή, ποιητή, στοχαστή και διανοούμενου ευρωπαϊκού διαμετρήματος Στέφαν Γκέτσεβ (1911-2000). Συνομήλικος του Ελύτη, με τον οποίο τον συνέδεε και προσωπική φιλία (καθώς και με πολλούς άλλους Έλληνες λογοτέχνες, δεσμοί φιλίας αποτυπωμένοι στα απομνημονεύματά του με τίτλο Οι φίλοι μου οι Έλληνες), με τη βοήθεια μιας ομάδας ποιητών – των Γκεόργκι Μίτσκοφ, Ατανάς Ντάλτσεφ, Αλεξάντερ Μουράτοφ και Κράστιο Στανίσεφ – ο Γκέτσεβ μετέφερε στα βουλγάρικα την πρωτοτυπία και το βαθύτατο πανανθρώπινο μήνυμα της ποίησης του Καβάφη.

 

Για τη βουλγάρικη διανόηση, όχι μόνο για τους ποιητές, η συνάντηση με την ποίηση του Καβάφη αποτελεί συγκλονιστική εμπειρία. Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας Γκεόργκι Νταναήλοβ, προλογίζοντας την Ανθολογία σύγχρονης ελληνικής ποίησης (1978) του Στέφαν Γκέτσεβ, «ο ποιητής αυτός δεν είναι ένας νέος γαλαξίας που αποκαλύπτουμε με ένα υπερμοντέρνο τηλεσκόπιο. Ο Καβάφης είναι αποκάλυψη ενός ολόκληρου φυσικού νόμου». Χάρη στην έκδοση των καβαφικών μεταφράσεων του 1963, η βουλγάρικη πνευματική ζωή γονιμοποιείται από το πνεύμα του Καβάφη, από μια νέα θέαση των πραγμάτων, από την καβαφική μέθοδο αντικειμενοποίησης της συγκίνησης, από τη λιτότητα του ύφους που μέσα από ένα εκ πρώτης όψεως συγκινησιακό κενό οδηγεί στη διανοητική συγκίνηση. Ο ειρωνικός τρόπος με τον οποίο συχνά ο ποιητής αντιμετωπίζει τα ανθρώπινα, επίσης, προτείνει στους Βούλγαρους ποιητές μια διαφορετική οπτική γωνία.

Για τη μεγάλη απήχηση του έργου του Αλεξανδρινού στη Βουλγαρία, συνηγορεί η ενότητα ποιημάτων επηρεασμένων από τον Καβάφη ή που συνομιλούν μαζί του, η οποία περιλαμβάνεται στην Ανθολογία ξένων καβαφογενών ποιημάτων. Συνομιλώντας με τον Καβάφη (εκδ. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 2000), την οποία επιμελήθηκε ο ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας Νάσος Βαγενάς. Τα τελευταία σχεδόν 20 χρόνια  το στίγμα της στη μετάφραση ελληνικής ποίησης στα βουλγαρικά σταθερά δίνει η Γιάννα Μπούκοβα, η ίδια πολύ καλή ποιήτρια (Ο Ελάχιστος κήπος, ποιήματα, εκδ. Ίκαρος 2006) και πεζογράφος κ.ά. Σημαντική είναι η συνεισφορά της Ιρένας Αλέξιεβα (π.χ. Αφέντης Μπατίστα του Κώστα Μόντη), όπως και άλλων μεταφραστών, στη μετάφραση της κυπριακής λογοτεχνίας στα βουλγαρικά. 

 

Yπάρχει σήμερα ενδιαφέρον για μεταφράσεις της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας;

Στα χρόνια αυτά υπάρχει σταθερό ενδιαφέρον για όλες τις βαλκανικές λογοτεχνίες, και για την ελληνική. Η Ελλάδα είναι χώρα με δύο Νομπελίστες ποιητές, η γραμματολογία της συγκαταλέγεται στους θεμέλιους λίθους του ευρωπαϊκού πολιτισμού, έχει ισχυρή παράδοση στον λογοτεχνικό μοντερνισμό. Η Βουλγαρία υπήρξε μια βαλκανική χώρα που δεν είχε δεχθεί στον ίδιο βαθμό, όπως η Σερβία και η Ρουμανία, επιδράσεις από τα ρεύματα του ευρωπαϊκού λογοτεχνικού μοντερνισμού. Η γνωριμία με την ελληνική ποίηση, ειδικά, στάθηκε αφορμή για τη γνωριμία και με τις τάσεις αυτές. Δεν είναι τυχαίο πως οι Βούλγαροι συγγραφείς αρχίζουν να μεταφράζονται στην Ευρώπη αργότερα, σε αντίθεση με τους ομοτέχνους τους Σέρβους και Ρουμάνους συγγραφείς. Οι Βούλγαροι δημιουργοί συχνά ανακάλυπταν τον υπερρεαλισμό και μέσω της Ελλάδας, με ποιητές όπως ο Ελύτης, ο Εμπειρίκος, ο Εγγονόπουλος, ο Νικ. Κάλας, ο Ε. Κακναβάτος και πολλούς άλλους.

Μετά τις πολιτειακές μεταβολές του 1989 και ύστερα από μια προσωρινή μεταστροφή του αναγνωστικού ενδιαφέροντος προς τα έργα απαγορευμένων μέχρι τότε συγγραφέων της Δύσης, το ενδιαφέρον για τη σύγχρονη ελληνική γραμματεία αναζωογονείται. Από το 2000 έχουν παρουσιαστεί πολλοί Έλληνες συγγραφείς και ποιητές. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε τους Ι. Καρυστιάνη, Δ. Καλοκύρη, Μαργαρίτα Καραπάνου, Ρέα Γαλανάκη, Θ. Βαλτινό, Τ. Θεοδωρόπουλο, Ζ. Ζατέλη, Ισμήνη Καπάνταη, Έλενα Χουζούρη, Δημοσθένη Κούρτοβικ, Κώστα Καλφόπουλο, Θωμά Σκάσση, Γ. Βαρβέρη, Μιχάλη Γκανά, Τ. Σινόπουλο, Ν. Καρούζο αλλά και θεατρικούς συγγραφείς όπως τους Π. Μάτεσι, Δημ. Κεχαΐδη, Βασ. Ζιώγα, Μάριο Ποντίκα, Λούλα Αναγνωστάκη, είτε σε αυτοτελείς εκδόσεις, είτε σε δημοσιεύσεις σε λογοτεχνικά έντυπα, είτε ως φιλοξενούμενους στις Έδρες Νεοελληνικών Σπουδών.

Ποιες δυσκολίες προκύπτουν κατά τη μετάφραση και την υποδοχή του ελληνικού βιβλίου στη Βουλγαρία;

Ενδιαφέρον για μεταφράσεις εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά τα τελευταία χρόνια είναι αισθητές οι δυσκολίες στον τρόπο με τον οποίο ανταποκρίνονται οι εκδότες στις προτάσεις των μεταφραστών. Ευτυχής συγκυρία στη δική μου εμπειρία ως μεταφράστριας είναι πως, επειδή οι εκδοτικοί οίκοι, ακόμα και οι μεγαλύτεροι, δεν έχουν συστηματική και ενημερωμένη εποπτεία στις νέες εκδόσεις στην Ελλάδα, συνήθως εγώ προτείνω τους  τίτλους που θέλω να μεταφράσω. Πολλοί από αυτούς, μέχρι το 2013, όταν καταργήθηκε το ΕΚΕΒΙ, είχαν μεταφραστεί με το Πρόγραμμα Επιχορήγησης για την προώθηση της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό. Συνήθως για να γίνει ένα ελληνικό βιβλίο εκδοτικό γεγονός, η αρχική αιτία είναι ο προσωπικός ζήλος του μεταφραστή. Για να έχει τύχη αγαθή ένας Έλληνας συγγραφέας σε μια ξένη γλώσσα, όχι μόνο στα βουλγάρικα, απαιτείται ένας ελληνομαθής που θα αγαπήσει και θα προωθήσει κάποιο βιβλίο του στο εκδοτικό κύκλωμα της χώρας του. Για να αναλάβει το εκδοτικό ρίσκο ένας εκδότης, ακόμα και όταν θα «μυριστεί» ένα βιβλίο με προοπτικές επιτυχίας, θα ρωτήσει αν υπάρχει πρόγραμμα ελληνικού φορέα/ ιδρύματος για τη στήριξη της μετάφρασης.

«Το αίτημα εκδοτών και γενικά των ανθρώπων του χώρου του βιβλίου, όσον αφορά στη μετάφραση, θα πρέπει να είναι η διατήρηση της πολυμορφίας, αλλά και ανάπτυξης των ενοποιητικών στοιχείων, ως εγγύηση της ειρήνης αλλά και της διασφάλισης των ιδιαιτεροτήτων. Η επικοινωνία μεταξύ των βαλκανικών λαών εξακολουθεί να είναι δυσχερής, κυρίως εξαιτίας του γλωσσικού φράγματος, το οποίο εμποδίζει να διαπιστωθεί ο κοινός βαλκανικός πολιτισμός που βρίσκεται στις ρίζες όλων των λαών της χερσονήσου του Αίμου. Είναι γεγονός ότι οι λαοί που ζουν γύρω από τη ραχοκοκαλιά του Αίμου έχουν ελάχιστη γνώση των ιδιαιτεροτήτων των γειτόνων τους, του λογοτεχνικού τοπίου τους. […] Η παράδοση και η λογοτεχνία των Βαλκανίων μπορεί πραγματικά να σταθεί σαν ενωτικός κρίκος στα Βαλκάνια για σύγκλιση, συνεργασία και αρμονική συνύπαρξη μεταξύ λαών που έχουν πολύ περισσότερα κοινά, από ό, τι τους δίδαξαν σε καιρούς δίσεκτους τα τοπικά πολιτικά καθεστώτα και οι εθνικές τους κουλτούρες. Η επικοινωνία μέσω της λογοτεχνικής μετάφρασης αποτελεί προϋπόθεση και ένα βήμα για συνεννόηση, εποικοδομητικό διάλογο, αλληλοκατανόηση μεταξύ των γειτόνων».

 

Θα ήταν πολύ περισσότερες οι μεταφράσεις τα τελευταία χρόνια, αν δεν είχε διακοπεί η λειτουργία του προγράμματος αυτού. Παρόλ’ αυτά, ελληνικά βιβλία μεταφράζονται. Από το 2013 έχω συνεργαστεί με εκδότες χωρίς επιχορήγηση για τη μετάφραση των ακόλουθων βιβλίων: Μάρτυς μου ο Θεός του Μάκη Τσίτα (Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας 2014, η μετάφραση σε διάφορες γλώσσες χρηματοδοτείται από την Ε.Ε.), Μπαρ Φλομπέρ του Αλέξη Σταμάτη (επιλογή της εκδότριας, η οποία είναι και μεταφράστρια από τα σέρβικα∙ το βιβλίο τής το είχε συστήσει ο Σέρβος εκδότης), Ο θάνατος του ιππότη Τσελάνο και άλλες ιστορίες της Θεοφανώς Καλογιάννη και τώρα πρόσφατα Το κρυφό ημερολόγιο του Χίτλερ του Χάρη Βλαβιανού. Η βουλγάρικη έκδοση του τελευταίου βιβλίου παρουσιάστηκε με επιτυχία στη Σόφια στις 11 Μαΐου, παρουσία και του συγγραφέα. Σε έναν καταιγισμό εκδόσεων από πολλές γλώσσες, δεν αρκεί μόνο να τυπωθεί ένα ελληνικό βιβλίο, αλλά θα πρέπει και να προωθηθεί/να προβληθεί στην αγορά, αλλιώς θα παραμείνει μια στάλα στη θάλασσα. Χρειάζεται στρατηγική προβολής του ελληνικού βιβλίου, με δυνατότητες να προσκληθούν οι συγγραφείς που μεταφράζονται, να συζητήσουν με το αναγνωστικό τους κοινό, να υπάρχει δημοσιογραφική κάλυψη, κριτική απήχηση κ.ά. 

Τι προτείνετε για να ξεπεραστούν αυτές οι δυσκολίες;

Να επαναλειτουργήσει υπό κάποια μορφή και από κάποιο φορέα πρόγραμμα επιχορήγησης έργων σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, το οποίο, ει δυνατόν, να προβλέπει και κονδύλια να φιλοξενηθούν οι συγγραφείς στο εξωτερικό. Παλαιότερα νομίζω ότι υπήρχε τέτοιο πρόγραμμα για όσους είχαν τιμηθεί με Κρατικά Βραβεία.

Να υπάρχουν Εργαστήρια για μεταφραστές της ελληνικής λογοτεχνίας, στα οποία θα μπορούσαν να συναντηθούν με συγγραφείς που μεταφράζονται. Εργαστήρια με κάποιον γνωστό Έλληνα συγγραφέα και τους μεταφραστές του/της σε διάφορες γλώσσες.  

Να λειτουργήσουν προγράμματα φιλοξενίας μεταφραστών λογοτεχνίας (όπως στο Κέντρο Μεταφραστών και Λογοτεχνών της Ρόδου και Το Σπίτι της λογοτεχνίας στην Πάρο).

Είναι σημαντικό να γνωρίσουν σήμερα οι Βούλγαροι αναγνώστες την ελληνική λογοτεχνία; Γιατί;

Πρέπει να αναγνωρίσουμε τη μεγάλη αξία της λογοτεχνικής μετάφρασης για την πνευματική επικοινωνία και γνωριμία μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών και λαών, και ειδικά στα Βαλκάνια, όπου έτυχε να ζούμε Βούλγαροι και Έλληνες. Ιδιαίτερα σε μια εποχή, η οποία ενθαρρύνει την καλλιέργεια και την ανάδειξη της ιδιαίτερης ταυτότητας, αλλά στην οποία συντελούνται ταυτόχρονα διεργασίες ενσωμάτωσης σε ευρύτερα σύνολα. Το αίτημα εκδοτών και γενικά των ανθρώπων του χώρου του βιβλίου, όσον αφορά στη μετάφραση, θα πρέπει να είναι η διατήρηση της πολυμορφίας, αλλά και ανάπτυξης των ενοποιητικών στοιχείων, ως εγγύηση της ειρήνης αλλά και της διασφάλισης των ιδιαιτεροτήτων. Η επικοινωνία μεταξύ των βαλκανικών λαών εξακολουθεί να είναι δυσχερής, κυρίως εξαιτίας του γλωσσικού φράγματος, το οποίο εμποδίζει να διαπιστωθεί ο κοινός βαλκανικός πολιτισμός που βρίσκεται στις ρίζες όλων των λαών της χερσονήσου του Αίμου. Είναι γεγονός ότι οι λαοί που ζουν γύρω από τη ραχοκοκαλιά του Αίμου έχουν ελάχιστη γνώση των ιδιαιτεροτήτων των γειτόνων τους, του λογοτεχνικού τοπίου τους. Οι οδοί μεταξύ τους πολιτιστικής επικοινωνίας μέχρι πολύ πρόσφατα συνήθως περνούσαν μέσα από τις μεγάλες ευρωπαϊκές εστίες δημιουργίας, όπως είναι το Παρίσι, το Λονδίνου, η Μόσχα ή το Βερολίνο. Για να μεταφραστεί κάποιο κλασικό έργο πλέον για μια από τις λογοτεχνίες αυτές, έπρεπε να φέρει τη σφραγίδα της κριτικής απήχησης ή του αναγνωστικού ενδιαφέροντος των μεγάλων γλωσσών της Ευρώπης. Η απευθείας μετάφραση από τα ελληνικά στα βουλγάρικα, και αντιστρόφως, επιδιώκει τη συμβολική άρση αυτής της δυσχέρειας επικοινωνίας και αποτελεί πρώτης τάξεως πολιτιστικό γεγονός. Απέναντι στη διαμορφούμενη κυριαρχία των μεγάλων γλωσσών, η λογοτεχνική επικοινωνία μεταξύ των λεγόμενων «ασθενών γλωσσών, περιορισμένης διάδοσης» αποτελεί έμπρακτη χειρονομία πιστοποίησης της σημασίας, της αυτοτέλειας, αλλά και της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας των «μικρών» ή λιγότερο ομιλούμενων γλωσσών της Ευρώπης που αξίζει να υποστηριχθούν.

Σε μια εποχή που οι πολυπαθείς βαλκανικές χώρες βρίσκονται εντός ή προ των θυρών της Ενωμένης Ευρώπης, η οποία σήμερα πλέον λειτουργεί είτε σαν κοινό κτήμα, είτε σαν κοινό όνειρο, αλλά προ παντός σαν αντίβαρο στα φαινόμενα του εθνικισμού και αλυτρωτισμού και στις όσες αντιπαραθέσεις τις ταλαιπώρησαν και τις ταλαιπωρούν, τέτοιες προσπάθειες είναι πρωτόγνωρες και ελπιδοφόρες. Η παράδοση και η λογοτεχνία των Βαλκανίων μπορεί πραγματικά να σταθεί σαν ενωτικός κρίκος στα Βαλκάνια για σύγκλιση, συνεργασία και αρμονική συνύπαρξη μεταξύ λαών που έχουν πολύ περισσότερα κοινά, από ό, τι τους δίδαξαν σε καιρούς δίσεκτους τα τοπικά πολιτικά καθεστώτα και οι εθνικές τους κουλτούρες. Η επικοινωνία μέσω της λογοτεχνικής μετάφρασης αποτελεί προϋπόθεση και ένα βήμα για συνεννόηση, εποικοδομητικό διάλογο, αλληλοκατανόηση μεταξύ των γειτόνων. Τα Βαλκάνια είναι μια μεγάλη δεξαμενή ιδεών, διαφορετικών αντιλήψεων και πολιτισμών. Γνωρίζοντας καλύτερα, μέσα από τέτοιες προσπάθειες, τις διαφορετικές συνιστώσες του ελληνικού λαού και των άλλων λαών που συγκροτούν τον πλούτο της περιοχής αυτής, διαπιστώνουμε τις κοινές ανησυχίες, τις κοινές προοπτικές και την κοινή ανάγκη για συνεργασία στην αντιμετώπιση των προκλήσεων, που ολοένα γίνονται επιτακτικότερες.

Στο μυθιστόρημα του συγγραφέα Δημ. Κούρτοβικ με τίτλο Τι ζητούν οι βάρβαροι (εκδ. Ελληνικά γράμματα, 2008), το οποίο θα επιθυμούσα μια μέρα να έρθει στα χέρια των Βούλγαρων αναγνωστών, πέντε συγγραφείς από τα Βαλκάνια φτάνουν σε μια συνοριακή πόλη της Ελλάδας και εκεί αναβιώνουν πάθη και μίση γύρω από την ιστορία επισκευής ενός κατεστραμμένου κατά τους βαλκανικούς πολέμους γεφυριού. Για τον Κούρτοβικ «ο πεζογράφος λειτουργεί σαν τον Περσέα: μερικές αλήθειες είναι τόσο τρομερές που δεν μπορούμε να τις αντικρίσουμε κατάματα. Χρειαζόμαστε έναν καθρέφτη που θα τα κάνει κάπως πιο ανεκτά τα φοβερά, χωρίς να τα κρύβει». Αυτό άλλωστε δεν είναι και το ζητούμενο – να αντιμετωπίσουμε και να υπερβούμε τα φαντάσματα και τους μύθους του παρελθόντος – ειδικά εμείς οι Βαλκάνιοι – μέσω και της λογοτεχνικής αναδημιουργίας για να γνωρίσουμε καλύτερα το πνευματικό και πολιτιστικό υπόβαθρο των γειτόνων μας; Σ’ αυτόν τον σκοπό συνεργεί και η τέχνη του «να λες σχεδόν το ίδιο», όμως «μέσα από τις διεργασίες ανακαλούμε παράφραση, ορισμό, εξήγηση, αναδιατύπωση», όπως επισημαίνει ο Eco, ώστε να γίνουν αντιληπτά στη γλώσσα πρόσληψης του άλλου.

Ποιο είναι το προφίλ του Βούλγαρου αναγνώστη που διαβάζει ελληνική λογοτεχνία;

Εύλογο είναι το ερώτημα, αν διαβάζονται μετά τα βιβλία που μεταφράζονται. Όπως είχε αποδείξει έρευνα για την τύχη της νεοελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό, (η οποία πραγματοποιήθηκε το διάστημα 1998-2003), με τίτλο Η νεοελληνική λογοτεχνία σε άλλες γλώσσες (Επιμέλεια Βασίλης Βασιλειάδης, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 2013), το ζήτημα είναι όχι μόνο αν ελληνική λογοτεχνία μεταφράζεται, αλλά αν κυκλοφορεί ευρέως, αν υπάρχουν επανεκδόσεις. Όπως επισημαίνεται στην έρευνα αυτήν, χρειάζονται πραγματικά δεδομένα, προκειμένου να μη διαιωνίζονται μύθοι και στρεβλές εντυπώσεις για την παρουσία και την πρόσληψη της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό, ώστε να συγκροτηθεί σε στέρεες βάσεις μια μεθοδική και αποτελεσματική πολιτική προώθησης του ελληνικού βιβλίου.

 

Στη Βουλγαρία το αναγνωστικό κοινό και εν δυνάμει όσοι θα αγόραζαν ελληνικά βιβλία είναι όσοι ενδιαφέρονται για τη βαλκανική λογοτεχνία, ο κόσμος που ενδιαφέρεται για ποίηση, επειδή η Ελλάδα έχει δώσει κορυφαίους ποιητές, οι καθηγητές και φοιτητές στις έδρες Νεοελληνικών και Κλασικών σπουδών, οι επαγγελματίες σχετικοί με τις βαλκανικές σπουδές, ιστορικοί, εθνολόγοι, ανθρωπολόγοι. Και φυσικά, όλοι όσοι αγαπούν την καλή λογοτεχνία, όταν πρόκειται για κάποιο πολύ αξιόλογο ελληνικό βιβλίο με αναμφισβήτητες λογοτεχνικές αρετές.

Ο μεταφραστής είναι ο ίδιος δημιουργός κατά τη μετάφραση ή διαμεσολαβητής ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη;

Ναι, μοιράζομαι την άποψη ότι ο μεταφραστής, αποδίδοντας ένα λογοτεχνικό κείμενο, είναι συνδημιουργός. Αυτό που οφείλουμε να κάνουμε ως μεταφραστές είναι ότι δεν πρέπει να εκφράζουμε τη λέξη με λέξη, αλλά το νόημα με νόημα», έλεγε ο άγιος Ιερώνυμος, ο οποίος θεωρείται προστάτης των μεταφραστών, και τα λόγια του αυτά παρατίθενται από τον Umberto Eco στο βιβλίο του «Εμπειρίες μετάφρασης».

  

 

Η Zdravka Mihaylova γεννήθηκε στη Σόφια. Είναι απόφοιτος της Σχολής Δημοσιογραφίας και Μέσων μαζικής ενημέρωσης του Πανεπιστημίου της Σόφιας. Έχει ολοκληρώσει μεταπτυχιακές σπουδές στην Ευρωπαϊκή Οργάνωση και Διπλωματία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει κάνει ειδίκευση με θέμα τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών με την εποπτεία του Νάσου Βαγενά (2000) και έχει ασχοληθεί με έρευνα του Αρχείου Βάρναλη στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη με ερευνητική χορηγία του Ιδρύματος Andrew Mellon (2001).

Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στη Βουλγαρική Κρατική Ραδιοφωνία και στο Βουλγαρικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΒΤΑ). Από το 1994 εργάζεται στο Υπουργείο Εξωτερικών της Βουλγαρίας, τμήμα «Ελλάδα και Κύπρος», εξακολουθώντας να αρθρογραφεί για θέματα ελληνικής λογοτεχνίας και πολιτιστικής κληρονομιάς. Έχει τρεις θητείες στη Πρεσβεία της Βουλγαρίας στην Αθήνα (1995-1998, 2002-2005, 2009-2013).

Ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση από τα ελληνικά και τα βουλγαρικά, έχει μεταφράσει 45 βιβλία σύγχρονων Ελλήνων δημιουργών (ποίηση, πεζογραφία, δοκιμιακός και θεατρικός λόγος), ανάμεσα στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και αρκετοί Κύπριοι (π.χ. Μιχάλης Πιερής, Έλλη και Πανίκος Παιονίδης, Νίκη Μαραγκού) καθώς και μερικούς τίτλους από τα βουλγάρικα. Έχει συμμετάσχει σε διεθνή συνέδρια Νεοελληνικών Σπουδών, σε συναντήσεις με θέμα τη λογοτεχνία, τη γλώσσα και τον πολιτισμό, σε εργαστήρια μετάφρασης και λογοτεχνικά φεστιβάλ, στα οποία έχει παρουσιάσει Βούλγαρους συγγραφείς και ποιητές. Έχει συνεργαστεί με τη Διεύθυνση Γραμμάτων του ΥΠ.ΠΟ. της Ελλάδας, το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου της Ελλάδας (ως την κατάργησή του το 2013), το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού, το Διεθνές Κέντρο Λογοτεχνών και Μεταφραστών της Ρόδου, με βουλγάρικα και ελληνικά έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα πολιτιστικού και λογοτεχνικού περιεχομένου.

Κατά την περίοδο 2012-2016 ήταν υπεύθυνη της στήλης Από τη βιβλιοθήκη του γείτονα της ιστοσελίδας www.grreporter.info, στην οποία παρουσίαζε με αποσπάσματα ελληνικά και κυπριακά λογοτεχνικά έργα μεταφρασμένα στα βουλγάρικα, καθώς και βιβλία συγγραφέων άλλων εθνικοτήτων, οι οποίοι θεματοποιούν την Ελλάδα. Η ενότητα αυτή είναι προσβάσιμη στον σύνδεσμο:   http://www.grreporter.info/taxonomy/term/78.

Είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών, της Εταιρείας Συγγραφέων (Αθήνα), της Ένωσης Βουλγάρων Λογοτεχνών, της Ένωσης Βουλγάρων Δημοσιογράφων, της Εταιρείας Νεοελληνιστών της Βουλγαρίας «Κ. Παλαμάς» και του Συλλόγου Βουλγάρων Μεταφραστών/ Διερμηνέων. 

Βραβεύσεις:

Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης της Ελλάδας (2010) για τη μετάφραση έργου σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας σε ξένη γλώσσα για την Ανθολογία ποιημάτων «Η γραφή του παντόπτη» του Γιάννη Ρίτσου (Stigmati Publishers, Sofia 2009).

Βραβείο «Ρήγας Βελεστινλής» (2005) για «Καλύτερη Μετάφραση Έργων της Βαλκανικής Λογοτεχνίας και τανάπαλιν» για την έκδοση «Ανδρέας Εμπειρίκος: ποιητής σουρεαλιστής, ψυχαναλυτής και φωτογράφος», αφιερωμένο στη ζωή και το έργο του ποιητή (εκδ. Foundation for Bulgarian Literature, 2). 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular